Βόλος
Βόλος
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΛιμάνι - Παραλία Βόλτα στην παραλία: Άνθρωποι και μνημεία
Από το μυθολογικό παρελθόν και το ταξίδι των Αργοναυτών στον περίπατο των σημερινών κατοίκων και επισκεπτών του Βόλου. Η υποενότητα αυτή διατρέχει την ιστορία της πόλης μέσα από μια βόλτα στα μνημεία, τα κτίρια, τα τσιπουράδικα και τις συνήθειες των ανθρώπων.
Οι Αργοναύτες του Σεφέ...
Και ψυχή
ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν
εις ψυχήν
αυτή βλεπτέον:
τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.
Ήτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζαν
ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά,
είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων
που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή
δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο
χωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.
Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες
ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια
ανασαίνοντας με ρυθμό
και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο.
Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια
όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές
κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων
που γαβγίζουν.
Ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν, έλεγαν
εις ψυχήν βλεπτέον, έλεγαν
και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου
μέσα στο ηλιόγερμα.
Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα
που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.
Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά
με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια
τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.
Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.
Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς
με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης
με τ’ αυλάκι του τιμονιού
με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.
Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι.
Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.
Ένας δρόμος για τα Παλ...
Στη Λιάνα Αγκρή, στον Σταμάτη Παντίδη, στον Νίκο Κολοβό. Εκεί
Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να γνωρίσεις μια πόλη απ’ αυτόν που συμβουλεύει ο Ζακ Λακαριέρ στο κατ’ εξοχήν βιβλίο της περιπλάνησης, τη Μαρία Αιγυπτία: «…ακολουθήστε τον πρώτο σκύλο που θα συναντήσετε». Όσο κι αν ένα τέτοιο δρομολόγιο ακούγεται παράξενο, μονάχα μ’ αυτόν τον τρόπο υπάρχει πιθανότητα να βρεθείς στα μέρη όπου χτυπάει η αληθινή καρδιά της πόλης, μονάχα έτσι θα καταφέρεις να περπατήσεις τα σημεία εκείνα όπου το παρελθόν της, εξαγνισμένο ή αμαρτωλό, σμίγει μυστικά με το ανέμελο παρόν και μόνο αν ακολουθήσεις τη συμβουλή αυτού του ταξιδευτή, που γνώρισε όσο κανείς άλλος τι θα πει «Ελληνικό Καλοκαίρι», θα μπορέσεις ίσως να δοκιμάσεις κάτι από τα ρίγη και τους καημούς που διατρέχουν τους κρυφούς ιστούς της.
Απαραίτητη προϋπόθεση αυτής της τολμηρής οδοιπορίας είναι να ανακαλύψεις τα περάσματα που οδηγούν στην πόλη, δηλαδή τους δρόμους που σπάνε το τσόφλι της και την ενώνουν με τον υπόλοιπο κόσμο. Όχι βέβαια πως οι εσωτερικές οδοί δεν συμβάλλουν στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία της· οι δρόμοι – είσοδοι ωστόσο είναι εκείνοι που κρίνουν κάθε πόλη: Αυτοί φανερώνουν τη διάθεση του πληθυσμού της για «καλημέρα» με τους γείτονες και αυτοί είναι που μαρτυρούν τον δείκτη ελευθερίας των κατοίκων, μια και ταυτόχρονα (πρέπει να) λειτουργούν ως δρόμοι – έξοδοι ή ακόμη και – ευτυχώς; δυστυχώς; - σαν πειρασμοί για αποκοπή του ομφάλιου λώρου από τον γενέθλιο τόπο.
Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας πόλης είναι το πολεοδομικό συγκρότημα του Βόλου, με τους τρεις δήμους (Ιωλκού, Νέας Ιωνίας, Βόλου) να απαρτίζουν τη συνολική ανθρωπογεωγραφία του, αλλά και να διαθέτουν εκείνες τις οδικές αρτηρίες που επιτρέπουν την είσοδο και την έξοδο – αναλόγως πώς θα το δει ή θα πράξει κανείς. Στριμωγμένος ανάμεσα σε βουνό και σε θάλασσα ο Βόλος – η πρωτεύουσα ενός νομού, που άλλοι τον παρομοιάζουν με δαγκάνα σκορπιού και άλλοι με μισάνοιχτη αγκαλιά – φαίνεται να βρίσκεται στο σημείο τομής ενός νοερού ελλαδικού στρατού. Τύχη και συνάμα ατυχία για τους κατοίκους του: Να ξέρουν ότι ισορροπούν ανάμεσα στη μητρόπολη του Νότου (Αθήνα) και στην πρωτεύουσα των Βαλκανίων (Θεσσαλονίκη), να αισθάνονται στο κέντρο μιας ευθείας που ενώνει το Ιόνιο με τα παράλια της Μικρασίας, μα ταυτόχρονα να έχουν πληρώσει αυτήν τη συμμετρία πότε με την ιστορική αδικία (αποκλεισμός για ελάχιστα χιλιόμετρα από το πρώτο ελληνικό κράτος, σύμφωνα με τη χάραξη της συνοριακής γραμμής Παγασητικού – Αμβρακικού το 1832) και πότε με το να χαρακτηρίζονται «νότιοι» για τους Βορειοελλαδίτες και αντίστοιχα «βόρειοι» σύμφωνα με την κρίση των «νοτίων».
Ο πρώτος απ’ αυτούς τους δρόμους, που συνδέουν την πόλη του Βόλου με την υπόλοιπη χώρα, ξεκινάει από το ύψος των Μικροθηβών, εκεί όπου η Εθνική οδός συναντά τον επαρχιακό δρόμο που έρχεται από τα Φάρσαλα και την υπόλοιπη ενδοχώρα της Θεσσαλίας. Εδώ μπορούμε να φανταστούμε – με το δικαίωμα που μας παρέχει γενναιόδωρα η λογοτεχνία – ένα τζιπ 4 x 4 να ελαττώνει ταχύτητα, να ανάβει φλας και να στρίβει δεξιά. Είναι άνοιξη, είναι Παρασκευή. Ο άντρας κοντεύει τα πενήντα, στέλεχος σε πολυεθνική εταιρεία, Βολιώτης της διασποράς. Η κοπέλα δίπλα του, τελειόφοιτος της Ιατρικής, κάνει αυτό το ταξίδι για πρώτη φορά. Με την άκρη του ματιού την παρατηρεί πόσο έχει εντυπωσιαστεί από τις εκτάσεις με τα αμπέλια και τα άλλα περιβόλια. Την ώρα που διασχίζουν τη Νέα Αγχίαλο, της δείχνει τον αρχαιολογικό χώρο και της εξηγεί την προέλευση των κατοίκων από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Στην τελευταία στροφή περιμένει την έκπληξή της. Δεν πέφτει έξω. Μόλις αντικρίζουν από ψηλά τον Βόλο, η κοπέλα αφήνει ένα επιφώνημα θαυμασμού. Και όχι άδικα. Ακριβώς απέναντί τους τα χωριά του Πηλίου μοιάζουν έτοιμα να κατρακυλήσουν στην πλαγιά, ενώ στους πρόποδες του βουνού η πολιτεία ανάβει σιγά σιγά τα πρώτα φώτα και δυο-τρία καράβια, που μανουβράρουν μες στο λιμάνι, συμπληρώνουν ιδανικά την όμορφη εικόνα.
Τελειώνοντας η κατηφόρα, στρίβουν προς τις «Αλυκές». Με φωνή που την υγραίνει η νοσταλγία αρχίζει να της μιλάει για τα παιδικά του χρόνια: εδώ ερχόταν τα καλοκαίρια για μπάνιο, τις περισσότερες φορές με τη βενζινάκατο, και εδώ, στην πλαζ ή στου «Μπακονικόλα», νοικιάζανε με την παρέα του κανό ή θαλάσσια ποδήλατα για ν’ ανοιχτούν στα βαθιά. Ξαναβγαίνουν στον κεντρικό δρόμο. Τώρα περνούν από τα «δόντια», τα υπολείμματα του ρωμαϊκού υδραγωγείου, και βρίσκονται έξω από το αρχαίο θέατρο της Δημητριάδος. Αφού κάνει λόγο για τον Δημήτριο Πολιορκητή, τις γραπτές επιτύμβιες στήλες, αυτά τα θαυμάσια δείγματα της ελληνιστικής ζωγραφικής, της αναφέρει στη συνέχεια με λεπτομέρειες την πρώτη παράσταση που παρακολούθησε σ’ αυτό το θέατρο: «Πέρσες» από το «ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ», καλοκαίρι του 1966.
Μετά στρίβει ξανά, θέλει η φίλη του να αντικρίσει την πόλη από τα «Πευκάκια». Πράγματι, το μέρος αλλά και η θέα είναι καταπληκτικά, συμφωνεί μαζί του, αν και σκόπιμα δεν της λέει ότι εδώ έφερνε έφηβος τις ερωμένες του, όταν αγόρασε το πρώτο μηχανάκι και περνούσε για γόης στις παρέες της «Μινέρβας» και του «Καφέ Σαντάν».
Σε λίγο περνούν μέσα από τις Νέες Παγασές, φτάνουν στη γέφυρα της Μπουρμπουλήθρας. Της δείχνει τη λασπωμένη θάλασσα και θυμάται τα πρωινά που τον έπαιρνε ο πατέρας του και έρχονταν να βγάλουν σκουλήκι, το «μαμούνι», για να δολώνουν τα αγκίστρια τους στο ψάρεμα. Στα δεξιά βλέπουν κάποιο μεγάλο πάρκο και ένα εκθεσιακό κέντρο. Αφήνει ένα μικρό γελάκι και η κοπέλα ζητάει να μάθει τον λόγο. Της μιλάει για τις «αλατιέρες», τις μεγάλες αλάνες δίπλα από τα παλιά σφαγεία, όπου κατέφταναν με τα ποδήλατα σχεδόν κάθε απόγευμα στα χρόνια του Γυμνασίου και έπαιζαν ποδόσφαιρο, βάζοντας στοίχημα – τι άλλο; - λεμονάδες ΕΨΑ και κάπου-κάπου κανένα πακέτο «ΡΟΔΟΣ» Ματσάγγου.
Τώρα πια μπαίνουν στην πόλη. Στο αναπαλαιωμένο βιομηχανικό συγκρότημα του Παπαρήγα φαρδιά-πλατιά η επιγραφή: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. Εδώ στεγάζονται οι πολυτεχνειακές σχολές, απ’ όπου θα αποφοιτήσουν οι αυριανοί χωροτάκτες και οι αρχιτέκτονες. Μετά από λίγο βρίσκονται στα «Παλιά», την πιο όμορφη και γοητευτική συνοικία. Σ’ αυτήν την περιοχή υπήρχαν το Φρούριο, το τούρκικο τζαμί και η αγορά της παλιάς πόλης, ενώ πολλοί αρχαιολόγοι τοποθετούν εδώ και την Ιωλκό. Τα «Παλιά» είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι όλου του πολεοδομικού συγκροτήματος. Εδώ δεν υπάρχουν πολυκατοικίες και λειτουργούν ακόμη μαγαζιά μιας άλλης εποχής: «Χαλκουργεία», «Εδώδιμα-Αποικιακά»… Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που αυτήν τη συνοικία διάλεξε και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος για να γυρίσει κάποιες σκηνές από τον «Θίασο»! Τα τελευταία χρόνια πολλά παραδοσιακά κτήρια, ως και αποθήκες ακόμη, έχουν μετατραπεί σε κέντρα διασκέδασης, με τον κίνδυνο της υπερβολής και της κακογουστιάς να παραμονεύει πάντοτε.
Προτού εγκαταλείψουν τη συνοικία, κάνουν ακόμη μια βόλτα με το αυτοκίνητο στα στενά δρομάκια της. Ύστερα κατευθύνονται προς τη Γρηγόρη Λαμπράκη, τον δρόμο που θα τους οδηγήσει στο κέντρο της πόλης. Προσπερνούν τον παραδοσιακό σιδηροδρομικό σταθμό, έναν από τους πιο φινετσάτους όλους της χώρας, την ψαραγορά και το λιμάνι, εκεί όπου στη δεκαετία του ’80 λειτουργούσε η πορθμειακή γραμμή «Βόλος-Συρία», αφήνουν πίσω τους το δημοτικό θέατρο και το δημαρχείο, ένα παραδοσιακό κτήριο χτισμένο σύμφωνα με σχέδια του Δημήτρη Πικιώνη, και μπαίνουν στην Ιάσονος, εδώ όπου είναι μαζεμένα τα στέκια της νεολαίας. Θα παρκάρει κοντά στο «καραβάκι», την Αργώ, έτσι λένε οι ντόπιοι το γλυπτό ομοίωμά της, που βρίσκεται στην αρχή της παραλίας, μπροστά από τα νεοκλασικά ξενοδοχεία της «ΑΙΓΛΗΣ» και του «ΠΑΛΛΑΣ». Όσο κι αν έχει τη διάθεση να ξεναγήσει τη φίλη του στην πόλη και να της αποδείξει πως – τι κι αν ζει στην πρωτεύουσα! – η γενέτειρά του βρίσκεται πάντα μες στην καρδιά του, ένας κόμπος του σφίγγει το στομάχι. Στο μυαλό έχει συνεχώς τη μορφή του αγαπημένου του καθηγητή στην ΣΤ’ Γυμνασίου να απαγγέλλει: Η πόλις θα σε ακολουθεί… Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις.
Ο δεύτερος δρόμος έρχεται από τον κάμπο. Ο οδηγός είναι μοναχικός. Με μια γρήγορη Alfa Romeo 156 αφήνει πίσω του τον Ριζόμυλο, το Στεφανοβίκειο, το ξακουστό Βελεστίνο (Ρήγας Φεραίος, μάχες του 1897, κέντρο των πεδινών Βλάχων…). Είναι επίκουρος καθηγητής και κατεβαίνει στον Βόλο κάθε Πέμπτη από τη Θεσσαλονίκη, για να διδάξει στο τμήμα της «Ιστορίας Αρχαιολογίας». Του αρέσει η περιοχή, ιδίως το Πήλιο. Για τον λόγο αυτόν, τα πρώτα χρόνια του γάμου του, παρακινημένος από τους άλλους πανεπιστημιακούς συναδέρφους του, που είχαν εξοχικά σε διάφορα χωριά του Πηλίου, αγόρασε κι αυτός ένα παλιό αρχοντικό στον Άγιο Λαυρέντη. Εκεί συνήθιζε να περνάει τα καλοκαίρια του. Όλα αυτά βέβαια πριν από το διαζύγιο. Πατάει κι άλλο γκάζι. Λίγο προτού εμφανιστεί μπροστά του ο Παγασητικός, γυρίζει τα μάτια προς την περιοχή του Σέσκλου και του Διμηνίου. Οι πρώτοι νεολιθικοί οικισμοί στην Ελλάδα, οι έρευνες του Δ. Θεοχάρη, τα ευρήματα στο Μουσείο του Βόλου…
Αφήνοντας στα δεξιά τη Βιομηχανική Ζώνη, με φανερά τα σημάδια από το τελευταίο κύμα ανεργίας που έπληξε όλη την περιοχή, αναπτύσσει ταχύτητα στην ευθεία που οδηγεί στην πόλη. Έχει αργήσει και ξέρει καλά το πρόβλημα με το παρκάρισμα στο κέντρο. Οι εικόνες της εισόδου τού είναι γνωστές και από άλλες πόλεις, διάσπαρτα συνεργεία και αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, μάντρες με υλικά οικοδομών, κακόγουστα μπαρ και αταίριαστες χλιδάτες τράπεζες. Πάντως, ο δήμαρχος πρέπει επειγόντως να κάνει κάτι γι’ αυτήν την ασυδοσία στις φωτεινές ταμπέλες, για την αφισορρύπανση και τις ανεξέλεγκτες διαφημίσεις που δημιουργούν ένα αισθητικό αλαλούμ.
Η κίνηση πυκνώνει, το ένα φανάρι διαδέχεται το άλλο, στη διασταύρωση με την Αθηνών περιμένει αρκετά μέχρι να ανάψει πράσινο. Αυτό το σημείο, όπου τέσσερις δρόμοι ενώνονται πάνω στη γέφυρα του χειμάρρου Κραυσίνδωνα, ξέρει ότι οι παλιοί κάτοικοι το ονόμαζαν «Φόρος». Ρώτησε και έμαθε το γιατί. Παλιότερα, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, αυτό το μέρος και ένα άλλο από τη μεριά του Πηλίου ήταν οι μοναδικές είσοδοι της πόλης. Οι Τούρκοι θέλοντας να ελέγχουν την κίνηση, αλλά και να δασμολογούν τα κάθε λογής εμπορεύματα, είχαν στήσει φυλάκια και φορολογούσαν όσους μπαινόβγαιναν. Από εδώ λοιπόν προήλθε όχι μόνο η ονομασία «Φόρος», που οι εισπράκτορες των αστικών λεωφορείων την ανήγγελαν με δυνατή φωνή μέχρι πριν από μερικά χρόνια, αλλά και το παρατσούκλι τω Βολιωτών, «Αυστριακοί», μια και πολλοί κάτοικοι του κάμπου ή πηλιορείτες, προκειμένου να γλιτώσουν το φόρο, υποκρίνονταν ότι είχαν αυστριακή υπηκοότητα.
«Θρύλοι, παραδόσεις…» σκέφτεται χαμογελώντας και γκαζώνει το αυτοκίνητο. Βιάζεται, έχει αργήσει, γι’ αυτό δεν προσέχει τη μυρωδιά κατεργασμένου δέρματος, που έρχεται από την περιοχή κοντά στο ΚΤΕΛ, εκεί όπου ο Δημήτρης Χατζής τοποθετούσε τα «ταμπάκικα του Βόλου». Η ώρα είναι ήδη 7.20’ και σε δέκα λεπτά πρέπει να ξεκινήσει έναν καινούριο κύκλο παραδόσεων, με θέμα την ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς· στηριγμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Γιάννη Κορδάτου φυσικά.
Τρίτος δρόμος, μικρότερος και χωρίς την αίγλη των δύο προηγούμενων, φτάνει στην πόλη από το βορινό τμήμα του νομού. Είναι ο δρόμος που συνδέει την πρώτη λίμνη της Κάρλας και τα χωριά του βορείου Πηλίου – Κεραμίδι, Κανάλια, Κερασιά, Γλαφυρές – με την Νέα Ιωνία και τον Βόλο. Αυτήν τη διαδρομή την κάνουν καθημερινά πολλά αυτοκίνητα από τις «Σχολές Οδηγών», μια και την προτιμούν για το πρώτο, το παρθενικό δρομολόγιο των υποψήφιων αυτοκινητιστών.
Ο Θ. Λ. διαθέτει μια τέτοια Σχολή και, καθώς κατάγεται απ’ αυτά τα μέρη, δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να κάνει το σχετικό δρομολόγιο μέχρι το πατρικό χωριό του. Στο βολάν σήμερα κάθεται μια ασκούμενη δικηγόρος, που δείχνει ικανή να πάρει το δίπλωμα οδήγησης με την πρώτη προσπάθεια. Αυτός πότε γυρίζει το κεφάλι και θαυμάζει το όμορφο προφίλ της και πότε στρέφει τη ματιά στο ανοιξιάτικο τοπίο, με τη σκέψη του να ταξιδεύει συνήθως στα περασμένα και σε εποχές αλλοτινές.
Η πρώτη εικόνα που του έρχεται στο μυαλό είναι η φάλαγγα από δεκάδες αυτοκίνητα με αριθμούς της γειτονικής Λάρισας, όταν φυγαδεύονται από την Αστυνομία απ’ αυτόν τον δρόμο και όχι από τον κανονικό, για να αποφευχθούν τα επεισόδια ανάμεσα στους φιλάθλους. Αυτό γίνεται κάθε φορά που η ποδοσφαιρική ομάδα της Λάρισας παίζει με τον τοπικό «Ολυμπιακό» ή με την ομάδα της «Νίκης» και οι οπαδοί των δύο ομάδων συσπειρώνονται – μονάχα όμως σ’ αυτήν την περίσταση! – για να εκδικηθούν τους Λαρισαίους για κάποια παλαιότερη δική τους άσχημη συμπεριφορά. Κρατάει χρόνια αυτή η ανόητη κόντρα, αν και τα τελευταία χρόνια έχει ευτυχώς κοπιάσει κάπως η αντιπαράθεση των αιώνιων «αντίπαλων» πόλεων.
Περισσότερο όμως από καθετί άλλο ο Θ. Λ. θυμάται την Κάρλα. Όχι βέβαια όπως είναι τώρα, αποξηραμένη και καλλιεργημένη, αλλά γεμάτη νερό, μια λίμνη πανέμορφη. Από το 1963 που την αποστράγγισαν, ο τόπος έχασε το ήπιο κλίμα, ενώ στην ουσία δεν προέκυψε κανένα όφελος για τους παρακάρλιους πληθυσμούς. Όταν ήταν ακόμη παιδί, ο πατέρας του δούλευε στη λίμνη, απ’ αυτήν ζούσαν, και κάθε φθινόπωρο έφευγε μαζί με τους άλλους ψαράδες και πήγαινε να ζήσει για 4-5 μήνες στις καλύβες που έφτιαχναν στις μακρινές όχθες της λίμνης. Τα πρωινά έφτανε στο χωριό τους η μεγάλη βάρκα με τα ψάρια κι αμέσως οι χωρικοί –έμποροι τα φόρτωναν τα κοφίνια, για να τα κατεβάσουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στον Βόλο. Μια δυο φορές τον είχε πάρει μαζί του ένας μακρινός θείος και ακόμη τώρα ο Θ. Λ. θυμάται εκείνο το πρωινό που, καβάλα στο άλογο, πέρασαν το Κακόρεμα, έφτασαν στα Μελισσάτικα και μετά βρέθηκαν στα ψαράδικα, όπου πούλησαν τα νόστιμα «καρλιώτικα» στους Βολιώτες.
Από εκείνη τη διαδρομή τη μεγαλύτερη εντύπωση δεν του έκανε η θάλασσα ή τα ψηλά κτήρια της πόλης. Όχι, συνήθισε γρήγορα στην εικόνα τους, όπως πολύ γρήγορα έπαψε να τρομάζει με τον θόρυβο των λίγων, ακόμη τότε, αυτοκινήτων. Πιο πολύ του μικρού Θ. Λ. του άρεσε να κοιτάζει τα χαμόσπιτα της Νέας Ιωνίας, τα «προσφυγικά», και τις ασβεστωμένες αυλές, τις γεμάτες γλάστρες με πολύχρωμα λουλούδια. Γύριζε δεξιά κι αριστερά τα μάτια και έβλεπε μαυροντυμένες γριές να ξεπροβοδίζουν τα παιδιά τους για τη δουλειά, άντρες να πηδάνε όλο σβελτάδα στα ποδήλατα – δεκάδες, αμέτρητα ποδήλατα –, αλλά και γυναίκες που έσμιγαν στο πεζοδρόμιο και με σιγανή φωνή έλεγαν, έλεγαν… Ίσως τον καημό τους για τις χαμένες πατρίδες της Ιωνίας, του Πόντου, της Καππαδοκίας. Μια φορά θυμάται ότι με τον θείο του ακολούθησαν διαφορετικό δρομολόγιο και πήγαν πρώτα να προσκυνήσουν στη μεγάλη εκκλησία της Ευαγγελίστριας. Ύστερα πήραν τον κεντρικό δρόμο, το «Φαρδύ», και έφτασαν στον Βόλο από άλλη διαδρομή. Από εκείνη την εποχή χρονολογείται η αγάπη του για τη συνοικία της Νέας Ιωνίας και έτσι, σαν μεγάλωσε, διάλεξε να μείνει και να ανοίξει τη δική του «Σχολή Οδηγών» εδώ.
Με τούτα και με τ’ άλλα το δρομολόγιο τελείωσε. Η όμορφη δικηγορίνα τού χαμογελάει, τον ευχαριστεί και ανανεώνουν τη συνάντησή τους για την επόμενη. Άλλο μάθημα για σήμερα ο Θ. Λ. δεν έχει, ούτε καμιά υποχρέωση που να μπορεί να τον κρατήσει στο γραφείο. Κλειδώνει, ρίχνει στην τσέπη τα κλειδιά και σιγοσφυρίζοντας παίρνει να περπατάει τα στενά σοκάκια στα «Γερμανικά». Ξέρει καλά πως ο δρόμος θα τον βγάλει σε κάποιο τσιπουράδικο. Εκεί τον περιμένει ο μεζές, τα εικοσιπενταράκια, η παλιοπαρέα, η κουβέντα. «Όμορφη που είναι η άτιμη ζωή, όμορφη!…»
Ο τέταρτος δρόμος για τον Βόλο κατεβαίνει από το βουνό των Κενταύρων. Αυτόν τον δρόμο χρησιμοποιεί συχνά ο 35χρονος Αλέξης, καθηγητής Φυσικός, ερασιτέχνης αστρολόγος, μέλος της «Οικολογικής Παρέμβασης» και άλλων εναλλακτικών κινημάτων. Ποτέ όμως με το αυτοκίνητο! Τις μόνες φορές που ενδίδει και μπαίνει σε αυτοκίνητο είναι όταν ανεβαίνουν στα Χανιά, είτε για σκι τον χειμώνα είτε για να παρακολουθήσουν με το μεγάλο τηλεσκόπιο, που διαθέτει ο όμιλός τους, κάποιον αστερισμό. Όλες τις άλλες φορές ο Αλέξης χρησιμοποιεί τα πόδια ή το ποδήλατο, για να ανηφορίσει μέχρι την Κουκουράβα, για να πάει στην Πορταριά ή στη Μακρινίτσα, να κάνει πεζοπορία ως την Αλυκόπετρα ή ν’ ανεβεί στην Επισκοπή. Από εκεί θαυμάζει το τοπίο, αλλά, όταν βλέπει τις «πληγές» των λατομείων στον λόφο της Γορίτσας και του Σαρακηνού ή την τσιμεντόσκονη που έρχεται από τη μεριά της ΑΓΕΤ, αγανακτεί. Για να ηρεμήσει στρέφει τα μάτια ψηλά, προς το Πλιασίδι. Στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει την αγάπη για τα βουνά, σκέφτεται ότι αυτή οφείλεται μάλλον στην καταγωγή του, καθώς οι προπαππούδες του ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στον Βόλο από τα Άγραφα στις αρχές του περασμένου αιώνα, διωγμένοι από ληστές. Ο ίδιος νιώθει φυσικά βέρος Βολιώτης, γι’ αυτό, όσο κι αν αγαπάει τις ρίζες του, δεν αισθάνεται την ψεύτικη ανάγκη να πηγαίνει και να απογράφεται στο ορεινό χωριό των Αγράφων, όπως δυστυχώς κάνουν ακόμη τώρα οι γονείς του.
Παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής για την πόλη, ο Αλέξης δεν μπορεί να μη θαυμάσει το αρχοντικό των Σαράτσηδων στον Άνω Βόλο και να μη θυμηθεί την ιστορία των «Αθεϊκών», του Παρθεναγωγείου και του Δελμούζου. Αλλά και του πρώτου σε όλη τη χώρα Εργατικού Κέντρου, του Γιώργου Ζωιτόπουλου, του Κίτσου Μακρή. Μετά θα κάνει οπωσδήποτε στάση στην Ανακασιά, για να επισκεφτεί το σπίτι του Κοντού με τις εξαιρετικές τοιχογραφίες του Θεόφιλου, και στη συνέχεια ίσως ανηφορίσει μέχρι τον Άγιο Ονούφριο. Θα μπει στο ξωκλήσι του Αϊ-Νικολάκη του Κρεμαστού και ύστερα θα σταθεί να παρατηρήσει πώς δουλεύουν οι δριστέλες, οι μεγάλες νεροτριβές για το πλύσιμο των μάλλινων ρούχων. Από εκεί και έπειτα, μέχρι κάτω στην πόλη, θα ακολουθήσει την κατηφορική οδό Ιωλκού. Αυτόν τον δρόμο τον έχει δει σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες και ξέρει ότι σε προηγούμενες δεκαετίες ήταν ένας φαρδύς χωμάτινος δρόμος που περνούσε μέσα από μπαξέδες και περιβόλια. Τώρα όμως; Τώρα δεν υπάρχει ούτε ένα μέτρο γης ακάλυπτο: παντού διώροφα και τριώροφα σπίτια, τα περισσότερα με ταράτσα και αλουμινένιες κατασκευές, κακόγουστες βιοτεχνίες, φανταχτερά φροντιστήρια ξένων γλωσσών, ταβέρνες και «σικάτα» μπαράκια. Μοναδικές εξαιρέσεις η γειτονιά της Αγίας Παρασκευής και η περιοχή με τις όμορφες μονοκατοικίες, εκεί όπου παλιά βρισκόταν ο πύργος των Καρτάληδων. Τελευταίος σταθμός σ’ αυτό το οδοιπορικό της μνήμης και της νοσταλγίας είναι το κτήριο της Νομαρχίας. «Στάση Περβανά» θυμάται ο Αλέξης να ονομάζουν οι γεροντότεροι Βολιώτες αυτό το σταυροδρόμι, μνημονεύοντας έτσι το παλιό αρχοντικό που, μαζί με δεκάδες άλλα νεοκλασικά, δεν γλίτωσε από τους τρομερούς σεισμούς του 1955. Αλλά και από την «αντιπαροχή» των εργολάβων στη δεκαετία του ’70.
Τον λένε Ορέστη Χ. και είναι δημοσιογράφος σε μια από τις τοπικές εφημερίδες. Έχει γεννηθεί το 1954 και ξέρει από πρώτο χέρι ό,τι καλό μα και ό,τι κακό έχει συμβεί σ’ αυτήν την πόλη τα τελευταία χρόνια. Άρα, είναι από τους λίγους που γνωρίζουν για πολλά πράγματα την αλήθεια, ενώ παράλληλα έχει κάθε δικαίωμα να εξοργίζεται με τα όσα στραβά αντικρίζει γύρω του. Ποια στραβά και ποια ανάποδα; Μα, είναι να μην βγαίνει από τα ρούχα του όταν βλέπει στην πόλη να επιπλέουν οι κάτω του μετρίου και οι κλικαδόροι; Είναι να μην εξοργίζεται με τους διάφορους καπάτσους, άντρες και γυναίκες, που σαν τους γυμνοσάλιαγκες αναρριχώνται στις διάφορες κρατικές και δημοτικές θέσεις; Είναι να μην του έρχεται να χτυπήσει το κεφάλι στον τοίχο, όταν διαβάζει για τις διάφορες κοσμικές συγκεντρώσεις ή τις κάθε λογής «καπελωμένες» εκδηλώσεις που τις βαφτίζουν «πολιτισμό», σε μια πόλη που θέλει να καυχιέται για την πολιτιστική της παράδοση;
Το σπίτι του βρίσκεται κοντά στην «Εξωραϊστική», μονοκατοικία – κληρονομιά από τον αιγυπτιώτη παππού. Τα σαββατοκύριακα ή τα απογεύματα, όταν νιώθει κάτι να τον πνίγει στον λαιμό, κατεβαίνει κάτω στο ημιυπόγειο, χτυπάει συνθηματικά την πόρτα στο εργαστήρι όπου δουλεύει η ζωγράφος γυναίκα του και μετά βάζει μπρος την 600άρα μηχανή του.
Ο δρόμος τούς βγάζει μακριά: στην Αργαλαστή, στο Χόρτο, στον Λαύκο, άλλες φορές στον Πλατανιά, στο Μικρό, ως και στο Τρίκερι ακόμη. Το καλοκαίρι ανακαλύπτουν ήσυχες παραλίες για μπάνιο και ελεύθερο κάμπινγκ. Τις άλλες εποχές προτιμούν να επισκέπτονται αναξιοποίητα, ευτυχώς ακόμη, χωριουδάκια ή να περπατούν σε δασωμένες πλαγιές. Στην επιστροφή και όσο πλησιάζουν προς τον Βόλο, τα αυτοκίνητα πληθαίνουν. Πολλά απ’ αυτά είναι «αθηναϊκά» που έχουν τερματίσει το «γουικέντ» στις Μηλιές, στη Ζαγορά, στην Άφησσο, στην Τσαγκαράδα. Δεν θέλει να περάσει μέσα από τα Καλά Νερά, τις «Κάννες της Θεσσαλίας», όπως χλευάζει ένας φίλος του εξαιτίας του πλήθους που μαζεύεται εδώ χειμώνα καλοκαίρι. Αντίθετα, θα κάνει στάση για καφέ στη γραφική παραλία της Γατζέας, θα αγοράσει φρούτα από τους υπαίθριους πωλητές και θα θαυμάσει για ακόμη μια φορά τα παλιά αρχοντικά στα όμορφα Λεχώνια. «Κουκούτσι να ρίξεις εδώ, φυτρώνει δέντρο» λένε οι ντόπιοι και μάλλον έχουν δίκιο, αν κρίνει τι γράφουν στη «Γεωγραφία» τους ο Κωνσταντάς με τον Φιλιππίδη γι’ αυτό το μέρος.
Οδηγεί τώρα κοντά στη θάλασσα. Έχουν αφήσει πίσω τους την Αγριά με τις ψαροταβέρνες και την Παιδόπολη, όπου από τα χρόνια του Εμφυλίου μαζεύονταν εδώ κατατρεγμένα παιδιά απ’ όλη την Ελλάδα. Προσπερνούν βιαστικά και κρατώντας την αναπνοή τους το εργοστάσιο τσιμέντων, αυτό που έχει κάνει τις στέγες των σπιτιών της Νέας Δημητριάδας από κόκκινες να φαίνονται γκρίζες. Δίπλα τους έχουν τώρα τις γραμμές του τρένου, του θρυλικού «Μουντζούρη». Το τελευταίο ταξίδι μ’ αυτό το τρενάκι ο Ορέστης το έκανε τον Μάιο του 1971, όταν τους πήγαν με το σχολείο μονοήμερη εκδρομή στις Μηλιές. Ακόμη την θυμάται.
Προσπερνούν τον λόφο της Γορίτσας, σηκώνουν το χέρι και χαιρετούν από μακριά τον «σαλό» Φώτη, περνούν από τον χείμαρρο του Αναύρου, εδώ όπου ο Ιάσονας έχασε το πέδιλό του, αλλά μετά δεν συνεχίζουν προς την οδό Πολυμέρη. Προτιμούν να πάρουν τον παραλιακό δρόμο, να περάσουν μπροστά από το Μουσείο, να διασχίσουν το πάρκο με τα υπαίθρια γλυπτά, να προσπεράσουν την Αγία Τριάδα με τις εικονογραφίες του Γουναρόπουλου και, λίγο προτού φτάσουν σπίτι τους, να σταματήσουν και ν’ αντικρίσουν την τελευταία όμορφη εικόνα: το πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου, τη μεγάλη παραλία και τις παλιές καπναποθήκες του Παπαστράτου, που έχουν μετατραπεί σε κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου.
Ο έκτος και τελευταίος δρόμος είναι τελείως διαφορετικός από τους προηγούμενους. Εδώ δεν υπάρχει άσφαλτος ή χώμα για να βαδίσουν τα πόδια, δεν έχει κορναρίσματα ή στροφές που σε κρατούν δεμένο με τα γήινα και με το αίσθημα της σταθερότητας. Όλα σ’ αυτόν τον «δρόμο» είναι διαφορετικά, όλα κινούνται στον ρυθμό και στη χάρη του κύματος. Εδώ όλα επιπλέουν: άνθρωποι και μηχανές, σκάφη και μικρές βάρκες, ανάγκες και ανομολόγητες επιθυμίες. Ακολουθώντας την υγρή ευθεία της πλεύσης, πολύ γρήγορα φτάνεις από τις Βόρειες Σποράδες στον Παγασητικό και από εκεί κατευθείαν στην πόλη, σ’ αυτήν την πόλη «την τόσο διαφορετική, με τις πολλές παραξενιές αλλά τις ακόμη περισσότερες χάρες».
Τέτοια και πολλά άλλα σκέφτεται η Μαρίνα, πρωτοδιόριστη φιλόλογος στην Αλόννησο, ψηλή και κοκκινομάλλα, με κλίση στην ποίηση και ταλαντούχος στο τσέλο, καθώς είναι γερμένη στην κουπαστή του οχηματαγωγού «ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ» και κοιτάζει τον απογευματινό ήλιο να βάφει μελιά τα νερά, το βουνό και τα σπίτια της πόλης, που μόλις έχει αρχίσει να διακρίνεται στο βάθος. Βάζει στοίχημα με τον εαυτό της προσπαθώντας να ονοματίσει τα χωριά του Πηλίου, αλλά γρήγορα καταλαβαίνει πως είναι αδύνατον να συγκεντρωθεί. Το μυαλό της είναι δοσμένο αλλού: στον πρώτο Έλληνα, τον Ιάσονα, που, μ’ ένα φθηνό σκαρί αλλά με συντρόφους πιστούς, τόλμησε να βγει έξω απ’ αυτόν τον κόλπο, έξω από το Αιγαίο. Έξω από την ανάγκη για πατρίδα και για ρίζωμα.
«Τελικά», σκέφτεται, «ο καλύτερος τρόπος για να μπεις σε μια πόλη είναι από τη θάλασσα, μονάχα από τη θάλασσα…»
Την ίδια στιγμή η φθινοπωρινή ψύχρα κάνει το κορμί της να ριγήσει. Ρίχνει μια τελευταία ματιά γύρω της. Χαμογελάει στη σκέψη για το πόσο ωραία πράγματα έχει να κάνει το Σαββατοκύριακο στην πόλη. Ταυτόχρονα αδημονεί να ξαναδεί το πέτρινο σπίτι που αγόρασε πρόσφατα κοντά στο «ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ», όταν πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει την Αθήνα και να εγκατασταθεί οριστικά σ’ αυτόν τον τόπο.
«Όχι, όχι. Δεν είναι μια συνηθισμένη επαρχιακή πόλη ο Βόλος. Έχει κάτι το αλλιώτικο, κάτι το ξεχωριστό. Ίσως να ’ναι η αδιόρατη νοσταλγία για τα παλιά… η γοητεία του καινούργιου…» Κι αμέσως της έρχονται στον νου σκηνές από την ταινία «Aenigma est» - ταινία γυρισμένη ειδικά για τον Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο, τον μεγάλο ζωγράφο που γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια εδώ.
Όπου να ’ναι όμως φτάνουν. Σφίγγει πάνω στο στήθος το βιβλίο και κατευθύνεται προς το εσωτερικό του πλοίου. Το βιβλίο είναι οι Αόρατες Πόλεις του Ίταλο Καλβίνο και έχει αρχίσει να το διαβάζει εδώ και λίγες μέρες. Της αρέσει πολύ, της ταιριάζει. Άλλωστε, σκέφτεται χαμογελώντας, και η ίδια σε μια τέτοια πόλη δεν διάλεξε να ζήσει;…
Σ’ ένα τσιπουράδικο: ο...
Κι απόψε με το θαλασσινό αεράκι σε τσιπουράδικο στην Αργοναυτών, αντικριστά στο λιμάνι, το ηλιοκαμένο δέρμα της, το άρωμα των μαλλιών της. Έπειτα από τόσους μήνες. Ο πρώτος ενθουσιασμός είχε εξανεμιστεί. Τι είχε αφήσει πίσω του; Έφταιγε αυτός που δεν την είχε κυνηγήσει; Έφταιγε αυτή που τον κρατούσε σε απόσταση; Πέρσι τον Ιούνιο γνωριστήκαμε; Ιούλιος ήταν, αρχές. Θα μπορούσε να της πει ακριβώς ημέρα και ώρα, ότι στις δέκα του μηνός έχουν επέτειο. Δεν ήθελε όμως να της δώσει την εντύπωση ότι κρατάει λογαριασμό. Πορτοκαλής, χρυσαφένιος ο ουρανός, έφερε αμέσως το βλέμμα του και το κάρφωσε στην άσφαλτο. Ποια δύναμη θα μπορούσε να τον βοηθήσει να απαλλαγεί απ’ την αδράνεια; Έβγαλε και καθάρισε με μια χαρτοπετσέτα τα γυαλιά του. Πόση μυωπία έχεις; Πέντε στο δεξί, εφτά στ’ αριστερό. Γιατί δεν φοράς φακούς επαφής; Δεν το σκέφτηκα ποτέ, δεν έχω πρόβλημα. Σωστά, σου πάνε πολύ τα γυαλιά, δες το ηλιοβασίλεμα, του ’δειξε αμέσως μετά, σαν μαγεμένη. Πώς να το δω με αυτά τα σαπιοκάραβα που μου κόβουν τη θέα, διαμαρτυρήθηκε ο Ριχάρδος, λες και δεν είχε θαυμάσει μόνος του, πριν από λίγο, όλην αυτή την ομορφιά. Δεν έχεις δίκιο, του απάντησε, χωρίς τα σαπιοκάραβα και τα σιδερικά και τους γερανούς, το λιμάνι δεν θα ’ταν λιμάνι και το ηλιοβασίλεμα στο λιμάνι δεν θα ’ταν ηλιοβασίλεμα στο λιμάνι, έχει σημασία να μην απομονώνουμε τη φύση απ’ τα έργα του ανθρώπου, φύση και άνθρωπος μαζί. Ο Ριχάρδος δεν δυσκολεύτηκε να συμφωνήσει, αρκεί να μην παραμορφώνουν τα έργα του ανθρώπου τη φύση. Συμφώνησε και η Μάρη.
Κι έτσι από συμφωνία σε συμφωνία και από κοινοτοπία σε κοινοτοπία προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν. Γενικά και αφηρημένα, για τα βιβλία που τυχόν διάβασαν, για την Ευρωπαϊκή Ένωση και για τα προγράμματα, για το αιώνιο πρόβλημα του θεσσαλικού κάμπου. Ότι τα χρόνια που έρχονται θα είναι κρίσιμα. Άρχισε έπειτα να του λέει για ένα σπάνιο βιβλιαράκι που έπεσε στα χέρια της. Οι κολλίγοι της Θεσσαλίας – μελέτη περί μορτής. Μιλούσε μ’ ενθουσιασμό για τον Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη, τον συγγραφέα του βιβλίου. Ρώτησε αν τον είχε ακουστά. Ο Ριχάρδος αποκρίθηκε ότι γνωρίζει μόνο τη γραμματική Τριανταφυλλίδη. Ήθελε να τη βολιδοσκοπήσει; Διόλου απίθανο να πρόκειται για την ίδια οικογένεια, ο Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης πάντως, εξήγησε η Μάρη, γεννήθηκε στην Τραπεζούντα, ήταν γιος γυμνασιάρχη και φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Εθελοντής στην επανάσταση του 1878. Απ’ τους πρώτους δικηγόρους στον Βόλο. Το 1910 με το σύνθημα Κάτω τα Τζάκια εκλέχτηκε επικεφαλής σαράντα οχτώ βουλευτών στη Θεσσαλία. Ο Ριχάρδος την άκουγε σχεδόν με δυσφορία. Πληροφορίες, σκέφτηκε, απλή ενημέρωση. Ποιες ήταν οι δικές της απόψεις;. Όσες φορές είχαν συζητήσει, δεν είχε καταλάβει ποια ήταν η γνώμη της ακόμη και για τα πιο απλά θέματα. Καταρτισμένη και αμέτοχη; Θα μπορούσε θαυμάσια να την παρομοιάσει με την κυρία πληροφορική, όσο πιο πολλές πληροφορίες, τόσο λιγότερη σκέψη, αυτό δεν θέλουν; Πρόσεχε τα χείλη της όπως μιλούσε. Με το μουτράκι της η Μάρη θα μπορούσε να σταδιοδρομήσει ως τηλεπαρουσιάστρια. Της χαμογέλασε εντυπωσιασμένος δήθεν, μετανιωμένος που την αντιμετώπιζε με τόση δυσπιστία.
Της μίλησε για τον παππού του αποκαλώντας τον ληξίαρχο. Γεννημένος στο Αϊδίνι, από μικρός στον Αλμυρό κι ύστερα στον Βόλο, έμαθε την τέχνη του τυπογράφου. Πρόκοψε. Έχει σήμερα να λέει και να θυμάται. Και για τον οραματιστή δάσκαλο Μιχόπουλο και για τον γεωπόνο Γρηγοριάδη και για τον φωτισμένο Ηλία Φυτίλη. Όλα τα ζωντανεύει ο γερο-Κωνσταντής, όχι μόνο τα ιστορικά, αλλά και τα ιδιωτικά του καθενός, ποιος παντρεύτηκε ποια, ποιος ατύχησε στον έρωτά του, ποιος αδίκησε, ποιος έκλεψε, αρχίζει απ’ την Τουρκοκρατία και φτάνει ως την μπουρού της υφαντουργίας του Μουρτζούκου, το προπολεμικό ξυπνητήρι της πόλης, κι ως την καπνοβιομηχανία του Ματσάγγου. Χρόνια συνδικαλιστής, τι στο Μέτωπο, τι στο Βουνό, σαν το καράβι που ταξίδεψε, ταξίδεψε, και τώρα έδεσε στο λιμανάκι του φαγωμένο και αναπολεί. Η Μάρη ρώτησε εντυπωσιασμένη πόσο χρονών είναι. Γύρω στα ενενήντα, αλλά θυμάται πολλά και απ’ τις αφηγήσεις των παλαιότερων. Είναι και παραμυθάς, ξέρει πώς να τα δέσει όλα μεταξύ τους. Θα ’θελε πολύ να τον γνωρίσει, ενδιαφέρθηκε η Μάρη. Το πιο απλό, είπε ο Ριχάρδος, η κυρα-Λένη θα σε συμπαθήσει. Πώς το ξέρεις; χαϊδεύτηκε κολακευμένη η Μάρη. Δεν γίνεται, γέλασε ο Ριχάρδος, είσαι ακριβώς του γούστου της, αυτές της αρέσουν, οι γλυκές καστανές. Δηλαδή είμαι γλυκιά καστανή; Σου έχω πει, και την άγγιξε με τις άκρες των δαχτύλων στο μάγουλο, ότι θυμίζεις φαγιούμ; με την ίδια έκφραση, θλίψη και αρχοντιά, και με κάτι το άφθαρτο επάνω σου. Έπειτα άρχισε να της μιλάει για τη μάνα του, ότι δεν έχει άλλο σκοπό στη ζωή της παρά να τον παντρέψει. Να τον δει στεφανωμένο και με ένα-δυο παιδιά, έπειτα θα κλείσει ήσυχη τα μάτια. Κατάλαβες; Κατάλαβε η Μάρη και αναστέναξε. Τα ίδια αντιμετωπίζει και αυτή με τους δικούς της. Φέτος τέλειωσε και θέλουν να την παντρέψουν. Στη Θεσσαλονίκη, κάθε μήνα, της έκανε έφοδο ο πατέρας της. Του ’χε κολλήσει ότι θα μπλέξει με αλητοπαρέες. Κατά τα άλλα, υπέροχοι γονείς. Τους αγαπάει πολύ. Και μη νομίζεις, κάθε άλλο παρά αυταρχικοί, ό,τι θέλω κάνω, δεν μ’ εμποδίζουν, το μόνο που μ’ έχουν από κοντά, να, τώρα, για παράδειγμα, ξέρουν ότι είμαι εδώ, μαζί σου, το μεσημέρι τους τηλεφώνησα και τους έδωσα αναφορά. Μου λέει η μάνα μου: θέλω να ξέρω πού βρίσκεσαι ανά πάσα στιγμή, θέλω να ξέρω ότι είσαι καλά, τίποτ’ άλλο, ποτέ δεν θα σ’ εμποδίσω, ό,τι πεις εσύ, μόνο να ξέρω πού είσαι. Υπερβολικό; φαίνεται έτσι, αλλά κατά βάθος δεν είναι. Δηλαδή πόσες φορές τη μέρα τους τηλεφωνάς; Μεσημέρι και βράδυ, αν δεν τους πάρω, δεν κοιμούνται. Εφόσον δεν σ’ ενοχλεί, δεν σε κουράζει, εντάξει, της είπε. Με κουράζει, πώς δεν με κουράζει, αλλά τι να κάνω; τους έχω αδυναμία. Ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω απ’ τα βουνά. Παράγγειλαν άλλο ένα καραφάκι.
Ήθελε να ανοιχτεί ο Ριχάρδος αλλά δίσταζε. Καλά τ’ αστεία και τα πειράγματα, οι θεωρητικούρες και οι φιλοφρονήσεις. άλλα όμως είναι αυτά που θρέφουν την ψυχή, που δένουν τους ανθρώπους. Και άλλα ήταν αυτά που τον έκαιγαν. Οι δικοί του μονίμως στη μουρμούρα, πότε με την κατάσταση, πότε με αυτόν. Τόσα χρόνια τον σπούδαζαν για να τον βλέπουν τώρα να βολοδέρνει. Κι εν τω μεταξύ ο τάδε και ο δείνα να προκόβουν. Όχι πως έφταιγε, βέβαια, ο Ριχάρδος, δεν του το ’θεταν ανοιχτά, αλλά κάπως έπρεπε να κινηθεί και αυτός, να ψάξει για καμιά δουλειά. Τους ενοχλούσε που ξενυχτούσε στα μπαράκια. Η κυρα-Λένη του ’ριχνε πλάγιες ματιές, τη στενοχωρούσε που είχε αδυνατίσει. Πρόσεχε, παιδί μου, τις συναναστροφές σου, πολλά ακούγονται, τις προάλλες, πάλι μας είχανε τα κανάλια. Τόσα και τόσα καλά γίνονται στην πόλη μας, τίποτα δεν δείχνουνε. Αλλά στο κακό σπεύδουνε. Μόνο το κακό είναι είδηση. Πρόσεχε μην μπλεχτείς. Τι κέφι θα ’χεις για ζωή, όταν ξυπνάς κάθε μέρα το μεσημέρι και μέχρι το απόγευμα έχεις πιει ένα λίτρο καφέ; πες μου. Τι να της πει; Δίκιο είχε. Αλλά και τι να κάνει τα βράδια στο σπίτι; Ως το νυχτερινό δελτίο ο πατέρας του με το τηλεκοντρόλ στο χέρι να αλλάζει κανάλια. Στη διαπασών απ’ το ένα τοκ σόου στο άλλο και απ’ το ένα ριάλιτι σόου στο άλλο. Όσες φορές έμενε τα βράδια μέσα, την άραζε στο δωμάτιό του με τ’ ακουστικά κι άκουγε μουσική. Αλλά δεν είναι και ζωή να κάθεσαι με τ’ ακουστικά ν’ ακούς τ’ αγαπημένα σου τραγούδια και να σκέφτεσαι ότι εσένα η ζωή σου πάει χαράμι.
Ήξερε η Μάρη ότι ουσιαστικά είναι άνεργος, ότι περιμένει τον διορισμό του, αλλά ποτέ δεν τον ρωτούσε τι κάνει και πώς τα βολεύει. Δεν ήθελε ίσως να φανεί αδιάκριτη ή να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Του ’δινε όμως και την εντύπωση ότι αδιαφορεί ή ότι είναι απολύτως απορροφημένη με τα δικά της. Ποιες φιλοδοξίες θα μπορούσε να έχει ως νεαρή ασκούμενη δικηγόρος στον Βόλο; Πρωτ’ απ’ όλα, μαζί με τη Φωτεινή, την εξαδέλφη της, την άλλη ανιψιά του γεροντοπαλίκαρου θείου τους, ονειρεύονταν να διαφυλάξουν στο ακέραιο και να επαυξήσουν την καλή φήμη του οικογενειακού δικηγορικού γραφείου. Την ενδιέφερε επίσης η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια αυτοδιοίκηση. Θα τη μάθουν κάποτε στην Αθήνα, επειδή θα ’χει καταξιωθεί στον τόπο της. Έτσι αντιλαμβανόταν αυτή τη συμμετοχή της στα κοινά. Κι έτσι θα περνούσε κάποτε και στην πολιτική! Είχε επαφές με τον δήμαρχο και με τον νομάρχη, γνώριζε υψηλά ιστάμενους στα τσιμέντα Ηρακλής, κάτι πανεπιστημιακούς, κάτι φιλολόγους, κάτι μεγαλογιατρούς. Έβγαινε όμως και μαζί του. Από τότε που εγκαταστάθηκε οριστικά στην πόλη, εδώ κι ένα μήνα του τηλεφωνούσε σχεδόν μέρα παρά μέρα, είχαν συναντηθεί και πέντε φορές. Πότε του φαινόταν διαθέσιμη για δεσμό, πότε ότι τον είχε για να διανθίζει απλώς την καθημερινότητά της. Μόλις χθες, προφασιζόμενη κούραση και κακοκεφιά, είχε αναβάλει πάλι το ραντεβού τους.
[…]
Άδειασε το ποτηράκι του κι άρχισε να της λέει για την Κασσαβέτεια που ήταν παλιά γεωργικό σχολείο, σαν Κ.Α.Τ.Ε.Ε. δηλαδή. Τώρα όμως είναι φυλακές ανηλίκων, δεν είναι; τον διέκοψε η Μάρη. Μέσα στα σχέδιά της ήταν να γνωρίσει τον διευθυντή, πολύ το κάνει κέφι, την ενδιαφέρει το σωφρονιστικό μας σύστημα. Ο Ριχάρδος την κοίταξε ενοχλημένος. Σοβαρά; σ’ ενδιαφέρει ακόμη κι αφού; τελικά όλα σ’ ενδιαφέρουν! Πώς μιλάς έτσι; Α, ρε Μάρη, τι πώς μιλάω; σου είπα ότι βρήκα δουλειά και δεν με ρωτάς, τι δουλειά; Εγώ δεν σε ρώτησα, εντάξει, εσύ για τι δεν μου λες; Βρες το. Δεν έχω μαντικές ικανότητες, δεν σε ρώτησα, διότι δεν μου αρέσει να ρωτάω, ξέρω ότι έχεις πρόβλημα μ’ αυτόν τον διορισμό που περιμένεις, δεν θέλω να επιδεινώνω την κατάσταση. Μόνο και μόνο επειδή ήταν αποφασισμένος να εισπνεύσει χαλαρωμένος το θαλασσινό αεράκι, της χαμογέλασε και τη χάιδεψε πάλι στα μαλλιά. Το ’χω εκτιμήσει, της είπε, αλλά να ξέρεις, η διακριτικότητα θα μπορούσε να εκληφθεί και ως αδιαφορία. Δεν περίμενε να του πει κάτι, να δικαιολογηθεί ή να τον αντικρούσει. Εδώ και τρεις μήνες, συνέχισε, δουλεύει στην Κασσαβέτεια, στο λογιστήριο, τον φαντάζεται; Όχι, είπε αυθόρμητα η Μάρη, δεν μπορούσε να τον φανταστεί. Από δάσκαλος λογιστής; σαν να του ’λεγε το βλέμμα της. Κατ’ αρχάς, πώς; Τι πώς; έχει ο πατέρας μου γνωστό έναν γραμματέα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, είναι και ο διευθυντής του Σωφρονιστικού Καταστήματος παλιός μαθητής του, πήγα εκεί με την προοπτική να λειτουργήσω και το σχολείο.
Άρχισε απρόσμενα η Μάρη να υπολογίζει τα δεκάδες ενδιαφέροντα πράγματα που θα μπορούσε να ανακαλύψει ο Ριχάρδος σ’ αυτήν τη δουλειά. Τον παρότρυνε τρυφερά και με μια δόση διδαχής στον τόνο της φωνής να βλέπει τα πάντα απ’ τη θετική τους πλευρά, του ανέφερε μάλιστα και την κοινοτοπία με το μισογεμάτο-μισοάδειο ποτήρι, ίσως αυτό να είναι το ελάττωμά του, δεν αντιδρά, δεν διεκδικεί, η ζωή όμως είναι μάχη, αγώνας, όχι μόνο σήμερα, σε όλες τις εποχές ίσχυε και θα ισχύει το carpe diem. Έμεινε για λίγο σκεφτική, σφίγγοντάς του το χέρι. Δες το και σαν εμπειρία, συνέχισε, δεν πήγες εκεί για να μείνεις παντοτινός, δες το και σαν κοινωνική προσφορά, ποιος άλλος δάσκαλος θα δεχόταν να ανοίξει το σχολείο; Τον κάκιζε χαϊδευτικά, που δεν της το ’χε πει τόσες μέρες. Ξαφνικά φύσηξε αεράκι. Ο Ριχάρδος, υπερβαίνοντας τον εαυτό του, της αποκάλυψε ότι ντρεπόταν, ούτε καν στους φίλους του δεν το είπε ακόμη. Τον εντυπωσίασε με την κατανόησή της. Υπάρχει, δυστυχώς, προκατάληψη σ’ αυτό το θέμα, όλοι κόπτονται, αλλά κανείς δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά. Προς στιγμήν του φάνηκε πως άκουγε τη μάνα του. Δεν ήθελε όμως να αφεθεί σε παρόμοιους συσχετισμούς. Είχε αρχίσει κιόλας να ζαλίζεται, αν και δεν έκανε ιδιαίτερη ζέστη, ένιωθε τον ιδρώτα να κυλάει στη ραχοκοκαλιά του.
[…] Η Μάρη τον έπιασε απ’ το χέρι, πόσο αγαπάει τον Βόλο! ας μεγάλωσε στη Λάρισα, πιο πολύ νιώθει Βολιώτισσα. Η προγιαγιά απ’ τη μεριά της μάνας της είχε φοιτήσει για δυο χρόνια στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο. Καμάρωνε ως τα βαθιά της γεράματα που είχε δάσκαλο τον Αλέξανδρο Δελμούζο. Ε, καλά τώρα, της είπε ο Ριχάρδος, ποιος το αμφισβητεί, ο Βόλος έχει παράδοση στον πολιτισμό. Ενώ η Λάρισα! αυτό θέλεις να πεις; η Λάρισα των νεόπλουτων με τα σκυλάδικα! Ψέματα είναι; γέλασε ο Ριχάρδος. Δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό το μίσος. Ποιο μίσος; ρώτησε ο Ριχάρδος παραξενεμένος, θύμωσες; Σου είπα ότι λατρεύω το Βόλο και μου απαντάς ότι η Λάρισα έχει μόνο νεόπλουτους και σκυλάδικα! Με συγχωρείς, εγώ δεν είπα τίποτα, εσύ το ’πες. Δεν το ’πες, αλλά αυτό εννοούσες. Δεν το εννοούσα, είπα μόνο ότι ο Βόλος έχει παράδοση στον πολιτισμό, γιατί θίχτηκες; Ποιος σου είπε ότι θίχτηκα; Την κολοκυθιά θα παίξουμε;
Μετάβαση στο σημείο: Λιμάνι - Παραλία