Βόλος
Βόλος
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΑπό τα 'Παλαιά Μαγαζεία' στα Παλιά Από τα Παλαιά Μαγαζεία στα σημερινά Παλιά
Μια από τις παλιότερες απεικονίσεις του παλιού Βόλου δείχνει ένα οθωμανικό φρούριο, το Γόλο. Σιγά-σιγά η γειτονιά των Παλαιών Μαγαζείων με τα ξυλάδικα, τις αποθήκες και τα χάνια για τους περαστικούς εμπόρους και τους περιηγητές δίνει τη θέση της σε μια αναπτυγμένη βιομηχανική περιοχή με εργοστάσια και βιοτεχνίες. Η υποενότητα παρακολουθεί τη σταδιακή παρακμή της βιομηχανικής δραστηριότητας, τη μετατροπή της περιοχής σε κέντρο διασκέδασης, ενώ παρουσιάζει το ζήτημα της αξιοποίησης της βιομηχανικής αρχαιολογίας.
Το οθωμανικό Κάστρο το...
[…] Έτσι ράθυμη και ασάλευτη κυλάει η ζωή για το παλιό Κάστρο στη διάρκεια του 18ου αιώνα, έναν αιώνα ωστόσο που, στο δεύτερο μισό του, έχουμε, στο χώρο τουλάχιστον του Πηλίου, μεγάλες κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές αλλαγές. Είναι τα χρόνια που τα χωριά του Πηλίου, εκμεταλλευόμενα τα προνόμια που αποσπούν ένα, σχεδόν, αιώνα νωρίτερα από τους Τούρκους κατακτητές, αναπτύσσονται σαν αυτόνομες και σχεδόν αυτοδιοικούμενες μικρές δημοκρατίες, με αποτέλεσμα την παράλληλη ραγδαία ανάπτυξη της δευτερογενούς παραγωγής αγαθών και της μεταπρατικής δραστηριότητας, που ανοίγουν νέους ορίζοντες στην οικονομία του τόπου και φέρνουν σ’ αυτόν την ευμάρεια και την πρόοδο. Παράλληλα, τον ίδιο καιρό, τα φιλελεύθερα ρεύματα της Ευρώπης κι ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός μεταγγίζονται από τους ταξιδεμένους πηλιορείτες – καραβοκύρηδες και πραματευτάδες – στο χώρο του Πηλίου κι αναρριπίζουν της καθημαγμένες καρδιές των ραγιάδων και προετοιμάζουν το έδαφος για τον μελλούμενο ξεσηκωμό τους.
Φυσικά όλες αυτές οι εξελίξεις έχουν το αντίχτυπό τους, αν όχι στο μίζερο χώρο του Κάστρου του Γόλου, τουλάχιστον στο περιβάλλον του και κυρίως στο λιμάνι του, που, χρόνο με το χρόνο, γίνεται και ονομαστότερο στη χώρα αλλά και στο εξωτερικό σαν αξιόλογο διαμετακομιστικό κέντρο εμπορίου όχι μόνο γεωργικών προϊόντων, που, όπως πάντα, προέρχονται κυρίως από το εσωτερικό της Θεσσαλίας, αλλά και χειροτεχνικών ειδών, όπως κυριότατα είναι τα μετάξια, τα νήματα και τα σκουτιά της ανθούσας τότε πηλιορείτικης βιοτεχνίας. Άλλωστε στον εξωτερικό χώρο του Κάστρου, και κυρίως σ’ αυτόν της μεσημβρινής πλευράς του, όπου και η παραλία, υπάρχουν πάντα μεγάλες αποθήκες των Τούρκων, που αυτόν τον καιρό νοικιάζονται σ’ εμπόρους ή εμπορικούς αντιπροσώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι ξένοι (κανένας ωστόσο Τούρκος) και κυρίως Βενετσιάνοι, Γάλλοι, Γενοβέζοι και Εβραίοι. Οι τελευταίοι, προσαρμοσμένοι άλλωστε από τις συνθήκες της διασποράς τους, διατηρούσαν, όπως είδαμε και παραπάνω, κι από τα παλιότερα χρόνια μικρομάγαζα έξω κυρίως απ’ το Κάστρο, όπου, σ’ ελάχιστη απόσταση και βορειοανατολικά απ’ αυτό, είχαν και τα σπίτια τους και τη συναγωγή τους κι όπου έμεναν, με την ανοχή βέβαια των Τούρκων, μόνιμα με τις οικογένειές τους.
Ανάμεσα όμως στους εμπόρους αυτής της περιόδου έντονη πια εμφανίζεται και η παρουσία του ελληνικού στοιχείου, από μαγαζάτορες κυρίως, που είχαν μεν τα «εργαστήριά» τους μέσα κι έξω κυρίως από το Κάστρο, αλλά που έμεναν με τις οικογένειές τους στα γύρω από το Κάστρο χωριά, όπου και επέστρεφαν τα βράδια.
Τον μεταπρατικό, όμως, τόνο τον έδιναν στο λιμάνι του Κάστρου κυρίως οι πηλιορείτες καραβοκύρηδες πραματευτάδες, που με τα γνωστά «ζαγοριανά» τους καράβια όργωναν αυτή την περίοδο τους πόντους, μεταφέροντας σ’ όλα τα «πόρτα» της Μεσογείου τα διαλεχτά κυρίως προϊόντα της πηλιορείτικης χειροτεχνίας και κουβαλώντας από κει στην επιστροφή τους τα ευρωπαϊκά «καλούδια», και μαζί τα μηνύματα των νέων φιλελεύθερων καιρών…
Εμπόριο όμως, και μάλιστα λαθρεμπόριο, γινόταν, όπως και παλιότερα, από το λιμάνι του Βόλου και με τα σιτηρά της Θεσσαλίας, που ωστόσο η εξαγωγή τους ήταν αυστηρά απαγορευμένη από τους Τούρκους τα περισσότερα χρόνια, και κυρίως στη διάρκεια των συνεχώς πολέμων τους το 18ο αιώνα, οπότε οι ίδιοι χρειάζονταν το θεσσαλικό σιτάρι για να εφοδιάζουν την Κωνσταντινούπολη και το στρατό τους. Μάλιστα η τουρκική κυβέρνηση έπαιρνε ιδιαίτερα μέτρα για να επιβάλει την απαγόρευση αυτή. Κι είναι γνωστό πως στα 1737 έστειλε στο Κάστρο του Γόλου ειδικό φύλακα για να παρακολουθεί τις φορτώσεις των πλοίων και μάλιστα καθόρισε πρόστιμο 25.000 πιάστρων για κάθε λαθραία εξαγωγή. Το λαθρεμπόριο όμως ανθούσε όλα αυτά τα χρόνια κάτω από τη μύτη των Τούρκων αγάδων. Άλλωστε οι τελευταίοι, επιρρεπείς, όπως πάντα, στο «μπαξίς», έκαναν πολλές φορές «στραβά μάτια», έναντι, βέβαια, γενναίων ανταλλαγμάτων. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που οι ξένοι κυρίως έμποροι, και προπαντός οι Βενετσιάνοι και οι Γάλλοι, έπαιρναν ειδικές άδειες από τις τουρκικές αρχές για εξαγωγή σιταριού από το λιμάνι του Γόλου, όταν αυτό περίσσευε από τους πλούσιους αγάδες του θεσσαλικού κάμπου. Κι έχουμε μάλιστα την πληροφορία ότι στα 1757 διορίστηκε κι ανέλαβε υπηρεσία ως υποπρόξενος της Βενετίας στο λιμάνι του Γόλου ο Γάλλος Barthelemy, που ήταν ήδη υποπρόξενος της Γαλλίας στο ίδιο λιμάνι, προκειμένου να εισπράττει από την εξαγωγή των σιτηρών τα νόμιμα προξενικά δικαιώματα.
Απ’ όλα τα παραπάνω καταφαίνεται πως το λιμάνι του Κάστρου του Γόλου είχε σπουδαία εμπορική κίνηση στο δεύτερο κυρίως μισό του 18ου αιώνα.
Κι αυτό αποδείχνεται έμμεσα κι από δυο επιδρομές που έκανε κατά του λιμανιού του Γόλου ο ρωσικός στόλος στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου που ξέσπασε στα 1768.
Στην πρώτη (Νοέμβριος του 1771) ο ρωσικός στόλος κατάφερε ν’ αρπάξει όλα τα προορισμένα για εξαγωγή σιτηρά που βρήκε στις δημόσιες και ιδιωτικές αποθήκες του λιμανιού του Γόλου. Και στη δεύτερη (16 Φεβρουαρίου του 1772), ο ίδιος στόλος πέτυχε μ’ αιφνιδιασμό να αιχμαλωτίσει όλα τα πλοία που βρήκε στο λιμάνι του Γόλου, ανάμεσα στα οποία αρκετά μεγάλα φορτηγά γεμάτα σιτάρι, καθώς και 150 βάρκες φορτωμένες κι αυτές με όσπρια και δημητριακά. Για τούτη μάλιστα τη δεύτερη επιδρομή έχει διασωθεί η εξής ενθύμηση του εξόριστου τότε στην πατρίδα του, τη Ζαγορά, Οικουμενικού Πατριάρχη Καλλίνικου του Γ: «1772 φευρουαρίου ιστ’ περί τον όρθρον ελθούσαι νήες τινές εις βώλον, άπαντα τα εις τον λιμένα πλοία σίτου γέμοντα είλον, και τα κενά, και πλείστα των τηλεβόλων χαλάσασαι εις αέρα ανέτρεψαν, φόβον μέγα πάσι τοις πέριξ οθ» [οθωμανοίς] και υπηκόοοις καταλιπούσαι, και έτερα πλοιάρια υπέρ τα 150 μεστά σίτου και οσπρίων λαβούσαι υπέστρεψαν…»
Είναι συνεπώς τουλάχιστον υπερβολική αν όχι άδικη η εκτίμηση του Βαγ. Σκουβαρά, πως δηλαδή «από εμπορική κίνηση το λιμάνι του Βόλου [αυτή την περίοδο] δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον».
Άλλωστε το ενδιαφέρον αυτό αποδείχνεται κι από ένα πλήθος εκθέσεων, ξένων κυρίως, προξένων, εμπορικών πρακτόρων και αντιπροσώπων, μέσα από τις οποίες φαίνεται ολοκάθαρα πόσο ανεβασμένο στην εκτίμηση των διεθνών μεταπρατικών οίκων ήταν, αυτή κυρίως την περίοδο, τούτο το διαμετακομιστικό κέντρο.
Γράφει λ.χ., για να δώσουμε ένα μικρό μονάχα σχετικό δείγμα, ο γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Arasy τον Απρίλη του 1777: «Ο Βόλος [κι εννοεί τον Άνω Βόλο]… ένα μικρό χωριό, χτισμένο έξω από ένα ισχυρό κάστρο που είναι φτιαγμένο στο βάθος του κόλπου που φέρνει το ίδιο όνομα… είναι σκάλα όπου φτάνουν όλα τα εμπορεύματα από την Αίγυπτο, τη Σμύρνη, την Κρήτη κ.λπ., τα προορισμένα για όλη τη Θεσσαλία κι απ’ όπου μπαρκάρουν τα λίγα ντόπια προϊόντα τα οποία κάνουν εξαγωγή».
Ποια είναι τα εξαγόμενα αυτή την εποχή από το λιμάνι του Κάστρου προϊόντα, εκτός από τα γεωργικά; Θα μας τα πει, όπως τα είδε δυο χρόνια αργότερα, ο γνωστός μας Σουηδός περιηγητής κι ανατολιστής Jacob Bjomstahl: μετάξι (γύρω στις 30.000 με 35.000 οκάδες το χρόνο) για την Ολλανδία, Αγγλία, Γαλλία και το λιμάνι της Βενετίας κι αλλού.
Και μια και ο λόγος για τον Bjomstahl, ας μου επιτραπεί να κάνω εδώ μια παρέκβαση, για να σημειώσω ότι στο Σουηδό αυτόν περιηγητή χρωστάμε έμμεσα και μια… παιδική ζωγραφιά, που παρουσιάζει τη μεσημβρινή πλευρά του Κάστρου του Γόλου. Στην ουσία πρόκειται για ένα σκίτσο που το σχεδίασε ο άρρωστος τότε γιος του καπετάνιου της σουηδικής φρεγάδας «Samuel», που μετέφερε τον Bjomstahl, ο δωδεκάχρονος Lars Petter Morren.
Το σχέδιο αυτό, που είναι μάλιστα έγχρωμο, βρίσκεται σήμερα στη Βασιλική Βιβλιοθήκη της Στοκχόλμης, όπου το φωτογράφισε και το έστειλε πριν από λίγα χρόνια στο Βολιώτη ερευνητή Γιάννη Μουγογιάννη ο σουηδός ελληνιστής Lars Holm, για να φτάσει έτσι έμμεσα και στα δικά μου χέρια. Το ίδιο σχέδιο έχει και τη λεζάντα του, που σε πιστή μετάφραση τα ελληνικά, που έκανε ο Holm, λέει: «Του Βόλου φρούριο στην Ελλάδα. Εις ανάμνηση ενός αρρώστου που δεν έμαθε να ιχνογραφεί, είναι 12 χρονών. Βόλος τη 24 Φεβρουαρίου 1779 Λαρς Πέττερ Μορέεν. Στη σουηδική φρεγάδα Σάμουελ».
Μ’ όλο, ωστόσο, που το σκίτσο αυτό είναι παιδιάστικο, η αποτύπωση σ’ αυτό του κάστρου είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, υποδειγματικά λεπτομερειακή, κάτι άλλωστε που προσιδιάζει στην παιδική καλλιτεχνική φύση. Έτσι φαίνεται καθαρά το τείχος της μεσημβρινής πλευράς του Κάστρου με τους προμαχώνες και τις πολεμίστρες του, φαίνεται το ασφυκτικό συνονθύλευμα των σπιτιών μέσα στο Κάστρο – γεγονός που, αν δεν οφείλεται στη φαντασία του μικρού Lars, θα πρέπει να σημαίνει πως το περιτείχισμα ήταν αρκετά χαμηλό - , φαίνεται επίσης δυσανάλογα, είναι αλήθεια, μεγάλος ο μιναρές του Κάστρου, η μικρή ξύλινη σκάλα – αποβάθρα του λιμανιού και πίσω, σαν φόντος, φαντάζει ο άδεντρος και τότε ορεινός όγκος του «Σαρακηνού».
Κοντολογίς, θα έλεγα, πρόκειται για ένα σχέδιο-ντοκουμέντο (αυτός είναι άλλωστε κι ο λόγος που ο Bjomstahl το κράτησε ανάμεσα στα γραφτά του) με όλη την αφέλεια των γραμμών του, σχέδιο που θυμίζει πολύ εκείνο που μας έδωσε ένα, σχεδόν, αιώνα νωρίτερα ο Coronelli. Κι αυτό και μόνο μας υποχρεώνει, θαρρώ, να χρωστάμε πολλά στο μικρούλη Lars Moreen, χάρη στον οποίο κι έχουμε μια από τις ελάχιστες αποτυπώσεις του Κάστρου του Γόλου…
Ο ελληνοτουρκικός πόλε...
Κατά την παραμονή μας στον Βόλο, στα 1897, ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Υπήρξα μάρτυρας φοβερών επεισοδίων που προκαλούσαν αγωνία, οίκτο, θλίψη, πολλές φορές και αηδία, και που, πολλαπλασιασμένα επί εκατό και χίλια, τα ξαναείδα μετά από πολλά χρόνια, στον πρώτο πόλεμο και, αργότερα ακόμα, στο δεύτερο πόλεμο. Όταν κηρύχτηκε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος, υπήρξαν, όπως κατ’ αρχήν σε όλους τους πολέμους, στιγμές ενθουσιασμού· οι επιστρατευμένοι περνούσαν τραγουδώντας. Πολλοί πολίτες που δεν επιστρατεύθηκαν πήγαιναν στο πεδίο βολής να εξασκηθούν στη σκοποβολή με τουφέκι τύπου Γκρας, που ήταν τότε το τουφέκι του ελληνικού στρατού. Το όπλο Γκρας ήταν μονοβολικό και με κεντρική κρούση· ανακαλύφθηκε, νομίζω, από ένα γάλλο αξιωματικό ονόματι Γκρας και ήταν μια τελειοποίηση του παλιού όπλου Σασπώ.
Έφθασαν οι πρώτες κακές ειδήσεις. Οι Τούρκοι προέλαυναν στη Θεσσαλία· ο στρατός του διαδόχου πρίγκιπα Κωνσταντίνου είχε νικηθεί. Στον Βόλο έγινε πανικός· πολλοί το έσκασαν· μικρά ατμόπλοια, ακόμα και ιστιοφόρα, παραφορτωμένα με φυγάδες έβγαιναν αγκομαχώντας από τον κόλπο με κατεύθυνση την Αττική. Έφθασαν πολεμικά πλοία εγγλέζικα, γαλλικά, ρωσικά, ιταλικά, για την προστασία των πολιτών των αντίστοιχων χωρών. Πάνω στο μπαλκόνι του σπιτιού μας κυμάτισε η τρίχρωμη σημαία. Το ιταλικό πλοίο λεγόταν Βεζούβιος· ήταν παλιό πλοίο κι ο κύριος οπλισμός του αποτελούνταν από ένα πελώριο κανόνι που γέμιζε από την ουρά, όχι με μια ολόκληρη οβίδα αλλά με την εκρηκτική ύλη, τα βλήματα και το φυτίλι, το καθένα χωριστά. Επιπλέον το κανόνι έμενε σταθερό κι έτσι, για να σκοπεύσουν, έπρεπε να μετακινηθεί όλο το πλοίο· με λίγα λόγια ένα πράγμα που σήμερα θα έφερνε κρίση επιληψίας στον κυβερνήτη του αμερικάνικου στόλου του Ειρηνικού. Ο κυβερνήτης του Βεζούβιου ονομαζόταν Αμπουνιάνι και ήταν ένας κύριος για τον οποίο ο πατέρας μου έτρεφε πολλή συμπάθεια. Ο κυβερνήτης του γαλλικού πολεμικού λεγόταν Παμπελόν· ήταν ο κλασικός τύπος του αξιωματικού του γαλλικού ναυτικού του δέκατου ένατου αιώνα: είχε μουστάκια γκρίζα και έμοιαζε με το ναύαρχο Κουρμπέ, έτσι όπως τον είδα σε μια χαλκογραφία που είχε τον τίτλο Ο ναύαρχος Κουρμπέ κατά την κατάληψη του Φου-Τσου. Ο στόλαρχος Παμπελόν ήταν έξοχος πιανίστας και ερχόταν σπίτι μας και έπαιζε· η ειδικότητά του ήταν τα πρελούδια και τα νυκτερινά του Σοπέν.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής του Βόλου από τους Τούρκους συνέβηκαν και δράματα. Ανάμεσα στους κατοίκους της κωμόπολης ήταν κι ένας Έλληνας, φίλος του πατέρα μου, δικηγόρος, λεγόταν Μανούσος και ήταν άνθρωπος ηλικιωμένος, ψηλός και ευτραφής, με όψη ηράκλεια. Είχε ένα μούσι άσπρο και φορούσε γυαλιά. Δεν είχε οικογένεια. Συναναστρεφόταν πολύ λίγο κόσμο, ήταν σιωπηλός κι έμοιαζε πάντα να κατέχεται από κάποια σοβαρή σκέψη. Πολλά χρόνια πριν είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο πάνω σ’ ένα ξέσπασμα οργής. Αφού δικάστηκε και καταδικάστηκε με ελαφρυντικά, εξέτισε την ποινή του και, όταν βγήκε από τη φυλακή, ξανάρχισε το δικηγορικό επάγγελμα. Αλλά είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Τον έτρωγαν οι τύψεις. Η σκέψη εκείνης της ζωής που κόπηκε από το δικό του χέρι δεν τον άφηνε σε ησυχία. Μια νύχτα, όταν τα τουρκικά στρατεύματα είχαν καταλάβει τον Βόλο, μερικοί στρατιωτικοί, ντυμένοι με τη στολή του οθωμανικού στρατού, χτύπησαν την πόρτα του Μανούσου. Αυτός σηκώθηκε και πήγε ν’ ανοίξει. Αμέσως τον περικύκλωσαν, του φόρεσαν χειροπέδες κάτω από την απειλή των όπλων, κι έπειτα, περιστοιχισμένος από τους στρατιώτες με τις ξιφολόγχες έτοιμες, οδηγήθηκε έξω από την πόλη.
Ήταν μια πνιγηρή νύχτα του καλοκαιριού. Οι στρατιώτες έχοντας ανάμεσά τους τον αιχμάλωτο πέρασαν κάτω απ΄ τα παράθυρα ενός άλλου δικηγόρου. Αυτός ήταν έξω στο μπαλκόνι μην μπορώντας να κοιμηθεί από την πολλή ζέστη, και αναγνωρίζοντας τον φίλο και συνάδελφό του του φώναξε: «Μανούσο, πού πας;». Κι ο Μανούσος απάντησε υποταγμένος: «Πάω εκεί που με οδηγούν».
Την άλλη μέρα, σ’ έναν έρημο κάμπο, βρέθηκε το κορμί του Μανούσου κόσκινο από τις ξιφολόγχες. Το χώμα ολόγυρα ήταν ανακατωμένο από βαθιές πατημασιές. Οι χειροπέδες του θύματος ήταν σπασμένες. Ήταν κι ένα τουφέκι κομματιασμένο, φέσια και κομμάτια στολής. Ο γερο-Ηρακλής, παρά τις χειροπέδες, είχε κατορθώσει να σπάσει τα δεσμά του κι έπειτα αμύνθηκε όπως μπορούσε, καταφέρνοντας να συντρίψει και το τουφέκι ενός από τους δημίους του. Αλλά στο τέλος, κόσκινο από τα χτυπήματα, έχοντας χάσει όλο του το αίμα, έπεσε για να μην ξανασηκωθεί πια.
Έγινε μια ανάκριση που δεν κατέληξε πουθενά. Όλοι όμως είχαν πεισθεί ότι επρόκειτο για συγγενείς του ανθρώπου που ο Μανούσος είχε σκοτώσει πριν από χρόνια και που είχαν ντυθεί σαν τούρκοι στρατιώτες για να πάρουν εκδίκηση. Άλλο ένα έγκλημα έγινε πάλι τον ίδιο καιρό. Ένα πρωί ο καθολικός παπάς βρέθηκε νεκρός στην κρεβατοκάμαρά του από χτυπήματα ξιφολόγχης. Στις σκάλες του σπιτιού βρέθηκαν φέσια πεταμένα εδώ κι εκεί. Φαίνεται ότι και σ’ αυτό το έγκλημα επρόκειτο για ψεύτικους τούρκους στρατιώτες. Είπαν ότι ήταν Έλληνες που είχαν σκοτώσει τον καθολικό κληρικό για να τραβήξουν την προσοχή των ξένων δυνάμεων αφήνοντας να πιστευτεί ότι το αδίκημα εκτελέστηκε από τους Τούρκους, για να τις αναγκάσουν να επισπεύσουν την εκκένωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους.
Ο πατέρας μου που όλη εκείνη τη θλιβερή περίοδο δεν είχε φεισθεί κανενός μέσου για να σώσει το υλικό της σιδηροδρομικής γραμμής, όταν αποσύρθηκαν οι Τούρκοι, παρασημοφορήθηκε με το παράσημο της τάξεως του Αγίου Γεωργίου κατόπιν προσωπικής παρέμβασης του βασιλέως Γεωργίου της Ελλάδος.
Κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής στον Βόλο, μια μέρα παίζοντας στον κήπο έπεσα και μετατοπίστηκαν τα κόκαλα του δεξιού μου αγκώνα. Το χέρι μου έμεινε διπλωμένο και άκαμπτο και δεν μπορούσα να το κουνήσω με κανέναν τρόπο. Η μητέρα μου ζήτησε από ένα γέρο Εβραίο, που εμπορευόταν άδεια μπουκάλια κι έλεγε ότι είναι και λίγο γιατρός, να θεραπεύσει το μπράτσο μου. Αυτός μου έκανε εντριβές με λίπος χοιρινό αλλά το μπράτσο μου δεν καλυτέρευε και χρειάστηκε να καλέσουμε το γιατρό του πλοίου Βεζούβιος που ήρθε και με παρακολούθησε μέχρι που έγινα τελείως καλά. Εκείνος ο γερο-Εβραίος αγόραζε μποτίλιες άδειες γυρίζοντας στη μικρή πόλη μ’ ένα σάκο στους ώμους. Όταν τύχαινε στο σπίτι μας, ενώ βρισκόταν εκεί ο πατέρας μου, έδινε εντολή στους υπηρέτες, να του δίνουν όλα τα άδεια μπουκάλια και να μην του παίρνουν λεφτά. Τα χαμίνια της γειτονιάς γελούσαν όταν έβλεπαν το γερο-Εβραίο να έρχεται και τον πειράζανε. Μια φορά, καθώς έβγαινε από το σπίτι μας με το σακούλι γεμάτο μπουκάλες, αυτό άρχισε να στάζει γιατί καθώς φαίνεται μερικές μπουκάλες μεταλλικού νερού δεν ήταν τελείως αδειανές. Εκείνη τη μέρα η φασαρία των παιδιών της γειτονιάς έφτασε στο αποκορύφωμα, βλέποντας το γερο-Εβραίο σαστισμένο, ακίνητο στη μέση του δρόμου, περιμένοντας να σταματήσει να τρέχει το σακούλι πίσω από τις πλάτες του. Ο πατέρας μου, που κατά τύχη είχε παρακολουθήσει τη σκηνή, θύμωσε και κυνήγησε τα παιδιά μαλώνοντας και απειλώντας τα. Σαν όλους τους πραγματικούς ευγενείς του δέκατου ένατου αιώνα, ο πατέρας μου ήταν φιλοσημίτης. Εκείνα τα αλητάκια που περιγελούσαν το γερο-Εβραίο, έτσι ανυπεράσπιστος όπως ήταν, μόνος και ανίκανος να αμυνθεί, έδειχναν σε μικρογραφία αυτό που συνέβη πολλά χρόνια αργότερα: την αισχρή αντισημητική προπαγάνδα που προκλήθηκε από τον Χίτλερ και βρήκε ιδανικό έδαφος για να αναπτυχθεί στη σαδιστική διαστροφή του γερμανικού λαού. Ο αντισημιτισμός δεν είναι άλλο από σαδισμό που από ένα απλό γεγονός, όπως όταν λες ότι κάποιος είναι Εβραίος, όταν «ανακαλύπτεις» τον Εβραίο, οδηγεί στις ατιμίες του μαρκήσιου ντελ Γκρίλλο, που κουβαλούσαν μνήμες του 1700, και που ύστερα μέσω γεγονότων λιγότερο ή περισσότερο σοβαρών, του είδους της υπόθεσης Ντρέιφους, μπορεί να φτάσει στο σαδισμό και στην εγκληματικότητα που έδειξαν οι σημερινοί Γερμανοί με τη συστηματική καταδίωξη και τις μαζικές σφαγές. Εκείνα τα αλητάκια του Βόλου, ίσως από μια υποσυνείδητη ανάγκη να δικαιώσουν την κακία τους, λέγανε για το γερο-Εβραίο ότι «δεν πίστευε στο Θεό». Εγώ περίεργος θέλησα μια μέρα να ξεκαθαρίσω το πράγμα και, ενώ ο γερο-Εβραίος έβγαινε από τον κήπο του σπιτιού μας με το σάκο γεμάτο άδειες μπουκάλες, τον πλησίασα και τον ρώτησα τι είναι Θεός. Αυτός σταμάτησε, με κοίταξε, ακούμπησε μαλακά το σάκο του χάμω και αφού μου έδειξε με το μακρύ άσαρκο χέρι του τις πλαγιές του Πηλίου που ύψωνε στο βοριά τη ράχη του, κατάσπαρτη από άσπρα χωριά, αφού μου έδειξε τον ουρανό και τα σύννεφα που πλανιόνταν ψηλά, μου είπε: «Να, Θεός είναι τα βουνά, ο ουρανός, τα σύννεφα…». Εγώ δεν απάντησα· τον βοήθησα να φορτωθεί στους ώμους και πάλι το σακούλι και ξαναμπήκα στο σπίτι με το νου γεμάτο μπερδεμένες σκέψεις.
Τελειώνοντας ο πόλεμος, κι αφού η Θεσσαλία εκκενώθηκε από τα τουρκικά στρατεύματα, η επαρχιακή ζωή στη μικρή πόλη του Βόλου ξαναπήρε το συνηθισμένο ρυθμό της.
Το χάνι του μπάρμπα-Θύ...
Ήταν ένα χάνι λιθόκτιστο, πιο παλιό απ' την πόλη του Βόλου. Βρισκόταν έξω από το ήδη γκρεμισμένο φρούριο, στην τοποθεσία με την ονομασία Παλαιά, και εξυπηρετούσε κάποτε τους εμπόρους που έρχονταν για το παζάρι και ήταν υποχρεωμένοι να διανυκτερεύσουν. Στο ισόγειο είχε ένα σταύλο, μια αποθήκη και ένα μαγέρικο και στον όροφο έξι δωμάτια.
Ένας λεβεντόγερος πάνω από εβδομήντα χρονών στεκόταν στην είσοδο. Μόλις είδε τον Άγγελο, γέλασαν ακόμη και τα κατάλευκα τσιγκελωτά μουστάκια του.
«Τι έγινε, Άγγελε; Πώς κι από δω;»
«Καλησπέρα, μπαρμπα-Θύμιο. Έφερα τον κύριο, θέλει δωμάτιο».
Ο γέρος στράφηκε προς το μέρος μου, με κοίταξε από πάνω ως κάτω και, χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του, ρώτησε:
«Ήρθε με το καράβι;»
«Ναι, μπαρμπα-Θύμιο», απάντησε ο Άγγελος.
«Για δουλειές; Τι είναι, έμπορος;»
Ενοχλημένος από τον τρόπο του, πήρα το λόγο.
«Έχετε δωμάτιο τελικά;»
«Εξαρτάται», απάντησε ο γέρος. «Μπορεί και να έχουμε, μπορεί και όχι. Ανάλογα ποιος το ζητάει. Λοιπόν;»
Ήθελα να τον βρίσω και να φύγω, αλλά πάλι ένιωθα κουρασμένος και βαριόμουν το ψάξιμο. Αναποφάσιστος, κοίταξα προς τον Άγγελο. Το βλέμμα του έμοιαζε ανέκφραστο. Όμως κάπου στο βάθος σαν να υπήρχε μια υποψία παράκλησης, ένα αίτημα να αποδεχτώ το παιχνίδι και να πάω με τα νερά του γέρου.
«Ήρθα για να δουλέψω σε μια εφημερίδα, στη Θεσσαλία», απάντησα χαμηλόφωνα λες και ντρεπόμουνα.
«Δημοσιογράφος δηλαδή».
Φάνηκε να το σκέφτεται. Ύστερα στράφηκε προς τον Άγγελο, χαμογέλασε και είπε:
«Ας είναι, Άγγελε. Ας είναι - για σένα».
Ανεβήκαμε και μας έδειξε το δωμάτιο. Ήταν ευρύχωρο και πεντακάθαρο.
«Και η τιμή;» ρώτησα.
«Δυο δραχμές. Για τον Άγγελο».
«Σύμφωνοι».
Ο γέρος μάς άφησε κι έφυγε. Ο Άγγελος στεκόταν όλη αυτή την ώρα όρθιος δίπλα στην πόρτα.
«Άγγελε, τι είναι αυτός; Στέκει στα καλά του; Τι διάολο τον νοιάζει ποιος είμαι εγώ και τι κάνω; Δεν θέλει να νοικιάσει το δωμάτιο;»
«Είναι λίγο περίεργος ο μπαρμπα-Θύμιος. Δεν εμπιστεύεται εύκολα τους ξένους γιατί, όπως λέει, έχουν δει πολλά τα μάτια του. Είχε και μια ιστορία… Όμως είναι θαυμάσιος άνθρωπος, με χρυσή καρδιά».
«Ιστορία; Τι ιστορία;»
«Τίποτα… δηλαδή… κάτι παλιά, δικά του… Άμα τον γνωρίσετε καλύτερα, μπορεί να σας τα πει ο ίδιος».
Μασούσε τα λόγια του και φαινόταν σαν να τον στενοχωρούσε υπερβολικά το ότι δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την περιέργειά μου.
«Καλά, παιδάκι μου, μια ερώτηση έκανα. Δεν χρειάζεται να μου πεις, τι με νοιάζει εμένα;»
«Με θέλετε τίποτα άλλο; Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι, έχω αργήσει».
«Όχι, Άγγελε, μπορείς να φύγεις».
Ξαφνικά είχα τη διάθεση να τον πειράξω.
«Έλα, πάρε κι αυτό για τον κόπο σου».
Έβγαλα και του έδωσα μια πεντάρα. Ο Άγγελος πήρε το νόμισμα και το έβαλε στην τσέπη του χωρίς να το προσέξει.
«Καληνύχτα. Και καλώς ήρθατε στον Βόλο».
Γύρισε να φύγει. Το αστείο μου είχε χαλάσει.
«Έλα δω, πού πας;»
Βρήκα μια δραχμή και του την έδωσα. Την έβαλε κι αυτή στην τσέπη χωρίς να αλλάξει καθόλου ύφος.
«Καληνύχτα», είπε ξανά.
«Καληνύχτα, Άγγελε».[…]
Η ιστορία του μπαρμπα-Θύμιου
Δούλεψα μηχανικά στην εφημερίδα ως τις εννιά. Συγκέντρωσα τα τηλεγραφήματα, έκοψα, έραψα και παρέδωσα το κομμάτι μου στο Μέρο.
«Μήπως μπορώ να φύγω;» τον ρώτησα. «Δεν αισθάνομαι καλά».
Με κοίταξε με δυσπιστία, αλλά φαίνεται πως η όψη μου τον έπεισε κι ένευσε καταφατικά.
Πήρα τους δρόμους χωρίς να ξέρω κατά πού πηγαίνω. Το μυαλό μου ήταν άδειο και περπατούσα σαν υπνοβάτης χωρίς να δίνω σημασία ούτε σε ανθρώπους ούτε σε άμαξες ή σε ποδήλατα. Κάθε τόσο με έβριζαν, καθώς έπεφτα επάνω σε πεζούς ή βρισκόμουν μπροστά στις ρόδες των τροχοφόρων, αλλά συνέχιζα απτόητος, σαν να μην υπήρχε γύρω μου κανείς, σαν να μην άκουγα τίποτα, ώσπου κάποια στιγμή βρέθηκα, χωρίς να το καταλάβω, έξω απ' το χάνι του μπαρμπα-Θύμιου.
Ο γέρος καθόταν μόνος σε ένα τραπέζι στο βάθος του μαγαζιού. Είχε μπροστά του μία κανάτα κρασί και ένα ποτήρι. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο ίσια μπροστά και, μολονότι πέρασα από την τροχιά του, δεν έδειξε να με πρόσεξε. Ήταν φανερό ότι είχε μάθει τα νέα. Πήρα κι εγώ ένα ποτήρι από τον πάγκο και κάθισα απέναντί του.
Ούτε που γύρισε να με κοιτάξει. Γεμίζαμε τα ποτήρια και πίναμε σιωπηλοί, χαμένοι και οι δύο στις σκέψεις μας. Μόνο όταν στραγγίξαμε την κανάτα, ο γέρος έδειξε να ζωντανεύει κάπως. Σηκώθηκε και με σερνάμενα βήματα πήγε και την ξαναγέμισε. Επέστρεψε και, αφού κάθισε, μίλησε για πρώτη φορά.
«Εσύ φταις. Από τότε που σε γνώρισε, άλλαξε. Δεν ήταν έτσι ο Άγγελος, όχι, δεν ήταν. Τι δουλειά είχε αυτό το παιδί με τους σοσιαλισμούς και τις άλλες αηδίες; Αυτά τον φάγανε, γι' αυτά τον ξεκάνανε…» Τι να του εξηγήσω του μπαρμπα-Θύμιου και μάλιστα τέτοια ώρα; Πως εγώ δεν είχα καμία σχέση; Πως δεν μου καιγόταν καρφί; Πως τα θεωρούσα όλα αυτά ουτοπίες, δονκιχωτισμούς, προσπάθειες καταδικασμένες εκ των προτέρων σε αποτυχία; Πώς να καταλάβει; Πώς να πιστέψει ο μπαρμπα-Θύμιος ότι δεν ήταν παρά μια σύμπτωση, ένα παιχνίδι του χρόνου με το τυχαίο η γνωριμία μου με τον Άγγελο και η ταυτόχρονη ένταξή του στο Εργατικό Κίνημα; Πώς να του το εξηγήσω και με ποια λόγια; Και άλλωστε προς τι; Σε τι θα ωφελούσε;
Μείναμε πάλι σιωπηλοί, κατεβάζοντας το ένα ποτήρι μετά το άλλο. Ώσπου εντελώς ξαφνικά έδωσε μια και πέταξε το δικό του στον απέναντι τοίχο. Ένας λεκές απλώθηκε πάνω στο άσπρο. Οι σταγόνες κυλούσαν αργά προς το δάπεδο, κόκκινες σαν αίμα.
«Τα καθάρματα», φώναξε με οργή και τα μάτια του άστραψαν, βγάλαν φωτιές. «Να μην είμαι πιο νέος… Θα τους έσφαζα κα θα έπινα το αίμα τους. Το χρωστάω… χρωστάω στο μακαρίτη τον Γιωργή. Αλλά τι να κάνω; Βλέπεις; Τα χέρια μου τρέμουν. Περπατάω και ζαλίζομαι, τα πόδια μου δεν με κρατούν, κάθε τόσο στηρίζομαι να μην πέσω. Πάει, τα 'φαγα πια τα ψωμιά μου, αλλιώς…»
Άφησε την ανήμπορη απειλή του μετέωρη και σηκώθηκε να πάρει καινούργιο ποτήρι και να ξαναγεμίσει την κανάτα.
Όταν κάθισε, ήταν πιο ήρεμος, χαμένος ξανά στις σκέψεις του. Ύστερα από δυο-τρία ποτήρια μίλησε πάλι.
«Εσύ όμως; Εσύ τι θα κάνεις; Έτσι θα τ' αφήσεις;»
«Θα τους βρω, μπαρμπα-Θύμιο. Ό,τι και να γίνει, όποιοι κι αν είναι, θα τους βρω. Θα τιμωρηθούν, στο υπόσχομαι.»
Με κοίταξε στα μάτια για πρώτη φορά. Με κοίταξε επίμονα για ώρα πολλή, σαν να 'θελε να διαβάσει βαθιά στο μυαλό μου αν θα έπρεπε να με πιστέψει. Στο τέλος φάνηκε να ησύχασε κάπως. Γέμισε τα ποτήρια μας, έγειρε προς το μέρος μου κι άρχισε να μιλάει χαμηλόφωνα.
«Ήρθα στον Βόλο για πρώτη φορά το σαράντα πέντε, όταν ήμουν οχτώ χρονών. Ποιο Βόλο δηλαδή… Δεν υπήρχε τίποτα - μονάχα το κάστρο, όπου έμεναν οι Τούρκοι, η φρουρά και καμιά δεκαριά οικογένειες και απέξω δυο-τρεις αποθήκες κι αυτό το χάνι.
»Μια φορά τη βδομάδα γινόταν παζάρι. Μαζεύονταν οι αγρότες από τον κάμπο κι από το Πήλιο με τις πραμάτειες τους ─σιτάρια, καπνά, ελιές, ζωντανά─, έρχονταν και οι εμπόροι με εργαλεία, μηχανήματα, υφάσματα κι άλλα χρειαζούμενα και αγοράζαν, πουλούσαν ή ανταλλάζαν τα προϊόντα.
»Ήρθα με τον πατέρα μου. Είχαμε χωράφια με στάρι έξω από τον Αλμυρό, είχαμε και κότες και λίγα γίδια και πρόβατα, τα δίναμε και παίρναμε ελιές και κανένα άλογο ή βόδι για το όργωμα ή εργαλεία, υφάσματα - ό,τι χρειαζόμασταν.
»Τότε είδα τη θάλασσα για πρώτη φορά. Ένιωσα μια ζάλη σαν λιγοθυμιά. Απέμεινα σαλεμένος να κοιτάζω αυτό το ατέλειωτο μπλε χωράφι να κυματίζει όπως τα στάχυα όταν φυσάει αεράκι.
»Ήρθαμε πάλι ύστερα από τρεις-τέσσερις μήνες. Είχε αρχίσει τότε να χτίζεται το πρώτο σπίτι - του Γάτσου, αν έχεις ακούσει. Το απομεσήμερο, όταν είχαμε πια τελειώσει από τις δουλειές, με πήρε ο πατέρας μου απ' το χέρι και με πήγε ως το γιαπί. Στάθηκε μπροστά του και το κοίταζε κάμποση ώρα. Ύστερα έσυρε ένα γύρο το βλέμμα και μου είπε: "Γιε μου, να μου το θυμηθείς, ύστερα από λίγο καιρό, εδώ που στεκόμαστε, θα υπάρχει μια ολόκληρη πόλη".
»Όταν γυρίσαμε στο χωριό, ο πατέρας μου πούλησε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε, μάζεψε τα λεφτά και κατάφερε τον προηγούμενο ιδιοκτήτη να του πουλήσει τούτο το χάνι.
»Από τότε μείναμε εδώ. Είδα με τα μάτια μου να χτίζεται όλη η πόλη. Γύρω στο πενήντα γίναν λίγα σπίτια ακόμη και μετά εκκλησίες και εργοστάσια και καφενεία, μέχρι και θέατρο.
»Το πενήντα τέσσερα πέθανε η μάνα μου, το πενήντα οχτώ ο πατέρας, οι αδελφές μου είχαν παντρευτεί νωρίτερα, η μία στον Αλμυρό, η άλλη στο Χαμάκου, κι έτσι το χάνι έμεινε σε μένα.
»Την αγάπησα αυτή τη δουλειά. Δεν ξέρεις τι είναι να γνωρίζεις κάθε μέρα καινούργιους ανθρώπους, τόσο διαφορετικούς και από σένα και μεταξύ τους. Να ακούς διαρκώς ιστορίες και, το πιο σπουδαίο, να λες τις δικές σου. Να λες ό,τι σου κατέβει, αλήθειες ή φαντασίες, και να μην προσέχεις, να μη σε νοιάζει, να μη χρειάζεται να είσαι ευχάριστος, να μη σκέφτεσαι πώς θα σε κρίνουν, αν θα σε πιστέψουν ή όχι, αν θα σε κουτσομπολέψουν, τίποτα απολύτως, γιατί αυτούς που σε ακούν δεν θα τους ξαναδείς, είναι περαστικοί από τη ζωή σου, γνωριμίες της μιας βραδιάς, της μιας οκάς κρασιού, που θα χαθούν με το πρώτο φως της αυγής, μια για πάντα.
»Με κορόιδευε ο Γιωργής, ο παππούς του Άγγελου. Δεν καταλάβαινε. "Δεν βαριέσαι;" μου έλεγε. "Τι κάθεσαι με τις ώρες και τους ακούς; Σου παίρνουνε το κεφάλι, σου φορτώνουν τα βάσανά τους. Τι είσαι συ; Εξομολόγος;"
»Άλλη πάστα ο Γιωργής. Τους φοβότανε τους ανθρώπους. Άντε ένας-δυο φίλοι. Οι άλλοι όλοι ήταν ξένοι, ήταν επικίνδυνοι - εχθροί. Αυτός προτιμούσε τα ζώα, τη γη, τα φυτά. Αυτά εμπιστευόταν. Μ' αυτά έκανε παρέα, σ' αυτά μιλούσε.
»Δίκιο δεν είχε; Αλλά πού μυαλό τότε… Με κορόιδευε εκείνος, τον κορόιδευα κι εγώ.
»Γνωριζόμασταν από παιδιά, μια πόρτα ήταν τα σπίτια μας. Ερχόταν για το παζάρι τέσσερις-πέντε φορές το χρόνο κι έμενε εδώ. Ξημερωνόμασταν. Κατεβάζαμε ένα βαρέλι κρασί και τα λέγαμε.
»Έπαθε ζημιές ο φουκαράς. Ο καθείς και τα βάσανά του -έτσι λέω εγώ. Έχασε τα ζώα από αρρώστια, το χαλάζι του τσάκισε τη σοδειά κι έτσι στις αρχές του εβδομήντα αναγκάστηκε να 'ρθει στον Βόλο και να δουλέψει κοντά δέκα χρόνια.
»Με 'φαγε ο άτιμος. Παντρέψου και παντρέψου. Να κάνεις οικογένεια, να μη μείνεις έτσι, μαγκούφης. Ε, και, πες πες πες, με κατάφερε.
»Πιο πολύ όμως με καταφέραν τα μάτια της. Δυο μαγεμένες θάλασσες, να ταξιδεύεις μέσα, να χάνεσαι. Αυτά τα μάτια τα θέλω δικά μου, είπα με το που τα είδα. Κι έγινε το κακό. Σαράντα χρονών εγώ, είκοσι η Χρυσάνθη. Αλλά ποιος με κρατούσε… Και τον άλλο χρόνο γεννήθηκε το Μαριώ μου. Ένα ξανθό αγγελούδι, μια ζωγραφιά, με τις θάλασσες της Χρυσάνθης στα μάτια.
»Καταραμένη ζωή! Γιατί να θυσιάζονται πάντα οι καλοί, οι αθώοι - κι όλα τα αποβράσματα να αλωνίζουνε ανενόχλητα, να σκοτώνουνε, να βιάζουν, να κλέβουνε ατιμώρητα;
»Μόλις είχε κλείσει τα δεκατρία. Πώς διάολο την κορόιδεψε και την έβαλε στο δωμάτιο; Ή την τράβηξε με το ζόρι; Ποτέ δεν θα μάθω.
»Ακούσαμε το γδούπο, τρέξαμε και τη βρήκαμε κάτω, στο δρόμο, πνιγμένη στο αίμα. Την είχε ξεσκίσει, της είχε διαλύσει τα σωθικά. Δεκατριών χρονών αγγελούδι… Είχε ακόμη την πετσέτα δεμένη στο στόμα της. Βγήκε στο μπαλκόνι και πήδηξε. Γιατί; Τι δεν άντεξε; Την ντροπή της, τον πόνο; Ποτέ δεν θα μάθω. Ώσπου να πεθάνω, θα με βασανίζουν αυτές οι ερωτήσεις. Θα τριγυρνάνε μες στο μυαλό μου όσο είμαι ξύπνιος, ή θα γίνονται όνειρα και θα τυραννάνε τον ύπνο μου. Όπως τόσα χρόνια - μέχρι το τέλος…
»Έτυχε να 'ναι δω κι ο Γιωργής. Μόλις πέρασε κάπως το πρώτο ξάφνιασμα και καταλάβαμε τι είχε γίνει, κοιταχτήκαμε στα μάτια και, χωρίς να πούμε λέξη, καβαλήσαμε δυο άλογα και φύγαμε.
»Τον προλάβαμε έξω απ' τη Λάρισα, πέντε ώρες αργότερα.
»Του άνοιξα το στήθος με το μαχαίρι και του ξερίζωσα την καρδιά με τα ίδια μου τα χέρια. Θάψαμε το κορμί του, για να μην το βρουν, κι αφήσαμε την καρδιά του έξω, να τη φαν τα σκυλιά και τα όρνια.
»Καταραμένη, […] ζωή…
»Δυο χρόνια αργότερα πέθανε κι η Χρυσάνθη μου. Πλάνταξε από το κλάμα, δεν άντεξε.
»Πέθανε κι ο Γιωργής, μου 'μεινε μόνο ο Άγγελος. Τον έβλεπα και τον καμάρωνα, τον αγαπούσα σαν να 'ταν δικό μου παιδί, σαν να 'τανε το Μαριώ μου.
»Και τώρα…
»Δημοσιογράφε, κοίτα να τους βρεις, το καλό που σου θέλω… Αλλιώς θα την πληρώσεις εσύ, σ' τ' ορκίζομαι…»
Παπαδόπουλος Γιάννης, Ελπίδα, Εξάντας, Αθήνα 1999, σ. 30-32, 41-48
Στο ξυλάδικο του Βόλου...
Η μάνα μας πέθανε όταν ήμουνα δεκαπέντε χρονών. Τελείωσα το δημοτικό, είπανε να με στείλουν και στο γυμνάσιο, στο Βόλο. Είχαμε κει μια θειά του πατέρα μας, θρήσκα και πλούσια, πλούσια και θρήσκα – αυτή μ’ είχε πάρει. Ήθελε, έλεγε, να με κάνει διάκο – για να ξεπληρωθούν αμαρτίες – εγώ δεν είχα κάνει καμία – δεν ήξερα γιατί το ’λεγε. Με το θάνατο της μάνας, τέλος και το γυμνάσια και τέλος τα παπαδίστικα τα δικά της. Γύρισα και ’γω, να δούμε τι θ’ απογίνουμε. Το ραφτάδικο δεν έκανε τίποτα, χτήματα δεν είχαμε, έπρεπε πια βοηθήσω και ’γω για να ζήσουμε.
Στο σπίτι που γύρισα, τότε φάνηκε τι φτώχεια μας έδερνε. Η μάνα μας τα κατάφερνε και τη σκέπαζε. Είναι μια τέχνη κι αυτό, παλιά, και την ξέραν οι γυναίκες στην Ελλάδα, κάτι σαν ελευσίνια μυστήρια δικά τους, την μαθαίναν η μία στην άλλη, η μία από την άλλη. Στα δεκατρία της χρόνια η Αναστασία μας δε μπορούσε να την ξέρει ακόμα. Ερχόντανε βράδια και δεν είχε τίποτα να μας δώσει – κρυβόταν στ’ άλλο δωμάτιο κ’ έκλαιγε. Ο πατέρας μας πρέπει να ντρεπότανε πάρα πολύ – γι’ αυτό δεν ξέρω να βρέθηκε καμιά τέχνη ως τα τώρα – θέλω να πω για τους πατεράδες.
Σηκώθηκα τότε και πήγα πάλι στο Βόλο. Τη μέρα βολόδερνα, το βράδυ πήγαινα και κοιμόμουνα σε κείνη τη θειά μου. Έκανα κάθε λογής μικροπράματα που μου τύχαιναν, το περισσότερο χαμαλίκια, θελήματα, φορτώματα, ξεφορτώματα, δούλευα και σε γιαπιά, χωρίς πουθενά να βρω μια δουλειά να ριζώσω.
Άμα μάζευα καμιά δεκάρα, σηκωνόμουν και τους την πήγαινα στο χωριό. Φοβόμουνα πως πεινούσαν. Ο πατέρας τότε τ’ άρχισε κάθε φορά που μ’ έβλεπε σπίτι:
─ Λίγο ακόμα να μεγαλώσεις και φύγε. Να σωθείς εσύ. Θέλεις μας βοηθάς και μας, θέλεις μας αφήνεις – να φύγεις. Δεν είναι τόπος αυτός… Το ’λεγε και ξανάπεφτε σε κείνη τη σιωπή του, αδιάφορος για καθετί που γινότανε γύρω του. Ακόμα και για τη φτώχεια μας.
Η Αναστασία μεγάλωνε κ’ είχε απομείνει με τις δυο σφιχτοδεμένες της κοτσιδούλες μπροστά – δεν τις έκοβε. Μικρή, λιγνή, πολύ λιγνή – σαν να μην έπιανε κανέναν τόπο. Δεν παραπονιότανε ποτέ, δεν έκλαιγε πια – εγώ σκεφτόμουν, να την αυτή που την παραδέχτηκε φρόνιμα-φρόνιμα τη μοίρα της φτώχειας. Και σκεφτόμουν ακόμα πως είχε αρχίσει να τη μαθαίνει την τέχνη της μάνας της, ταχτική, σωστή σ’ όλα τα μικρά, τα πραχτικά, να τα συμμαζεύει, να τα βολεύει. Μόνο σαν άνοιγε εκείνα τα μάτια της – μεγαλύτερα μάτια δεν ξέρω να ’ναι στον κόσμο – φοβόμουνα λίγο – μου φαινόταν σαν αλλοπαρμένη.
Ύστερα, κάποτε, της τύχης ολότελα, βρήκα δουλειά στο ξυλάδικο. Πρέπει να σου πω γι’ αυτό να τα ξέρεις από την αρχή για το κεφάλαιο που θα γράψεις. Πάρ’ τα σαν εισαγωγή, να πούμε.
Το ξυλάδικο. Ήτανε μια μάντρα μεγάλη, γύρω-γύρω κλεισμένη με τοίχο. Στην άκρη της πόλης, πάνω στο δρόμο που περνούσε πρώτα το τρενάκι. Απ’ έξω, πάνω απ’ την πόρτα, είχε μια μεγάλη τσίγκινη ταμπέλα, με τα γράμματα ξεφτισμένα, Ξυλουργικόν εργοστάσιον. Καφάσια φκιάχναμε σ’ αυτό το Ξυλουργικόν εργοστάσιον, τα μικρά κασόνια για τις ντομάτες, τα σταφύλια, τα μήλα. Τέσσερις ήμασταν. Ο μάστορας, που τον λέγαμε Μάστορα, δυο μαραγκοί, τέταρτος εγώ. Εγώ δούλευα μια παλιά πριονοκορδέλα που βρισκόταν εκεί, την είχαν αφήσει και σκούριαζε – παλιά μα καλή, εγώ την έκανα μια χαρά. Κι έμαθα γρήγορα και την τέχνη. Αυτός ο Μάστορας ήταν που με λυπήθηκε και με περιμάζεψε, αυτός μου την έμαθε και την τέχνη.
Μαζί μ’ αυτά τα καφάσια, κάπου-κάπου κάναμε και τίποτ’ άλλες δουλειές της ξυλουργικής – μεγαλύτερα κασόνια, κιβώτια, τίποτε τάβλες, πατάρια, ό,τι μας τύχαινε. Μέχρι και κιβούρια φκιάξαμε μια φορά. Ένα Γραφείον κηδειών δεν πρόφταινε να τα ’χει στην ώρα τους από τον ταχτικό του το μαραγκό, παρακάλεσε τ’ αφεντικό το δικό μας να τους τα φκιάξουμε εμείς μάνι-μάνι, να θάψουν τον κόσμο, πέντε κιβούρια που χρειαζόντανε μονοκοπανιάς. Ο Μάστοράς μας ήξερε απ’ όλα, ήταν μεγάλος τεχνίτης.
─Να τα κάμομεν, του λέει τ’ αφεντικού, να μην μείνουν άθαπτοι οι καημένοι όπως ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
Τα κάναμε, λοιπόν, τα κιβούρια τους κι ήταν κι ωραία. Ήρθε ο πεθαμενατζής, δεν το πολυπίστευε πως θα τα ’βρισκε έτοιμα, τα είδε, τα καταχάρηκε.
─ Όταν αποθάνετε, να μας προτιμήσετε, του λέει κι ο Μάστορας και γελάσαμε.
Γελούσαμε από καμιά φορά με τίποτα τέτοια. Και παραπέρα από μας, έξω απ’ τη μάντρα, τι γινόταν δεν ήξερα, δεν έβλεπα πέρα απ’ τη μάντρα.
Πάμε παρακάτω ωστόσο, να τελειώνουμε μ’ αυτά. Τότε με πήρανε στρατιώτη. Εμείς, με το Σταύρο μαζί, τη βγάλαμε καθαρή – στη Λάρισα μας είχαν, εκεί γίναμε και τόσο φίλοι που γίναμε. Στο σπίτι πεινούσανε βέβαια – μήτε ξέρω πώς ζούσαν αυτόν τον καιρό. Απολυθήκαμε κάποτε – τέλος και μ’ αυτό. Ο Σταύρος, όπως τα κανόνιζε όλα σωστά, τα ’χε κιόλας τα χαρτιά του, ήρθε εδώ. Εμένα, πρώτος μου δρόμος για το ξυλάδικο – με τα φανταρίστικα ακόμα. Για κείνο το μεροκάματο. Και που δεν το περίμενα, με ξαναπήρανε στην παλιά τη δουλειά μου. Μεγάλο πράμα να το ’χω πάλι το μεροκάματο. Ανάσανα, ξεθάρρεψα – πήγα πια και στο σπίτι, τους τα ’πα να γλυκαθούνε λίγο και κείνοι – και δρόμο πίσω για το ξυλάδικο. Με τα φανταρίστικα πάντα – δεν είχα ν’ αλλάξω.
Ξαναγύρισα, λοιπόν, στο ξυλάδικο. Κοιτάζω, τώρα το βλέπω, αλλαγές μεγάλες είχανε γίνει τον καιρό που βρισκόμουνα εγώ στο στρατό. Βρίσκω μια καινούργια ταμπέλα – Ξυλεία Σουηδίας. Τ’ αφεντικό μας δεν είχε ιδέα από ξύλα, από τίποτα δεν είχε ιδέα αυτό το γομάρι – κληρονομιά την πήρε την μάντρα. Μου φάνηκε παράξενο να το ’χει γυρίσει τώρα στα εμπόρια. Άνοιξαν μια δεύτερη πόρτα στον πίσω τον τοίχο, εκεί τη βάλανε την ταμπέλα με το Ξυλουργικόν εργοστάσιον. Ξεχώρισαν αυτό το πίσω μέρος της μάντρας, πήγαν οι δυο μαραγκοί, πήρανε τα σύνεργά τους και παιδευόντανε πάντα με τα καφάσια τους. Στο μπροστινό της το μέρος, είχαν αγοράσει καινούργια ξυλεία, κάπου δέκα κυβικά, μαδέρια, δοκάρια, σανίδια διάφορα και την είχαν ακουμπισμένη στον τοίχο από δω κι από κει καθώς έμπαινες. Είχαν κι άλλη πιο πίσω στο υπόστεγο. Τ’ αφεντικό μας έφερε δυο δικούς του – ο ένας, είπαν, ήταν παιδί της αδερφής του, Θανάση τον έλεγαν, ένας κιτρινιάρης και τα μάτια του ήταν άσπρα, δεν ήξερες πού κοιτούνε, αν κοιτούνε. Τον παρομοιάζω λίγο μ’ αυτόν τον μαντράχαλο εδώ στο ΑΟΥΤΕΛ – τέτοιος Χάρος ήταν κι αυτός. Συγγενής τους ήταν κι ο άλλος, ανιψιός τους, δεν ξέρω τι διάβολος. Τους βρήκα εκεί και μεγάλες κουβέντες δεν είχαμε.
─ Και λοιπόν, μου λέει ο Μάστορας, ξαναπηαίνεις και συ, γιαβρούμ, στην κορδέλαν σου.
─ Και βέβαια, του λέω και παραλίγο να του πάρω το χέρι να το φιλήσω. Ήξερα πως σ’ αυτόν το χρωστούσα που με ξανάπαιρναν. Να τη σηκώσουμε την κορδέλα, να τη στήσουμε πίσω στο μαραγκούδικο, του λέω.
─ Όχι, λέει, δεν έχεις εσύ δουλείαν με το μαραγκούδικον. Εδώ θα μείνεις με μένα.
─ Όπως θέλεις, λέω.
─ Όχι, λέει πάλι, πρέπει να το θέλεις και συ.
─ Θέλω, του λέω κι ας μην ήξερα τι μου λέει – το μεροκάματο να μη χάσω.
Έτσι ξανάρχισα τη δουλειά μου. Σ’ αυτά τα χρόνια που πέρασαν, τα πράματα αρχίσανε, λέει, και κάπως στρώνανε στην Ελλάδα – ξεφύτρωσε κόσμος που πιάστηκε από λεφτά. Στα χωριά ξαναφκιάχναν τα χαλασμένα, γκρεμισμένα σπίτια, μέσα το Βόλο γκρεμίζανε τα παλιά και χτίζαν καινούρια. Τ’ αφεντικό μας άρχισε τότε κι αγόραζε τη μεταχειρισμένη ξυλεία, τα υλικά από τα σπίτια που γκρέμιζαν. Νοίκιασε κάπου ένα γιαπί, τα πετούσε μέσα, έβαλε και κάτι γύφτους και τα πουλούσαν – κεραμίδια, κουφώματα, τούβλα, πλακάκια, σιδερικά. Την ξυλεία την κουβαλούσαν εδώ – γέμισε ο τόπος σωρούς ίσαμε πάνω, δοκάρια, μαδέρια από στέγες, κάθε λογής μεταχειρισμένη ξυλεία. Τα δυο τ’ ανίψια του αφεντικού, την παίρναν, ξεχωρίζανε κάπως τα ξύλα, τα πλέναν από σοβάδες κι ασβέστες, τους βγάζανε τα καρφιά, πριονίζανε τις χαλασμένες άκρες, τα σουλουπώνανε λίγο. Η δουλειά τους αυτουνών ήταν αυτή.
Ερχόταν τότες ο Μάστορας. Τα κοιτούσε, όπως τα ’χανε στοιβαγμένα, ξεχώριζε τα γερότερα, τα καλύτερα, και τα σημάδευε πάνω με το πλακέ το μολύβι του, πού να κοπούν, να πριονιστούν. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήξερε μόνο τη μαραγκούδικη τέχνη, ήξερε το ξύλο, όπως δεν πιστεύω να γεννήθηκε άνθρωπος να το ξέρει. Το κοίταζε και το μισοκοιμισμένο του μάτι ζωντάνευε, το πασπάτευε, το ’ξυνε με το νύχι, το μύριζε, κοίταζε τα νερά του πώς πάνε, μετρούσε τους ρόζους – κανένα ξύλο δεν είχε μυστικά γι’ αυτόν. Αυτός τη σοφίστηκε τη δουλειά και για να βάλουν μπροστά με περιμέναν και μένα. Επειδής ήμουνα τόσο φτωχός – ίσον έμπιστος.
Τα ξύλα που ξεχώριζαν, σημαδεμένα απ’ το Μάστορα, μου τα περνούσαν εμένα. Πατάω το κουμπί, βάζω μπροστά την κορδέλα μου. Νιώθω πάνω μου το μάτι του Μάστορα προσεχτικό – είναι για τα ξύλα. Κι είναι και ζεστό – το νιώθω για μένα. Κάποτε με δασκαλεύει, μου δείχνει τους ρόζους, τα νερά πώς πάνε.
─ Πάρε το απ’ την άλλη. Έτσι γιαβρούμ… Καλός είσαι συ.
Πριονισμένα στην κορδέλα μου, τα παλιά ξύλα βγαίναν καινούρια. Από μεγάλα δοκάρια, τραβέρσες, ντουγραμάδες των οχτώ, που τα ’λεγε ο Μάστορας, φκιάχναμε χοντρά σανίδια, κόβαμε τα σανίδια φτενότερα, τ’ ακόμα φτενότερα τα πριονίζαμε για πήχες και για αρμοκάλυπτρα – τσατμάδες τώρα δεν γίνονται πια, φκιάχναμε ωστόσο πηχάκια. Τα ρέστα τα παίρναν οι μαραγκοί για καφάσια. Μέχρι και κοντραπλακέδες ακόμα πριονίσαμε κομμάτια μικρότερα. Και ξύλα για παρκέτο που μας τύχανε μερικές φορές – κι αυτά τα βολέψαμε. Καθώς βγαίναν από την κορδέλα μου, παίρναμε ύστερα τα καλύτερα και τ’ ανακατεύαμε με την καινούργια ξυλεία να πουληθούν κι αυτά για καινούρια – όποιον πάρει ο Χάρος. Τ’ άλλα, που φώναζαν από μακριά πως δεν είναι καινούργια, τα στήναμε όρθια δίπλα στην καινούργια ξυλεία.
Κανένας εργολάβος της προκοπής δεν μπορούσε βέβαια να γελαστεί μ’ αυτήν την καινούργια ξυλεία – ούτε μάστορας. Τ’ αφεντικό μας γυρνούσε όλη μέρα στα περίχωρα και μέσα στο Βόλο, τους έβρισκε, κεράσματα, τραπεζώματα – τα κάναν πλακάκια, να την πασάρουν όπου μπορούσαν – τα μισά καινούργια, τα μισά παλιά – και μοιραζόνταν το κέρδος. Πιάστηκε από λεφτά, όπως φάνηκε αργότερα. Του ’παμε να μας πάρει ένα τόρνο – γέλασε:
─ Βρε Μιχάλη μου, του λέει του Μάστορα, εργοστασιάρχη θέλεις να με κάνεις εμένα; Δε μου πάει, μωρέ παιδί μου – κοίταξέ με λίγο.
Γι’ άλλο σκοπό τα μάζευε αυτός τα κλεψιμαίικα τα λεφτά του. Είχε αρχίσει κι αγόραζε χέρσους τόπους, κάτω από τη Ζαγορά, ανάμεσα σε Χορευτό και Πουρί, να τα πουλήσει για οικόπεδα αργότερα – να την αρπάξεις δηλαδή την καλή – μία κι έξω, μωρέ Μιχάλη, τι τόρνους και φτωχοπράματα μου λες εμένα. Ιδέαν δεν έχεις από ρωμαίικο. Να τα κατάφερνε μια φορά και θα μας έπαιρνε, λέει, και μας, έτσι όπως ήμασταν – όλοι τίμια πράματα.
Δεν είχαμε ωστόσο κανένα παράπονο. Ένα πεντακοσιάρικο έπαιρνε ο Μάστορας, διακόσια τη μέρα μου δίναν και μένα. Με τ’ ανίψια δεν ξέρω πώς τα κανόνιζαν.
Διακόσια τη μέρα… Το ’ξερα βέβαια πως μέσα σ’ αυτά δεν ήταν μονάχα ο κόπος μου πληρωμένος, ήταν αγορασμένη κι η σιωπή μου. Δεν ήμασταν πια το φτωχό μαραγκούδικο με τα καφάσια και κάποτε τα κιβούρια μας – μια μικρή συμμορία κανονικοί λωποδύτες είχαμε γίνει. Ντρεπόμουνα καμιά φορά που σκεφτόμουν – έτσι την άρχισα εγώ τη ζωή μου, έτσι την πήγαινα. Ποια ζωή μου; - ξανασκεφτόμουν ύστερα. Εκείνα τα διακόσια τη μέρα ήταν εμένα η ζωή μου. Κι ήταν και των άλλων των δυο στο χωριό. Όπως και να το πεις, βολικά μας έρχεται κάποτε να τους έχουμε: Δικαιολογία ή πρόφαση.
Για να κάνω οικονομία, κοιμόμουν στο ξυλάδικο. Έφκιασα μόνος μου, ο Μάστορας με βοήθησε, ένα κάτι σαν πάτερο, κάτω απ’ το υπόστεγο. Έβαλα κει το κρεβάτι, το στρώμα μου, ένα πράμα σαν τραπέζι που στήσαμε. Τ’ αφεντικό καταχάρηκε που θα κοιμόμουνα μέσα – μην τυχόν και τον κλέψουν – τα πολύτιμα ξύλα του. Ύστερα κρεμάσαμε απ’ το ταβάνι, πάνω απ’ το στρώμα μου, ένα γλόμπο ηλεκτρικό κι είχα και το διακόπτη δίπλα μου. Είχα δηλαδή το κονάκι μου. Έφυγα από τη θειά μου. Από τη γυναίκα αυτή κακό δεν είδα ποτέ – και τη μισούσα πάντα, με κείνο το τυφλό κι ανειρήνευτο μίσος των παιδιών – δεν καταλάβαινα τότε γιατί – τώρα μου φαίνεται πως το ξέρω.
Κι ήταν ο κι ο Μάστορας.
Το μεσημέρι δεν πήγαινα σε μαγέρικο. Τη Δευτέρα το φαΐ της Αναστασίας, τις άλλες μέρες αγόραζα τίποτα και το ’τρωγα εκεί στην κορδέλα μου. Το βράδυ που σκολνούσαμε πηγαίναμε μαζί με το Μάστορα – εγώ κι αυτός σ’ ένα μαγέρικο στα ψαράδικα. Αυτός είχε οικογένεια μέσα στο Βόλο, γυναίκα, μια κόρη, δυο γιους – το βράδυ το ’θελε στο μαγέρικο. Τον ξέραν όλοι –Καλησπέρα Μάστορα – μα στο τραπέζι του δεν ήθελε άλλον, μονάχα εμένα. Εγώ έτρωγα ένα πιάτο φαΐ με πολύ ψωμί. Αυτός ήθελε και τέσσερα πιάτα και πέντε – πήγαινε στην κουζίνα, τα κανόνιζε με το μάγειρα – και λίγο από τούτο και λίγο από κείνο, γιόμιζε το τραπέζι. Καλοκαθότανε στην καρέκλα του, ξεκουμπωνόταν, άρχιζε το φαγοπότι του. Χωρίς βιασύνη, να τη χαίρεται κάθε μπουκιά, κάθε γουλιά, χωρίς λαιμαργία, με το τέμπο μιας μικρής τελετής, χωρίς πολλές κουβέντες ακόμα. Εγώ δεν έπινα – και δεν ήθελα και δε μ’ άφηνε κι αυτός. Από το φαΐ του, μου ’λεγε να τσιμπήσω λίγο – δεν ήθελα. Στην αρχή με βίαζε, είδε που κατέβασα τα μούτρα, το κατάλαβε πώς έτσι πρέπει να γίνεται, για να ’μαστε κι οι δυο καλά – κι ήμασταν πολύ καλά.
Ήταν ένας άνθρωπος μεγάλος, πολύς στο κορμί, με βαριά κοιλιά σα δεσπότης μπροστά και φαλακρό, ολότελα γυμνό το κεφάλι του, το ξύριζε κιόλας. Σα να τον έβγαλαν ολοσούμπιτον από τα παραμύθια της Χαλιμάς – τέτοιος ήταν, σαν τα τζίνια.
Όταν έτρωγε κάμποσο, άρχιζε πια να μιλάει. Κάθε του λόγο τον έκλεινε με μια μικρήν ιστορία, πότε την έλεγε για δική του, πότε την ήξερε απ’ το φιλόσοφο το Συντίπα, τους εφτά βεζίρηδες, το Σεβάχ το θαλασσινό, τους μεγάλους εμίρηδες – τους έμαθα όλους κ’ εγώ και τους ξέρω.
Ήταν πρόσφυγας Μικρασιάτης – όχι απ’ τους παλιούς, από τους καινούργιους της Κωνσταντινούπολης – χρόνια πολλά μαραγκός εκεί φημισμένος, μέχρι και τα σεράγια. Κι ήταν άγιος. Άγιος άνθρωπος ήταν αυτός. Τον κοιτούσα και δε μπορούσα τότε να καταλάβω πως έγινε και ξέπεσε αυτός σ’ αυτό το ξυλάδικο να φκιάχνει καφάσια – πώς γίνεται και τη σοφίστηκε αυτός τέτοια δουλειά να ληστεύουμε τον κόσμο με την ξυλεία. Και σκεφτόμουν, άρχισα από τότε και το σκεφτόμουνα, γι’ αυτή τη δύναμη που τώρα την ξέρω – πως τον δουλεύει τον άνθρωπο, τον τρώει στο τέλος. Είχε προσπαθήσει, λέει, κατεβαίνοντας στην Ελλάδα, με κάτι λεφτά που ’χε φέρει, να το στήσει ένα δικό του ξυλάδικο, μαραγκούδικο. Τον κλέψανε, τον γελάσαν, θύμωσε, πικράθηκε, τα παράτησε όλα.
─ Στο ρωμαίικο δεν γίνεται τίποτα. Να κλέψουν μόνον. Και να κλέψομεν όμως και εμείς.
Σταματούσε μια στιγμή, έγερνε το κεφάλι του στο πλάι και με κοιτούσε.
─ Αχ, γιαβρούμ, έλεγε, βάι-βάι εμένα… Έινες και συ πακαπόντης. Εγώ σ’ εποίκα. Το ’χω βάρος στην ψυχή μου… Να φύεις από τούτον τον τόπον…
Όταν το ’λεγε κι αυτό, ήταν ώρα να φύγουμε. Εγώ πλήρωνα το φαγάκι μου, αυτός τα ’γραφε στο λογαριασμό του και τα πλήρωνε κάθε Σάββατο. Όλα τ’ άλλα λεφτά του τα ’δινε στο σπίτι – δεν κάπνιζε, το μεσημέρι δεν έτρωγε, δεν χρειαζόντανε τίποτα – μονάχα αυτή τη βραδινή του αρχοντιά στο μαγέρικο.
Στεκόμουνα λίγο και τον κοιτούσα, καθώς έπαιρνε τον κατήφορο χωρίς να τρικλίζει, σαν ένα βαρέλι που το κυλούνε. Το Σάββατο που πήγαινα εγώ στο χωριό, καθότανε σπίτι και κείνος. Την Κυριακή το πρωί, καθαρός-καθαρός και ξεμέθυστος σηκωνότανε και πήγαινε πάντα στην Πορταριά.
—Είναι ένας παπάς από τους παλαιικούς εκεί, ξέρει τα βυζαντινά, πηγαίνω και ψάλλομεν. Όντεν αποθάνει κι αυτός, δεν θα πάω άλλο. Θα μεθάω και την Κυριακή.
Η δουλειά στο ξυλάδικο ήταν η τέλεια αταξία. Δεν είχε ώρες κανονικές να δουλέψουμε, να ξέρεις τι έχεις να κάνεις, υπερωρίες, παύση το μεσημέρι, συνδικάτο, κρατήσεις – τίποτα απ’ αυτά. Καθώς ερχόνταν τα φορτηγά και φέρνανε την ξυλεία, τα δυο τ’ ανιψίδια – αυτά μπορούσανε να κάνουνε τη δουλειά τους. Εγώ δε μπορούσα να κάνω τίποτα, έπρεπε να περιμένω το Μάστορα. Ερχότανε κάποτε το πρωί, τα χαράματα, ερχότανε κάποτε και στις δέκα, κάποτε αργότερα ακόμα, το μεσημέρι. Και γινόταν κάποτε και τ’ αφεντικό μας έφτανε λαχανιασμένο τ’ απόγεμα, να μας πει πως ένας εργολάβος δικός του, έτσι κι έτσι τα κανονίσανε και θα ’ρχότανε το πρωί και του χρειαζόταν τούτο και κείνο και τόσο να ’ναι καινούργια ξυλεία και τόσο παλιά. Και τότες έπρεπε να δουλέψουμε μαζί με το Μάστορα ως αργά το βράδυ – και δεν μπορούσα να ’χω παράπονο, αφού τις άλλες ώρες καθόμουνα.
Τα ίδια γινόντανε με την πληρωμή. Τ’ αφεντικό μας δεν είχε καθόλου βιβλία – μια φορά κάθε εξάμηνο ερχόταν ένας λογιστής και του τα ’φκιαχνε για την εφορία – όλα ψεύτικα. Μια φορά το χρόνο του ’φκιαχνε και τη δήλωση για τους φόρους – πάλι ψεύτικη. Δυο-τρεις μήνες ύστερα βρισκότανε σε λαχάνιασμα ατελείωτο με πιστοποιητικά κι αποδείξεις και δικηγόρους για την ψεύτικη δήλωση.
— Μπρε μπεζεβέγκη, του λέει ο Μάστορας μια φορά – έτσι του μίλαγε. Περισσότερον τυραννίζεσαι και ξοδεύεις και περισσότερα παρά να επλήρωνες όπως πρέπει τους φόρους.
— Ε ρε κούνια που σε κούναγε, κακομοίρη Μιχάλη μου… Γι’ αυτό τα πρόκοψες έτσι. Να πληρώνουμε τα κανονικά μας, να γίνει κράτος δηλαδή το ρωμαίικο. Και δεν πάμε να πνιγούμε καλύτερα;
Εμείς το προσωπικό, να πούμε, αποδείξεις δεν υπογράφαμε. Ερχόταν αυτός – με κείνη τη λερή του ρεπούμπλικα πίσω ριγμένη, ιδρωμένος πάντα, λαχανιασμένος, έβαζε το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού, έβγαζε ένα μάτσο στραπατσαρισμένα λεφτά: —Πόσα σου χρωστάω; —Τόσα. Σάλιωνε τα δάχτυλά του, ίσιωνε λίγο τα λεφτά στην παλάμη του, τα ’δινε. Μια φορά – λογάριασα – έγινε λάθος, μου ’δωσε μια βδομάδα λιγότερα. Κάηκα και δεν είπα τίποτα – πού να τον βρεις να το πεις; Και ξανάγινε κάποτε λάθος – πήρα περισσότερα. Σκέφτηκα, ξανασκέφτηκα – και δεν είπα τίποτα πάλι. Μαθαίνεις έτσι – και γράψε το, αν θέλεις κι αυτό στις σφραγίδες – το πώς δηλαδή μαθαίνουμε ένας με τον άλλο το κλέψιμο.
Θα σου πω, λοιπόν, πως εκεί, σ’ αυτό το ξυλάδικο, την αγάπησα την τάξη, τη νόρμα που δεν την ήξερα ακόμα. Είναι βέβαια που δεν έχω πολύ μυαλό και γι’ αυτό τα θέλω κανονισμένα τα πράματα, να τα ’χουν οι άλλοι κανονισμένα. Δε μου πήγαινε αυτό το ξυλάδικο με την αταξία, την αναρχία, το κλεψιμαίικο, το ρωμαίικο. Τώρα που ’ρθα δω και τα ’δα λίγο πώς είναι τα πράματα, ακούω και κάτι, τα συλλογίζομαι και μονάχος μου – λέω καμιά φορά με το μικρό το μυαλό μου πως οι Ρωμιοί μας το θέλουν όλοι τους το άρτζι μπούρτζι, που ’χουμε κει. Όλοι τους νομίζουν τον εαυτό τους εξυπνότερο από τους άλλους – ο καθένας τους πιστεύει πως θα ’ναι αυτός που θα βγει κερδισμένος. Και στο τέλος, λέω, βγαίνουμε όλοι ζημιωμένοι.
Απ’ τους ζημιωμένους ήμουνα και ’γω: στενοχωριόμουνα πολύ σ’ αυτό το ξυλάδικο. Να το διορθώσω – δεν ήταν δικό μου. Τ’ αφεντικό μας δεν ήθελε, ο Μάστορας τα βαριόταν όλα, σχολίαζε μόνο. Άλλη ζωή – πού να τη βρω; Ήθελα να φύγω, να ξεφύγω μονάχα, όπου και να ’ναι. Έτσι λέω, γίνεται το σκόρπισμά μας, αυτός ο ξεριζωμός ο δικός μας. Δεν θέλουμε κάπου να πάμε. Θέλουμε να φύγουμε μόνο.
Ένας δρόμος για τα Παλ...
Στη Λιάνα Αγκρή, στον Σταμάτη Παντίδη, στον Νίκο Κολοβό. Εκεί
Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να γνωρίσεις μια πόλη απ’ αυτόν που συμβουλεύει ο Ζακ Λακαριέρ στο κατ’ εξοχήν βιβλίο της περιπλάνησης, τη Μαρία Αιγυπτία: «…ακολουθήστε τον πρώτο σκύλο που θα συναντήσετε». Όσο κι αν ένα τέτοιο δρομολόγιο ακούγεται παράξενο, μονάχα μ’ αυτόν τον τρόπο υπάρχει πιθανότητα να βρεθείς στα μέρη όπου χτυπάει η αληθινή καρδιά της πόλης, μονάχα έτσι θα καταφέρεις να περπατήσεις τα σημεία εκείνα όπου το παρελθόν της, εξαγνισμένο ή αμαρτωλό, σμίγει μυστικά με το ανέμελο παρόν και μόνο αν ακολουθήσεις τη συμβουλή αυτού του ταξιδευτή, που γνώρισε όσο κανείς άλλος τι θα πει «Ελληνικό Καλοκαίρι», θα μπορέσεις ίσως να δοκιμάσεις κάτι από τα ρίγη και τους καημούς που διατρέχουν τους κρυφούς ιστούς της.
Απαραίτητη προϋπόθεση αυτής της τολμηρής οδοιπορίας είναι να ανακαλύψεις τα περάσματα που οδηγούν στην πόλη, δηλαδή τους δρόμους που σπάνε το τσόφλι της και την ενώνουν με τον υπόλοιπο κόσμο. Όχι βέβαια πως οι εσωτερικές οδοί δεν συμβάλλουν στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία της· οι δρόμοι – είσοδοι ωστόσο είναι εκείνοι που κρίνουν κάθε πόλη: Αυτοί φανερώνουν τη διάθεση του πληθυσμού της για «καλημέρα» με τους γείτονες και αυτοί είναι που μαρτυρούν τον δείκτη ελευθερίας των κατοίκων, μια και ταυτόχρονα (πρέπει να) λειτουργούν ως δρόμοι – έξοδοι ή ακόμη και – ευτυχώς; δυστυχώς; - σαν πειρασμοί για αποκοπή του ομφάλιου λώρου από τον γενέθλιο τόπο.
Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας πόλης είναι το πολεοδομικό συγκρότημα του Βόλου, με τους τρεις δήμους (Ιωλκού, Νέας Ιωνίας, Βόλου) να απαρτίζουν τη συνολική ανθρωπογεωγραφία του, αλλά και να διαθέτουν εκείνες τις οδικές αρτηρίες που επιτρέπουν την είσοδο και την έξοδο – αναλόγως πώς θα το δει ή θα πράξει κανείς. Στριμωγμένος ανάμεσα σε βουνό και σε θάλασσα ο Βόλος – η πρωτεύουσα ενός νομού, που άλλοι τον παρομοιάζουν με δαγκάνα σκορπιού και άλλοι με μισάνοιχτη αγκαλιά – φαίνεται να βρίσκεται στο σημείο τομής ενός νοερού ελλαδικού στρατού. Τύχη και συνάμα ατυχία για τους κατοίκους του: Να ξέρουν ότι ισορροπούν ανάμεσα στη μητρόπολη του Νότου (Αθήνα) και στην πρωτεύουσα των Βαλκανίων (Θεσσαλονίκη), να αισθάνονται στο κέντρο μιας ευθείας που ενώνει το Ιόνιο με τα παράλια της Μικρασίας, μα ταυτόχρονα να έχουν πληρώσει αυτήν τη συμμετρία πότε με την ιστορική αδικία (αποκλεισμός για ελάχιστα χιλιόμετρα από το πρώτο ελληνικό κράτος, σύμφωνα με τη χάραξη της συνοριακής γραμμής Παγασητικού – Αμβρακικού το 1832) και πότε με το να χαρακτηρίζονται «νότιοι» για τους Βορειοελλαδίτες και αντίστοιχα «βόρειοι» σύμφωνα με την κρίση των «νοτίων».
Ο πρώτος απ’ αυτούς τους δρόμους, που συνδέουν την πόλη του Βόλου με την υπόλοιπη χώρα, ξεκινάει από το ύψος των Μικροθηβών, εκεί όπου η Εθνική οδός συναντά τον επαρχιακό δρόμο που έρχεται από τα Φάρσαλα και την υπόλοιπη ενδοχώρα της Θεσσαλίας. Εδώ μπορούμε να φανταστούμε – με το δικαίωμα που μας παρέχει γενναιόδωρα η λογοτεχνία – ένα τζιπ 4 x 4 να ελαττώνει ταχύτητα, να ανάβει φλας και να στρίβει δεξιά. Είναι άνοιξη, είναι Παρασκευή. Ο άντρας κοντεύει τα πενήντα, στέλεχος σε πολυεθνική εταιρεία, Βολιώτης της διασποράς. Η κοπέλα δίπλα του, τελειόφοιτος της Ιατρικής, κάνει αυτό το ταξίδι για πρώτη φορά. Με την άκρη του ματιού την παρατηρεί πόσο έχει εντυπωσιαστεί από τις εκτάσεις με τα αμπέλια και τα άλλα περιβόλια. Την ώρα που διασχίζουν τη Νέα Αγχίαλο, της δείχνει τον αρχαιολογικό χώρο και της εξηγεί την προέλευση των κατοίκων από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Στην τελευταία στροφή περιμένει την έκπληξή της. Δεν πέφτει έξω. Μόλις αντικρίζουν από ψηλά τον Βόλο, η κοπέλα αφήνει ένα επιφώνημα θαυμασμού. Και όχι άδικα. Ακριβώς απέναντί τους τα χωριά του Πηλίου μοιάζουν έτοιμα να κατρακυλήσουν στην πλαγιά, ενώ στους πρόποδες του βουνού η πολιτεία ανάβει σιγά σιγά τα πρώτα φώτα και δυο-τρία καράβια, που μανουβράρουν μες στο λιμάνι, συμπληρώνουν ιδανικά την όμορφη εικόνα.
Τελειώνοντας η κατηφόρα, στρίβουν προς τις «Αλυκές». Με φωνή που την υγραίνει η νοσταλγία αρχίζει να της μιλάει για τα παιδικά του χρόνια: εδώ ερχόταν τα καλοκαίρια για μπάνιο, τις περισσότερες φορές με τη βενζινάκατο, και εδώ, στην πλαζ ή στου «Μπακονικόλα», νοικιάζανε με την παρέα του κανό ή θαλάσσια ποδήλατα για ν’ ανοιχτούν στα βαθιά. Ξαναβγαίνουν στον κεντρικό δρόμο. Τώρα περνούν από τα «δόντια», τα υπολείμματα του ρωμαϊκού υδραγωγείου, και βρίσκονται έξω από το αρχαίο θέατρο της Δημητριάδος. Αφού κάνει λόγο για τον Δημήτριο Πολιορκητή, τις γραπτές επιτύμβιες στήλες, αυτά τα θαυμάσια δείγματα της ελληνιστικής ζωγραφικής, της αναφέρει στη συνέχεια με λεπτομέρειες την πρώτη παράσταση που παρακολούθησε σ’ αυτό το θέατρο: «Πέρσες» από το «ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ», καλοκαίρι του 1966.
Μετά στρίβει ξανά, θέλει η φίλη του να αντικρίσει την πόλη από τα «Πευκάκια». Πράγματι, το μέρος αλλά και η θέα είναι καταπληκτικά, συμφωνεί μαζί του, αν και σκόπιμα δεν της λέει ότι εδώ έφερνε έφηβος τις ερωμένες του, όταν αγόρασε το πρώτο μηχανάκι και περνούσε για γόης στις παρέες της «Μινέρβας» και του «Καφέ Σαντάν».
Σε λίγο περνούν μέσα από τις Νέες Παγασές, φτάνουν στη γέφυρα της Μπουρμπουλήθρας. Της δείχνει τη λασπωμένη θάλασσα και θυμάται τα πρωινά που τον έπαιρνε ο πατέρας του και έρχονταν να βγάλουν σκουλήκι, το «μαμούνι», για να δολώνουν τα αγκίστρια τους στο ψάρεμα. Στα δεξιά βλέπουν κάποιο μεγάλο πάρκο και ένα εκθεσιακό κέντρο. Αφήνει ένα μικρό γελάκι και η κοπέλα ζητάει να μάθει τον λόγο. Της μιλάει για τις «αλατιέρες», τις μεγάλες αλάνες δίπλα από τα παλιά σφαγεία, όπου κατέφταναν με τα ποδήλατα σχεδόν κάθε απόγευμα στα χρόνια του Γυμνασίου και έπαιζαν ποδόσφαιρο, βάζοντας στοίχημα – τι άλλο; - λεμονάδες ΕΨΑ και κάπου-κάπου κανένα πακέτο «ΡΟΔΟΣ» Ματσάγγου.
Τώρα πια μπαίνουν στην πόλη. Στο αναπαλαιωμένο βιομηχανικό συγκρότημα του Παπαρήγα φαρδιά-πλατιά η επιγραφή: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. Εδώ στεγάζονται οι πολυτεχνειακές σχολές, απ’ όπου θα αποφοιτήσουν οι αυριανοί χωροτάκτες και οι αρχιτέκτονες. Μετά από λίγο βρίσκονται στα «Παλιά», την πιο όμορφη και γοητευτική συνοικία. Σ’ αυτήν την περιοχή υπήρχαν το Φρούριο, το τούρκικο τζαμί και η αγορά της παλιάς πόλης, ενώ πολλοί αρχαιολόγοι τοποθετούν εδώ και την Ιωλκό. Τα «Παλιά» είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι όλου του πολεοδομικού συγκροτήματος. Εδώ δεν υπάρχουν πολυκατοικίες και λειτουργούν ακόμη μαγαζιά μιας άλλης εποχής: «Χαλκουργεία», «Εδώδιμα-Αποικιακά»… Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που αυτήν τη συνοικία διάλεξε και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος για να γυρίσει κάποιες σκηνές από τον «Θίασο»! Τα τελευταία χρόνια πολλά παραδοσιακά κτήρια, ως και αποθήκες ακόμη, έχουν μετατραπεί σε κέντρα διασκέδασης, με τον κίνδυνο της υπερβολής και της κακογουστιάς να παραμονεύει πάντοτε.
Προτού εγκαταλείψουν τη συνοικία, κάνουν ακόμη μια βόλτα με το αυτοκίνητο στα στενά δρομάκια της. Ύστερα κατευθύνονται προς τη Γρηγόρη Λαμπράκη, τον δρόμο που θα τους οδηγήσει στο κέντρο της πόλης. Προσπερνούν τον παραδοσιακό σιδηροδρομικό σταθμό, έναν από τους πιο φινετσάτους όλους της χώρας, την ψαραγορά και το λιμάνι, εκεί όπου στη δεκαετία του ’80 λειτουργούσε η πορθμειακή γραμμή «Βόλος-Συρία», αφήνουν πίσω τους το δημοτικό θέατρο και το δημαρχείο, ένα παραδοσιακό κτήριο χτισμένο σύμφωνα με σχέδια του Δημήτρη Πικιώνη, και μπαίνουν στην Ιάσονος, εδώ όπου είναι μαζεμένα τα στέκια της νεολαίας. Θα παρκάρει κοντά στο «καραβάκι», την Αργώ, έτσι λένε οι ντόπιοι το γλυπτό ομοίωμά της, που βρίσκεται στην αρχή της παραλίας, μπροστά από τα νεοκλασικά ξενοδοχεία της «ΑΙΓΛΗΣ» και του «ΠΑΛΛΑΣ». Όσο κι αν έχει τη διάθεση να ξεναγήσει τη φίλη του στην πόλη και να της αποδείξει πως – τι κι αν ζει στην πρωτεύουσα! – η γενέτειρά του βρίσκεται πάντα μες στην καρδιά του, ένας κόμπος του σφίγγει το στομάχι. Στο μυαλό έχει συνεχώς τη μορφή του αγαπημένου του καθηγητή στην ΣΤ’ Γυμνασίου να απαγγέλλει: Η πόλις θα σε ακολουθεί… Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις.
Ο δεύτερος δρόμος έρχεται από τον κάμπο. Ο οδηγός είναι μοναχικός. Με μια γρήγορη Alfa Romeo 156 αφήνει πίσω του τον Ριζόμυλο, το Στεφανοβίκειο, το ξακουστό Βελεστίνο (Ρήγας Φεραίος, μάχες του 1897, κέντρο των πεδινών Βλάχων…). Είναι επίκουρος καθηγητής και κατεβαίνει στον Βόλο κάθε Πέμπτη από τη Θεσσαλονίκη, για να διδάξει στο τμήμα της «Ιστορίας Αρχαιολογίας». Του αρέσει η περιοχή, ιδίως το Πήλιο. Για τον λόγο αυτόν, τα πρώτα χρόνια του γάμου του, παρακινημένος από τους άλλους πανεπιστημιακούς συναδέρφους του, που είχαν εξοχικά σε διάφορα χωριά του Πηλίου, αγόρασε κι αυτός ένα παλιό αρχοντικό στον Άγιο Λαυρέντη. Εκεί συνήθιζε να περνάει τα καλοκαίρια του. Όλα αυτά βέβαια πριν από το διαζύγιο. Πατάει κι άλλο γκάζι. Λίγο προτού εμφανιστεί μπροστά του ο Παγασητικός, γυρίζει τα μάτια προς την περιοχή του Σέσκλου και του Διμηνίου. Οι πρώτοι νεολιθικοί οικισμοί στην Ελλάδα, οι έρευνες του Δ. Θεοχάρη, τα ευρήματα στο Μουσείο του Βόλου…
Αφήνοντας στα δεξιά τη Βιομηχανική Ζώνη, με φανερά τα σημάδια από το τελευταίο κύμα ανεργίας που έπληξε όλη την περιοχή, αναπτύσσει ταχύτητα στην ευθεία που οδηγεί στην πόλη. Έχει αργήσει και ξέρει καλά το πρόβλημα με το παρκάρισμα στο κέντρο. Οι εικόνες της εισόδου τού είναι γνωστές και από άλλες πόλεις, διάσπαρτα συνεργεία και αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, μάντρες με υλικά οικοδομών, κακόγουστα μπαρ και αταίριαστες χλιδάτες τράπεζες. Πάντως, ο δήμαρχος πρέπει επειγόντως να κάνει κάτι γι’ αυτήν την ασυδοσία στις φωτεινές ταμπέλες, για την αφισορρύπανση και τις ανεξέλεγκτες διαφημίσεις που δημιουργούν ένα αισθητικό αλαλούμ.
Η κίνηση πυκνώνει, το ένα φανάρι διαδέχεται το άλλο, στη διασταύρωση με την Αθηνών περιμένει αρκετά μέχρι να ανάψει πράσινο. Αυτό το σημείο, όπου τέσσερις δρόμοι ενώνονται πάνω στη γέφυρα του χειμάρρου Κραυσίνδωνα, ξέρει ότι οι παλιοί κάτοικοι το ονόμαζαν «Φόρος». Ρώτησε και έμαθε το γιατί. Παλιότερα, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, αυτό το μέρος και ένα άλλο από τη μεριά του Πηλίου ήταν οι μοναδικές είσοδοι της πόλης. Οι Τούρκοι θέλοντας να ελέγχουν την κίνηση, αλλά και να δασμολογούν τα κάθε λογής εμπορεύματα, είχαν στήσει φυλάκια και φορολογούσαν όσους μπαινόβγαιναν. Από εδώ λοιπόν προήλθε όχι μόνο η ονομασία «Φόρος», που οι εισπράκτορες των αστικών λεωφορείων την ανήγγελαν με δυνατή φωνή μέχρι πριν από μερικά χρόνια, αλλά και το παρατσούκλι τω Βολιωτών, «Αυστριακοί», μια και πολλοί κάτοικοι του κάμπου ή πηλιορείτες, προκειμένου να γλιτώσουν το φόρο, υποκρίνονταν ότι είχαν αυστριακή υπηκοότητα.
«Θρύλοι, παραδόσεις…» σκέφτεται χαμογελώντας και γκαζώνει το αυτοκίνητο. Βιάζεται, έχει αργήσει, γι’ αυτό δεν προσέχει τη μυρωδιά κατεργασμένου δέρματος, που έρχεται από την περιοχή κοντά στο ΚΤΕΛ, εκεί όπου ο Δημήτρης Χατζής τοποθετούσε τα «ταμπάκικα του Βόλου». Η ώρα είναι ήδη 7.20’ και σε δέκα λεπτά πρέπει να ξεκινήσει έναν καινούριο κύκλο παραδόσεων, με θέμα την ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς· στηριγμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Γιάννη Κορδάτου φυσικά.
Τρίτος δρόμος, μικρότερος και χωρίς την αίγλη των δύο προηγούμενων, φτάνει στην πόλη από το βορινό τμήμα του νομού. Είναι ο δρόμος που συνδέει την πρώτη λίμνη της Κάρλας και τα χωριά του βορείου Πηλίου – Κεραμίδι, Κανάλια, Κερασιά, Γλαφυρές – με την Νέα Ιωνία και τον Βόλο. Αυτήν τη διαδρομή την κάνουν καθημερινά πολλά αυτοκίνητα από τις «Σχολές Οδηγών», μια και την προτιμούν για το πρώτο, το παρθενικό δρομολόγιο των υποψήφιων αυτοκινητιστών.
Ο Θ. Λ. διαθέτει μια τέτοια Σχολή και, καθώς κατάγεται απ’ αυτά τα μέρη, δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να κάνει το σχετικό δρομολόγιο μέχρι το πατρικό χωριό του. Στο βολάν σήμερα κάθεται μια ασκούμενη δικηγόρος, που δείχνει ικανή να πάρει το δίπλωμα οδήγησης με την πρώτη προσπάθεια. Αυτός πότε γυρίζει το κεφάλι και θαυμάζει το όμορφο προφίλ της και πότε στρέφει τη ματιά στο ανοιξιάτικο τοπίο, με τη σκέψη του να ταξιδεύει συνήθως στα περασμένα και σε εποχές αλλοτινές.
Η πρώτη εικόνα που του έρχεται στο μυαλό είναι η φάλαγγα από δεκάδες αυτοκίνητα με αριθμούς της γειτονικής Λάρισας, όταν φυγαδεύονται από την Αστυνομία απ’ αυτόν τον δρόμο και όχι από τον κανονικό, για να αποφευχθούν τα επεισόδια ανάμεσα στους φιλάθλους. Αυτό γίνεται κάθε φορά που η ποδοσφαιρική ομάδα της Λάρισας παίζει με τον τοπικό «Ολυμπιακό» ή με την ομάδα της «Νίκης» και οι οπαδοί των δύο ομάδων συσπειρώνονται – μονάχα όμως σ’ αυτήν την περίσταση! – για να εκδικηθούν τους Λαρισαίους για κάποια παλαιότερη δική τους άσχημη συμπεριφορά. Κρατάει χρόνια αυτή η ανόητη κόντρα, αν και τα τελευταία χρόνια έχει ευτυχώς κοπιάσει κάπως η αντιπαράθεση των αιώνιων «αντίπαλων» πόλεων.
Περισσότερο όμως από καθετί άλλο ο Θ. Λ. θυμάται την Κάρλα. Όχι βέβαια όπως είναι τώρα, αποξηραμένη και καλλιεργημένη, αλλά γεμάτη νερό, μια λίμνη πανέμορφη. Από το 1963 που την αποστράγγισαν, ο τόπος έχασε το ήπιο κλίμα, ενώ στην ουσία δεν προέκυψε κανένα όφελος για τους παρακάρλιους πληθυσμούς. Όταν ήταν ακόμη παιδί, ο πατέρας του δούλευε στη λίμνη, απ’ αυτήν ζούσαν, και κάθε φθινόπωρο έφευγε μαζί με τους άλλους ψαράδες και πήγαινε να ζήσει για 4-5 μήνες στις καλύβες που έφτιαχναν στις μακρινές όχθες της λίμνης. Τα πρωινά έφτανε στο χωριό τους η μεγάλη βάρκα με τα ψάρια κι αμέσως οι χωρικοί –έμποροι τα φόρτωναν τα κοφίνια, για να τα κατεβάσουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στον Βόλο. Μια δυο φορές τον είχε πάρει μαζί του ένας μακρινός θείος και ακόμη τώρα ο Θ. Λ. θυμάται εκείνο το πρωινό που, καβάλα στο άλογο, πέρασαν το Κακόρεμα, έφτασαν στα Μελισσάτικα και μετά βρέθηκαν στα ψαράδικα, όπου πούλησαν τα νόστιμα «καρλιώτικα» στους Βολιώτες.
Από εκείνη τη διαδρομή τη μεγαλύτερη εντύπωση δεν του έκανε η θάλασσα ή τα ψηλά κτήρια της πόλης. Όχι, συνήθισε γρήγορα στην εικόνα τους, όπως πολύ γρήγορα έπαψε να τρομάζει με τον θόρυβο των λίγων, ακόμη τότε, αυτοκινήτων. Πιο πολύ του μικρού Θ. Λ. του άρεσε να κοιτάζει τα χαμόσπιτα της Νέας Ιωνίας, τα «προσφυγικά», και τις ασβεστωμένες αυλές, τις γεμάτες γλάστρες με πολύχρωμα λουλούδια. Γύριζε δεξιά κι αριστερά τα μάτια και έβλεπε μαυροντυμένες γριές να ξεπροβοδίζουν τα παιδιά τους για τη δουλειά, άντρες να πηδάνε όλο σβελτάδα στα ποδήλατα – δεκάδες, αμέτρητα ποδήλατα –, αλλά και γυναίκες που έσμιγαν στο πεζοδρόμιο και με σιγανή φωνή έλεγαν, έλεγαν… Ίσως τον καημό τους για τις χαμένες πατρίδες της Ιωνίας, του Πόντου, της Καππαδοκίας. Μια φορά θυμάται ότι με τον θείο του ακολούθησαν διαφορετικό δρομολόγιο και πήγαν πρώτα να προσκυνήσουν στη μεγάλη εκκλησία της Ευαγγελίστριας. Ύστερα πήραν τον κεντρικό δρόμο, το «Φαρδύ», και έφτασαν στον Βόλο από άλλη διαδρομή. Από εκείνη την εποχή χρονολογείται η αγάπη του για τη συνοικία της Νέας Ιωνίας και έτσι, σαν μεγάλωσε, διάλεξε να μείνει και να ανοίξει τη δική του «Σχολή Οδηγών» εδώ.
Με τούτα και με τ’ άλλα το δρομολόγιο τελείωσε. Η όμορφη δικηγορίνα τού χαμογελάει, τον ευχαριστεί και ανανεώνουν τη συνάντησή τους για την επόμενη. Άλλο μάθημα για σήμερα ο Θ. Λ. δεν έχει, ούτε καμιά υποχρέωση που να μπορεί να τον κρατήσει στο γραφείο. Κλειδώνει, ρίχνει στην τσέπη τα κλειδιά και σιγοσφυρίζοντας παίρνει να περπατάει τα στενά σοκάκια στα «Γερμανικά». Ξέρει καλά πως ο δρόμος θα τον βγάλει σε κάποιο τσιπουράδικο. Εκεί τον περιμένει ο μεζές, τα εικοσιπενταράκια, η παλιοπαρέα, η κουβέντα. «Όμορφη που είναι η άτιμη ζωή, όμορφη!…»
Ο τέταρτος δρόμος για τον Βόλο κατεβαίνει από το βουνό των Κενταύρων. Αυτόν τον δρόμο χρησιμοποιεί συχνά ο 35χρονος Αλέξης, καθηγητής Φυσικός, ερασιτέχνης αστρολόγος, μέλος της «Οικολογικής Παρέμβασης» και άλλων εναλλακτικών κινημάτων. Ποτέ όμως με το αυτοκίνητο! Τις μόνες φορές που ενδίδει και μπαίνει σε αυτοκίνητο είναι όταν ανεβαίνουν στα Χανιά, είτε για σκι τον χειμώνα είτε για να παρακολουθήσουν με το μεγάλο τηλεσκόπιο, που διαθέτει ο όμιλός τους, κάποιον αστερισμό. Όλες τις άλλες φορές ο Αλέξης χρησιμοποιεί τα πόδια ή το ποδήλατο, για να ανηφορίσει μέχρι την Κουκουράβα, για να πάει στην Πορταριά ή στη Μακρινίτσα, να κάνει πεζοπορία ως την Αλυκόπετρα ή ν’ ανεβεί στην Επισκοπή. Από εκεί θαυμάζει το τοπίο, αλλά, όταν βλέπει τις «πληγές» των λατομείων στον λόφο της Γορίτσας και του Σαρακηνού ή την τσιμεντόσκονη που έρχεται από τη μεριά της ΑΓΕΤ, αγανακτεί. Για να ηρεμήσει στρέφει τα μάτια ψηλά, προς το Πλιασίδι. Στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει την αγάπη για τα βουνά, σκέφτεται ότι αυτή οφείλεται μάλλον στην καταγωγή του, καθώς οι προπαππούδες του ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στον Βόλο από τα Άγραφα στις αρχές του περασμένου αιώνα, διωγμένοι από ληστές. Ο ίδιος νιώθει φυσικά βέρος Βολιώτης, γι’ αυτό, όσο κι αν αγαπάει τις ρίζες του, δεν αισθάνεται την ψεύτικη ανάγκη να πηγαίνει και να απογράφεται στο ορεινό χωριό των Αγράφων, όπως δυστυχώς κάνουν ακόμη τώρα οι γονείς του.
Παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής για την πόλη, ο Αλέξης δεν μπορεί να μη θαυμάσει το αρχοντικό των Σαράτσηδων στον Άνω Βόλο και να μη θυμηθεί την ιστορία των «Αθεϊκών», του Παρθεναγωγείου και του Δελμούζου. Αλλά και του πρώτου σε όλη τη χώρα Εργατικού Κέντρου, του Γιώργου Ζωιτόπουλου, του Κίτσου Μακρή. Μετά θα κάνει οπωσδήποτε στάση στην Ανακασιά, για να επισκεφτεί το σπίτι του Κοντού με τις εξαιρετικές τοιχογραφίες του Θεόφιλου, και στη συνέχεια ίσως ανηφορίσει μέχρι τον Άγιο Ονούφριο. Θα μπει στο ξωκλήσι του Αϊ-Νικολάκη του Κρεμαστού και ύστερα θα σταθεί να παρατηρήσει πώς δουλεύουν οι δριστέλες, οι μεγάλες νεροτριβές για το πλύσιμο των μάλλινων ρούχων. Από εκεί και έπειτα, μέχρι κάτω στην πόλη, θα ακολουθήσει την κατηφορική οδό Ιωλκού. Αυτόν τον δρόμο τον έχει δει σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες και ξέρει ότι σε προηγούμενες δεκαετίες ήταν ένας φαρδύς χωμάτινος δρόμος που περνούσε μέσα από μπαξέδες και περιβόλια. Τώρα όμως; Τώρα δεν υπάρχει ούτε ένα μέτρο γης ακάλυπτο: παντού διώροφα και τριώροφα σπίτια, τα περισσότερα με ταράτσα και αλουμινένιες κατασκευές, κακόγουστες βιοτεχνίες, φανταχτερά φροντιστήρια ξένων γλωσσών, ταβέρνες και «σικάτα» μπαράκια. Μοναδικές εξαιρέσεις η γειτονιά της Αγίας Παρασκευής και η περιοχή με τις όμορφες μονοκατοικίες, εκεί όπου παλιά βρισκόταν ο πύργος των Καρτάληδων. Τελευταίος σταθμός σ’ αυτό το οδοιπορικό της μνήμης και της νοσταλγίας είναι το κτήριο της Νομαρχίας. «Στάση Περβανά» θυμάται ο Αλέξης να ονομάζουν οι γεροντότεροι Βολιώτες αυτό το σταυροδρόμι, μνημονεύοντας έτσι το παλιό αρχοντικό που, μαζί με δεκάδες άλλα νεοκλασικά, δεν γλίτωσε από τους τρομερούς σεισμούς του 1955. Αλλά και από την «αντιπαροχή» των εργολάβων στη δεκαετία του ’70.
Τον λένε Ορέστη Χ. και είναι δημοσιογράφος σε μια από τις τοπικές εφημερίδες. Έχει γεννηθεί το 1954 και ξέρει από πρώτο χέρι ό,τι καλό μα και ό,τι κακό έχει συμβεί σ’ αυτήν την πόλη τα τελευταία χρόνια. Άρα, είναι από τους λίγους που γνωρίζουν για πολλά πράγματα την αλήθεια, ενώ παράλληλα έχει κάθε δικαίωμα να εξοργίζεται με τα όσα στραβά αντικρίζει γύρω του. Ποια στραβά και ποια ανάποδα; Μα, είναι να μην βγαίνει από τα ρούχα του όταν βλέπει στην πόλη να επιπλέουν οι κάτω του μετρίου και οι κλικαδόροι; Είναι να μην εξοργίζεται με τους διάφορους καπάτσους, άντρες και γυναίκες, που σαν τους γυμνοσάλιαγκες αναρριχώνται στις διάφορες κρατικές και δημοτικές θέσεις; Είναι να μην του έρχεται να χτυπήσει το κεφάλι στον τοίχο, όταν διαβάζει για τις διάφορες κοσμικές συγκεντρώσεις ή τις κάθε λογής «καπελωμένες» εκδηλώσεις που τις βαφτίζουν «πολιτισμό», σε μια πόλη που θέλει να καυχιέται για την πολιτιστική της παράδοση;
Το σπίτι του βρίσκεται κοντά στην «Εξωραϊστική», μονοκατοικία – κληρονομιά από τον αιγυπτιώτη παππού. Τα σαββατοκύριακα ή τα απογεύματα, όταν νιώθει κάτι να τον πνίγει στον λαιμό, κατεβαίνει κάτω στο ημιυπόγειο, χτυπάει συνθηματικά την πόρτα στο εργαστήρι όπου δουλεύει η ζωγράφος γυναίκα του και μετά βάζει μπρος την 600άρα μηχανή του.
Ο δρόμος τούς βγάζει μακριά: στην Αργαλαστή, στο Χόρτο, στον Λαύκο, άλλες φορές στον Πλατανιά, στο Μικρό, ως και στο Τρίκερι ακόμη. Το καλοκαίρι ανακαλύπτουν ήσυχες παραλίες για μπάνιο και ελεύθερο κάμπινγκ. Τις άλλες εποχές προτιμούν να επισκέπτονται αναξιοποίητα, ευτυχώς ακόμη, χωριουδάκια ή να περπατούν σε δασωμένες πλαγιές. Στην επιστροφή και όσο πλησιάζουν προς τον Βόλο, τα αυτοκίνητα πληθαίνουν. Πολλά απ’ αυτά είναι «αθηναϊκά» που έχουν τερματίσει το «γουικέντ» στις Μηλιές, στη Ζαγορά, στην Άφησσο, στην Τσαγκαράδα. Δεν θέλει να περάσει μέσα από τα Καλά Νερά, τις «Κάννες της Θεσσαλίας», όπως χλευάζει ένας φίλος του εξαιτίας του πλήθους που μαζεύεται εδώ χειμώνα καλοκαίρι. Αντίθετα, θα κάνει στάση για καφέ στη γραφική παραλία της Γατζέας, θα αγοράσει φρούτα από τους υπαίθριους πωλητές και θα θαυμάσει για ακόμη μια φορά τα παλιά αρχοντικά στα όμορφα Λεχώνια. «Κουκούτσι να ρίξεις εδώ, φυτρώνει δέντρο» λένε οι ντόπιοι και μάλλον έχουν δίκιο, αν κρίνει τι γράφουν στη «Γεωγραφία» τους ο Κωνσταντάς με τον Φιλιππίδη γι’ αυτό το μέρος.
Οδηγεί τώρα κοντά στη θάλασσα. Έχουν αφήσει πίσω τους την Αγριά με τις ψαροταβέρνες και την Παιδόπολη, όπου από τα χρόνια του Εμφυλίου μαζεύονταν εδώ κατατρεγμένα παιδιά απ’ όλη την Ελλάδα. Προσπερνούν βιαστικά και κρατώντας την αναπνοή τους το εργοστάσιο τσιμέντων, αυτό που έχει κάνει τις στέγες των σπιτιών της Νέας Δημητριάδας από κόκκινες να φαίνονται γκρίζες. Δίπλα τους έχουν τώρα τις γραμμές του τρένου, του θρυλικού «Μουντζούρη». Το τελευταίο ταξίδι μ’ αυτό το τρενάκι ο Ορέστης το έκανε τον Μάιο του 1971, όταν τους πήγαν με το σχολείο μονοήμερη εκδρομή στις Μηλιές. Ακόμη την θυμάται.
Προσπερνούν τον λόφο της Γορίτσας, σηκώνουν το χέρι και χαιρετούν από μακριά τον «σαλό» Φώτη, περνούν από τον χείμαρρο του Αναύρου, εδώ όπου ο Ιάσονας έχασε το πέδιλό του, αλλά μετά δεν συνεχίζουν προς την οδό Πολυμέρη. Προτιμούν να πάρουν τον παραλιακό δρόμο, να περάσουν μπροστά από το Μουσείο, να διασχίσουν το πάρκο με τα υπαίθρια γλυπτά, να προσπεράσουν την Αγία Τριάδα με τις εικονογραφίες του Γουναρόπουλου και, λίγο προτού φτάσουν σπίτι τους, να σταματήσουν και ν’ αντικρίσουν την τελευταία όμορφη εικόνα: το πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου, τη μεγάλη παραλία και τις παλιές καπναποθήκες του Παπαστράτου, που έχουν μετατραπεί σε κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου.
Ο έκτος και τελευταίος δρόμος είναι τελείως διαφορετικός από τους προηγούμενους. Εδώ δεν υπάρχει άσφαλτος ή χώμα για να βαδίσουν τα πόδια, δεν έχει κορναρίσματα ή στροφές που σε κρατούν δεμένο με τα γήινα και με το αίσθημα της σταθερότητας. Όλα σ’ αυτόν τον «δρόμο» είναι διαφορετικά, όλα κινούνται στον ρυθμό και στη χάρη του κύματος. Εδώ όλα επιπλέουν: άνθρωποι και μηχανές, σκάφη και μικρές βάρκες, ανάγκες και ανομολόγητες επιθυμίες. Ακολουθώντας την υγρή ευθεία της πλεύσης, πολύ γρήγορα φτάνεις από τις Βόρειες Σποράδες στον Παγασητικό και από εκεί κατευθείαν στην πόλη, σ’ αυτήν την πόλη «την τόσο διαφορετική, με τις πολλές παραξενιές αλλά τις ακόμη περισσότερες χάρες».
Τέτοια και πολλά άλλα σκέφτεται η Μαρίνα, πρωτοδιόριστη φιλόλογος στην Αλόννησο, ψηλή και κοκκινομάλλα, με κλίση στην ποίηση και ταλαντούχος στο τσέλο, καθώς είναι γερμένη στην κουπαστή του οχηματαγωγού «ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ» και κοιτάζει τον απογευματινό ήλιο να βάφει μελιά τα νερά, το βουνό και τα σπίτια της πόλης, που μόλις έχει αρχίσει να διακρίνεται στο βάθος. Βάζει στοίχημα με τον εαυτό της προσπαθώντας να ονοματίσει τα χωριά του Πηλίου, αλλά γρήγορα καταλαβαίνει πως είναι αδύνατον να συγκεντρωθεί. Το μυαλό της είναι δοσμένο αλλού: στον πρώτο Έλληνα, τον Ιάσονα, που, μ’ ένα φθηνό σκαρί αλλά με συντρόφους πιστούς, τόλμησε να βγει έξω απ’ αυτόν τον κόλπο, έξω από το Αιγαίο. Έξω από την ανάγκη για πατρίδα και για ρίζωμα.
«Τελικά», σκέφτεται, «ο καλύτερος τρόπος για να μπεις σε μια πόλη είναι από τη θάλασσα, μονάχα από τη θάλασσα…»
Την ίδια στιγμή η φθινοπωρινή ψύχρα κάνει το κορμί της να ριγήσει. Ρίχνει μια τελευταία ματιά γύρω της. Χαμογελάει στη σκέψη για το πόσο ωραία πράγματα έχει να κάνει το Σαββατοκύριακο στην πόλη. Ταυτόχρονα αδημονεί να ξαναδεί το πέτρινο σπίτι που αγόρασε πρόσφατα κοντά στο «ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ», όταν πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει την Αθήνα και να εγκατασταθεί οριστικά σ’ αυτόν τον τόπο.
«Όχι, όχι. Δεν είναι μια συνηθισμένη επαρχιακή πόλη ο Βόλος. Έχει κάτι το αλλιώτικο, κάτι το ξεχωριστό. Ίσως να ’ναι η αδιόρατη νοσταλγία για τα παλιά… η γοητεία του καινούργιου…» Κι αμέσως της έρχονται στον νου σκηνές από την ταινία «Aenigma est» - ταινία γυρισμένη ειδικά για τον Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο, τον μεγάλο ζωγράφο που γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια εδώ.
Όπου να ’ναι όμως φτάνουν. Σφίγγει πάνω στο στήθος το βιβλίο και κατευθύνεται προς το εσωτερικό του πλοίου. Το βιβλίο είναι οι Αόρατες Πόλεις του Ίταλο Καλβίνο και έχει αρχίσει να το διαβάζει εδώ και λίγες μέρες. Της αρέσει πολύ, της ταιριάζει. Άλλωστε, σκέφτεται χαμογελώντας, και η ίδια σε μια τέτοια πόλη δεν διάλεξε να ζήσει;…
Μετάβαση στο σημείο: Από τα 'Παλαιά Μαγαζεία' στα Παλιά