Απ' το σπίτι του θείου μου έφυγα τρέχοντας σχεδόν και μολονότι βρίσκεται στα βορινά προάστια, μακριά απ' το κέντρο και τα καυσαέρια, κατέβηκα στην πόλη με τα πόδια, θέλοντας να ταλαιπωρήσω το κορμί μου και μέσα στην ταλαιπωρία ν' ακονιστεί η σκέψη μου και να μπορέσω έτσι να κρατήσω τον εαυτό μου. Προχωρούσα γρήγορα, τρυπούσα τις παλάμες με τα νύχια μου κι έσφιγγα τα δόντια μου αφήνοντας τον ιδρώτα μου να με μουλιάζει. Ο άμεσος κίνδυνος που διαγραφόταν αυτή τη στιγμή ήταν, μέσα σ' ΌΛΟ το μπέρδεμα ανθρώπων και συναισθημάτων, να πάψω να ελέγχω τον εαυτό μου, να παραζαλιστώ, να μην ξέρω τι λέω και τι σκέφτομαι, με αποτέλεσμα να φτάσω, αργά αλλά σίγουρα, στο σημείο να ψελλίζω, ν' αντιφάσκω όχι μόνο με τους άλλους, αλλά κι εγώ με μένα, ν' αρχίσω να τρέμω, να κοιτάζω περίεργα και να βρεθώ ξαφνικά στο τρελάδικο. Αυτό θα 'τανε καταστροφή. Η τέλεια καταρράκωση κι εκμηδένιση του ατόμου μου. Στο κάτω κάτω, γιατί ν' αφήσω να μου συμβεί κάτι τέτοιο, εφόσον δεν υπήρχε η παραμικρή υπόνοια - σε μένα τουλάχιστον, αλλά μονάχα η δική μου κρίση μέτραγε τέτοιες στιγμές - ότι οι πράξεις μου ήταν πράξεις τρελού; Πώς μπορεί να τρελαθεί έτσι στα ξαφνικά ένας άνθρωπος; Παρ' όλο που βίωνα με πολύ ανθρώπινο τρόπο τα συναισθήματα μου, διέβλεπα κάθε φορά μέσα στις πράξεις μου τη λογική των πραγμάτων. Κανείς δε θα μ' έκανε να πιστέψω πως είχα το ακαταλόγιστο και πως - χωρίς να το πάρω είδηση - είχα φτάσει να μοιάζω με τον «τρελό» του Αντρέγιεφ. Στο κάτω κάτω, αυτός είχε αποφασίσει να τρελαθεί, χωρίς να έχει συνείδηση πως τη στιγμή που τ' αποφάσιζε ήταν ήδη τρελός. Δε συνέβαινε το ίδιο και με μένα. Με το να λέω πως θα σκοτώσω, δε σήμαινε πως είχα ήδη σκοτώσει. Ούτε πως, με το να λέω κάτι τέτοιο, ήμουνα τρελός. Ένιωθα πολύ ήρεμος όταν το 'λεγα, σαν να 'λεγα, κάποια στιγμή που θα κινδύνευα, «θέλω να ζήσω». Ήμουν αποφασισμένος λοιπόν: δε θα τους άφηνα να με τρελάνουν.
Γιώργος Σκούρτης, Το μυθιστόρημα μιας δολοφονίας, Κέδρος 1983, σ. 73-74