Βόλος
Βόλος
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΠεριοχή Αναύρου Άνθρωποι και σπίτια: Η περιοχή του Αναύρου στην πάροδο του χρόνου
Η ιστορία των πόλεων, όπως και ο οικιστικός και κοινωνικός χαρακτήρας τους διαμορφώνεται από άλματα ανάπτυξης και στιγμές καταστροφών. Έτσι και ο Βόλος όσο χαρακτηρίζεται από την ακμή της βιομηχανίας άλλο τόσο οριοθετείται από τη μανία της φύσης. Φονικές πλημμύρες και το χτύπημα του Εγκέλαδου ισοπεδώνουν ολόκληρες γειτονιές. Σταδιακά τα σπίτια ξαναστήνουν τα θεμέλιά τους, η πόλη αλλάζει μορφή, ενώ οι άνθρωποι βρίσκουν το κουράγιο να κυνηγήσουν την ελευθερία τους κολυμπώντας.
Ένα σωσίβιο νησί...
Όταν το κορίτσι βγήκε έξω, ο ήλιος έπεφτε. Δεν μπορούσε να διακρίνει το ύφος του φίλου της. Μόνο όταν σήκωσε το χέρι με την τούρτα ψηλά, τότε μόνο είδε ένα τεράστιο, αν και αθέλητο, χαμόγελο να καταυγάζει το πρόσωπό του. Αν κάτι άξιζαν τα μισητά γενέθλια των εννιά, ήταν γιατί θα έτρωγε την τούρτα της ο Άρης. Σήκωσε το χέρι του κι αυτός. Ανέμισε ένα κάπως φουσκωτό τετράγωνο πακέτο. Γαλάζιο περιτύλιγμα. Άγνωστο τι.
Πλησίασαν. Φιλήθηκαν επειδή δεν τους έβλεπε κανείς και ξεκίνησαν για την αμμουδιά με βήμα ταχύ και το κεφάλι κάτω. Δεν ήταν καλό να δίνουν στόχο. Δώρα και τούρτες δεν επιδείχτηκαν. Πάντα τους άρεσε να περιμένουν για να απολαύσουν τα ελάχιστα πράγματα που αγαπούσαν σ’ αυτή τη γη. Για την κατεύθυνση δε χρειάστηκε να συνεννοηθούν. Με το που κοιτάχτηκαν ήξεραν ότι για να βγάλουν αυτή τη βραδιά είχαν απόλυτη ανάγκη το «νησί», άρα κατευθείαν στον Άναυρο.
Όταν έφτασαν εκεί, φρόντισαν να παρακάμψουν τα καφενεία. Πήραν μόνο μια βαθιά ανάσα — αλμύρα και τσίπουρο. Το καλοκαίρι για άλλους μύριζε καρύδα και ιδρώτα. Για την Ήρα και τον Άρη το καλοκαίρι μύριζε πάντα τσίπουρο και γαύρο και τραγουδούσε σαν τζουκμπόξ-φάντασμα πότε Αλίκη, πότε Στελάρα. Το άκουγαν ώρες ώρες καθαρότατα — ακόμα κι όταν απομακρύνθηκαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά απ’ το νομό Μαγνησίας.
Εκείνη τη μέρα, είκοσι τρεις Ιουλίου 1969, οι θαμώνες ήταν λίγοι, ποιος ξέρει γιατί. Γιατί έτσι. Γιατί κάποιος εκεί πάνω ήθελε να δώσει ένα χεράκι βοηθείας στο ντουέτο και έπεισε τους ταχτικούς του Άναυρου ν’ αφήσουν ήσυχα τα τσίπουρα και τα τζατζίκια και να πάνε στην παραλία, για παγωτό στη «Μινέρβα»: την είχε ανάγκη η κυρά πού και πού μια πιο επίσημη οικογενειακή έξοδο, να μοστράρει και το καινούργιο μίνι.
Κατηφόρισαν χωρίς να δίνουν σημασία στην άμμο που γέμισε τα παπούτσια τους. Τη στιγμή που η Ήρα έκανε να στρίψει πίσω απ’ την καλαμιά για να τραβήξει έξω την κρυμμένη σαμπρέλα, το «νησί», ο Άρης υπερηφανότατος τη σταμάτησε.
«Σου έφερα καινούργιο νησί. Χωρίς τρύπα. Χρόνια πολλά!»
Πρώτα τη φίλησε τρεις φορές –οι δύο έμοιαζαν λίγες για την περίσταση– κι έπειτα της πρότεινε το ανασούμπαλο πακέτο που κρατούσε τόση ώρα. Η Ήρα παράτησε στην άμμο τις σακούλες της και άρπαξε το δώρο. Μόλις το ’πιασε, κατάλαβε. Το ξετύλιξε με ένα τίναγμα. Στρώμα φουσκωτό, χρώμα γαλάζιο, ποιότης άλφα άλφα, στο κέντρο ένας δράκος κίτρινος. Τέλεια. Το καινούργιο τους «νησί» είχε και φύλακα. Κοίταξε το φίλο της σαν να ’ταν το τζίνι της Τζίνυ και του άστραψε άλλα δυο φιλιά στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα.
«Πού τα βρήκες, αρκούδε, τα λεφτά;»
Αυτός ντροπαλά είπε να ξεπεράσει αορίστως το οικονομικό.
«Είχα».
«Από πού είχες;»
Αυτή ήταν η Ήρα. Κακό ελάττωμα. Ήθελε να τα μάθει όλα.
«Απ’ τα κάλαντα. Το Πάσχα».
Τον κοίταξε από κάτω προς τα πάνω. Δηλαδή, δε μας τα λες καλά.
«Ποια κάλαντα; Αυτά τα ’φαγες την ίδια μέρα. Τρεις φλογέρες, δύο ραβανί κι ένα το δικό μου τρία».
Ο αρκούδος δυσφόρησε. Δεν ήθελε να τον πιέζουν. Ήθελε να τον αφήνουν να βελτιώνει την κατάσταση κατά βούληση. Αλλά μ’ αυτήν αδύνατον.
«Ωραία, τα βούτηξα. Τι θες τώρα;»
Η Ήρα έσκασε στα γέλια. Το χάχανό της ταξίδεψε γρήγορα στο σκοτάδι κι έφτασε πάνω μέχρι τα καφενεία και κάτω μέχρι το νερό. Κάποιος είχε κάνει για πάρτη της ζημιά. Κάποιος υπερέβη τα εσκαμμένα για να της κάνει την καρδιά. Κάποιος επιτέλους την υπολόγιζε περισσότερο κι απ’ τη βολή του.
«Αλήθεια; Αλήθεια;»
Τον ζούληξε στα πλευρά γιατί γαργαλιόταν.
«Αλήθεια λες, ρε; Ορκίσου».
«Ορκίζομαι»
«Δε σ’ τα ’δωσε ο πατέρας σου;»
Να τα τα δύσκολα. Ο Άρης έσκυψε το κεφάλι. Σε όλη του τη ζωή θα τραβούσε μεγάλο ζόρι άμα έπρεπε να ανακοινώσει κάτι: «χώρισα» ή «ο σκύλος σου ψόφησε» ή «σου κόλλησα κονδυλώματα». Κυρίως στην πρώτη φράση. Μετά λυνόταν η γλώσσα του και γινόταν μανούλα στις αναλύσεις. Αρκεί να ξεπερνιόταν κάπως η αρχική μούγγα. Η οποία ήταν χειρότερη στην ηλικία των εννιά.
«Γιατί το βούλωσες, καλέ; Μίλα».
Με το ένα, με το δύο, με το τρία:
«Ο μπαμπάς μου έφυγε».
Και της Ήρας είχε φύγει, αλλά δεν το έκανε τόσο ζήτημα. Τον κοίταξε καλύτερα. Αυτή η επισημότης δεν ήταν καλή.
«Πώς έφυγε δηλαδή;»
«Τον έδιωξε… Για πάντα», συμπλήρωσε για να γίνει επιτέλους κατανοητός.
Άλλο κατανοητός όμως, άλλο πιστευτός.
«Είσαι σίγουρος; Φιλάς σταυρό;»
Τον πίεζε γιατί δεν ήταν να του έχεις και μεγάλη εμπιστοσύνη του αρκούδου. Μερικές φορές ξέφευγε τελείως κι έλεγε πράγματα που έβγαζε απ’ την κοιλιά του. Πώς μπορούσε δηλαδή να φύγει για πάντα ένας μπαμπάς; Εκδρομή διαρκείας; Τι εννοούμε για πάντα;
Το αγόρι κατέβασε το πηγούνι αντί για άσκοπες διαβεβαιώσεις. Τον είδε τότε καθαρά απέναντί της, σαν το αγόρι που θα γινόταν σε δέκα χρόνια, ανίσχυρο, αιχμάλωτο μιας κίνησης που δεν είχε αποφασίσει, μόνο του πια για πάντα, φυλακισμένο στο ίδιο του το λίπος για να προφυλαχτεί λίγο απ’ τη σιδερένια αγάπη της κυρίας Νίκης, των λειωμένων πράσων και των μαθηματικών που ήταν αδύνατος καθότι όφειλε να είναι δυνατός. Τον αγκάλιασε σφιχτά, κι ας μην έφταναν τα χέρια της να περικυκλώσουν τη μέση του. Ει, σταμάτα, του έλεγαν τα δάχτυλά της καθώς ζουλούσαν ενθαρρυντικά τα παχάκια στα πλευρά του. Έχεις εμένα!
Κάθισαν κάτω, πήραν στο στόμα από ένα μαρκούτσι κι άρχισαν να εκπνέουν με μανία αέρα μέσα στο στρώμα. Σε πέντε λεπτά το είχαν τιγκάρει έτσι που ξεφυσούσαν σαν λυσσασμένα. Το ολοκαίνουργιο «νησί» γυάλιζε τώρα στην πανσέληνο σαν το «Απόλλων 11». Το έσυραν βουβά μέχρι εκεί που έσκαζε το κύμα. Η Ήρα κάθισε, μάζεψε πάνω τούρτες και σακούλες, ευτυχώς ήταν ευρύχωρο. Ο Άρης την έσπρωξε λιγάκι να πάρει φόρα και πήδηξε κι αυτός. Για ένα λεπτό η τούρτα φλέρταρε με τα καβουράκια, αλλά τελευταία στιγμή το θαύμα έγινε και ισορρόπησε ξανά δίπλα στο μαξιλαράκι του κεφαλιού. Μετά βολεύτηκαν κι άφησαν το κύμα να κάνει τη δουλειά του.
Το μόνο που φρόντισαν –το μόνο που φρόντιζαν πάντα, σε όλα τα δυο χρόνια που σαλπάριζαν κρυφά πάνω στη σαμπρέλα– ήταν να γυρίσουν την πλάτη στον Άναυρο και, πίσω απ’ αυτόν, στον Βόλο και, μέσα σ’ αυτόν, στα σπίτια τους. Κοίταζαν επίμονα τη γραμμή του ορίζοντα, το υπέροχο τίποτα, το μεγάλο κενό. Εκεί έπνιγαν ανενδοίαστα έναν έναν όλους τους σκατόψυχους. Μαμάδες με νύχια, ελέγχους με εφτάρια και μπαμπάδες αόρατους. Κι εκεί έφτιαχναν απ’ την αρχή τον κόσμο τους, αυστηρώς ακατάλληλο για όλους. Μόνο δικό τους. Το νησάκι τους, άφαντο στους χάρτες, αδύνατον να το βρεις. Το νησί του εαυτού τους. Τρύπιο νησί μέχρι στιγμής, αφού μόνο σαμπρέλα είχαν στη διάθεσή τους. Και ημερήσιο, γιατί μόνο τα μεσημέρια μπορούσαν να το σκάσουν – ο Άρης δηλαδή, η Ήρα αλώνιζε ανεξέλεγκτη. Το βράδυ η κυρία Νίκη μάντρωνε το γιο της νωρίς.
«Έχεις σπίτι, δεν είσαι από τσαντίρι», του έλεγε κάθε φορά, ενώ του έπλενε τα πόδια πριν πατήσει στο γυαλισμένο μωσαϊκό και το λερώσει. «Κοίτα να γίνεις σαν τον πατέρα σου, φουκαρά μου, γυρνοθύρας».
Ο μπαμπάς του δεν ήταν καθόλου γυρνοθύρας, έτσι του το ’λεγε. Γκαρσόνι ήταν, στο εστιατόριο του Μεταφτσή στην παραλία, κι έκανε απ’ το μεσημέρι μέχρι τα μεσάνυχτα ακροβατικά: έφερνε πέντε πιάτα τασκεμπάπ και δύο ατζέμ πιλάφ με σάλτσα ψητού στην ίδια βόλτα. Καμιά φορά έπαιρνε και το γιο του μαζί για να τον βλέπει. Ήταν περήφανος για το στυλ του, οι πελάτες το λάτρευαν. Η Νίκη όμως όχι. Γι’ αυτό και σταματούσε το παιδί τις πιο πολλές φορές.
«Δε χρειάζεται να πάρει μαθήματα πώς να υπηρετεί τους άλλους», έλεγε. «Αυτός θα γίνει γιατρός. Οι άλλοι θα τον υπηρετούν».
Μόλις σκέφτηκε τη μάνα του ο Άρης, μαγγώθηκε. Η μικρή τον κατάλαβε και τον σκούντησε.
«Έλα, ρε, τι σκέφτεσαι;»
«Θα το καταλάβει αμέσως ότι πήρα λεφτά απ’ το πορτοφόλι της».
«Ε, μπράβο, ας το καταλάβει».
«Θα με ψάχνει».
«Σιγά το νέο. Τούρτα δε θα φας;»
Ο αντιπερισπασμός έπιασε αμέσως. Πώς ξέχασε την τούρτα; Τα χέρια του Άρη άνοιξαν ψηλαφητά το κουτί και χώθηκαν ολόκληρα χωρίς ντροπή στη σοκολατοβουτυρένια πεδιάδα. Τα έφερε στο στόμα και μούγκρισε.
«Χρόνια πολλά».
Δηλαδή, μαμά, μπαμπά, αντίο, αντίο. Δεν υπάρχετε γιατί δεν υπάρχω. Μόνο αυτή η σοκολάτα υπάρχει, η κουβέρτα μου η κουβερτούρα που τα σκεπάζει όλα.
Η Ήρα τον καμάρωνε σιωπηλά. Ήξερε. Κάποιοι στα χρόνια που έρχονταν θα έψαχναν αυτή την αίσθηση στην ηρωίνη ή στο χασίσι. Ο Άρης πάντα θα την αναζητούσε –εις πείσμα της κυρίας Νίκης– στα ζαχαροπλαστεία.
Όταν την τελείωσε –όλη!–, ξάπλωσε με την κοιλιά τουρλωμένη μέσα απ’ το άσπρο μακό μπλουζάκι του. Σαν εννιά μηνών ήτανε. Ευτυχισμένος και αυτάρκης σαν ετοιμόγεννος. Η Ήρα τον βοήθησε να ξεπλύνει τα δάχτυλα με αλμυρό νερό. Πέρασε λίγη ώρα απόλυτης, χωνευτικής λήθης. Σε λίγο βέβαια δεν άντεξε και ξαναμίλησε. Καλή ήταν η τούρτα του Βάλτερ, αλλά δεν έκανε και θαύματα διαρκείας.
«Τι θα πούμε;»
Πληθυντικός αριθμός, που πάει να πει ο Άρης φοβόταν. Έτρεμε. Αλλιώς θα το έπαιρνε πάνω του, αφού μόνος του το αποφάσισε. Όπως κάνουν οι άντρες.
«Σκάσε. Θα βρούμε μετά».
Τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά, αλλά έκανε την άνετη για να του δώσει κουράγιο. Αυτό υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνει, αφού είχαν μοιράσει τους ρόλους. Αυτός ανέλαβε τους φόβους κι αυτή να καθαρίζει. Τάχα, δήθεν. Στην πραγματικότητα κι αυτή φοβόταν κι αυτός καθάριζε. Όπως σήμερα, λόγου χάρη, που βούτηξε το δεκάρικο κι αγόρασε ολοκαίνουργιο νησί. Ένα ήταν σίγουρο πάντως: έτσι κι έπεφτε στην αντίληψη της κυρίας Νίκης η βραδινή θαλάσσια εξόρμηση, δε θα τους ξέπλεναν σαράντα ποτάμια. Και θα έπεφτε. Η αντίληψη της κυρίας Νίκης ήταν η παγίδα του τρόμου: τα πάντα έπεφταν μέσα της.
Τώρα άρχισε να τρέμει και η Ήρα. Αυτό δεν ήταν καλό. Δύο που τρέμουν δεν επιπλέουν ποτέ σε κανένα νησί. Αποφάσισε λοιπόν να κάνει κάτι τρελό, κάτι γκραντιόζο, σαν πρωταγωνίστρια σε μιούζικαλ. «Φυγή προς τα εμπρός» θα ονόμαζε αυτή την κλίση της χρόνια μετά. Έριξε πρώτα μια κλεφτή ματιά πίσω απ’ την πλάτη της. Ωραία. Είχαν απομακρυνθεί αρκετά. Μετά τον σκούντησε. Τα μάτια της γυάλισαν στο σκοτάδι.
«Θες να σου δείξω τα δώρα μου;»
Ο Άρης δεν ήθελε, να συζητήσουν ήθελε, αλλά δεν ήξερε πώς να ξαναρχίσει έτσι που του είχε κοπεί πάλι η φόρα. Οπότε έγνεψε «εντάξει». Η Ήρα άνοιξε τελετουργικά την πρώτη σακούλα κι ανέμισε ένα πράμα που έμοιαζε βελούδινο και μεγάλο για το σώμα της.
«Τι είναι αυτό;»
Το στριφογύρισε πριν το πετάξει στα μαύρα νερά, ακριβώς εκεί που έκανε δρόμο το φεγγάρι.
«Παλτό. Απαίσιο. Αντίο».
Ο μικρός έσκασε στα γέλια. Την είχε αυτή την ικανότητα η Ήρα. Άμα ήθελε, μπορούσε να στήσει μια ολόκληρη παράσταση για πάρτη σου, και μάλιστα χωρίς εισιτήριο.
«Και τώρα ένα ωραιότατο φουστανάκι για δεξιώσεις και γάμους».
Πέταξε πρώτα την κίτρινη σακούλα, που επέπλευσε σαν λουστρινένιο νησί δίπλα στο δικό τους. Ακολούθησε το φουστανάκι: μπροντερί ανγκλέζ κολλαριστή, αν είστε χριστιανοί!
«Αι πνίξου, βλαμμένο!» ούρλιαξε η Ήρα όλο χαρά που ξεφορτωνόταν τον εχθρό.
«Αι πνίξου», χλιμίντρισε κι ο Άρης από δίπλα.
Ξαφνικά του ήρθε ιδέα. Έβγαλε το πάνινο παπούτσι του και το σβιτζούριξε πάνω στη δαντέλα που ακόμα επέπλεε.
«Τσίμπα κι ένα βρομοπάπουτσο!» φώναξε. «Και αι πνίξου, βλαμμένο!»
«Όχι, ρε, λουστρίνι θέλει», τον διόρθωσε εκείνη και πέταξε πάνω του ένα ένα τα καινούργια της κόκκινα λουστρίνια.
«Σπορτέξ θέλει, ρε χαζή», επέμεινε ο φίλος της, ολόκληρος πια στη δίνη της μαγείας, στο κέντρο της παράστασής της, ελεύθερος.
Τώρα κανένας απ’ τους δυο δεν είχε παπούτσια. Τώρα ο δρόμος της επιστροφής ήταν αδιάβατος πια. Λυτρώθηκαν. Έβγαλαν σαν μαινάδες όλα τα ρούχα τους, αυτά που φορούσαν κι όσα έκρυβαν οι σακούλες, και τα σκόρπισαν σαν φυλαχτά και σκιάχτρα δίπλα στο νησί τους. Κι έμειναν εκεί ολόγυμνα, στο σκοτάδι και στον αέρα που ολοένα και δυνάμωνε, ανοίγοντας δρόμο στο νησί τους ν’ αρμενίσει. Τα μάτια κλειστά, το δέρμα ανατριχιασμένο, χέρια και πόδια στο νερό.
Η αύρα φύσηξε κι έσπρωξε έξω απ’ το κεφάλι τους όσα το στρίμωχναν. Μια τεράστια τσιπούρα, ασημένια και μαύρη, έσκασε μύτη απ’ τα νερά, άρπαξε απ’ την αύρα τα βάσανα, τα τράβηξε μαζί της στο βυθό και τα παρέδωσε γρήγορα σ’ ένα στρείδι. Αυτό τα φυλάκισε για πάντα στο σπίτι του. Εκεί δε θα πείραζαν κανέναν. Το πολύ πολύ, αν εκνευριζόταν το στρείδι, θα τα σάλιωνε επίμονα μέχρι να γίνουν τα βάσανα ωραιότατα μαργαριτάρια, για να ζήσει κι αυτό καλά και το ντουέτο καλύτερα. Τους βρήκε το λιμενικό ώρες μετά, παγωμένους απ’ το κρύο της νύχτας αλλά ζωντανούς. Η κυρία Νίκη απαγόρευσε στο γιο της ακόμα και να προφέρει τη λέξη Άναυρος στο εξής. Εκείνος απλώς σταμάτησε να την αναφέρει μπροστά της.
Διβάνη Λένα, Ενικός αριθμός, Καστανιώτη, Αθήνα 2002 (7η), σ. 58-67.
Οι πλημμύρες του 1955...
Τον Ιούνιο τα σχολεία τελείωσαν όπως-όπως. Η θάλασσα γέμισε από κόσμο. Οι κοντινές ακτές ήταν ακόμη καθαρές καθώς και τα μπλόκια στο λιμάνι. Ούτε αποχετεύσεις ούτε τίποτα. Οι βενζινάκατες πηγαινοέρχονταν στα Πευκάκια και στις Αλυκές, ενώ ο Άναυρος και τ’ Αστέρια συγκέντρωναν εκατοντάδες λουόμενους. Δροσιά και καθαριότητα μαζί και το βουνό δίπλα με τα πλατάνια του να κατεβάζει τη βραδινή του δροσιά.
Την περίοδο εκείνη ο θείος Δημοσθένης, αδελφός της μάνας μου, κατασκεύαζε το δρόμο από την Τσαγκαράδα στον Κισσό και έμενε μόνιμα στην Τσαγκαράδα, στο ξενοδοχείο του Κονδράκη. Μου πρότεινε, αν ήθελα να πάω να μείνω κανένα μήνα κοντά του. Οι γονείς μου συμφώνησαν κι εγώ άλλο που δεν περίμενα. Ήταν οι πρώτες διακοπές στη ζωή μου. Παραμονή των Αγίων Αποστόλων, τα όργανα στη θέση τους, οι άνθρωποι καλοντυμένοι έπιαναν τα τραπέζια τους, η εκκλησία τελείωσε τον πανηγυρικό εσπερινό και το γλέντι ήταν έτοιμο. Εμπειρίες πρωτόγνωρες για μένα, τις απολάμβανα με του ονείρου το φευγαλέο ρυθμό, και τις ρουφούσα αχόρταγα. Με τα παιδιά γίναμε γρήγορα μια παρέα. […]
Μόλις μπήκε ο Αύγουστος επανήλθα στη μιζέρια της παραγκούπολης. Οι ίδιες συνθήκες, η ίδια κατάσταση, χωρίς ελπίδα, για την ώρα, αποκατάστασης. Όμως εγώ ζούσα με τις αναμνήσεις της Τσαγκαράδας κι αυτές γαλήνευαν την ψυχή μου.
Το Σεπτέμβριο άρχισαν τα πρωτοβρόχια. Η ζωή στα αντίσκηνα δυσκόλευε, ενώ στις παράγκες ήταν πιο υποφερτή. Υπερυψωμένες καθώς ήταν λίγο από το έδαφος, με πάτωμα στερεό, δεν κινδύνευαν να πλημμυρίσουν νερά. Η δική μας σκηνή, λόγω της κλίσης του εδάφους, συγκέντρωνε τα νερά από παντού. Σε μια καταιγίδα, αρχές περίπου του Οκτώβρη, γέμισε με νερό, το ίδιο και οι διπλανές. Διέξοδο να φύγουν τα νερά δεν υπήρχε, ήταν ο περίβολος της εκκλησίας που τα εμπόδιζε. Μόλις σταμάτησε η μπόρα, εκεί κατά το σούρουπο, αρπάξαμε τους κουβάδες και τις λεκάνες για ν’ αδειάσουμε το νερό από τη σκηνή. Μουσκεύτηκαν και τα σκεπάσματα, βράχηκαν και τα ρούχα. Οκτώ άτομα ν’ αδειάζουμε και το νερό να μην τελειώνει. Περασμένα μεσάνυχτα και φτάσαμε στο λασπωμένο έδαφος, κατάκοποι κι εξουθενωμένοι. Ευτυχώς το χιούμορ δεν μας έλειψε, και με τους τριγύρω συγκατοίκους διασκεδάζαμε την κατάσταση λέγοντας χωρατά. Μετά ξαπλώσαμε όπως-όπως πάνω στα κρεβάτια, χωρίς στρωσίδια, περιμένοντας να ξημερώσει. Η υγρασία και το κρύο έκαναν έντονη την παρουσία τους. Όμως δεν είχαμε άλλη λύση.
Την άλλη μέρα ο ήλιος πρόβαλε ολοφώτεινος. Τα κάγκελα του περίβολου γέμισαν στρωσίδια και ρούχα για στέγνωμα κι εκεί παρέμειναν ως την άλλη μέρα, μέχρι να φύγει και το τελευταίο ίχνος υγρασίας. Οι βροχές επαναλήφθηκαν, όχι όμως με την ένταση της προηγούμενης καταιγίδας κι ο χειμώνας που ερχόταν φάνταζε στη σκέψη μας απειλητικός. Μέσα στη σκηνή ήταν αδύνατο να τον περάσουμε. Ο Αλκιβιάδης, αρχηγός της μιας οικογένειας, αποφάσισε να νοικιάσει ένα μικρό ισόγειο τούβλινο δωμάτιο που δεν κινδύνευε άμεσα από τους σεισμούς, κι εκεί να στεγάσει την πενταμελή οικογένειά του. Ο πατέρας δεν είχε άλλη επιλογή από το να εγκατασταθούμε στο υπόγειο του σπιτιού, που με τον κίνδυνο ακόμη της κατάρρευσης των δύο ορόφων, θα μας πρόσφερε ασφαλές καταφύγιο, αφού ούτε πλάκες μπετόν υπήρχαν ούτε άλλα βαριά υλικά για να μας καταπλακώσουν. Το ένα δωμάτιο ήταν κατοικήσιμο, το πλυσταριό δίπλα και ο καμπινές. Ιδανικότερες συνθήκες στέγασης δεν θα μπορούσαν να βρεθούν. Έτσι κι έγινε. Μαζέψαμε τα μπογαλάκια μας και βρεθήκαμε στο υπόγειο. Η σκηνή παρέμεινε στον τόπο της για κάθε ενδεχόμενο. Ο Εγκέλαδος μάς έκανε κάθε τόσο αισθητή την παρουσία τους, άλλοτε με ελαφρές και άλλοτε με ισχυρότερες δονήσεις. Το σπίτι, παρ’ όλα τα μεγάλα ρήγματα που είχε στους πάνω ορόφους, άντεχε ακόμη. Μόνο εκείνο το φοβερό τρίξιμό του σε κάθε δόνηση, μας έκοβε το αίμα. Νομίζαμε κάθε στιγμή πως θα μας πλακώσει. Ας είναι όμως, γλιτώσαμε.
Το μικρό υπόγειο δωματιάκι το ζεσταίναμε με μια σόμπα μαντεμένια, τη λεγόμενη πάπια. Στο πλυσταριό είχα στήσει το γραφείο μου κι εκεί διάβαζα όλο το χειμώνα. Ούτε θέρμανση μ’ ενδιέφερε ούτε τίποτα. Και στο σχολείο τα πήγαινα καλά. Πρώτος μαθητής και σημαιοφόρος στην τελευταία τάξη. Κι εκεί στα μέσα του Οκτωβρίου κι ο καιρός αγρίευε, κι άλλο μεγάλο κακό βρήκε την πόλη. Λίγο μετά το μεσημέρι τις 13 Οκτωβρίου, ανοίξαν οι ουρανοί, και τ’ αστροπελέκια έπεφταν το ’να κοντά στ’ άλλο. Όσο νερό διέθετε η ατμόσφαιρα το ’ριξε πάνω στο Βόλο και στο Πήλιο. Τρεις ώρες ασταμάτητης νεροποντής, χωρίς διακοπή, χωρίς μείωση της έντασης. Αποχετευτικό δίκτυο την εποχή εκείνη δεν υπήρχε, ούτε και χρειαζόταν. Η πόλη διέθετε τη φυσική της κλίση προς τη θάλασσα και τα νερά παροχετεύονταν. Όμως η μεγάλη νεροποντή κατέβασε όλα τα νερά του Πηλίου, τα ξεροπόταμα γέμισαν και έγιναν απειλητικά. Το νερό κατέβαινε με βουητό από τις πλαγιές και τίποτα δεν το σταματούσε. Ο Κραυσίδωνας κι ο Άναυρος, οι δυο χείμαρροι που περιζώνουν την πόλη, γέμισαν μέχρι πάνω. Κι εκεί, κατά τις τέσσερις το απόγευμα, έγινε το μεγάλο κακό. Ο Άναυρος, σε μια καμπή του, έργο ανθρώπινο των αρχών του αιώνα για την παράκαμψη της πόλης, έσπασε, αφού δεν μπόρεσε ν’ αντέξει στα πολλά και ορμητικά νερά του. Το υγρό στοιχείο, ανεμπόδιστο πλέον, κατέκλυσε ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της πόλης. Λάσπη, νερό και φερτά υλικά, συμπαρέσυραν στο διάβα τους το κάθε τι. Αντίσκηνα, παραπήγματα και ετοιμόρροπα σπίτια, μαζί με οικοσκευές και πτώματα ανθρώπων και ζωντανών, επέπλεαν και όδευαν προς τη θάλασσα. Θρήνος και κλαυθμός σ’ ολόκληρη την πόλη. Κι η νεροποντή να μη λέει να σταματήσει, και το Πήλιο να κατεβάζει εκατομμύρια κυβικά απειλητικής λάσπης. Τα υπόγεια που είχαν καταφύγει οι Βολιώτες για τον κίνδυνο των σεισμών ήταν όλα πλημμυρισμένα. Τον παππού μόλις που κατορθώσαμε να τον ανασύρουμε από το υπόγειο που κατοικούσε. Ήταν κι εκείνος ο Παρίσης Τσιγαρίδας, ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού, γεροδεμένο παλικάρι που το ’λεγε η καρδιά του, που έπεφτε συνεχώς στα νερά και έσωσε πάνω από δέκα ανήμπορους από βέβαιο πνιγμό. Το δικό μας υπόγειο, μόλις που διασώθηκε. Με τους πρώτους όγκους νερού, κατορθώσαμε με τον πατέρα μου να τοποθετήσουμε μαδέρια πίσω από τις σιδερένιες πόρτες της αυλής, ώστε να εμποδίζεται η εισροή του νερού. Αν το ύψος του περνούσε και το πεζούλι, τότε δεν μας έσωζε τίποτα. Ευτυχώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
Μόλις σουρούπωσε για καλά, η βροχή σταμάτησε, όμως τα νερά κατέβαιναν, για δύο ακόμη ώρες, ορμητικά. Μετά τις εννιά όλα ηρέμησαν. Βγήκαμε με τον πατέρα λίγο στην αυλή, οι δρόμοι κατασκότεινοι, το περιβάλλον εφιαλτικό. Κάποιες σκιές που κινούνταν μέσα στη λάσπη μας πλησίασαν. Ήταν φίλοι της οικογένειας από την πέρα γειτονιά. Το υπόγειό τους ήταν γεμάτο νερά και λάσπη. Ζήτησαν να τους φιλοξενήσουμε. Μέσα στο μοναδικό δωμάτιο του υπογείου κοιμηθήκαμε δώδεκα άτομα.
Την ίδια ώρα που προσπαθούσαμε στον σκοτεινιασμένο δρόμο ν’ αντιληφθούμε το μέγεθος της θεομηνίας, κάποιες άλλες σκιές μας πλησίασαν. Ήταν ο παλιός φίλος του πατέρα, ο Δήμαρχος Βόλου Γιώργος Καρτάλης, που με τις μπότες και καταλασπωμένος περιτριγύριζε την πόλη για να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια την καταστροφή. Το ίδιο κιόλας βράδυ. Ήταν η εποχή που οι άρχοντες, όσο ψηλά κι αν βρίσκονταν από καταγωγή, κατέβαιναν στο λαό την ώρα των συμφορών. Ο πατέρας τον κάλεσε στο υπόγειο, τον κέρασε λίγο τσίπουρο, είπαν μερικές κουβέντες κι ο Δήμαρχος χάθηκε και πάλι στα σκοτάδια με τη λάσπη. Η νύχτα πέρασε ήσυχα για μας, παρ’ όλο που ο φόβος του σεισμού μας συνέτρεχε. Αν εκδηλωνόταν και κανένας τέτοιος, η κόλαση θα κατέβαινε στη γη.
Με το ξημέρωμα της καινούριας μέρας, το ψιλόβροχο συνέχιζε, χωρίς να προκαλεί ανησυχίες, μέχρι το μεσημέρι που σταμάτησε. Από το πρωί, όλα τα παιδιά της γειτονιάς, φορέσαμε τις μπότες και βουτηγμένοι στην λάσπη περιδιαβαίναμε την πόλη. Βιβλική καταστροφή σ’ ολόκληρο το ανατολικό τμήμα του Βόλου. Παρασυρμένα σπίτια, γκρεμισμένες σκηνές και παραπήγματα, η λάσπη μισό μέτρο, οι οικοσυσκευές στο δρόμο, πτώματα από γάτους, σκύλους και πουλερικά κι ο απολογισμός να φτάνει στους 36 νεκρούς και 24 τραυματίες. Ούτε με τους σεισμούς δεν είχαμε τόσα θύματα. Οι άνθρωποι όλοι, σε μια πυρετώδη κινητοποίηση, να προσπαθούν να βγάλουν τα λασπόνερα από τα σπίτια, να ξαναφτιάξουν τα παραπήγματα, να στεγνώσουν τις κουβέρτες και τα ρούχα, να μαζέψουν τα διαλυμένα υπάρχοντά τους, ώστε να μπορέσει να ξαναμπεί η ζωή στον κανονικό της ρυθμό. Η κρατική αρχή κινήθηκε κι αυτή συντονισμένα, ενίσχυσε αμέσως το ανάχωμα του χειμάρρου και καθάρισε την πόλη από τις φερτές ύλες. Ήταν να το περάσουμε κι αυτό.
Μετάβαση στο σημείο: Περιοχή Αναύρου