Βόλος
Βόλος
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΣτο κέντρο της πόλης - οι δρόμοι της αγοράς Ανώτερο Παρθεναγωγείο: Η ιστορία του σχολείου του Δελμούζου
Η υποενότητα μελετά την ιστορία του σχολείου του Αλέξανδρου Δελμούζου και του Δημήτριου Σαράτση, του Ανώτερου Παρθεναγωγείου του Βόλου. Ιδρυμένο το 1908 το σχολείο υιοθετεί καινοτόμες παιδαγωγικές μεθόδους, που όμως ξεσηκώνουν τις αντιδράσεις των συντηρητικών κληρικών και γονιών της πόλης. Μετά από τρία χρόνια λειτουργίας και τη Δίκη του Ναυπλίου το Παρθεναγωγείο κλείνει, έχοντας όμως ήδη σφραγίσει την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης.
Το συλλαλητήριο κατά τ...
Λίγες μέρες αργότερα είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω την αλλαγή του Άγγελου και στην πράξη. Στις τριάντα μία Ιανουαρίου του εννιακόσια έντεκα ξέσπασε νέα μεγάλη απεργία των καπνεργατών, που κράτησε δεκαοχτώ ολόκληρες μέρες. Κύριο αίτημα αυτή τη φορά ήταν το ωράριο. Οι εργάτες απαιτούσαν να δουλεύουν εννέα ή δέκα ώρες την ημέρα, ανάλογα με την εποχή, και οχτώ ώρες από τις δεκαέξι ως τις τριάντα μία Δεκεμβρίου – μόνο για δυόμισι μήνες.
Ο Χατζηγώγος, που ήταν τότε αρχισυντάκτης της Θεσσαλίας, μου ανέθεσε να βοηθήσω τον Οικονομάκη στην κάλυψη της απεργίας. Έτσι είχα την ευκαιρία να συναντήσω πολλές φορές τον Άγγελο εκείνες τις μέρες. Ήτανε μέσα σ’ όλα. Ξεσήκωνε τους εργάτες και τους ενθάρρυνε, στις πορείες και στις διαδηλώσεις φρόντιζε να τηρείται κατά γράμμα το πρόγραμμα και συγκρατούσε τους πιο θερμόαιμους για να μη δημιουργήσουν επεισόδια και δώσουν την αφορμή στην αστυνομία και στο στρατό, που περίμεναν με τα όπλα τους παρά πόδα να επιτεθούν και να τους διαλύσουν.
Τελικά η απεργία πέτυχε. Τα αιτήματα έγιναν αποδεκτά και, για να το γιορτάσουν, οργάνωσαν περίπατο στον εξοχικό κήπο του Τζάνα.
Οι εργάτες συγκεντρώθηκαν στις έντεκα το πρωί της δεκάτης ογδόης Φεβρουαρίου έξω από τα γραφεία του συλλόγου τους και, αφού παρατάχτηκαν σε τετράδες με τη σημαία επικεφαλής, παρέλασαν στις οδούς Δημητριάδος και Ορμινίου κι από εκεί ανηφόρισαν ως του Τζάνα, όπου έφαγαν, ήπιαν και χόρεψαν ως το απόγευμα. Στο γλέντι συμμετείχε η χορωδία του Κέντρου και βέβαια ο Άγγελος, πρώτος και καλύτερος.
Ποτέ δεν τον είχα δει τόσο ευτυχισμένο όσο εκείνη τη μέρα. Έτρεχε από παρέα σε παρέα, γελούσε κι αστειευόταν, πείραζε τους συντρόφους του και τραγουδούσε σκεπάζοντας όλες τις άλλες φωνές. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο από την έξαψη και τα μάτια του βγάζαν φωτιές. Κάποια στιγμή, που βρέθηκε πλάι μου, μου είπε:
«Τους βλέπεις, Δημήτρη; Τους βλέπεις; Είναι όλοι τους παλικάρια. Πραγματικός στρατός, πειθαρχημένος και παντοδύναμος. Όταν θα έρθει η ώρα, θα δώσουμε μια και θα τα γκρεμίσουμε όλα. Κι ύστερα θα χτίσουμε τον καινούργιο μας κόσμο. Έναν κόσμο δίκαιο, χωρίς πλούσιους και φτωχούς, χωρίς πεινασμένους και άνεργους κι άστεγους. Κι δεν θ’ αργήσει, το νιώθω, φτάνει…»
Γύρω στις έξι η γιορτή τελείωσε. Οι εργάτες παρατάχτηκαν ξανά σε τετράδες και, αφού κατεβήκαν την Ιωλκού, περάσαν από την Αργοναυτών, την Αγίου Νικολάου και τη Δημητριάδος, φωτίζοντας κάθε τόσο τους δρόμους με πολύχρωμα βεγγαλικά.
Όταν έφτασαν μπροστά στα γραφεία, σταμάτησαν κι άκουσαν την ομιλία του Ζάχου, που έκλεινε την εκδήλωση. Περίμενα κι εγώ, λίγο πιο πίσω, να τελειώσουν για να επιστρέψω στην εφημερίδα. Ξαφνικά το βλέμμα μου έπεσε σ’ έναν άντρα καθισμένο στα σκαλοπάτια μιας πόρτας, λίγα βήματα πιο πέρα. Ήταν διπλωμένος στα δύο, με το κεφάλι χωμένο στα χέρια του, και τρανταζόταν σαν να είχε σπασμούς.
Πλησίασα ανήσυχος και διαπίστωσα ότι ήταν ο Άγγελος.
«Άγγελε, τι έπαθες; Είσαι άρρωστος;»
Σήκωσε τρομαγμένος το πρόσωπό του. Απ’ τα μάτια του τρέχαν ποτάμι τα δάκρυα.
Τον έπιασα από τους ώμους και προσπάθησα να τον ησυχάσω.
«Έλα, ηρέμησε, αγόρι μου, ηρέμησε… Τι σ’ έπιασε μια τέτοια γιορτινή μέρα; Τι έπαθες;»
Τελικά κατάφερε να επιβληθεί στον εαυτό του και να σταματήσει το κλάμα. Σκούπισε το πρόσωπό του και προσπάθησε να δικαιολογηθεί.
«Συγγνώμη. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε. Ίσως απ’ τη χαρά, από τη συγκίνηση».
«Έλα, Άγγελε, πες μου… Δεν είναι μόνο αυτό…»
Έμεινε για λίγο αναποφάσιστος και ύστερα ψιθύρισε:
«Όχι, δεν είναι».
«Λοιπόν;»
«Έμαθες για το δεσπότη; Για το επεισόδιο που δημιούργησε στο Παρθεναγωγείο;»
«Πώς δεν έμαθα; Δημοσιογράφος δεν είμαι;» προσπάθησα να αστειευτώ.
Ο Άγγελος δεν έδειξε να καταλαβαίνει το αστείο μου.
«Το κλείνουνε, Δημήτρη. Εμείς γιορτάζουμε, γιατί κερδίσαμε λίγα λεπτά την ημέρα κι οι άλλοι δίπλα δουλεύουνε, σκάβουν το λάκκο του σχολείου, ετοιμάζονται να το θάψουν…»
«Έλα, μην κάνεις έτσι. Δεν είναι ακόμη τίποτα σίγουρο».
«Κι εμείς έχουμε κάποια δύναμη, μπορούμε τουλάχιστον να παλέψουμε. Για το σχολείο ποιος θα παλέψει; Οι μαθήτριες; Ποιος άλλος ενδιαφέρεται; Τους το εξήγησα, τους παρακάλεσα να κάνουμε κάτι, μια συγκέντρωση, μια πορεία, να διαμαρτυρηθούμε, αλλά δεν θέλουνε να μ’ ακούσουν. Δεν γίνεται, μου λένε, δεν είναι δικιά μας δουλειά. Δεν μπορούμε να ανακατευτούμε. Λες και η επανάσταση δεν έχει ανάγκη από σχολεία σαν κι αυτό. Λες κι ο καινούργιος μας κόσμος μπορεί να χτιστεί από ανθρώπους αγράμματους, μαθημένους να σκύβουνε το κεφάλι…»
[…]
Ο Άγγελος είχε δίκιο τελικά. Ο πόλεμος κατά του Σχολείου, αντί να κοπάσει, δυνάμωνε. Οι εχθροί του είχαν λυσσάξει. Ο Κήρυξ έγραφε καθημερινά λιβέλους εναντίον του.
Η αλήθεια είναι ότι ο Κούρτοβικ πήρε θέση από την πρώτη στιγμή εναντίον του Παρθεναγωγείου και την κράτησε με συνέπεια ως το τέλος. Αφού στην αρχή τα έβαλε με το δημοτικό συμβούλιο, κατηγορώντας το ότι ξοδεύει χρήματα του δήμου για τα πλουσιοκόριτσα, μόλις ήρθε ο Δελμούζος, άρχισε να του επιτίθεται προσωπικά.
«Κουβάλησαν εικοσιπενταετή νεανίαν δια να διαπαιδαγωγήση ηβοσκούσας νεάνιδας», έγραφε τις πρώτες ημέρες. Κι από τότε δεν σταμάτησε ούτε λεπτό.
Έπειτα όμως από το ατυχές περιστατικό με το δεσπότη, οι επιθέσεις έφτασαν στο αποκορύφωμά τους. Θυμάμαι φράσεις όπως: «Εκεί μέσα υβρίζεται η θρησκεία μας, διδάσκεται η ασέβεια προς τους γονείς, συνταράσσονται τα θεμέλια της ελληνικής οικογενείας, κηρύσσεται νέον θρησκευτικόν δόγμα, ο αθεϊσμός, ο αναρχισμός, ο μασονισμός και όλα τα εις –ισμός», κι ακόμη: «να κοπή το επίδομα του δήμου διότι είναι εντροπή ο ιδρώς ορθοδόξων πληθυσμών να δαπανάται χάριν σκοπών αντεθνικών».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε στο τέλος.
Στις δύο Μαρτίου του εννιακόσια έντεκα στις τέσσερις και μισή το απόγευμα άρχισαν να χτυπάνε δαιμονισμένα όλες οι καμπάνες της πόλης. Στην αρχή τρομάξαμε. Κάποια μεγάλη καταστροφή θα είχε συμβεί σκεφτήκαμε.
Εκείνη την ώρα μπήκε στα γραφεία της εφημερίδας ο Χατζηγώγος και μας εξήγησε. Γύρω στις δύο είχε κυκλοφορήσει ένα παράρτημα που καλούσε τον κόσμο να πάρει μέρος σε συλλαλητήριο για τη θρησκεία και τη γλώσσα. Ταυτόχρονα οι παπάδες άρχισαν να γυρίζουν όλη την πόλη και να ξεσηκώνουν όποιος έβρισκαν μπροστά τους, παίρνοντας κόσμο ακόμη και μέσα από ταβέρνες και καφενεία.
Η συγκέντρωση είχε προγραμματιστεί για τις πέντε, μπροστά από το ξενοδοχείο «Η Πετρούπολις». Επικρατούσε, όπως μας είπε, μεγάλος αναβρασμός και τα πνεύματα ήταν πολύ οξυμένα.
«Πάμε», μου είπε αμέσως ο Οικονομάκης. «Πάμε να ακούσουμε τι θα πουν αυτοί οι γελοίοι».
Σταθήκαμε πίσω από το πλήθος, μια μικρή ομάδα, που την αποτελούσαν ο γιατρός Ντινόπουλος, ο Ζάχος, ο Κόσσυβας, κι ορισμένοι άλλοι οπαδοί της δημοτικής.
Όταν ύστερα από λίγο άρχισε να μιλάει ο Παπαδήμος, πρόεδρος του συλλόγου «Τρεις Ιεράρχαι», και είπε για την καθαρεύουσα ότι «δι’ αυτήν ηγωνίσθησαν οι πρόγονοι ημών, δι’ αυτήν εκρεμάσθη ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄», ο Οικονομάκης δεν κρατήθηκε και φώναξε:
«Ο οποίος μετέφρασεν το Ευαγγέλιον εις δημοτικήν γλώσσαν».
Ακολούθησε μια παγωμένη σιωπή. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν προς το μέρος μας. Εκείνη τη στιγμή φοβήθηκα όσο ποτέ στη ζωή μου. Ήθελα να άνοιγε η γη να με καταπιεί.
Μόλις το πλήθος κατάλαβε ότι εκεί δίπλα είχε μαζευτεί μια μικρή ομάδα δημοτικιστών, άρχισε να μας γιουχάρει και να μας βρίζει. Οπισθοχώρησα δυο-τρια βήματα. Από τους άλλους όμως κανείς δεν κινήθηκε.
Ύστερα από λίγο οι αποδοκιμασίες κόπασαν κι ο Παπαδήμος συνέχισε την ομιλία του. Τι ήθελε όμως να πει ότι «διά την γλώσσαν επνίγη ο Ρήγας Φερραίος»; Αμέσως ξανακούστηκε η φωνή του Οικονομάκη:
«Ω, παιδιά μου ορφανά, σκορπισμένα δω και κει», ενώ ο Κόσσυβας συμπλήρωνε: «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά…»
Και νέες αποδοκιμασίες ακούστηκαν και νέες απειλές εκτοξεύτηκαν. Αλλά ο Παπαδήμος, αντί να συνετιστεί, συνέχισε απτόητος αναφέροντας και τον Αθανάσιο Διάκο, οπότε πήρε τη σκυτάλη ο Ζάχος:
«Για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει…»
Η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Το πλήθος, εξαγριωμένο, κινήθηκε προς το μέρος μας ουρλιάζοντας «Κάτω οι μαλλιαροί» και: «Να τους κάψουμε… Να τους σφάξουμε…»
Δεν μπορούσα ούτε καν να τρέξω για να σωθώ. Είχα παραλύσει ολόκληρος από το φόβο μου.
Ευτυχώς την τελευταία στιγμή μπήκε στη μέση η αστυνομία και συγκράτησε το πλήθος, που άρχισε τότε να φωνάζει συνθήματα κατά του Παρθεναγωγείου και του Δελμούζου.
«Πάμε», είπε ο Οικονομάκης. «Δεν μας σηκώνει άλλο το κλίμα».
Ξεκινήσαμε να φύγουμε. Δεν θα ’χαμε κάνει ούτε δέκα βήματα όταν εντελώς ξαφνικά σκέφτηκα τον Άγγελο. Πού να βρισκόταν αυτός ο τρελός; Τον είχα ικανό για όλα.
«Να τους ακολουθήσω εγώ για να δω τι θα γίνει;» είπα στον Οικονομάκη.
«Μπράβο, βρε θηρίο! Δεν τους φοβάσαι;» με ρώτησε.
Τραύλισα κάτι ακατάληπτο.
«Άντε, πήγαινε», μου είπε.
Ακολούθησα την πορεία από αρκετά μεγάλη απόσταση ως το Δημαρχείο. Εκεί η επιτροπή παρέδωσε ψήφισμα στο δήμαρχο Γκλαβάνη, με το οποίο ζητούσε την «άμεσο, απροφάσιστο και ανεξέταστο» κατάργηση του Παρθεναγωγείο. Οι συγκεντρωμένοι ζητούσαν κραυγάζοντας το δήμαρχο, ο οποίος βγήκε στο μπαλκόνι να τους μιλήσει. Πλησίασα κι εγώ για να ακούσω.
Ο Γκλαβάνης διαβεβαίωσε το πλήθος ότι ο ίδιος και το συμβούλιο θα περιφρουρήσουν τη θρησκεία και τη γλώσσα και θα πράξουν το καθήκον τους. Η δήλωσή του όμως αυτή δεν τους ικανοποίησε και ξεκίνησαν για το Επισκοπείο.
Η πορεία πέρασε από μπροστά μου. Παρακολουθούσα δήθεν αδιάφορος, με τα χέρια στις τσέπες, προσπαθώντας να περνάω όσο πιο απαρατήρητος γινόταν.
Πέντε άντρες, απορροφημένοι από την έντονη συζήτησή τους, είχαν μείνει λίγο πίσω. Μόλις με πλησίασαν, ένας τύπος κοντός με τραγιάσκα φώναξε δείχνοντάς με:
«Αυτός ήταν με τους μαλλιαρούς».
Η παρέα κινήθηκε προς το μέρος μου με άγριες διαθέσεις.
Κοίταξα γύρω μου δήθεν με απορία.
«Ποιος, εγώ;» ρώτησα. «Με ποιους μαλλιαρούς;»
«Τον είδα πριν, στη συγκέντρωση, είμαι σίγουρος», επέμεινε ο κοντός.
«Δεν καταλαβαίνω τι λέτε. Εγώ είμαι ξένος, απ’ την Αθήνα. Ήρθα σήμερα για δουλειές. Είδα τον κόσμο μαζεμένο και σταμάτησα από περιέργεια να δω τι συμβαίνει».
Από το τέλος της πορείας ακούστηκε μια φωνή.
«Ε, τι κάνετε εσείς; Άντε, ελάτε».
«Παράτα τον, πάμε», είπε στον κοντό κάποιος από τους άλλους.
Τον τράβηξε κι έτρεξαν να προλάβουνε τους υπόλοιπους.
Πήρα βαθιές ανάσες και, αφού κάπως ηρέμησα, από έναν παράλληλο δρόμο τράβηξα προς το Επισκοπείο.
Πού να βρισκόταν άραγε το τρελόπαιδο; Σε τι μπελάδες με έβαζε…
Άκουσα από μακριά το δεσπότη να επιτίθεται με δριμύτητα κατά του Παρθεναγωγείου. Το πλήθος άρχισε ξανά να ανάβει. Οι σποραδικές κραυγές και τα συνθήματα κατά του Σχολείου κατέληξαν με το τέλος της ομιλίας σε ένα ομόφωνο: «Να το κάψουμε! Να το κάψουμε!»
Οι συγκεντρωμένοι άρχισαν να κινούνται ξανά.
Θέλεις ο Άγγελος να ήταν εκεί…
Τρέχοντας σαν τρελός, έκοψα δρόμο κι έφτασα στο Σχολείο πρώτος.
Το κτίριο ήταν περικυκλωμένο από ισχυρή δύναμη χωροφυλάκων, που περίμεναν με τα όπλα στα χέρια. Ο Άγγελος δεν φαινόταν πουθενά.
Το πλήθος πλησίασε και στάθηκε σε απόσταση δέκα μέτρων από τον αστυνομικό κλοιό. Οι οργανωτές άρχισαν να συζητούν με τον επικεφαλής αξιωματικό ενώ οι υπόλοιποι συνέχισαν να απειλούν και να βρίζουν.
Ξαφνικά ένας πανύψηλος άντρας αποσπάστηκε απ’ τους άλλους και με πλησίασε.
Πάγωσα.
Στάθηκε μπροστά μου και μου είπε αγριεμένος:
«Εσύ δουν ήσουνα πριν με τους μαλλιαρούς;»
«Δεν θα είσαι με τα καλά σου», απάντησα προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. «Εγώ είμαι δημοσιογράφος του Κήρυκα».
Με κοίταξε για λίγο με δυσπιστία και ύστερα, ανασηκώνοντας τους ώμους, επέστρεψε στη θέση του.
Εκείνη την ώρα ακούστηκε μια κραυγή:
«Στο σπίτι του Δελμούζου!»
Υιοθετήθηκε αμέσως κι επαναλήφθηκε δεκάδες, εκατοντάδες φορές. Το πλήθος άρχισε ξανά να κινείται.
Άρχισα κι εγώ αμέσως να τρέχω.
Ο δρόμος ήταν έρημος. Μόνος μπροστά στο σπίτι στεκόταν ο Άγγελος, με την πλάτη ακουμπισμένη στα κάγκελα της αυλής. Από το βάθος του δρόμου ακούγονταν ήδη οι κραυγές.
Τον πλησίασα, τον έπιασα με τα δυο μου τα χέρια από τους ώμους και του είπα:
«Άγγελε, έρχονται, πάμε να φύγουμε γρήγορα».
«Δεν πάω πουθενά. Δεν πρόκειται να τους αφήσω να του κάνουν κακό».
«Είσαι με τα καλά σου, παιδί μου; Αυτοί είναι εκατοντάδες, χιλιάδες κι εσύ είσαι μόνος. Τι μπορείς να κάνεις;»
«Φύγε, άφησέ με…»
«Άγγελε, τρελάθηκες; Είναι όχλος, δεν ξέρουν τι κάνουν. Θα σε λιντσάρουν…»
«Άφησέ με σου λέω!»
Έδωσε μια και με τίναξε πέρα. Βρέθηκα πεσμένος κάτω, στη μέση του δρόμου.
Το πλήθος όλο και πλησίαζε. Δεν μας χώριζαν πια ούτε δέκα μέτρα. Έβλεπα τα πρόσωπα παραμορφωμένα από το μίσος και τη μανία, έβλεπα υψωμένες γροθιές να χτυπάνε με δύναμη τον αέρα, άκουγα μες στ’ αυτιά μου εκκωφαντικά τις βρισιές, τις κατάρες και τις απειλές, ένιωθα την ανάσα τους να με ακουμπάει, να με καίει.
Ξαφνικά ήρθε και προστέθηκε στους υπόλοιπους ήχους ποδοβολητό αλόγων. Από τη γωνία εμφανίστηκε μία έφιππη δύναμη του στρατού. Πέρασε από μπροστά μας τριποδίζοντας και σταμάτησε ανάμεσα σε μας και στο πλήθος.
Οι δύο δυνάμεις έμειναν για λίγο ακίνητες, αντιμέτωπες η μία με την άλλη. Ύστερα κάποιος φώναξε:
«Εμπρός, στο Δημαρχείο!»
Το σύνθημα επαναλήφθηκε κάμποσες φορές – μέχρι να το καταλάβουν, φαίνεται, όλοι και να ξεκινήσουν τη νέα πορεία τους.
Σηκώθηκα, τίναξα τη σκόνη από τα ρούχα μου, πλησίασα τον Άγγελο και του είπα:
«Έλα τώρα, πάμε».
«Δεν γίνεται να φύγω. Μπορεί να ξαναγυρίσουν».
«Μα είναι ο στρατός εδώ, τι φοβάσαι;»
«Αυτοί μπορεί να φύγουν, δεν τους έχω εμπιστοσύνη. Θα μείνω όλη τη νύχτα αν χρειαστεί – μέχρι να ηρεμήσουν τελείως τα πράγματα».
Αδύνατον να του αλλάξω μυαλά. Έφυγα κάπως ήσυχος, αφήνοντας το στρατό να τον προστατεύει.
[…]
Το ίδιο εκείνο βράδυ της δευτέρας Μαρτίου του εννιακόσια έντεκα το Δημοτικό Συμβούλιο Βόλου αποφάσισε την άμεση κατάργηση του Παρθεναγωγείου.
Τα νέα έφτασαν λίγο αργότερα στην εφημερίδα. Το κλίμα ήταν βαρύ. Κανένας από όσους ήμασταν εκεί μέσα δεν συμφωνούσε. Θεωρούσαμε την απόφαση μεγάλο πλήγμα για την πόλη.
«Να μου το θυμηθείτε», είπε ο Οικονομάκης, «ζούμε σήμερα την αρχή του τέλους. Σειρά έχει τώρα το Εργατικό Κέντρο και ο Εργάτης».
Κανένας δεν μίλησε.
Και ο Άγγελος; Πού να βρισκόταν ο Άγγελος; σκέφτηκα. Αν το είχε μάθει, θα είχε στενοχωρηθεί πολύ.
Όταν τελείωσα απ’ τη δουλειά, πέρασα πρώτα έξω από το σπίτι του Δελμούζου. Υπήρχαν μονάχα δυο-τρεις χωροφύλακες. Το ίδιο και έξω από το Σχολείο.
Να είχε γυρίσει στο σπίτι του;
Αποφάσισα να πάω ως εκεί για να βεβαιωθώ.
Κατεβαίνοντας την Κοραή, συνάντησα μια παρέα που στεκόταν στη μέση του δρόμου και συζητούσε. Περνούσα από δίπλα τους όταν άκουσα κάποιον να λέει:
«Αυτός δεν ήταν το απόγευμα με τους μαλλιαρούς;»
Ένα χέρι άρπαξε το μπράτσο μου. Γύρισα αναγκαστικά. Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα επάνω μου.
«Θέλετε τίποτα;» ρώτησα προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρύψω το φόβο μου.
«Εσύ δεν ήσουν νωρίτερα με τον Ντινόπουλο και τους άλλους;» με ρώτησε ένας χοντρός με ψαρά μαλλιά και γένια.
«Ποιον Ντινόπουλο; Εγώ είμαι ξένος, από την Αθήνα. Δεν καταλαβαίνω τι λέτε…»
«Παράτα τον, ρε Μιχάλη. Παράτα τον», είπε κάποιος άλλος.
Ο χοντρός με άφησε με βαριά καρδιά.
Δεν άντεχα άλλο, ήμουνα έτοιμος να καταρρεύσω. Με βήμα γοργό, τρέχοντας σχεδόν, γύρισα σπίτι.
Γιάννης Παπαδόπουλος, Ελπίδα, Εξάντας, Αθήνα 1999, σ. 134-137, 145-154.
Οι πρώτες μέρες του Πα...
6
1908, Βόλος
ΑΛ. ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ
ΦΡΟΣΥΝΗ
Αγαπημένο μου, καλό μου, λατρευτό μου παιδί!
Αυτή η ώρα είναι πάλι δική Σου, καταδική Σου. Ώρα 11 τέλειωσα το μάθημα και πήγα μακρινό περίπατο στην ακρογιαλιά. Τη χαρά μου συνόδευε το κύμα με το ρυθμό του, λες και τραγουδούσε κι αυτό μαζί με τα παιδιά τον ύμνο της ελευθερίας. Έχω ως 35 μαθήτριες —από 12-14 χρονών. Σήμερα τις ρώτησα για τον εθνικό μας ύμνο. Ήξεραν τις 2 πρώτες στροφές ή σωστότερα λέξεις από την αρχή δίχως νόημα. Θέλησα να μάθω από τα χείλη τους τ’ όνομα του ποιητού. Λίγες αναφέρανε τ’ όνομα του Ραγκαβή, μια μου αποκρίθηκε: Σολωμών, οι άλλες σώπασαν. Με λόγια απλά τους δίδαξα τον ύμνο απάνω στην εικόνα του Ιακωβίδη. Τα μικρά μυαλά ένιωσαν και τα αθώα στήθη αισθάνθηκαν. Στη διδασκαλία ήτανε παρών κι ο κ. Σαράτσης, ο ενεργητικότατος αυτός πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής. Έμεινε ενθουσιασμένος, μα πιο πολύ εγώ με την ελευθερία του μου ‘δωσαν Δεν πίστευα στην εποχή αυτή του δασκαλισμού να μ’ άφηναν να διδάξω έτσι. Ήταν ο ύμνος της ελευθερίας της δικής μας, της σκλαβωμένης γενεάς μας: απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά… Ο Μιστριώτης θα μ’ έκαιγε, εδώ οι λίγοι προς το παρόν επικροτούν. Δεν αρνούμαι ότι μου λείπει η πράξις, αλλά την έλλειψη αναπληρώνει ο ενθουσιασμός και το έργο που μου ανέθεσαν είναι τέτοιο ώστε να ενθουσιάσει και την πέτρα. Μόνο σιγή, μη λες σε κανένα τίποτα. Δεν πρέπει ακόμα.. […] Και θα το κατορθώσω. Ο κ. Σαράτσης έβαλε τα δυνατά του για να τραβήξωμε μπροστά. Σήμερα τον έπεισα να πάρωμε κάποια μάντρα δίπλα στο σχολείο κάποια μάντρα δίπλα στο σχολείο για να μας χρησιμεύσει ως περιβόλι και για γυμναστική. Άμα την πάρωμε θα διδάξω στο ύπαιθρο όσο μου επιτρέπει ο καιρός. Σιγά σιγά θα γίνει κάτι το πρωτότυπο, ίσως και πρότυπο για την Ελλάδα.
Το προσωπικό π.χ. ο δάσκαλος της [ιχνογραφίας] κ.ά. δε με βοηθούν καθόλου, είναι αμέθοδος και επιπόλαιος, μα στέκομαι απάνου απ’ το κεφάλι τους και κάτι θα γίνει. Να μπορούσα να ’παιρνα τα παιδιά προτού πατήσουν το κατώφλι του σχολείου! Πώς τα παραμορφώνουν εκεί πέρα. Ας είναι! Ωραία θα περάσουμε εδώ πέρα. Θα γυρίζω κοντά σου με τη γαλήνη και τη χαρά που δίνει η συναίσθηση πως κάνω ό,τι μπορώ.
Μη στεναχωριέσαι κι η ώρα αυτή γρήγορα θα ’ρθει. Τώρα άσε με να Σε φιλήσω.
δικός Σου πάντα
Αλέκος
Πέμπτη 9-10-1908
[…]
7
ΑΛ. ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ 1908, Βόλος
ΦΡΟΣΥΝΗ
Θυμώνεις που δε Σου γράφω πολλά, μα τι να κάνω; Κι εγώ θυμώνω με τον εαυτό μου που δε μου μένει καιρός να Σου στείλω τόσες σκέψεις που γεννά τώρα το στερεοελλαδίτικο κεφάλι και τόσα συναισθήματα που με κρατούν ανήσυχο. Είναι η αρχή και θέλει δουλειά πολλή. Το υλικό που μου ’δωσαν είναι ανομοιότατο, όχι μορφωμένο αλλά παραμορφωμένο. Πρέπει να γκρεμίσεις, να διορθώσεις κι ύστερα να οικοδομήσεις. Το φοβερότερο είναι που φοβούνται που δεν μπορούν τα παιδιά να μου μιλήσουν ελεύθερα τη μητρική τους γλώσσα. Έχουν ακόμα τον τρόμο του δασκάλου και για τέτοιον με παίρνουν και μένα. Έτσι καταλαβαίνεις πως δεν είναι σε θέση να γράψουν μια φυσική πρόταση. Έπειτα τα περισσότερα ανορθογραφούν τρομακτικά. Δεν ξέρω τι έκαμαν 6-7 χρόνια στο σχολείο. Τέτοιο υλικό πήρα. Θέλει δουλειά και αυτή δεν μου αφήνει πολύ καιρό ελεύθερο να Σου γράψω όπως ήθελα. Μόλα ταύτα δεν πρέπει να παραπονείσαι γιατί Σου γράφω τακτικά και τα τηλεγραφικά γράμματά μου είναι πολύ λίγα. Εκτός του υλικού των μαθητριών έχω και το ποιόν του προσωπικού. Ο φυσικομαθηματικός που βρήκα είναι καλός, φιλότιμος, με κατάλαβε οπωσδήποτε και εργάζεται καλούτσικα. Αυτός με βοηθεί και με ξεκουράζει αρκετά. Στη Γαλλίδα κάθομαι απάνω από το κεφάλι της γιατί δεν έχει επιβολή και η μέθοδός της δεν είναι όπως πρέπει. Στο δάσκαλο της ιχνογραφίας έδωκα τις σχετικές οδηγίες. Είμαι σύμφωνος με ό,τι σχετικό λες, και από αύριο αρχίζει το μάθημά του. Το ίδιο και με τη γυμναστική. Μαγειρική αυτό το χρόνο δε θα ’χουν. Τα 2 επόμενα. Τότε θα ’ρθει και η υγιεινή. Τώρα κάνουν κοπτική —ασπρόρουχα— και ραπτική. Μένεις ευχαριστημένη; όλα τα είπα. Η ιδέα του σχολείου και ο σκοπός φαίνεται πως κερδίζει έδαφος και θα σταθεί καλά. Ακόμα όμως δεν κατάλαβαν όλοι πως σκοπός μου είναι να χτυπηθεί ο δασκαλισμός. Ίσως τότε να γεννηθεί αντίδραση. Σήμερα είχα στην παράδοσή μου το βουλευτή κ. Γάτσο και μια γριούλα. Προσπαθούσα να λύσω τη γλώσσα των κοριτσιών και να μου μιλούν φυσικά.
Από τη μητρική τους γλώσσα μετέφραζαν στην αρχαία. Ο κ. Γάτσος έμεινε συμφωνότατος μαζί μου και το σύστημα των ενθουσίασε. Θα το υποστηρίξει αργότερα και στη βουλή. Για να ’χω τέτοια ελευθερία, το σχολείο δεν έγινε δημοτικό, αλλά είναι μισό του δήμου — καταβάλλει ο δήμος 6 χιλιάδες το χρόνο — και μισό ιδιωτικό — και οι γονείς καταβάλλουν δίδακτρα 108 δρχ. το χρόνο. Εννοείται εν όσω δεν έχει ακόμα αναγνωρισθεί από την Κυβέρνηση […] διευθύνεται από μια εφορεία η οποία δεν μπορεί ν’ αποτελέσει νομικό πρόσωπο. Γι’ αυτό και το συμβόλαιο θα γίνει μόνο για ένα χρόνο, κατά τον οποίον θα ’ναι προσωπικώς υπεύθυνος ο κ. Σαράτσης. Αργότερα θα το ανανεώσουμε — αν δεν παρουσιασθούν εκ μέρους μου φυσικά τίποτα εμπόδια. Όσο να τελειώσουν τα τρία χρόνια. Έτσι έγινε. Σε ζάλισα με ιστορίες όχι και πολύ ενδιαφέρουσες. Μα…
Μουσική; Αλήθεια την πεθύμησα και γω. Τόσον καιρό έχω ν’ ακούσω. Ήθελα να ’μαστε κάπου μαζί και ν’ ακούγαμε λίγη μουσική. Δεν θυμάσαι τον παράδεισό μας;
Εκεί τραγουδούσαν κύμα και πεύκα και χείλη μαζί. Σώπαινε, περίμενε κι η ώρα μας θα ’ρθει.
Κάποιος πατέρας έρχεται, πρέπει να Σ’ αφήσω. Παίρνε λουλούδια, γιόμισε το σπίτι όλο, στόλισέ τα όλα. Τα τριαντάφυλλα σκορπάνε τη χαρά. Σε φιλώ γλυκά.
δικός Σου
Αλέκος
[…]
19
ΑΛ. ΔΕΛΟΥΖΟΣ 1908, Βόλος
Γ. ΠΟΛΙΤΗΣ
Φίλε μου!
Τρεις ημέρες παλεύω σε μια ξένη πόλη για να δημιουργήσω κάτι τι. Ονειρευόμουνα ελευθερία στη δράση μου, την ελευθερία μου την έδωκεν μια κοινότης ολόκληρη, κατέβηκα στην πραγματικότητα και πρέπει να ’σαι σίδερο, ατσάλι για να μη μαδηθούνε τα φτερά Σου μέσα στο καζάνι της. Μου αναθέσανε την διεύθυνση του ανωτέρου Παρθεναγωγείου Βόλου. Πρώτη φορά που γίνεται τέτοιο σχολείο χωρίς να υπάγεται υπό τον έλεγχο του κράτους.
Αφού άφησαν τα χέρια μου λυτά το σύστησε και με σύστησε θερμά. Έτσι δέχτηκα κι ήρθα εδώ πέρα με ιερό ενθουσιασμό αφήνοντας στην Αθήνα τη γυναίκα που είχε συγκεντρώσει όλες μου τις σκέψεις και την αγάπη.
Θυμάσαι τα λόγια του Σολωμού μας. […]
Αυτό το παιχνίδι γινότανε τις πρώτες ημέρες. Ήρθαν ώρες που είπα να ετοιμάσω τα πράγματά μου και να φύγω.
Το προσωπικό το βήμα καταρτισμένο, αλλά πώς; Ο καθηγητής των φυσικών αφού μίλησα αρκετή ώρα μαζί του, ομολόγησε πως δεν του ήτανε εύκολο να διδάξει όπως του ζητούσα και γι’ αυτό παραιτήθηκε. Βρήκα άλλον και μου υποσχέθηκε πως θα κάμει ό,τι μπορεί. Η Γαλλίδα, μια κουτσή γριούλα, με ρώτησε: quelle punitions θάχωμε στο σχολείο; κτλ. κτλ.
Έπειτα διαθέτουν χρήματα πολύ λίγα. Από τις 350 δρ. κατά μήνα που μου είχανε υποσχεθεί τηλεγραφικώς κατέβηκαν στις 300 και πάλι να δούμε. Από τα 3 χρόνια του συμβολαίου, στον 1 χρόνο. Από τη μεγάλη αίθουσα μικρή, που μόλις χωρεί 25 μαθητάς. Και όμως πρέπει να δεχθώ ως 40 για να βγούνε κι αυτά τα λίγα έξοδα. κτλ. κτλ. κτλ. Έκανα, έκανα υποχωρήσεις μόνο και μόνο για να κρατήσω ό,τι ποθούσα… και το κράτησα κομματιασμένο. Πρέπει να γίνει εφτάψυχο και να τραβήξει εμπρός. Το τσεκούρι που γυρεύομε Σου το προσφέρουν χίλια χέρια προθυμότατα αρκεί να κατεβείς κάτω.
Το τελευταίο Σου γράμμα με είχε συγκινήσει. Θα ’θελα ν’ απαντήσω σ’ ό,τι γράφεις· δυστυχώς δεν το έχω εμπρός μου και καλά καλά δε θυμάμαι τι λέγαμε. Ξέρεις το Ζαρατούστρα, το μεγαλόστομα κήρυκα της σκληρότητας και της δυνάμεως; Κοίτα τον με τι λαχτάρα γυρίζει κάποτε στα περασμένα. Πόσο θα ’θελα να μπορούσα να σου ’γραφα ό,τι ταράζει τώρα την ύπαρξή μου: ωραίος κόσμος ατραγούδιστος τρέμει εντός μου. Δυο μήνες τώρα σαν ν’ άλλαξε ο ρυθμός του κόσμου γύρω μου. Θέλω να γράψω και δε γράφω. Καλύτερα να σωπάσω.
[…]
Γράφε μου συχνά και μη συνερίζεσαι αν δεν είμαι τακτικός στην αλληλογραφία μου. Τους δυο πρώτους μήνες θα ’χω δουλειά πολλή, μόλα ταύτα όταν μένει ήσυχο το κεφάλι μου θα Σου γράφω. Συ όμως γράφε μου συχνά.
Σήμερα έλαβα γράμμα του Φώτου με το τηλεγράφημα. Μόλις ευκαιρήσω θα του γράψω. Τώρα τον φιλώ και τον ευχαριστώ για τις ευχές του καθώς και Σένα.
[…]
21
ΑΛ. ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ 1908, Βόλος
Γ. ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ (;)
Αγαπημένε Γιάννη!
Αργά απαντώ στο καλό Σου γράμμα. Συμπάθησέ με. Βρίσκομαι στην αρχή ενός δυσκολότατου έργου που με απασχολεί ακόμα και στον ύπνο μου. Τώρα που ξαλάφρωσα λιγάκι θέλω να Σε ευχαριστήσω θερμότατα για τα ειλικρινή Σου λόγια. Μου θύμισες μια εποχή περασμένη, όμορφη και τραγική, όπως είναι όμορφα τα νιάτα και τραγικό το μαρτύριο που επιβάλλει ο σχολαστικισμός.
Περάσαμε μαζί τα παιδικά μας χρόνια και τα λόγια Σου μου δείχνουν πως δεν ξέχασες την διάθεση της πραγματικής ζωής και της μουχλιασμένης ατμόσφαιρας του σχολείου μας. Μας πήραν παιδιά γεμάτα ορμή προς […]άθεσιν και δράσιν και επί 4 χιλιάδες ημέρες δούλευε ένα σύστημα απαίσιο να μας καταπιέζει, ό,τι μας χάρισε η μητέρα φύση. Άτομο δε φταίει κανένα. […]
(Τώρα αρκεί μόνον λίγη σκέψη και κάθε ένας βλέπει στον εαυτό του χειροπιαστά τα αποτελέσματα της εποχής εκείνης. Λυπάμαι, που δεν μπορώ να ειπώ: εποχής περασμένης. Γιατί ζει ακόμα και μια απλή επίσκεψη στα κάτω, κατώτερα και κατώτατα σχολεία μας, επίσημα και ανεπίσημα θα Σου θυμίσει το παλαιόν εαυτό Σου — μαρτύριο.)
Είναι αλήθεια πως έγιναν καλύτερα τα κτίρια, μεθοδικότερη η διδασκαλία και η θέση του δασκάλου καλυτέρεψε κάπως. Αλλά η βάση του εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι η ίδια.
Το δόγμα της επιστροφής προς τους (κλασικούς) ευκλεείς προγόνους, με το ταίρι του «πολλές γνώσεις και λίγη γνώση» άρχισε τώρα να τρικλίζει κάπως, αλλά οι ρίζες του είναι βαθιές. Ακόμα μας κυβερνούν οι νεκροί ή σωστότερα οι βρυκόλακες. Από παντού ακούονται φωνές που τις επιβάλλει το ένστικτο πια της αυτοσυντηρήσεως.
Παντού γίνονται προσπάθειες ανατρεπτικές. Έφθασαν στο ένα: θέλουν θετική, πραγματική, και εθνική μόρφωση. Σιγά σιγά θα ’ρθει και το άλλο μόνο του: πώς είναι δυνατή τέτοια μόρφωση; Σ’ αυτό το ερώτημα θα απαντούσανε με πράγματα οι λίγοι προδόται που τους εμπιστεύονται παιδιά πριν πατήσουν ακόμα το σχολείο· αμόλυντα όπως βγήκαν από το σπίτι τους. […] Τώρα αρκούμαστε στα λίγα. Οι Βολιώτες θέλουν να μορφώσουν τα κορίτσια τους, έκαμαν ένα σχολείο με σκοπό: λίγες γνώσεις και πολλή γνώση.
Μου ανέθεσαν τη διεύθυνση. Πήρα αποφοίτους της 6ης και 7ης τάξεως των δημοτικών Παρθεναγωγείων, ως επί το πλείστον, παπαγάλους ανορθόγραφους, με τέτοιο ανομοιότατο υλικό, μορφωμένο = παραμορφωμένο πια από πολυετή διδασκαλία, δεν μπορεί κανείς να εφαρμόσει ακέραιο το σύστημά του· μ’ όλα ταύτα (αν μ’ αφήσουν να εργασθώ ήσυχος επί 3 χρόνια, θα ’χω αποτελέσματα καλά). Τους είπα με τι μέθοδο θα επιτύχω το δύσκολο σκοπό και δέχτηκαν.
Μόλα ταύτα κάτι θα γίνει. Κάτι που δεν έγινε ως τώρα. Κι αν τυχόν τα αποτελέσματα δεν έρθουν όπως τα φαντάζομαι, το φταίξιμο πρέπει να ζητηθεί στις εξωτερικές συνθήκες, ίσως και σε μένα, ποτέ όμως στο σύστημα.
Η υπεροχή του δε δέχεται συζήτηση. Δυο μήνες μόνο έχω τέτοια παιδιά και μ’ όλη την πρωτοπορία μου η υπεροχή του συστήματος φάνηκε.
Τα περισσότερα παιδιά αρχίζουν να κινούνται φυσικά και ελεύθερα.
Η παιδική ψυχή ξεσκλαβώνεται. Το βλέπεις σε πολλές εκθέσεις. Μόνο να με αφήσουν να εργασθώ ήσυχος. Ζεις σε μικρή πόλη και ξέρεις [πόσο] πρόσφορο είναι το στενό περιβάλλον σε εμπαθείς προσωπικούς πολέμους, επί 3 χρόνια, πράγμα δύσκολο σε επαρχιακή μάλιστα πόλη, όχι όμως και αδύνατο.
Επί 1 μήνα με πολέμησαν σα λυσσασμένα σκυλιά. […] 1-2 εφημερίδες. Ο πόλεμός τους δεν ήταν ο πόλεμος που λαχταρούμε γιατί μας εξυψώνει…
[…]
23
ΑΛ. ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ 1908, Βόλος
ΙΩΝΑΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ
Φίλτατε κ. Δραγούμη,
Το λακωνικό Σας γράμμα και η γενναία προσφορά με συνεκίνησε βαθύτατα. Η Ακρόπολις έγραψε μόνο τη μισή αλήθεια και πολλά ψέματα. Γι’ αυτό πρέπει να Σας παραστήσω τα πράγματα όπως είναι.
Επειδή εδώ πέρα τα εξατάξια παρθεναγωγεία δεν ήταν αρκετά για τα κορίτσια της μεσαίας τάξεως, είχαν προσθέσει προ καιρού τρεις τάξεις, 7η, 8η, 9η, όπου εδίδασκαν μαθήματα Σχολαρχείου και γυμνασίου. Ένας βολιώτης γιατρός, ο κ. Σαράτσης — δυνατός χαρακτήρας και γερό μυαλό — έπεισε το δημοτικό συμβούλιο ότι οι ανώτερες αυτές τάξεις προετοιμάζουν δασκαλοκαθρέφτες και τίποτα περισσότερο. Ανάγκη να χωριστούν από τα δημοτικά παρθεναγωγεία, να γίνουν αυθύπαρκτες, με ιδιαίτερο διευθυντή και σκοπό ανάλογο προς τις σημερινές συνθήκες.
Το τριτάξιο Ανώτερο δημοτικό Παρθεναγωγείο. Σκοπός του να βγάλει Ελληνοπούλες με εθνική και θετική μόρφωση — λίγες γνώσεις και πολλή γνώση — αντίστοιχα σχολεία των κοριτσιών δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, επομένως δεν είχαμε ν’ ακολουθήσουν κανένα πρόγραμμα του υπουργείου. Μ’ εκάλεσαν διευθυντή να το διοργανώσω και δέχτηκα επειδή μου άφησαν μεγάλη ελευθερία να διδάξω ό,τι και εγώ νόμιζα καλύτερο. Τους είπα: «έχετε μια ώρα αρχαία ελληνικά. Μας είναι άχρηστη, γιατί δεν θα μάθουν τίποτα. Έπειτα δεν τους χρησιμεύουν. Θα μάθουν μετά να καταλαβαίνουν καλά την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Θέλετε να μάθουν για να νιώθουν και να γράφουν την καθαρεύουσα; Καλά. Αυτό όμως θα γίνει αν η μητρική τους γλώσσα υψωθεί σε συνειδητή ιδέα. Γι’ αυτό πρέπει να τη γράφουν. Έτσι είναι δυνατή η σύγκριση με ξένη νεκρή γλώσσα. Μόνο με τη σύγκριση μαθαίνεται. Έπειτα: εθνική μόρφωση είναι μόνο δυνατή με την εθνική φιλολογία: δημοτικά τραγούδια, Σολωμός, Βαλαωρίτης κτλ. Θα ’ναι η ύλη των ελληνικών. Καθαρεύοντα έργα θα διδαχθούν όσα αξίζουν κάτι. Δέχεσθε;» Η εφορευτική επιτροπή και γονείς δέχτηκαν. Το υλικό που μου επιστευτήκανε είναι ως επί το πλείστον: ανορθόγραφοι παπαγάλοι. Έπρεπε ν’ αρχίσω από την αρχή. Τα βιβλία απαγορεύτηκαν. Σε ένα μήνα κατόρθωσα να ελευθερώσω το παιδί από τον τρόμο του δασκάλου. Πήρα εκθέσεις που έδειχναν κάποια ατομικότητα. συγχρόνως όμως άρχισε ο πόλεμος σε κάποια εφημερίδα. Ένας πόλεμος αισχρότατος και συκοφαντικότατος. […] Τώρα ανάσανα και μπορώ ελεύθερα να εργάζομαι. Τα σπίτια και μάλιστα οι νοικοκυρές με υπερασπίζονται τώρα πολύ. Τα παιδιά 37 —από 12-15 χρονών— τα κέρδισα. 2-3 είναι ανυπότακτα και δεν μπορούν να κάνουν χωρίς γραμματική και αρχαία ελληνικά. Τα άλλα μου ανοίγουν την καρδιά τους όπως και στην αρχή. Γίνεται μεταφορά από τη δημοτική στην καθαρεύουσα. Τις Εκθέσεις τις βγάζω από την καθημερινή ζωή των παιδιών. Αναγκαστικώς γράφουν στη δημοτική, επειδή δεν μπορούν να παραστήσουν το γνωστό τους κόσμο με λέξεις καθαρευουσιάνικες. Έπειτα τις βάζω και τις μεταφέρουν στην καθαρεύουσα. Σιγά σιγά νιώθουν τα παιδιά μόνα τους τη διαφορά της νέκρας και της ζωής. Πέντε μαθήτριες κατόρθωσαν να ξεχωρίσουν τώρα τις δύο γλώσσες. Στις άλλες επικρατεί ακόμα σύγχυση αλλά με τον καιρό θα χαθεί κι αυτή. Δύο μήνες έχω που εργάζομαι και μόλα ταύτα κέρδισα εκθέσεις μέσα στην τάξη που είναι γεγονός πρώτης τάξεως. Αργότερα θα δημοσιευθούν. Κι αυτό δείχνει πιο χειροπιαστή την υπεροχή του συστήματός μας. Αναγκάστηκα να το τσεκουρέψω για να συμμορφωθώ με τις περιστάσεις και έχω αποτελέσματα οπωσδήποτε καλά. Φαντάζομαι αν μπορέσει κανείς να εφαρμόσει το σύστημα ακέραιο σε παρθένο υλικό αμόλυντο από το δασκαλισμό, θαύματα θα γίνουν. Έχει ο Ρωμιός μέσα του θαυμάσια στοιχεία. Τώρα νιώθω πιο βαθιά πόσο καταστρέφουν το λαό μας τα σχολεία. Ιδανικό μας πρέπει να είναι να πάρωμε μικρά παιδιά και να τα βγάλωμε πέρα ως το τέλος. Τότε ας συγκρίνουν το διαμάντι με το σωστό κάρβουνο. Κι αυτό πρέπει να γίνει. Το ξανατονίζω: πρέπει να χτυπηθούν αλύπητα τα ονόματα, έστω κι αν αδικηθούν, για να προκόψει η ιδέα. Μόνο τα ονόματα τρομάζουν, την ουσία τη δέχεται καθένας. Δεν μπορείτε να φαντασθείτε πόσο έδαφος κέρδισε η ιδέα. Ο μισός κόσμος μαζί μας. Τα λόγια του Σκληρού μένουν θεωρία. Όχι μόνον οι εργάτες, όλοι φωνάζουν: θετική μόρφωση κι όταν χτυπήσετε Πάλλη και Ψυχάρη και τους δώσετε την απρόσωπο ιδέα την προσκυνούν. Σε λίγα χρόνια πρέπει να γίνει το σχολείο που φαντάζομαι μέσα στην Αθήνα και να το υποστηρίζουν μάλιστα και πολλοί επίσημοι. Πρέπει να γίνει και θα γίνει. Μόνο να ξέρει κανείς να παίζει τις προλήψεις του λαού. Εκείνο θα ’ναι έργο. Τώρα γίνεται ένα μισό πείραμα που θα μας βοηθήσει στη ριζική αναμόρφωση. Πείραμα που η επιτυχία του εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.
Δημοτική και καθαρεύου...
39
Π. ΔΕΛΤΑ 1910, Φραγκφούρτη
ΑΛ. ΔΕΛΜΟΥΖΟΣΑξιότιμε Κύριε Δελμούζο, (Φραγκφούρτη), 14/27-2-1910
Ήμουν στη Λόντρα όταν έλαβα το γράμμα σας των 23 του περασμένου· δε σας αποκρίθηκα αμέσως, γιατί όλο περίμενα τις εκθέσεις των μαθητριών σας, που φύλαγε εδώ το ταχυδρομείο, γιατί ήταν το δέμα συστημένο και που μόλις χθες έλαβα.
Μου είχε μιλήσει πολύ για σας ο Κος Τριανταφυλλίδης και μου είχε περιγράψει τις εκθέσεις αυτές που είχε δει, αλλά ομολογώ πως έμεινα έκπληκτη μ’ ένα-δυο για την ποίηση που περιέχουν και για τη σαφήνεια της περιγραφής των. Μ’ έκανε εντύπωση η έκθεση της Αρτ. Αγγελίδου, «Τα παιδιά στους αποθέτας», για τις ιδέες της και τις συγκρίσεις που κάνει· ενθουσιάστηκα με την έκθεση της Σπηλιωτοπούλου, «Το κρυφό σκολειό», όπου τόσο λαμπρά περιγράφει τη σκηνή, που ο άντρας μου που είχε δει την εικόνα του Λύτρα, την αναγνώρισε, ενώ εγώ που δεν την είδα νομίζω πως την ξέρω! Επίσης μ’ άρεσε της ίδιας Σπηλιωτοπούλου το «Για το Μαρμαρωμένο Βασιλιά». Πρέπει να είναι πολύ ξυπνό παιδί και να έχει φοβερή ζωή μέσα της. Είναι έμορφη η δουλειά που καταπιαστήκατε, να ξυπνήσετε δηλαδή τις παιδικές ψυχές και να τις καλλιεργείτε, και σας μακαρίζω για τα αποτελέσματα που επιτύχατε ύστερα από τόσο λίγο καιρό! Ωραιότατος ο «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς» της Βαλς. Δημητριάδου, (δεν έχει υπογραφή, αλλά κρίνω πως είναι δικό της από το γράψιμο)· ζηλεύω την τελευταία σελίδα για τη συντομία και τη διαύγεια της διήγησης. (Αυτή μην είναι που δε γύρισε στο σχολείο σας φέτος και σας λύπησε τόσο; εννοώ τη λύπη σας!) Σας συγχαίρω με όλη μου την καρδιά για την επιτυχία σας· ο Θεός να δώσει όταν δημοσιεύσετε τις επετηρίδες του σχολείου σας, στα τρία χρόνια, ν’ ανοίξουν οι γονείς τα μάτια τους, να δουν τη διαφορά της διδασκαλίας σας και να εννοήσουν![…]
40
ΑΛ. ΔΕΛΟΥΖΟΣ 1910, Βόλος
Π. ΔΕΛΤΑΣεβαστή μου Κυρία Δέλτα! (Βόλος), 20-3-1910
Όσο μ’ ευχαρίστησε το γράμμα Σου, τόσο λυπήθηκα που ξαναστείλατε τις εκθέσεις κλπ. των παιδιών μου. Τις είχαν αντιγράψει μόνα τους για να μείνουν ως ενθύμηση στη συγγραφέα ενός έργου που τα συγκίνησε.
Σας αναφέρω κάτι ασήμαντο μα χαρακτηριστικό τόσο για το έργο Σας, όσο και για την κοινωνία μας. Η μαθήτριά μου Χ. Κυριακοπούλου μου έδειξε αντιγραμμένο και μορφοδεμένο ολόκληρο το βιβλίο Σας! Το αντέγραψε μόνη της και ο πατέρας της έχει ως 150 χιλ. δρχ. περιουσία.
Σήμερα είχαμε τέτοια θύελλα που μόνο οι μισές μαθήτριες ήρθαν σχολείο. Όταν μπήκα στην πρώτη, τη μικρή τάξη, βρήκα ένα οικογενειακό κύκλο από 8-9. Έτσι τον κράτησα ως που καταλήξαμε φυσικότατα σε έκθεση με θέμα: «κακοκαιρία». Μια, η μικρότερη απ’ όλες, ως 12 χρόνων, γράφει: —«Όταν είναι κακοκαιρία και σχολάσω απ’ το σχολείο, στο δρόμο θα κρυώνω, αλλά όταν θα πάω στο σπίτι θα ζεσταθώ με τη φωτιά που θα ‘χουμε. Μαζεμένα τ΄αδέρφια μου όλα μαζί παίζουν και φωνάζουν δυνατά. Να σας πω αυτή η ανακατωσιά μ’ αρέσει πολύ… Και ο αέρας έξω να φυσάει και η βροχή να πέφτει σα να μαλώνουν οι δυο τους και να θέλει ο ένας να παραβγεί τον άλλον. Άμα έρθει το βράδυ και κοιμηθούν τα μικρότερά μου αδέρφια, τότε έρχεται και η ησυχία. Εμείς καθόμαστε γύρω στη φωτιά και ζεσταινόμαστε… εγώ κάθομαι πολύ αργά… Και ακούω έξω τον αέρα και τη δυνατή βροχή που πέφτει και χαίρομαι πολύ και θέλω έτσι να βρέχει πάντα». —Μου ‘καμε εντύπωση το απλό και βαθύ της αίσθημα που δεν το περίμενα ποτέ ύστερα από τις πρώτες της εκθέσεις Νοεμ-Δεκεμβρίου: «Έρχεται η εσπέρα εκάστης ημέρας και η δύσις του ηλίου αρχίζει να χρυσώνει τα πέριξ της πόλεως βουνά. Τότε επέρχεται η νυξ και κάθε εργάτης πηγαίνει εις την οικίαν του και μετά της οικογενείας του επισκευάζουσι την τράπεζαν και τα πάντα είναι έτοιμας προς δείπνον. Τα τοιαύτα συμβαίνουν και εις ημάς — Αφού παρέλθει η νυξ και ο πλάστης αποστέλλει την ωραίαν αυγήν, ο δε αήρ ο πρωινός καταθέλξη τας καρδίας των ανθρώπων, τότε σηκώνονται εκ του βαθέος ύπνου…» Είναι από τα σπάνια παραδείγματα της σημασίας που ‘χει το γλωσσικό ζήτημα για τα σχολεία μας και γι’ αυτό Σας το αναφέρω. Αν κι έχει κι άλλο λόγο: μ’ αρέσει να μιλώ για τα παιδιά. Κι αφού κι εσείς εργάζεστε γι’ αυτά με τόσο ενθουσιασμό, αφήστε με απόψε που είναι σαββατόβραδο να δώσω διέξοδο σ’ αγαπητή φλυαρία ως που να τελειώσει το χαρτί και η υπομονή Σας.
Με τις μεγάλες μαθήτριες επισκεφθήκαμε δυο-τρία σχολεία δημοτικά σε διάφορα χωριά του Βόλου. Ήταν όμορφες οι παρατηρήσεις που έκαναν ύστερα στο δάσκαλο για τη διδασκαλία του π.χ.: γιατί τους λέγε γυαλιού; ή γυαλί ή ύαλος κ.ά. Οι περισσότερες έχουν καταλάβει τη διαφορά του σχολείου μας από τ’ άλλα κι ελπίζω στο τέλος του τρίτου χρόνου να επιτύχω ωραία πράγματα με το θέμα: «τα δυο συστήματα».
Αντίπροχθες μια μαθήτρια σε κάποια έκθεσή της κορόιδεψε ωραία και συνειδητά την κατάσταση των διδακτικών μας βιβλίων. Όλη η έκθεση γραμμένη απλά και φυσικά και όταν έφθασε στο μέρος που μια μητέρα θέλοντας να διορθώσει το παιδί της του διάβασε ένα ηθικό διήγημα —μια παραβολή— από κάποιο βιβλίο, το ‘γραψε σε υπερκαθαρεύουσα· έπειτα εξακολούθησε τη φυσική διήγηση. Όταν τη ρώτησα γιατί έγραψε εκείνο το μέρος σε καθαρεύουσα είπε: «μα ήταν από διδακτικό βιβλίο». Όλες γέλασαν.
Η ζωγραφική τους, αν μπορούσατε να ιδείτε τις προσπάθειές τους, θα Σας ενθουσίαζε. Τις άρχισα πέρσι με αντιγραφή απ’ το φυσικό, απλά και ύστερα σύνθετα φύλλα. Φέτος τις παρέλαβε η υποδιευθύντρια που ξέρει ζωγραφική και ακολουθώντας την ίδια μέθοδο σε 4 μήνες μέσα κατόρθωσε ώστε αρκετές ν’ αποτυπώσουν σε γραμμές και χρώματα το χαρακτήρα τους, όπως και στις εκθέσεις. Πολλά θυμίζουν την Ελληνική φύση, 8 χρόνια δίδαξε η υποδιευθύντρια στην Αγγλία και ποτέ της δεν είχε τέτοια αποτελέσματα με τα εγγλεζόπουλα. Έμφυτη καλλιτεχνική αντίληψις κοιμάται στα παιδιά μας και μόλις τις βοηθήσετε εκδηλώνεται ωραία.
Από τους ποιητάς μας εκείνος που τους συγκίνησε βαθύτερα είναι ο Σολωμός (εθν. ύμνος, τα δυο αδέρφια, η τρελή μάνα κλπ.) Ο Βαλαωρίτης μόνο στην επιφάνεια. Απροσδόκητη επιτυχία είχα και με την Οδύσσεια, μετάφρασις Πολυλά με μικρές διορθώσεις. Εννοείται πως διδάσκεται πάντα εν συγκρίσει με τα δημοτικά τραγούδια, π.χ. η αναγνώρισις Οδυσσέα και Πηνελόπης συγκρίνεται με το δημοτικό Ο Αγνώμων Σύζυγος: μαλαματένιος αργαλειός κι ελεφαντένιο χτένι κλπ. συλλογή Αραβαντινού. Αγάπησαν τον Όμηρο όπως και το Σολωμό και θα τον αγαπήσουν πιο πολύ σε λίγο με την Ιλιάδα.
Και κάτι που δεν θα το περιμένετε ίσως σε μια ελληνική επαρχία, αφού δε γίνεται σε πολλούς πολιτισμένους λαούς. Τους κάνω ιστορία της αρχαίας τέχνης και συζητούν κάποτε μαζί μου και μάλιστα εμπρός και σε ακροατές για το γυμνό με την ίδια αφέλεια που θα συζητούσαν για ένα ωραίο λουλούδι.
Τώρα λίγα και για το περιβάλλον μας.
Οι διδάσκαλοι και καθηγηταί στην αρχή φοβερά εναντίον του σχολείου. Πέρσι κάποια δασκάλα του Βόλου επισκέφθηκε στην Αθήνα τον κ. Τσιριμώκο. Τη ρώτησε επίτηδες για τα εδώ σχολεία. Ανέφερε πολλά και μόνο το δικό μου άφησε. Σε σχετική ερώτηση του κ. Τσιριμώκου απάντησε: «α, ναι, μα απ’ αυτό βγαίνουν μπαλαρίνες!» Κι αυτό επειδή πηγαίναμε τακτικά περίπατο και δούλευαν στο περιβόλι. —Φέτος 2 παρθεναγωγεία, όλα τα δημοτικά σχολεία και ένα Ελληνικό έκαναν κήπους όπου εργάζονται τα παιδιά. Προχθές ένας σχολάρχης πήγε τα παιδιά του στην εξοχή και τους διάβασε Σολωμό. Θα τους διαβάσει αργότερα και διηγήματα μεταφρασμένα στη δημοτική απ’ τα νορβηγικά. Σε λίγο άλλος, κι άλλος, κι άλλος.
Την Τρίτη αρχίζω παιδαγωγικά μαθήματα στους δημοδιδασκάλους.
25-4-1910. Δεν πρόφτασα να τελειώσω το γράμμα μου κι έφυγα για την Αθήνα —το πήρα μαζί μου, το ξανάφερα, το ξαναπήγα— το ξανάφερα κι απόψε πια —τελευταία ημέρα των διακοπών— πρέπει να του δώσω ένα τέλος, ειδεμή θα μείνει ακόμα για πολύ άσταλτο. Αρχίζω από κει που τελείωσα: Οι δημοδιδάσκαλοι Μαγνησίας με παρακάλεσαν για παιδαγωγικά μαθήματα. Ετοιμάστηκα, όταν την τελευταία ώρα κάποιος δημοδιδάσκαλος με ειδοποίησε ότι ο κ. Επιθεωρητής της Δημ. Εκπαιδεύσεως Βόλου δεν επιτρέπει να γίνουν διαλέξεις στα σχολεία.
Στην Αθήνα είδα τον υπουργό κι ο Επιθεωρητής μετατέθηκε αλλού. Μα πολλοί δημοδιδάσκαλοι φοβήθηκαν.
Για το σχέδιο του σχολείου μάθατε. Το δυσκολότερο απ’ όλα η πολιτική. Τελειώνω απότομα. Με πολλήν υπόληψη.
Οι αντιδράσεις...
68
Δ. ΠΕΤΡΟΚΟΚΚΙΝΟΣ 1911, Αθήνα
Δ. ΣΑΡΑΤΣΗΣ25 Τιμολέοντος
Αθήνα 9-3-1911
Αξιότιμε φίλε,Έλαβα το γράμμα σας με τις εσώκλειστες αποδείξεις και σας ευχαριστώ.
Με μεγάλη μας λύπη μάθαμε τα αυτού νέα και φυσικά πολύ λυπηθήκαμε που το πραγματικώς μεγάλο σας και ωραίο έργο σταμάτησε με τέτοιο τρόπο. Ας ελπίζομε όμως πως όλα αυτά θα έχουν τον αντίχτυπό τους, πως τα μάτια του κόσμου θ’ ανοίξουν και πως η αντίδραση δεν θ’ αργήσει.
Για τον Όμιλο η γενική ιδέα είναι να εξακολουθήσει και να στραφεί στο φωτισμό της Κοινής Γνώμης, και στο να κάμει οπαδούς. Αλλά χρειάζεται δουλειά κι ενθουσιασμός…
Με υπόληψη και αγάπη
Δικός σας
Δ.Π. Πετροκόκκινος[…]
78
ΑΛ. ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ 1911, Χόρτο Αργαλαστής
Π. ΔΕΛΤΑΧόρτο, Λαμπρή 1911
Τρεις μέρες τώρα είμαι με τη γυναίκα μου και το παιδί μου μακριά από το τραγικό φρενοκομείο του Βόλου, σε μια έρημη σκάλα του Παγασητικού. Λίγα σπίτια, δυο βάρκες, 1-2 αδειανά καΐκια, τέσσερα σκυλιά και 5-6 άνθρωποι· ο ένας τους τρελός. Οι άνθρωποι έφυγαν χθες για να κάμουν Λαμπρή στο χωριό τους κ’ έμεινε μόνον ο τρελός κ’ εμείς—Το Χόρτο, όνομα και πράμα, γεμάτο πρασινάδα με δάσος ελιών και πολλές λεύκες που φτάνουν ως κάτω στην ανοιχτή θάλασσα· μια βαθιά ρεματιά σχίζει το βουνό και φτάνει ως το Αιγαίο κ’ έτσι έχομε πάντα δροσιά. Εκεί μέσα νερά άφθονα και κάθε κλαδί κι αηδόνι· πρωί και δειλινό σωστή συμφωνία. Νομίζαμε πως η ψυχή μας είχε λερωθεί τώρα τελευταία απ’ ό,τι είδε και άκουσε, μα μόνο τ’ αυτιά ήταν λερωμένα· η ψυχή ξαναγύρισε στους τόνους και ξαναβρήκαμε τη γαλήνη και τον εαυτό μας.
Έτσι τώρα μπορώ και θέλω να Σας γράψω, γιατί ό,τι έγινε ξαναπερνά εμπρός μου με δύναμη, καθαρισμένο όμως πια από κάθε ατομικό και πρόστυχο και βρωμερό! Τέτοια επισκόπηση μού ήταν ως τα τώρα αδύνατη και σιωπούσα. Μα πάλι με την εντύπωση των εφημερίδων δεν έπρεπε να μείνετε, γι’ αυτό ανέθεσα στη μαθήτριά μου Σπηλιωτοπούλου να Σας γράψει. Στο γράμμα της βλέπετε τον αντίκτυπο που είχαν στη σχολική μας ζωή και στην ψυχή των παιδιών τα τελευταία γεγονότα· αυτά Σας τα είπε Ο Κήρυξ στολισμένα με όλα τα ψεγάδια της νεοελληνικής κοινωνίας· έτσι για μένα μένει κάτι άλλο.
Ο δεσπότης είχε πέσει τον τελευταίο χρόνο τόσο πολύ στη συνείδηση του κόσμου με τα ανήθικα φερσίματά του, ώστε η θέση του κλονιζόταν και έπρεπε να σηκωθεί. Το όργανό του Ο Κήρυξ μάταια τον ελήστευε προσπαθώντας δήθεν να στερεώσει το θρόνο του· έλειπε η ευκαιρία. Μα το πιο δυνατό τρίκλισμα του δεσπότη συνέπεσε με το γλωσσικό ζήτημα που ανακινούσαν στην Αθήνα οι μαριονέττες των κομμάτων: και τα δύο επωφελήθηκαν λίγοι διδάσκαλοι και οι καλόγριες του Βόλου. Οι πρώτοι, οι πιστοί πάντα σύμβουλοι του Σεβασμιωτάτου, πριν λειτουργήσει το Α. Παρθεναγωγείο είχαν πολλές παραδόσεις που επί τρία χρόνια τους έλειψαν· πολλές φορές παρακάλεσαν την εφορεία να τους πάρομε στο σχολείο μας να διδάξουν, μα δεν το κατόρθωσαν· και ούτε ήταν ελπίδα να το κατορθώσουν, αφού καταρτίσαμε στο τέλος μόνιμο προσωπικό. Σ’ όλο αυτό το διάστημα μας πολεμούσαν, αλλά χωρίς επιτυχία. Το ίδιο και οι καλόγριες με τη σχολή τους· ενώ στην αρχή πήγαιναν περίφημα, τον τελευταίο χρόνο είχαν ξεπέσει τόσο, ώστε αναγκάστηκαν να δίνουν ιδιαίτερα νυκτερινά μαθήματα σε μαθητάς γυμνασίου· από 22 πλουσιοκόριτσα που αποφοίτησαν φέτος από τα κοινά παρθεναγωγεία, τα 20 ήρθαν σε μας και τα δύο πήγαν, θαρρώ, στην Αθήνα· οι καλόγριες πήραν μόνο 3-4 χωριατοπούλες που ζητούσαν και pension· —για το ερχόμενο όμως σχεδίαζε η εφορεία να κάμει και στο Αν. Παρθ. pension· έτσι οι καλόγριες έπρεπε να φύγουν. —Ένα μεγάλο ποσό στον Κήρυκα, αν έκανε εμάς να φύγομε· και η σταυροφορία έγινε: εμπρός ο δεσπότης, πίσω Ο Κήρυξ, παράλληλα οι δάσκαλοι και στο βάθος εκ του αφανούς οι καλόγριες αγωνίζονται τον έσχατον υπέρ της γλώσσης και της ορθοδοξίας αγώνα! Ο δεσπότης επισκέπτεται το σχολείο μας, όπου η αφορμή που γύρευε του δόθηκε με το παραπάνω. Του προσβάλαμε τον εγωισμό του και σε όλα τα ελατήρια προστίθεται τώρα και η καλογερική εκδίκηση· κι αυτή φρένιασε, όταν έγινε γνωστό πως η κ. Χριστάκου, που του φέρθηκε έτσι, είναι προστατευομένη του Παγώνη, ενός θανασίμου παλαιού εχθρού του Σεβασμιωτάτου, που τον είχε διώξει μια φορά από τα Πατριαρχεία της Αλεξανδρείας ως ρωσσόφρονα.
Εμείς — τα δύο μέλη δηλ. της εφορείας, η κ. Κουκουσλή, ο κ. Σαράτσης κ’ εγώ — κοιμόμαστε μην ξέροντας ακόμη τη δύναμη του ράσου στον τόπο μας και ζητούσαμε ικανοποίηση! Ο Πατριάρχης τέλος πήρε την προεδρεία στον αγώνα του έθνους υπέρ των κεκοιμημένων, το ζήτημα έγινε πανελλήνιο και το κλείσιμο του σχολείου μας θα έδινε στο δεσπότη ό,τι ζητούσε: θα τον ύψωνε σε πρόμαχο των ιεροτάτων δίπλα στο Μιστριώτη και στον Πατριάρχη. Η ατομική προσβολή χάθηκε στο γενικό πανζουρλισμό και κίνδυνο της φυλής. Παπάδες γύριζαν παντού και φανάτιζαν τον κοσμάκη, κηρύγματα ακούστηκαν από τους άμβωνες των εκκλησιών. «Άθεοι, μασόνοι, αναρχικοί κ.λπ.», «θέλουν να μας πάρουν τ’ άγιο μύρος», ψιθύριζαν οι γυναικούλες στις γειτονιές και σταυροκοπιώνταν, «να μη βαφτιζόμαστε —να μη βάζουμε στεφάνι— να μη νηστεύουμε —να μην πηγαίνουμε στις εκκλησίες! αυτά θέλουν·— να, το παιδί του το ‘χει αβάφτιστο και το κεφάλι του μυρίζει κρεατίλα!— δεν έχει στεφάνι στον τοίχο, ούτε κονίσματα— διώξαν τον παπά απ’ το σπίτι, δε φιλάει το σταυρό» και άλλα παρόμοια φανάτιζαν τον κοσμάκη, ενώ για τον επιστημονικό όχλο έφτανε η λέξη: μαλλιαρός.
Και ο ερεθισμός μέρα με την ημέρα γινόταν μεγαλύτερος και τον τροφοδοτούσε τακτικά ο πανελλήνιος τύπος με την πολιτική σταυροφορία του και οι φλογεροί ρήτορες της διπλής Βουλής. Θρησκευτικοί και ανορθωτικοί σύλλογοι του Βόλου έκαναν ψηφίσματα κατά του Α. Παρθεναγωγείου όπου «υβρίζεται ο κλήρος, διαφθείρεται η γλώσσα και η διδασκαλία γίνεται παρά τους κανόνας της Ορθοδοξίας». Δεσπότης =ο δυνατότερος πολιτικός παράγοντας ενός τόπου· οι πολιτευόμενοι του νομού μας θέλησαν να τον περιποιηθούν και καλοί καιροσκόποι όπως είναι ψυχολόγησαν την κοινή γνώμη κι άλλοι στη Βουλή, άλλοι στο Βόλο ενίσχυσαν τον ιερόν αγώνα του αρχιερέως. Πολλοί δημοτικοί σύμβουλοι πολιτεύονται, άλλοι ως επίτροποι εκκλησιών κλπ. έχουν δοσοληψίες με το δεσπότη, πρόεδρος της εφορείας του σχολείου είναι ο δήμαρχος και το ένα μέλος είναι βουλευτής της ανορθώσεως.
Μόλα ταύτα το σχολείο δεν έπεφτε· 4 δημοτικοί σύμβουλοι το υπερασπίζανε δυνατά και δημοτικό συμβούλιο δε μπορούσε να γίνει, γιατί ο πρόεδρός του κ. Κουτσαγγέλης ήταν μαζί μας και δεν το καλούσε. Και τότε έσυραν από την κόλαση και τη μαύρη ηθική: «τα κορίτσια πάνε περίπατο στις σπηλιές —παίζουν— γελούν πολύ—σκάβουν—κάνουν τεχνητή αναπνοή!—όργια έπιασε σ’ αυτό το σχολείο ο δεσπότης!», έτσι έλεγε κάποιος παπάς. Ένας έκφυλος, θρησκόληπτος και μιστριωτόβλητος πατέρας είχε στείλει εδώ και 4 μήνες το κορίτσι του —ως 11 χρόνων— στο σχολείο μας, γιατί τον ανάγκασε η κουνιάδα του που ήταν μέλος της εφορείας. Το έφερε χωρίς να θέλει και γύρευε αφορμή να το αποσύρει. Μεταχειρίστηκε ως όργανο το ίδιο το παιδί του: «όταν σκάβετε, δε φαίνονται τα πόδια σας;» —«ναι, πατέρα!». Κατά μάνα κατά τάτα έτσι γιος και θυγατέρα· και η θυγατέρα, σωστό αγγελούδι στη μορφή, βγήκε δυστυχώς κι αυτή έκφυλη και οι συκοφαντίες —«στον περίπατο, άμα είναι κανένα δύσκολο μέρος, μας δίνει ο δάσκαλος το χέρι και μας βοηθεί» κλπ.— έπιαναν τόπο, αφού ήταν τόσο επίσημες. Πολλοί ρωτούσαν απορώντας «μα γιατί όλα τ’ άλλα 45-50 παιδιά δε λένε τίποτα;», και ακούστηκε και η απάντηση: «δεν ξέρεις συ! μόλις πάνε, τα βάζουν και κάνουν μεγάλο όρκο να μη μαρτυρούν ό,τι γίνεται κει μέσα». —Από τέτοια σπερμολογήματα ήταν ο πιο μεγάλος φόβος, γιατί ζούμε σε επαρχία και πρόκειται και για κορίτσια. Μόλα ταύτα απ’ όλες τις μαθήτριες έλειψαν μόνο 4· η μικρή που είπα παραπάνω, μια ξαδέρφη της, η κόρη ενός παπά που την απέσυρε κατά διαταγή του δεσπότη και μια από τη Β’ τάξη, προορισμένη για το Αρσάκειο. Όλες οι άλλες, αν και είχε γίνει από τους παπάδες και άλλους δεσποτικούς συστηματική προπαγάνδα στους γονείς για να πάρουν τα παιδιά τους, εξακολουθούν να φοιτούν τακτικότατα· και άφηναν να εκδηλώνεται πιο πολύ ο στενός τους δεσμός μαζί μας, ενώ έξω κουφόβραζε η φοβέρα ενός αφηνιασμένου όχλου και η συκοφαντία οργίαζε εις βάρος της ηθικής δασκάλων και παιδιών. Η χαρά όμως είχε λείψει και το σχολείο μας είχε εκνευριστεί μέσα στην ανησυχία ενός αθώου καταδίκου. Ο τελευταίος μας περίπατος —όχι πια κάθε τάξη χωριστά με το δάσκαλό της, μα όλες μαζί,— έμοιαζε μια νεκρική πομπή!
Τα πανελλήνια συλλαλητήρια και ψηφίσματα επέβαλαν τώρα το διαβόητο άρθρο στο Σύνταγμα, οι κεκοιμημένοι ενίκησαν τους ζωντανούς, και όμως χάρις στην επιμονή των δικών μας συμβούλων και του προέδρου τους ακόμη δεν είχε κλείσει ένα σχολείο όχι μόνο αντιθρησκευτικό, αντεθνικό και ανήθικο, μα και παρά τους κειμένους νόμους λειτουργούν. Έτσι κατέφυγαν στο τελευταίο τους όπλο, το συλλαλητήριο και το προετοίμασαν, όπως παπάδες και πολιτικοί ξέρουν, για τις 3 Μαρτίου.
Το πρωί δίδαξα στην τάξη μου την Ελληνίδα Μητέρα του Σολωμού· ήταν το τραγούδι που έπρεπε τα παιδιά μου να πάρουν μαζί τους και το αισθάνθηκαν βαθιά. Το απόγευμα είχαν λίγες από τις μεγάλες μαθήτριες ιδιαίτερο μάθημα μουσικής. Πήγα σχολείο και τις βρήκα αναστατωμένες με μάτια κλαμένα. Με τα πολλά έμαθα από το μουσικό πως επισκέφθηκαν μια μαθήτριά μου που έλειπε το πρωί, τη Χ. Κυριακοπούλου —την ξέρετε από τις εκθέσεις και την αντιγραφή του βιβλίου Σας.— Τη βρήκαν σε ελεεινό χάλι, ο πατέρας της δεν την άφηνε να ‘ρθεί, ούτε θα την άφηνε πια. Ήταν από τις παλαιότερες και καλύτερες μαθήτριές μου· εδώ και 10 μέρες είχε φύγει μια άλλη, η Θεοφανίδου, γιατί μετέθεσαν τον πατέρα της στην Κέρκυρα. Και οι δυο τους ήταν το ωραιότερο στεφάνι της εργασίας μου· σε όλο τον κατατρεγμό για πρώτη φορά τώρα πόνεσα τόσο που δάκρυσα, γιατί έβλεπα να διαμελίζουν ζωντανό ένα δημιούργημα.
Φρόντισα να φύγουν γρήγορα όσα παιδιά ήταν και αφού τοποθέτησα 3-4 αστυφύλακες που έστειλε η αστυνομία στις διάφορες τάξεις πήγα σπίτι.
Κλεισμένος στο γραφείο διάβαζα στους δικούς μου και σε δυο φιλικές οικογένειες τις τελευταίες εκθέσεις των παιδιών μου που έδειχναν την οριστική νίκη του συστήματος, ενώ έξω όλες οι καμπάνες χτυπούσαν δαιμονισμένα και καλούσαν τους πιστούς στον ιερόν αγώνα. Την ιεροτελεστία μας τάραξαν κατά τις 5 1/2 πολλές ασυνάρτητες φωνές· τα παράθυρα ήταν σφαλισμένα και δε μπορούσαμε να ιδούμε τίποτα. Η βουή όμως σιγά-σιγά απομακρύνονταν και σε λίγο έσβησε. Τότε άνοιξαν ένα παράθυρο και είδαν το σπίτι τριγυρισμένο από χωροφύλακες. Ύστερα έμαθα πως καμιά πεντακοσαριά άνθρωποι τράβηξαν από την Επισκοπή άλλοι προς το σπίτι μου και άλλοι προς το σχολείο· εκεί όμως βρήκαν εμπρός τους στρατιωτική ζώνη. Ήθελαν οι πιο παλικαράδες να τα σπάσουν όλα, οι λογικότεροι να πάρουν, λέει τα κλειδιά. Ο διευθυντής της αστυνομίας με το φρούραρχό τους έπεισαν να διαλυθούν· τράβηξαν τότε προς τη δημαρχία, όπου άλλος πολύς κόσμος περίμενε την απόφαση του συμβουλίου, που ο πρόεδρός του αναγκάστηκε πια να το καλέσει. Απάνου οι δημοτικοί σύμβουλοι συνεδρίαζαν. Σε δύο που πήγαν τελευταίοι ο υπαστυνόμος είπε πως πρέπει το σχολείο να κλείσει, γιατί ο λαός είναι εξαγριωμένος. Την ιστορική συνεδρίαση τη βλέπετε πιστά γραμμένη στη Θεσσαλία της 4 Μαρτίου. Η απόφαση οφείλεται στην πανελλήνιο τεχνητή εξέγερση, στις ενέργειες και στη δύναμη του δεσπότη και στην πίεση του κόσμου: σταυρωθήτω! —ούτε ψευδομάρτυρες καν δε ζήτησαν και η σταύρωσις εγένετο: οι πρόκριτοι του τόπου σταύρωσαν τα παιδιά τους.
Το πρωί σηκώθηκα αργά και πήγα σχολείο κατά τις 8 και 1/2. Περίμενα να βρω μόνον υπαλλήλους της δημαρχίας. Όλες οι τάξεις ήταν ανοιγμένες, μα δεν ακουγόταν τσιμουδιά· στο γραφείο περίμενε το προσωπικό: «Τα παιδιά είναι όλα στις τάξεις τους». Πήγα στην πρώτη, τη μικρή τάξη· όλα τα κεφάλια σκυμμένα: —«Το σχολείο μας το ‘κλεισαν γιατί έτσι το θέλησε η συκοφαντία· μη σκύβετε τα κεφάλια σας! κάθε νέα ιδέα πρέπει να πολεμήσει για να νικήσει· και θα νικήσει, όταν στηρίζεται στην αγάπη, την ειλικρίνεια και την αλήθεια. Και ότι τέτοια είναι η εργασία μας το δείχνει τώρα η διαγωγή Σας· ήρθατε όλες και πονείτε που Σας αδίκησαν και ζητούν να Σας στερήσουν το σχολείο Σας. Θα κάμομε ό,τι εξαρτάται από τη θέλησή μας· θα μείνουμε εδώ ως που να μου κοινοποιήσουν την απόφαση του συμβουλίου. Όταν κι αυτό γίνει, τότε θα συνεννοηθούμε με τους γονείς Σας για να μη μείνετε στη μέση. Και τώρα στο μάθημά Σας». Με τα ίδια λόγια προσπάθησα να συγκρατήσω τη Β΄ τάξη, κι οι δυο τους άρχισαν μάθημα.
Μα στη μεγάλη τάξη ήταν αδύνατο να κρατήσω την ψυχραιμία μου· γιατί εδώ τα παιδιά είχαν ζήσει μαζί μου πιο πολύν καιρό, ήταν δική μου τάξη και αισθάνονταν βαθύτερα. Έστειλα το φυσικό να κάμει μάθημα, αλλά του είπαν πως δεν μπορούσαν —Στο γραφείο βρήκα τον κ. Αδαμίδη, τον πατέρα μιας μεγάλης μαθητρίας μου. Είναι Ηπειρώτης, ως 60 χρόνων «τι θα κάμομε τώρα κ. Δελμ.;»—, «να ιδούμε»,— «πρέπει να το κρατήσομε και μόνοι μας! πλούσιος δεν είμαι, μα δίνω και 1000 δραχμές για να κρατηθεί το σχολείο· έχω κι άλλα παιδιά!». Μου είπε ότι η Χ. Κυριακοπούλου του παράγγειλε με την κόρη του να πείσει τον πατέρα της και την ξαναστείλει σχολείο, ειδεμή θα σκοτωθεί. Είναι ένα από τα πιο μετρημένα και πιο σεμνά κορίτσια. Στον πατέρα της πήγε κάποιος δεσποτικός και του είπε πως θα είναι άτιμος, αν δεν πάρει το κορίτσι του από τέτοιο σχολείο — και φυσικά έπρεπε να το πάρει — Έστειλα την επιστάτρια σπίτι και μου πήρε τον «Οιδίποδα Τύραννο»· στις 9 χτύπησα το κουδούνι για να φανεί πως ζούμε· καμιά όμως δε βγήκε από την τάξη της. Ξαναχτύπησα είσοδο, πήγα στην τάξη μου και έκαμα μάθημα το τέλος του «Οιδ. Τυράννου»· το θέμα ήταν τέτοιο, ώστε η προσοχή τους συγκεντρώθηκε —το κουδούνι χτύπησε τακτικά, όπως και πρώτα· οι δάσκαλοι πάλι στις τάξεις τους.
Μ’ εκάλεσε ο διευθυντής της αστυνομίας, πήγα φυσικά με αμάξι και μου ανακοίνωσε πως δεν αναλαμβάνει καμιά ευθύνη, αν εξακολουθήσουν μαθήματα· δεν έχει, είπε, αρκετή δύναμη, ώστε να επιβληθεί! «Ζήτησα ενίσχυση τηλεγραφικώς από την κυβέρνηση και όταν μου στείλουν, μπορείτε να εξακολουθήσετε». Έπρεπε να φύγουν οι μαθήτριες, πριν σχολάσουν οι καπναποθήκες και γεμίσουν οι δρόμοι από εργάτες. Στις 11 μάζεψα όλες σε μια τάξη και τους μίλησα έτσι που η χαρά ξαναγύρισε στη μορφή τους· εκάλεσα τους γονείς για το απόγευμα και στις ίδιες είπα να ξανάρθουν το Σάββατο πρωί. Το απόγευμα ήρθαν αρκετοί γονείς, τους είπα πως το προσωπικό εργάζεται δωρεάν ως το τέλος του έτους, ώστε αυτοί δεν έχουν παρά να πληρώσουν τα έξοδα της Γαλλίδας και το ενοίκιο. Δέχτηκαν πρόθυμα με τη σύσταση να περάσουν λίγες ημέρες, όσο να ησυχάσει ο θόρυβος.
Την Παρασκευή μου κοινοποίησαν την απόφαση του Συμβουλίου. Παρέδωκα το σχολείο, το κλείδωσαν και τα κλειδιά τα πήραν στη δημαρχία —ο αστυνόμος με ξαναφώναξε και πήγα στην αστυνομία από απόκεντρους δρόμους. Εκεί κοντά αντάμωσα ένα γκαρσόνι της μπύρας που συχνά του άφηνα pourboire. Τον κοίταξα νομίζοντας πως θα με χαιρετήσει· με κοίταξε κατάματα: «ούξου μαλλιαρέ, μασόνε!», φώναξε κ’ έφυγε. Στην αστυνομία μού σύστησαν να μη βγω από το σπίτι 5-6 ημέρες, γιατί δε μπορούν να εγγυηθούν για τη ζωή μου· μου έδειξαν το τηλεγράφημα που έστειλε η διεύθυνση της αστυνομίας Λαρίσης, όταν της ζήτησαν ενίσχυση:… «επιτάξατε μη τηρεί προκλητικήν στάσιν Δελμούζος… αληθώς υπονομεύων θρησκείαν και γλώσσαν λαού!». —Έτσι έμεινα φυλακισμένος· το τηλεγράφημα δημοσιεύτηκε στον Κήρυκα προς γνώσιν του κοινού.
Το Σάββατο πήγαν τα παιδιά σχολείο, μα το βρήκαν κλειστό. Πολλά ήρθαν σπίτι μου. Η Αγγελίδου είναι η τελειότερη Ελληνίδα που έχω ιδεί ως τώρα: απλή, σεμνή, δυνατή, ωραία η ψυχή της όπως και η μορφή· φαινομενικώς πάντα ατάραχη· στο γραφείο μου ήταν μερικοί δημοδιδάσκαλοι από τους δικούς μας. Μας έλεγε θαρρετά τι εντύπωση της έκαμε όταν βρήκε το σχολείο κλειστό: «χθες είχα πυρετό 38 βαθμούς»! Ρώτησε κάποιος «γιατί;». —«Από το κακό μου». Και μια άλλη: «και η Κυριακοπούλου είναι στο κρεβάτι με δυνατό πυρετό»— φωνάζουν στο δρόμο, μα δε με μέλει—, και σε λίγο: «κύριε διευθυντά, να ερχόμαστε εδώ να κάνομε μάθημα, τουλάχιστον η τρίτη τάξη; —Όχι ακόμα —Τότε να πηγαίνομε στις ελιές, στο σπιτάκι που μας λέγατε πως μοιάζει με τον υπόγειο τάφο της Αντιγόνης. —Δεν κάνει, παιδί μου, ακόμα, πρέπει να ησυχάσει ο κόσμος τότε να πηγαίνομε περίπατο και να τα λέμε περπατώντας!». —Το απόγευμα ήρθαν 3-4 και η Χ. Κυριακοπούλου μαζί. Οι άλλες μου είπαν πως ο πατέρας της πείστηκε να την ξαναστείλει, όταν ανοίξει το σχολείο. Σ’ όλες έδωκα να μου γράψουν μια έκθεση για το διωγμό του σχολείου μας. Αν ήταν με το διωγμό και το κλείσιμό του να πάρω τέτοιες εκθέσεις, τότε καλύτερα που έκλεισε· της Σπηλιωτοπούλου θα την έχετε τώρα διαβάσει.
Κάθε μέρα έρχονταν σπίτι πολλά κορίτσια. Στο δρόμο τα έβριζαν, άλλοι φοβέριζαν πως θα τα κάψουν, αν ξανάρθουν κλπ. Με τα παιδιά όμως φανατίστηκαν και οι γονείς· και βλέπετε γέρους εμπόρους συντηρητικούς να κόβονται στην αγορά φωνάζοντας πως αδίκησαν τα παιδιά τους. Οι πάτριοι ενόσω έβλεπαν τον ενθουσιασμό των παιδιών και των γονέων, εξακολουθούσαν τον πόλεμο, γιατί φοβόντουσαν μην ξαναρχίσομε πάλι. Και πήραν τώρα αναρχικά βιβλία και έγραψαν πως τα διδάσκαμε δήθεν στα παιδιά και τα ρούβλια δώσαν και πήραν· μερικά ήρθαν από τη Γερμανία, απ’ όπου το μυστικό κομιτάτο έστειλε και τα αντεθνικά βιβλία μιας κυρίας με το ψευδώνυμο Δέλτα. Και ο εισαγγελεύς «προέβη κατά διαταγήν του υπουργού της δικαιοσύνης εις ανακρίσεις προς εξακρίβωσιν των καταγγελθέντων»· οι ανακρίσεις εξακολουθούν.
Τόσος καιρός πέρασε και η αγάπη και ο ενθουσιασμός των παιδιών μας γίνεται λατρεία και φανατισμός. Τα μάζευε η Γαλλίδα στην Alliance κάθε πρωί και τα δίδασκε Γαλλικά και Ιχνογραφία. Ο ιδιοκτήτης όμως καθώς και ο διευθυντής της Alliance φοβήθηκε και απαγόρευσε τα cours. Πήγαν στην αίθουσα του Ωδείου, μα κι από κει η διευθύντρια τα έδιωξε γιατί ωδείο και Alliance παίρνουν κάθε χρόνο επίδομα από το δήμο. Έτσι τώρα μένουν σκορπισμένα στα σπίτια τους. Θυμηθείτε τα κρυφά σχολειά της Τουρκοκρατίας — 1911!
Ο μουσικός του σχολείου μας είναι και καθηγητής στο ωδείο· εκεί, με τη συγκατάθεση της διευθυντρίας αφού επρόκειτο για επίδειξη, πήρε τα παιδιά μας στις 25 Μαρτίου και έδωκε κονσέρτο, όπου είχαν προσκληθεί όλοι οι επίσημοι: ο μέραρχος, ο νομάρχης, ο δεσπότης κ.ά. Το κυριότερο μέρος του προγράμματος ήταν τα τραγούδια και τραγούδια και χορωδία ήταν αποκλειστικώς του Α. Παρθεναγωγείου. Χειροκροτούσαν τόσο πολύ στο τέλος κάθε δημοτικού τραγουδιού, όπως και στον ύμνο της σημαίας του Σολωμού, και φωνάζαν bis, ώστε και ο ίδιος ο δεσπότης θέλοντας και μη χειροκρότησε. Τα παιδιά όμως τον κοίταξαν κατάματα, όλοι ψιθύριζαν πως χειροκροτούν το Α. Παρθεναγωγείο και ο Σεβασμιότατος ταραγμένος έφυγε στη μέση. Κάποιος είπε στο νομάρχη: «είναι τα παιδιά του Ανωτέρου που Σας ζητούν το σχολείο τους». Αυτά σε 20 μέρες.
Θα πείτε γιατί Σας κουράζω με τόσες λεπτομέρειες. Μα όσο και αν φαίνονται ασήμαντες και πολλές τους ατομικές, μας κάνουν να γνωρίσομε βαθύτερα τον τόπο που θέλομε να μορφώσομε και δείχνουν χειροπιαστή τη διαφορά δύο συστημάτων, δύο κόσμων πραγματικών.Νόμιζα πως θα τελείωνα με τα παραπάνω, μα άλλο γεγονός ήρθε να φωτίσει καλύτερα την εικόνα. Έγραφα ως το μεσημέρι· το απόγιομα ο καιρός ήταν καλός και αποφάσισα να πάω με τη γυναίκα μου στο Μετόχι, ένα χωριό με 80 σπιτάκια, ως 1 ώρα μακριά από δω. Ο ξενοδόχος μας και κάποιος τελειόφοιτος της νομικής, σύμφωνος μαζί μας ως προς τη γλώσσα, μας είχαν καλέσει με τη διαβεβαίωση πως θα ευχαριστηθούμε πολύ. Η γυναίκα μου καβάλα, εγώ πεζός, πήγαμε στο χωριό κι όταν φτάσαμε στην πλατεία καμιά 15αριά μικρά και μεγάλα παιδιά μας υποδέχτηκαν σιγομουρμουρίζοντας· «να οι μαλλιαροί!». Οι μεγάλοι, λίγοι άντρες και 5-6 γέροι, κάθονταν στις καρέκλες κάτω από τον πλάτανο και μας κοίταζαν περίεργα χωρίς να μας χαιρετήσουν. Να μην τα πολυλογώ, ο ξενοδόχος και ο φοιτητής μας περιποιήθηκαν σπίτια τους, φέραμε μια γύρα στο χωριό, μα τα μουρμουρίσματα έγιναν φωνές και οι φωνές βρισιές. Για να φύγομε, έπρεπε πάλι να περάσομε από την πλατεία. Οι ξεναγοί ζήτησαν να μας ξεβγάλουν ως έξω, μικρά και μεγάλα παιδιά ακολουθούσαν: «ε, ε, οι μαλλιαροί! γιούχα η μαλλιαρίνα!» κλπ. και οι πέτρες έπεφταν απάνω μας βροχή. Κάποιος τα κυνήγησε, μα το πετροβόλημα εξακολουθούσε ως που απομακρυνθήκαμε εκτός βολής και φωνής.
Ο ξενοδόχος και ο φοιτητής γύρισαν πάλι στο χωριό τους και μεις τραβούσαμε το δρόμο μας αηδιασμένοι που και τα χωριά ακόμη μολύνθηκαν τόσο, ώστε να χάσουν και το στοιχειώδη σεβασμό στον ξένο και τη γυναίκα. Στη μέση του δρόμου παρουσιάζονται 5-6 Μετοχίτες μέσα από τις ελιές. Στέκονταν σε κάποια απόσταση και φώναζαν: «στον τόπο! κάτου απ’ το ζο!». Η γυναίκα μου, όπως ήταν κρυμμένοι, τους πήρε για ληστάς, τρόμαξε, φώναξε και έκανε να πηδήσει· κράτησα δυνατό το μουλάρι, έβαλα ασυνείδητα το χέρι στην άδεια τσέπη μου· «μη ζυγώσει κανένας, γιατί του τίναξα τα μυαλά!». —«Ας τους να ‘ρθούν εδώ, τι θέλετε, παιδιά;» —Οι ήρωες μισοκρυμμένοι πίσω από τις ελιές ξαναφώναξαν: «κάτου απ’ το ζο!» —«Ελάτε δω, ρε, τι θέλετε;» —«Να μην ξαναπατήστε στο Μετόχι, θα σας κάψουμε, δε θέλουμε δω μαλλιαροί!». Κι άλλος: «Η ταχινή να μη σας βρει στου Χόρτου γιατί θα σας πάρει ο διάουλους!». Η γυναίκα μου πάλι επέμενε να τους αφήσω να πλησιάσουν, να ιδούμε τι θέλουν, να τους μιλήσω, να τους φωτίσω κλπ. «Ελάτε δω, ρε παιδιά, τι σας ήρθε;» Ξεθάρρεψαν και βγήκαν από τις ελιές· οι δυο ως 17-18 χρόνων, οι άλλοι ως 30. Κρατούσαν στα χέρια τους άλλοι ξύλα και άλλοι πέτρες: —«Σήκουσ’ τα χέρια απάν’ να ζγώσουμε!». —Προτίμησα να κρατήσω το χέρι στην αδειανή τσέπη μου, για ν’ αποφύγω δυσάρεστες σκηνές, αν τυχόν και πλησιάζαν: «Τα χέρια απάν’!» —«Άιντε στο Βόλο, ραγιάδες και μη ζυγώσει κανένας, γιατί…» —τράβηξα το μουλάρι και προχωρήσαμε, ενώ δυο από τα παλικάρια πάλι πίσω από τις ελιές φώναζαν: «να σκωθείτε να φύγετε απ’ του Χόρτου, αλλιώς ούλου του Μετόχι θα ‘ρθεί να σας κάψει». —Περισσότερο δεν τόλμησαν.
Το κωμικοτραγικό επεισόδιο μας πότισε αηδία και πόνο. Ως που κατεβήκαμε στο ξενοδοχείο, συλλογιζόμουν τώρα πολλά και λυπόμουν κατάκαρδα. Μέσα στα πιο απόκεντρα χωριά όχι μόνο δηλητηριασμένοι, μολυσμένοι, μα και ραγιάδες! Και η παλικαριά ακόμα και η λεβεντιά των χωρικών μας πάει από τα θεσσαλικά βουνά! Και λυπόμουν ακόμα και για τον εαυτό μου. Η ιδέα της γυναίκας μου να τους μιλήσω, να τους φωτίσω, ήταν η καλύτερη: «θα καταλάβαιναν τι έκαναν, θα μετάνιωναν και θα γύριζαν πάλι στο χωριό τους διαφορετικοί. Τώρα τι κέρδισες; δεν πάνε έτσι εμπρός οι ιδέες! δεν είσαι ο άνθρωπος που τους πρέπει!». Δε μιλούσα, γιατί είχε δίκιο. Προφήτες θέλει για πολύν καιρό ο τόπος μας· μα χρειάζεται ηρωισμός για ν’ αντέχει κανείς στο χλευασμό.
Όταν ερχόμουν από το Βόλο, μέσα στο βαπόρι ήταν ένα σωρό χωριάτες κι από μερικούς με κολάρο έμαθαν πως είμαι μαλλιαρός. Φυσικά άρχισαν να φωνάζουν και να πειράζονται τάχα μεταξύ τους: «ρε μαλλιαρός είσαι; —όχι, μασόνος—σοσιαλιστής» κλπ. Πλησίασα έναν, το θρασύτερο, κάθισα δίπλα του και άρχισα να του μιλώ. Ρώτησα πρώτα για τις ελιές, έμαθα πως δεν τις καθαρίζουν, δεν τις περιποιούνται καλά κ.ά. Σιγά σιγά ο κύκλος έγινε μεγαλύτερος, τους κεντήθηκε το ενδιαφέρον και σε λίγο όλο το κατάστρωμα άκουγε. Μιλούσαμε για τις ελιές, την καλλιέργεια, το διάλεμα, πήγαμε στον τόκο, στο συνεταιρισμό και ασυνείδητα τους έφερα και στο γλωσσικό. «Μα τι είναι οι μαλλιαροί;» ρώτησε ο ένας, και κάποιος: «να, θέλνε, λέει, να λέμε: σοφία σούζα, κάτου τις κούτρες σας». Άλλοι «τον Παλιολόγο τον λένε Παλιοκουβέντα — να μας κάνουν Σλάβους, να μας χαλάσουν τη θρησκεία», και άλλα. Σιγά σιγά τους έβγαλα από την πλάνη· για Σας δουλεύουν οι μαλλιαροί· να γράφονται τα βιβλία όπως όλοι μας μιλάμε κ’ έτσι να τα καταλαβαίνετε και Σεις, να μορφωθείτε κλπ… —«αμ’ τότε γιατί φωνάζουν; τι θέλνε οι άλλοι;» Τους μίλησα μερικά αρχαία ελληνικά· «έτσι να μιλάτε όλοι και να γράφετε! —αμ’ αυτά είναι μαλλιαρά!» —Κ’ έπειτα με λόγια απλά ήρθαμε στη μόρφωση και απ’ αυτή στο συμφέρον τους και στα οικονομικά τους και όλοι άκουγαν τώρα με προσοχή και τα έβρισκαν σωστά. Όταν έφτασα στο Χόρτο, σα να λυπήθηκαν που έφευγα. Όταν ήμουν στη βάρκα, ακούστηκε μέσα από το βαπόρι μια φωνή δυνατή: μαλλιαρέ! μα έμεινε απομονωμένη.
Και τα δυο επεισόδια διδακτικά για όσους θέλουν να εργαστούν. Λογάριαζα να μείνω αρκετές ημέρες εδώ, γιατί είναι πολύ όμορφα. Αν και δήμαρχος και αστυνόμος μας εβεβαίωσαν πως δεν υπάρχει φόβος, μόλα ταύτα αποφασίσαμε αύριο να φύγομε. Τα γειτονικά χωριά μας έμαθαν, τώρα που περνούν οι γιορτές θα κατεβούν πολλοί χωριάτες εδώ για τις δουλειές τους και δυστυχώς δεν αντέχω στο χλευασμό. Κουράστηκα και το γράμμα μου θα τελειώσει στο Βόλο.
16-4-1911Σαν υστερόγραφο Σας χαρίζω μια χτυπητή κορνίζα για τη σκηνή του Χόρτου· την πήρα από τον κ. Βάρναλη, σχολάρχη Αργαλαστής, όταν γυρίζαμε μαζί στο Βόλο. Μ’ αυτόν και το παιδί του δημάρχου που κατέβηκαν επίτηδες για να μας χαιρετήσουν, πεταχτήκαμε τη δεύτερη ημέρα, στην πρωτεύουσα του δήμου, την Αργαλαστή. Μείναμε εκεί ως 1 ώρα και ξαναγυρίσαμε στην ερημιά μας. Μόλις φύγαμε, μαζεύτηκαν πολλοί Αργαλαστιώτες και ρίχτηκαν του σχολάρχη, γιατί με κάλεσε και με συνόδευσε στο χωριό. Το πήραν πως επρόσβαλε την κοινή συνείδηση και αποφάσισαν να κάμουν συλλαλητήριο την άλλη μέρα και σύμφωνα με την πρόταση του πρόεδρου της κοινότητος να με κάνουν εξορία από τον τόπο τους! Ο δήμαρχος και λίγοι φρόνιμοι εναντιώθηκαν και το συλλαλητήριο και η εξορία ματαιώθηκε. Μόλα ταύτα η πρόθεση μένει και Σας δίνει με τα επεισόδια που ανέφερα παραπάνω την κατάσταση του τόπου μας. Η αφαίρεση εύκολη: μεσαίωνας, μα χωρίς τις αρετές του, όπως λέτε.
Οι γονείς με αναφορά τους ζήτησαν από το Υπουργείο της Παιδείας εξεταστική επιτροπή για ν’ αποδείξει ψέματα όλες τις συκοφαντίες κατά του σχολείου. Το ίδιο μου υποσχέθηκε και ο Βενιζέλος. Τον είδα μόνος μου και μίλησε με πολύν ενθουσιασμό για το Α. Παρεθναγωγείο. Μόλα ταύτα πέρασε 1 1/2 μήνας και ακόμα τίποτε. Έτσι βρίσκομαι σε μετέωρη κατάσταση, που δε μου επιτρέπει να φύγω από δω και να ξαναβρώ την ησυχία μου, την απαραίτητη για πνευματική εργασία. Για το έργο η επιτροπή δε θα ‘χει καμιά σημασία, γιατί μόλις δημοσιευθούν τα αποτελέσματα θα φανεί πως ό,τι είπαν ήταν συκοφαντίες· αλλά χρειάζεται για πολλούς λόγους· πρώτα, γιατί έτσι πιθανόν να επιτρέψει η κυβέρνηση να εξακολουθήσει το Α. Παρθ., ως ιδιωτικό σχολείο, με τη διεύθυνση της κ. Χριστάκου, έπειτα για τις μαθήτριες που κουρέλιασαν τη τιμή τους και δεν συμφέρει τέτοια κηλίδα σε επαρχιωτοπούλες κλπ. Θα εξαντλήσω ό,τι μέσα διαθέτω για να το επιτύχω και θα παραιτηθώ μόλις σκουντάψω στο αδύνατο. Να Σας πω όμως για τέτοιες ενέργειες δεν αντέχω· δεν ήρθα για να πολιτευθώ. Εργάστηκα επί 3 χρόνια και τους έδωκα ένα έργο που πρώτη φορά έγινε στην Ελλάδα. Να το επιβάλω μόνος μου στο Κράτος, δεν έχω αρκετό σθένος· όποια κυβέρνηση το υιοθετήσει, θα το ‘χει για τιμή της. Αν δεν το κάνουν τώρα, σε λίγο θ’ ακολουθήσει και το Κράτος, θέλοντας και μη, το δρόμο που του δείχνομε — Για μένα όμως είναι απαραίτητη τώρα η ψυχική ηρεμία.
Σχολείο στην Αθήνα το Σεπτέμβριο αδύνατο να γίνει· όχι για την εξέγερση που δημιουργήθηκε τελευταία, μα γιατί εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να το αναλάβω. Το είπα στον Όμιλο· θέλω πρώτα να δημοσιεύσω το υλικό που πήρα εδώ, να ξεκουραστώ και ύστερα να ετοιμαστώ για την νέα εργασία.
Για την εφημερίδα είμαι και γω σύμφωνος.
Μα όλα αυτά τα σχέδια θέλουν καιρό πολύ να εκτεθούν και για τώρα έγραψα πάρα πολλά, έτσι που Σας κούρασα και κουράστηκα.
Με υπόληψη.Η Δίκη των Αθεϊκών ...
ΠΡΟΕΔΡΟΣ. Το δικαστήριον αποσύρεται εις διάσκεψιν.
(Μετά την διάσκεψιν)ΠΡΟΕΔΡΟΣ. (Αναγινώσκει την απόφασιν υπ’ αριθ.18)·
«Το Δικαστήριον
»Σκεφθέν»Επειδή εκ της αποδεικτικής διαδικασίας και της συζητήσεως δεν προέκυψεν, ότι οι κατηγορούμενοι είτε κατά σύστασιν είτε ιδία έκαστος καθ’ οιονδήποτε τρόπον να ελκύσωσι προσηλύτους εις λεγόμενα θρησκευτικά δόγματα με τα οποία ενεργούμενα είναι ασυμβίβαστος η διατήρησις της πολιτικής τάξεως.
»Επειδή εκ της αποδεικτικής διαδικασίας προέκυψεν, ότι εκ των κατηγορουμένων οι Κόσσυβας, Κατσιρέλος και Σούλιος συγκεχυμένας έχοντες κοινωνιστικάς ιδέας, ων την επιστημονικήν σημασίαν και έκτασιν, ως εκ της μικράς διανοητικής αναπτύξεως αυτών και ατελεστάτης μορφώσεως δεν ηδύναντο να γνωρίζωσιν, εξέφραζον ταύτας προκαλούμενοι υπό άλλων εργατών εν ιδιωτικαίς ομιλίαις κατά τρόπον ατυχή, χωρίς να υπάρχει παρ’ αυτοίς η δολία προαίρεσις ήτοι η ενσυνείδητος δι’ αυτών προσβολή, εις πρόσκομμα άλλων του οφειλομένου σεβασμού εις τον δημιουργόν του παντός ή ενσυνείδητος έκφρασις αρχών, δοξών ή φρονημάτων αντιτιθεμένων εν γένει εις τας βάσεις της θρησκείας και της ηθικής ή άλλως επιβλαβών εις την θρησκείαν ή τα ήθη και ένεκεν του λόγου τούτου δι’ έλλειψιν του απαραιτήτου στοιχείου της δολίας προαιρέσεως απαλλακτέοι τυγχάνουσιν.
»Επειδή εκ της αυτής διαδικασίας και της συζητήσεως δεν πρόεκυψεν, ότι οι κατηγορούμενοι Δελμούζος, Σαράτσης και Ζάχος είτε κατά σύστασιν προς τους τρεις ανωτέρω αναφερομένους άλλους, είτε αυτοτελώς ενεργούντες εξετέλεσαν την δευτέραν εν των κατηγορητηρίω αναφερομένην πράξιν κατά τους εν αυτώ τόπους και χρόνους· διότι ούτε αι εν τω Εργατικών Κέντρω διαλέξεις αυτών ούτε η εν τω Παρθεναγωγείω διδασκαλία των δύο πρώτων προσέκρουον εις τας βάσεις της θρησκείας ή της ηθικής ή άλλως ήσαν επιβλαβείς εις την θρησκείαν και τα ήθη ή ότι εν γένει καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον προφορικώς ή εγγράφως εξέφραζον τοιαύτας ιδέας ή άλλας προσπιπτούσας εις το άρθρον 18 του περί εξυβρίσεως νόμου, το δε μόνον δια τον πρώτον Δελμούζον προκύψαν γεγονός, ότι εν φιλικών συναδελφικώ κύκλω την Μεγάλην Παρασκευήν εν Βόλω ηρμήνευε ορθολογικώς την προσέλευσιν του Αποστόλου Παύλου εις την χριστιανικήν θρησκείαν, δεν αποτελεί παράβασιν ούτε του άρθρου 18 αλλ’ ούτε και του άρθρου 17, όπερ απαιτεί δημοσίας ομιλίας, ελλειπούσας εν προκειμένω.
»Επειδή και ως προς τους λοιπούς κατηγορουμένους δεν προέκυψεν ουδεμία απόδειξις ενοχής αυτών»Δια ταύτα
»Κηρύττει αθώους πάντας τους κατηγορουμένους και επιβάλλει τα έξοδα της δίκης εις βάρος του Δημοσίου». (Παταγώδη χειροκροτήματα εκ του ακροατηρίου και παρατεταμέναι επευφημίαι: Ζήτω η Δικαιοσύνη, ζήτω το Ναύπλιον).
Η Δίκη του Ναυπλίου (16-18 Απριλίου 1914). Στενογραφημένα Πρακτικά – Η δικαίωση της δημοτικής γλώσσας και της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, Διόνυσος, Αθήνα 1976, σ. 502-503.
Μετάβαση στο σημείο: Στο κέντρο της πόλης - οι δρόμοι της αγοράς