Βόλος
Βόλος
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΤο "Άνω" κέντρο Όψεις της γυναικείας ταυτότητας
Βολιώτισσα: η γυναίκα φιλελεύθερη, η αντικομφορμίστρια, που σπάει τους κανόνες της ασφυκτικής επαρχιώτικης ζωής· η γυναίκα καταπιεσμένη, η νοικοκυρά του ’60, η μικροαστή· η γυναίκα εργαζόμενη, η προλετάρια καπνεργάτρια, πρόσφυγας ή ντόπια· η μεγαλοαστή των αρχών του αιώνα, φουστάνια με φουρό και ομπρέλα με δαντέλες· η γυναίκα αγρότισσα που θερίζει στον κάμπο και σκάβει στο βουνό· η γυναίκα αντάρτισσα που πολεμάει στο βουνό. Η υποενότητα παρουσιάζει όψεις της γυναικείας ταυτότητας διαχρονικά και συγχρονικά. Ίδιοι δρόμοι, άλλοι κόσμοι.
Στοιχεία από τη ζωή τω...
Βόλος, 23.2.1967
Αγαπητή κυρία Μίνα,
Είμαι δεκαεπτά ετών. Πριν εννέα μήνες γνώρισα έναν νέο είκοσι δύο ετών που υπηρετούσε το στρατιωτικό του. Αυτός ο νέος είναι γείτονάς μας. Μια μέρα με έπιασε και μου εκμυστηρεύτηκε ότι με αγαπάει, και ότι αν ήθελα θα ερχόταν να με ζητήσει από τους γονείς μου, αφού πρώτα τελείωνε με τη θητεία του, όπου δεν είχαν μείνει παρά πέντε μήνες ακόμα. Ο δεσμός μας κράτησε τέσσερις μήνες. Στο μεταξύ δεν είχα αισθανθεί τίποτε για εκείνον παρά μόνον απλή συμπάθεια. Στη διάρκεια αυτών των μηνών εγώ δεν του έδωσα ποτέ μία θετική απάντηση, δηλαδή ένα ναι ή ένα όχι. Βγαίναμε ως φίλοι και όχι σαν ερωτευμένοι. Τελικά, μετά από πολλές σκέψεις, η φωνή της καρδιάς μου μου έλεγε να ειπώ ναι, διότι άρχισα να τον αγαπώ. Η αγάπη αυτή ήρθε σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβω. Τον αγάπησα από τον καλό του χαρακτήρα και τα λογικά λόγια που έλεγε. Ήταν φανερό ότι δεν πήγαινε να με κοροϊδέψει, αυτό το εξακρίβωσα από τη στάση που κρατούσε. Ήταν στοργικός απέναντί μου και εγώ πάνω από όλα ήθελα στοργή, που μου είχαν στερήσει οι γονείς μου. Γιατί ξέχασα να σας πω ότι οι γονείς μου δεν ήταν καθόλου καλοί μαζί μου. Με κτυπούσαν, και ακόμα με κτυπούν βάναυσα. Δέχτηκε την απάντησή μου με απερίγραπτη χαρά. Όμως μια φίλη μου με συμβούλεψε να το πω στους δικούς μου και εγώ. Επειδή την ήξερα για πολύ λογική, το είπα στη μητέρα μου. Η μητέρα μου με άκουσε με πολλή κατανόηση. Αλλά εγώ έκανα ένα τρομερό σφάλμα. Όταν άκουσα το αυτοκίνητο του αδελφού του απ’ έξω από το σπίτι μας, διότι είμαστε γείτονες, βγήκα και του είπα: Να πεις στον αδελφό σου να έλθει τώρα που υπηρετεί να δώσουμε λόγο. Και όταν απολυθεί αρραβωνιαζόμαστε. Εκείνος, που ήξερε για τον δεσμό μας, μου απάντησε ότι δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο. Όταν ήρθε ο αγαπημένος μου για να περάσει το Σαββατοκύριακο μαζί μου και τον συνάντησα ήταν πολύ θυμωμένος μαζί μου. Γιατί το έκανες αυτό, γιατί βγήκες και μίλησες στον αδελφό μου και μάλιστα η ώρα έντεκα τη νύκτα; είπε. Αφού τα είχαμε κανονίσει οι δυο μας. Και εγώ του απάντησα θυμωμένα: Γιατί να μην του το έλεγα αφού κάποτε θα το μάθαιναν; Χωρίς να ειπεί τίποτα μου έκλεισε ραντεβού. Τον ικέτεψα να ακυρώσει αυτό το ραντεβού γιατί τώρα που το ήξερε η μητέρα μου δεν θα με άφηνε να βγω από το σπίτι. Αλλά εκείνος επέμενε και είπα ναι. Όταν το είπα στη μητέρα μου εξαγριώθηκε και με φοβέρισε, αν δεν το έλεγα στον πατέρα μου θα το έλεγε αμέσως η ίδια. Έτσι αναγκάστηκα και τα είπα όλα στον πατέρα μου. Στην αρχή με άκουγε χωρίς να μιλάει, όταν όμως του τα είπα όλα έβγαλε τη ζωστήρα του και άρχισε να με χτυπάει αλύπητα, ανελέητα και βάναυσα. Κατόπιν πήγε και έπιασε τους γονείς του νέου και εκείνον. Αλλά εκείνος δεν ήταν στο σπίτι και μίλησε γι’ αυτόν ο αδελφός του. Του είπε μη φωνάζεις και ότι το ήξεραν η οικογένειά τους για τον δεσμό μας και ότι δεν είχαν κακές προθέσεις. Από τότε πέρασαν πέντε μήνες. Εγώ ζω σε ένα μαρτύριο. Δεν τρώω, δεν μιλάω σε κανέναν και είμαι κλεισμένη στο δωμάτιό μου. Όταν βγαίνω στη βεράντα βγαίνει και εκείνος, τώρα έχει απολυθεί. Με κοιτάζει με ένα λυπημένο βλέμμα σαν να μου λέει γιατί το έκανες αυτό, εγώ σε αγαπώ. Κάθεται ώρες ως αργά τη νύκτα και καπνίζει ασταμάτητα. Πότε πότε μου χαμογελάει, νομίζω, σαν να θέλει να μου δώσει κουράγιο. Μία φίλη της μητέρας μου, που με βλέπει πάντα στενοχωρημένη, μου λέει. Τι να κάνουμε, κορίτσι μου. Τέλος πάντων, να πάω να του μιλήσω εγώ ότι τον αγαπάς, να σπάσει αυτός ο πάγος ανάμεσά σας και να αρχίσετε από την αρχή. Εσείς τι με συμβουλεύετε να κάνω, κυρία Μίνα; Πάντως μη μου πείτε να τον ξεχάσω, αυτό είναι αδύνατο. Αν μάθω ότι δεν με αγαπάει, θα τερματίσω τη ζωή μου. Δεν θέλω να γελάσετε με αυτό που σας γράφω αλλά είμαι ικανή να το κάνω. Βρίσκομαι σε αδιέξοδο, σας παρακαλώ, δώστε μου το χέρι σας να βγω από αυτό το αδιέξοδο.
Με αγάπη για σας
Απαλούζα
[…]
Βόλος, 28.3.1967
Αγαπητή κυρία Μίνα,
Μια φορά σας έγραψα το πρόβλημά μου και μου είπατε από την ωραία σας εκπομπή να σας ξαναγράψω πιο συγκεκριμένα. Εγώ έκανα ένα σφάλμα και ο πατέρας μου πήγε στο σπίτι του αγαπημένου μου και φώναζε. Από τότε είμαι πολύ δυστυχισμένη. Αντιθέτως με την ακατανοησία του πατέρα μου, η μητέρα μου σαν άγγελος μου παραστάθηκε στις δύσκολες στιγμές που πέρασα και που περνάω. Κυρία Μίνα, την ημέρα που σας έστειλα το πρώτο γράμμα, μετά από λίγες ώρες, είδα τον αγαπημένο μου με μια άλλη. Ήμουν με τη μητέρα μου. Όταν τον είδα, λιποθύμησα. Αλλά και εκείνος όταν με είδε, κατέβασε το κεφάλι ντροπιασμένος. Από τότε, κάθε φορά που με συναντούσε στον δρόμο, κοντοστεκότανε, για να μου μιλήσει αλλά εγώ δεν του έδινα σημασία. Και ας πονούσα γι’ αυτό, γιατί πληγώθηκε ο εγωισμός μου. Τώρα έχω μετανιώσει γι’ αυτό που έκανα, δηλαδή που τον απόφευγα. Μου απαντήσατε ή να του στείλω ένα γράμμα, να του πω πως έχω μετανιώσει, ή να του μιλήσει αυτή η φίλη. Μάλιστα, η φίλη μου έχει φιλίες με την οικογένειά του. Αλλά το ζήτημα, κυρία Μίνα, είναι αν θα δεχθεί να μιλήσει, αφού έχει με άλλην δεσμό. Κυρία Μίνα, επειδή και η μητέρα μου είναι δυστυχισμένη με τον πατέρα μου, δεν θέλει να τραβήξω και εγώ αυτά που υπέφερε εκείνη. Γι’ αυτό μου είπε να σας γράψω, εκ μέρους της, ότι είναι με το μέρος μου. Και αν περνάει κάτι από το χέρι της, είναι αποφασισμένη να το κάνει. Μου είπε να σας γράψω και να μας απαντήσετε τι μπορεί να κάνει η ίδια για να συμβάλει στην ευτυχία μου. Και ακόμη, πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει την κατάσταση, σε περίπτωση που ο πατέρας μου φέρει αντίθετη γνώμη. Κυρία Μίνα, βοηθήστε με να ξεπεράσω αυτή τη δύσκολη υπόθεση, για να τελειώσει ομαλά και ευτυχισμένα.
Με αγάπη για σας
Απαλούζα
Υ.Γ. Περιμένω με αγωνία την απάντησή σας, εάν σας εξυπηρετεί στείλτε τη γραπτώς, σας δίνω τη διεύθυνσή μου:
Ράνια Υδρά
Οδός Μητροπολίτου Τυρολόης 29, Βόλος
Εσωκλείω γραμματόσημο δια την απάντηση.
Η γυναίκα στη μισθωτή ...
Στην αρχή του 20ού αιώνα ο κόσμος γεμάτος ελπίδες και όνειρα πίστευε ότι θα ζήσει μια νέα περίοδο προόδου. Καινούργιες ιδεολογίες, καινούργιοι στόχοι, καινούργιες επιστήμες άνοιγαν νέους ορίζοντες. Η αισθητική ταραζόταν από νέα ρεύματα (Πικάσσο, κ.ά), ο Τσέχωφ ολοκλήρωσε τις «Τρεις αδελφές», κυκλοφορούσε ο Νουμάς, ο Παλαμάς έγραφε την «Ασάλευτη ζωή» και ο Παπαδιαμάντης τη «Φόνισσα», που έχει άμεση σχέση με την καταπίεση της Ελληνίδας.
Οι Βολιώτισσες μπορούσαν πλέον να κυκλοφορούν ελεύθερα στους δρόμους, χωρίς το φόβο να χαρακτηριστούν «σαλοκοκώνες». Μπορούσαν να παρακολουθούν μαθήματα μουσικής στη Μουσική Εταιρεία Βόλου, η οποία «προνόησε να ιδρύσει ανεξάρτητον τμήμα διδασκαλίας εν ιδία αιθούση συσταθείση χάριν των κυριών το 1901». Μπορούσαν να παρακολουθούν ακόμα και δίκες στο δικαστήριο, αν τις ενδιέφερε, όπως π.χ. η δίκη του Αντ. Καρτάλη στα 1902, την οποίαν παρακολούθησαν πολλές Βολιώτισσες. Έγραφε το Νέον Άστυ: «[…] ο πρόεδρος […] έχει την διάθεσιν να διατάξει την εκκένωνσιν της αιθούσης αλλά ευλαβείται τας κυρίας αι οποίαι αποτελούν το πλείστον του ακροατηρίου».
Οι Βολιώτισσες αστές άρχισαν πλέον να συνειδητοποιούν ότι και οι ίδιες ζούσαν σε μια καταστροφική απραγία μέσα στα στενά και ελεγχόμενα όρια του φύλου τους, ενώ οι Αρσακειάδες προσπαθούσαν να ευαισθητοποιήσουν τις συμπατριώτισσές τους και να καταπολεμήσουν τον αναλφαβητισμό, θέτοντας πλέον δημόσια το ζήτημα της εκπαίδευσης των κοριτσιών και της επαγγελματικής τους κατάρτισης και απασχόλησης. Θα ήταν άδικο λοιπόν να πιστεύουμε πως οι αστές δεν νοιάζονταν παρά μόνο για τον καλλωπισμό και την καλοπέρασή τους. Υπήρχαν φωτισμένες και μαχητικές γυναίκες που δεν δίσταζαν να διακηρύσσουν τις σοσιαλιστικές και ανθρωπιστικές τους ιδέες, όπως π.χ. η συνεργάτις της εφημ. «Η Θεσσαλία» με το ψευδώνυμο La Rebelle Ελένη Καρακίτου, η οποία ήταν γυναίκα τσιφλικά. Άλλωστε γενικότερα στη χώρα οι μορφωμένοι, οι προερχόμενοι από τα μεσαία κυρίως στρώματα εστίαζαν έντονα την προσοχή τους στο ζήτημα της μόρφωσης των φτωχών.
Ως τότε η γυναικεία απασχόληση δεν προϋπέθετε καν τις στοιχειώδεις επαγγελματικές ή γραμματικές γνώσεις. Οι γυναίκες απασχολούνταν κυρίως ως υπηρέτριες, δούλες, παραδουλεύτρες, εργάτριες γης, πλύστρες, πόρνες, παραμάνες, καμαριέρες, μαγείρισσες, κλπ. Ακόμα ως μοδίστρες, κεντήστρες, υφάντρες, καπελούδες, ασπροροχούδες αλλά και ως νοσοκόμες και μαίες. Τα περισσότερα από αυτά τα επαγγέλματα τα λεγόμενα τότε γυναικεία, που αποτελούσαν απλά μια προέκταση του παραδοσιακού ρόλου των γυναικών μέσα στην οικογένεια, ευθύς εξ αρχής θεωρούνταν κατώτερα από το γεγονός και μόνον ότι τα ασκούσαν γυναίκες. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε αργότερα ορισμένα από αυτά, όταν πέρασαν στα χέρια των ανδρών, να θεωρηθούν ανώτερα όσον αφορά τις αμοιβές και την κοινωνική τους αίγλη, όπως π.χ. μόδιστροι της υψηλής ραπτικής, σεφ της μαγειρικής, παιδαγωγοί, κλπ.
Δυστυχώς η συμμετοχή των γυναικών στην παραγωγή και τη μισθωτή εργασία (βιομηχανία, κλπ.) γεννούσε την εποχή εκείνη μόνο αρνητικές αντιμετωπίσεις από το σύνολο σχεδόν του αντρικού πληθυσμού, ενώ υπήρχε και εισαγγελική παρέμβαση το 1877, που γνωμάτευσε ότι η γυναικεία εργασία στα εργοστάσια προσβάλλει τη δημόσια ηθική. Για πολλά χρόνια η δουλειά εξακολουθούσε να θεωρείται υποτιμητική. Κάθε γυναίκα που δούλευε δεν έπαυε να θεωρείται σχεδόν ηθικά ύποπτη.
Παρόλη αυτή την ηθικολογία, τις προκαταλήψεις και τα αυστηρά ήθη της εποχής, ένας περιορισμένος αριθμός γυναικών στο Βόλο τόλμησε να εργαστεί. Αργά, βασανιστικά, με άθλιες συνθήκες και χωρίς την κοινωνική αποδοχή τα κορίτσια των κατώτερων οικονομικά τάξεων, τα οποία έπρεπε οπωσδήποτε να συντηρήσουν οικογένεια ή αναπλήρωναν αδελφούς ή πατεράδες που πέθαναν κλπ., άρχισαν να εντάσσονται στην αγορά εργασίας, ιδίως μετά τον πόλεμο του 1897, τόσο κάτω από την πίεση των μεγάλων οικονομικών αναγκών τους όσο και από τη ζήτησή τους από τους εργοδότες ως φτηνή, υποταγμένη και προσωρινή εργατική δύναμη.
Οι γυναίκες γενικότερα δούλευαν με όρους υπερβολικά σκληρούς και πληρώνονταν με ημερομίσθια πείνας. Η εκμετάλλευσή τους από τους εργοδότες τους ήταν τεράστια. Κατά κανόνα άρχιζαν να δουλεύουν σε μικρότερη ηλικία από τους άντρες, συνήθως από την ηλικία των 10-12 χρόνων, ίδιες ώρες με αυτούς, δηλαδή 12-14 την ημέρα, με ίδιες συνθήκες εργασίας αλλά αμείβονταν πάντα με ποσό κάτω του μισού ή του τρίτου του ανδρικού μεροκάματου. Οι ευρύτερες κοινωνικές αντιλήψεις για την ανισότητα των φύλων είχαν άμεση αντανάκλαση και στις εργασιακές σχέσεις. Όσο καιρό δε κι αν δούλευαν δεν αποκτούσαν ειδικότητα, διότι η πολιτική ηγεσία δεν ενδιαφερόταν να ρυθμίσει νομοθετικά τις συνθήκες και τους όρους εργασίας τους. Θα χρειαστεί να προχωρήσει ο 20ός αιώνας, για να αναπτύξουν μια στοιχειώδη συνείδηση εργαζόμενης και να συμμετάσχουν σε συνδικαλιστικές δραστηριότητες και διεκδικήσεις. Έτσι το εξαντλητικό ωράριο εργασίας, οι ελλιπέστατοι όροι υγιεινής, οι αρρώστιες (φυματίωση, κλπ.), η ανεπαρκής διατροφή και γενικότερα οι κακές συνθήκες διαβίωσης εξαιτίας των μεροκάματων πείνας προσέβαλλαν την υγεία των εργατριών, ιδίως των μικρών κοριτσιών, που ήταν σε ανάπτυξη, με αποτέλεσμα να υπάρχει επίπτωση στην αναπαραγωγική τους ικανότητα. Επίσης οι εργάτριες, εκτός από την εργασία τους, έπρεπε να κάνουν και όλες τις δουλειές του σπιτιού, γεγονός που τις οδηγούσε στην υπερκόπωση και τις αρρώστιες.
«Οι εργάτες και οι εργάτριες [στο Βόλο] δούλευαν μέσα σε μπουντρούμια. Το μεροκάματο άρχιζε με την ανατολή του ηλίου και τέλειωνε με τη δύση. Δουλειά εξαντλητική και αδιάκοπη. Πολλοί εργάτες και εργάτριες γίνονταν φθισικοί», γράφει ο Ηλίας Λεφούσης. Και ακόμα: «Η φυματίωση θέριζε στην κυριολεξία, ιδιαίτερα τα λαϊκά αυτά στρώματα που υποσιτίζονταν […]. Τους φυματικούς εργάτες και τις εργάτριες τους βοήθαγαν με φάρμακα που αγόραζαν με εράνους. Κάθε μέρα πέθαιναν οι φυματικοί εργάτες και ιδιαίτερα οι καπνεργάτες και οι καπνεργάτριες. Τους νεκρούς φόρτωναν στα κάρα, χωρίς καφάσια, τυλιγμένους σε κουρελούδες ή σακιά. Συχνά οι κηδείες αυτές εξελίσσονταν σε συλλαλητήρια, με κραυγές και θρήνους. Μανάδες του χαμού, αδελφάδες, συνάδελφοι και σύντροφοι της δουλειάς και της φιλίας, δεδομένου ότι συχνότατα οι νεκροί ήταν νέοι».
Η κατάσταση αυτή απασχόλησε τις φεμινίστριες και τους λίγους αστούς μεταρρυθμιστές της εποχής. Η Καλλιρρόη Παρρέν έγραφε στην «Εφημερίδα των Κυριών» άρθρα με σκοπό να ληφθούν μέτρα προστασίας των εργατριών.
Παρ' όλα αυτά η συμμετοχή των γυναικών στη μισθωτή εργασία άρχισε να διευρύνεται σημαντικά στο Βόλο στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Όμως και μ' αυτούς τους όρους η εργασία επέτρεψε για πρώτη φορά στις γυναίκες ν' ανατρέψουν την απόλυτη οικονομική εξάρτησή τους από τον άνδρα αφέντη και ν' αυτονομηθούν.
[…]
Εργασία λοιπόν ζητούσαν οι Ελληνίδες και βέβαια οι Βολιώτισσες, για να ζήσουν και να λυτρωθούν οι ίδιες αλλά και τα αδέλφια τους, τα αγόρια της οικογένειας, που η πατροπαράδοτη ελληνική αξιοπρέπεια δεν τ' άφηνε να παντρευτούν, όσο είχαν αδελφές ανύπαντρες. Ένα έθιμο που στο Βόλο τουλάχιστον «κράτησε γερά» μέχρι περίπου και τη δεκαετία του 1960. Έτσι ίσως εξηγείται και η παρατήρηση ενός συντάκτη της εφημ. «Η Θεσσαλία» με το ψευδώνυμο «ΔΑΤis», ο οποίος έγραφε για ένα υπαρκτό πρόβλημα της κοινωνίας την εποχή εκείνη, ότι δηλαδή τα περισσότερα αγορά της πόλης έμεναν γεροντοπαλίκαρα.
Η ίδρυση και λειτουργία στο Βόλο πολλών βιομηχανικών, όπως η καπνοβιομηχανία Ματσάγγου το 1890, το εργοστάσιο Γκλαβάνη - Καζάζη του 1896, το υφαντουργείο Παπαγεωργίου το 1905, το εργοστάσιο Μουρτζούκου το 1908 και αργότερα το Μεταξουργείο Ετμεκτζόλγου, το πλινθοκεραμοποιείο Τσαλαπάτα κ.ά., είχαν ανάγκη από εργατικό δυναμικό, το οποίο τελικά βρέθηκε ανάμεσα στους πολλούς Πηλιορείτες και άλλους Θεσσαλούς που έρχονταν στην πόλη κυρίως ως βιομηχανικοί εργάτες. «Ανάμεσα σ' αυτούς και πολλές γυναίκες», γράφει ο Χ. Χαρίτος. Και ο Ηλίας Λεφούσης σημειώνει: «Γύρω στα 1900-1908 έχουμε στο Βόλο μια σειρά εργοστάσια. Και έναν κόσμο που μπαινοβγαίνει σ' αυτά: οι εργάτες και οι αργατίνες».
[…]
Ο Φιλαδελφεύς εξήρε το γεγονός της ύπαρξης φθηνών γυναικείων εργατικών χεριών και κυρίως ανήλικων κοριτσιών, που προσφέρονται να δουλέψουν για ένα κομμάτι ψωμί. Η εκμετάλλευσή τους δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Η γυναίκα ήταν «ον υποδεέστερον», για το οποίο δεν άξιζε τον κόπο να ασχοληθεί ή να προβληματιστεί κανείς.
[…]
Στο Βόλο την εποχή εκείνη υπήρχαν και αρκετοί κουκουλέμποροι, οι οποίοι προμηθεύονταν τα κουκούλια από τον Τύρναβο, την Αγιά και τα χωριά του Πηλίου και ύστερα από προσεκτική διαλογή, που γινόταν σε ειδικές αποθήκες, τα εξήγαγαν στην Ευρώπη. «Στη διαλογή αυτή», γράφει ο Γάτσος, «ηργάζοντο μόνο γυναίκες και ιδίως κορίτσια, οι κουκουλούδισσες. Κατά τον μήνα της διαλογής απησχολούντο εις την εργασίαν αυτή πλέον των τριακοσίων εργατριών, κυρίως εξ Άνω Βόλου και εν μέρει από το Διμήνι και τα Μελισσιάτικα. Ήρχοντο πρωί πρωί και επέστρεφον όλαι μαζί το βράδυ. Το οκτάωρον δεν είχε θεσπιστεί εισέτι. Ήσαν δε τόσον εργατικαί και σεμναί, ώστε κατερχόμεναι έπλεκον βαδίζουσαι τα λεγόμενα τσουράπια, πωλούμενα υπό των γεροντοτέρων την Τετάρτην και το Σάββατον».
Είναι απίστευτο το γεγονός ότι οι μικρές εκείνες εργάτριες όχι μόνο δούλευαν δεκατέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο αλλά στο δρόμο για τη δουλειά τους «έπλεκον βαδίζουσαι».
Τα ενήλικα εκείνα κορίτσια των οκτώ και δέκα ετών, αντί να πηγαίνουν στο σχολείο ή να παίζουν, δούλευαν καθημερινά και δεν γνώριζαν τι είναι ελεύθερος χρόνος, διακοπές, αργίες, άδειες, σωστό ωράριο, σωστό ημερομίσθιο, κλπ. Δείγματα των κοινωνικών προκαταλήψεων και της αδιαφορίας της πολιτείας με χαμηλότατο επίπεδο μόρφωσης, τις περισσότερες φορές αναλφάβητα, δούλευαν σε συνθήκες πλήρους άγνοιας και εξάρτησης, θύματα μιας άγριας εκμετάλλευσης, που όχι μόνο άφηνε ασυγκίνητους τους κρατούντες, αλλά αντίθετα «η πρόσληψή τους από τον εργοδότη προβάλλονταν ως πράξη φιλανθρωπίας που έπρεπε να επαινεθεί».
Ίδιοι δρόμοι, άλλοι κό...
Γεννημένη και μεγαλωμένη στο Βόλο, σε μια κοινωνία πολύ αναπτυγμένη καλλιτεχνικά και πνευματικά, έμαθα να αγαπώ την τέχνη. Ως μαθήτρια του ωδείου της Αννέτας Τσολάκη, μιας γυναίκας πολύ καλλιεργημένης, αυτό που λέμε αστής, είχα την ευκαιρία παράλληλα με τις μουσικές μου σπουδές να ζήσω σ’ ένα ονειρικό περιβάλλον. Το ωδείο Τσολάκη εκτός από συναυλίες οργάνωνε και διάφορες καλλιτεχνικές γιορτές. Αποδίδαμε τα παραμύθια με χορό, ντυνόμαστε με ρούχα εποχής… Όλα αυτά για μένα που ήμουνα παιδάκι ήταν κάτι σαν όνειρο.
Με τον πόλεμο βέβαια η μαγεία αυτή χάθηκε. Τα δύο πρώτα χρόνια της Κατοχής επικρατούσε στο Βόλο βουβαμάρα. Ύστερα σιγά σιγά ξεθαρρέψαμε. Ο καλλιτεχνικός σπόρος που είχαμε μέσα μας θέριεψε και από το 1943 και μετά, τις Κυριακές, παρ’ όλο το άγχος, παρ’ όλους τους σκοτωμούς, τα αντίποινα, την πείνα, άρχισαν να οργανώνονται στο «Τιτάνια» καλλιτεχνικά πρωινά. Ντόπιοι, άνθρωποι ταλαντούχοι, έπαιζαν επί σκηνής διάφορα αυτοσχέδια σκετς, απαγγέλανε παρλάτες, συχνά σατιρίζοντας με αλληγορικό τρόπο τους κατακτητές, κι εγώ, δεκατριών δεκατεσσάρων χρονών τότε, με την ικανότητα που είχα να παίζω ολόκληρα κομμάτια prima vista, τους συνόδευα στο πιάνο.
Ήταν μια ανάσα αυτά τα πρωινά. Μια ανάπαυλα, γιατί η κατάσταση στο Βόλο ήταν φρικτή. Άνοιγες το πρωί το παράθυρο κι έβλεπες στις γραμμές του τρένου, στην οδό Δημητριάδος, κάθε πέντε μέτρα κι έναν νεκρό. Μόλις έκαναν κάποια επίθεση οι αντάρτες στο Πήλιο, αμολιόντουσαν οι γερμανοτσολιάδες και μέσα στα άγρια μεσάνυχτα έμπαιναν στα σπίτια των Βολιωτών, τους συνελάμβαναν και χωρίς δίκη τους τουφέκιζαν για αντίποινα.
Παρά τη ζοφερή αυτή κατάσταση, εμείς τις Κυριακές συνεχίζαμε το καλλιτεχνικό μας πρόγραμμα. Ήταν ένας τρόπος αντίδρασης, ένα σωσίβιο.
[…]
Αφήγηση Δεύτερη
Την ανέχεια την έζησα από την ώρα που γεννήθηκα. Τον πατέρα μου τον ξέρω μόνο από τη φωτογραφία. Πέθανε όταν ήμουνα δυο τριών χρονών. Πήγα στο Δημοτικό σχολείο πολύ μικρή, γιατί η μάνα μας δούλευε στις καπναποθήκες, όπως δούλευαν και τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια μου, κι εγώ με τον αδελφό μου τον Δημητρό, που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος, μέναμε στο σπίτι. Τότε το κράτος, για να πολεμήσει τον αναλφαβητισμό, υποχρέωνε όλα τα παιδιά να πάνε στο σχολείο. Επειδή ο αδελφός μου, που ήταν οχτώ χρονών, αναγκάστηκε να πάει σχολείο κι εγώ θα έμενα μόνη στο σπίτι, η δασκάλα δέχτηκε να με πάρει κι εμένα στην τάξη.
Από την πρώτη μέρα μου άρεσαν τα γράμματα. Τέλειωσα το Δημοτικό με εννέα.
Δεκαπέντε δεκάξι χρονών δούλεψα στο εργοστάσιο του Τσαλαπάτα και το 1947 πήγα κι έπιασα δουλειά στο εργοστάσιο του Παπαγεωργίου σαν υφάντρια με μεροκάματο εννιά χιλιάδες δραχμές. Τότε ήταν ακόμα τα εκατομμύρια.
Δεν ξέρω, αλλά είχα πάρει καλά τη δουλειά. Μόλις έβαζα την πρώτη σαϊτιά, άρχιζα το τραγούδι. Ήταν αλλιώς ο κόσμος τότε. Μπορεί να μην είχαμε δεύτερο φουστάνι, να είχαμε φτώχια κι ανέχεια, αλλά δε μας ένοιαζε και τόσο. Δεν είχαμε το άγχος που έχει ο κόσμος σήμερα.
Δε θυμάμαι ημερομηνίες, γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια, αλλά θυμάμαι πως κάναμε μια απεργία. Δεν ξεκίνησε απ’ εμάς που ήμασταν στα αργαλειά. Την ξεκίνησαν αυτές που δούλευαν στα κλωστήρια. Εμείς στα αργαλειά είχαμε μόνο δυο βάρδιες, ενώ αυτές που ήταν στα κλωστήρια είχαν και ξενύχτι. Η τρίτη βάρδια έπιανε δουλειά στις δέκα το βράδυ και τέλειωνε στις έξι το πρωί.
Η απεργία όμως δεν έγινε για τις βάρδιες. Έγινε γιατί η εργοδοσία δεν πλήρωνε κανονικά τα μεροκάματα. Μας χρωστούσε δυο και τρία μηνιάτικα. Στο τέλος της βδομάδας ήταν να λάβεις, ας πούμε, τρακόσες δραχμές και σου έδιναν μόνο πενήντα. Άμα παραπονιόσουνα, σου έλεγαν «Να, πάρε αυτό το κομμάτι ύφασμα». Ίσα ίσα για να σου βουλώσουν το στόμα.
Το σωματείο που είχαμε αποφάσισε τότε να κατέβουμε σε απεργία. Κλείστηκαν οι εργάτες και οι εργάτριες μέσα κι έκαναν απεργία πείνας. Υπήρχαν κι εργάτες απεργοσπάστες που ήθελαν να δουλέψουν και θυμάμαι που έμπαιναν οι άλλοι μέσα από τα παράθυρα για να τους εμποδίσουν. Το ίδιο γινόταν κι όταν κάναμε στάσεις εργασίας. Πηγαίναμε, όσοι υπακούαμε στα συνδικάτα, και κόβαμε το μασούρι απ’ εκείνες που ήθελαν να δουλέψουν. Ε, με όλα αυτά είχαν δημιουργηθεί ανάμεσα στους εργάτες παρεξηγήσεις. Και το αποτέλεσμα όλης αυτής της ιστορίας ήταν οι μεν κύριοι συνδικαλιστές να πάρουν τα λεφτά τους κι όλοι εμείς οι άλλοι να μην πάρουμε δραχμή. Και δεν ήταν μόνο που δεν μας πλήρωναν κανονικά, ήταν που μας έτρωγαν και τα ένσημα. Εμείς δεν ξέραμε τότε απ’ αυτά και δε ζητούσαμε τα βιβλιάρια να τα ελέγξουμε. Δουλεύαμε όλο το μήνα και μας έβαζαν ένσημα μόνο έξι κι εφτά μέρες ενώ δεν είχαμε λείψει ούτε μία.
Είκοσι χρόνια αργότερα ήρθε στο Βόλο μια γερμανικιά φίρμα που εγκαταστάθηκε μέσα στο παλιό εργοστάσιο του Παπαγεωργίου. Πήγα εκεί και δούλεψα. Απ’ αυτούς δεν έχω κανένα παράπονο. Μας πλήρωναν κανονικά και μας έβαζαν όλα τα ένσημα.
Γυναικεία κίνηση: στην...
Ο Βόλος με τον κοσμοπολίτικο αέρα των αρχών του 20ού αιώνα προσφερόταν πλέον, εκτός από την εμποροβιομηχανική του ανέλιξη και την πολιτιστική του εγρήγορση, και ως ένας σημαντικός χώρος ιδεολογικών ζυμώσεων και έντονων κοινωνικών διεργασιών, οι οποίες συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη του εκπαιδευτικού, του εργατικού, του αγροτικού αλλά και του γυναικείου κινήματος. Το τελευταίο μέχρι σήμερα δεν έχει επισημανθεί σχεδόν καθόλου.
Η πρωτεύουσα της Μαγνησίας, όπως θα δούμε, ήταν η πρώτη πόλη της ελληνικής περιφέρειας, η οποία στήριξε τη γυναίκα στους αγώνες της για την ισότιμη με τον άντρα κοινωνική της ένταξη, ενάντια στην κρατούσα αντίληψη για τη διανοητική και βιολογική διαφορά των δύο φύλων.
Οι λίγες μορφωμένες Βολιώτισσες αρσακειάδες, οι οποίες, όπως ήδη αναφέραμε, είχαν ενστερνιστεί στην Αθήνα, όπου φοίτησαν, τις μοντέρνες ιδέες και ήταν συνδρομήτριες της «Εφημερίδος των Κυριών», έγιναν πλέον περισσότερες στις αρχές του 20ού αιώνα και πιο δραστήριες, διότι η Κ. Παρρέν με τα άρθρα της παρότρυνε τις αναγνώστριές της να μορφώνονται, να εργάζονται και να αποκτούν τη δική τους δυναμική. Παράλληλα τις ενημέρωνε συστηματικά σχετικά με τις προόδους που σημείωναν στο γυναικείο ζήτημα όχι μόνον οι γυναίκες της Αθήνας αλλά και των άλλων χωρών.
Το 1908, επετειακό έτος αναφοράς στην παρούσα έκδοση, ήταν για το Βόλο ένας χρόνος έντονων προδρομικών πρωτοβουλιών για το γυναικείο ζήτημα, που σφράγισε την πρωτοπορία της πόλης και σ' αυτόν τον τομέα. Η ενεργητικότητα των συνειδητοποιημένων γυναικών την περίοδο αυτή ήταν πολύ έντονη. Είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται οι πρώτες γυναικείες συσπειρώσεις οι οποίες επηρέασαν σημαντικά τις Βολιώτισσες, με αποτέλεσμα να προχωρήσουν σε μια πιο πλατειά σφαίρα δραστηριοτήτων, που αργότερα ενώθηκε με το γενικότερο ανθρωπιστικό και φεμινιστικό κίνημα.
Υπήρχε ήδη στην πόλη η Ένωση Ελληνίδων Βόλου, παράρτημα της Ένωσης Ελληνίδων Αθηνών, με πρόεδρο την Ιωάννα Αποστολίδου και γραμματέα την Αικ. Ζίφου, της οποία τα μέλη, όπως είδαμε, ανέπτυξαν πολύπλευρη δραστηριότητα στην πόλη, όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1897. Εντυπωσιάζει το γεγονός της ταυτόχρονης ίδρυσης της Ένωσης Ελληνίδων Βόλου με την Εν Αθήναις Ένωσιν των Ελληνίδων, η οποία ιδρύθηκε από την Καλλιρρόη Παρρέν μετά το διεθνές φεμινιστικό συνέδριο του 1896. Το καταστατικό της Ένωσης της Αθήνας δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 24 Μαΐου 1897. Επομένως οι Βολιώτισσες είχαν άμεση επαφή με την Αθήνα και με τους προβληματισμούς και τα οράματα των πρωτοπόρων του γυναικείου κινήματος.
Η Ένωση της Αθήνας κινητοποίησε ένα μεγάλο αριθμό Ελληνίδων και αποτέλεσε την πρώτη μαζική έξοδο των γυναικών των μεσαίων κυρίως στρωμάτων στο δημόσιο χώρο. Ήταν ένας εθνικός - φεμινιστικός οργανισμός, τον οποίο στελέχωσαν, εκτός από την Καλλιρρόη Παρρέν, εξέχουσες γυναικείες προσωπικότητες, όπως η Αικ. Λασκαρίδου, η Μαρία Κεφαλά, η Μαρία Καλαποθάκη, η Α. Πάλλη, η Ν. Δραγούμη, η Ζωή Βαλτινού, η Πηγή Παππά κ.ά. Διέθετε πολλά τμήματα, εκπαιδευτικό, φιλολογικό, καλλιτεχνικό, εθνικό, οικιακής υγιεινής, νοσηλείας, φιλανθρωπικό, κλπ. Προωθώντας ιδέες και θέσεις πολύ πρωτοποριακές για την εποχή έπαιξε για δεκαετίες καθοριστικό ρόλο στην πορεία του ελληνικού γυναικείου κινήματος με αγώνες και διεκδικήσεις των μελών της για τη χειραφέτηση της γυναίκας.
Στο Βόλο, εκτός από την τοπική Ένωση Ελληνίδων, υπήρχαν ή ιδρύθηκαν το 1908 στην πόλη και άλλες γυναικείες συσπειρώσεις, οι οποίες δεν ήταν καθαρά φεμινιστικές. Κυρίως ήταν φιλανθρωπικές, όμως πρόβαλλαν έντονους γυναικείους προβληματισμούς με απώτερο στόχο πάντα τη βελτίωση της θέσης της γυναίκας. Η συνεργασία τους με τις αντίστοιχες αθηναϊκές οργανώσεις παρείχε, πέρα από τη δυνατότητα επαφής και ενημέρωσης για τις διεθνείς σχετικές εξελίξεις, και ορισμένα πρότυπα εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας πολύ χρήσιμα.
Οι συσπειρώσεις αυτές ήταν χώροι κοινωνικοποίησης των γυναικών εκτός του οικογενειακού κύκλου, από τους οποίους ξεκίνησαν τα πρώτα δίκτυα της συλλογικής τους δραστηριότητας στον τομέα της κοινωνικής αναμόρφωσης. Στον τομέα αυτόν στηρίχτηκαν και οι πρώτες σημαντικές πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της θέσης της γυναίκας. Αποτέλεσαν δηλαδή το γόνιμο έδαφος, πάνω στο οποίο άρχισε να αναπτύσσεται σιγά - σιγά ένα φεμινιστικό ρεύμα στο Βόλο, που, όπως θα δούμε, με την κυκλοφορία του τύπου επεκτάθηκε και στην υπόλοιπη Θεσσαλία.
[…]
Είναι απίστευτο το γεγονός ότι εκατόν δέκα γυναίκες σε μια ανδροκρατούμενη μικρή κοινωνία της εποχής, που ήθελε τη γυναίκα άφωνη στον γυναικωνίτη, έσπασαν τον απόλυτο αποκλεισμό τους από τα δρώμενα της πόλης, συσπειρώθηκαν και δραστηριοποιήθηκαν προσφέροντας μεγάλο κοινωνικό έργο. Οι εκατόν δέκα αυτές γυναίκες, οι οποίες αγνόησαν τα κουτσομπολιά και τις πιέσεις της κλειστής και πατριαρχικής τότε βολιώτικης κοινότητας, και οι άλλες που θα δούμε πιο κάτω, σηματοδοτούν μια φεμινιστική συνείδηση, που θέτει ως στόχο τη συγκρότηση των γυναικών σε συλλογικό υποκείμενο της χειραφέτησής τους.
Το 1908 ιδρύθηκε ακόμη η Αδελφότητα Κυριών «Οζέρ Νταλίμ» στην Ισραηλιτική Κοινότητα Βόλου, η οποία υπήρξε ένα από τα πιο δραστήρια και μακρόβια γυναικεία σωματεία της πόλης. Σκοπό της έθεσε τη βοήθεια στα αναξιοπαθούντα μέλη της κοινότητας αλλά και ολόκληρης της βολιώτικης κοινωνίας.
[…]
Κατά τη διάρκεια του 1908 υπήρξε επίσης μαζική ανταπόκριση δεκάδων γυναικών, του αστικού κυρίως χώρου, στην πρόσκληση του Θρησκευτικοφιλολογικού Συλλόγου Βόλου «Τρεις Ιεράρχαι» να γίνουν μέλη του. Οι Βολιώτισσες, οι οποίες ανταποκρίθηκαν, έφτασαν τις ενενήντα δύο και με την αλλαγή του καταστατικού του Συλλόγου συγκάλεσαν γενική συνέλευση και εξέλεξαν το πρώτο ενδεκαμελές Διοργανωτικό Συμβούλιο Κυριών. Είναι πρωτοποριακό το γεγονός γυναίκες να συνέρχονται, να ψηφίζουν και να εκλέγουν το συμβούλιό τους. […]
Εντυπωσιάζει κι εδώ το γεγονός της μεγάλης συμμετοχής του γυναικείου φύλου στην κοινωνική επιστράτευση του Συλλόγου, φαινόμενο καινοφανές για την εποχή, αλλά και ο σημαντικότατος ρόλος που έπαιξε στην πρόοδο και ανάπτυξή του. Το σπουδαιότερο επίτευγμα του Διοργανωτικού Συμβουλίου Κυριών, εκτός των άλλων δραστηριοτήτων του, ήταν η ίδρυση Νυκτερινής Σχολής απόρων κοριτσιών με υπεύθυνη την Σταματία Καλλατζή. Τα κορίτσια αυτά προφανώς εργάζονταν την ημέρα στα εργοστάσια, στα καπνομάγαζα, στα μοδιστράδικα κ.α. και δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα των ημερήσιων σχολείων. Η Σχολή απετέλεσε γι' αυτά μια σανίδα σωτηρίας για τη γενική τους μόρφωση, η οποία τελικά θα τα βοηθούσε να διεκδικήσουν και τα δικαιώματά τους ως εργαζόμενες. Είναι φανερό ότι οι γυναικείες συσπειρώσεις και συσσωματώσεις, εκτός από το μεγάλο φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο που προσέφεραν, προσπαθούσαν να ελευθερώσουν τη γυναίκα από τα σκοταδιστικά κατάλοιπα, την καθυστέρηση και την υπανάπτυξη και να βελτιώσουν τη θέση της μέσα στην κοινωνία.
Οι Βολιώτισσες είχαν πλέον εισβάλει στο δημόσιο χώρο. Στην πενταμελή π.χ. επιτροπή του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου, το οποίο ιδρύθηκε στο Βόλο το 1908 για τα κορίτσια των δημοτών με διευθυντή τον εξαίρετο παιδαγωγό Αλ. Δελμούζο και το οποίο έθεσε τις βάσεις της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στη χώρα, συμμετείχαν, εκτός από τον Δήμαρχο Κ. Γκλαβάνη και τους συμβούλους Ιωαν. Χρυσοβελώνη και Σπ. Μουσούρη, και δυο γυναίκες, η Φιλίτσα Ιωαννίδου και η Αγλαΐα Κοκκωσλή. Οι δύο αυτές κυρίες προσέφεραν σημαντικότατο έργο στην προετοιμασία του σχολείου, η οποία πραγματοποιήθηκε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα είκοσι δύο ημερών. Γράφει ο Χ. Χαρίτος: « […] Όλα όσα αποφασίστηκαν πραγματοποιήθηκαν ως το τέλος Σεπτεμβρίου 1908 και είναι έργο κυρίως των δύο γυναικών - μελών της εφορείας και του Δημ. Σαράτση».
Επίσης την περίοδο αυτή μια ακόμα δραστήρια και με προοδευτικές ιδέες γυναίκα, η Αννέτα Ραζή - Τσολάκη, η οποία από το 1901 είχε αναλάβει τη διεύθυνση της Μουσικής Εταιρείας, ίδρυσε το 1908 το Ωδείο Βόλου, το οποίο οργάνωνε, εκτός από τις συναυλίες, διαλέξεις, εκθέσεις, φιλανθρωπικές γιορτές, χορούς και κυρίως παιδικό θέατρο, προσφέροντας μουσική παιδεία υψηλού επιπέδου στο κοινό της πόλης. Με τις μουσικοκαλλιτεχνικές εκδηλώσεις της επί ολόκληρες δεκαετίες η Αννέτα Τσολάκη δημιούργησε στο πλαίσιο του Ωδείου Βόλου που διηύθυνε ένα είδος μοναδικού και αξεπέραστου μουσικού παιδικού θεάτρου, το οποίο θα το ζήλευε οποιαδήποτε ελληνική πόλη και το οποίο συνέβαλε, ώστε ο Βόλος να σταθεί πρωτοπόρος και στο θέατρο.
Αποτέλεσμα αυτών των πρωτοβουλιών και των ζυμώσεων και κυρίως των συσπειρώσεων στο γυναικείο χώρο ήταν η ίδρυση και λειτουργία αργότερα στο Βόλο οργανωμένων και μακρόβιων γυναικείων σωματείων, μοναδικών στη Θεσσαλία, με σκοπό την εκπαίδευση και κοινωνική χειραφέτηση της Ελληνίδας, την προστασία του παιδιού και την ανύψωση του φρονήματος και των αισθημάτων των γυναικών.
Η δυναμική Βολιώτισσα φεμινίστρια Αικ. Ζίφου, γραμματέας της προοδευτικής Ένωσης Ελληνίδων Βόλου το 1897, ίδρυσε το 1920 μαζί με είκοσι ακόμα κυρίες του αστικού κυρίως χώρου το Λύκειο των Ελληνίδων Βόλου, το μακροβιότερο γυναικείο σωματείο της πόλης, ως παράρτημα του Λυκείου Αθηνών, το οποίο υπήρξε η πρώτη συστηματική πλέον προσπάθεια γυναικείας δράσης και χειραφέτησης και το οποίο τόσα πολλά προσέφερε και συνεχίζει να προσφέρει στη βολιώτικη κοινωνία.
[…]
Επίσης το 1922 η Βολιώτισσα Φώνη Ζωιτοπούλου, το γένος Κουτσαγγέλη, η οποία για χρόνια παρακολούθησε στην Ευρώπη μαθήματα κοινωνικής πρόνοιας, ίδρυσε με άλλες δεσποινίδες της πόλης το Άσυλο Παιδιού Βόλου. Το ίδρυμα αυτό με ζωή εβδομήντα πέντε και πλέον ετών προσέφερε μεγάλο κοινωνικό έργο στην πόλη, ιδίως στην προστασία του παιδιού και στην εργαζόμενη γυναίκα.
Τέλος η Αλεξάνδρα Παπαϊωάννου ίδρυσε τον Βρεφικό Σταθμό Βόλου, του οποίου υπήρξε πρόεδρος για πολλά χρόνια, προσφέροντας σημαντικότατο έργο τόσο στο σταθμό όσο και στην κοινωνία της πόλης, από την οποία αγαπήθηκε και τιμήθηκε ιδιαίτερα.
Οι Βολιώτισσες από το 1908 που επετράπηκε με νόμο η γυναικεία εργασία σε δημόσιες υπηρεσίες, έσπευσαν να εργαστούν στο τηλεγραφείο, σε δημόσια ιδρύματα και κυρίως στην Τράπεζα Κοσμαδόπουλου, η οποία είχε ιδρυθεί στην πόλη από το 1885.
Στην περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης πολλές Βολιώτισσες πήραν τα όπλα και αγωνίστηκαν με πάθος δίπλα στους άνδρες για την ελευθερία ή βοήθησαν και στήριξαν με κίνδυνο της ζωής τους τον αγώνα. Δυστυχώς η γυναικεία συμβολή στο αντιστασιακό κίνημα δεν έχει αναγνωριστεί όσο θα έπρεπε.
Είναι πάντως φανερό ότι ο πρωτοβουλίες και οι δραστηριότητες των γυναικών και κυρίως η συγκρότησή τους σε συλλογικά όργανα προϋπέθετε τη συνειδητοποίηση από τις ίδιες πως είναι πλέον σε θέση να αλλάξουν τους όρους της κοινωνικής τους ύπαρξης και να διεκδικήσουν σθεναρά τη χειραφέτηση για μια κοινωνία λειτουργικά σωστότερη.
Εκείνο όμως που κυριάρχησε το 1908 και σηματοδότησε μια γυναικεία κίνηση με μεγάλη δυναμική, τόσο στο Βόλο όσο και στη Θεσσαλία γενικότερα, ήταν η απόφαση μερικών μορφωμένων και ευαισθητοποιημένων γυναικών να τολμήσουν, ενάντια στην προκατάληψη και τα αυστηρά ήθη, να συνεργαστούν στις τοπικές εφημερίδες, φαινόμενο καινοφανές για την εποχή, και να γράφουν άρθρα σχετικά με το γυναικείο ζήτημα, χρησιμοποιώντας τις γνώσεις και την πένα τους, για να αρθρώσουν προβληματισμούς γύρω από το φύλο τους. Οι γυναίκες αυτές προφανώς πίστευαν στον ισχυρό προπαγανδιστικό ρόλο που μπορούσε να παίξει ο τύπος στη διάδοση νέων ιδεών και νοοτροπιών, αλλά και στην αφύπνιση των ομοφύλων τους, όσων βέβαια, λόγω του μεγάλου αναλφαβητισμού που μάστιζε το γυναικείο φύλο, μπορούσαν να διαβάσουν μια εφημερίδα. Δημιουργήθηκε έτσι στο Βόλο μια γυναικεία κίνηση με ιδιαίτερη δυναμική, η οποία χάρη στη μεγάλη για την εποχή κυκλοφορία της εφημερίδας «Η Θεσσαλία» ευαισθητοποίησε έναν σημαντικό αριθμό γυναικών.
Διανοούμενες, όπως η Θάλεια Θέμη Χαλκιά, η αδελφή της με το ψευδώνυμο «Ξένη», η Παπασταύρου, η Rebelle (Ελένη Καρακίτου), η «Λαρισσινή»κ.ά. άρχισαν να αρθρογραφούν στις βολιώτικες εφημερίδες, αναλύοντας με μια συστηματική επεξεργασία το όραμα της ισότητος των δύο φύλων και εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους η μελλοντική πολιτική χειραφέτηση της Ελληνίδας θα απέβαινε ευεργετική για τη ζωή της χώρας. Τα κείμενά τους θα ζήλευαν και οι σημερινές εφημερίδες.
[…]
Η γυναίκα καλείται να ξεφύγει από το καθεστώς της υποταγής, στο οποίο την κράτησαν επί αιώνες οι προκαταλήψεις, η κοινωνική συντήρηση και οι νόμοι, τους οποίους θεσμοθέτησε το κυρίαρχο φύλο: Η γυναίκα «έρχεται τώρα ν' ανακτήσει αυτή πρώτη τα όρια, τα οποία του ισχυροτέρου το δίκαιον κατεπάτησεν», γράφει. Με τρόπο που δεν επιδέχεται παρερμηνείες η Χαλκιά δηλώνει με σαφήνεια τη βεβαιότητά της ότι η γυναίκα χωρίς να ζητάει πλέον, αλλά με θεμελιακές αλλαγές που θα δρομολογηθούν, θα πάρει τη θέση που της αξίζει μέσα στην κοινωνία.
Όλα αυτά τα άρθρα, τα καθαρώς φεμινιστικά, όμοια με τα οποία δεν βρίσκει κανείς ούτε στον αθηναϊκό τύπο της εποχής, παρά μόνο σε μερικά γυναικεία περιοδικά, όπως η Εφημερίδα των Κυριών, που όμως πολλές φορές γίνονταν αντικείμενα εμπαιγμού και ειρωνείας, προετοίμασαν τον πολιτικό και κοινωνικό ιστό στο Βόλο και συνετέλεσαν στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, για να δεχθεί τις νέες ιδέες. Αποτελούν δε δείγματα προόδου, πολιτισμού και πρωτοπορίας όχι μόνο των γυναικών συγγραφέων τους και του βολιώτικου τύπου αλλά κυρίως της βολιώτικης κοινωνίας, η οποία τα αποδεχόταν και τα επικροτούσε.
[…]
Μετάβαση στο σημείο: Το "Άνω" κέντρο