Βόλος
Βόλος
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΣτο κέντρο της πόλης - οι δρόμοι της αγοράς Το Εργατικό Κίνημα
Το 1908 ιδρύεται στο Βόλο το πρώτο Εργατικό Κέντρο της χώρας, που αποτελεί το προπύργιο του Εργατικού Κινήματος που σύντομα ξεσπά στην πόλη. Συλλαλητήρια, απεργίες, η εφημερίδα Εργάτης· η καταστολή. Η υποενότητα ανιχνεύει τη διαδρομή του υποκειμένου από την εκμετάλλευση στην αφύπνιση και το πώς αυτή η πορεία μεταβάλλει την ίδια την πόλη.
Προετοιμάζοντας την ίδ...
[…]
Για να αποκτήσωμε όλα αυτά που θα μας χαρίσουν την πολύτιμη ομόνοια, πρέπει να κάμωμε ένα κέντρο. Όχι σωματείο, ούτε σύνδεσμο, ούτε προέδρους, ούτε εκλογές, κι όλα αυτά τα πράγματα που για ανθρώπους σαν κι εμάς είναι πολύ δυσκολομεταχείριστα. Ένα απλό εργατικό κέντρο, ένα σαλόνι το οποίο θα είναι η λέσχη μας και σχολείο μας και αναγνωστήριό μας. Στο «Κέντρο μας» θα μαζευόμαστε όλοι μας, εργάτες κάθε ισναφιού, αποφεύγοντες κάθε άλλο κέντρον και ασχολίες που μας διαφθείρουν και υλικώς και ηθικώς.
Εκεί θα συνηθίζομε στην ομόνοια και στη λογική συζήτηση, παίρνοντας το αναψυχτικό μας, αντί να πηγαίνωμε, στις ταβέρνες, εκεί θα μεταδίδομε ο ένας στον άλλο το βάσανό μας και τον πόνο μας, εκεί θα συνδεθούμε, θα αδελφωθούμε και θα νιώσομε τη μεγάλη σημασία της αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Εκεί ακόμα θα διασκεδάζομε τη δυστυχία μας και θα σκεπτόμαστε να βρούμε τα μέσα με τα οποία θα καλυτερέψομε τη θέση μας.
Στο κέντρο μας θα συνηθίσομε στην αγάπη και την ομόνοια που θα μας χρησιμεύει σε κάθε στιγμή, που θα θέλομε να υπερασπιστούμε τα δίκαια ολόκληρης της τάξης μας και ενός μονάχα ισναφιού που οπωσδήποτε πιέζεται και αδικείται. Χωρίς πολυτέλειες στη διοίκηση θα συντάξομε ένα κανονισμό απλό, αλλά ιερό τον οποίο θα εφαρμόσομε με ακρίβεια.
Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι στο κέντρο μας θα φωτιστούμε με τακτική λαϊκή κοινωνική διδασκαλία. Σ' αυτό θα μας βοηθήσουν άνθρωποι μορφωμένοι, μελετημένοι, φίλοι της τάξης μας και υπερασπισταί των δικαιωμάτων μας. Αυτοί θα διδάσκουν συχνά πράγματα ωφέλιμα και μορφωτικά. Με τα μαθήματα αυτά θα καταλάβομε γιατί υποφέρομε, και πώς θα διορθώσομε την κατάστασή μας. Θα αισθανθούμε δε βαθιά την ιδέα, για την οποία θ' αγωνιστούμε και μόνο άμα αισθανθούμε μέσα μας ριζωμένη την ιδέα τότε μόνο θα κατορθώσομε να αγωνιστούμε με υπομονή, επιμονή και αυταπάρνηση. Τα μαθήματα, δε θα είναι μόνο ωφέλιμα και μορφωτικά, αλλά και τερπνά και ευχάριστα. Θα ακούμε συχνά να απαγγέλλωνται ωραία και σχετικά με την ιδέα και τον αγώνα μας διάφορα ποιήματα, σιγά σιγά δε αργότερα θα προσπαθήσομε και μικρό θέατρο να ιδρύσωμε στην αίθουσά μας, ─όπως σ' όλα τα εργατικά κέντρα γίνεται, και σ' αυτή τη Βουλγαρία─ στο οποίο θα παίζονται έργα που θα μας μορφώνουν, θα μας διδάσκουν, θα μας ευχαριστούν και θα μας ενθουσιάζουν.
Επίσης στο Κέντρο μας θα έχομε και μικρό στην αρχή αναγνωστήριο, για να διαβάζουν, όσοι ξέρουν, ωραία βιβλία, που θα διδάσκουν, και θα μπαίνουν στο νόημα της ιδέας και του σκοπού του αγώνα μας.
Ένα τέτοιο Κέντρο, αντιλαμβάνεστε πόσα αποτελέσματα ωραία και σπουδαία θα επιφέρει. Γι' αυτό νομίζομε, ότι όλοι οι φιλότιμοι εργάτες, όλοι όσοι έχουνε ανθρωπισμό και σκέπτονται για τον εαυτό τους και για την οικογένειά τους, και τα παιδιά τους, και για όλους τους αδελφούς τους θα το υποστηρίξουν με ενθουσιασμό και ζήλο! Το ίδιο πρέπει να κάμουν και τα σωματεία των διαφόρων ισναφιών, γιατί όταν το Κέντρο, υποστηριχτεί όπως πρέπει, υλικώς και ηθικώς απ' τους εργάτες όλους, γρήγορα θα αποχτήσει ηθική και υλική δύναμη, τόση ώστε ─ όταν πια και η διδασκαλία κ.λ.π. μας χαρίσει κάποια μόρφωση ─ να στερεωθεί η ομόνοια, να κατορθωθεί μια γενική και αληθινή συνένωση των εργατικών τάξεων και μια σοβαρή εργασία για την προστασία των εργατών και τοπικώς, ─ με την ίδρυση ταμείου περιθάλψεως και συντάξεως, ταμείου απεργιών, διαιτητικού συμβουλίου, το οποίο θα προσπαθεί να λύει κάθε διαφορά μεταξύ εργατών και εργοδοτών, και τόσων άλλων─ και νομοθετικώς, το οποίο θα κατορθωθεί με την υποβολή εις τη Βουλήν προστατευτικών εργατικών νομοσχεδίων που για να ψηφιστούν χρειάζεται ένωσις και επιβολή.
Στο τέλος όταν το Κέντρο μας διδάξει, μορφώσει χαρακτήρας, διαπλάσει ψυχάς, φωτίσει πνεύματα και συνενώσει τους εργάτας εις ένα σώμα θα είναι εύκολο πλέον να δημιουργήσωμε ένα εργατικό κόμμα ισχυρό το οποίο θα εργασθει για την αναστήλωση της Σημαίας των αρχών μας αποτελεσματικά.
Αυτό το σύστημα της εργασίας νομίζομε ότι με το Κέντρο μας θα το επιτύχομε, όταν μάλιστα γίνει το ίδιο και στις άλλες πόλεις της Ελλάδος.
Αδελφοί εργάτες!
Καθένας γνωρίζει καλά τον πόνο του, ώστε να αναγνωρίζει τη σημασία, τη σοβαρότητα και τα μεγάλα αποτελέσματα, που θα επιτύχομε όταν με θέληση εργασθώμεν για την ίδρυση του «Εργατικού Κέντρου» μας.
Αδελφοί εργάτες!
Ελάτε να εργασθούμε όλοι μαζί για το συμφέρο μας και σαν άνθρωποι που είμαστε για το συμφέρο των παιδιών μας και των συναδέλφων μας: «Καθένας για όλους και όλοι για τον καθένα» ας είναι το σύνθημά μας.
Αδελφοί εργάτες!
Ενωθείτε μαζί μας, γιατί όταν δεν ενωθήτε σημαίνει ότι είσθε εχθροί της εργατικής τάξεως, της δύναμης που θα αποκτήσει όταν θα είναι ενωμένη, εχθροί ακόμα του εαυτού σας, των οικογενειών σας, του μέλλοντος των παιδιών, εχθροί της Προόδου σας και της προόδου του Έθνους, εχθροί του Δικαίου και της Αλήθειας. Και Αλήθεια είναι αυτός ο Θεός. Άμα δεν ενώνεσθε λοιπόν μαζί μας, θα είσθε εχθροί και αυτού του Θεού.
Οι Αδελφοί σας:
Ν. Μαρδέλης, -Γ. Κόσυβας (σιγαροποιοί) - Νικ. Παυλής (καπνοκόπτης) - Γ. Μούσιος (ράπτης) - Κ. Κοντορήγας (καραγωγεύς) - Ε. Καλύβας, (καφεπώλης) - Β. Παπαθανασίου (κουρεύς) Φ. Άνινος, (υποδηματοποιός) Α. Στράτος, (τσαρουχοποιός) Θεο. Κανάς, Δ. Γκουταβάς (υφαντής), Ν. Τσαγκάλας, (υπάλληλος παντοπωλείου) Κ. Τσιμπανούλης, (πιλοποιός) Κων. Τζαμτζής (ελαιοχρωματιστής).
Όποιος θέλει να βοηθήσει το έργο μας και να συνεργασθεί για το κοινό συμφέρο μας μπορεί από σήμερα να έλθει εις το Καφενεδάκι Βασ. Ιατρού απέναντι της Δημαρχίας ή στο Καφφενεδάκι ο «Εργάτης» Σ. Κουτσοβέλη απέναντι του Ταχυδρομείου κάθε μέρα 6-8 μ.μ. όπου θα μάθει κάθε λεπτομέρεια και θα μπορεί να γραφεί στον κατάλογο των συναγωνιστών. Την ερχόμενη δε Κυριακή θα συνέλθομε όλοι σε ώρα και μέρος που θα κάμομε γνωστό για να αποφασίσωμε την ίδρυση του «Κέντρου» μας και ψηφίσουμε τον κανονισμό του.
Γεια σου, βολιώτικη αρ...
«Το σάλπισμά σου διάνα πρωινή
στο κοιμισμένο στρατόπεδο»Στη δεύτερη σελίδα ακόμη ένας αγωνιστικός χαιρετισμός από το εξωτερικό. Συγκεκριμένα από το Βερολίνο. Έχει την υπογραφή Πέτρος Βασιλικός, που αποτελεί ψευδώνυμο του πρωτοπόρου λογοτέχνη Κ. Χατζόπουλου. Ο χαιρετισμός του Βασιλικού πιάνει ολόκληρη σχεδόν τη σελίδα, αλλά εδώ παραθέτω μόνο τέσσερες παραγράφους:
Προλετάριοι Θεσσαλοί, αργατιά του Βόλου, γεια σου! Με αδερφική χαρά σου χαιρετώ το ξύπνημα. Το σάλπισμά σου σήμανε διάνα πρωινή στο κοιμισμένο στρατόπεδο. Μα σαν ν’ ακούω ένα ανατάρασμα απ’ άκρη σ’ άκρη στην ελληνική χώρα.
Ο ραγιάς ανανοέται, σηκώνει το κεφάλι του, συντάζεται για ένα μεγάλο αγώνα. Γεια σου, αργατιά του Βόλου, που του σάλπισες το εγερτήριο πρώτη, που του έριξες την πρώτη κραυγή για τον κοινωνικό λευτερωμό του, ύψωσες τη σημαία της ισότητας, της αδελφότητας και της δικαιοσύνης, κελάδησες τ’ αυγινό τραγούδι της καινούργιας εποχής που αρχινάει και στην Ελλάδα.
Γεια σου βολιώτικη αργατιά, ότι συ άνοιξες το δρόμο, που θα οδηγήσει τον ελληνικό λαό στον αληθινό εκπολιτισμό του.
Προλετάριοι της Θεσσαλίας, αργατιά του Βόλου, σεις πρώτοι ρίξατε αντρικά το μέγα κήρυγμα στη ρωμιοσύνη, σεις πρώτοι, νέοι έντιμοι κ’ ευγενικοί του Εργάτη χαράζετε το δρόμο που θα φέρει την Ελλάδα πάλε στον πολιτισμό. Το κίνημά σας το έγραψε η ιστορία στα χρονικά της. Νέοι θερμοί και μεγαλόφρονες, σας χαιρετώ το ζωτικό σας ένστιχτο και σφίγγω αδερφικά το χέρι σας, ως κι όλων όσοι μάχονται μαζί σας τον ωραίο αγώνα.
Τα γεγονότα του 1909...
[…]
Το βράδυ της Κυριακής είκοσι δύο Φεβρουαρίου του εννιακόσια εννιά τελείωσα τη δουλειά μου στην εφημερίδα λίγο μετά τις δέκα. Βγαίνοντας είδα τον Άγγελο να στέκεται έξω απ’ την πόρτα.
«Σε περίμενα», μου είπε. «Έχεις δουλειά;»
[…]
«Η μόνη δουλειά που έχω είναι ότι πεινάω. Αν δέχεσαι να σου κάνω το τραπέζι, είμαι στη διάθεσή σου», απάντησα τελικά.
Το σκέφτηκε κι αυτός με τη σειρά του. Τα γνωστά υποθέτω. Απ’ τη μία να μην ξοδέψει δραχμή κι απ’ την άλλη να μην πληρώσω εγώ για λογαριασμό του. Δύσκολο το δίλημμα.
«Εντάξει», είπε ύστερα από λίγο. «Θα πάμε όμως στου μπαρμπα-Θύμιου και θα πληρώσει ο καθένας τα δικά του».
Τη βρήκε ο μπαγάσας τη λύση. Ο μπαρμπα-Θύμιος αποκλείεται να τον άφηνε να πληρώσει.
Χαμογέλασα.
«Έγινε, πάμε».
Το μαγαζί ήταν γεμάτο, πράγμα μάλλον σπάνιο. Ακόμη κι ο γέρος δούλευε – έπαιρνε παραγγελίες, έκανε λογαριασμούς, έδινε ρέστα, μέχρι που σερβίριζε. Μόλις μας είδε, μας έκανε νόημα να περιμένουμε, άδειαζε ένα τραπέζι.
Όλη αυτή την ώρα ο Άγγελος μιλούσε για το ωραίο καιρό που έκανε τις τελευταίες ημέρες, για το σεισμό του προηγούμενου Σαββάτου, που μας κατατρόμαξε, για τη γιορτή και το πανηγύρι των Αγίων Θεοδώρων, που ζωντάνεψε τα Παλιά.
Όταν έφτασε η σειρά μας και μας έφεραν την παραγγελία, γέμισα τα ποτήρια μας με κρασί.
«Άντε στην υγειά σου», του είπα.
Κοίταξε το απλωμένο ποτήρι μου, έπιασε το δικό του, το σήκωσε, τσούγκρισε με το δικό μου, το άφησε πάλι στο τραπέζι και ήπιε νερό.
«Πιες, ρε συ, έστω μια γουλιά. Δεν θα πάθεις τίποτα. Άσε που το "στην υγειά σου" δεν πιάνει αλλιώς».
Δοκίμασε διστακτικά κι αμέσως έκανε ένα μορφασμό αποδοκιμασίας.
«Είναι ξινό. Δεν μ’ αρέσει.»
Ξινό; Αυτό το κρασί; Αυτή η θεϊκή ρετσίνα, αυτό το νέκταρ; Ας είναι…
Ο Άγγελος όμως συνέχιζε ακάθεκτος.
«Κι εσύ όμως δεν κάνεις καλά. Δεν πρέπει να πίνεις τόσο. Άκουσα προχθές τον Σαράτση να μιλάει στο Κέντρο για τον αλκοολισμό. Κάνει πολύ κακό το ποτό. Δεν το σκέφτηκα ο βλάκας… Έπρεπε να σε πάρω κι εσένα να τον ακούσεις».
«Δεν χρειάζεται, Άγγελε, τα ξέρω αυτά, τα έχω ακούσει και τα ’χω διαβάσει πολλές φορές. Άσε με εμένα, ξέρω τι κάνω. Πες μου καλύτερα τα δικά σου. Τι νέα;»
«Μάλλον θα κάνουμε απεργία».
«Κάτι άκουσα στην εφημερίδα».
«Δίκιο έχουμε. Μου δίνουν ογδόντα λεπτά μεροκάματο. Τι να πρωτοκάνεις με ογδόντα λεπτά; Και καλά εγώ, που δεν έχω υποχρεώσεις. Οι άλλοι όμως που παίρνουν τα ίδια κι έχουν και οικογένεια; Πεινάνε.»
«Και τι ζητάτε;»
«Τουλάχιστον δύο δραχμές. Και μεγαλύτερη διακοπή το μεσημέρι, αργία κάθε Κυριακή».
«Είναι μεγάλη η διαφορά, δεν θα σας τα δώσουν.»
«Έτσι νομίζω κι εγώ. Το πρόβλημά μου είναι τι να κάνω. Να πάρω μέρος στην απεργία ή όχι;»
«Το σκέφτεσαι; Ασφαλώς και να πάρεις. Άσε που θα ξεκουραστείς κιόλας».
«Αν κρατήσει πολύ; Δέκα, είκοσι μέρες; Ξέρεις τι λεφτά θα χάσω; Μπορεί και δέκα, μπορεί και δεκαπέντε δραχμές».
«Άγγελε, είσαι τρελός; Δεν γίνεται να απεργούν οι συνάδελφοί σου κι εσύ να δουλεύεις. Είναι ανήθικο».
Τον εντυπωσίασε η λέξη.
«Ανήθικο… Δεν το είχα σκεφτεί έτσι…»
[…]
Τελικά ο Άγγελος έλαβε μέρος στην απεργία – όπως εξάλλου και όλοι οι καπνεργάτες του Βόλου. Η απεργία ξεκίνησε τη Δευτέρα είκοσι τρεις Φεβρουαρίου.
Γινόντουσαν συγκεντρώσεις, έλεγχοι στα καπνομάγαζα και στις αποθήκες με την άδεια της αστυνομίας για τυχόν απεργοσπάστες, γινόντουσαν παρελάσεις, διαπραγματεύσεις και συσκέψεις – ο Άγγελος δεν συμμετείχε σε τίποτα. Δούλευε κάποιες ώρες στο παντοπωλείο του Μαύρου κουβαλώντας τα ψώνια στα σπίτια, έκανε θελήματα, στηνόταν στην αποβάθρα, όταν έφτανε κάποιο πλοίο, μήπως και βρει κανέναν καινούργιο Παπαγεωργίου, να τον εξυπηρετήσει με το αζημίωτο, και τις λίγες ώρες που του περίσσευαν τις περνούσε μαζί μου.
Την Κυριακή πρώτη Μαρτίου ήρθε και με βρήκε ξανά στην εφημερίδα. Αυτή τη φορά μπήκε κατευθείαν μέσα, και χωρίς να νοιάζεται για το ποιος τον ακούει, μου είπε:
«Μου δίνουνε δυο δραχμές την ημέρα από δω κι εμπρός αν πάω από αύριο να δουλέψω».
Δεν είχα δει ποτέ μέχρι τότε να αποτυπώνεται σε ανθρώπινο πρόσωπο με τόση καθαρότητα μια εσωτερική πάλη. Όλα του τα χαρακτηριστικά ήταν παραμορφωμένα.
«Κύριε Νούκη, επιστρέφω σε πέντε λεπτά».
Τον έπιασα από το χέρι και τον τράβηξα έξω. Σταματήσαμε λίγο πιο κάτω, στη μέση του δρόμου.
«Έχεις τρελαθεί τελείως;» του είπα. «Τι ιστορία είναι αυτή με τα λεφτά; Δεν καταλαβαίνεις; Θα βρουν μερικούς σαν κι εσένα, θα σπάσουν την απεργία και μετά θα σας δώσουν και πάλι όσα σας έδιναν πριν. Και, αν έχετε αντίρρηση, θα σας διώξουν και δεν έγινε τίποτα – τι θα τους κάνετε; Ακόμη και οι συνάδελφοί σας, που τους προδώσατε, θα το ευχαριστηθούν».
Πέρασε πάνω από ένα λεπτό χωρίς να μιλήσει.
«Θα τα πούμε», μου είπε ύστερα κι έφυγε.
Τα είπαμε πράγματι την επόμενη μέρα.
Με έστειλαν απ’ την εφημερίδα στο φαρμακείο του Καλτσογιάννη, γιατί μάθαμε ότι είχαν μεταφέρει εκεί κάποιους καπνεργάτες τραυματισμένους από τις σφαίρες των χωροφυλάκων.
Μόλις μπήκα στο φαρμακείο, αντίκρισα απέναντί μου τον Άγγελο πλημμυρισμένο στα αίματα. Καθόταν στο πάτωμα και κρατούσε στα χέρια του το κεφάλι ενός νεαρού ξαπλωμένου μπροστά του.
«Άγγελε, τι έγινε; Χτύπησες;»
«Όχι εγώ, ο Βασίλης», απάντησε.
«Αυτοί οι δύο να μεταφερθούν αμέσως στο νοσοκομείο», έλεγε εκείνη την ώρα ο Καλτσογιάννης.
Έδειξε τον νεαρό του Άγγελου κι έναν δεύτερο, με μπανταρισμένο κεφάλι.
Κάποιοι άντρες σήκωσαν στα χέρια τους τραυματισμένους και τους μετέφεραν έξω. Ο Άγγελος παρέμεινε στην ίδια θέση, σαν να κρατούσε ακόμη το κεφάλι στην αγκαλιά του.
«Έλα σήκω», του είπα και τον βοήθησα. Τον τράβηξα έξω και τον οδήγησα, σαν ένα μωρό που το μαθαίνεις να περπατάει, ως το απέναντι καφενείο. Τον κάθισα σε μια καρέκλα και, αφού του έβρεξα τα χείλη με λίγο νερό, του είπα: «Έλα τώρα, προσπάθησε να μου πεις τι έγινε».
«Μας χτύπησαν. Μας πυροβόλησαν εν ψυχρώ».
«Άγγελε, απ’ την αρχή. Προσπάθησε να μου τα πεις όλα, με τη σειρά».
«Είχαμε συγκέντρωση το πρωί, μπροστά στο Κέντρο. Πήγα κι εγώ – για πρώτη φορά. Υπήρχε εκνευρισμός… κάποιοι φώναζαν… ήταν θυμωμένοι… έλεγαν… είχαν μάθει ότι οι καπνέμποροι αύξησαν τα ημερομίσθια σε ορισμένους που γύρισαν στη δουλειά… Δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή. Πήγαμε ως την πλατεία Ελευθερίας κι από κει στην αποθήκη Ζαρκάδα. Υπήρχαν μέσα γύρω στους δέκα εργάτες και κάμποσα παιδιά… μικρά παιδιά… δώδεκα, δεκατριών χρονών. Τους έβγαλαν όλους έξω κι άρχισαν να πετροβολούν την αποθήκη σπάζοντας τα τζάμια. Ήταν τρομερό… Έπρεπε να έβλεπες – τα κατακόκκινα πρόσωπα, τις φουσκωμένες φλέβες, τα μάτια που βγάζαν φωτιές, τις υψωμένες γροθιές… τις απειλές, τις βρισιές, τις κατάρες.
»Ύστερα… Ύστερα πηγαίναμε από αποθήκη σε αποθήκη κάνοντας τα ίδια. Έξω από την αποθήκη του Πανταζόπουλου όμως βρήκαμε τον εισαγγελέα και πολλούς χωροφύλακες, που μας έδιωξαν. Φύγαμε προς τα Παλιά, όπου σπάσαμε τις πόρτες και τα παράθυρα της αποθήκης Αδάμου, κι ύστερα γυρίσαμε ξανά προς την πόλη. Αλλά μπροστά από τη Λαχαναγορά είχαν παραταχθεί χωροφύλακες και στρατιώτες. Συλλάβανε μερικούς από τους δικούς μας κι άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα για να μας διαλύσουν. Όμως κανείς μας δεν έφευγε, κανείς δεν φοβήθηκε. Αντίθετα προσπαθούσαμε να αρπάξουμε από τα χέρια τους όσους είχαν συλλάβει. Τότε άρχισαν να πυροβολούν εναντίον μας.
»Ο Βασίλης στεκόταν πλάι μου. Τον χτύπησε η σφαίρα στο πόδι και κυλίστηκε αμέσως στο χώμα σφαδάζοντας από τους πόνους. Τον σήκωσα στα χέρια και άρχισα να τρέχω σαν τρελός, μην ξέροντας κατά πού να κάνω. Ύστερα από λίγο είδα μπροστά μου κι άλλους εργάτες να τρέχουν κουβαλώντας τους τραυματισμένους συναδέλφους στα χέρια τους. Τους ακολούθησα και βρέθηκα στο φαρμακείο…»
Από κάπου μακριά, ίσως από την Ανάληψη, ακούστηκαν καμπάνες να χτυπάνε δαιμονισμένα. Ο Άγγελος πετάχτηκε αμέσως επάνω.
«Φεύγω», είπε. «Μας φωνάζουν…»
[…]
Οι καπνεργάτες εμφανίζοντας πιο αποφασισμένοι από ποτέ. Παρ’ ότι αφέθηκαν ελεύθεροι οι περισσότεροι συλληφθέντες, παρ’ ότι δόθηκαν υποσχέσεις από τις αρχές, δεν έδειχναν διατεθειμένοι να σταματήσουν την απεργία και τον αγώνα τους αν δεν είχαν συγκεκριμένα, χειροπιαστά αποτελέσματα.
Την επομένη έγιναν διαδοχικές συσκέψεις ανάμεσα σε επιτροπή των καπνεργατών και σε εκπροσώπους των συντεχνιών και των σωματείων, παρουσία των αρχών και άλλων αρμοδίων, οι οποίες κατέληξαν σε συμφωνία, που την υπέγραψαν όλα τα μέρη.
Ο Βόλος πληροφορήθηκε τα νέα από τις χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες του Αγίου Νικολάου. Η απεργία είχε λήξει.
Ο Άγγελος με περίμενε στο σχόλασμα έξω από την εφημερίδα. Φαινόταν πολύ στενοχωρημένος, με κόπο συγκρατούσε τα δάκρυά του.
«Τι έγινε πάλι;» τον ρώτησα. «Αντί να πετάς από τη χαρά σου… Τι μούτρα είναι αυτά;»
«Του κόψανε το πόδι, ψιθύρισε και σκούπισε ένα δάκρυ που ξέφυγε και κατηφόρισε στο μάγουλό του.
«Ποιανού κόψαν το πόδι;»
«Του Βασίλη. Του νεαρού που χτυπήθηκε στην απεργία. Όλοι εμείς γιορτάζουμε, γιατί κερδίσαμε λίγες δεκάρες κι αυτός θα μείνει ανάπηρος για όλη του τη ζωή…»
«Τον είδες, Άγγελε, τον Βασίλη; Μίλησες μαζί του; Αυτός μπορεί να είναι περήφανος που με τη θυσία του κέρδισε η τάξη του τόσα πολλά».
Ανασήκωσε τους ώμους.
«Τι αλλάζει μ’ αυτό; Δεν τον ήξερες τον Βασίλη. Ήταν όλο ζωντάνια, όλο ζωή. Πρώτος στη δουλειά, πρώτος στα καλαμπούρια, πρώτος στη διασκέδαση, πρώτος σε όλα. Κι από δω και πέρα θα κυκλοφορεί με τις πατερίτσες, σακάτης. Ύστερα από λίγο κανείς δεν θα τον θυμάται. Για πόσο φαντάζεσαι ότι θ’ αντέξει η περηφάνια του;»
Γιάννης Παπαδόπουλος, Ελπίδα, Εξάντας, Αθήνα 1999, σ. 99-108.
Για την Πρωτομαγιά...
Εργάτη ξύπνα! Δεν καλεί στον όρθρο η καμπάνα
της εκκλησιάς, σημαίνοντας κάποια τρανή γιορτή.
Κι ούτε πολέμου σάλπισμα βροντοφωνεί τη διάνα
άγριας σφαγής, ορίζοντας την ώρα την φριχτή.Μια άλλη φωνή σε προσκαλεί στο μέγα πανηγύρι,
που στήνουν πλούσιο σήμερις η Φύση κι η Ζωή.
Εργάτη ξύπνα! Της χαράς εμπρός σου το ποτήρι,
πάρε και πιέτο, δύναμη ν’ αντλήσεις κι άγια ορμή.Τόσον καιρό σε τυραννεί η φτώχια, το μαράζι,
η Αδικιά κι η Πρόληψη οχιές φαρμακερές.
Το Δίκιο, σ’ άγριου δράκοντα τα νύχια, έρμο σπαράζει.
Τους κόπους σου, άλλοι χαίρονται. Σε, δέρνουν συμφορές.Εργάτη ξύπνα! Φτάνει πια η ντροπή κι η δυστυχιά.
Της Φύσης σήμερα η γιορτή για σένα ξημερώνει.
Με το βαρύ σου πάτημα σύντριψε την οχιά
που το αίμα σου τόσον καιρό ρουφάει και ναρκώνει.
Μετάβαση στο σημείο: Στο κέντρο της πόλης - οι δρόμοι της αγοράς