Βόλος
Βόλος
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΝέα Ιωνία Ψυχαγωγία στη Νέα Ιωνία
Βόλτα στην οδό 2ας Νοεμβρίου ή αλλιώς στο Φαρδύ, όπως αποκαλούν οι ντόπιοι τον κεντρικό δρόμο που περνάει πάνω από το χείμαρρο Κραυσιδώνα και διασχίζει τη Νέα Ιωνία. Μετά τη βόλτα κάποιοι παίζουν ποδόσφαιρο και κάποιοι τραγουδούν στα τσιπουράδικα, που πρώτα εδώ άνοιξαν. Και άλλοι προσπαθούν να συνδυάσουν την ψυχαγωγία με τη διατήρηση της ιστορικής και συλλογικής μνήμης· αυτή είναι η ιστορία της Εστουδιαντίνας. Η υποενότητα κλείνει με ένα κείμενο-επίλογο με αναδρομικές αναφορές σε όλες τις γειτονιές, τα πρόσωπα και τις μεγάλες στιγμές της ιστορίας του Βόλου, μιας πόλης νεωτερικής και ιδιαίτερης στο πέρασμα του χρόνου.
Ο Παπαρούνας...
Νέα Ιωνία Βόλου, έτος 1956, η ζωή κινείται στη σκληρή μετεμφυλιακή πραγματικότητα, ο κόσμος γλείφει τις πληγές του, προσπαθεί να κάνει ξανά όνειρα, να επιβιώσει με αξιοπρέπεια στα πέτρινα χρόνια.
Στην άνοστη σούπα των «νικητών» ο πατέρας μου (Νίκος), πολύ καλός μάγειρας και ψυχή της κουζίνας, αποφάσισε να βάλει νοστιμιά, «θα κάνουμε ταβέρνα, Βαγγελιώ» είπε στη μητέρα μου.
«Ό,τι νοστιμιά μας στερούν αυτοί από τη ζωή εμείς θα τη δημιουργούμε στο ταβερνάκι μας. Θα βάλουμε γεύση στη ζωή μας (ανατρεπτική ιδέα) εξασφαλίζοντας έτσι τα προς το ζην».
Ο πατέρας μου σαν καλλιτεχνική ψυχή που ήταν (τραγουδιστής της μικρασιατικής παράδοσης, στιχοπλόκος) σκαρφίστηκε ένα ιδιαίτερο όνομα για το ταβερνάκι.
Το έβγαλε «Παπαρούνα» και έτσι ξεκίνησαν όλα, Φιλαδελφείας και Μαιάνδρου λίγο πιο πάνω από το πατρικό σπίτι της μητέρας μου όπου και μέναμε.
Ο κόσμος αγκάλιασε αμέσως το ταβερνάκι που μοσχοβολούσε από τους μερακλίδικους μεζέδες, δημιούργησε ωραίες παρέες και όταν το κέφι ήταν στο τσακίρ, ο Παπαρούνας έβγαζε τον νταλκά του στο τραγούδι.
«Είσαι η ζωή μου η αναπνοή μου…» τραγουδούσε στη Βαγγελιώ του.
Παπαρούνα βάφτισαν σε μια «κολυμπήθρα» με κρασί τον πατέρα μου οι θαμώνες της ταβέρνας.
Το παρατσούκλι αυτό δεν άργησε να πάρει διαστάσεις, όλοι η Νέα Ιωνία τον ήξερε με αυτό το όνομα, ο Παπαρούνας.
Με σύγχρονους όρους οι γκουρού του μάρκετινγκ θα έδιναν άριστα στον πατέρα μου αλλά…
Τα μικρόνοα «σαΐνια» της ασφάλειας με διοικητή κάποιον Παϊζάνο είχαν άλλη άποψη…, στα χαρτιά τους βλέπεις έγραφε εχθρός (διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις).
Άρχισαν να φαντασιώνονται και να αναρωτιούνται – τι θέλει να πει ο ποιητής – ποιος ανατρεπτικός συνειρμός υποκρύπτεται πίσω από το όνομα.
Είχαν «ανακαλύψει» τη συνομωσία της Παπαρούνας, τρομάρα τους!
Κάπως έτσι ξεκίνησε η δωρεάν γευστική μύηση στα «παιδιά» της ασφάλειας.
Κάθε βράδυ πρώτο τραπέζι, τρώγαν, πίναν, στήναν αυτί και μετά άρχιζαν την «φιλική» κουβέντα.
«Τι θες εσύ με αυτά τα μιάσματα, ρε Νίκο, εσύ, μαγειρεύεις, τραγουδάς, έχεις μαγαζί, οικογένεια, συνεργάσου…» (στα απλά ελληνικά «γίνε ρουφιάνος») «και τα βάσανα θα τελειώσουν. Πες μας τι κρύβεται πίσω από το όνομα της «Παπαρούνας», θα στο κλείσει ο Παϊζάνος το μαγαζί».
Αυτός τους απαντούσε με ήρεμη φωνή, «απλά ένα λουλούδι, ένα λουλούδι που εσείς θέλετε να το μαράνετε…» (αυτό συνεχίζει να ισχυρίζεται μέχρι σήμερα).
Και όταν η μάνα μου βούρκωνε με την αφόρητη κατάσταση που δημιουργούσαν οι ασφαλίτες ο πατέρας μου την παρηγορούσε, «μην στενοχωριέσαι, Βαγγελιώ κι αυτοί στερημένοι είναι από νοστιμιές…» (ήταν αλτρουιστής ο Παπαρούνας).
Μετά το 1958 τα πράγματα χειροτέρεψαν, ο αδελφός του πατέρα μου Παλαιολόγος, ζωγράφος στο επάγγελμα, αγωνιστής της ΕΔΑ, συλλαμβάνεται και εξορίζεται στον Άι Στράτη για ενάμιση χρόνο.
Στο άρρωστο μυαλό των διωκτών του μια σκέψη υπάρχει, εξόντωση…
Μόλις είχε παντρευτεί την αγαπημένη του Τούλα, μια όμορφη και λυγερόκορμη γυναίκα με πεισματάρα ψυχή, πλημμυρισμένη από ιδανικά.
Είναι έγκυος, σε λίγους μήνες θα γεννηθεί ο Παναγιώτης (ο ξάδελφος που λέγαμε στην αρχή) στο πατρικό σπίτι της μητέρας μου.
Το σπίτι μας έγινε σπίτι της όσο έλειπε ο Παλαιολόγος.
Αυτή την αυτονόητη ενέργεια αλληλεγγύης οι αχρείοι τη θεώρησαν υπόθαλψη εγκληματία (έβλεπαν παντού φαντάσματα).
Όσο ο Παπαρούνας αντιστεκόταν, η εκδικητική μανία δυνάμωνε, πίεζαν τον κόσμο να μην έρχεται στο μαγαζί, έβαζαν ψεύτικα πρόστιμα τάχα για παραβάσεις· το να πιεις ένα ποτήρι κρασί ισοδυναμούσε με πράξη αντίστασης.
Οι κλήσεις στην ασφάλεια – δια προσωπικήν σας υπόθεση – έγιναν ρουτίνα.
Ζητούσαν να πετάξει την Τούλα στο δρόμο και να συνεργαστεί…
Θα του έδιναν λέει χρήματα για να κάνει μεγαλύτερο μαγαζί.
(Προσπαθούσαν να τον εξαγοράσουν, δεν είχαν καταλάβει ακόμα τι εστί Παπαρούνας.)
Τους είπε «ευχαριστώ δεν θα πάρω!»
Η Τούλα είναι μέλος της οικογένειάς μου και δεν θα φύγει από το σπίτι.
Σε μια από τις συναντήσεις το παιχνίδι χόντρυνε, ο Παϊζάνος με ύφος σερίφη βγάζει το πιστόλι του και το αφήνει μπροστά στον Παπαρούνα.
«Νίκο» του λέει «έχεις δυο επιλογές, ή συνεργάζεσαι ή αλλιώς πάρε το πιστόλι και αυτοκτόνησε πριν σε τελειώσουμε εμείς.»
Ο Παπαρούνας χωρίς δεύτερη σκέψη πήρε το πιστόλι, το έβαλε στον κρόταφο, και τράβηξε τη σκανδάλη… μπαμ δεν ακούστηκε, ήταν άδειο.
Ο Παϊζάνος έμεινε κόκαλο, σαστισμένος όπως ήταν το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν «πώς το ήξερες…», η αυτοκυριαρχία του είχε πάει περίπατο. «Είσαι τόσο δειλός […]» του είπε ο πατέρας μου «που δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσεις γεμάτο όπλο μπροστά μου».
Το ανθρωπάκι είχε βρει τον δάσκαλό του, η εξουσία του είχε γίνει θρύψαλα… είχε ηττηθεί!
Ο Παπαρούνας κέρδισε μια μάχη και την εκτίμηση των διωκτών του, τον πόλεμο για το μαγαζί θα τον χάσει λίγο αργότερα όταν με τη σφραγίδα του αστυνομικού κράτους τα πρόστιμα έγιναν περισσότερα από τις εισπράξεις. Η Παπαρούνα τελικά «μαράθηκε» το 1961 και ο Παπαρούνας με την οικογένειά του, πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, θα ξεκινήσουν μια καινούργια ζωή στην Αθήνα με ψηλά το κεφάλι. Ψυχή βαθιά!
Δημήτρης Θεολόγου, Φταίνε τα τραγούδια, Μετρονόμος, Αθήνα 2011, σ. 46-50.
Το κανονάκι του Μιχάλη...
Μεγάλη προσωπικότητα στο χώρο της παραδοσιακής μουσικής του Βόλου. Μικρασιατικής καταγωγής, γεννήθηκε το 1928 στην Κομοτηνή και δύο χρόνια αργότερα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Βόλο. Ο πατέρας του (ο μπάρμπα Μιχάλης Αχειλάς ή Αξαρλής, ψευδώνυμο βγαλμένο από τον τόπο που γεννήθηκε, το Ακσάρ, περιοχή που βρίσκεται βορειοανατολικά της Σμύνης) με μια φορητή φωτογραφική μηχανή πάνω σε ένα τρίποδο έκανε την ημέρα τον υπαίθριο φωτογράφο και τα βράδια γύριζε τις ταβέρνες της Νέας Ιωνίας με το όργανό του (κανονάκι) προσπαθώντας να ζήσει την οικογένειά του. Ο κυρ Παναγιώτης έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο 7ο και 8ο δημοτικό σχολείο της Νέας Ιωνίας. Το γυμνάσιο το τέλειωσε στο Βόλο σπουδάζοντας παράλληλα στο ωδείο του Κόντη «Ελληνικόν Ωδείον» μαθαίνοντας βιολί αλλά και θεωρία ευρωπαϊκής μουσικής. Έπαιξε με αρκετές ορχήστρες της εποχής στο «Αχίλλειο», στη «Λεύκα», στου «Αλινδρομήτη» και σε διάφορα άλλα κέντρα της περιοχής. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1974, ασχολήθηκε με τη βυζαντινή μουσική. Έμαθε πολύ γρήγορα το κανονάκι συνεχίζοντας επάξια με το ίδιο μεράκι την καλλιτεχνική πορεία του πατέρα του. Δημιούργησε δικό του συγκρότημα με πολλές καλλιτεχνικές εμφανίσεις. Αθόρυβος εργάτης της τέχνης άφησε πίσω του αξιόλογο έργο μεταδίδοντας τις γνώσεις του σε νέους οργανοπαίκτες.
Ο κυρ Παναγιώτης έφυγε πρόωρα από τη ζωή στις 8 Ιανουαρίου του 1991. Μετά το θάνατό του ιδρύθηκε προς τιμήν του ο «Σύλλογος Έρευνας, Διάσωσης, Ριζικής Αποκατάστασης της Μουσικής των Ελλήνων: Παναγιώτης Αχειλάς».Του κυρ Παναγιώτη το μεράκι
γλύκα βάζει στο βιολάκι
και τα κέφια μας μελώνει
όταν παίζει το κανόνιδεν μιλά ποτέ πολύ
και όταν παίζει το βιολί
μας ανοίγει την καρδιά του
και τη μέσα ομορφιά τουκαι τα δάχτυλα σαν παίζουν
και μαγεύουν τις χορδές
το μυαλό μας ταξιδεύουν
στης Ιωνίας τις ακτέςΈνας ωραίος άνθρωπος
Τον Παναγιώτη Αχειλά τον γνώρισα σε μικρή ηλικία, αρχές της δεκαετίας του '70 όταν πηγαίναμε τα καλοκαίρια διακοπές στο πατρικό του πατέρα μου στην οδό Κωνσταντινουπόλεως, στη Νέα Ιωνία του Βόλου.
Αδελφικοί φίλοι και συνομήλικοι με τον πατέρα μου, χώρισαν προσωρινά με το φευγιό μας στην Αθήνα.
Ήταν τα πέτρινα χρόνια τότε, που ανάγκασαν τους γονείς μου το 1962 να γίνουν μετανάστες με το ζόρι, επειδή δεν ήταν «δέντρα», μα λουλούδια, που προσπάθησαν να τα μαράνουν κλείνοντας την «Παπαρούνα».
Η σχέση τους ήταν δυνατή και η απόσταση δεν στάθηκε ικανή να τους χωρίσει. Βρέθηκαν για συναυλίες στην Αθήνα και τα καλοκαίρια οργάνωναν αξέχαστα γλέντια ιδιαίτερα όταν ο κυρ Παναγιώτης, προς τα τέλη της δεκαετίας του '70, μετακόμισε στον Άνω Βόλο σε μια πολύ όμορφη τοποθεσία.
Θυμάμαι κάτι ξενύχτια με το κασετόφωνο ανά χείρας να περιμένουμε τα αηδόνια να αρχίσουν το κουβεντολόι για να τα ηχογραφήσουμε. Αξέχαστες στιγμές!
Ο κυρ Παναγιώτης το '70 έμενε στην οδό Μαιάνδρου στη Νέα Ιωνία, σε ένα προσφυγικό σπίτι που είχε μια ωραία εσωτερική αυλή με μια μεγάλη συκιά, που έκανε υπέροχα σύκα. Θυμάμαι τις συχνές επισκέψεις εκεί, τα παγωμένα σύκα και το γλυκό του κουταλιού που με τρατάριζε η πρόσχαρη φυσιογνωμία της κυρά Μαρίας, της γυναίκας του.
Τότε ζούσε ακόμα ο μπαρμπα-Μιχάλης, ο πατέρας του κυρ Παναγιώτη, εξαιρετικός άνθρωπος και μεγάλος δεξιοτέχνης στο κανονάκι.
Μαζί με τον Νίκο Στεφανίδη από την Νέα Ιωνία της Αθήνας ─που ήταν φίλοι και αλληλογραφούσαν─ και τον Λάμπρο Σαββαΐδη από την Θεσσαλονίκη, άφησαν εποχή για δεκαετίες στο χώρο της μουσικής μας παράδοσης.
Στην αυλή υπήρχε μια πόρτα που σε έμπαζε στον μαγικό κόσμο του.
Ήταν η πίσω πόρτα από το «πολυκατάστημα» του κυρ Παναγιώτη.
Μπροστά ήταν το φωτογραφείο με ένα γραφείο δεξιά για την παραλαβή των φιλμ που έρχονταν για εμφάνιση, και αριστερά ένα καθιστικό για τους φίλους, που δεν έλειπαν ποτέ, και όσους ήθελαν να βγάλουν οικογενειακές ή ατομικές φωτογραφίες.
Ο κυρ Παναγιώτης ήταν και στη φωτογραφία καλλιτέχνης.
Το εμπρός με το πίσω μέρος χωρίζονταν από μια βαριά μπορντό κουρτίνα. Στο βάθος είχε διαμορφώσει το studio και πίσω ακριβώς από την κουρτίνα υπήρχε μια καρέκλα κουρέα και ένας καθρέφτης για κούρεμα και ξύρισμα - άλλο ένα επάγγελμα που το έκανε μερακλίδικα.
Λίγο πιο πέρα μια καρέκλα είχε μόνιμα θρονιασμένο το καμάρι του, το κανονάκι, πάντα έτοιμο είτε για τη δική του μουσική ενδοσκόπηση ή για το χατίρι της παρέας.
Απέναντι ακριβώς ήταν ένα παλιό ραδιόφωνο (απ' αυτά που είχαν στην πρόσοψη τις πόλεις του κόσμου) μόνιμα συντονισμένο στη συχνότητα των βραχέων κυμάτων, σε σταθμούς που παίζανε ανατολίτικες μουσικές και τραγούδια.
Δίπλα ακριβώς το κασετόφωνο με εκατοντάδες κασέτες αρχείο.
Ηχογραφούσε συχνά εκπομπές από τα βραχέα, μα και τα δικά του παιξίματα μοναχικά ή παρεΐστικα.
Αυτός ο μεγάλος καλλιτέχνης με τη δυτική παιδεία αποτύπωσε την καλλιέργεια και τον πολύχρωμο κόσμο του σε χιλιόμετρα μαγνητοταινίας. Και η αγάπη του για την ανατολίτικη μουσική και το κανονάκι (ήταν αυτοδίδακτος) ένωσε μέσα του δημιουργικά δυο κόσμους, Δύση και Ανατολή.
Με αυτά τα όργανα έκανε ό,τι ήθελε∙ ήταν μια ορχήστρα μόνος του!
Έπαιζε την ελληνική παράδοση, ανατολίτικα, ρώσικα λαϊκά, κλασική μουσική και τζαζ. Ο κυρ Παναγιώτης δεν μιλούσε με το στόμα μα με τα δάκτυλα και την ψυχή.
Ήταν πραγματική εμπειρία να τον ακούς! Το παίξιμο του σε ταξίδευε…
Έχουμε να κάνουμε με έναν κοσμοπολίτη καλλιτέχνη, που γνώρισε και αγάπησε τον κόσμο χωρίς να ταξιδέψει, μα με μοναδικό όχημα τις μουσικές του.
Τον φώναζα θείο και υπήρχε μια αμοιβαία συμπάθεια από την αρχή της γνωριμίας μας. Ήμουν καλός ακροατής των μετρημένων του λόγων που δίδασκαν ήθος, και του πληθωρικού παιξίματός του που με μαγνήτισε αμέσως, αν και ήμουν σε μικρή ηλικία.
Είχε αντιληφθεί το ενδιαφέρον μου και του άρεσε. Σε κάθε μου επίσκεψη με έπαιρνε στα ενδότερα και άρχιζε με το κανόνι του τις μουσικές διαδρομές…
Είχε τον τρόπο να σου μεταδίδει μια ηρεμία που σε καθήλωνε.Θυμάμαι πως, ενώ έπαιζε, το παιχνίδι μας ήταν, εγώ να του πειράζω τις χορδές και αυτός να μου γρατσουνίζει τα χέρια με τα δαχτυλίδια που φορούσε για να παίζει το κανονάκι.
Ο κυρ Παναγιώτης εκτός από ολοκληρωμένος καλλιτέχνης ήταν μια συγκροτημένη προσωπικότητα, άνθρωπος μειλίχιος που χαιρόταν με τις χαρές και λυπόταν με τις λύπες των ανθρώπων.
Ήθελε να δει τον τόπο του να προκόβει και τον πολιτισμό να ανθεί, το θεωρούσε βασική προϋπόθεση για να πάει μπροστά η χώρα μας.
Αγαπούσε τους νέους ανθρώπους και τους βοηθούσε με τις γνώσεις του.
Ο μεγάλος του νταλκάς ήταν να πάρει η μουσική μας παράδοση τη θέση που της ανήκει, όχι σαν μουσειακό είδος αλλά στις καρδιές των ανθρώπων.
Ονειρευόταν την αναγέννηση των παραδοσιακών ήχων στις σύγχρονες συνθήκες. Το πρόωρο φευγιό του όμως στις 8 Ιανουαρίου 1991 δεν τον άφησε να δει σημαντικούς καλλιτέχνες να το κάνουν πράξη μέσα στη δεκαετία του '90.
Η γνωριμία μου με τον κυρ Παναγιώτη με έκανε να αγαπήσω όχι μόνο τη μουσική αλλά και τους εργάτες της τέχνης, τους μουσικούς, τους ανθρώπους που έχουν καταθέσει την ψυχή τους μέσα σε ό,τι ωραίο ακούμε.Θεολόγου Δημήτρης, Φταίνε τα τραγούδια, Μετρονόμος, Αθήνα 2011, σ. 56-62.
Ο Μπιλ φτάνει στο «συν...
Το γήπεδο είναι σε συνοικισμό, στη Νέα Ιωνία, εδώ δεν υπάρχουν πολυκατοικίες, τα σπίτια παλιά και χαμηλά, τα βράδια βγάζουν καρέκλες στα κατώφλια, γύρω μικρομάγαζα, μηχανουργεία και συνεργεία. Από το διπλανό στρατόπεδο κυκλοφορούν φαντάροι και μπλέκουν παρέα με τους εργατικούς που φεύγουν ή έρχονται απ’ τις δουλειές τους. Φαντάροι και πολίτες σταματούν και χαζεύουν τα νέα παιδιά που γυμνάζονται. Τις Κυριακές πάνε και τους βλέπουνε.
«Σκύψε», λέει στον Μπιλ ο αριστερός εξτρέμ, ο Ριμπάς, ένας ψηλός, μελαχρινός με σκούρα φανέλα, «και πιάσε τις πατούσες σου».
Ο Καπάτος καρφωμένος στον πάγκο παρακολουθεί, παρέα του ο σύνδεσμος του Μπιλ με την ομάδα, ο άνθρωπος με το μουστάκι. Κάθεται σιωπηλός, τυλιγμένος σ’ ένα διαφανές αδιάβροχο και κρατά ένα καρνέ στο χέρι. Αυτός ποτέ του δε μιλά.
Καθισμένος στο χορτάρι, ο Μπιλ σκύβει και με τ’ αριστερό χέρι πιάνει το δεξί πόδι, ύστερα κάνει τ’ ανάποδο. Η μέση λυγίζει σαν να του έχουν βάλει μουσική, κι οι μυώνες του φουσκωμένοι γυαλίζουν στον ήλιο, θαρρείς αλειμμένοι λάδι.
«Πιο αργά», του κάνει ο Ριμπάς. «Περισσότερο ρυθμό. Προσέχεις;»
Είναι κάπου εικοσιεφτάρης, τα μαλλιά του έχουν αραιώσει, οπωσδήποτε πρέπει να ’ταν ωραίο παιδί μικρός, όμως ο Μπιλ σκέφτεται ότι το κάνει πολύ άσχημα κι ας έχει την πείρα. Ρίχνει μια ματιά στον Καπάτο, που από το κουβούκλιο αμίλητος, επιδοκιμάζει με τα μάτια. Λες και βλέπει τηλεόραση.
Ο Μπιλ σουτάρει την μπάλα όσο γίνεται ψηλότερα, κάνει μια στροφή γύρω στον άξονά του κι απλώνοντας το πόδι σε υπερέκταση, στοπάρει την μπάλα πάνω που εκείνη ακουμπά στο γρασίδι.
«Ξανά», φωνάζει ο Καπάτος. «Ριμπά, δείξε στον Σερέτη».
Ο Μπιλ κάνει μούτρα στον Ριμπά και πεισματωμένος κάθεται χάμω. Ο Ριμπάς γυρνά να κοιτάξει τον Καπάτο. Περίεργο, εκείνος γελά. Μόνο ο άνθρωπος με το μουστάκι, τυλιγμένος στο αδιάβροχό του, παίζει το καρνέ στο χέρι του μονότονα.
«Αύριο πάλι», φωνάζει ο Καπάτος και σηκώνεται από την κερκίδα, λες και το πρόγραμμα στην τηλεόραση έχει τελειώσει.
Ο Μπιλ κάνει ένα ντους, το νερό γλιστρώντας πάνω του μοιάζει να του αφαιρεί και το τελευταίο ίχνος κούρασης. Χαιρετά τον έφορο, τον ταμία, με το θυρωρό κοντοστέκεται και πετά κάνα αστείο και με την τσάντα της προπόνησης στον ώμο, πηδά στο λεωφορείο για το ξενοδοχείο του.
Κουμανταρέας Μένης, Η φανέλα με το εννιά, Κέδρος, Αθήνα 1986 (7η), σ. 75-76.
Το ημερολόγιο της Φανέ...
Αδιέξοδες βόλτες ανάμεσα από «Παρασκευοπούλου» στη Γεωγραφική και «Νάπολι» στην πλατεία Βικτωρίας. Ανάμεσα από δύο γειτονιές και δύο κόσμους. Αισθάνομαι ότι ανήκω πότε εδώ που ζω τώρα και πότε, συχνότερα, εκεί που μεγάλωσα. Διαμαρτύρομαι ότι έχασα την ικανότητά μου να γράφω. Η Λιλή με κοροϊδεύει.
Σε μια ανθολογία αμερικάνικου διηγήματος, σταματώ σε μια νουβέλα: “Champion”. Ένας νεαρός απροσάρμοστος μαλώνει με τον ανάπηρο αδελφό και τη μάνα του, κλέβει χρήματα και φεύγει για να γίνει πυγμάχος. Αλωνίζει από πόλη σε πόλη κι από γυναίκα σε γυναίκα. Αλλάζει φίλους, προπονητές, κερδίζει σε αγώνες και γίνεται αστέρι. Ιστορία στη μεγάλη παράδοση της αμερικάνικης πεζογραφίας. Γρήγορη δράση, κινηματογραφικοί διάλογοι. Μου θυμίζει ένα παλιό ασπρόμαυρο φιλμ με τον Κερκ Ντάγκλας. Το θέμα με υπνωτίζει. Με τη φόρα που έχω πάρει από τον Τσέχωφ, αρχίζω να το αντιγράφω. Αλλάζω ονόματα και τοπωνύμια, τα κάνω ελληνικά. Αλλάζω και το επάγγελμά του. Δεν τον θέλω πυγμάχο. Μου ταιριάζει κάτι άλλο πιο κοντινό σ’ εμάς. Τι όμως;
Λίγες μέρες μετά. Σε μια απογευματινή κυριακάτικη βόλτα μου στην Αλεξάνδρας, το γήπεδο της Λεωφόρου έρημο. Μόνοι στο απέναντι κτίριο οι καρκινοπαθείς. Δεν έχουν λόγους να βγαίνουν στο μπαλκόνι τους πια. Από ένα τρανζίστορ ακούνε τη φωνή του σπίκερ που αναμεταδίδει κάποιον αγώνα.
Πίσω στη γραφομηχανή μου. Ο ήρωάς μου ποδοσφαιριστής. Επικίνδυνο. Νιώθω να μην ξέρω αρκετά από ποδόσφαιρο. Κολοκύθια. Η ιδέα με έλκει ακαταμάχητα. Συνεχίζω την αντιγραφή σαν παιχνίδι. Στοίχημα με τον εαυτό μου;
Βόλτες στου «Παρασκευόπουλου», πίνοντας τον καφέ μου. Αντίθετα με άλλα κείμενά μου δεν ποντάρω στη μακροβιότητά του. Έχω την ιδέα ότι θα κρατήσει όσο και το ενδιαφέρον μου. «Πολύ λίγο», λέω μέσα μου, «όσο να κάνω το κέφι μου και να περάσει κι αυτή η κρίση».
Φλεβάρης ’84. Λυρική Σκηνή. Ο Γιώργος Κουρουπός φεύγει για το Παρίσι και με παρακαλεί να παρακολουθήσω ως εκπρόσωπος του Συμβουλίου την τζενεράλε της «Μαρίας Γκολοβίν» του Μενόττι. Περισσότερο από παραδοσιακή όπερα, ένα έργο πρόζας με μουσική. Ο ίδιος ο συνθέτης στην πλατεία, ψηλός, ασπρισμένος, παρακολουθεί διακόπτοντας. Αιώνια ανικανοποίητος. Ο νεαρός Αμερικανός τραγουδιστής μοιάζει με προβολή του συνθέτη, πίσω στον χρόνο. Φαουστικός. Τυφλός, όπως το απαιτεί ο ρόλος, μοιάζει εξαιρετικά ανοιχτομάτης. Τα ελληνικά του αρθρωμένα πολύ καλύτερα από των ελλήνων συναδέλφων του. Όμορφη με φορέματα και καπέλα του ’20 η Κριλοβίτσι. Σκέφτομαι ότι κάτω από άλλες προϋποθέσεις, ο ήρωας θα μπορούσε να είναι ηλεκτρονικός, πυρηνικός φυσικός ή και ποδοσφαιριστής. Κατά τον ίδιο τρόπο που ένας ήρωας στην πεζογραφία θα μπορούσε να είναι τραγουδιστής της όπερας. Η πρεμιέρα με λάμψη. Μαγικός μηχανισμός της σκηνής. Η δόξα της παράστασης, αντίθετα μ’ ένα βιβλίο, κρατάει για ένα βράδυ. Όταν τα φώτα σβήνουν, η αίθουσα βουλιάζει σε παγωνιά.
Παγωνιά με ηλεκτρικό καλοριφέρ στα ύψη της οδού Αιγίνης. Από τις άριες, στις πάσες. Το κρύο πιο πρόσφορο για γράψιμο από τη ζέστη. Παγώνει τα δάχτυλα, αλλά αφήνει απείραχτο το μυαλό. Αθλητικές εφημερίδες σκορπισμένες στο πάτωμα. Χτυπώ τα πλήκτρα κι από τον ρυθμό ξέρω αν προχωρώ καλά. Κάτι που η πένα σπανίως κατορθώνει. Ευλογώ την ώρα που έμαθα γραφομηχανή.
Λιακάδα. Μερικές φορές αναρωτιέμαι τι δουλειά έχω μ’ ένα ποδοσφαιρικό διήγημα. Υποθέτω ότι αυτό που με έλκει τόσο πολύ είναι η μοιραία πορεία του πρωταγωνιστή από την αφάνεια στη δόξα, και αντίστροφα στην ανωνυμία. Με γοητεύει η ταχύτητα που ξετυλίγει την ιστορία του ο Αμερικανός συγγραφέας. (Το μικρό του όνομα θυμίζει τον χώρο της πυγμαχίας.) Με θέλγει ακόμα το γεγονός ότι ο ήρωας είναι άναρθρος και ατίθασος. Σωστό παλιόπαιδο. Θα μπορούσε να είναι ένα ελληνόπουλο από τα χιλιάδες με το πείσμα, τον εγωισμό και την τυφλή λύσσα τους για οτιδήποτε συμβατικό περιέχει η κοινωνία. Άτομα μοναχικά στο βάθος και που οι ίδιοι δεν το γνωρίζουν. Με σαγηνεύει ότι ο ήρωας ταξιδεύει από πόλη σε πόλη. Κάποτε είχα σκεφτεί ένα μυθιστόρημα, όπου οι ήρωες θα περιόδευαν όλη την Ελλάδα. Τίποτα συναρπαστικότερο από μια παρόμοια διαδρομή. Μισώ την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Αντίθετα, αγαπώ τη λογοτεχνία που με ταξιδεύει. Στη θέση του Ντητρόιτ βάζω Θεσσαλονίκη κι αντί για Σικάγο γράφω Βόλος.
Παγωνιά. Συνεχίζω την αντιγραφή του “Champion”. Ο ήρωας στην ελληνική εκδοχή ονομάζεται Βασίλης Σερέτης. Πριν τον πόλεμο, οι Γιώργηδες λεγόντουσαν Ζωρζ. Τώρα οι Βασίληδες Μπιλ. Το επίθετο, Σερέτης, μου ήρθε αυθόρμητα στο νου, όπως αυθόρμητα σχεδιάζεις ένα χαρακτήρα. Έχει κάτι γνήσια λαϊκό. Απηχεί ένα παλιό τραγούδι που μιλούσε για κάποιον Σερέτη, αντιγραφή από αντίστοιχο ισπανικό. Ο Μπιλ κράμα παιδιών της ηλικίας του, που κατά καιρούς έχω γνωρίσει. «Παιδιά της ζωής», όπως θα ’λεγε κι ο Παζολίνι. Κι ας πίνουν κόκα κόλα, κι ας καπνίζουν Μάλμπορο, είναι γνήσια Ελληνάκια. Ο δικός μου ρίχνει πασιέντζες. Είναι κάτι που ίσως κόλλησε από τη Λιλή.
Μάρτης ’84. Προτού ολοκληρώσω μια πρώτη μορφή, δεν αποφασίζω να την κοινολογήσω. Ας είναι και σε πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος. Χάνω έτσι ο ίδιος το ενδιαφέρον ν’ αφηγηθώ μια ιστορία. Μυστικότητα στην κυοφορία και στη γέννηση μιας ιδέας που επιβάλλεται σαν νόμος. Με τον «Μπιλ», όπως ονομάζω προσωρινά την ιστορία μου — κι ας ξεκίνησε σαν άσκηση ή σαν παιχνίδι, ισχύει το ίδιο.
Ανοιξιάτικο βράδυ στην οδό Αιγίνης. Χωρίς να επεκταθώ σε καμιά εξήγηση, διαβάζω την αρχή στον νεαρό φίλο Θάνο Φωσκαρίνη. Εντυπωσιασμένος από τους διαλόγους, το αστόλιστο ύφος και τον χαρακτήρα του ήρωα. «Δεν μοιάζει με τίποτα απ’ όσα έχεις γράψει». Με προτρέπει να συνεχίσω.
[…]
Μέρες αργότερα. Προβλήματα με τη δράση. Αρχίζει στη Θεσσαλονίκη και συνεχίζεται στον Βόλο. Τη Θεσσαλονίκη την ξέρω από παλιότερες επισκέψεις. Δεν υπάρχουν ιδιαίτερες δυσκολίες. Τον Βόλο, όμως, τον αγνοώ.
Συνάντηση με τον Θανάση Νιάρχο. Ο πατέρας του έχει στον Βόλο το πιο παλιό ζαχαροπλαστείο, τη «Μινέρβα», κι ο ίδιος έχει μεγαλώσει εκεί. Άραγε, είναι η τύχη που μου τον στέλνει; Ή μήπως είμαι εγώ αυτός που κάθε φορά την προκαλεί; Καθισμένοι σε μια καφετέρια, κοντά στο «Κάραβελ». Χωρίς να εξηγήσω λέξη για το κείμενο, τον αφήνω να μιλά. Κρατώ σημειώσεις. Ζωντανεύουν οι δρόμοι της πόλης, οι καφετέριες, τα σφαιριστήρια. Το «Οτέλ Αίγλη» με τη φωτεινή του επιγραφή ν’ αναβοσβήνει. Χαρακτηριστική η λέξη «μούζγα», βέρα βολιώτικη, που υποδηλώνει βαρύ κεφάλι μετά από βροχή. Σε κάτι τέτοιες λεπτομέρειες σκιρτώ ολόκληρος. Μπορώ να γράψω σελίδες γι’ αυτές ή και μια μικρή παράγραφο. Αδιάφορο. Πίσω στο εργαστήρι του Μπιλ. Νιώθω Βολιώτης κι εγώ.
Νοέμβριος ’84. Η Λιλή ρίχνει πασιέντζες, κι εγώ ασχολούμαι με τον Μπιλ. Το κεφάλαιο «Το σαΐνι του Βόλου», όπως το βαφτίζω, προχωρεί με ταχύτητα και άνεση. Πολύ πιο ατμοσφαιρικό και δραματουργικά αποτελεσματικό απ’ ό,τι η Θεσσαλονίκη. «Πού τα ήξερες εσύ όλα αυτά για τον Βόλο;» φαντάζομαι να με ρωτούν. Γελώ από μέσα μου.
Ανάγκη ο χαρακτήρας του προπονητή σ’ αυτό το κεφάλαιο να είναι ουσιώδης. Συλλαμβάνω τη γυναίκα του να έχει κρυφές προτιμήσεις σε παίχτες της ομάδας. Η μοναδική ώριμη γυναίκα στο βιβλίο. Συγγένισσα της Μπέμπας Ταντή ή της κυρίας Κούλας.
Δεκέμβριος του ’84. Εκπομπή για την τηλεόραση: «Από τα ποδοσφαιράκια στα ηλεκτρονικά παιχνίδια». Στο καθιστικό της οδού Αιγίνης, στημένος μπρος στον φακό, υπακούω στις οδηγίες του σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη. Αφήνομαι ελεύθερος να περιγράψω το κλίμα της εποχής που έγραψα τα «Μηχανάκια». Σφαιριστήρια και καφενεία. Νεαροί της δεκαετίας του ’60. Καπνοί τσιγάρων και αθωότητα μιας εποχής που χάθηκε ανεπιστρεπτί με τη δικτατορία. Τώρα πια ξέρω ότι ο Μπιλ είναι ένας απόγονος του Αναστάση.
Παραμονές Χριστουγέννων. Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος γύρισε από μια υποτροφία στην Αμερική. Έχω για πολλοστή φορά την ευκαιρία ν’ ακούσω για τη Νέα Υόρκη, πόλη μυθική και καταδυναστευτική του αιώνα μας, αυτοκρατορία των τεχνών και της τεχνολογίας. Αισθάνομαι σαν Αιγύπτιος ή Σύριος του 5ου αιώνα, που ποτέ δεν πάτησε το πόδι του στην Αθήνα του Περικλή. Μόνο που η Νέα Υόρκη έχασε πια τους Περικλήδες της.
Σημείωση του Βαγγέλη, στο περιθώριο της «Φανέλας»: «Ο Βόλος έχει μια απίστευτη στερεότητα, έτοιμος. Τόσο καλά φτιαγμένος, που η Σαλονίκη μπάζει. Ακόμα πιο αδέξια μπροστά του, και ο πρόλογος πρωτόλειο». Αμηχανία. Και τι μπορώ να κάνω για τον πρόλογο ή τη Σαλονίκη; Προχωρώ στην ιστορία μου με γοργούς διασκελισμούς. Όσο πιο γρήγορα γράφω, τόσο ελευθερώνομαι από συμβάσεις. Ακολουθώ το λαχάνιασμα του ποδοσφαιριστή. Με προπονεί ο ίδιος ο παίχτης.
Χριστούγεννα ’84. Επειδή είναι χρονιάρες μέρες στέλνω τον Μπιλ πίσω στην οικογένειά του. Αντιπαράθεση με τον αδελφό του που διαβάζει και θέλει να γίνει ηθοποιός. Ο αδελφός αυτός μπορεί να ήμουν εγώ. Κι ο Μπιλ, ο αδελφός μου σε νεαρή ηλικία. Σκέψη που δεν ξέρω αν με βοηθά ή μ’ εμποδίζει. Ο Βαγγέλης διαμαρτύρεται έντονα: «Δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά το βρίσκω τελείως απίθανο γι’ αυτό το παιδί να επιστρέφει στα πράγματα από τα οποία έφυγε».
Καπνίζω απανωτά. Γι’ άλλη μια φορά πτοημένος. Θέλω να σκίσω όλη τη συνέχεια. Οι πιο μικρές δυσκολίες με λυγίζουν. Σκέφτομαι τον φίλο μου Νίκο Παναγιωτόπουλο, που τόσες φορές μου παραστάθηκε στο παρελθόν. Είναι μέσα από την πιο βαθιά απογοήτευση που ο καλύτερος εαυτός μου βγαίνει στην επιφάνεια. το φάρμακο είναι ένα και το ξέρω. Στρώσιμο στη γραφομηχανή μου. Η έμπνευση είναι ένα ζώο που φεύγει αν δεν το πιάσεις απ’ την ουρά.
[…]
Ιούλιος ’85. Στο Πήλιο συντροφιά με τις νουβέλες του Κλάιστ στην εξαιρετική μετάφραση του Θοδωρή Δασκαρόλη. Αυτές οι ιστορίες, στο έπακρο ρομαντικές και εκκεντρικές, μου προξενούν σχεδόν σωματικούς πόνους. Το ίδιο βίαια αντιδρά ο οργανισμός μου στο οξυγόνο. Είμαι ένα ζώο της πόλης και σαν τέτοιο υποφέρω. Προσπαθώ να γράψω ένα κείμενο για τον Κλάιστ. Εξονυχιστική η μελέτη του Μαν που συνοδεύει τις νουβέλες. Κάθε άλλη απόπειρα απονενοημένη. Απονενοημένο και το διάβημα του ποιητή, με σαμπάνιες και γέλια, συντροφιά με την Henriette Vogel στη λίμνη Βάνζεε. Τα βράδια στην αυλή του «Αρχοντικού Καταρτζή», συντροφιές από τον Βόλο έρχονται και φεύγουν. Μεθυσμένα βράδια που αργότερα θ’ αναπολούν. Άρρωστοι στο μαγικό βουνό που υποδύονται τους υγιείς. Νύχτα.
Κάθοδος στον Βόλο, σε αναζήτηση του Βασίλη Σερέτη. Οι καφετέριες που μπαίνω, η οδός Ιάσονος με τα στέκια της, το «Οτέλ Αίγλη», το κτίριο Παπαστράτου, το κέντρο «Φαρίντα» που η ομάδα γλεντά μετά τις νίκες: όλα στη θέση τους. Σύμπτωση, άραγε, φαντασίας και πραγματικότητας; Όπου να ’ναι, σε κάποια βόλτα μου, θα πέσω πάνω στο ζεύγος Καπάτου. Στην αρχή, όταν έγραφα για τον προπονητή του Μπιλ, του είχα δώσει το όνομα Περιμένης. Αντηχούσε φτιαχτό. (Με πόσα κατασκευασμένα ονόματα, κυρίως επίθετα, δεν είναι γεμάτη η παλιότερη νεοελληνική πεζογραφία!) Κάθε ήρωας σημαδεμένος με το επίθετό του. Η κυρία Καπάτου δεν θα μπορούσε παρά να λέγεται Εύα. Δεν ξέρω να πω το γιατί. Κι ο Ριμπάς έχει το όνομα ενός φίλου από το Νέο Ηράκλειο Αττικής, που λείπει φαντάρος. Η συμπεριφορά κάθε ήρωα αναπόσπαστη από το όνομά του. Μήπως ο Γαλάντης δεν αφήνει να εννοηθεί κάποια γαλαντομία στον χαρακτήρα του; Πράγματα που λειτουργούν περισσότερο με το ένστικτο παρά με τη λογική. Νυχτώνει αργά στην παραλία και τριγυρνώ έξω από τις καφετέριες. Τι τεράστια διαφορά με τη Θεσσαλονίκη! Εκεί γνώριζα την πόλη και δυσκολευόμουν. Εδώ στον Βόλο, αγνοώντας τα πάντα, πετώ.
Τρένο της επιστροφής. Ο Θεσσαλικός κάμπος ξετυλίγεται αχνισμένος από ζέστη. Άθελά μου ο νους μου τρέχει στον Καραγάτση. Μερικοί τόποι σφραγισμένοι ανεξίτηλα από τους ανθρώπους που έγραψαν γι’ αυτούς. Εξαγνισμένοι. Η Μυτιλήνη του Μυριβήλη. Τα Γιάννινα του Χατζή. Χωρίς αυτούς, ανύπαρκτοι. Πράγμα που ούτε κατ’ ιδέαν υποψιάζεται αυτός ο μεσήλικας με το κασκέτο που, καθισμένος απέναντί μου στο κουπέ, τρώει αυγά σφιχτά κι ένα καρβέλι ψωμί. Ούτε, βέβαια, ο νεαρός που κοντοκουρεμένος στο μπαρ δαγκώνει με μανία το τοστ, ρίχνοντας λοξές ματιές σε περαστικές γάμπες. Ούτε κι εγώ υποπτεύομαι τι ρόλο θα παίξουν αυτοί για μένα. Χωρίς αυτές τις διαδρομές, από Θεσσαλονίκη-Αθήνα, κι από Λάρισα-Αθήνα, ο πρόλογος της «Φανέλας» δεν θα είχε γραφτεί.
[…]
Ιούνιος ’86. Αρχίζει το Μουντιάλ, ενώ ο Μπιλ ουσιαστικά έχει τελειώσει. Η Αθήνα, κάθε βράδυ, φλέγεται κι οι τηλεοράσεις ανοιγμένες στη διαπασών δείχνουν τους θεούς. Στο ποδόσφαιρο οι θεοί είναι νέοι. Λεπτομέρεια που με συγκινεί: το είδωλο του Μουντιάλ του 1970, Γιόχαν Κρόιφ, ώριμος τώρα, προπονητής, στον πάγκο της Ολλανδίας. Τα χρόνια αντί να του αφαιρούν, του προσθέτουν. Ενώ το νέο είδωλο, Μαραντόνα, δεν απέχει από ένα νευρόσπαστο πιθηκάκι.
Στην Αίγινα, τρώγοντας με τη Λιλή και τον νέο πεζογράφο Γιώργο Συμπάρδη, στην ταβέρνα του Βανζούλια, βλέπω στην τηλεόραση το τελευταίο απεγνωσμένο πέναλτι της Γαλλίας και το χαμόγελο στο πρόσωπο του Πλατινί να παγώνει. Ενώ στο Ηρώδειο, ο Κώστας Πασχάλης, στον ρόλο του Σκάρπια, αντί για το χέρι της Φλόρια Τόσκα, πέφτει δολοφονημένος από τις ιαχές των οπαδών της Αργεντινής που παίρνει το κύπελλο.
Κύμα ζέστης στην Αθήνα που απειλεί ποδοσφαιριστές, αστέρες της όπερας και φιλήσυχες νοικοκυρές. Ο Παντελής Βούλγαρης αποφασίζει οριστικά να κινηματογραφήσει τη «Φανέλα».
Επίλογος...
Βόλος. Στριμωγμένος ανάμεσα στον Παγασητικό κόλπο και το Πήλιον όρος, θάλασσα και βουνό, λιμάνι και ορεινά γραφικά χωριά. Η Αργώ ταξιδεύει ντόπιους και ξένους στις μεταμορφώσεις της περιοχής: από το νεολιθικό Διμήνι στη μυκηναϊκή Ιωλκό, από την αρχαία και την ελληνιστική Δημητριάδα στο βυζαντινό Kάστρο και τα μεσαιωνικά Παλαιά Μαγαζεία, κι από τον οθωμανικό Γόλο στο αστικό θαύμα του 20ού αιώνα. Ο Εβαρίστο Ντε Κίρικο οδηγεί τις ράγες που διαπερνούν όλη τη Θεσσαλία, στο γραφικό σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης και μαζί στην εκβιομηχάνιση. Την ώρα που ο Δελμούζος καταδιώκεται για το “Αθεϊκό” του Παρθεναγωγείο, το Εργατικό Κίνημα ξεσπά και σωματεία, αιματοβαμμένες απεργίες και εργοστάσια δονούν την πόλη.
Τώρα οι μηχανές σιωπούν. Τα βράδια μικρά φώτα κεντούν την πλαγιά του Πηλίου. Μια γυναίκα που ποτίζει τα λουλούδια της μου δείχνει το δρόμο για το Μουσείο του Θεόφιλου – του καθόλου “naif”, μόνο λαϊκού. Η Ζώγια καλωσορίζει στο «Σπίτι με το τριαντάφυλλο». Περπατάω, περπατάω. Όπως ο Κίτσος Μακρής στο Πήλιο, από το ένα χωριό στο άλλο, πλουτίζοντας τις συλλογές του. Όπως ο Ζημέρης και ο Λέτσιος φωτογραφίζοντας ασπρόμαυρα ασπρόμαυρους κόσμους. Τώρα έγχρωμες αυλές στα Παλιά και μυρωδιές από σανό και σιτάρι, ήχοι από εργαλεία και σιδηρικά. Ένας πλανόδιος κλαριντζής ανάμεσα στα νυχτερινά μπαράκια της νεολαίας: τρία παιδιά Βολιώτικα – από την παράδοση στην τζαζ.
Σουρουπώνει. Ένα κίτρινο φως έξω από την Κίτρινη Αποθήκη: κρατητήρια της Γκεστάπο, φυλακές της οδού Αλεξάνδρας. Ο Μίσσιος βρίσκει έναν άνθρωπο ανάμεσα στα θηρία. Περπατάω, περπατάω. Συναντάω δημοσιογράφους, σκηνοθέτες, πανεπιστημιακούς, δασκάλους. Υπαλλήλους, φύλακες, κλειδοκράτορες. Ένα κλειδί ανοίγει μια ξύλινη γαλάζια πόρτα – την κάμαρη του Χριστόπουλου, βγαλμένη μέσα από τις θαλασσογραφίες του. Οι μαθητές του Μουσικού Σχολείου τραγουδούν για τη Σμύρνη και στη Νέα Ιωνία τα εγγόνια των προσφύγων ακόμα στριμώχνουν τις ζωές τους στα σοκάκια που δεν έχουν όνομα: Δίοδος 1, Δίοδος 4, Δίοδος 6. Δρόμοι–διάδρομοι. Στα ανατολικά η Ήρα και ο Άρης κολυμπάνε προς την ελευθερία.
Σάββατο μεσημέρι. Στη «Χάρτα» ψάχνω τους ποιητές της πόλης, ενώ η Ρόζα Εσκενάζυ τραγουδάει ρεμπέτικα και οι θαμώνες αγωνιούν για το φασισμό. Έξω οι δρόμοι φωνάζουν συνθήματα, οι τοίχοι είναι γεμάτοι αφίσες και γκράφιτι· κάπου γράφει «είναι το πρώτο μας συναίσθημα ο φόβος»·και ο Παπαδιαμάντης σκύβει ξανά το κεφάλι. Την ίδια ώρα ο Ρήγας ανοίγει τη δική του Χάρτα στα πόδια του χαρτογραφώντας έναν οριακό κόσμο 200 τόσα χρόνια μετά.
Τελευταία φωτογραφία: η θάλασσα μπροστά από το πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου. Βολιώτες και ξένοι περπατούν, ποδηλατούν, κωπηλατούν. Βρίσκουν τρόπους για να προχωράνε τη μηχανή της ζωής τους, ενώ οι μηχανές των εργοστασίων τους παραμένουν σιωπηλές και σκουριασμένες. Το βιομηχανικό παρελθόν του Βόλου αντηχεί στα εργοστάσια–φαντάσματα ή γίνεται τελετή επανάχρησης σε μουσεία, πολυχώρους ψυχαγωγίας, πανεπιστήμια και καταλήψεις στέγης.
Από το Βόλο κρατάω αυτά: ανθρώπους αντισυμβατικούς, που τόλμησαν να ονειρευτούν και να διεκδικήσουν έναν άλλο κόσμο· άλλο σχολείο, άλλα μεροκάματα, άλλους έρωτες, άλλη ζωή· τη ζωή που ήθελαν εκείνοι και όχι αυτή που αποφάσιζαν οι άλλοι. Ανθρώπους που αγάπησαν την τέχνη, με όποια μορφή, και αφιέρωσαν τη ζωή τους στο πάθος τους, στο όνειρό τους. Και που αν και οι ίδιοι έζησαν σκυφτά και αθόρυβα, το όνειρό τους και μόνο έκανε τελικά θόρυβο· το θόρυβο που “ηχούν” οι μεγάλες αξίες. Κρατάω ανθρώπους που αγάπησαν βαθιά την πόλη τους και τη βοήθησαν χωρίς ματαιοδοξία. Μυαλά ανοιχτά, που κατάλαβαν ότι πρέπει να κοιτάξουν μπροστά, πέρα από την πεπατημένη, πέρα από την εποχή τους – με όποιο κόστος.
Και πάνω από όλα κρατάω τα παιδιά· τις φάτσες των παιδιών· τα βήματά τους μέσα στην πόλη και το βλέμμα τους πίσω από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες ή τη σύμβαση της μυθοπλασίας. Τα παιδιά που διασχίζουν τον 20ό αιώνα : τις μαθήτριες του Δελμούζου και τα παιδιά-εργάτες στα εργοστάσια· τα προσφυγόπουλα του ’22 και τα σημερινά τσιγγανάκια της Νέας Ιωνίας· τους μαθητές του Μουσικού Σχολείου και τους τροφίμους των αναμορφωτηρίων· τους μικρούς ζωγράφους και τους μικρούς ψαράδες. Τον Άρη και την Ήρα. Το αγόρι με την μπάλα έξω από την Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη. Και τη μικρή Σταυρούλα που παίζει Vivaldi στη συναυλία του Ωδείου. Μικρά χεράκια, μεγάλα όνειρα.
Τα παιδιά του Βόλου, οι «Αργοναύτες» του σήμερα, αναζητούν την ταυτότητά τους σε μια πόλη που ακόμα αλλάζει, ξαφνιάζει και δοκιμάζεται από την κρίση με τα πολλά πρόσωπα.
Βόλος – πόλη νεωτερική – πόλη σε διαρκή αναζήτηση.
Δέσποινα Κακατσάκη, «Επίλογος».
Μετάβαση στο σημείο: Νέα Ιωνία