Αθήνα
Πόλη εγκλεισμού
Συγκρότηση ενότητας: Βαγγέλης ΙντζίδηςΠεριοχή Χίλτον- Ζωγράφου Περιοχή Χίλτον-Ζωγράφου
Oι οικιστικές συνθήκες στην πόλη για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, που κατοικεί σε διαμερίσματα, χαρακτηρίζονται από τον περιορισμένο χώρο κίνησης και τις αυστηρές προδιαγραφές στη χρήση του χώρου (η τραπεζαρία, η κρεββατοκάμαρα, το σαλόνι).
Οι γάτες γνωρίζουν αυτούς τους περιορισμούς και κάνουν τα πάντα για να τους ακυρώσουν με την επινοητικότητά τους.
Σιλβέστρος ο πολυμήχαν...
Τον Οχτώβρη του '81 φύγαμε από τη Βαλτινών. Πήγαμε στην Άλυος, πλάι στο Χίλτον. Άλλοτε το «πλησίον Χίλτον» ήτανε τίτλος «τιμής» για ένα σπίτι: αυτομάτως ανέβαζε την τιμή του. Ήτανε από τις κυριλέ περιοχές της Αθήνας. Όταν πήγαμε εμείς, είχε αρχίσει η υποβάθμιση. Έτσι το σπίτι που νοικιάσαμε ήτανε αρκετά μεγάλο, είχε ως και τραπεζαρία πλάι στην κουζίνα, ένα στενόμακρο μπαλκόνι μπροστά και μια σκεπαστή βεράντα στον ακάλυπτο - όπου εγκαταστάθηκαν άνετα οι γάτες μου - και, το κυριότερο, ήταν ακριβώς πίσω από τα γραφεία της εφημερίδας όπου δούλευα τότε. Εκεί, στο σπίτι της Άλυος, οι γάτες μου είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουνε όλα τους τα ταλέντα. Ιδιαίτερα ο δεύτερος Σιλβέστρος, που αναδείχτηκε σε μηχανικό της παρέας. Όσο για τη Γάτα, ολοκλήρωσε την προσωπικότητα της μητριάρχισσας.
Στην καινούργια εφημερίδα είχαν αλλάξει οι όροι της δουλειάς μου. Δεν ήταν πια όπως παλιά, που έγραφα τα κομμάτια μου στο σπίτι και έφευγα μόνο για να τα παραδώσω στην εφημερίδα. Τώρα είχα αναλάβει ρεπορτάζ, κι αυτό σήμαινε ότι έλειπα ατέλειωτες ώρες από το σπίτι. Δεν μπορούσα να αφήνω ασύδοτες τις γάτες, άλλωστε είχανε αρκετό χώρο στη διάθεση τους — την, άδεια ακόμη, τραπεζαρία και τη βεράντα πίσω, στον ακάλυπτο. Έκλεινα λοιπόν όλες τις άλλες πόρτες όταν έφευγα για να μην αφήνουνε τις τρίχες τους παντού, σε κρεβάτια, σε καθίσματα και στα κατσαρολικά μου.
Στην αρχή το καινούργιο περιβάλλον τα ξένισε τα γατιά. Τρυπώνανε όπου μπορούσανε και δύσκολα βγαίνανε απ' τους κρυψώνες τους. Κι όταν συνηθίσανε, πάλι περιορίζονταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου ήταν η δική τους εγκατάσταση. Πέρασε κανένας μήνας, κι ήμουνα ήσυχη. Έκλεινα τις πόρτες του καθιστικού και της κουζίνας όταν έφευγα, και τις έβρισκα κλειστές όταν γύριζα. Πρέπει να πω πως όλες οι πόρτες στο σπίτι της Άλυος ήτανε συρτές. Ένα βράδυ, γυρίζοντας εξουθενωμένη στο σπίτι, βρήκα μισάνοιχτη την πόρτα του καθιστικού και τα γατιά μου ξαπλωμένα με όλη τους την άνεση στον καναπέ. Είπα πως θα την άνοιξε ο Νίκος κι ήμουνα έτοιμη να τα βάλω μαζί του. «Όχι, εγώ δεν ήρθα καθόλου όσο έλειπες», με βεβαίωσε ο γιος μου. Ωραία, λοιπόν την είχαν ανοίξει οι γάτες μου. Δεν μου πήρε πολύ καιρό να βρω τον ένοχο. Τσάκωσα τον Σιλβέστρο να ανοίγει με δυο κινήσεις την πόρτα του καθιστικού, και με τρεις κινήσεις την πόρτα της κουζίνας.
Όσα οχυρωματικά έργα κι αν έκανα αποδείχτηκαν μάταια, κλειδί είχε μόνο η πόρτα της κουζίνας, μια ακόμη φορά υποτάχθηκα στη μοίρα που οι γάτες μου επιβάλλανε. Τουλάχιστον η κουζίνα ήταν ασφαλισμένη όσο έλειπα. Όταν όμως ήμουνα στο σπίτι, όταν είχα να μαγειρέψω, δεν έπαιρνα τόσο αυστηρά μέτρα. Ώσπου ανακάλυψα πως για τον Σιλβέστρο δεν υπήρχαν άπαρτα κάστρα. Όχι μόνο κατάφερνε να ανοίγει αθόρυβα την ξεκλείδωτη πόρτα, αλλά και τα ντουλάπια της κουζίνας. Αυτά πάλι κλείνανε με το είδος της σούστας που πιάνει στο κάτω μέρος. Κι ο μηχανικός Σιλβέστρος δεν άργησε ν' ανακαλύψει πως, βάζοντας το ποδαράκι του κάτω από την πόρτα και τραβώντας με λίγη δύναμη, τα ντουλάπια ανοίγανε κι οι γάτες αλωνίζανε. Γινότανε σωστή λεηλασία, ρύζια, μακαρόνια σκορπίζονταν, κι ας μην προσφέρονταν για φάγωμα, το ψωμί μεταβαλλόταν σε στοίβες από ψίχουλα, κι ας μην καταδέχονταν να φάνε σκέτο ψωμί αν τους το πρόσφερα εγώ.
Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήτανε να κλειδώνω την κουζίνα έστω κι αν ήτανε να απομακρυνθώ για λίγα λεπτά — πράγμα ανέφικτο. η να έχω συνεχώς το νου μου και να προλαβαίνω το κακό. Αυτή η λύση με έκανε να ανακαλύψω πόσο είχε προχωρήσει η μητριαρχική συμπεριφορά της Γάτας. Η οποία δεν έπαιρνε μέρος στις επιχειρήσεις, αλλά δεν αρνιόταν να επωφεληθεί απ' αυτές. Για να πούμε την αλήθεια, κάτι πρόσφερε κι αυτή: κρατούσε τσίλιες. Την έπιασα πολλές φορές να στέκεται έξω από την πόρτα, δήθεν αδιάφορη, όσο ο γατούλης άνοιγε κάποιο ντουλάπι. Κι αν τους τσάκωνα σ' αυτή την προπαρασκευαστική φάση, τότε εκτυλισσόταν μια πολύ ενδιαφέρουσα σκηνή. Καθώς τους έβαζα τις φωνές, η Γάτα… χιμούσε στον Σιλβέστρο και τον άρχιζε στις φάπες. Ρίχνοντας έτσι πάνω του όλες τις ευθύνες. Σαν να ήθελε να μου πει πως αυτή ήταν αθώα και πως όλα τα έκανε εκείνος. Ή μήπως τον τιμωρούσε γιατί πιάστηκε επ' αυτοφώρω; Αυτές οι γάτες μου! Ποτέ δεν έπαψαν να με ρίχνουν από έκπληξη σε έκπληξη.
Στην Άλυος πλήθυναν τα γκρίζα γατάκια. Κάθε δεύτερη γέννα είχαμε κι από ένα τέτοιο μικρό αριστούργημα. Γατάκια σαν χυμένα σε καθάριο ασήμι, άλλα πιο σκούρα κι άλλα σε απόχρωση πιο φωτεινή, άλλα με τρίχωμα φουντωτό σαν γατιά Άγκυρας κι άλλα με τρίχωμα λείο. Πολλά φιλικά σπίτια έχουν ακόμη δείγματα από κείνο το σπάνιο είδος. Σ' εμάς έχει μείνει ο Λέων, από τις τελευταίες γέννες της Γάτας. Ο πιο ωραίος γάτος που έχω δει ποτέ — κι ο πιο καταπιεσμένος.
Στην Άλυος μείναμε ως το 1986. Τότε μετακομίσαμε στου Ζωγράφου. Το σπίτι είναι αρκετά ευρύχωρο και φωτεινό, με μεγάλη βεράντα μπροστά, που γρήγορα γέμισε με γλάστρες, και δυο μικρά μπαλκόνια πίσω. Αντίθετα από την Άλυος, που το σπίτι σε καταδίκαζε στην εσωστρέφεια, αυτό σε κρατάει σε επαφή με τον έξω κόσμο. Από τη βεράντα βλέπεις όλα τα βουνά της Αττικής, τον Υμηττό νομίζεις πως έτσι κι απλώσεις το χέρι σου θα τον ακουμπήσεις, και τα πίσω μπαλκονάκια βλέπουνε στον Λυκαβηττό. Στο μπαλκόνι του δωματίου μου, στον ακάλυπτο, εγκαταστήσαμε τις γάτες. Ένα σπιτάκι (για σκύλους, αλλά γιατί όχι και για γάτες;), ένα μεγάλο πανέρι, το χώμα τους και γλάστρες με πάπυρο — που τρώνε τα φύλλα του με απόλαυση. Ιδιαίτερα η Γάτα που, όταν πρωτοείδε τη γλάστρα με τον πάπυρο, έκανε σαν μεθυσμένη. Τριβότανε στα φύλλα του, τα έγλειφε, λες και της θύμιζε τη μακρινή κοιτίδα της, την Αίγυπτο. Έχουνε και οι γάτες τις «ρίζες» τους. Ο δρόμος μας έχει και όνομα απολύτως ποιητικό. Ιπποκρήνης. Από την πηγή που ανάβλυσε όταν χτύπησε με το πόδι του τη γη του Ελικώνα ο διψασμένος Πήγασος και οι αρχαίοι την αφιέρωσαν στις Μούσες και στον Απόλλωνα και σ' όλους τους ποιητές, που αντλούσαν έμπνευση από το αγιασμένο νερό της, το «ένθεον ύδωρ» ή το «κρήνης νοήμονος ίππιον ύδωρ», όπου λούζονταν οι Μούσες. Γι' αυτό μ' αρέσει ο δρόμος μας που, κατά τα άλλα, είναι από τους χειρότερους δρόμους της περιοχής, στενός, ανηφορικός τόσο όσο να τον προτιμούν οι μηχανόβιοι για ν' αφήνουν ελεύθερη την εξάτμιση της μηχανής τους, και άνοδος για όλα σχεδόν τα αυτοκίνητα που πάνε στην Πολυτεχνειούπολη και στο νεκροταφείο. Όσοι κατοικούν στα χαμηλά διαμερίσματα δεινοπαθούν, και κάνανε πολλές διαμαρτυρίες και «καταλήψεις». Αλλά αυτά γίνονταν όταν ήταν στην εξουσία η κυβέρνηση της οκταετίας του '80. Με την επόμενη κυβέρνηση οι περισσότεροι βρέθηκαν φιλοκυβερνητικοί και σταμάτησαν οι διαμαρτυρίες.
Όταν ήρθαμε σ' αυτό το σπίτι, η γάτα είχε συμπληρώσει τα δέκα χρόνια της. Ήταν πια μεγάλη στην ηλικία, αλλά τίποτα δεν είχε αλλάξει ακόμη στη ζωή της και στη συμπεριφορά της. Φαίνεται όμως πως είχε δυσκολίες στον τοκετό, κι ο πρώτος που το κατάλαβε ήταν ο Σιλβέστρος. Ήταν οι μέρες της να γεννήσει, της είχα ετοιμάσει, όπως πάντα, την κούτα που θα δεχόταν τα νεογέννητα, όταν, ένα πρωί, είδα τον Σιλβέστρο να την κυνηγάει όπως έκανε την εποχή των ερώτων τους. «Παράξενο, αυτό δεν έχει ξαναγίνει», είπα. Λίγο αργότερα η Γάτα πήρε θέση στη φωλιά, κι ο Γατούλης βρισκότανε πάνω της, σε στάση που «προσποιότανε» — δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω — προσποιότανε τη στάση των ερώτων, μόνο που της πίεζε με δύναμη την κοιλιά από πάνω προς τα κάτω και με τα τέσσερα πόδια του. Κι η Γάτα όχι μόνο δεν τον απόδιωχνε, μα δεχόταν με προθυμία τις πιεστικές κινήσεις του. Σε λίγο αρχίσανε να βγαίνουν τα γατάκια.
Τότε κατάλαβα αυτό που ο Σιλβέστρος είχε καταλάβει από μόνος του, κι όχι μόνο το κατάλαβε αλλά έκανε αυτό που οι στιγμές απαιτούσαν. Πώς να μη ζηλεύεις αυτόν το δεσμό που έχουν τα ζώα με τη φύση, αυτόν τον αδιάλειπτο διάλογο μαζί της, που οι γάτες μου, μου έδειξαν πως δεν διακόπτεται ούτε κι όταν είναι έγκλειστες, απομονωμένες από τον κόσμο κι από τη φύση. Η φύση είναι μέσα τους ή, καλύτερα, οι ίδιες είναι μέρος της φύσης, κι όταν εγωιστικά τις κλείνουμε για να τις έχουμε κοντά μας, αυτές μας φέρνουν τη φύση μέσα στο σπίτι όπου εμείς είμαστε οι έγκλειστοι.
Από τότε ήξερα πια ότι σε λίγες ώρες θα γεννούσε η Γάτα. Με ειδοποιούσε ο «μαιευτήρας» που τη βοηθούσε στον τοκετό, ο δεύτερος Σιλβέστρος. Για να είμαστε όμως δίκαιοι με όλα τα ζώα κι όχι μόνο με τις γάτες — που στο κάτω κάτω θεωρούνται υψηλής νοημοσύνης — πρέπει να πούμε πως και ζώα με χαμηλότερο I.Q. κάνουν ό,τι και ο Σιλβέστρος. Μόνο που δεν είναι του αντίθετου φύλου. Αυτό έκαναν οι κοτούλες της μάνας μου. Ήτανε στο σπίτι της οδού Κουντουριώτου, στον Πειραιά, εκεί όπου παίχτηκε το δράμα της Ραμόνας. Στην αυλή υπήρχε κι ένα κοτέτσι, καλοχτισμένο, περιποιημένο. Η μανά μου πήρε τρεις τέσσερις κοτούλες, για να μου δίνει και κανένα φρέσκο αυγό. Πιστεύοντας πως η γονιμότητα των πουλερικών είναι ευθέως ανάλογη με την ποσότητα της τροφής, η μάνα μου τις παρατάιζε, τους έδινε ως και αποφάγια, ώσπου οι κότες της χοντρύνανε τόσο που δεν μπορούσανε να γεννήσουνε τα αυγά τους. Και τότε είδαμε με κατάπληξη τις άλλες κότες να ανεβαίνουνε στη ράχη της κάθε ετοιμόγεννης και να την πιέζουνε για να διευκολύνουνε την έξοδο του αυγού. Αρσενικό, όμως, να βοηθάει το θηλυκό ζώο στη γέννα δεν ξέρω αν είναι κάτι συνηθισμένο στο ζωικό βασίλειο.
Στο σπίτι της Ιπποκρήνης, με τη βοήθεια του Σιλβέστρου, γεννήθηκε κι ο Αραφάτ — έτσι τον βάφτισε η φίλη μου η Νίνα Κυβέλου που τον υιοθέτησε. Ήταν ένα από τα αριστουργήματα της Γάτας και του Σιλβέστρου. Τρίχωμα από καθαρό ασήμι, κι όλα τα χαρακτηριστικά γάτου Αγκύρας. Όσο μεγάλωνε μεγαλώνανε κι οι φούντες στα αυτιά του και φούντωνε η ουρά του τόσο που να μοιάζει με σκιουράκι. Η Νίνα κι ο Λάκης είχανε μια σκυλίτσα σπάνιελ, τη Νόρα. Όταν της πήγανε το γατάκι, η Νόρα τρελάθηκε από τη χαρά της. Το αγάπησε από την πρώτη στιγμή. Γίνανε αχώριστοι. Μαζί παίζανε, μαζί τρώγανε, μαζί κοιμούνταν στο ξύλινο σπιτάκι της. Στο εξοχικό των Κυβέλων, στα Βασιλικά, η Νόρα κι ο Αραφάτ περάσανε εκείνη τη χρονιά ένα ευτυχισμένο καλοκαίρι.
Ένα απογεματάκι πήγα να δω τους φίλους μου. Ο Αραφάτ κάθισε στην αγκαλιά μου, μα η Νόρα άλλα είχε στο νου της. Ήρθε κοντά μου, άρχισε να τρίβει το μουσούδι της στον Αραφάτ και να με κοιτάζει σαν να ήθελε να μου πει να της τον παραδώσω. Της τον έδωσα. Και τότε άρχισαν οι δυο τους να εκτελούνε μπροστά μου όλο το ρεπερτόριο των παιχνιδιών τους. Η Νόρα κυλούσε τον Αραφάτ σαν μπάλα, ο Αραφάτ πηδούσε πάνω της και της τραβούσε τ' αυτιά, η Νόρα τον έριχνε κάτω και τον σήκωνε από το σβέρκο όπως κάνουνε οι γάτες. Κι όταν εκτελέσανε όλα τα νούμερα τους, ήρθε κοντά μου η Νόρα και με κοίταζε στα μάτια σαν να ήθελε να εισπράξει το χειροκρότημα. «Αυτό δεν το έχουνε ξανακάνει», είπε η Νίνα με απορία. Καταλήξαμε πως η Νόρα είχε καταλάβει πως κάποια σχέση είχα με τον Αραφάτ και θέλησε να μου δείξει πόσο καλά περνούσανε οι δυο τους. Ίσως να ήταν έτσι. Ποιός να το ξέρει.
Το χειμώνα ο Αραφάτ πέθανε από εσωτερική αιμορραγία. Οι κακές γλώσσες είπανε πως αιτία ήταν μια κλοτσιά που του έδωσε ο Λάκης όταν κάτι έκλεψε. Κι αυτό κανείς δεν μπορεί να το βεβαιώσει. Σε λίγο καιρό εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και η Νόρα. Την είχε βγάλει, βράδυ, περίπατο ο Λάκης, στάθηκε να μιλήσει μ' ένα γείτονα του, και όταν αναζήτησε τη Νόρα δεν τη βρήκε πουθενά. Φαίνεται πως κάποιος την έκλεψε. Ήταν ωραίο ζώο κι από ράτσα. Τώρα πια έκλεισε ολότελα εκείνο το σπιτικό. Δεν ζει κανείς. Ούτε ο Λάκης ούτε η Νίνα.
Έλλη Παππά,«Σιλβέστρος ο πολυμήχανος», Βίος και έργα της γάτας της Σοφής, Κέδρος 2007, σ. 74-84
Μαξ ο Τυχερόγατος...
Στον κήπο μας Επικρατούσε Πατριαρχία, έκαναν κουμάντο δηλαδή μόνο γάτες: η μάνα-γάτα Νίνια που ’χε δύο μεγάλα τιγρέ παιδιά, τον Πιτσικώλη και το Μουστάκια, και η μάνα-γάτα Γκριζαμπέλα, που δεν ξέρω γιατί τη λέγανε μάνα, αφού δεν είχε παιδιά.
Πότε πότε πέρναγε απ’ τον κήπο κι ο Επίκουρος με δύο φίλους του, τον Τεφαρέλ και τον μπουρμπουλήθρα.
Προτού καταλάβω πως και γιατί, χάσαμε τη μία μου αδελφούλα, τη Μίου. Είπαν πως ήταν ασθενική. Κι έπειτα, μια μέρα χάσαμε και το Μουστάκια. Αυτός δεν ήταν ασθενικός, ήταν αρσενικός και γι’ αυτό τον ξεπάστρεψε ο Τεφαρέλ. Τον βρήκε μόνο του κάτω απ’ τη λεμονιά και του την έφερε, έτρεξε η Νίνια και η Γκριζαμπέλα, φουρίζοντας και νυχιάζοντας τον Τεφαρέλ, αλλά αυτός την είχε ήδη κάνει τη δουλειά. Από τότε εμάς τα μικρά και τον Πιτσικώλη δε μας αφήνουν ποτέ μόνα μας.
Με λένε Μαξ. Γεννήθηκα στην Αθήνα, σ’ ένα μικρό κήπο, πίσω από μια πολυκατοικία. Είχα άλλα τρία αδέλφια, ένα μαύρο και δύο παρδαλά. Μαμά μου ήταν η Ασχημούλα. Λέγανε πως πατέρας μου ήταν ο Επίκουρος, αλλά μπορείς ποτέ να ’σαι σίγουρος; Εκείνος ήταν ασπρόμαυρος, ενώ εγώ κοκκινόξανθος.
Κάθε μέρα πριν νυχτώσει ερχόταν στον κήπο η Γεωργία. Η Γεωργία δεν ήταν γάτα, ήταν κοπέλα και είχε πολύ γλυκιά φωνή.
Έφερνε φαγητό σε όλους μας. «Γεια σας παιδιά, τί γίνεστε, πώς τα περάσατε σήμερα;» φώναζε κι άδειαζε στα πιατάκια μας κονσέρβες, τραγανιστές κροκέτες και ρύζι. Τ’ αδέλφια μου, το Νιαούρι κι η Πίου, ακόμα κι εγώ, τη φοβόμασταν τη Γεωργία και περιμέναμε να φύγει για να τρέξουμε στο φαγητό. Εκείνη μιλούσε γλυκά σ’ όλους μας, αλλά νομίζω πως πιο πολύ συμπαθούσε τη Νίνια.
«Καλό μου κορίτσι» της έλεγε «μην αρχίσεις πάλι τα ξεπορτίσμαα και τους έρωτες. Δε θέλουμε άλλα μωρά εδώ πέρα».
Η Νίνια έκανε πως την άκουγε, αλλά μόλις η Γεωργία έφευγε, άρχιζε να κυλιέται και «να κάνει σώμα» μπρος στον Επίκουρο και τους φίλους του.
Ο καιρός περνούσε κι εμείς μεγαλώναμε. Δε βυζαίναμε πια τόσο συχνά τη φουκαριάρα τη μάνα μας. Αρχίσαμε να τριγυρίζουμε στον κήπο, να μυρίζουμε τα φυτά, να κυνηγάμε μαμούνια, να τα πιάνουμε με τα πατούνια μας και να τα τρώμε.
Όταν δεν κοιμόμουνα ακουμπισμένος στην κοιλιά της μάνας μας, έπαιζα με τ’ αδέλφια μου ή καθόμουνα ξαπλωμένος ανάσκελα, με τα πόδια μαζεμένα και την ουρά απλωμένη.
Ένα βράδυ ακούσαμε βροντές και είδαμε αστραπές. Σε λίγο άρχισε να βρέχει. Τρέξαμε όλοι κάτω από τον κισσό που ήταν πυκνός, αλλά παρ’ όλα αυτά γίναμε μούσκεμα. Η γούνα μου πότισε, άρχισα να κρυώνω και να φταρνίζομαι. Οι άλλοι τη γλίτωσαν, εγώ όμως κρυολόγησα. Το πρωί ήμουνα χάλια. Η Ασχημούλα με έγλειφε και με έπλενε, δε γινόταν όμως τίποτα. Δεν είχα όρεξη ούτε να παίξω, ούτε να φάω.
Όταν ήρθε η Γεωργία να μας ταΐσει, την πλησίασα για πρώτη φορά και την άφησα να με χαϊδέψει. Μου έβαλε φαγητό στο πιατάκι, αλλά εγώ ούτε που το μύρισα. «Τί έχεις δύστυχο;» μου είπε. «Είσαι άρρωστο;» και συνέχισε να με χαϊδεύει, ενώ εγώ νιαούριζα και τέντωνα τη ράχη μου. Τότε η Γεωργία έφυγε τρέχοντας απ’ τον κήπο, φωνάζοντας: «Περίμενε, θα γυρίσω».
Πράγματι, σε λίγο γύρισε και με πήρε στην αγκαλιά της. Μου έδωσε να μυρίσω κάτι που κρατούσε, λέγοντάς μου: «Φα’ το, θα σου κάνει καλό!» Εγώ δεν είχα όρεξη, αλλά επειδή ήταν τόσο καλή μαζί μου, το έφαγα. Ήταν λίγο πικρό, τί να ‘κανα όμως;
Την άλλη μέρα ήμουνα καλύτερα και πείναγα, δεν υπήρχε όμως φαγητό. Πήγα να βυζάξω την Ασχημούλα, αλλά δεν είχε όρεξη και με έστειλε να παίξω.
Το απόγευμα που ξανάρθε η Γεωργία, έτρεξα κοντά της κι εκείνη, αφού με χάιδεψε, μου έβαλε να φάω μόνο μου. Παρόλο που πείναγα πολύ, μασούλαγα αργά τις κροκέτες ψαριού, για να παρατείνω την απόλαυση.
Όταν τέλειωσα, η Γεωργία με πήρε στην αγκαλιά της λέγοντας: «Για να δούμε, είσαι αγόρι η κορίτσι; Α, ώστε είσαι αγοράκι. Θέλεις να ’ρθεις σπίτι μου, να κάνεις παρέα στο Μαγουλούδικο;»
Εγώ τότε άρχισα να ρουρονίζω και να τη ζυμώνω με τα πατούνια μου. Ε, αυτό ήταν. Με πήρε απ’ τον κήπο και με πήγε σπίτι της. τότε απέκτησα κι όνομα. Όλοι άρχισαν να με φωνάζουν Μαξ.
Αφού μου βούρτσισε τη γούνα και μου έδωσε να φάω μια νόστιμη κονσέρβα, η Γεωργία είπε πως είχε έρθει η ώρα να γνωρίσω το Μαγουλούδικο. Ξεκίνησε για το δωμάτιό της κι εγώ έτρεξα ξοπίσω της.
Ξαφνικά όμως σταμάτησα τρομαγμένος, γιατί είδα ένα κοκκινόξανθο γατάκι.
Πλησίασα να το μυρίσω. Το ίδιο έκανε κι εκείνο. Τον φούρισα. Μου φούρισε κι αυτό.
Τότε εμφανίστηκε η Γεωργία και μου είπε, γελώντας και χαϊδεύοντάς με: «Αυτός είναι καθρέφτης Μαξ. Βλέπεις τον εαυτό σου. Είδες πόσο όμορφος είσαι;» Πράγματι, ήμουν πεντάμορφος. Η γούνα μου ήταν φουντωτή, τα μάτια μου πράσινα, τα χέρια και τα πόδια μου ολόλευκα.
Έπειτα η Γεωργία άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και είδα μια τεράστια, παρδαλή γάτα. Καθόταν ακίνητη σ’ ένα μεγάλο κρεβάτι και με κάρφωνε με τα μεγάλα, χρυσά μάτια της. Εγώ φοβήθηκα και πήγα να φύγω αλλά με πρόλαβε η Γεωργία.
Με πήρε αγκαλιά και πλησιάσαμε τη γάτα. «Αυτή είναι η Τζουντίτα Μαγουλούδικου» μου είπε.
«Τζουντίτα, από δω ο Μαξ», πρόσθεσε και με ακούμπησε στο κρεβάτι.
Η Τζουντίτα σηκώθηκε, τεντώθηκε, νιαούρισε μελωδικά και πλησίασε να με μυρίσει. Με μύρισε κάτω απ’ την ουρά, με μύρισε στ’ αυτά και μετά με φίλησε στη μύτη. «Νιάου, Μαξ» μου είπε. Σίγουρα θα τα πάμε καλά.
Εγώ είχα καταπιεί τη γλώσσα μου. Ήθελα να τη μυρίσω και να τη φιλήσω, αλλά ντρεπόμουνα. Δίπλα στην Τζουντίτα ήμουνα μια σταλιά.
«Νιάουουουου» ξεστόμισα τελικά, και το Μαγουλούδικο έκλεισε τ’ αυτά του με τα μπροστινά του πατουνάκια.
«Καημένε Μαξ!» είπε.
«Νιαουρίζεις φρικτά». Εγώ ντράπηκα ακόμα περισσότερο, πήδηξα απ’ το κρεβάτι και χώθηκα ανάμεσα στα πόδια της Γεωργίας. Η Τζουντίτα έτρεξε αμέσως δίπλα μου κι άρχισε να με γλείφει, μιλώντας μου γλυκά. Από εκείνη τη στιγμή γίναμε αχώριστοι.
Τα πρωινά, όταν είχε ήλιο, τα περνούσαμε στο μπαλκόνι ξαπλωμένοι ανάσκελα, με τις ζεστές ακτίνες πάνω στην κοιλιά μας. Όταν έκανε κρύο καθόμασταν στο περβάζι του παραθύρου και μιλούσαμε ή λαγοκοιμόμασταν.
Εγώ μάθαινα στην Τζουντίτα πως να κυνηγάει μαμούνια κι αυτή μου ‘δειχνε πως να σκαρφαλώνω στο φίκο και στα άλλα φυτά του μπαλκονιού. Υποψιάζομαι ότι η Γεωργία γινόταν έξαλλη με τα καμώματά μας γιατί μας μάλωνε, αλλά ύστερα από λίγο τα ξέχναγε, κι όλα ξαναγίνονταν μέλι-γάλα.
Τα βράδια κοιμόμασταν και οι τρεις στο μεγάλο κρεβάτι της Γεωργίας. Πλέναμε τα πατούνια μας, κουρνιάζαμε σαν κλωσσόπουλα, κλείναμε τα μάτια μας κι αρχίζαμε να γουργουρίζουμε. Δεν έχω ακούσει γάτα να γουργουρίζει τόσο δυνατά όσο το Μαγουλούδικο.
Οι γάτες του κήπου γουργούριζαν, αλλά δεν τις άκουγες. Έπρεπε να ακουμπάς στην κοιλιά τους για να το αισθανθείς.
Μια μέρα καθώς λιαζόμασταν στο μπαλκόνι, ακούσαμε ένα δυνατό νιαούρισμα απ’ το διπλανό διαμέρισμα. Έτρεξα αμέσως κοντά στα κάγκελα και είδα μια μεγαλόσωμη, μαλλιαρή, γκρίζα γάτα, με στρογγυλά κίτρινα μάτια.
«Νιάου, είμαι ο Μαξ» τη χαιρέτησα. Αυτή τότε γύρισε, με κοίταξε με κακία και έκανε χου…ου…ου. Γύρισα πικραμένος κοντά στην Τζουντίτα κι αυτή μου είπε: «Μη σπαταλάς το χρόνο σου με το φουφούνι. Αυτή η γάτα είναι κακού χαρακτήρος. Κάθεται στο μπαλκόνι και περιμένει να δει κανένα ζώο για να τον φουρίσει ή να κιαλάρει κανένα πουλί για να το κυνηγήσει».
Πότε πότε νοσταλγούσα την Ασχημούλα, τα αδελφάκια μου την Πίου και το Νιαούρι, και τα άλλα γατιά του κήπου. Ανησυχούσα μήπως κρύωναν ή δεν είχαν χορτάσει, σκεφτόμουνα πόσο τυχερός ήμουν εγώ κι αναρωτιόμουνα αν όλα ήταν ένα όνειρο που σύντομα θα τέλειωνε. Τότε μελαγχολούσα. Η Γεωργία όμως με καθησύχαζε και η Τζουντίτα με έγλειφε και με ηρεμούσε.
Και μια μέρα μου διηγήθηκε την ιστορία του πρίγκιπα Άριελ, ενός άσπρου γάτου που τώρα πια ήταν φαντασματάκι.
«Ο Άριελ ήταν ο πρώτος γάτος της Γεωργίας. Ήταν όμορφος, έξυπνος, ανεξάρτητος και αγαπητός. Όταν ήταν μικρός, η Γεωργία τον κρατούσε συνέχεια αγκαλιά, για να μη λερώνονται τα ροζ πατούνια του. Ήταν τόσο δεμένοι μεταξύ τους, που, όταν η Γεωργία έβγαινε για δουλειές, αυτός την περίμενε πίσω από την πόρτα κι αρνιόταν να φάει οτιδήποτε μέχρι να τη δει. Τα βράδια ξάπλωνε πάνω στην κοιλιά της, ακουμπούσε τα μπροστινά του πόδια στο στήθος της, την κοίταζε με τα υπέροχα πράσινα μάτια του και τη ζύμωνε μέχρι να κοιμηθεί.
Η αγάπη τους ήταν μεγάλη. Η Γεωργία πάντα ρωτούσε τη γνώμη του πριν πάρει κάποια σπουδαία απόφαση και δεν έφευγε από κοντά του όταν ήταν αδιάθετος. Όταν η Γεωργία με υιοθέτησε και με έφερε στο σπίτι, φοβήθηκα ότι δε θα τα κατάφερνα να γίνω ισότιμο μέλος της οικογένειας.
Είχα όμως άδικο.
Ο Άριελ στην αρχή ήταν δύσπιστος απέναντί μου, αλλά σύντομα με αποδέχτηκε και γρήγορα γίναμε φίλοι, όταν σιγουρεύτηκε ότι ήμουν ένα γατάκι γλυκό και καλό. Με τον καιρό, μάλιστα, αποκτήσαμε τέτοια οικειότητα, που με άφηνε να τον μασάω την ουρά να του δαγκώνω τα αυτιά, να του δίνω πατουσιές στο πρόσωπο. Μου έλεγε τότε:
Γατάκι μου μικρό
Να ’ξερες πόσο σ’ αγαπώ!
Κι εγώ απαντούσα:
Άριελ, πρίγκιπά μου
Μη φύγεις ποτέ από κοντά μου!
«Αλλά, δυστυχώς ο Άριελ αρρώστησε, αδυνάτισε, έχασε το κέφι του και κάποια μέρα έφυγε από κοντά μας. Η λύπη της Γεωργίας ήταν αβάσταχτη. Και η δική μου δεν πήγαινε πίσω. Έτσι χάρηκα αφάνταστα, Μαξ, όταν ήρθες στο σπίτι. Το ξέρω κι εγώ, όπως και η Γεωργία, ότι εσύ δεν είσαι ο Άριελ, αλλά σ’ αγαπάμε και οι δύο γι’ αυτό που είσαι».
Αυτή ήταν η ιστορία που μου διηγήθηκε το Μαγουλούδικο.
Το ίδιο βράδυ, καθώς ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι κι έπλενα τα πατούνια μου, κατάλαβα πόσο ευτυχισμένος ήμουν.
Η Τζουντίτα κοιμόταν λίγο πιο πέρα, ενώ η Γεωργία διάβαζε ένα βιβλίο, ακουμπισμένη στα μαξιλάρια. Σηκώθηκα, τεντώθηκα και κάθισα στην κοιλιά της, βάζοντας τα μπροστινά μου ποδαράκια στο στήθος της.
Όταν εκείνη σήκωσε το βλέμμα της από το βιβλίο, με κοίταξε και μου χαμογέλασε, είπα στον εαυτό μου: «Μαξ, βρήκες το νόημα της ζωής».
Αργυρώ Πιπίνη – Μαρία Μπαχά (εικονογράφηση), Μαξ ο Τυχερόγατος, Αθήνα, Μεταίχμιο
Ο Γάτος Κρου...
Οι άλλοι λένε μιάο,
νιάου, ρνιάρρ,
αυτός κάνει μόνο: "κρού".
Έναν ήχο σαν λυγμό, σαν κρώξιμο
μοναχικού πουλιού.
Είναι μοναχικός.
Θύμα της κακής αγάπης.
-Ωραία τα γατάκια μικρά, μα, σαν μεγαλώσουν…
Ετσι ο Κρού έμεινε ορφανός.
Οι άλλοι ζητιανεύουν φαΐ
αυτός, σπίτι.
Μπαίνει αθόρυβα, κρύβεται
κι όταν πλησιάζεις κάνει πως δεν υπάρχει.
"Δεν υπάρχω-δεν υπάρχω", λέει μέσα του
και κλείνει σφιχτά τα μάτια, να μην τον δεις.
Να μείνει στο σπίτι.
Στο σπίτι.
Είδα το Χαμένο Παράδεισο,
ένιωσα τη Νοσταλγία του Γυρισμού
στην αγωνία του Κρού
κάτω από τον καναπέ,
στην κραυγή του Κρού
όταν τον διώχνουν,
στη λαχτάρα του Κρού
όταν κοιτάει
το σπίτι.Το Γατσατσόνι...
Τι ήταν, τι πέρασε μέσα στο χιόνι;
Έφυγε-χάθηκε: το Γατσατσόνι!Με τι ταχύτητα φεύγει, σιμώνει,
γρήγορο, αθόρυβο: το Γατσατσόνι.Λείπει το κόκαλο, πάει το πλεμόνι;
Ήταν-δεν ήτανε το Γατσατσόνι.Γκρίζα πατήματα στ' άσπρο σεντόνι,
σίγουρα, σίγουρα το Γατσατσόνι.Αχνός στο σούρουπο όταν νυχτώνει,
άπιαστο-ανίδωτο: το Γατσατσόνι!Ανεμοστρόβιλος, σύννεφο, σκόνη,
το Γατσατσόνι, το Γατσατσόνι!
Μετάβαση στο σημείο: Περιοχή Χίλτον- Ζωγράφου