Ποιος ιλαρά σε τέτοιο πανηγύρι
Ζητάει να τραγουδήσω,
Kαι το νου μου αναγκάζει, ωιμέ, να γύρει
Πενήντα χρόνια οπίσω;
Μην ένας που βυθάει,
Με γυρμένο κεφάλι,
Χαρούμενος θωράει
Πέρα της γης του τ’ ανθηρό ακρογιάλι;
Ω πόσοι, ω πόσοι αγαπημένοι φίλοι,
Σαν ξένα χελιδόνια,
Επήαν να βρούνε ατέλειωτον Απρίλη
Από της γης τα χιόνια!
Στη νιότη τους μια μέρα,
Θείο της Ευτέρπης δώρο,
Από ψηλόν αέρα
Εδώ μεγάλου δέντρου έρριξαν σπόρο.
Σε λίγο τους καρπούς του είδε το μάτι
Γιατ’ ηύρε, ως είχε πέσει,
Και πλούσια γη και ακούραστον εργάτη.
Νάτος! — Εκεί στη μέση
Μας παραστέκει ακόμα,
Και, με ουράνια γαλήνη,
Θαρρείς που από το στόμα
Βρύση αρμονίας ο ευλογημένος χύνει.
Με σέβας, αδελφοί, στο θείο κεφάλι,
Που η τέχνη μας προσφέρει,
Γύρω της δόξας το στεφάνι ας βάλει
Ευγνωμοσύνης χέρι.
Μη σας ξιππάζει αν σειέται
Της δάφνης το κλωνάρι·
Βουβό παραπονιέται
Πως κρύο θα ζώσει αναίσθητο λιθάρι.
Στον κόσμο οι πεθαμένοι αχ! δε γυρνούνε·
Αλλά μήπως οι ωραίοι
Μελωδικοί του στοχασμοί δε ζούνε
Πάντα θερμοί και νέοι;
Ύμνε, ψηλά σηκώσου
Τριγύρω ας αντηχάει
Ο αθάνατος σκοπός σου,
Ενώ στο μέτωπό του η δάφνη πάει.