Βόλος
Βόλος
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΣτο κέντρο της πόλης - οι δρόμοι της αγοράς Οι νέοι στο κέντρο της πόλης
Παιδιά και νέοι μεγαλώνουν στο Βόλο. Μαθήματα ζωγραφικής και ποδόσφαιρο, κλασική μουσική στα Ωδεία ή σπάνια ρεμπέτικα στη Σκάλα του Μιλάνου, χάμπουργκερ και ντίσκο του ’80 ή τσιπουράδικα και φοιτητικά στέκια στις μέρες μας. Καθημερινότητα, διασκέδαση και ζητήματα αυτογνωσίας και απελευθέρωσης για τους νέους της πόλης που βγαίνουν έξω ή ενηλικιώνονται πολύ αργά μέσα στο σπίτι τους.
Μουσική Εταιρεία Βόλου...
Με την αυγή του 20ού αιώνα η νεοσύστατη πόλη του Βόλου έχει θέσει τις βάσεις για την πνευματική ανάπτυξη και την εκρηκτική πολιτιστική άνθιση που ακολουθεί στις επόμενες δεκαετίες σε όλους σχεδόν τους τομείς των τεχνών. Μεγάλη πρόοδος καταγράφεται και στον τομέα της μουσικής.
Οι απαρχές της μουσικής κίνησης σημειώνονται στα παραλιακά κοσμικά κέντρα και τα καφενεία, όπου οι πρώτοι «ωδικοί» θίασοι και ιταλικά μελοδράματα και γαλλικές οπερέτες επισκέπτονται το Βόλο και εκ του προχείρου δίνουν τις παραστάσεις τους στην αρχή αποσπασματικά και αργότερα πιο ολοκληρωμένα. Αντίστοιχη κίνηση καταγράφεται στην Αθήνα και σε κάποια μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα, στα οποία μετά την απελευθέρωση η μουσική μας ακολούθησε το ρυθμό της εξέλιξης της χώρας και δέχτηκε τις επιδράσεις της Ευρώπης. Τότε δημιουργήθηκαν και τα πρώτα μουσικά σωματεία που, εκτός της ψυχαγωγίας, ανέλαβαν τη διδασκαλία της δυτικής μουσικής σε όλες τις εκφάνσεις της. Οι επιδράσεις αυτές τις περισσότερες φορές αφομοιώθηκαν δημιουργικά και οι μουσικοσυνθέτες της χώρας έδωσαν θαυμάσια έργα έντεχνης ελληνικής μουσικής.
Η γέννηση και η δράση της «Μουσικής Εταιρίας Βόλου» εντάσσεται σε αυτό ακριβώς το κλίμα και ως προϊόν ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε μια εποχή πλήρους σχεδόν μουσικής αδράνειας στις υπόλοιπες πόλεις της περιφέρειας ήταν ιδιαίτερη σημαντική.
Το 1908 από άποψη καλλιτεχνικής εκπαίδευσης και μουσικής ζωής η δραστηριότητα της Μουσικής Εταιρίας Βόλου ανθεί. Παρόλο το σύντομο της διαδρομής της, η Εταιρία αποτέλεσε για μια περίπου δεκαετία (1901-1910) τον κύριο φορέα πολιτισμού της πόλης. Ευτυχής συγκυρία στην πρωτόγνωρη αυτή μουσική κίνηση υπήρξε η φωτεινή παρουσία της Αννέτας Ραζή-Τσολάκη και του Βασίλη Κόντη, που με την εγκατάστασή τους στο Βόλο έδρασαν το πρώτο μισό του 20ού αιώνα στο πεδίο αυτό, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην πολιτιστική και καλλιτεχνική κίνηση της πόλης.
[…]
Η Μουσική Εταιρία είχε ιδρυθεί το 1901, ως αποτέλεσμα ενεργοποίησης ορισμένων επιφανών προσωπικοτήτων της πόλης και συγκεκριμένα του Β. Περβανά και των προκρίτων Α. Αθανασάκη, Ι. Κυριαζή, Δ. Σαράτση, Σπ. Σπυρίδη, Ν. Ρογκότη, Ι. Χρυσοβελώνη και Ι. Ζίφου.
Η μεγάλη εκπαιδευτική δραστηριότητά της ξεκίνησε με τη «Σχολή κλειδοκύμβαλου» (πιάνο), στην οποία δίδασκε η πιανίστα Αννέτα Ραζή, με δίδακτρα ελάχιστα για τους μαθητές και με δωρεάν τμήμα για τις μαθήτριες των δημοτικών παρθεναγωγείων. Επιπλέον οργανώνει «Σχολή εγχόρδων οργάνων» με διδάσκοντα τον μουσικό Βαϊσκέρμπερ, στην οποία διδάσκονταν βιολί, βιολαντσέλο και μανδολίνο, καθώς και «Σχολή πνευστών» με όργανα το φλάουτο και το κλαρίνο. Μεταξύ των τμημάτων της συμπεριλάμβανε και τη λειτουργία ενός τμήματος «Σχολή Φιλαρμονικής» (Banda) για μαθητές άνω των δώδεκα ετών με διευθυντή τον Βέλγο καθηγητή και άριστο γνώστη μουσικής Desiré Péques. Εκτός αυτών, διδάσκονταν όλα τα έγχορδα και πνευστά όργανα που χρησίμευαν στην ορχήστρα και τη φιλαρμονική, επίσης χορωδία - στοιχειώδης θεωρία - αρμονία - musique de chambre, ανάγνωση «εκ πρώτης όψεως», ειδικός κανονισμός για σχολές κ.ά.
Η καινοτόμος αυτή προσπάθεια υποστηρίχτηκε σθεναρά από μεγάλη μερίδα του αστικού πληθυσμού της πόλης. Ήταν η εποχή που σε ολόκληρη την Ελλάδα η ελληνική αστική τάξη, παρότι δεν κατανοούσε απόλυτα τις πλούσια «νεοφερμένες» δυτικές μελωδίες, στράφηκε σχεδόν με ενθουσιασμό προς τη δυτική μουσική αφήνοντας για τον «απλοϊκό» λαό τη δημοτική και βυζαντινή μουσική. Η προέλευση των μαθητών είναι αρκετά ενθαρρυντική (από την πρώτη στιγμή εγγράφονται πενήντα μαθητές). Προσωρινά στεγάζεται στις αίθουσες του Δικηγορικού Συλλόγου Βόλου. Γρήγορα δημιουργεί ανεξάρτητο τμήμα διδασκαλίας της μουσικής για γυναίκες, καθότι η Εταιρία «προνόησε να ιδρύση ανεξάρτητον τμήμα διδασκαλίας λειτουργούν καθ' ωρισμένας ώρας, εν ιδία αιθούση, συσταθείση χάριν των κυρίων».
Η λειτουργία της Φιλαρμονικής της από οικονομική άποψη, εκτός από τα δίδακτρα των σπουδαστών, υποστηρίζεται κατά καιρούς από προσφορές διάφορων μουσικόφιλων ευεργετών, όπως του «ζάμπλουτου Ιω. Κυριαζή», ο οποίος αμέσως με την ίδρυσή της πρόσφερε 2.133 φράγκα χρυσά για την αγορά τριάντα οργάνων της. Όταν μάλιστα έφθασαν τα όργανα στο Τελωνείο από τη Γερμανία, όπου είχαν παραγγελθεί, το γεγονός προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους Βολιώτες που μερικά από αυτά αντίκριζαν για πρώτη φορά.
Έτσι, στελεχωμένη η πρώτη ορχήστρα της Εταιρίας δίνει την πρώτη της συναυλία το 1901 στην αίθουσα του Δικηγορικού Συλλόγου, με πρόγραμμα κλασικής και σύγχρονης μουσικής και τη συνοδεία οργάνων, κλειδοκύμβαλου και βιολιού, και με διάλεξη του Desiré Péque για την ιστορία της μουσικής. Αυτό ήταν μια καινοτομία για την εποχή που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στο κοινό.
[…]
Η Μουσική Εταιρία γρήγορα κατακτά τους Βολιώτες και η πορεία της είναι ανοδική. Η εκπαιδευτική της δράση διευρύνεται με διδασκαλία νέων οργάνων, ενώ φροντίζει να βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με μεγάλα μουσικά ιδρύματα της χώρας. Εκείνη την εποχή το κέντρο της μουσικής παιδείας της χώρας βρίσκεται στην Αθήνα με την δράση του Ωδείου Αθηνών και του Ωδείου Lottner.
[…]
Το 1908 η Μουσική Εταιρία μετά από συνεχή δράση οκτώ ετών μεσουρανεί. Οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της επαναλαμβάνονται με μεγαλύτερη κάθε φορά επιτυχία, με τη συμμετοχή διακεκριμένων καλλιτεχνών που ανταποκρίνονται στις προκλήσεις της Εταιρίας, όπως των Α. Ζίφου, Α. Σαράτση, Βαϊσγκέρμπερ, Πανίνι, Νεράτζη, Βερδάρδη, Α. Μπιφέρνο, Καλογερόπουλου, Στάη, κ.ά. Ενίοτε συμπράττει και η ορχήστρα του Αγγλικού στόλου, η οποία βρίσκεται ελλιμενισμένη στο Βόλο για μεγάλα διαστήματα. Το κοινό εξοικειώνεται με τη μουσική και κάθε φορά ο αριθμός των προσερχομένων στις συναυλίες αυξάνεται.
[…]
Μια βροχερή μέρα στη Σ...
Εκείνη την εβδομάδα του Νοέμβρη, έβρεχε σχεδόν καθημερινά. Μια βροχή μονότονη, ψιλοφτιαγμένη, μοβόρικη. Θα ήτανε, αν θυμάμαι καλά, Πέμπτη βράδυ που βρεθήκαμε με το φίλο μου, τον Παύλο, έξω από την πόρτα με τα χνοτισμένα τζάμια της «Σκάλας» των Μιλάνων και ευτυχώς ήμασταν τυχεροί, γιατί ίσα-ίσα που προλάβαμε το τελευταίο τραπεζάκι της μικρής ταβέρνας. Τρίβοντας και οι δύο από ικανοποίηση τις παλάμες των χεριών μας, βολευτήκαμε στις ψάθινες πολυκαιρισμένες καρέκλες και αυτόματα άρχισε ο εγκλιματισμός των αισθήσεών μας με τις γνώριμες εικόνες, μυρουδιές, ήχους και γεύσεις.
Είδα τον Κάρολο στη μικρή κουζίνα να αδειάζει από το μεγάλο κατάμαυρο τηγάνι σε μια οβάλ πιατέλα τις καλοτηγανισμένες μαρίδες. Ήταν η πρώτη γευστική απόλαυση, συνδυασμένη με την καλοψημένη βαρελίσια του μικρού υπογείου. Έπεσε η ματιά μου στα διπλανά τραπέζια. Φάτσες γνώριμες, μερικοί κρασοπατέρες και «βυζανιάρικα». Θαμώνες του χώρου με «εισιτήριο διαρκείας» και κάτω από τα τραπέζια, η μαγκιόρισα, εμπειροτέχνης χαδιάρα γάτα, στην καθημερινή επαφή της με τα ρεβέρ των παντελονιών!
Έβγαλε από τη φωτιά της μασίνας ο Νίκος την ψιλοκομμένη συκωταριά. Τηγανιά φίνα! Η γνώριμη μυρουδιά της υπερείχε στις πάσης φύσεως άλλες μυρουδιές και σφηνώθηκε στην όσφρηση εκείνων που περίμεναν να ικανοποιήσουν ακόμη μια φορά την καλομαθημένη γεύση τους. Κάποιος που γειτόνευε με το εσωτερικό του παραθύρου, έσυρε με το μισό της ανάστροφης παλάμης του και ξεχνότισε ένα από τα τζάμια του· η «αρμένισσα» πεισματάρα βροχή ήτανε απ’ έξω.
Τον ήξερα τον ψηλό του προ-διπλανού τραπεζιού με την καρό τραγιάσκα. Ήταν ένας από εκείνους που χρησιμοποιούσε σχεδόν καθημερινά τα κρεμασμένα στους τοίχους μουσικά όργανα. Από ό,τι θυμάμαι, κάθε φορά που έβλεπα αυτόν τον τύπο – και συνήθως τον έβλεπα σ’ αυτό το χώρο – υπήρχε πάντα δίπλα του ο μισοφαλακρός και πλανόδιος κουρέας κάποιας συνοικίας της πόλης, όπου εκεί είχε μόνιμους πελάτες σχεδόν όλους τους κατάκοιτους και σακάτες κι ακόμα εκείνους τους ανίδεους που δεν ήξεραν ούτε να υπογράφουν το επώνυμό τους, ούτε να καβαλικεύουν ποδήλατο και φυσικά ούτε να ξυριστούν μόνοι τους.
Σηκώθηκε ο ψηλός και ξεκρέμασε από το καρφί του τοίχου το μεσιανό μπουζούκι και μέλωσε τον «άφτιαχτο» ακόμη χώρο με τις νότες του Τσιτσάνη! Το ήξερα πως ο ψηλός θα έπαιζε Τσιτσάνη. Ήξερα ακόμη και με ποιο τραγούδι θα άρχιζε το ανεπίσημο πρόγραμμα της ταβέρνας, με την… «Παραγουάη». Πού το ξετρύπωσε αυτό το τραγούδι και το έλεγε και το ξανάλεγε; Ομολογώ πως δεν το ήξερα. Δεν ήταν από τα γνωστά του Τσιτσάνη. Δεν έτυχε να το ακούσω ούτε από γραμμόφωνα φίλων ούτε από το ραδιόφωνο. Μες στην Παραγουάη σε φίνο ακρογιάλι…
—Ρε συ Παύλο, η Παραγουάη στη νότια Αμερική δεν είναι;
Ο Παύλος μόλις είχε βάλει μια τηγανιτή μαρίδα στο στόμα του και αναγκάστηκε να μου απαντήσει καταφατικά με κίνηση του κεφαλιού του.
—Είναι η πατρίδα των Los Paraguayos ε; Και θα έχει, όπως φαίνεται και μπόλικα ακρογιάλια εκεί;
—Όπως και στην Καρδίτσα! Απάντησε, με πονηρό χαμόγελο, ο Παύλος. Ο ψηλός με το μπουζούκι είχε αποπλεύσει από τα «ακρογιάλια» της Παραγουάης και είχε φτάσει στα γρήγορα, στη ζούγκλα του Τζόνι Βαϊσμίλερ.
…Μέσα στη ζούγκλα, τον Ταρζάν θα πάω να συναντήσω να παίξω φίνο μπαγλαμά, κι ίσως τον συγκινήσω…
—Πού τα βρίσκει αυτά τα τραγούδια ο τύπος;
Ανασακιάστηκα και βολεύτηκα καλύτερα στην καρέκλα μου. Γύρισα – όσο βόλευε ο χώρος – τη δεξιά πλευρά του σώματός μου προς τον λαλίστατο εθελοντή, διασκεδαστή της βραδιάς. Ήθελα να μιμηθώ τις κινήσεις του φίλου μου Παύλου. Να απολαύσω κι εγώ στο ακέραιο τους προτεινόμενους μεζέδες, σε συνδυασμό με την καινούργια βαρελίσια της Σκάλας! Ήθελα να οργανώσω την ανεξαρτητοποιημένη πλευρά του εγκεφάλου μου, ώστε να είναι ολοκληρωτικά έτοιμη να δεχθεί τους επίσημους ήχους των οργάνων και της φωνής των ανθρώπων που γενεαλογικά έμαθαν να αναπαράγουν και να δημιουργούν ελληνικά, λαϊκά ακούσματα! Ο μπάρμπα Στέφανος Μιλάνος μέσα στο γιλέκο του, φώτιζε καιρούς αλλοτινούς! Αυτός ο Πορταρίτης ταβερνιάρης φρόντισε να μεταδώσει με το μπουζούκι του, στα αρσενικά δημιουργήματά του, την «επιστήμη» του αυτοσχεδιασμού!
Η ολιγάριθμη ομήγυρη των γνωστών και αγνώστων της βραδιάς «έδεσε», όπως ο κύκλος εκείνων των προικισμένων με κάποια ιδιαίτερη εγκεφαλική ουσία που περιμένουν με πολλή ελπίδα τον τρόπο να επικοινωνήσουν με το πνεύμα της αρεσκείας τους, μέσα από την παραψυχολογική διαδικασία αναζήτησης αποδημησάντων ψυχών. Μια ομάδα, ένας ασύμμετρος κύκλος φυσιογνωμιών που … πορεύονται μόνοι. Αυτό το μικρό ταβερνάκι της οδού Ερμού, μοιράζει καθημερινά μικρές δόσεις ενός άυλου σκευάσματος θεραπείας ψυχών!
Άνοιξε η πόρτα και μια ντουζίνα ματιών κοίταξε το εσωτερικό του συμπληρωμένου από θαμώνες χώρου και την ξανάκλεισε. Η βραδινή ψύχρα παραφυλούσε και μπήκε μέσα απροσκάλεστη. Ήταν η στιγμή που ο Κάρολος και ο Νίκος κουρντίζανε τα όργανά τους. Ήταν η συνηθισμένη καθημερινή αρχή της βραδινής ακολουθίας. Τα σφιγμένα στα χέρια κρασοπότηρα ανεβοκατέβαιναν από τα στόματα των «υπό θεραπεία» παρευρισκομένων, στην επιφάνεια των τραπεζιών. Ήταν ένας ρυθμικός χορός, ενός μη σκηνοθετημένου, αυτοσχέδιου μπαλέτου χεριών!
Ο αγέρας της ταβέρνας μπολιάστηκε με τις λαϊκές νότες του μπουζουκιού και της κιθάρας. Τραγούδια επεξεργασμένα με τη γνωστή διαφοροποίηση των αδελφών Κάρολου και Νίκου. Άρχισαν να ακούγονται τα προπολεμικά και τα μεταπολεμικά του Βασίλη Τσιτσάνη, τα κανταδόρικα του Γιάννη Παπαϊωάννου, του Γιώργου Μητσάκη και των άλλων συνθετών του Ελληνικού τραγουδιού. Τα χρυσά δάχτυλα του Κάρολου, ενός οργανοπαίχτη με στοιχεία σύγκρισης εφάμιλλα με τους αντίστοιχους του είδους της κεντρικής λαϊκής σκηνής, σκορπούσαν τα σόλο ταξίμια και τους έξυπνους αυτοσχεδιασμούς! Ο γνωστός με τα κουτάλια μπήκε κι αυτός στο πλάνο, τότε που όλων τα στόματα υμνούσαν τον έρωτα, τη γυναίκα, τη δουλειά, την οικογένεια, τη ζωή! Το μικρό ταβερνάκι στο κέντρο της πόλης με τα λιγοστά τραπεζάκια και τους πολλούς «εραστές», όφειλε την ύπαρξή του σε εκείνον που θέλησε απόψε να συμμετέχει με την τέχνη του στην εν εξελίξει ιεροτελεστία, στην καρδιά της ταβέρνας, τον Στέφανο Μιλάνο!
Η ευχάριστη νευρικότητα των καθήμενων στις ψάθινες καρέκλες, δημιούργησε σε κλάσματα δευτερολέπτου τον θόρυβο της τριβής του σκληρού ξύλου με την επιφάνεια του δαπέδου. Ήταν μια στιγμιαία μαζική κίνηση ενθουσιασμού προς χάριν αυτού του ανθρώπου! Άκουγα το παίξιμό του και καδράριζα τη φιγούρα του μέσα στο πλάνο του μαυροπίνακα του τοίχου. Ένας μικρός μαυροπίνακας, όπου ήταν καταγραμμένα με λευκή κιμωλία τα ονόματα και η αχαριστία ορισμένων που επωφελήθηκαν την προσφορά γνώσεων μουσικού οργάνου από το «δάσκαλο», πατέρα Μιλάνο. Κατά καιρούς πέρασαν από εκεί αρκετοί τραγουδοποιοί που αργότερα στην υδροκέφαλη αλλά και αβανταδόρα πρωτεύουσα έγιναν υπολογίσιμα ονόματα την πιάτσα του λαϊκού τραγουδιού. Πέρασαν από τη «Σκάλα» της οδού Ερμού 174 στο Βόλο, διασκέδασαν και πήραν! Ο Μιλάνος τους έμαθε τις δικές του «σκάλες» του μπουζουκιού και ορισμένους από αυτούς τους χαρτζιλίκωσε κιόλας!
Η διαφορά – εκείνο τον καιρό – της ταβέρνας των Μιλάνων με οποιεσδήποτε άλλες ταβέρνες της πόλης ήταν ότι σ’ εκείνον τον μικρό χώρο αισθανόσουν την οικογενειακή ζεστασιά και αυτό επιτυγχανόταν με την καθημερινή παρουσία όλων των μελών της οικογένειας, πατέρα, μητέρα, παιδιών και άλλων συγγενών. Συμμετείχαν όλοι, σε όλα! Η σπιτική κουζίνα ήταν ακόμα ένας μεγάλος παράγοντας στο να τραβά καθημερινά κοντά της – και τα μεσημέρια για φαγητό – τόσο πολύ κόσμο! Όμως σ’ εκείνο που παντελώς ξεχώριζε ήταν η βραδινή ατμόσφαιρα, η πενιά και το τραγούδι!
Το μουσικό μέρος με τους τυχερούς της βροχερής βραδιάς, «προχωρούσε» υπό την αρχηγία του Καρόλου. Ο κυρ Στέφανος, αφού για αρκετή ώρα σκόρπισε τις χρυσές του νότες, άφησε τη συντροφιά! Ήταν η στιγμή που σηκώθηκε ορθός από την καρέκλα του ο Μητσάρας, ο συμπαθέστατος, μετρίου αναστήματος γνωστός καραγωγέας της πιάτσας. Σηκώθηκε να τιμήσει με έναν ζεϊμπέκικο χορό το τραγούδι που μόλις άρχιζε να δημιουργείται από τα όργανα και τις φωνές των δύο αδελφών. Κάποιος από την παρέα του, σκυμμένος κοντά του, χτυπούσε στο ρυθμό του τραγουδιού τις παλάμες των χεριών του, αβαντάροντας τον μοναχικό χορό του και ο μικρός χώρος της ταβέρνας με τα χνοτισμένα τζάμια, έγινε θαρρείς… τεράστιος!
Θα είχανε περάσει πάνω από δύο ώρες από τη στιγμή που τελευταίοι περάσαμε με το φίλο μου Παύλο, την πόρτα του μικρού μαγαζιού. Από εκείνη τη στιγμή και μετά η τζαμένια πόρτα άνοιγε και ξανάκλεινε. Δεκάδες ήταν εκείνοι οι άτυχοι της βραδιάς που δεν πρόλαβαν να εξασφαλίσουν την παρουσία τους εκεί. Τσουγκρίσαμε με τον φίλο μου ξανά τα ποτήρια με το κρασί, όταν οι αδελφοί Μιλάνου – μαζί και ο κουταλάς – άρχισαν να μας σερβίρουν το μακράς διαρκείας γνωστό ποτ-πουρί τραγουδιών.
… και μας φώναζε το κύμα το φιλί δεν είναι κρίμα.
τράβα σιγά το κουπί γονδολιέρη
με οδηγό το ολόχρυσο αστέρι……ρίξτο στην τρελή και στην παλαβή
είμαι ένα τζιτζίκι κι όπου θέλει ας βγει.…να μας πας για το τσαρδί μας,
τη φωλίτσα τη δική μας,
τράβηξε βρε αμαξά.…απόψε θέλω να μεθύσω
και τα μεράκια μου να σβήσω
και μέχρι φράγκο να τα φάω,
απόψε σπίτι μου δεν πάω.…τι τα θες, πάντα έτσι είναι ζωή,
θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί.…για μια γλυκιά κοπέλα
θα κάνω κάθε τρέλα,
ναι μαμά, γιατί την αγαπώ.Η ώρα είχε «καβαλικέψει για τα καλά την καινούρια ημέρα που ερχότανε, όταν ξαναπατήσαμε το μουσκεμένο πλακόστρωτο της οδού Ερμού. Σε πρώτο κινηματογραφικό πλάνο κάτω από τους λαμπτήρες του δημοτικού φωτισμού, η πεισματάρα βροχή συνέχιζε τον μονότονο ρυθμικό χορό της. Ο Μεγαλοπρεπής, Βυζαντινός, Μητροπολιτικός Ναός, έστεκε απέναντί μας τεράστιος, με βουτηγμένο τον τρούλο του Παντοκράτορα το χαμηλά κατεβασμένο σκοτεινό στρώμα του ουρανού. Τώρα, τη σκυτάλη του μουσικού οδοιπορικού της «Σκάλας» την ξαναπήρε και πάλι ο ψηλός από την…Παραγουάη…
—Νάτος πάλι, ξανάρχισε τα ίδια, να δεις, Παύλο, τι περίεργα τραγούδια έχει να ξετρυπώσει…
Περιμέναμε τον κυρ Αντώνη τον αμαξά που έκανε πιάτσα εκεί γύρω και μας δόθηκε η ευκαιρία να ακούσουμε το πρώτο τραγούδι του δεύτερου μέρους της παρουσίας του στο «πάλκο» της ταβέρνας.
Καμαριέρα θες να γίνεις, να φορέσεις την ποδιά, να σε βλέπω κάθε βράδυ, μου ’χεις κάψει την καρδιά. Μες στα «πράσινα σαλόνια» να σερβίρεις…
—Δεν σου είπα εγώ, ρε Παύλο, ότι πάλι θα ψαχνόμαστε να βρούμε ποια τραγούδια είναι αυτά που λέει;
Τα πέλματα του λευκού αλόγου της άμαξας, άρχισαν να κτυπούν την επιφάνεια των υγρών νυχτερινών δρόμων. Ο ζεστός χώρος των Μιλάνων είχε μείνει αρκετά πίσω μας. Ίσως μερικοί από τους αποψινούς συντρόφους μας να εξαντλούσαν τον χρόνο παραμονής τους εκεί. Να άφηναν το χώρο της ταβέρνας μετά τους… νοικοκυραίους, να παίρνανε τα «κλειδιά» που λέει ο λαός. Η «Σκάλα του Μιλάνου» δεν «χορταίνεται». Αύριο πάλι με το σούρουπο, όσοι προλάβουν να καθίσουν στις ψάθινες καρέκλες μαζί με τα παιδιά του κυρ Στέφανου, θα γίνουν συνοδοιπόροι στους διασκευασμένους από τους ίδιους, «δρόμους» του ελληνικού τραγουδιού.
Τα πρώτα βήματα στη ζω...
Στο μεταξύ μεγάλωνα. Η περιέργειά μου και η προσοχή με την οποία παρακολουθούσα το θέατρο της ζωής μεγάλωνε. Στον Βόλο ο πατέρας μου ζήτησε από ένα νεαρό υπάλληλο των σιδηροδρόμων να μου παραδίδει μαθήματα σχεδίου. Ο πρώτος αυτός δάσκαλός μου λεγόταν Μαυρουδής κι ήταν Έλληνας από την Τεργέστη που μιλούσε λίγο τα ιταλικά με προφορά βενετσιάνικη. Σχεδίαζε θαυμάσια. Όταν μου μάθαινε να διαγράφω προσεκτικά το περίγραμμα μιας μύτης, ενός ματιού, ενός στόματος, ενός αυτιού, μιας μπούκλας, μιας κορδέλας δεμένης σε φιόγκο, όταν μου μάθαινε να κάνω σκιές και να τους δίνω διαβαθμίσεις διασταυρώνοντας προσεκτικά τις γραμμές του μολυβιού, μου έδινε μια τόσο ισχυρή και βαθιά εντύπωση μαεστρίας, ώστε αργότερα, οι άλλες εντυπώσεις που είχα, όταν κοιτούσα τα σχέδια του Ραφαέλλο, όταν αντέγραφα και μιμόμουν τα σχέδια του Χολμπάιν και του Μικελάντζελο, όταν μελετούσα με το μεγεθυντικό φακό τα σχέδια του Ντύρερ, μπορούν να θεωρηθούν σε σύγκριση μηδαμινές.
Όταν βρισκόμουν απέναντι από το σκιτσογράφο Μαυρουδή, τον κοιτούσα, και κοιτώντας τον πλανιόμουν σ’ ένα χιμαιρικό κόσμο φαντασιώσεων. Φανταζόμουν ότι ο άνθρωπος εκείνος θα μπορούσε να ζωγραφίσει τα πάντα, ακόμα και από μνήμης, ακόμα και στο σκοτάδι, ακόμα και χωρίς να βλέπει, ότι θα μπορούσε να σχεδιάσει τα σύννεφα που δραπετεύουν πάνω στον ουρανό, και τα φυτά της γης, τα φουντωτά κλαδιά των δέντρων που σαλεύουν από τον άνεμο, και τα λουλούδια με τα πιο πολύπλοκα σχήματα, τους ανθρώπους και τα ζώα, τα φρούτα και τα λαχανικά, τα ερπετά και τα έντομα, τα ψάρια που γλιστρούν μέσα στα νερά, και τα πουλιά που πετούν ψηλά, σκεφτόμουν ότι όλα, όλα θα μπορούσε να τα σχεδιάσει με την άκρη του μαγικού του μολυβιού εκείνος ο καταπληκτικός άνθρωπος. Κοιτώντας τον φανταζόμουν ότι ήμουν εκείνος… Ναι, θα ήθελα τότε να ήμουν ο άνθρωπος εκείνος, θα ήθελα να ήμουν ο σκιτσογράφος Μαυρουδής. Βρισκόμουν στην ψυχική κατάσταση του γιατρού Μποβαρύ όταν, κοντά στον επίλογο του περίφημου μυθιστορήματος του Φλωμπέρ, συναντά τον Ροδόλφο Μπουλανζέ και κάθονται μαζί στο τραπέζι κάποιου εστιατορίου. Ο γιατρός Μποβαρύ ξέρει ότι ο Ροδόλφος υπήρξε εραστής της γυναίκας του, αφού μετά την αυτοκτονία της συζύγου είχε βρει μερικά γράμματα σ’ ένα μυστικό συρτάρι, αλλά ο Ροδόλφος νομίζει ότι ο γιατρός το αγνοεί ακόμα και, για να διαλύσει τη βαριά ατμόσφαιρα, μιλάει πολύ και γρήγορα για όλα και για τίποτα, για θέματα της εξοχής, για τα εσπεριδοειδή, για βοσκήματα και τα λοιπά, αλλά ο γιατρός καταβεβλημένος από τον απέραντο πόνο δεν τον ακούει, τον κοιτάζει έντονα, κοιτάζει τον άνθρωπο που εκείνη αγάπησε, και, λέει ο Φλωμπέρ, il aurait voulu être cet homme.
[…]
Ο δάσκαλός μου ο Μαυρουδής ερχόταν τρεις φορές την εβδομάδα και μου παρέδιδε μαθήματα ζωγραφικής. Ήταν ο πρώτος που μου δίδαξε την αγάπη για τις καθαρές και ωραίες γραμμές, για τα ωραία περιγράμματα και τις καλοσχεδιασμένες φόρμες, ήταν ο πρώτος που μου δίδαξε την αγάπη για το καλό υλικό: μολύβια μάρκας Φάμπερ πολύ μυτερά, χαρτί πρώτης ποιότητας, γομολάστιχες μάρκας Ελέφας, πολύ μαλακιές. Ήταν ο πρώτος που μου δίδαξε να λεπταίνω τη μύτη του μολυβιού κατά τρόπο κανονικό, κόβοντας γύρω γύρω το ξύλο με φροντίδα και συμμετρία και όχι μ’ εκείνον τον τσαπατσούλικο τρόπο που χρησιμοποιούν μερικοί και κάνουν να φαίνεται η μύτη του μολυβιού σαν το μεγάλο νύχι ενός ποδαριού που παραμορφώθηκε απ’ τα κρυοπαγήματα. Αργότερα βρήκα όλα αυτά τα ωραία πράγματα να εξηγούνται με πολλή οξυδέρκεια και ευφυΐα σε ένα ωραιότατο βιβλίο για το σχέδιο, που έγραψε ο Ράκσιν. Αν σήμερα ο δάσκαλός μου ο Μαυρουδής βρισκόταν στη Ρώμη, θα μπορούσε να στείλει στο σχολείο όλες τις σύγχρονες «ιδιοφυΐες» μας και να τους διδάξει ότι, προτού γίνουν σεζανικοί, πικασσικοί, σουτινιανοί ή ματισιανοί και προτού αποκτήσουν τη συγκίνηση, την αγωνία, την ειλικρίνεια, την ευαισθησία, την πνευματικότητα και άλλες ανοησίες αυτού του είδους, θα έκαναν καλύτερα αν μάθαιναν να κάνουν μια καλή κι όμορφη μύτη στο μολύβι τους και μετά, μ’ αυτή τη μύτη, να προσπαθήσουν να σχεδιάσουν καλά ένα μάτι, μια μύτη, ένα στόμα ή ένα αυτί.
Μεγαλώνοντας στην οδό ...
Ερημιά παντού, ευεργετική ερημιά του Αυγούστου. Ένα ταξί μόνο αραγμένο στο πεζοδρόμιο ήλπιζε. Το αγνόησε και βάλθηκε να βαδίζει προς την παραλία. Σιγά σιγά. Μια ευεργετική ριπή, ένα ελάχιστο αεράκι της δρόσισε το ιδρωμένο μέτωπο. Έκανε κι άλλα πολλά μεθυσμένα βήματα. Μέχρι που έφτασε στην Ογλ, ακριβώς έξω απ’ την αυλή της γιαγιάς της. Ε, ναι, στην Ογλ πήγαινε. Σπίτι της.
Το σπίτι δεν είχε δοθεί ακόμη αντιπαροχή. Η μάνα της το είχε παζαρέψει πέντε φορές μέχρι τότε, αλλά κάτι πάντα τη χαλούσε τη δουλειά. Στην πραγματικότητα περίμενε, ήλπιζε ότι σε λίγα χρόνια το κεφάλαιό της θα πολλαπλασιαζόταν. Αλήθεια ήταν. Τώρα αυτό το οικόπεδο άξιζε τα δεκαπλάσια τουλάχιστον. Η Ήρα ήξερε ότι η Ρίτα ήταν πάλι σε διαπραγματεύσεις. Το σπίτι περίμενε ήσυχο ήσυχο να περάσει στο μέλλον. Προς το παρόν καθηλωμένο στο μεταίχμιο. Ίδιο κι αλλιώτικο μαζί. Ο κήπος αγνώριστος, τα κάγκελα σκουριασμένα, η πόρτα ξεχαρβαλωμένη. Ένα φως στο παράθυρο. Κάποιοι μένουν εδώ. Προσπάθησε να ανακαλέσει τις τηλεφωνικές κουβέντες με τη Ρίτα. Της είχε πει τίποτα για νοικάρηδες; Ήξερε ότι η κόρη της το αγαπούσε αυτό το σπίτι. Γι’ αυτό κι όλο απέφευγε να την ενημερώσει. Να μην μπερδευτεί η Ήρα στα πόδια της, να μην αναμείξει το συναισθηματισμό της με τη δική της ατράνταχτη λογική. Θα το νοίκιασε κάπου, σε κάνα φουκαρά. Ποιος άλλος να καταδεχτεί, ν’ αντέξει αυτό το ερείπιο; Σχεδόν ακατοίκητο ήταν εδώ και είκοσι χρόνια, όχι τώρα. Συμπληρώνοντας περίπου έναν αιώνα, το σπιτάκι αυτό μόνο από πείσμα πια κρατιόταν όρθιο.
Η Ήρα έσπρωξε λίγο την εξώπορτα. Έτριξε και υποχώρησε, την άφησε να περάσει εύκολα. Την κράτησε. Την υποδέχτηκε. Έμεινε ακίνητη ένα λεπτό. Σαν ν’ άκουσε βήματα να σέρνονται. Γιαγιά; Είσαι εδώ; Σταμάτα να λες βλακείες, σταμάτα. Πότε θα μεγαλώσεις; Έκανε δυο βήματα. Είχε αποφασίσει να πλησιάσει, να αφουγκραστεί λίγο, να καθίσει μια στιγμή κάτω στο πεζουλάκι, να ξεκουραστεί και να φύγει. Πότε θα μεγαλώσεις; Ποτέ. Ανίκανη. Ποτέ. Τώρα; Κάθισε κάτω. Ήσυχα. Το χώμα μοσχοβολούσε. Πώς άλλαξε ο κήπος, πού πήγαν οι πανσέδες, οι βιολέτες τσιγκολελέτες, τα σκυλάκια και οι πορτοκαλοκίτρινες νεραγκούλες που φύτευε με τα χέρια της κάθε άνοιξη; Αν έσκαβε λίγο, ήταν σίγουρη ότι τα σποράκια ήταν ακόμα εκεί κάτω, κρυμμένα, περιμένοντας ένα χέρι να τα φέρει στο φως. Άρχισε να σκαλίζει με τα νύχια. Μάταια. Οι ρίζες των αγριόχορτων πυκνές, σχημάτιζαν ένα άγριο πλέγμα λήθης, μια φρουρά, τίποτα δεν περνούσε από κάτω. Έγειρε το σώμα της πίσω. Ήθελε ν’ ακουμπήσει το χώμα, την καλούσε αυτό το χώμα. Ξάπλωσε με τα χέρια ανοιχτά. Ήταν ζεστό. Όλη μέρα, όλο το καλοκαίρι, είκοσι ολόκληρα χρόνια αποθήκευε ήλιο για να της τον δώσει τώρα που τον είχε ανάγκη. Η πλάτη της χαλάρωσε, τα μάτια της βυθίστηκαν στον ουρανό. Πού κρύφτηκε η μικρή άρκτος, αρκούδε; Όχι εκεί, ρε χαζέ. Να τη! Να κι ο πολικός αστέρας. Ανακούφιση. Το πλεούμενο νησί τους θα βρει το δρόμο. Τα μάτια της βάρυναν κι έκλεισαν. Σχεδόν ένιωθε τα κύματα. Άκουσε για μια στιγμή ένα τριζόνι και μετά τίποτα. Για πρώτη φορά μετά από πενήντα περίπου ώρες η Ήρα βυθίστηκε σ’ έναν ύπνο πιο γλυκό κι απ’ το θάνατο.
Διβάνη Λένα, Ενικός αριθμός, Καστανιώτη, Αθήνα 2002 (7η), σ. 276-278.
Μεγαλώνοντας στην οδό ...
Όταν μετά από δεκαπέντε ώρες ταξίδι είδε απ’ τα παράθυρα του ταξί τα πρώτα σπίτια του Βόλου, κατάλαβε ότι έπρεπε να διαλέξει πού θα πάει: νοσοκομείο ή σπίτι; «Ποιον αγαπάς, μωρό μου, περισσότερο, τον μπαμπά ή τη μαμά;» Αν απαντούσε «τον μπαμπά», θα τη σκότωνε. «Τη μαμά», ψέλλιζε. Πονούσε κάθε φορά που έπρεπε να αρνηθεί τον λυπημένο του πατέρα. Τον αρνιόταν όμως κάθε φορά, γιατί ήταν πιο εύκολο. Έτσι είναι ο άνθρωπος, σκεφτόταν όταν μεγάλωσε, ένα σκουπίδι στον άνεμο, διαλέγει πάντα το πιο εύκολο. Το χρωστούσε σ’ εκείνον. «Ογλ 137», είπε στον ξενυχτισμένο σοφέρ απ’ το Γαλάτσι που […] από μέσα του. Ωραία κούρσα διάλεξε. Πήγε αεροδρόμιο και βρέθηκε στον Βόλο να αναζητάει την οδό Ογλ. Πού σκατά είναι αυτή η Ογλ; Ποιος […] ήταν αυτός ο γλωσσοδέτης; Άκου Ογλ! Πελάτης να σου τύχει… ούτε μια φορά δεν έσκασε τ’ αχείλι του. Τριακόσια εξήντα χιλιόμετρα στη μούγγα, κι ούτε έναν καφέ στου «Λεβέντη» δεν τον άφησε να πιει ο κερατάς.
Ο Άρης οδήγησε το ταξί στη γειτονιά του, πλήρωσε και κατέβηκε. Τα παντζούρια της μάνας του κλειστά, η αυλόπορτα σφαλισμένη. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Σχεδόν την είδε να βγαίνει με ποδιά λερωμένη μπροστά, ρόμπα ψιλό εμπριμέ από κάτω, τσιτάκι, ραμμένη από την Κούλα του ψιλικατζή δίπλα. Στα χέρια το πιάτο με το φαΐ, αλεσμένο, νιανιά, άνοστο, θρεπτικό. Τα μάτια να ψάχνουν το δρόμο, η φωνή να ουρλιάζει εκνευρισμένη εκ των προτέρων –μια φωνή ξέρεις–τι–τραβάω–εγώ;– «Άρηηηηηη, έλα, παιδί μου, να φας!». Μερικές φορές άκουγε «Έλα, παιδί μου, να τις φας», μπερδευόταν, το ίδιο ήταν τελικά.
Χτύπησε το κουδούνι. Είχε κλειδί, αλλά δεν ήθελε. Το σπίτι της ήταν, όχι το σπίτι του. Να το καταλάβει αυτό. Χτύπησε λοιπόν και περίμενε. Σε πέντε λεπτά η πόρτα μισάνοιξε, κι αυτή, γριά πια, πρώτη φορά την έβλεπε γριά, κρατούσε το πόμολο και στηριζόταν.
«Ήρθες;»
Ο Άρης δε μίλησε. Έκανε ένα βήμα μπροστά για να την αναγκάσει να κάνει πίσω, να κάνει χώρο και γι’ αυτόν, να μπει μέσα. Η κάμαρα μύριζε κλεισούρα και κρεμμύδια γιαχνί. Το ταβάνι χαμηλό, τον έπνιγε. Πήγε και άνοιξε το δεξί παράθυρο. Αυτή έτρεξε το κατόπι του.
«Τι ανοίγεις τώρα; Θες να μας ακούσει η γειτονιά;»
Η γειτονιά την ένοιαζε. Τίποτ’ άλλο. Η […] ψωροπερηφάνια της. Να μη δώσουμε δικαιώματα. Τα δικά του δικαιώματα δεν είχαν και τόση σημασία. Η ζωή του ερχόταν μετά. Η ζωή του, αυτό το στενό παπούτσι στο οποίο στριμωχνόταν σαράντα χρόνια τώρα.
Προσπάθησε να κρατήσει τη φωνή του χαμηλά.
«Να ξεμυρίσει λίγο, δεν μπορώ να ανασάνω εδώ μέσα».
Σήκωσε τους ώμους της. Είχε σοβαρότερες μάχες να δώσει, δε θα ξόδευε ενέργεια σε ασήμαντες αψιμαχίες.
«Γιατί ήρθες έτσι λάχα λάχα; Μέρα ήταν και αύριο και μεθαύριο».
Την κοίταξε στα μάτια. Μήπως καταλάβει, μήπως φωτιστεί. Από τι υλικό ήταν φτιαγμένη; Ντουβάρι; Πέτρες; Να κυλάει ο χρόνος και να αφήνει την ψυχή της απείραχτη, περίκλειστη, και τα ψέματα και τα λόγια όλα να τα ξεπλένει από πάνω της, πέτρα απάτητη η ψυχή της, πέτρα σκληρή τα μάτια της, πέτρα αχάραχτη το πρόσωπό της. Η μάνα του πέτρα που σηκώθηκε εναντίον του. Τώρα ήταν έτοιμος να επιτεθεί κι αυτός. Καιρός του θερίζειν, μαμά. Όλοι οι μώλωπες ξύπνησαν απ’ τον ύπνο τους, οι μελανιές όλες μαζί τον πονούσαν.
«Ήρθα γιατί ο πατέρας μου πεθαίνει μόνος του σ’ ένα παλιοκρέβατο του νοσοκομείου».
Τα λόγια του ακούστηκαν ήσυχα κι αυτό την ανησύχησε περισσότερο.
«Άσ’ τον αυτόν. Πάει. Τελείωσε. Κάτσε. Να σου φτιάξω ένα γάλα;»
«Δεν πρόκειται να κάτσω. Ήρθα μόνο να σου πω ότι…»
Άρχισε να τραυλίζει. Πάνε τα σχέδια, τι θα πει στην αρχή και πώς θα τη συντρίψει αργά, τώρα τραύλιζε πάλι, η δύναμή της πάνω του κόμπος στο λαρύγγι του – αν της μιλήσει ανοιχτά, θα τη σκοτώσει;
«… δεν καταλαβαίνω… δεν καταλαβαίνω τίποτα πια. Τυφλός γεννήθηκα, τυφλός έμεινα. Κι εσύ…»
Καθόταν και τον κοιτούσε στα μάτια. Περίμενε. Κοκκαλωμένη αλλά ήρεμη, παγοκολόνα, εκ πεποιθήσεως αθώα, τόσο, που δεν ήξερε τι να της πει, τι ακριβώς να της καταλογίσει. Όταν έχεις να πεις τόσο πολλά, τα λόγια κρύβονται. Φοβούνται και τα λόγια, μεγάλη η αποστολή, το βάρος δυσβάσταχτο, πώς να μετρήσουν, πώς να αναφέρουν ευπειθώς και με ακρίβεια τέτοια βουνά από πόνο;
Εγκατέλειψε λοιπόν. Δεν άντεξε. Όπισθεν ολοταχώς. Έκανε μεταβολή, πήρε το μικρό σακβουαγιάζ και βγήκε πάλι απ’ το σπίτι. Τον έδιωχνε αυτό το δωμάτιο, μάταιη κάθε κουβέντα, είχαν ζωντανέψει οι τοίχοι, η μέρα που ο πατέρας του διάβηκε αυτό το κατώφλι είχε επιστρέψει. Του άνοιξε την πόρτα, να φύγει κι αυτός να πάει να τον προλάβει. Αυτή τη φορά του το χρωστούσε.
«Άρη!»
Η φωνή της έκρωξε σχεδόν τ’ όνομά του. Δεν το πίστευε, αρνιόταν, τόσα χρόνια δουλειάς, ιδρώτα, πείσματος, να καταλήξει εκεί, το σκατόπαιδο, η ζωή της όλη, να ανοίγει την πόρτα, να φεύγει, να διαλέγει εκείνον, τον κιοτή, το φυγάδα, τον άντρα χωρίς παντελόνια.
«Άρη, αν πας σ’ εκείνον, να το ξέρεις θα πεθάνω».
Το ήξερε καλά, η μάνα του ποτέ δεν έλεγε μεγάλα λόγια, το εννοούσε αυτό που έλεγε. Κι αυτός όμως το εννοούσε όταν είπε:
«Το τι θα κάνεις είναι δικός σου λογαριασμός. Αντίο».
Διβάνη Λένα, Ενικός αριθμός, Καστανιώτη, Αθήνα 2002 (7η), σ. 210-214.
Νυχτερινή βόλτα τη δεκ...
Ο Βόλος τους χειμώνες είναι κλειστός, μπρος ο Παγασητικός, πίσω το Πήλιο, στη μέση η πόλη μαγκωμένη. Τα βράδια πέφτει μια υγρασία που νοτίζει τους δρόμους, τα τραπέζια στις καφετέριες δείχνουν βρεγμένα κι οι πλαστικές πολυθρόνες, όσες ξέμειναν απ’ το καλοκαίρι, κολλάν στην πλάτη.
Μες στο ξενοδοχείο ο Μπιλ στριφογυρίζει στο κρεβάτι. Τούτη η αλλαγή, με τις τσαλακωμένες αθλητικές που σέρνονται στο πάτωμα παρέα με τα βρόμικα σλιπ, τ’ αποτσίγαρα και την αμερικάνικη τράπουλα σκορπισμένη στα νωπά σεντόνια, δεν έχει σχέση με την τάξη που κρατούσε στο σπίτι η Δώρα. Έξω από το παράθυρο η φωτεινή επιγραφή «Οτέλ Αίγλη» αναβοσβήνει. Το δωμάτιο κοκκινίζει και μαυρίζει εναλλάξ. Το κορμί του όμως αναπαύεται ελεύθερο και το μυαλό του είναι δοσμένο στην αυριανή συνάντηση με τον προπονητή και τους διοικούντες. Ελπίζει πολλά, κι ας έχει καμένο ένα χαρτί, θα παίξει τ’ άλλα. Εννιά μπαστούνι. Εννιά κι ο αριθμός του.
[…]
Εδώ, στο Βόλο, τα πράγματα δεν είναι παίξε γέλασε, τις νύχτες δεν υπάρχει το στέκι του Χοντρού να μπεκροπίνει. Η πόλη απλωμένη στην παραλία, απ’ τη μια τα ψαράδικα με την αγορά και τα ουζερί — όλοι πίνουνε τσίπουρο — απ’ την άλλη το χτίριο του Παπαστράτου, όλο παράθυρα με καθόλου μπαλκόνια. Στη μέση αραδιασμένες πολυκατοικίες και καφετέριες που σ’ αυτές συχνάζουν έμποροι, γιατροί και δικηγόροι. Ο Μπιλ νιώθει ξένος. Στον αμέσως πρώτο παράλληλο, στην Ιάσονος, το σκηνικό αλλάζει. Εδώ παρκάρουν μηχανές, εικοσάρηδες με μπλου τζιν και χρωματιστά μπουφάν κάθονται σε πλαστικές καρέκλες και τρώνε, κάτω από ηλεκτρικά φώτα που τυφλώνουν, χάμπουργκερ πασαλειμμένα μουστάρδες, πίνουν κόκα κόλα, νες καφέ κι ακούνε ντίσκο. Οι τηλεοράσεις παίζουν στη διαπασών κι ο δρόμος θυμίζει υπαίθριο πανηγύρι. Κι ας είναι στην ηλικία τους, ο Μπιλ σιχαίνεται τα στενά παντελόνια τους και τα μαλλιά τους κουρεμένα κοντά που αφήνουν ουρίτσα στο σβέρκο. Αυτός έχει μαλλί κανονικό, τρώει σ’ εστιατόρια μπιφτέκια στεγνά με πουρέ πατάτα κι ακούει λαϊκά. Δεν είναι πανκ αυτός. Ούτε πίνει τσίπουρο. Τα βράδια δεν έχει πού να πάει και πού να σταθεί. Μόνο πέρα, στα ψαράδικα, κάτι μαγαζιά χωμένα στα στενά αφήνουν βογκητά από λαϊκά να ξεφύγουν μέσ’ απ’ τις χαραμάδες κι ο Μπιλ φαντάζεται στις πίστες και στα πάλκα κάτι γυναίκες με πιασίματα, τακούνια και κοκκινάδια να χτυπάνε παλαμάκια. Με τα χέρια στις τσέπες φέρνει βόλτες την παραλία, η θάλασσα απλώνεται μονότονη, ένα ύφασμα πτυχωμένο, κάθε τόσο ένα φως από κάποιο αραγμένο σκαφάκι κόβει το σκοτάδι, τον παίρνει μια στιγμή ξώφαλτσα κι ύστερα υποχωρεί. Εκείνος χώνεται στο ξενοδοχείο που είναι γωνιακό, παλιό, βαμμένο με βεραμάν παράθυρα και κάγκελα στο ίδιο χρώμα. Η κόκκινη επιγραφή αναβοσβήνει κι ο ύπνος τον βρίσκει με την αμερικάνικη τράπουλα και μια αθλητική στα χέρια.
Κουμανταρέας Μένης, Η φανέλα με το εννιά, Κέδρος, Αθήνα 1986 (7η), σ. 73, 76-77.
Μετάβαση στο σημείο: Στο κέντρο της πόλης - οι δρόμοι της αγοράς