Βόλος
Βόλος
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΣτο κέντρο της πόλης - οι δρόμοι της αγοράς Η βιομηχανία του Βόλου: Ακμή και παρακμή των εργοστασίων
Η υποενότητα αρχίζει με τα πρώτα βήματα της βιομηχανικής ανάπτυξης του Βόλου. Τα εργοστάσια Ματσάγγος, Παπαγεωργίου, Μουρτζούκος, βιοτεχνίες, αποθήκες και εργαστήρια απασχολούν χιλιάδες εργάτες, άντρες, γυναίκες και πολλές φορές παιδιά· πρόσφυγες κατεξοχήν μετά το 1922. Από τη δεκαετία του 1970 το σκηνικό αλλάζει. Η υποενότητα παρακολουθεί τις μεταβολές της κοινωνίας και ολοκληρώνεται με την παρακμή των εργοστασίων και τις απόπειρες διάσωσης της βιομηχανικής κληρονομιάς.
Εργασιακές συνθήκες...
Το καλοκαίρι που ήρθε, τον άφηνε μόνο για να πηγαίνει να ξενοδουλεύει στις καπναποθήκες, η μάνα του. Το παιδί, όταν έφτανε η ώρα να σχολάσει εκείνη, την περίμενε μπροστά στην πόρτα της κάμαράς τους ή στεκόταν στο Φαρδύ και η ματιά του την έψαχνε από μακριά να την ξεχωρίσει μέσα σε τόσες μαυροντυμένες εργάτριες, που ανέβαιναν το δρόμο. Άλλες φορές πήγαινε και την περίμενε έξω από την πόρτα του καπνομάγαζου, που δούλευε. Τις άλλες ώρες του, στις ζεστές τούτες μέρες, τις περνούσε δω και κει ή να βρίσκει καμιά συντροφιά από παιδιά και να παίζει τις καβάλες, να πηγαίνει στα χωράφια με τα κριθάρια να χαζεύει τους θεριστάδες, να βοηθάει τους Σεβδικιαλήδες που καλλιεργούσαν καπνά στα διπλανά νοικιασμένα χωράφια, βελονιάζοντας τα φύλλα των κιρτισμένων (των κομμένων) φυτών, κάτω από τις καλαμένιες ή από τις ίδιες τις καπνουλιές φτιαγμένες στέγες, τις τσαρδάκες και γεμίζανε τα δάχτυλά του τη μαύρη πικρή κόλλα των αδριών καπνόφυλλων, να δημιουργεί με το νου του αριθμητικά προβλήματα, που τα έλυνε και ξανάφερνε στο μυαλό του τις κλίσεις των ρημάτων και των ονομάτων, αφού του ’λειπαν τα σχετικά βιβλία. Το Σεπτέμβρη έπρεπε να δώσει εξετάσεις στο Σχολαρχέιο που θα πήγαινε — έτσι τους είπαν.
[…]
Πόσα γαϊδούρια δεν υπάρχουν στον κόσμο, που ντύνονται τομάρια από λιοντάρια, για να φαίνονται θηρία! Σε πόσες δουλειές δεν υπάρχουν σιχαμερά ερπετά, που κάνουν κακό, μα που ’ναι και δειλά για να ’ναι κόλακες! Τέτοια ανθρωπάκια, αν είναι εργάτες, είναι το αίσχος και οι ροχάλες της εργατιάς.
Στην αποθήκη, που δούλευε η χαροκαμένη μάνα του παιδιού, είχε έναν τέτοιον παλιάνθρωπο, Χείρων τον λέγανε, μα δεν ήταν όπως ο καλός εκείνος κένταυρος της μυθολογίας, ήταν από τους κακούς, τα τέρατα, όπως ο Ευρυτίωνας. Αυτός ο ρουφιάνος πίεζε τις κακομοίρες τις γυναίκες να δουλεύουν σαν μηχανές, χωρίς ανάσα, να ξεφυλλίζουν τον καπνό πιο γρήγορα, να βγάζουν όλο και πιότερη παραγωγή από το μπορετό, να δείχνει έτσι, πως αυτός ενδιαφερόταν για τη δουλειά τ’ αφεντικού του, πιότερο κι από τ’ αφεντικό. Τις έβριζε, τις απειλούσε και φρένιαζε. Σαν λυσσασμένο αγρίμι στριφογύριζε όλη τη μέρα με τη σταχτιά, σαν καμπαρντίνα μπλούζα του, ανάμεσα στα δέματα του ξεραμένου και περασμένου σε σπάγκο εκεί στα χωράφια καπνού, στα κασάκια, που ’χαν μπροστά στους πάγκους τους οι εργάτριες και ρίχνανε τα ξεφυλλισμένα ένα-ένα φύλλα κι έψαχνε να βρει κανένα σκάρτο, ένα “Κ”, και να βρει την αφορμή να ουρλιάζει, για να τρομάζει τις γυναίκες και να τους παίρνει έτσι πιο εύκολα τον αέρα, ενώ ο ίδιος έδινε ανάμεσα και τέτοια καπνά, ολόκληρα δέματα, να τα ξεφυλλίζουν αυτές στο «τάκα-τάκα!», που τ’ ανακάτευαν οι χαρμαντζούδες στα χαρμάνια, για να τα ρίξουν ύστερα στα πατητήρια, στις τόγκες, που σκεπαζόταν κει η νοθεία του, ξεγελώντας και τους ξένους αγοραστές και τ’ αφεντικό, που θα ’βλεπε «πως υπό την επίβλεψίν του πραγματοποιήθηκε μεγαλυτέρα παραγωγή κι από την πλέον μεγάλην», που όμως, στην πραγματικότητα, δε θα συνέφερνε του αφεντικού, γιατί μπορούσαν να του κάνουν παρατηρήσεις οι Γερμανοί και Ολλανδοί και Δανοί και Νορβηγοί και Σουηδοί πελάτες του, αν την ανακαλύπτανε.
Αυτό το κέρατο των εργατών, αυτή η κοπριά τους, επειδή τ’ αφεντικό τον διάλεξε για επιστάτη, το πήρε πάνω του, έλεγε με καμάρι πως ήταν «διευθυντής» του σαλονιού, της αίθουσας επεξεργασίας καπνού κι όλης της δουλειάς της καπναποθήκης, γίνηκε πιο αφεντικό από τ’ αφεντικό — κι ας έπαιρνε μεροκάματο κάνα-δυο ψωροδεκάρες παραπάνω από τους άλλους αρσενικούς εργάτες, τους στοιβαδόρους και τους τογκατζήδες να πούμε — και πήρε ύφος ανθρωποφάγου άγριου της ζούγκλας, σκληρού αρχηγού, που καμιά εξουσία δεν είναι μεγαλύτερη από τη δική του. Ριχνόταν στις γυναίκες, σα να ’ταν χτήμα του όλες, τόσο φανερά, αισχρά κι ανδιάντροπα, που κοκκίνιζαν κι οι ασουβάτιστοι τοίχοι του καπνομάγαζου. Τα φουκαριάρικα κείνα θηλυκά, πιόνια της ανάγκης στην ξένη δουλειά, παθαίναν τους πιο χειρότερους ξευτιλισμούς. Κι όσο αντιστεκόταν στις άνομες επιθυμίες του, τόσο σκύλιαζε αυτός.
—Πουτάνες!… φώναζε. Δουλεύετε τεμπέλες!… Εδώ ήρθατε να δουλέψετε και δε σας πήραμε στη δουλειά μας να σας έχουμε να κουτσομπολεύετε!… Το Θεό σας βρώμες!… Κουνείστε τα χέρια σας!… Μόνο στο κρεβάτι ξέρετε να κουνιέστε;…
Τέτοια έλεγε όλη μέρα, μα δεν ησύχαζε. Ησύχαζε μόνον, όταν καμιά υπέκυπτε από το φόβο «μην τη διώξει από τη δουλειά και πού να βρει άλλη;», ή «τα ’θελε» για να τάχει καλά μαζί του και να περνούν οι ώρες της δουλειάς με λιγότερη πίεση γι’ αυτήν. Αυτές, ήταν η σιχαμένη γυναικεία μίξα. Την έστελνε «την τέτοια», τάχατες να σκουπίσει μιαν άδεια αποθηκούλα και πήγαινε κατόπι κι αυτός για να… «της δείξει(!)», όπου για λίγο, για μισή, για μια, για μια και παραπάνω ώρα, έλειπαν από το σαλόνι κι η εργάτρια κι αυτός. Ύστερα που γινόταν αυτά, ένα διάστημα οι φωνές, τα ουρλιάσματα κι οι βρισιές του σταματούσαν, ώσπου χτύπαγε το κουδούνι να σχολάσουν — πάντα 15 λεπτά πριν την κανονική ώρα χτυπούσε να πιάσουν δουλειά, πάντα 15 λεπτά αργότερα, όταν σχολούσαν.
Μα τούτος «ο δυνατός άντρας», «ο σκληρός», όταν μια καπάτσα γυναίκα του κοπανούσε κανένα χαστούκι, στεκόταν φοβισμένος, σα χαζός, και την κοίταζε κι οπισθοχωρούσε κι έβλεπε και τις άλλες που γελούσαν και λούφαζε. Η τολμηρή αυτή γυναίκα, όμως, την ίδια μέρα θα διωχνόταν.
Τέτοιο χαστούκι έφαγε κι από τη μάνα του παιδιού. Κι όταν το βράδυ της είπαν πως τη σχολούσαν από τη δουλειά, κείνη πήγε στα γραφεία και διαμαρτυρήθηκε. Και στα γραφεία κάποιος γραφιάς γέλασε στην αρχή με τα καμώματα του λεχρίτη, σαν βλάκας. Μα όταν άκουσε πως εκείνη θα πήγαινε στον εισαγγελέα και θα ’στελνε και μια επιστολή στις εφημερίδες, αναστατώθηκε. Δε φανταζόταν πως μια εργάτρια μπορούσε να ξέρει γράμματα, να ξέρει και να υπερασπίζεται, την εποχή εκείνη.
Σε λίγο έφτασε ο πραγματικός διευθυντής, ειδοποιημένος και την καλόπιανε. Κι ο άλλος, ο ψεύτικος, τώρα, στεκόταν σούζα μπροστά τους, φοβισμένος και με σκυφτό κεφάλι, σαν βρεγμένη γάτα — ένας μαντράχαλος ως εκεί πάνω — κι άκουγε τι τούλεγε ο προϊστάμενός του με θυμό και τις βρισιές του. Αν κι ήταν σίγουρος πως αυτόν δε θα τον έδιωχναν — ποιος διώχνει το σκύλο που γαυγίζει γι’ αυτόν — όμως αυτός τρεμούλιαζε, τόσο δειλός ήταν. Το λιονταρίσιο τομάρι που φόραγε, μπρος στ’ αφεντικό, έπεσε από πάνω του για να φανεί τι γάιδαρος κρυβόταν από κάτω. Πήγε ν’ ανοίξει το στόμα του να πει τις ψευτιές του, μα ο διευθυντής δεν τον άφησε. Εκείνο το «θα πήγαινε η γυναίκα στον εισαγγελέα» τι μπερδεψιά θα ’ταν; Μα κι η επιστολή που έλεγε πως θα στείλει στις εφημερίδες; Τι ήταν πάλι αυτό;
Αυτά άκουγε από το στόμα της μάνας του ο μικρός κι έτρεμε γι’ αυτήν κι ας την τοποθέτησαν, μετά από αυτό το επεισόδιο σ’ άλλη δουλειά — στο υγραντήριο — και πληρωνόταν ανάλογα μεγαλύτερο μεροκάματο.
Προσπάθησε να γνωρίσει αυτόν τον επιστάτη το παιδί, να ιδεί τι φάτσα έχουν, τέλος πάντων, οι παλιάνθρωποι κι όταν η μάνα του, κάποια μέρα που πήγε να την πάρει έξω από την αποθήκη, του τον έδειξε, απόρησε. Είδε πως κι οι παλιάνθρωποι κι οι άλλοι άνθρωποι δεν έχουν διαφορά. Είναι ίδιοι εξωτερικά. Αυτό δεν το χωρούσε ο νους του.
—Ακούς, ίδιοι!… έλεγε μόνος του. Δεν έχουν, λοιπόν, σουβλερά δόντια σαν τους βρυκόλακες; Δεν είναι σαν τις μάγισσες και τους δράκους;…
—Τι λες, παιδί μου;… τον ρώτησε η μάνα του.
—Τίποτα!… απάντησε αυτός.
Στο δρόμο, όμως, τη ρώτησε:
—Πόσο καιρό θα ’σαι σ’ αυτό το μαγαζί;
—Ως το φτινόπωρο. Τότες τελεύουν τα καπνά και κλείνουν οι αποθήκες. Και θα βρω αλλού δουλειά, που να ’μαι και το χειμώνα. Τώρα δεν τόλμησαν να με διώξουν αυτοί, μα δε θα με ξαναπάρουν ποτές άλλοτε στη δουλειά τους. Δε θέλουν εργάτριες που διαμαρτύρονται. Εσύ τότες θα πηγαίνεις σκολειό…
Κατσιρέλος Κ. Παναγιώτης, Στάση Μαυρομάτη, Προμηθεύς, Βόλος 1974, σ. 51, 83-86.
«Τα αφεντικά μου»...
Μικρό παιδί μπήκα στη βιοπάλη. Ήταν η μοίρα για τα βλαστάρια της γειτονιάς μου. Να μάθει το παιδί τα βασικά γράμματα με όριο το απολυτήριο του δημοτικού. Μετά;
Μετά να γίνει παραγιός σε κάποιο μάστορα, να μάθει μια τέχνη. Να γίνει ο μικρός σ’ ένα μαγαζί, να βγάζει τουλάχιστον τα προσωπικά του έξοδα. Ήταν ακόμα νωρίς για κανονικό μεροκάματο στα εργοστάσια της πόλης. Δε λείπανε δα τα ώριμα και στιβαρά χέρια να καλύψουν αυτές τις ανάγκες. Ήταν ντροπή και όνειδος να την αράζεις στο σπίτι. Τι ήσουν; Τεμπελχανάς και χαραμοφάης;
Στα μικράτα μου, πριν ακόμα από το σχολείο, θυμάμαι δύο «εμπορικές» μου δραστηριότητες. Πασατεμπάς στο γήπεδο της Νίκης και κουλουρτζής στα σοκάκια της γειτονιάς. Το σακούλι για τον πασατέμπο ήταν η πάνινη τσάντα που είχε ράψει η μάνα μου για το μεγαλύτερο αδερφό μου, όταν πήγαινε στο σχολείο. Μονάδα μέτρησης ήταν το φλιτζάνι του καφέ. Αργότερα έγινε η δική μου τσάντα και τελικά χρησίμευσε να αποθηκεύει η μάνα τα μανταλάκια της μπουγάδας της. Αυτή απλωνόταν σ’ ένα τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στη δική μας ακακία και στη μουριά της Καλίκαινας που ήταν στο διπλανό σπίτι. Η δουλειά με τον πασατέμπο δεν είχε ψωμί, γιατί ήταν μόνο τα απογεύματα της Κυριακής.
[…]
Στην παιδική ηλικία άλλαξα πολλά αφεντικά Έντονα θυμάμαι το ραφείο, όπου εργάστηκα έντεκα μήνες. Μόλις τέλειωσα το δημοτικό ο Πατέρας φρόντισε να μάθω μια τέχνη. Πήγα σ’ αυτή τη δουλειά συστημένος. Το αφεντικό ήταν ο γαμπρός του άντρα της αδερφής μας. Είχε ένα μεγάλο εμποροραφείο στον κεντρικό δρόμο της Δημητριάδος, απέναντι από το παλαιό Δημαρχείο. Αυτό δεν το ’χε ρίξει ακόμα ο σεισμός. Τότε, από την οδό Δημητριάδος πέρναγε το τρενάκι για τις Μηλιές και μερικά πρωινά σκαρφάλωνα πίσω για να κερδίσω λίγο χρόνο. Το ωράριο ήταν αυγή με νύχτα. Για το μεσημέρι η Μάνα έκανε κουμάντο δίνοντάς μου φαγητό μέσα σε μια καστανιά, όπως και σ’ όλα τα αδέρφια.
Στο ραφείο έκανα όλες τις υπηρετικές δουλειές, εκτός από το να μαθαίνω την τέχνη. Πρωί πρωί ν’ ανάψω το σίδερο, που ήταν ακόμα με κάρβουνα, να τρέξω διαγωνίως απέναντι στο ύψος του Αϊ-Νικόλα να τακτοποιήσω το κοτέτσι που είχε στην αυλή του σπιτιού του το αφεντικό, να επιστρέψω τρέχοντας για την καθαριότητα του εργασιακού χώρου. Πάνω στο πατάρι δούλευαν δύο άτομα. Ένα γνώστης της τέχνης, ο κάλφας, που δούλευε με το κομμάτι, κι ένας άλλος βοηθός πιο παλαιός από εμένα. Έντεκα μήνες πολύ λίγα πράγματα μου έδειξε. Μόνο ξηλώματα, ρεμπατέματα, κλάπες κι άρχιζα να μαθαίνω κουμπότρυπες. Στα υπαινικτικά μου παράπονα με αποστόμωνε λέγοντας:
—Παραπονιέσαι κιόλας! Πας κάθε βράδυ στο σπίτι σου. Εγώ πήγαινα μόνο τις γιορτές. Έτσι δε μαθαίνεις τέχνη!
Βλέπεις στη ζωή όλα είναι σχετικά και τα μέτρα σύγκρισης διαφορετικά για τους ανθρώπους στις διάφορες εποχές. Είχαμε διαλεχτούς πελάτες, όπως τον Αλέξανδρο Μέρο, ιδιοκτήτη και διευθυντή της ιστορικής τοπικής εφημερίδας Ταχυδρόμος, ένα βουλευτή του Συναγερμού – δεν θυμάμαι τ’ όνομά του – που είλκε την καταγωγή κι άρα και τη δεξαμενή των ψήφων του από τα χωριά του κάμπου, Βελεστίνο, Ριζόμυλο, Χλόη, αλλά και πολλούς βιομήχανους και μεγαλέμπορους. Όχι μόνο άνδρες αλλά και γυναίκες. Τότε ήταν πολύ της μόδας τα ανδρικού στιλ ταγιέρ. Τα ρούχα μετά την τελευταία πρόβα και το τελικό φινίρισμα τα πήγαινα στα σπίτια ελπίζοντας σε κάνα ρεγάλο, που σπάνια όμως ερχόταν.
Θυμάμαι όμως το εξής χαρακτηριστικό περιστατικό: Ήταν να παραδώσω ένα ταγιέρ κοντά στον Άναυρο σε μια γνωστή οικογένεια ενός βιομήχανου που είχε το εργοστάσιό του στην Πολυμέρη και σπίτι στον παραλιακό δρόμο. Είχα μεγάλες προσδοκίες. Έτσι πήρα ο κακομοίρης μες την αφέλειά μου το λεωφορείο 1 Νέα Ιωνία-Άναυρος, ελπίζοντας ότι το μπαξίσι θα αναπλήρωνε στο πολλαπλάσιο το αντίτιμο του εισιτηρίου. Πλην ματαίως. Φρου φρου κι αρώματα, συγκαταβατική συζήτηση για το καημένο μικρό παιδί από τη Νέα Ιωνία κι άλλα παρόμοια. Όμως μπαξίσι γιοκ. Με κατεβασμένα τα φτερά γύρισα στο ραφείο με τα πόδια. Αγία Τριάδα, Καλαμάκια, Άγιος Κωνσταντίνος, το γεμάτο – τότε – με πεύκα Πάρκο, τα Κύματα, Τρεις Ιεράρχες και τέλος το μαγαζί. Δεν είπα τίποτα στους άλλους, ίσως από ντροπή για την γκάφα μου, αλλά η πίκρα έμεινε.
Στην αρχή το αφεντικό δε μου έδινε αμοιβή. Μάθαινα την τέχνη ντε! Αργότερα άρχισε να μου δίνει ένα τάλιρο τη βδομάδα! Όμως, παρ’ όλα αυτά, η αναμονή για το βράδυ του Σαββάτου ήταν γλυκιά. Δε βγήκε τζάμπα η παροιμία: «Σάββατο να ’ναι μάστορα κι ας είν’ και χίλιες ώρες».
Με το σχόλασμα, έπαιρνα έναν κορνέ από το γαλακτοζαχαροπλαστείο Κ. Καρτάλη και Δημητριάδος. Μιάμιση δραχμή. Τον έτρωγα σιγά σιγά μέχρι να φτάσω στην τουλούμπα της πλατείας του Δημοτικού Θεάτρου. Εκεί έπινα αρκετό νερό. Στην άδεια αλάνα κάνανε πιάτσα τα μακρυκάρα για τις βαριές μεταφορές. Νωρίς το απόγευμα της Κυριακής σινεμαδάκι στο ΣΤΑΡ, απέναντι από τη σιδηρουργία Σταματόπουλου, όπου δούλευε χρόνια πολλά ο Πατέρας. Μια περιπέτεια ή μια κωμωδία με τους ήρωες της εποχής. Ταζάν, Ζορό, Χοντρός-Λιγνός, Άμποτ και Κοστέλο, κ.ά.
Κάθε φορά που άναβαν τα φώτα, ο αγώνας να βρούμε τρόπο να μείνουμε και στην άλλη προβολή. Υπάλληλοι του κινηματογράφου έλεγχαν τους αριθμούς των εισιτηρίων κι έβγαζαν με το ζόρι όσους το είχαν δει.
Σύντομα έχασα το ενδιαφέρον για τη ραπτική. Το αφεντικό κρατούσε τα μυστικά της τέχνης λες κι ήταν κρατικά μυστικά. Εκεί που μαλώσαμε οριστικά ήταν με την πρωινή εφημερίδα, τον Ταχυδρόμο. Δε μ’ άφηνε να την πιάσω στα χέρια μου και εγώ αναζητούσα τρόπους να γίνω λαθραναγνώστης. Το αφεντικό αργότερα έλεγε στο γαμπρό μου:
—Ο Λευτεράκης δεν έκανε για ράφτης. Αυτός θέλει ειδήσεις και γράμματα.
Κάποια στιγμή, η απόφαση ωρίμασε μέσα μου.
—Να φύγω, να φύγω… Θα φύγω!
Όταν το είπα στο σπίτι όμως, είδα ξινισμένα μούτρα.
—Τώρα, τι θα κάνεις;
Έπιασα δουλειά στο μεγαλομπακάλικο της γειτονιάς. Ήταν, θα έλεγα, ένα πρώιμο σουπερμάρκετ. Πουλούσε τα πάντα. Ακάθαρτο πετρέλαιο για τις γκαζιέρες, καθαρό για τις λάμπες. Τσιμέντα για το συνοικισμό, που έφερναν ύστερα από παραγγελιά τα κάρα από το τσιμεντάδικο Όλυμπος στην Αγριά. Έφτιαχνε τόνους ελιές σ’ όλες τις ποικιλίες, που κατέβαζαν αγρότες παραγωγοί από τα μελισσιάτικα. Ατέλειωτες ώρες έχω φάει μ’ ένα ξυραφάκι να χαράζω ελιές για την ποικιλία ξιδάτες. Μηχανή που καβούρντιζε κι άλεθε καφέ. Μηχάνημα να κόβει σε λεπτές φέτες τα σαλάμια και τη μορταδέλα. Το αφεντικό είχε τραβηχτεί στην άκρη, λόγω της ηλικίας του, και το μαγαζί το διηύθυνε ο δεύτερος του γιος ο Τάκης.
Άνθρωπος με προοδευτική αντίληψη και γούστο. Έβαζε στο μαγαζί όλη την ποικιλία των προϊόντων που είχαν τα καταστήματα χοντρικής πώλησης – εδώδιμα κι αποικιακά – της κάτω πόλης. Μεγάλη ποικιλία τυριών, δεκάδες είδη με τουρσιά, αγαπημένο και φτηνό είδος της εποχής, κονσέρβες με κρέατα, παστές σαρδέλες κι άλλα ψάρια, αλλαντικά που δεν είχα ξαναδεί, ούτε δοκιμάσει. Δε λέω για τα όσπρια, τα ρύζια και τα ζυμαρικά. Τότε δεν ήταν συσκευασμένα. Σειρά τα τσουβάλια και η σέσουλα γέμιζε ανάλογα τις χαρτοσακούλες. Ζυγαριές που κάθε τόσο έλεγχε και σφράγιζε η Αγορανομία. Μαζί με τον Τάκη έμαθα τη δουλειά, αλλά και λαδώθηκε το άντερό μου. Όμως επέστρεψε από το στρατό ο μεγάλος αδερφός Νίκος και ο Τάκης έφυγε για τη δική του θητεία.
Με το νέο αφεντικό δεν τα πήγα καλά. Συνέχεια γκρίνια και μουρμούρα! Όταν ερχόταν η Μάνα μου για ψώνια, έβαζε τα μούτρα απειλητικά από πάνω μου, μην τον κλέψω στο ζύγι. Από το φόβο των Ιουδαίων μπορεί και να την αδικούσα. Έλεγχα όμως επισταμένως το απαραίτητο τεφτέρι μας για διπλοχρεώσεις, άθλημα στο οποίο διακρίθηκε με ικανοποιητικές επιδόσεις τα επόμενα χρόνια.
Δεν ήξερε τα κατατόπια και για ένα διάστημα ήμουν αναντικατάστατος. Το αφεντικό, λαγωνικό, δραχμοφονιάς, έγινε ανυπόφορος. Μπήκαμε στην καθημερινή ρουτίνα.
Άρχισε να με τρώει μια νέα σκέψη: να συνεχίσω το σχολείο. Είχα χάσει την επαφή με τα μαθήματα σχεδόν δύο χρόνια κι έπρεπε να ξαναπιάσω πάλι το νήμα. Οι εισαγωγικές στο γυμνάσιο τότε δεν ήταν παίξε γέλασε. Προμηθεύτηκα μερικά μεταχειρισμένα βιβλία της έκτης δημοτικού και αγόρασα ένα βοηθητικό. Πώς να πετύχετε στο γυμνάσιο.
Όταν κάποια στιγμή έκανα τον Πατέρα κοινωνό του νέου πόθου μου, αυτός μου απάντησε με βάση όσα ήξερε:
—Καλά, εσύ δεν τέλειωσες το σχολείο;
—Ναι, αλλά θέλω να πάω παραπάνω.
—Κάνε ό,τι θέλεις. Μόνο μη ζητήσεις λεφτά. Ξέρεις την κατάσταση.
Τα επόμενα χρόνια, φρόντιζα μόνος μου για τα έξοδα που δημιούργησα με το σχολείο. Πήγα στο σχολείο γνωρίζοντας ότι η εναλλακτική λύση ήταν χειρότερη. Έτσι έγινα καλός μαθητής. Η Νέα Ιωνία δεν είχε δικό της γυμνάσιο. Υπήρχε μόνο ένα παράρτημα του 2ου γυμνασίου του Βόλου που είχε τις τέσσερις πρώτες τάξεις. Εισαγωγικές εξετάσεις έδωσα σε ένα κτίριο της οδού Γαλλίας, πίσω από τα δικαστήρια. Όταν άρχισαν τα μαθήματα, ξαναβρέθηκα στα παλιά λημέρια. Το παράτημα στεγαζόταν στο σχολικό συγκρότημα του 7ου-8ου δημοτικού. Αυτά μέχρι τους σεισμούς, που έφεραν τα πάνω κάτω.
Ας επιστρέψουμε στο αρχικό θέμα.
Εξαιτίας του σχολείου δεν μπορούσα να είμαι σταθερός και μόνιμος υπάλληλος σε μια δουλειά. Έγινα εποχιακός εργαζόμενος και άρα άλλαξα αρκετές δουλειές και γνώρισα πολλά αφεντικά. Τα Σαββατοκύριακα, τις γιορτές, αλλά κυρίως τα καλοκαίρια. Αρκεί να έβρισκα μια απασχόληση.
—Καλά, πώς έβρισκες τις δουλειές;
Τις περισσότερες φορές πήγαινα συστημένος. Αλλά έχω χρησιμοποιήσει και τη μέθοδο ρωτώντας πόρτα πόρτα.
—Θέλετε μικρό; Ζητάτε υπάλληλο;
Δούλεψα ως μικρός σε κουρείο, σε μανάβικο, σε τσαγκάρικο, υπάλληλος σε ποτοποιείο, σε βενζινάδικο, σε καθαριστήριο ρούχων, σε γαζωτή που έφτιαχνε φόντια, σε φαρμακείο, σε κατάστημα με γεωργικά φάρμακα, γκαρσόνι σε καφενείο, σε τσιπουράδικο, λαντζέρης στον Λούκουλλο, φορτοεκφορτωτής στα ψυγεία της ΕΨΑ και άλλες δουλειές που μου διαφεύγουν τώρα.
Κάθε αφεντικό είχε τα δικά του χαρακτηριστικά. Εδώ θέλω να αναφερθώ σε μερικά αξιοσημείωτα επεισόδια, αλλά κυρίως να φέρω στη μνήμη μου τις δικές μου αντιδράσεις.
[…]
Τη δουλειά στον Λούκουλλο τη βρήκα μόνος μου, ρωτώντας πόρτα πόρτα. Ήταν κοντά στο τέλος της παραλίας, αμέσως μετά το θερινό σινεμά του ΡΕΞ. Σε μια μεγάλη απόσταση από το σπίτι, για τα μέτρα της εποχής σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας μου, αρκετά μεγάλη, αν σκεφτείς ότι το ανεβοκατέβασμα θα γινόταν με τα πόδια. Μου είπε το αφεντικό όταν συζητούσαμε για την πρόσληψη:
—Το πρωί μη βιαστείς! Έλα μετά τις δέκα.
«Α, ωραία!» είπα μέσα μου «μπορώ να έρχομαι με άνεση».
Η πρώτη εργασία ήταν να καθαρίσω ένα τσουβάλι πατάτες. Ακολούθησε το πλύσιμο των χόρτων. Το μεσημέρι φάγαμε όλοι μαζί. Έφαγα καλά. Ξεκουραστήκαμε λίγο κι άρχισε η προετοιμασία για το βράδυ. Να σκουπίσω το χώρο, να τακτοποιήσω τα τραπέζια, να βάλω τραπεζομάντιλα, τις αλατιέρες, να είμαστε έτοιμοι για τους πελάτες. Μετά απομονώθηκα στην κουζίνα. Ανέλαβαν έξω οι σερβιτόροι και οι παλαιότεροι βοηθοί. Εγώ θα υποδεχόμουν τα πιάτα μετά τη χρήση τους, θα καθάριζα τα υπολείμματα συγκεντρώνοντάς τα σ’ έναν κάδο για τα γουρούνια. Μετά η κύρια δουλειά: το πλύσιμο με ζεστό νερό, τακτοποίηση για στράγγισμα. Έτσι, στα όρθια, μου προσφέρθηκε το βραδινό πιάτο. Η κούραση άρχισε να με κυριεύει, αλλά ακόμα δεν είχα συνειδητοποιήσει το ωράριο ενός εστιατορίου πολυτελείας όπως ήταν ο Λούκουλλος. Με άφησαν να φύγω λίγο πριν από τις δύο τη νύχτα.
Η παραλία έρημη, τα αστικά λεωφορεία τελειωμένα εδώ και ώρες, χωρίς τηλέφωνο στο σπίτι. Κοντά στα Ψαράδικα συνάντησα αλαφιασμένους τη Μάνα και ένα από τα αδέρφια μου.
—Δεν είναι δουλειά για σένα, παιδί μου, αυτή!
Είχε δίκιο, αλλά δε θ’ άφηνα τον κόπο μιας ολόκληρης μέρας απλήρωτο. Έκανα υπομονή μία ολόκληρη εβδομάδα και μετά μην τον είδατε τον Παναγή! Πρόλαβα όμως κι έπλυνα εκατοντάδες βρώμικα πιάτα.
Άλλο ενδιαφέρον επεισόδιο ήταν με την ασιατική γρίπη. Όλοι σχεδόν κρεβατώθηκαν τότε. Εγώ έτυχε να δουλεύω στο μοναδικό φαρμακείο που είχε εκείνη την εποχή η Νέα Ιωνία. Στον κύριο Λεωνίδα, που ήταν ένας ήρεμος, πολιτισμένος, συμπονετικός και διαλεχτός άνθρωπος της γειτονιάς μας. Αθόρυβα θρησκευόμενος, καθόλου Φαρισαίος. Με την πολύχρονη, δυστυχώς, απομάκρυνσή μου από τη γενέθλια πόλη, τώρα τελευταία έμαθα ότι πέθανε σε βαθιά γεράματα. Ευχή μου να πραγματώθηκαν όσα πίστευε κι επιθυμούσε.
Εκείνες τις μέρες δουλεύαμε ασταμάτητα, μέρα και νύχτα, ωράριο δεν υπήρχε. Ο κυρ Λεωνίδας μας μπούκωνε προληπτικά με φάρμακα για να μην αρρωστήσουμε. Ήμουνα ο βοηθός του βοηθού, που ήταν ο συμπαθής κι ευγενικός Νίκος.
Η μεγάλη μου έκπληξη ήταν η ηγεμονική, για μένα και την εποχή που μιλάμε, αμοιβή που μου έδωσε στο τέλος. Τα περισσότερα τα έδωσα στη Μάνα, κράτησα όμως και για τον εαυτό μου. Ο κυρ Λεωνίδας πάντα ρωτούσε αργότερα για μένα, την πορεία μου στο πανεπιστήμιο και όλα τα υπόλοιπα.
Θα μπορούσα να συνεχίσω και με άλλα συμβάντα. Πιστεύω όμως ότι με αυτά δίνω ένα στίγμα της εποχής αλλά και του χαρακτήρα μου. Δεν εκφράζω κανένα παράπονο. Ήταν σκληρή εποχή και δύσκολη. Πήρε πολλούς ανθρώπους σύντομα στον τάφο. Εγώ, δόξα τω Θεώ, ζω και φέρνω στη σκέψη μου όλο αυτόν τον κόσμο. Οι περισσότεροι πάλευαν για ένα μεροκάματο κι ο καθένας τους μου πρόσφερε κάτι. Όλα αυτά έπλασαν το χαρακτήρα μου. Το τελικό συμπέρασμα είναι: ήμουν κι εγώ λίγο τζιόρας!
Λευτέρης Τσίλογλου, Κι όμως ήταν όμορφα: Μαρτυρίες, Κέδρος, Αθήνα 2010, σ. 74-82.
Μετάβαση στο σημείο: Στο κέντρο της πόλης - οι δρόμοι της αγοράς