Αθήνα
Πόλη εγκλεισμού
Συγκρότηση ενότητας: Βαγγέλης ΙντζίδηςΟδός Τριών Ιεραρχών-Άνω Πετράλωνα Οδός Τριών Ιεραρχών-Άνω Πετράλωνα
Στο κέντρο της πόλης η ζωή γραφειοκρατική, έγκλειστη και ιδρωμένη. Διαφυγή ο περίπατος στη λαϊκή συνοικία, στοχαστικός, μελαγχολικός, ελεύθερος.
Ένα καλοκαιριάτικο βρά...
Σίγουρα θα 'χαν περάσει έτσι κι άλλα καλοκαίρια μα δεν το 'χα προσέξει. Τι λέγαμε τότε ούτε που ξέρω κι ούτε που με νοιάζει να ξέρω. Ανεβοκατεβάσματα σε σκάλες υπουργείων, ο χαρτοφύλακας διαρκώς κάτω απ' τη μασκάλη, σκόνη και λίγδα στα μαλλιά, ψίχουλα στις τσέπες, γυναίκες που αγοράζουν ταλκ για τα συγκάματα και βερνίκι για τα νύχια, στρίμωγμα στο ασανσέρ με πρόσωπα γεμάτα ιδρώτα και καπνό, στατιστικές, λογάριθμοι, και, κάποτε, μια παύση, ένα άνοιγμα, κι ένα παλιό θαλασσινό τραγούδι ξεχασμένο. Απόψε που βγήκα απ’ το γραφείο σκέφτηκα μονομιάς πως ήταν καλοκαίρι κι αφηρημένος τράβηξα μες στη βουβή ευθυμία του Σαββατόβραδου προς τη λαϊκή συνοικία όπου μένω. Δεν πήρα το τραμ. Κάνω τον περίπατο μου, αργά, στοχαστικά, με συντροφιά μου εμένα. Εδώ τα σπίτια είναι χαμηλά κι αραιά. Δε σου κρύβουν τ' αστέρια. Που και που κάποιο γεράνι σ’ ένα παράθυρο, λίγος βασιλικός και το μητρικό εσωτερικό των φτωχών δωματίων με τις λάμπες πετρελαίου. Ξαφνικά θυμήθηκα τη γάτα μου, κλεισμένη στην κάμαρα μου, που θα με περίμενε πίσω απ’ την πόρτα. Τάχυνα το βήμα. Μπήκα σε μια μικρή ταβέρνα και ζήτησα να μου τυλίξουν σ’ ένα χαρτί λίγα ψαροκόκαλα. Μα ύστερα θυμήθηκα πως η γάτα μου, τουλάχιστον πριν τέσσερις μήνες, είχε πεθάνει. Ακούμπησα το δεματάκι σ’ ένα πεζούλι κι έφυγα σιωπηλά σαν ένοχος μα και με μιαν απέραντη τρυφερότητα για τη λύπη μου. Ίσως μια άλλη γάτα να σκίσει την εφημερίδα και να χαρεί τα ψαροκόκαλα σα να 'ταν η δική μου. Γι' αυτό, μόλις φτάνω σπίτι μου, βγαίνω κατευθείαν στον κηπάκο μου να κόψω δυο τριαντάφυλλα να τα βάλω στ' ανθογυάλι πάνω απ' τα χαρτιά μου. Κείνη τη στιγμή μια γάτα τρίβεται στα πόδια μου. Σκύβω και τη χαϊδεύω. Δε φεύγει. Είναι άσπρη, μαλακιά σαν πούπουλο. Τη σηκώνω στα χέρια μου μαζί με τα τριαντάφυλλα και μπαίνω στην κάμαρα μου. Απόψε θα 'χω κάποιον να μοιραστώ το φτωχικό μου δείπνο. Κι είναι καλοκαίρι. Είμαι βέβαιος τώρα πως είναι καλοκαίρι κι έχει και φεγγάρι.
Μοναστηράκι...
Τρώει ο ρωμιός απάνω στο μάρμαρο
- μεσημεριάτικες απογνώσεις –
κ’ είναι σα μοναστηράκι του σώματος
γεμάτο φύλλα και πουλιά.
Έχει τον ήλιο το φτωχό εστιατόριο και τον διασπαθίζει
μέσα στη σκόνη του φωτεινού αέρα
γαλάζιες μύγες ωσάν ανθάκια
κομμένα γύρω μας βομβίζουν.
Τρώει με μια πικρή ματιά ο ταπεινός απάνω στο μάρμαρο
σκύβει κρατώντας το ζεστό ψωμί
και συλλογιέται
την πλάκα του τάφου.
Κοντό κριθάρι αγκυλώνει τη θύμηση
τα σπίτια οι δρόμοι και τα δίκαια χέρια
φυλλώματα κόκκινα δίχως ελπίδα…
Ήχοι και θάνατος
η ερωτική ασπράδα που πύκνωσε τα νέφη
ταυτισμένα στους κήπους με τα δέντρα.
Νίκος Καρούζος, Μοναστηράκι, Εννεά Ποιήματα μες στην Αθήνα
Μετάβαση στο σημείο: Οδός Τριών Ιεραρχών-Άνω Πετράλωνα