Βόλος
Βόλος
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΑπό τα 'Παλαιά Μαγαζεία' στα Παλιά Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός
Στις 16 Δεκεμβρίου 1892 υπογράφεται ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και την εταιρεία Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων η σύμβαση με την οποία αποφασίζεται η κατασκευή ενός μικρού τρένου που θα συνδέει το Βόλο με τα χωριά του Πηλίου. Ο Σιδηρόδρομος δεν αποτελεί απλώς άλλο ένα μεταφορικό μέσο αλλά το μοχλό που θέτει σε κίνηση ποικίλες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Στην υποενότητα αυτή παρουσιάζεται η πορεία από τα πρώτα βήματα της κατασκευής του Σταθμού από τον Ιταλό Εβαρίστο Ντε Κίρικο μέχρι την εκκίνηση και τη διακοπή της λειτουργίας του τρένου του Πηλίου, καθώς και πτυχές της ζωής ανθρώπων που μπαίνουν ή βγαίνουν στην πόλη.
Εβαρίστο Ντε Κίρικο: έ...
Σ’ εκείνη τη μακρινή περίοδο της ζωής μου ένιωσα τα πρώτα καλέσματα του δαίμονα της τέχνης. Αισθανόμουν μεγάλη χαρά να ξεπατικώνω διάφορες ζωγραφιές τοποθετώντας πάνω στο τζάμι του παραθύρου τη ζωγραφιά μ’ ένα φύλλο χαρτιού από πάνω. Έμενα κατάπληκτος και ένιωθα μεγάλη συγκίνηση κάθε φορά που έβλεπα να παρουσιάζονται στο χαρτί τα ακριβή περιγράμματα της ζωγραφιάς εκείνης που τόσο θαύμαζα, αλλά το πάθος μου, χαρακτηριστικό για έναν καλλιτέχνη στα πρώτα του βήματα σαν κι εμένα, δεν έβρισκε ικανοποίηση: ήθελα να αντιγράφω τη ζωγραφιά χωρίς να την ξεπατικώνω. Έτσι έβαλα τα δυνατά μου για να το πετύχω, αλλά συναντούσα μεγάλη δυσκολία. Μια μέρα, θυμάμαι, προσπαθούσα να αντιγράφω μια φιγούρα που παρουσίαζε τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή με εμφάνιση γυμνού νέου, ζωσμένου στη μέση με ένα δέρμα από κριάρι. Το κεφάλι του αγίου εικονιζόταν λίγο ελλειπτικό και ελαφρώς γυρμένο στο δεξιό ώμο, και αυτή η έλλειψη και η κίνηση μου φαίνονταν εμπόδια αξεπέραστα. Ήμουν απελπισμένος. Τότε ήρθε ο πατέρας μου να με βοηθήσει. Πήρε το μολύβι και σχεδίασε πάνω στο κεφάλι του αγίου ένα σταυρό του οποίου το κέντρο βρισκόταν στο κέντρο του κεφαλιού. Μετά ζωγράφισε έναν όμοιο σταυρό πάνω στο σχέδιό μου, εκεί όπου βρισκόταν το κεφάλι. Μου έδειξε πώς μπορούσα να βοηθηθώ μ’ αυτούς τους δυο σταυρούς για να βρω τη θέση των ματιών, της μύτης, του στόματος, το ύψος και την απόσταση που έπρεπε να βρίσκεται το αυτί, τη γραμμή του κρανίου και του σαγονιού, κι έτσι με πολλή υπομονή, μετά από επανειλημμένες διορθώσεις, κατάφερα να ζωγραφίσω αρκετά καλά το κεφάλι του αγίου. Μεγάλη υπήρξε η ικανοποίησή μου που είχα μάθει το σύστημα των δυο σταυρών.
Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος του δέκατου ένατου αιώνα. Ήταν μηχανικός και συγχρόνως άρχοντας από άλλες εποχές. Θαρραλέος, έντιμος, εργατικός, έξυπνος και καλός. Είχε σπουδάσει στη Φλωρεντία και στο Τορίνο και από μια ολόκληρη πολυμελή οικογένεια ευγενών ήταν ο μόνος που είχε θελήσει να εργαστεί. Όπως πολλοί άνθρωποι του δέκατου ένατου αιώνα διέθετε ποικίλες ικανότητες και αρετές. Ήταν άριστος μηχανικός, έγραφε με ωραιότατους χαρακτήρες, σχεδίαζε, είχε πολύ καλό αυτί για τη μουσική, ήταν παρατηρητικός και δηκτικός, μισούσε την αδικία, αγαπούσε τα ζώα, συμπεριφερόταν υπεροπτικά στους πλούσιους και τους ισχυρούς και ήταν πάντα έτοιμος να υπερασπιστεί και να βοηθήσει τους πιο αδύνατους και φτωχούς. Ήταν επίσης έξοχος ιππέας και είχε μονομαχήσει μερικές φορές με πιστόλι. Η μητέρα μου φύλαγε μια σφαίρα από πιστόλι, ντυμένη με χρυσό, που είχαν αφαιρέσει από το δεξιό μηρό του πατέρα μου μετά από μια τέτοια μονομαχία.
Αυτά τα είπα για να δείξω ότι ο πατέρας μου, όπως πολλοί άνδρες της εποχής εκείνης, ήταν ακριβώς το αντίθετο των περισσότερων σημερινών ανδρών, που τους λείπει η αίσθηση της πραγματικότητας και κάθε ταμπεραμέντο, που είναι αδέξιοι και ανίκανοι και επιπλέον καθόλου ιπποτικοί, που είναι πολύ καιροσκόποι και έχουν το κεφάλι τους παραγεμισμένο με βλακεία. Αν, για παράδειγμα, σήμερα, ένα παιδί δεν καταφέρνει να ζωγραφίσει ένα κεφάλι, ο πατέρας του, ασφαλώς, δεν θα ξέρει να του υποδείξει το σύστημα των δυο σταυρών. Και αν, κατά κακή τύχη του παιδιού, ο πατέρας του είναι και «διανοούμενος», ε! τότε όχι μόνο δεν θα μπορεί να του διδάξει κανένα σύστημα, αλλά θα το ενθαρρύνει να ζωγραφίζει άσχημα, να ζωγραφίζει όλο και χειρότερα, να ζωγραφίζει φρικτά, ελπίζοντας ότι έτσι κάποια μέρα θα μπορέσει να γίνει ένας Ματίς και να κερδίσει φήμη και χρήματα.
[…]
Μετά την οικία Βούρου πήγαμε να μείνουμε σ’ ένα άλλο σπίτι, στου Γουναράκη. Ήταν μια έπαυλη νεοκλασικού ρυθμού με ωραίο κήπο στον οποίο υπήρχε ένας ευκάλυπτος. Ο πατέρας μου έλειπε συχνά, γιατί πήγαινε στον Βόλο, την κωμόπολη όπου γεννήθηκα, όπου επέβλεπε και διηύθυνε την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής που προχωρούσε στο εσωτερικό της Θεσσαλίας.
Από τη σκουριά στο Int...
Έφτασε βράδυ στον Βόλο. Ναρκωμένη απ’ την αϋπνία ημερών. Βολική αϋπνία, δεν την άφηνε να σκεφτεί. Έφαγε ένα γεύμα στο αεροπλάνο, το έβγαλε στην τουαλέτα σε δέκα λεπτά, ξανάπεσε στη γνωστή απάθεια. Αεροδρόμιο, σιδηροδρομικός σταθμός, Intercity «Χαρίλαος Τρικούπης» για Βόλο. Απίστευτο. Intercity! Αυτή θυμόταν μια σακαράκα αμαξοστοιχία που βογγούσε ανηφορίζοντας, όλο καπνούς τσιγάρων και χαραμάδες κρύου αέρα. Είχε πολλά χρόνια να πάρει το τρένο – από κείνη την τρελή χρονιά που το χιόνι ακινητοποίησε κάθε άλλο όχημα. Στο τρίο έτος ήταν; Αδύνατον να θυμηθεί. Δεύτερο ή τρίτο. Στοιβαγμένοι όλοι, πολυτεχνίτες, φυσικοί, χημικοί, φιλολογίτσες, όλοι στην πατρίδα για Χριστούγεννα, παίζανε τάβλι, ούρλιαζαν, κασετόφωνα, σάντουιτς, όλοι μαζί χύμα, εκδρομή μάλλον παρά επιστροφή στο σπίτι. Στη συνέχεια τίποτα. Τις λίγες φορές που ήρθε στον Βόλο να δει τη μάνα της, νοίκιαζε αυτοκίνητο, δεν είχε υπομονή, δυο τρεις μέρες, να πάει, να βγάλει την υποχρέωση, να τελειώνει. Σήμερα τα πόδια της την οδήγησαν στο Σταθμό Λαρίσης. Ποιος ξέρει γιατί… Μάλλον δε βιαζόταν και πολύ να φτάσει. Έφτασε όμως· –Intercity βλέπεις, εκσυγχρονισμός.
Όταν κατέβηκε στο σταθμό του Βόλου, έμεινε να χαζεύει το παράξενο κτήριο του ντε Κίρικο μέχρι που επιβάτες, φίλοι και συγγενείς εξαφανίστηκαν όλοι. Η ζέστη την έπνιγε, ψόφιος ο αέρας, αποφορά ψαρίλας απ’ τη θάλασσα, της ερχόταν να λιποθυμήσει, με κόπο κρατιόταν όρθια. Ερημιά παντού, ευεργετική ερημιά του Αυγούστου. Ένα ταξί μόνο αραγμένο στο πεζοδρόμιο ήλπιζε. Το αγνόησε και βάλθηκε να βαδίζει προς την παραλία. Σιγά σιγά. Μια ευεργετική ριπή, ένα ελάχιστο αεράκι της δρόσισε το ιδρωμένο μέτωπο.
Διβάνη Λένα, Ενικός αριθμός, Καστανιώτη, Αθήνα 2002 (7η), σ. 275-276.
Από την άφιξη στην ανα...
«Λοιπόν», είπε η Εύα, «τ’ αποφάσισες οριστικά;»
Μια φλέβα χτυπούσε στο λαιμό της.
Ο Μπιλ έγνεψε καταφατικά, δαγκώνοντας τα χείλια.
Η Εύα σηκώθηκε, άνοιξε ένα συρτάρι, που συνήθως φύλαγε τα πλεκτικά της, πέρασε μπρος από τον Μπιλ, άφησε ένα φάκελο στα γόνατά του και ξανακάθισε.
Ο Μπιλ έβαλε το φάκελο στην τσέπη του χωρίς να βγάλει τα μάτια από την τηλεόραση. «Φχαριστώ», είπε. Γελούσε με την κωμωδία και δάκρυα του έτσουζαν τα μάτια.
Όταν ο Καπάτος γύρισε στο δωμάτιο, είχαν ήδη κάτσει στο τραπέζι. Έφαγαν, ήπιαν αμίλητοι, λες κάποιο μυστικό βάραινε, που κι οι τρεις ήξεραν, μα που ο καθένας κρατούσε για τον εαυτό του.
Μεσάνυχτα, περασμένα, βυθισμένος στην πολυθρόνα του, ο Καπάτος τον αποχαιρέτισε μ’ ένα αόριστο βλέμμα. Πρώτη φορά, ο Μπιλ έβλεπε την απογοήτευση χυμένη στο πρόσωπό του. Από νέος, που συνήθως έμοιαζε, φαινόταν να έχει γυρίσει στην ηλικία του, με προγούλια και άσπρα μαλλιά. Και η Εύα αμίλητη, τον συνόδεψε ως την έξοδο και στάθηκε στα σκοτεινά, μπρος στις σκάλες.
«Αντίο», είπε η φωνή στο σκοτάδι. «Να προσέχεις.»
Ήταν Μάης, ένας χρόνος αφότου ο Μπιλ ξεκινούσε απ’ την Αθήνα. Οι καφετέριες είχαν βγάλει καρέκλες στην παραλία, η καμπάνα του Αγίου Νικολάου χτυπούσε πένθιμα, οι μεγάλοι νήστευαν κι ακολουθούσαν την περιφορά μέσα σε μενεξέδες, και οι νέοι μασουλώντας χάμπουργκερ, καβαλούσαν Γιαμάχες αυθεντικές, πεντακοσάρες και χιλιάρες. Ούτε κι ο ίδιος πίστευε το πόσο γρήγορα είχαν γίνει όλα. Αν τ’ άκουγε για κάποιον άλλον, θα είχε πει: «αυτά δε γίνονται στην μπάλα!»
Ανήμερα το Πάσχα, την ώρα που οι άλλοι έψηναν αρνιά και γλεντούσαν στη Μακρυνίτσα και στην Πορταριά, ο Βασίλης Σερέτης φόρτωνε τη βαλίτσα του για Αθήνα. Το τρένο αργούσε κι εκείνος στην παραμικρή κίνηση νόμιζε πως όλο και κάποιος θα εμφανιζόταν. Τη μια έβλεπε τη Βάνα να έρχεται χλωμή με τα μαλλιά της ίσια και την κοιλιά της φουσκωμένη, την άλλη θαρρούσε πως είχε εμπρός του τον Ριμπά. Ορθωνόταν ψηλός, σκούρος μέσα σε σκούρα φανέλα, το αριστερό εξτρέμ της ομάδας και του ’λεγε: «Αρκετά, νιάνιαρο, μας το ’παιξες βεντέτα, γύρνα πίσω μη φας το ξύλο της χρονιάς σου». Μα δεν ήρθε κανείς. Σχεδόν ευχόταν να έρθει κάποιος. Ήρθε το τρένο κι εκείνος χώθηκε στο κουπέ του. «Αντίο», έκανε νεύοντας σε κάποιο φανταστικό πρόσωπο που είχε έρθει να τον ξεπροβοδίσει, κι όπως δεν έβλεπε ψυχή, άπλωσε τα χέρια του, μούντζωσε την πόλη και τους ανθρώπους κι έφτυσε χάμω.
«Όχι, παίζουμε!»
Κουμανταρέας Μένης, Η φανέλα με το εννιά, Κέδρος, Αθήνα 1986 (7η), σ. 121-122.
Μετάβαση στο σημείο: Από τα 'Παλαιά Μαγαζεία' στα Παλιά