Κέρκυρα
Κέρκυρα
Συγκρότηση ενότητας: Κατερίνα ΔεμέτηΗ θεϊκή ομορφιά της Κέρκυρας και η αλόγιστη τουριστική εκμετάλλευσή της Η άλωση από τον τουρισμό. (Σε ποιον τελικά ανήκει η Κέρκυρα;)
Οι Βάρβαροι...
Στη μέση από έναν ελαιώνα, ήτουν χτισμένος ένας μικρός τετράγωνος ναός με δεκάξη κολώνες τρογύρου, ύπαιθρος, και μέσα ένα άσπρο άγαλμα μαρμαρένιο του Ερμή στον ύπνο.
Ο γλύφτης που τον έκαμε στο μάρμαρο ζωή είχε δώκει· φαινότουν ως ν’ ανάπνεγε ο θεός ευτυχισμένος· καθώς ο Όνειρος γλυκά τη φαντασία του χάιδευε τα χείλια του γελούσαν — λίγο ακόμα κι η πέτρα θα μιλούσε.
Χρόνια πολλά απεράσαν από τον καιρό που ο γλύφτης στην πέτρα έδωκε μορφή· και πολλές θυσίες γινήκαν στον αποκοιμισμένον τον θεό· γενεές ανθρώπων είχαν προσευκηθεί μπροστά στο αγνό το μάρμαρο.
Η άνοιξη και πάλε είχε στολίσει τες ιερές ελιές με άσπρα μικρά λουλούδια σαν από χιόνι· τα χελιδόνια και πάλε πετούσαν κελαδώντας από χαρά που ’χαν ξανάβρει τες ποθητές φωλιές.
Κι εχαιρότουν η φύση κι έζιουνε ολόγυρα στον άψυχο ναό, στα πράσινα δέντρα γιομάτα λουλούδια πουλιά τραγουδούσαν, λευτερίδες πετούσαν , ο αγέρας ο ίδιος είχε λουστεί στη φαιδρότη.
Μα οι άγριοι στρατιώτες που του Χριστού τη θρησκεία ελατρεύαν, ναούς, αγάλματα, κι αρχαιότη μισώντας, όλα εκάνανε στάχτη.
Και κει στον έρμο ναό όπου ο Ερμής από αιώνες κοιμούτουν, ανάμεσα στες πράσινες ελιές — φορτωμένες τώρα άσπρα μικρά λουλούδια — είχανε φτάσει, οπλισμένα τα βάρβαρα χέρια με βαριά σφυριά, με καταστρεφτικά τσεκούρια.
Εκείνοι χαρούμενοι κομμάτια εκάναν του Ερμή το άγαλμα και το ναό συντρίβαν, μα οι ελιές που ίσκιαζαν αυτό το στολίδι της φύσης βροχή τ’ άνθια τους ρίχνανε απάνου στα αρέπια του οπίσω τους οι βάρβαροι αφήναν.
Κέρκυρα – Αγάπη Αγέρασ...
Την ίδια εποχή –κι ακόμα μισόν αιώνα μετά την απελευθέρωση– ούτε μια αληθινή πολιτεία δεν έβρισκες στην υπόλοιπη Ελλάδα· η Πάτρα, η Καλαμάτα, το Μεσολόγγι, η Λαμία, τα Γιάννενα, η Αθήνα–μικρά ή μεγάλα τουρκοχώρια όλες τους…
Κι ο εφτανησιώτης λαός κράτησε τη γλώσσα του – τη φυσική γλώσσα της μάνας του και του σπιτιού του, την ελληνική – μέσα απ’ όλους αυτούς τους αιώνες, για να την παραδώσει, σαν ήρθε ο καιρός, στους δασκάλους του και τους ποιητές του, χωρίς ν’ αφήσει να του την κάμουν πρόβλημα οι λογιώτατοι – καθαρεύουσα ή δημοτική. Γλώσσα του στάθηκε ως το τέλος η γλώσσα του Σολωμού. Κράτησε και τη θρησκεία του, αλλά δεν άφησε να του την κάμουν μαύρο φανατισμό και μισαλλοδοξία. Ανέχθηκε τον λατίνο σαν αδελφό χριστιανό. Κι από τον δικό του παπά ζήτησε περισσότερη γνώση και λιγότερο προσευχητάριο. Με τα ήμερα ήθη του, με την πειραχτική του ειρωνία καιτ ην αγάπη του για τη ζωή και τον έρωτα, με το βαθύ σεβασμό του για τη Φύση, τη Μουσική και τις Τέχνες – μακάρι να είχε διώξει τον αθηναϊκό μεγαλοϊδεατισμό, πριν αγγίξει τα όρια της εθνικής συμφοράς! Πόσα προβλήματα, που δεν παύουν να βασανίζουν και σήμερα τον τόπο μας, δεν θα είχαν ίσως έγκαιρα ξεπεραστεί…
Μισόν αιώνα τώρα, μετά τον τελευταίο πόλεμο, η Κέρκυρα –λιγότερο τ’ άλλα νησιά– εξακολουθεί να ζει από τους ξένους πουλώντας το χώμα της και κατασπαράζοντας τις ακτές της και τις δασωμένες της πλαγιές. Τούτος ο βιασμός της ομορφιάς της ξεπέρασε στη διάρκεια της δικτατορίας των απριλιανών κάθε προηγούμενο. Θα χρειαζόταν, σίγουρα, ειδικό δικαστήριο και μόνο για να λογοδοτήσουν οι φονιάδες του «Κανονιού» – μιας από τις μαγευτικότερες τοποθεσίες στον κόσμο – που το κατάστρεψαν, το ανασκολόπισαν, το θάψανε μέσα στο μπετόν, παραδίδοντας το νεκρό του στην ξενοδοχειακή βουλιμία και στην ταβερνόβια αδηφαγία, ανάμεσα σε δυο στενές λουρίδες άσφαλτο, όπου πανικόβλητος ο διαβάτης θ’ αποπειραθεί να φυλαχτεί – μην τον τσακίσουν τ’ αυτοκίνητα –, δίχως να το καταφέρνει πάντοτε…
Η τουριστική «αξιοποίηση» της Κέρκυρας, όπως έγινε κι εξακολουθεί να γίνεται, δεν είναι υπερβολή να τη χαρακτηρίσει κανένας σα μια δεύτερη φάση βομβαρδισμού της, έπειτα από τους βομβαρδισμούς του ’40 και του ’43 που εξαφάνισαν ένα μεγάλο μέρος της παλιάς πόλης. Εκείνοι γκρέμισαν γειτονιές και σπίτια, μα δεν μπόρεσαν να παραμορφώσουν το κορμί του νησιού. Η «αξιοποίηση» όμως σώριαζε κάθε χρόνο χιλιάδες τόνους μπετόν πάνω στα πιο ευαίσθητα σημεία του, σε κάθε σπιθαμή της κερκυραϊκής ακρογιαλιάς, σε κάθε τρυφερό κόλπο ή κολπίσκο. Μόνο όποιος δε γνώρισε την Κέρκυρα – την υπαίθρια και θαλάσσια Κέρκυρα – στα παλιότερα ειρηνικά της χρόνια μπορεί σήμερα να θαυμάζει τη..δόξα των ξενοδοχείων της και την πλημμύρα των αυτοκινήτων της τα καλοκαίρια! Πόσο χτίσιμο θα μπορέσει ν’ αντέξει ακόμα; Ως πότε ο αριθμός των «προσφερομένων κλινών και διανυκτερεύσεων» θ’ ανεβαίνει, χρόνο με χρόνο, απειλώντας να καταπιεί όλη την ύπαιθρο και να μετατρέψει τις μοσκοβολημένες αμμουδιές της σε γη καταυλισμών;
Είναι φόβος να σκεφτείς ότι αν υποχωρήσει κάποτε ο τουρισμός, που σήμερα εμπνέει τη μέθη του κέρδους στους ντόπιους και στους μη κερκυραίους ξένους επιχειρηματίες (οι οποίοι εκμεταλλεύονται το κερδισμένο χρήμα έξω από την Κέρκυρα), το νησί θα έχει απομείνει δίχως άλλους οικονομικούς πόρους, με την εγκατάλειψη των χωραφιών, τη σταθερή ελάττωση του αγροτικού πληθυσμού που παρατηρείται, την παραμέληση της ελιάς και την αδιαφορία για την όποια άλλη βιομηχανία εκτός της τουριστικής. Η άνοδος και η πτώση του τουριστικού ενδιαφέροντος για τη μια ή την άλλη περιοχή του κόσμου είναι γνωστό πως αποτελεί έναν αστάθμητο παράγοντα και κάθε χώρα θα πρέπει να υπολογίζει όλα τα ενδεχόμενα.
Ας μην είμαστε απαισιόδοξοι, θα σου απαντήσουν οι «αρμόδιοι». Μα εμείς, οι … αναρμόδιοι, θα επιμένουμε να λέμε για την Κέρκυρα: ας κρατήσουμε τουλάχιστον την ελιά! Ψηλό, γέρικο δέντρο η ελιά της Κέρκυρας – ένας μεγάλος αριθμός τους βρίσκεται ριζωμένος στα ίδια χώματα από την εποχή των Βενετσιάνων. Είναι ο ίσκιος κι η ομπρέλα του νησιού, το προστατεύει από τον πολύ τον ήλιο, σώζει τη γη του στις μεγάλες κατηφοριές των λόφων της Κέρκυρας από το κατρακύλισμα και τη διάβρωση. Στην πείνα και στην πολιορκία του εχθρού, σε σκοτεινά χρόνια, το φυλαγμένο λάδι φτωχού και πλούσιου ήταν το καταφύγιο της ζωής κι η ελπίδα των σωμάτων για να σταθούν όρθια. Χρειάζονται χέρια σήμερα για τον αδυνατισμένο από την ηλικία των δέντρων καρπό – και που να βρεθούν τα χέρια, αφού έγιναν όλα χέρια γκαρσονιών και κουβαλάνε δίσκους; Πάλι καλά που…»οι συνήθως ύποπτοι» μετανάστες από την απέναντι Αλβανία έφεραν τελευταία μια κάποια λύση…
Ψηλά, γέρικα δάση – τα δάση της ελιάς στην Κέρκυρα. Κι αν δεν είναι πια εκείνο που ήταν, χρόνια και καιρούς, ως τα δικά μου παιδικά χρόνια, η πρώτη και κυριότερη εισοδηματική πηγή του αγρότη και του εμπόρου, μα και γενικότερα του μόνιμου κάτοικου του νησιού, τουλάχιστο χρησιμεύουν για να στήνουν τα τσαντίρια τους – σκηνές του ξανθού έρωτα, μέσα στον ίσκιο τους και τη δροσιά τους – οι καλοκαιρινοί σταυροφόροι της χαράς.
Είναι ένα χάρμα των ματιών όλη αυτή η αγκαλιασμένη νιότη, που φλυαρεί και γελοκοπάει μ’ εξωτικές φωνές ξεμπαρκάροντας από τα στολισμένα καΐκια στους παλιούς, αμμουδερούς όρμους των Φαιάκων. Που γιομίζει μελίσσι τα πράσινα βράχια ή σημαδεύει με τα ξυπόλητα πόδια της τα στενά «καντούνια» και την «Πάνω Πλατεία» της πόλης, και μαζεύει στις φούχτες της μπουγαρίνια έξω από κάποιες μάντρες αρχοντικών. Τα παλιά αφεντικά του «λιμπροντόρο», κι οι απόγονοί τους με τις κορακίσιες ρεδιγκότες τους, ξεθωριάζουν ολοένα και σβήνουν στα βάθη από τα σκοτεινά τους πορτραίτα, κρεμάμενοι στους τοίχους – όπου ακόμα σώζονται – και στα διοικητήρια της αγγλοκρατίας. Οι θλιμμένες αυτοκράτειρες του Χρηστομάνου, οι εγγλέζοι ναύαρχοι, οι «Μεγάλοι Δούκες» και πρίγκιπες επισκέπτες της «μπελ-επόκ», τίποτα περισσότερο πια από μια σκονισμένη επιγραφή σε σκουριασμένο μέταλλο, έχοντας κιόλας σαρωθεί από τον όλεθρο του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, βουλιαγμένοι για πάντα στα νερά της Γιουτλάνδης. Χιλιάδες επόμενοι νεκροί βιάστηκαν να τους σκεπάσουν στον Δεύτερο Παγκόσμιο – ποιος θυμάται ότι υπήρξαν κάποτε ζωντανοί…
Τούτη η σημερινή νιότη, με το δισάκι, την κονσέρβα και το φιλί στο στόμα, είναι οι καινούριοι πρίγκιπες, οι ανήσυχοι άγγελοι μιας ελπιζόμενης ειρήνης, διαφορετικής απ΄ όσες «ειρήνες» δοκιμάσαμε εμείς οι παλιότεροι, και κοιτάζοντάς την στα μάτια θέλεις να πιστέψεις ότι πρέπει να της έχεις εμπιστοσύνη· ότι δεν θ’ αφήσει να τη βουλιάξει σε άπατα βάθη ο άλλος τρίτος πόλεμος – ο παγκόσμιος των ναρκωτικών…
Ας ήταν, λες, αυτός μόνο ο καλοδεχούμενος τουρισμός, ο ακίνδυνος για το σχήμα και το χώμα του νησιού της Κέρκυρας! Δεν θα είχε το φόβο να την κατακερματίσουν σε οικόπεδα και να τη γιομίσουν αγκαθωτό συρματόπλεγμα όπου πατήσεις – σημάδια κυριαρχίας του «ιερού συνταγματικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας», στα πλαίσια μιας κοινωνίας ανίερης…
Αλλά το ξέρω πως θα χαμογελάσουν, αν τα διαβάσουν ετούτα που αραδιάζω εδώ, οι οικονομικοί μας σύμβουλοι και οι επί του τουρισμού παραχαράκτες του ελληνικού τοπίου. Γιατί, ίσα-ίσα, τους «υψηλής στάθμης» ξένους θα σου πουν ότι αγωνίζεται κάθε χώρα να τραβήξει κοντά της· αυτοί κουβαλούν στα φουστάνια και στα γιλέκα τους το μαγικό φίλτρο της εποχής μας, το συνάλλαγμα. Αυτοί στηρίζουν και δικαιολογούν τη ντόπια και την πολυεθνική «ατσιδωσύνη», την ξενοδοχειακή έκρηξη, το τράφικο και την αγοραπωλησία στο χώρο των ηθών. Οι άλλοι – νεαροί εργάτες και μικροϋπάλληλοι, φοιτητές, φτωχοεπαγγελματίες του ποδαριού – τι να τους κάνεις; Σπουργίτες και λιανοπούλια, που δεν θα γίνουν ποτέ τους φασιανοί και παγώνια, λογαριάζονται μονάχα για μπελάς…
Μα εμείς, οι πάντοτε «αναρμόδιοι»–τι δυστυχία, αλήθεια, να βρίσκεσαι διαρκώς με τόσους πολλούς στην πλευρά των «αναρμόδιων» και πάντα οι «αρμόδιοι» σε κάθε ζήτημα, οι κατέχοντες το «μυστικό», να είναι οι λίγοι, πολύ λίγοι, πολύ βλοσυροί και δύσκολοι να μιλήσουν! Εμείς λοιπόν, οι «αναρμόδιοι», έχουμε το δικαίωμα να φωνάζουμε πως για κανένα λόγο και για κανενός είδους «συμφέροντα» μια χώρα δεν μπορεί να παίζει το ρόλο του εκμαυλιστή, μετατρέποντας σε γκαρσόνια, καμαριέρες και τσιτσερόνε το εργατικό δυναμικό της και σε ρουλέτες τα ιστορικά παλάτια της.
Η Φύση του νησιού ακόμα αντιστέκεται, ακόμα πρασινίζει τις πυρπολημένες πλαγιές, ανεβάζοντας στο φως καινούρια κλαριά και φύλλα μέσα από τις κρυμμένες ρίζες, χωρίς να περιμένει τη βοήθεια των …«Υπηρεσιών» αναδάσωσης. Μπαίνοντας στο λιμάνι της Κέρκυρας, στον ίσκιο του Παλιού και του Νέου Φρουρίου της, περιτρέχοντας με το καΐκι τις κρυφές, τις ερωτικές καμπύλες του νησιού και ανασαίνοντας το θαλασσινό τους άρωμα, μοιάζει σα να χαϊδεύει το αγέραστο σώμα – πάντοτε νέο κι επιθυμητό, παρ΄ όλα τα χτυπήματα και τις αδικίες των καιρών. Καθώς σου το θυμίζει ο σολωμικός στίχος
Χθες πρωτοχάρηκε το φως και τον γλυκόν αέρα
…Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το χάρο.Μάης 1995
Ο έσχατος...
Κι όταν η πόλη νεκρώθηκε οριστικά και στις μεγάλες άδειες
λεωφόρους έμειναν μόνο τενεκέδες σκουπιδιών και
γάτες εξαγριωμένες που θρηνούσανΕκείνος γλύστρησε απαλά σαν ίσκιος μέσ’ από την παλιά
νεκροκασέλα κι υπνοβατώντας αλαφρά στο χώροΈφτασε πια στη μέση της πλατείας-ευτυχισμένος που αξιώθηκε επιτέλους τόση συγκομιδή απεραντοσύνης
Μετά γονάτισε και κλείνοντας τα μάτια δόθηκε στα βαθιά
μαγεία των ήχων-αυτών που μόνο οι πονεμένοι ακούνεΚι έτσι δεν ένιωσε καθόλου τα σκυλιά που πεινασμένα
σύρθηκαν κοντά τουΚι έτρωγαν τρυφερά τις σάπιες σάρκες του
Καθώς πιο κει το νέο του σώμα-φορτισμένο
με αγνότητα ουρανού
ΦεγγοβολούσεΈνα κλαδί πικροδάφνης ...
κι εντούτοις
κάτω στ’ αδιέξοδα λιθόστρωτα
της παλαιάς μας πόλης
το πλήθος κυμάτιζε μπροστά-πίσω
πολυκέφαλο πολυπόδαροΒαβυλώνιοι Ασιάτες Ευρασιάτες
ταξιδιώτες εκδρομείς επιδρομείς
περίδρομοι κοντοβράκηδες
διοπτροφόροι και μη
δόκτορες και διαρρήκτες
στα θερινά πουκάμισά τους
σχεδιασμένα σημεία και τέρατα
και γραφές ακατάληπτες λατινογενείς
επίσης ξενωτικές εξωτικές γυναίκες
μέσ’ απ’ το διάφανο χιτώνα τα στήθια
κρέμονται γυμνά και έτοιμα προς χρήσιν
ιθαγενείς ανθεκτικοί επιβήτορες
κράχτες μεταπράτες μικρέμποροι
μικράνθρωποι θεομπαίχτες
καρότσια παρδαλά με εικονίσματα ταλαίπωρα
οσίων μαρτύρων και παλικαριών
της Παναγίας της Μαυροφορούσας
και του Παλαιολόγου του στερνού μας
μπρίκια τηγάνια και κάλπικα νομίσματα
δήθεν αρχαία και η γενική της πόλης άποψη
σε φωτογραφία κίτρινη από δίπλα
περί τα τέλη του δεκάτου ένατου αιώνα…………………………
Κι αίφνης εξετινάχθη
από σουγιάδες φονιάδων
κι από μέσα το λιγνό στενόμακρο κορίτσι
χέρια και πόδια φτερουγίζουνε
στο στήθος των ανέμων
μια χορεύτρια της φωτιάς της πυρκαγιάς
ένα τυφλό σπαθί που τεμαχίζει
το ευτελές πλήθος εις δύο
θερίζοντας
ιθαγενείς Ευρασιάτες και καρότσια
Του κοριτσιού τα μάτια εκρήξεις
κι οπίσω τρέχουν άγρια τα μαλλιά
απεγνωσμένα
από τα σπλάχνα ένας καημός ένας λυγμός
και
σαν από φλέβα σφαγμένη
τινάχτηκε η κραυγή
βοήθεια σκότωσαν τον Κωνσταντή
Βαθύς ο θρόος...
Και ιδού
Έλλην
κατακαλόκαιρος
μεσημεριάτης Ήλιος
από ψηλά
φωνάζει το νησί
με τ’ όνομά του και
την παραθαλάσσια κόρη
κράζει
του αρχαίου ΜαΐστρουΦαιακία…
Ναυσικάα…
Ναυσικάα… εσύ που
εις τον Έρωτα της Θάλασσας
–τρέμοντας οι μαστοί σου
ωσάν τόπια–
το γυμνό σώμα παρέδιδες
Ναυσικάα…Τώρα
Άνεμοι νέοι
ταξιδεύουν το νησί
στο ΑλλούΚάτω στων Ελαιών
τους λόφους
βορείων γυναικών
ονόματα ξένα
Γιοχάνα…
Βρουγχίλδη…
πρωτάκουστα τρέχουν
κι ο Έλλην
κατακαλόκαιρος Ήλιος
φωνάζει εις μάτηνΜόνον
μες απ’ των ακραίων βράχων
τα κούφια σπλάχνα
σκιαγμένα εκτινάσσονται
αγριοπούλια μαύρα
υψώνονται
βυθίζονται
σε μεγάλα κομμάτια
σχισμένου ΦωτόςΒαθύς αποδημητικός
των φτερών τους ο θρόος
κι ωσάν
αναστενάζοντας μόλις
Ναυσικάα…
Ναυσικάα…Για τον Δημήτρη Σουρβί...
Πιστεύω ότι τα υλικά σημεία που χαρακτηρίζουν την ελεγεία του Σουρβίνου είναι η ίδια η πόλη.
Από τους τρεις βασικότερους κερκυραίους λυρικούς ποιητές, τον Ορέστη Αλεξάκη, για τον οποίο κάποτε χρειάζεται να γίνει αναλυτική μνεία όπου κυριαρχεί μια υπαρξιακή αγωνία, και τον Διομήδη Βλάχο, του οποίου η ανθρωπογεωγραφία είναι η ορεινή βόρεια Κέρκυρα, ο Σουρβίνος είναι ποιητής της πόλης. Εννοώ ότι αυτά είναι τα υλικά στοιχεία που τον έλκουν στο αίτημά τους να αναληφθούν. Χαρακτηρίζουν την ποίησή του στις πρώτες συλλογές Ένα Κλαδί της Πικροδάφνης και Τεφροδόχος, περνούν σε ένα μεταβατικό στάδιο στον Απόδειπνο για να καταλήξουν στην ανάληψή τους στις δύο τελευταίες συλλογές Προσευχητάριο για Νυχτέρι και Απόηχοι σε Πλάγιο Φως. Ανθολογώ τυχαία από το ποιητικό έργο την παρουσία αυτών των σημείων της πόλης:
Κι εντούτοις κάτω στα αδιέξοδα λιθόστρωτα / Της παλιάς μας πόλης / Το πλήθος κυμάτιζε μπροστά πίσω πολυκέφαλο πολυπόδαρο (Π.σ.10).
Μπρίκια τηγάνια και κάλπικα νομίσματα / δήθεν αρχαία και η γενική της πόλης άποψη / σε φωτογραφία κίτρινη από δίπλα / περί τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα (Π.11).
Τ’ άνθη τα νεογέννητα / οι εκκλησίες οι πασχαλιές /των επιταφίων οι πομπές / η σμύρνα και ο λίβανος (Τ.28).
Απ’ αιώνων / γηρασμένα σπίτια τετράψηλα / συναθροίζονται στην οδό Φιλελλήνων / το ένα του άλλου / τα μυστικά υποκλέπτει / σε κίτρινο μυστικά και σε μαύρο / και μία παλιά περιπλανώμενη βροχή / στο σκυθρωπό και σάμπως / δακρύβρεχτο λιθόστρωτο (Τ.35).
Τώρα / κρυώνει των ξυλουργών η εποχή / τους χρυσίζοντες κροτάφους / με τα ημίφωτα ισόγεια / μες στο πριονίδι / ο τεφρός γάτος εκοιμήθη / των Ουρανών καμπάνες μακρινές / ταξιδεύουν / λευκά μεγάλα ευλογημένα πουλιά / στον ύπνο των παιδιών (Τ.36).
Όταν στο σκοτεινό σαλόνι, / με τ’ άγρυπνα πορτραίτα στη σειρά / που δεν θέλουν να πεθάνουν… με το λεπταίσθητο πριόνι του / τις περίτεχνες γηραλέες πολυθρόνες / αυτοκρατορικού ρυθμού… σκαρφαλώνεις και αφυπνίζεις / ένα προς ένα / τα ετοιμόρροπα / θρηνητικά σκαλοπάτια / που τον Φόβο μου πολιορκούν / και τον Ύπνο μου (Τ.41).
Και στου υπέργηρου καθρέφτη / το βάθος βάραθρο / στη φευγαλέα καμπύλη / ανασταίνεται / μια θάλασσα λησμονημένη / σπινθηρίζει / χορεύει αφρός / και η τελετή των κυμάτων / ανεβαίνει (Α.17).
Έκλεισε πλέον / εξέπεσε / το καφενείο των ναυτικών απ’ το καρφί / ωσάν το ρούχο ενός νεκρού / κρέμεται αδέσποτη / μισή / μάταιη σκουριά (Α.31).
Όταν / στις αίθουσες των τελετών / με τους παμπόνηρους καθρέφτες / και τα μακρόμισχα / βοημικά ποτήρια / ακόμη ως τα μισά γιομάτα / ζεστό διεγερτικό κρασί / κοπάσουν της κραιπάλης οι φωνές / και κοιμηθούν στα ξάγρυπνα παράθυρα / τ’ άγρια φώτα (Α.39).
Ιδού / κρατιέμαι / σε τούτη πλέον / τη βαθειά ηλικία / κατάμονος / σκεβρός / στο σαπισμένο / πράσινο θρανίο / άνθρωπος / ο εξοφλημένος των ευκαλύπτων (Α.57).
Κι αυτή η επιμονή δεν επενδύεται μόνο στα αντικείμενα αλλά βέβαια η ατμόσφαιρα της πόλης διατρέχει από άκρο σε άκρο όλη την ποίησή του. Η εκκλησιαστική ατμόσφαιρα και οι ψαλμωδίες είναι το πλέον χαρακτηριστικό ιδίωμα του ποιητή διαποτίζει την εικονοπλασία και την γλώσσα του. Όμως κι εδώ η υμνωδία του Σουρβίνου έχει μολονότι θα πει κανείς ότι μεταχειρίζεται τη βυζαντινή υμνωδία μεταπλασμένη ποιητικά και συντακτικά μέσω του Ελύτη, κάτι το υλικό καταθέτεται ένα στοιχείο μπαρόκ και σταυρικού μαρτυρίου, που διαφοροποιείται από το καθαρό πνευματικό φως της ανατολής. Είναι μια ιόνια θρησκευτικότητα, ασυνείδητη βέβαια στον ποιητή όπως και στους άλλους κερκυραίους που αναφέρονται στην πόλη κι η σκιά της έχει πέσει πάνω στους στίχους τους. Και θα ήταν αξιοσημείωτο να προσθέσουμε εδώ ότι η υλικότητα της πόλης είναι η ίδια η ιστορία της, οι νεκροί της που όμως έχουν βρει στα κτίρια και στους δρόμους το πλέον κατάλληλο σκηνικό του δράματός τους. Έτσι αυτό ορίζεται ως ο χώρος του φόνου της αθωότητας, και συγκεκριμενοποιείται σε δύο πρόσωπα, στον Κωσταντή στην Πικροδάφνη και στην αδικοχαμένη Πελαγία, χαμένη στο άνθος της ηλικίας, στην Τεφροδόχο (για τον ποιητή ο φυσικός θάνατος και φόνος σχεδόν ταυτίζονται ως αδικία, είτε αυτή την εκπροσωπεί η ιστορία ή η βιολογική μας μοίρα). Ο ποιητής είναι αυτός που ακούει τις φωνές των χαμένων που ζητούν απ’ αυτόν τη δικαίωσή τους, αλλά πρόκειται για μια δικαίωση στο εδώ και στο τώρα. Η επιστροφή τους δεν γίνεται σε ένα κόσμο καθαρού φωτός αλλά στους ίδιους βιωμένους χώρους. Σε ένα χαρακτηριστικό ποίημα, ίσως το αγαπημένο μου, ο ποιητής συλλέγει τις αιτήσεις των νεκρών και των αδικημένων πιο γενικά για να προωθήσει την υπόθεση του επαναπατρισμού της στον αγαπημένο χώρο που έχουν ζήσει στο χώρο της αθωότητας που δεν παύει να είναι ταυτόχρονα κι αυτός του φόνου, μια αντίφαση της λογικής αλλά όχι και της ποίησης που τοποθετείται πέρα από τη διαφορά και τη δομική οργάνωσή της.
Στην ταπεινή σοφίτα / μόνος του πλέον ο Ποιητής / ολωνών / ακούει ακόμα / της Σιωπή / τα ανείπωτά τους σημειώνει / γράφει / συμπληρώνει / καταγράφει / μάτι δεν κλείνει / όλη τη Νύχτα / με άγριαν Αγάπη / τα δικαιολογητικά / τα χαρτιά τους ετοιμάζει / να πάρουν / οι Νεκροί / μίαν ανάσα / κι εν τέλει στην γειτονιά τους να επιστρέψουν / οι καημένοι (Α.Π. Φ.54).
Το ποίημα αυτό ανήκει στην ύστερη περίοδο της ποιητικής διαδρομής του Σουρβίνου, μια τελευταία του αποστροφή, που μου φαίνεται συνοψίζει, αλλά με άλλο γλωσσικό καμβά που έχει αποβάλλει την υμνωδία, όλη την προηγούμενή του ποίηση. Αν θα θέλαμε να επεκτείνουμε μια τέτοια ευαισθησία θα έλεγα ότι αυτό που έχει αξία δεν είναι η πόλη που επιβιώνει και μεταλλάσσεται αλλά αυτή που έχει χαθεί. Δεν λέω ότι ο ποιητής το έχει συλλάβει σε τέτοιο βάθος το θέμα του αλλά θα πρέπει τουλάχιστον σ’ αυτό το ποίημα να του αναγνωρίσουμε μια νοοτροπία όπου η αθωότητα σώζεται μέσα απ’ την λογική και πέρα απ’ αυτήν. Ας μου συγχωρεθεί λοιπόν μια κάποια υπερβολή μου: μόνο σ’ ό,τι χάνεται οριστικά κι αμετάκλητα μπορεί να ελπίζει κάποιος σωτηρία κι αυτό είναι το βίαιο και καταστροφικό έργο της ποίησης, μολονότι ο ίδιος ο ποιητής τον θεωρεί ποίημα αγάπης. Στα λόγια του Ρίλκε, η Σαπφώ μιλά στην μαθήτριά της Ερρίνα και λέει: Ταραχή θα σου φέρω και βία. Θα σε τραντάξω σαν το κούτσουρο π’ έπνιξε το κλήμα. Σαν το θάνατο θα σε διαπεράσω ως πέρα θα σ’ αποδώσω στα πάντα σαν μνήμα. Στα αιώνια πράγματα που βλέπεις εδώ.
Η επιστροφή στο εδώ που είναι και το αιώνιο γίνεται μέσα από μια αποκαλυπτική καταστροφή που ο βασικός της άξονας είναι πρώτα απ’ όλα η αποδοχή της θνητότητας. Μόνο αυτοί που έχουν χάσει οριστικά το παιγνίδι, οι όντως μεταφυσικά και ιστορικά ηττημένοι μπορούν να τρέξουν στην απέλπιδα αυτή ηρωική και συνάμα τρελή πράξη της ποίησης. Ο Ρίτσος είχε πει: «Οι νεκροί δεν ανασταίνονται. Υπάρχουν». Αλλά είθισται τα λόγια των ποιητών να προσπερνιούνται προς χάριν πιο εφησυχαστικών υφολογικών αναλύσεων. Οι ποιητές επικοινωνούν αναμεταξύ τους μικροί ή μεγάλοι καθώς αντλούν από το τεράστιο αυτό απόθεμα της πνευματικότητας και της οξυμένης βαθύτερης ευαισθησίας που αναμοχλεύει τα βάθη μας, αυτό που μας βοηθά να δούμε τον κόσμο με μια άλλη ματιά. Για αυτό ο λόγος τους δεν είναι ποτέ απλά όμορφος αλλά θεσπίζει και μια νέα ηθική στάση. Δεν ταυτίζεται ποτέ με ένα γλωσσικό ταλέντο μήτε με την επίδειξη μιας ευφυΐας. Αντίθετα όμως από του Ρίλκε ή του Τσέλαν, το βλέμμα του Σουρβίνου είναι το βλέμμα ενός παιδιού και ποτέ δεν μας οδηγεί να υποπτευθούμε ότι η ποίησή του ηλικιακά εντάσσεται σ’ αυτό που ονομάζουμε ποίηση ωριμότητας. Έτσι το ποίημα που στη συλλογή ονομάζεται «Να πάρουν οι Νεκροί» δεν πρέπει να ξεχνάμε στην πρώτη του έκδοση είχε τον τίτλο «Γράμμα αγάπης». Ο γηραιός νέος δεν είχε χάσει μέχρι τέλους τις αυταπάτες του και την δροσιά της νεανικής προσέγγισης του κόσμου. Έτσι η μεταφυσική εμμονή στην οδύνη έρχεται αναγκαστικά σε δεύτερη μοίρα. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι αυτό τουλάχιστον το ποίημα του Σουρβίνου συνδιαλέγεται μ’ αυτή την κοινωνία των πραγματικών ποιημάτων όπου οι πραγματικά ηττημένοι χωρίς καν να τους ψευτίζει το θάμβος της γλώσσας της ποίησης ή να τους αναιρεί μια δογματική ανάσταση απαιτούν τα δικαιώματά τους στο εδώ και στο τώρα του βιωμένου (καταστραμμένου) χώρου της ζωής. Ή για να τω πω στην δική μου γλώσσα που νιώθω περισσότερο η πόλη των νεκρών είναι η πραγματική πόλη ακριβώς γιατί μας προσφέρει την θνητή της διάσταση κι όχι την ανακαινισμένη της εκδοχή στα μάτια των επιβιωσάντων. (Μήπως εδώ βρίσκεται και η ουσία του πένθους;)
Στην ποίηση του Σουρβίνου, κατά καθόλου περίεργο τρόπο αυτοί που επιβιώνουν αυτοί που την παρατηρούν και την καταγράφουν είναι οι Ιούδες, όπως μας λέει σε ένα από τα ωραιότερά του ποιήματα στο οποίο με γενναιότητα δεν διστάζει να περιλάβει και τον εαυτό του. Αυτός είναι «Ο αειθαλής» και η άλλη η θνήσκουσα ανθρωπότητα. (Γέητς). Πρόκειται για ένα ποίημα εξαιρετικά πολύπλοκο κάτω από την απλή του μορφή. Στην ουσία πρόκειται για μια μεγάλη πρόταση που επεκτείνει απεριόριστα κι ελαστικά τόσο στην ρηματική όσο και την ονοματική της φράση κι αποκαλύπτει το υποκείμενο καθυστερημένα στο τέλος. Θ άξιζε ίσως κανείς να αναλύσει με προσοχή αυτή την σύνταξη η οποία στη συσσωρευτική της δύναμη φτάνει να υπερβαίνει την προτασιακή λογική και να καταλήγει σε μια τεράστια μουσική φράση. Η αμφισημία του φαίνεται ότι μας καθιστά συνένοχους μιας βέβηλης πράξης χωρίς καν να το καταλαβαίνουμε. Γιατί μας αρέσει και μας όπως και στον ήρωα:
Του άρεσε / πόλεις παληές να επισκέπτεται / ιστορικές / μ ε κρύους σκιερούς Ναούς / καθεδρικούς… Του άρεσε / η εύκρατη χώρα μας /στα κυανόλευκα της Άνοιξης νησιά… Και του άρεσε προπάντων / τη Μεγάλη… Παρασκευή / βαρειάν επέτειο / βασανιστηρίων και θανάτων / κατόπιν προδοσίας / Εκείνου του μαθητευομένου / ξυλουργού και ποιητή.
Κι έτσι βαθμιαία μέσα από στίχους σε διαρκή αναδίπλωση χωρίς τελείες και παύσεις μας αποκαλύπτει την ουσία αυτής της περιδιάβασης και μας ξυπνά στον «εφιάλτη της ιστορίας». Εκείνο το απόγευμα του φονικού / με τα σφυριά και τα καρφιά / όλα τελείωσαν κατ’ ευχήν / γλυτώσαμε απ’ τον ξυλουργό / από τη τύψη της Ποιήσεως / από τα ωδικά πουλιά / κι από τη δοξασία εκείνη / περί αγάπης / εγλυτώσαμε. Ώσπου ως κατακλείδα μας αποκαλύπτεται ο συνένοχός μας περιηγητής πατρίκιος ξενύχτης… / άλυωτος μένει… / αειθαλής λεβέντης ο Ιούδας.
Η ποίηση του Σουρβίνου φαίνεται ότι είναι χωρίς εξέλιξη. Όμως θα τον αδικούσαμε. Στις τελευταίες συλλογές υπάρχει μια καταιγιστική μουσική που υπερβαίνει κάθε υλική αναφορά και μάλιστα και στην ίδια την γλώσσα: Και πάλι ο πεντασύλλαβος / λυγμός παύση τελεία (Π.Ν. σ.15). Και έπειτα ο βαθύς θρόος και οι συλλαβές ενός ποιήματος που δεν προφέρεται ποτέ: Φευγάτο πλέον / το Νησί / της Νεότητάς του / αλλά —Αγάθη! —Αριάδνη! —Αδριανή! Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο / ήχων απόηχοι προσφιλείς // Ενίοτε / με τ’ αεράκι του απογεύματος. (Α.Π.Φ. σ.33).
Η ποίηση αυτή αρχίζει σαν μια σκιαγράφηση της ιστορίας μιας πόλης αλλά φτάνει σε μια πλήρη ανάληψή της στους ήχους της γλώσσας, οι οποίοι με τη σειρά τους κι αυτοί απο-υλώνονται σε μουσικούς φθόγγους. Βασίστηκα στα ίδια τα λόγια του ποιητή μολονότι προσπάθησα να συνεχίσω και μια συνομιλία που είχα μαζί του κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του καταθέτοντας και εγώ τη δική μου αγωνία. Δεν θέλω να δώσω την εντύπωση ότι η στάση του τελευταίου Σουρβίνου είναι στάση ενδοτική. Όντως είναι η κατάθεσή του στην κοινή τράπεζα της ποίησής του η οποία τώρα δεν είναι άλλο από απόηχους και φθόγγους. Όμως από εκεί ακριβώς το μακρινό αλλά και το κοντινό και δικό μας που βρίσκεται δεν θα πάψει να μας δίνει. Και καθ’ όσον όποιος δίνει εξακολουθεί να υπάρχει.
«Ο Ταξιδιώτης»...
Η πόλη αυτή είναι για ταξιδιώτες.
Έχεις πληρώσει τον ύπνο του ξενοδοχείου
και το χαμόγελο του μαύρου υπηρέτη.Αλλ’ η πορεία σου είναι καθορισμένη
στους δρόμους με τα μαγαζιά και τ’ αξιοθέατα,
μακριά απ’ των κατοίκων τις αυλές.Τ’ άνθος τ’ άγριο...
τ’ άνθος
τ’ άγριο της πλαγιάς
ποτέ δε θάκοβα εγώ·
εσείς το χαλάσατε
και τώρα το κρατάτε φρέσκο, λέτε
στ’ ανθογυάλι,
αυταπάτες
τ’ άνθος πέθανε
να το ξέρετε
κι είναι άχρστο
και βλαβερό θάλεγα
νάχετε για στολίδι
ένα νεκρό
Ευγένιου Αρανίτση, Κέρ...
«Η νεύρωση είναι ο δεισιδαιμονικός φόβος για έναν ανέφικτο βυθό», έγραψε ο Μπατάιγ. Χάρη σ’ αυτή τη νεύρωση δραστηριοποιείται ο συγγραφέας· αντλεί από αυτή και ταυτοχρόνως της εναντιώνεται με το ίδιο το γράφειν. Οι φίλοι του Ευγένιου Αρανίτση ξέρουν ότι κατοικεί με τόση φυσικότητα στον βυθό —εντός του νοήματος—, ώστε ο φόβος του υπήρξε πάντα η απρόσιτη επιφάνεια (δηλαδή, βιώνει τη νεύρωση από την ανάποδη). Έτσι, στα έργα του, η καλλιέπεια, το στυλ, όλη αυτή η αρχιτεκτονική της φιλαρέσκειας —ο αφρός της ομιλίας—, η επιμονή στη σπουδή της μορφικής ύφανσης —που φτάνει ενίοτε μέχρι την εκζήτηση— είναι ακριβώς η αναμέτρησή του με την επιφάνεια, στο βαθμό που την υπολογίζει συνειδητά ως το ένδυμα ενός νοήματος.
Όταν σε καλούν να γράψεις για έναν φίλο, και πριν από κάθε σκέψη που αφορά το έργο του, υποκύπτεις στον πειρασμό να ξανασκεφτείς αυτόν τον ίδιο. Στην περίπτωση του Ε.Α., αισθάνθηκα πολλές φορές ότι το θέμα του προσώπου που γεννά το έργο αντιστρέφεται: το έργο του γεννά εκείνον — τον αναγεννά. Δεν τον προσδιορίζει απλώς αλλά τον δημιουργεί αδιάκοπα, τον τρέφει με της σημασίες του. (Κατά μία έννοια, αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει με όλους όσοι γράφουν, όμως δεν το έχω ξαναδεί να γίνεται με τον τρόπο που το παρατηρώ στον συγκεκριμένο άνθρωπο).
Οι φίλοι του Α. ξέρουν πως η εμμονή του είναι το πένθος. Το πένθος όχι ως θεωρητική αποσκευή —ως ιδεολόγημα ψυχαναλυτικής ή θεολογικής τάξεως— αλλά ως πράξη ζωής, ως κίνηση της ψυχής προς τα βαθύτερα στρώματά της, εκεί όπου η συνείδηση εντρυφά περί το κέντρο, επεξεργάζεται, ερευνά, ταξινομεί, αποκαθιστά και τέλος «φωτίζεται» αρκετά ώστε να προσανατολίσει τις πολλαπλές διεργασίες της στην απελευθέρωση από την οδύνη των συμβάντων. Κάθε κατανόηση —για να θυμηθούμε τον Χούσερλ— είναι κατανόηση ενός πράγματος και, όταν αυτή συντελείται, ισοδυναμεί με την εξόφληση χρεών, ψυχικών και πνευματικών. Από μια τέτοια κατανόηση πηγάζει το πένθος που ζωογονεί, το πένθος που οδηγεί σε μια διαφορετική δομή —ψυχική και πνευματική—, το πένθος ως φίλος της αλήθειας. Εκεί συναντάς τη γυμνότητα των αιτιάσεων: η συνείδηση απαρνείται το επίπλαστον της πραγματικότητας.
Σαν ζωογόνα ορμή δια μέσου του θανάτου, το πένθος είναι για τον Α. ο τρόπος της αδιάκοπης συγκρότησής του, μια ολοκληρωτική παράδοση στις αναγεννητικές κινήσεις. Οπότε και το έργο του, έχοντας ως βάση αυτή την ψυχική ποιότητα, αίρεται στην ολοκληρωμένη παρουσίαση πλευρών της ζωής και της σκέψης, μεταφέροντας λάμψεις της ουσίας. Διάλεξα να γράψω για το βιβλίο Σε ποιον ανήκει η Κέρκυρα; διότι αναγνώρισα εκεί έναν καρπό: τα πιο ωραία πένθη του Ευγένιου.
Το βιβλίο ξεδιπλώνεται σε έξι ενότητες και υπονοεί μία ακόμη, δηλαδή στηρίζεται στον αριθμό επτά, μυστικιστικό ελατήριο μιας πνευματικής κλίμακας η οποία κινείται όχι από κάτω προς τα πάνω —εδραιώνοντας την κάθε βαθμίδα στην προηγούμενη— αλλά απ’ έξω προς τα μέσα, σαν μια κίνηση-στρόβιλος ιδεών και συγκινήσεων που αναζητά την κοιτίδα της.
Στην πραγματικότητα ο Ε.Α. αρτιώνει την ταυτότητά του —τον κόσμο της ωρίμανσής του— με τις επιμέρους θεάσεις του εαυτού του και της ποιητικής του, συγκεντρώνοντας όλους τους ψυχικούς του τόπους σε έναν: η Κέρκυρα είναι αυτός ο ίδιος. Έτσι, οι ποικίλες κλίσεις του —φιλοσοφικές, ψυχαναλυτικές, ποιητικές— ενοποιούνται στον γενέθλιο τόπο-εαυτό για να συναντήσουν τον πυρήνα. (Ως σημαίνον, η Κέρκυρα επεκτείνεται πέραν του πρώτου κειμένου της συλλογής, προς όλα τα άλλα· τα διατρέχει υποδορίως, τα διαποτίζει, τα τροφοδοτεί και τα περιβάλλει).
Κείμενο πρώτο — Σε ποιον ανήκει η Κέρκυρα;
Ο συγγραφέας είναι γραφέας-μεταφορέας μιας μοίρας η οποία προβάλλει κατ’ αρχάς αισθηματικά. Στο κείμενο αυτό ο Α. αντλεί από τα προσωπικά του βιώματα —τις συγκινήσεις της παιδικής του ηλικίας στην Κέρκυρα— για να ονομάσει μια πόλη εσωτερική: το ίδιο το σώμα του ποιητή, του οποίου ο εγγενής διχασμός ανταποκρίνεται σ’ αυτόν της Κέρκυρας ως γεωγραφικής θέσης. Η τελευταία έχει την ιδιαιτερότητα να βρίσκεται σ’ ένα σημείο-κόμβο Ανατολής-Δύσεως, πράγμα που της επέτρεψε ν’ αναπτυχθεί πολιτισμικά με δυτικά δάνεια (χτίζοντας τη «λατινική της οίηση»), χωρίς όμως ν’ απαρνηθεί τις παραδόσεις της· μπόρεσε να συνθέσει τους δύο κόσμους. Η Κέρκυρα της λογοτεχνίας είναι λοιπόν δύο νησιά: η ψυχή του δυτικού ανθρώπου —καθρέφτης της νεωτερικότητας— και η παλιά ανατολίτικη ψυχή θεμελιωμένη στην απουσία του ορθολογικού στοιχείου. Σε ποια απ’ τα δύο ανήκει ο συγγραφέας;
Και στα δύο. Για τον Α. η Κέρκυρα είναι η χώρα του μεταιχμίου, της απροσδιοριστίας, του διλήμματος, ένας τόπος σφραγισμένος με τον ερωτισμό του ερμαφρόδιτου. Είναι το σύνορο, μοίρα κάθε πλάσματος απ’ το οποίο ζητούν να συγκεράσει διαλεκτικά δύο τάσεις, να αμυνθεί στην αμφισημία, να συμψηφίσει δύο ψυχικές δυνατότητες. Μήπως η ίδια η τέχνη δεν γεννιέται με την ανάφλεξη της ευρηματικότητας στο σημείο συνδιαλλαγής ρεαλισμού και υπαινιγμών;
Φύση και Πόλη, γεωγραφική θέση και ψυχική ταυτότητα, ιταλικότητα και ελληνικότητα, Ανατολή και Δύση, φανερό και κρυφό: κατ’ ουσίαν, ο Α. ομιλεί για τη δική του ψυχή και τις κλίσεις της, για τις διακυμάνσεις της και τις αντίρροπες τάσεις της, καταγράφει την ιστορία της σύμπλευσης, μέσα του, των δύο στοιχείων που καλούνται σε ενοποίηση ως αρσενική και θηλυκή πλευρά.
Κάθε πόλη, μπροστά στο βλέμμα, είναι συνάντηση κόσμων: εξωτερικό και εσωτερικό γεννούν από κοινού το σπινθήρισμα μια δημιουργικής συνείδησης του κατοικείν. Ο Α. έρχεται εκ των υστέρων να μιλήσει για τον αστικό ουμανισμό της Κέρκυρας και το λυρισμό της φύσης της, γνωρίζοντας ότι και τα δυο είναι για κείνον το πρόσχημα — ένα παιχνίδι: είναι η περιπέτεια του αισθήματος και της γραφής που αναζητά τη μυστική της ιθαγένεια ώστε να αρτιώσει, χάρη στον τόπο-Κέρκυρα, το α-τοπον μιας ταυτότητας εν πνεύματι. «Αγαπώ την Κέρκυρα σημαίνει για μένα ότι η Κέρκυρα δεν υπάρχει», σημειώνει. Ως ενήλικος θα επιχειρήσει την απομυθοποίησή της, όχι όμως και την απομάγευση του ονόματός της.
Έτσι, το κείμενο αυτό απηχεί τον έρωτα για ένα διπλό νησί: φαντασιακή χώρα και αλήθεια της ανάγκης — λίκνο της «απόσβεσης του δυϊσμού Πραγματικότητας και Εικόνας». Φιλοξενείται εδώ η παράσταση μιας επιθυμίας για την ταυτοχρονία Ωρίμανσης και Μαγικού, όπου το παιδί και ο ενήλικος θα μπορούσαν να φωτίζονται στο ίδιο θαύμα.
Τελικά, η Κέρκυρα ταυτίζεται με το αίμα και τα οστά του Α., σε μια σαρκική νοηματοδότηση. Κήποι, αρώματα, γεύσεις, εφηβικοί έρωτες, θερινά σινεμά — η υλικότητα της ιθαγένειας ενθαρρύνει επίσης και ικανοποιεί τον μυστικισμό του ποιητή, στον οποίο πιστώνεται η αγάπη για τη μεταφορά και το σύμβολο, η επινόηση αναλογιών (για να θυμηθούμε τον Ελύτη) και η διαρκής αναδίπλωση του νοήματος. Συγκατοικώντας στην ίδια συνείδηση, η «εξωτερική» και η «εσωτερική» Κέρκυρα, υπόσχονται ενότητα στο διχασμένο σώμα της γραφής.
Ο Πλωτίνος —λέει ο βιογράφος του Πορφύριος— «φαινόταν να ντρέπεται που βρισκόταν μέσα σε σώμα». Ο Α. μοιάζει να ξορκίζει αυτή την ντροπή, που είναι και δική του: ξαναβάζοντας το ζήτημα της σχέσης του με την ύλη (η οποία, ταυτοχρόνως, παριστά την τραυματική σχέση του με τη μητέρα), τείνει να συμφιλιωθεί με την αγιότητα των αισθήσεων. Ωραίο στοίχημα.
Υποψιάζομαι ότι, επιστρέφοντας στα τοπία του νησιού του, θα αναλογίστηκε συχνά την εποχή που ο καλλιτέχνης αντλούσε ακόμη από την αλήθεια της Φύσης και του Είναι, του παλαιού, του παλαιότερου, του αρχαϊκού. Όμως, στο μεταμοντέρνο βλέμμα, η φύση έχει κάνει πανιά όπως θα έλεγε ο Τζέιμσον. Ο σημερινός ποιητής παρακολουθεί το έλλειμμα του πολιτισμού εντός τους: δεν μπορεί πλέον να ζήσει το θαύμα της «όρασης», απλώς «σκέφτεται γι’ αυτό που κοιτάζει». Έχω την αίσθηση ότι ο Α. όντας ολόκληρος αφοσιωμένος σ’ αυτό το πένθος (στον θάνατο μιας εποχής της Ιστορίας και μιας ψυχικής δομής του πολιτισμού), «κοιτάζει» την Κέρκυρα (αλλά και την ίδια τη λογοτεχνία) ως έκπτωτος άγγελος.
Το ξενοδοχείο των ντελ...
Κάποιος εγκατέλειψε το ξενοδοχείο
νύχτα, και χωρίς να πάρει τίποτα μαζί του,
αλλά πριν να φύει γύρισε και μου είπε:
Θα επιστρέψω σ’ αυτό το κάτασπρο ξενοδοχείο
που το γεμίσατε για χάρη μου με σκιές μικρών πλασμάτων
θα επιστρέψω στα σκοτεινά παράθυρα και στα πρόθυμα χαλιά των διαδρόμων
και στους κήπους όπου το κάθε πράγμα είναι το κάθε πράγμα
μέσα στο φιλικό καλοκαίρι.Μη νομίσετε πως δεν μπορώ να εκτιμήσω το λουλούδιασμα των πραγμάτων
και τον τρόπο που ξανάρχεται το χρήμα στις μυστηριώδεις τσέπες μου
όταν σας πληρώνω και κάνετε αυτό για το οποίο πληρώνεστε.
Μη νομίσετε πως ξέχασα τη γεύση
των όμορφων παιδιών που προσφέρετε για πρωινό και για δείπνο
τη γλυκειά τηγανίτα της γλώσσας τους
τη σοκολάτα των χειλιών τους και το καλοψημένο λουκάνικο της καρδιάς τους
και το γάλα που στάζει ανάμεσα απ’ τα πόδια τους.
Μη νομίσετε πως δε με συγκίνησε η εχεμύθεια των σοφών υπαλλήλων
κι οι χοντρές καμαριέρες σας που πετάνε πάνω τις σκούπες
και καθαρίζουν τα ίχνη της αμαρτίας.
Όμως πρέπει να φύγω γιατί αλλού χορεύει το χρήμα κι όχι στο πολυτελές σας ξενοδοχείο.Έχω αφήσει τα πράγματά μου σ’ ένα απέραντο δωμάτιο
και στις αλέες άφησα τη φωνή ενός μικρού κοριτσιού
που έχασε πάνω στην πάλη τα εσώρουχά του.
Όσο γι’ αυτό το ποίημα μπορεί να χρησιμεύσει σαν φιλοδώρημα
και σαν δική σας παρηγοριά ως το επόμενο καλοκαίρι
που θα ξανάρθω.Παραφράζοντας τους δημ...
Δεν έμεινε στον άνθρωπο παρ’ η μικρή επανάστασή του
κι αυτή σαν ευκταία ανάσταση
και σα στάση
ζωής απέναντι σε μια χαβούζα
μια μπουλντόζα
που ξερίζωσε τα ρόδα τα εύοσμαΜ’ επίσημο ένδυμα οι γιορτές περιγυρίζουν
από χωρίου εις χωρίον
από πόλεως εις πόλιν
παραφράζοντας τους δημόσιους κώδικες
τις ημερομηνίες που αποκαλούμε
ιστορικά αναλλοίωτες
Δεν αντέχω άλλο
Τα σαπρόφυτα σωρεύτηκαν ως το στόχο
Πέραν αυτού η διαγωγή ευτελίζεται
Σαν είναι οι μέρες μας ελάχιστες
μη τις φορτώνουμε όνειρα. Επαναλαμβάνω:
δεν έμεινε στον άνθρωπο παρ’ η μικρή επανάστασή του
Μετάβαση στο σημείο: Η θεϊκή ομορφιά της Κέρκυρας και η αλόγιστη τουριστική εκμετάλλευσή της