Αθήνα
Πόλη εγκλεισμού
Συγκρότηση ενότητας: Βαγγέλης ΙντζίδηςΦυλακές Αβέρωφ Φυλακές Αβέρωφ
Οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στη μετεμφυλιακή Ελλάδα δημιούργησαν ένα πλέγμα κοινωνικών συνθηκών εγκλεισμού. Η ελευθερία έκφρασης και ειδικότερα η ελευθερία στην πολιτική συμμετοχή ήταν περιορισμένη. Οι πολιτικές διώξεις της περιόδου αυτής ήταν πυκνές ώστε ο φόβος και η ανασφάλεια να βιώνονται ως κανονικότητα ενώ η ελευθερία ως ένα εύθραστο όνειρο.
Αποφυλάκιση (διήγημα)...
Αυτός ο άνθρωπος με τη βαλίτσα στο χέρι, που για μια στιγμή ζωγραφίζεται στην κάσα της πόρτας, είναι από κείνους που επέζησαν, είναι από κείνους τους λίγους, που σώθηκαν απ' τη φωτιά και το σίδερο, απ’ τη φωτιά του τσιμέντου, απ' το σίδερο της φυλακής, που τον τριγύριζαν χρόνια.
Τώρα η αμπάρα του θαλάμου έπεσε κάθετα, το κιγκλίδωμα της ακτίνας είναι ξεκλείδωτο όσο να περάσει αυτός ο άνθρωπος με τη βαλίτσα στο χέρι, η τελευταία πόρτα της φυλακής άνοιξε για τον άνθρωπο που έβγαινε ζωγραφίζοντας για μια στιγμή τη σιλουέτα του στην κάσα της πόρτας.
Ήταν ένα μικρό βήμα από το τσιμέντο στο χώμα που μύριζε απόβροχο, χινοπωρινό απόβροχο μέσα στο απόγευμα. Από το τσιμέντο στο χώμα περνώντας μέσα απ' την κάσα. Δεν ήταν το τελευταίο βήμα στο τσιμέντο, δεν ήταν το πρώτο βήμα στο χώμα, δεν ήταν ένα κοινό βήμα μέσα σ' εκατομμύρια βήματα. Ήταν ένα ανεπανάληπτο βήμα απ' το τσιμέντο στο χώμα, από τη φυλακή στη ζωή.
Ταλαντεύτηκε λίγο, το γόνατο του τρεμούλιασε πριν πατήσει στο χώμα, δίστασε πριν κάνει εκείνο το μοναδικό, το ανεπανάληπτο βήμα, ένας γάντζος σα να τον κράταγε πίσω του, σα να στένευε η πόρτα, η κάσα της πόρτας, τα ξύλα της κάσας σα να κόλλαγαν πάνω του, να τον κλείνανε μέσα τους, σα να θέλανε να ’ρθουν μαζί του.
Ένα πόδι μετέωρο ανάμεσα ζωής και θανάτου, μια στιγμή ανεπανάληπτη με το αποφυλακιστήριο στην τσέπη, τη βαλίτσα στο χέρι, η στιγμή που ανάπλαθε χρόνια, η στιγμή που πρόσμενε χρόνια, η στιγμή με το αποφυλακιστήριο στην τσέπη.
Ένα πόδι μετέωρο, ένας γάντζος που τον τραβάει απ’ τη ζώνη, τα ξύλα της κάσας που κόλλησαν πάνω του σε σχήμα φέρετρου, ένα βήμα ανεκπλήρωτο, ένα «στοπ» τη στιγμή που μύρισε το χωμάτινο δρόμο τ’ απόβροχου μέσα στο απόγευμα, ένα «στοπ». «Γύρνα πίσω. Ερευνήστε ξανά τη βαλίτσα. Ερευνήστε καλά, είναι μια βαλίτσα με διπλό τοίχωμα που χρησιμοποιείται για κρύπτη. Υπάρχει πληροφορία, αρχιφύλακα. Συγκεκριμένη καταγγελία. Αυτός ο άνθρωπος με τη βαλίτσα μεταφέρει στο κόμμα ένα μήνυμα. Ερευνήστε καλά. Νά το, το δεύτερο τοίχωμα. Νά το, το μήνυμα. Να μη φύγει. θα του απαγγελθεί κατηγορία».
Πήγε στην αποθήκη και χρεώθηκε στρώμα και καραβάνα. Την τέταρτη καραβάνα της φυλακής του. Τις άλλες τρεις τις είχε τρυπήσει.
Μάριος Χάκκας, «Αποφυλάκιση», Τυφεκιοφόρος του εχθρού, Αθήνα, Κέδρος, 131993 σ. 78-79.
ΕΘΝΟΣ, Πίσω από τα κάγ...
Εξήντα χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, μια έρευνα εξετάζει την πορεία των παιδιών που μεγάλωσαν στο επίκεντρο της σύγκρουσης
Η Μαντώ Νταλιάνη Καραμπατζάκη για τη διατριβή της βασίστηκε στις περιπτώσεις 120 μητέρων και των 167 παιδιών τους, εκ των οποίων 95 ήταν στη φυλακή
Εξήντα χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, ένα βιβλίο έρχεται να σπάσει την παρατεταμένη σιωπή γύρω από ένα θέμα που καίει: Τα παιδιά των φυλακών, σημερινοί εξηντάρηδες και εξηνταπεντάρηδες.
Τι απέγιναν τα παιδιά που γεννήθηκαν στις φοβερές φυλακές Αβέρωφ ή έζησαν μέσα σ’ αυτές, μαζί με τις αντάρτισσες μανάδες τους, βιώνοντας ό,τι μπορεί να τραυματίσει την ψυχική υγεία τους; Τι θυμούνται, πώς βίωσαν τον αποχωρισμό όταν βίαια τα απομάκρυναν από τις μητέρες τους, προς φρονηματισμό τους, για να μεγαλώσουν σε παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, σε συγγενικές ή ανάδοχες οικογένειες; Ο πατέρας στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν αγνοούμενος, εκτελεσμένος ή φυλακισμένος; Πώς λειτούργησε η επανασύνδεση μαζί τους (αν υπήρξε); Πώς εν τέλει διαχειρίστηκαν τα πιο ακραία τραύματα της παιδικής ηλικίας, μεγάλοι πια, σε μια μετεμφυλιακή περίοδο όπου οι μισοί Ελληνες θεωρούνταν εχθροί;
Το «σκάλισμα» των πληγών ανέλαβε η Μαντώ Νταλιάνη-Καραμπατζάκη, κρατούμενη και η ίδια στις φυλακές Αβέρωφ (1949-1950), όπου πρόσφερε φροντίδα ως παιδίατρος σε παιδιά και μητέρες. Τότε συγκέντρωσε το πρώτο υλικό, το οποίο την οδήγησε αργότερα, ως παιδοψυχίατρος στη Σουηδία (όπου πέθανε το 1996), να μελετήσει τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των πολλαπλών τραυμάτων της παιδικής ψυχής τους. Για λογαριασμό της διατριβής της (Ινστιτούτο Καρολίνσκα, Στοκχόλμη), συνάντησε ξανά τα παιδιά, μαζί με τις μητέρες τους (όσες ζούσαν), ενήλικοι πια, 30-35 ετών, στη δεκαετία του 1980, όταν είχε επέλθει η αποποινικοποίηση της αριστερής δράσης. Η διατριβή, η οποία μεταφράστηκε τώρα στα Ελληνικά, βασίστηκε στις περιπτώσεις 120 μητέρων και των 167 παιδιών τους, εκ των οποίων 95 ήταν στη φυλακή.
Από τις τραγικές αυτές οικογενειακές ιστορίες η Νταλιάνη ξεχώρισε είκοσι προς δημοσίευση. Είναι ιστορίες συγκλονιστικές, που αναπτύσσονται αφού πρώτα η μελετήτρια περιγράφει, εκτός από τα μεθοδολογικά εργαλεία της, το ιστορικό πλαίσιο της εποχής και τις εξευτελιστικές συνθήκες στις φυλακές Αβέρωφ, τις οποίες ο επιμελητής Ι. Τσιάντης χαρακτηρίζει «ελληνικό Αουσβιτς». «Μητέρα και παιδί, ή δύο παιδιά μαζί, μοιράζονταν ένα ράντζο, το οποίο λειτουργούσε ως οικία και καταλάμβανε λιγότερο από 2 τετραγωνικά μέτρα». Μετά την αποφυλάκιση, τα δύο τρίτα των παιδιών ανατράφηκαν από τη μητέρα, μόνη της. Εκείνα που μεγάλωσαν στις παιδουπόλεις βρέθηκαν στο έλεος της φανατικής κατήχησης και της εχθρότητας εναντίον των γονιών και των ιδανικών τους.
Σε ποιο συμπέρασμα κατέληξε η Νταλιάνη; Στην πλειονότητά τους αυτά τα «υψηλού κινδύνου» παιδιά «επέτυχαν καλή ψυχοκοινωνική προσαρμογή». «Φαίνονται καλά προσαρμοσμένα στην κοινωνία, όσον αφορά στην εκπαίδευσή τους, όπως και στην επαγγελματική και οικογενειακή τους κατάσταση», γράφει, αφήνοντας μετέωρο το «πώς».
Η θετική έκβαση της έρευνας, παρά την αρχική αρνητική πρόβλεψη, εγείρει τις αντιρρήσεις των επιμελητών. Ο Ι. Τσιάντης επισημαίνει τη διάσταση «της μοναξιάς των παιδιών που έχουν βιώσει συνθήκες πολέμου, αποχωρισμού, ζωής στο ίδρυμα» που δεν διερευνήθηκε. Της «απέραντης μοναξιάς που εκφραζόταν με τα βουβά κλάματα». Οι συνέπειες του τραύματος, προσθέτει ο αναπληρωτής καθηγητής Παιδοψυχιατρικής, μπορεί να εμφανιστούν και μετά τα τριάντα.
Η έρευνα δεν μας πληροφορεί, κατά τον Δημήτρη Πλουμπίδη, αναπληρωτή καθηγητή Ψυχιατρικής, «για τη βαθύτερη πορεία των παιδιών, τον βουβό πόνο και τους ιδιαίτερους ψυχικούς δρόμους που ακολούθησαν». Η κοινωνική επιτυχία αποτελεί «δείκτη ενός ψυχισμού που κατάφερε να επουλώσει τις πληγές του και να «χτίσει» καινούργιες ισορροπίες, αλλά δεν επιτρέπει την υποτίμηση του βάρους των ψυχοτραυματισμών». Ωστόσο, η έρευνα της Νταλιάνη είναι μοναδική και πολύτιμη - προστίθεται στα λίγα, κυρίως λογοτεχνικά, βιβλία των τελευταίων ετών, για τα παιδιά του Εμφυλίου, αλλά και στη διεθνή βιβλιογραφία για τα παιδιά του Β’ Παγκοσμίου, του Ολοκαυτώματος και του Ισπανικού Εμφυλίου.
Η Τζένη (ψευδώνυμο) εκτέθηκε σε συνεχείς τραυματικές εμπειρίες από την κύηση έως την εφηβεία. Η μητέρα της ήταν άγαμη και ο πατέρας της πολιτικός κρατούμενος. Ενάμισι έτους την άφησε η γιαγιά της στην είσοδο της Αστυνομίας σαν άσκηση πίεσης για να αφήσουν ελεύθερη τη μητέρα της. «Σερνάμενη στα τέσσερα προσπάθησα να την ακολουθήσω, αλλά είχε φύγει», λέει, καθηγήτρια πλέον.
Στις φυλακές Αβέρωφ υπήρξε μάρτυρας της δίκης της μητέρας της, η οποία μαζί με άλλες δύο γυναίκες καταδικάστηκαν σε θάνατο (αποφυλακίστηκε το 1951). «Ο δικηγόρος μού είχε πει να μιλήσω στον δικαστή και το έκανα». Εμεινε απομονωμένη μαζί με τη μητέρα της και τις δύο άλλες γυναίκες, στην αίθουσα επισκεπτηρίου με τα σιδερένια κάγκελα…, περιμένοντας την εκτέλεση. «Ενα νεαρό κορίτσι ετοιμάζεται για την εκτέλεσή του. Χτενίζει τα μακριά μαλλιά της τα δένει με δύο κορδέλες…», θυμάται.
«ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 1946-1949, ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΕΝΗΛΙΚΕΣ» ΜΑΝΤΩ ΝΤΑΛΙΑΝΗ-ΚΑΡΑΜΠΑΤΖΑΚΗ
Μελέτη - Μετάφραση: Κώστας Ζερβός
Επιμέλεια: Ιωάννης Τσιάντης, Δημήτρης Πλουμπίδης
Εκδόσεις: Μουσείου Μπενάκη, Εταιρείας Ψυχικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου, και της Σχολής Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου
Σελίδες: 604Δήμητρα Ρουμπούλα dirouboula@pegasus.gr
Δήμητρα Ρουμπούλα, Κριτική: «Πίσω από τα κάγκελα των φυλακών Αβέρωφ…», εφ. Έθνος, 13/03/2010.
Σημειωματάριο ιδεών: ...
Το σπουδαίο βιβλίο της Χάνα Αρεντ «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ. Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού» κυκλοφόρησε πρόσφατα στη γλώσσα μας (εκδόσεις «Νησίδες», μετάφραση: Βασίλης Τομανάς).
Ας θυμηθούμε τα γεγονότα: Τον Μάιο του 1960, ο Αντολφ Αϊχμαν, πρώην αξιωματούχος του Γ' Ράιχ, συλλαμβάνεται από ισραηλινούς πράκτορες στην Αργεντινή, όπου είχε καταφύγει, και οδηγείται στο Ισραήλ.
Η κύρια ευθύνη του Αϊχμαν στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος ήταν η οργάνωση της μεταφοράς εκατομμυρίων Εβραίων από όλη την Ευρώπη προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης - ένα «καθήκον» που το εκπλήρωσε με ιδιαίτερο ζήλο και αποτελεσματικότητα. Η δίκη του Αϊχμαν θα διαρκέσει από τις 11 Απριλίου ώς τις 14 Αυγούστου του 1961. Η γερμανοεβραία φιλόσοφος Χάνα Αρεντ παρακολούθησε όλη τη διαδικασία της δίκης ως απεσταλμένη της αμερικανικής εφημερίδας «New Yorker».
Η Αρεντ διαπίστωσε ότι ο Αϊχμαν δεν ήταν από την αρχή ένας κακός και σκληρός εγκληματίας ή ένας παρανοϊκός δολοφόνος. Και το πιο τρομερό ήταν ακριβώς αυτό, το ότι δηλαδή επρόκειτο για ένα κοινό και συνηθισμένο πρόσωπο, το οποίο τις περισσότερες φορές ήταν ανίκανο να σκεφτεί το βαθύτερο νόημα των ενεργειών του, να σταθεί και να αναρωτηθεί τι ήταν αυτό που έκανε.
Ο Αϊχμαν δεν σκεφτόταν και σε αυτό έμοιαζε με τους περισσότερους από μας τους κοινούς ανθρώπους, που ενεργούμε πολύ συχνά χωρίς βαθύτερη σκέψη, υπό την πίεση των περιστάσεων, υποκινημένοι από τη συνήθεια ή τη επίδραση του περιβάλλοντος ή από κάποια «μηχανική» ώθηση.
Αυτός ο ναζί γραφειοκράτης ήταν η ζωντανή επιβεβαίωση ότι το κακό μπορούσε να γίνει «κοινότοπο», να διαπραχθεί δηλαδή από κοινούς και συνηθισμένους ανθρώπους.
Ο Αϊχμαν διέπραξε ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, αλλά η ιδιαιτερότητα αυτού του μεγάλου κακού είναι το ότι διαπράχθηκε στο πλαίσιο του ναζιστικού καθεστώτος. Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα συλλογικό έγκλημα, στη διάπραξη του οποίου εμπλέκεται ένας πολύ μεγάλος αριθμός δραστών με διαφορετικό βαθμό ευθύνης και ενοχής. Επρόκειτο επίσης για ένα κρατικό έγκλημα. Στις συνήθειες του ολοκληρωτικού ναζιστικού καθεστώτος, αυτοί που εφάρμοζαν το νόμο ήταν πολύ πιο επικίνδυνοι από εκείνους που τον παραβίαζαν. Αυτός ο νέος τύπος του κρατικού εγκλήματος αναδείκνυε και ένα νέο τύπο εγκληματία. Τα κίνητρα του Αϊχμαν δεν διέφεραν από εκείνα ενός μεγάλου μέρους της γερμανικής κοινωνίας.
Το κυριότερο κίνητρό του ήταν η επιθυμία του για επαγγελματική άνοδο και επιτυχία. Αλλά η διαπίστωση αυτού του κομφορμισμού δεν αρκεί. Το δυσεπίλυτο αίνιγμα είναι να κατανοήσουμε το πώς ένας άνθρωπος που ήταν τέλεια πληροφορημένος για το αποτέλεσμα της «εργασίας» του -γνώριζε ότι οι Εβραίοι οδηγούνται στην εξόντωση- μπορούσε να αποσυνδέει τόσο αυτήν την «εργασία» από το αποτέλεσμά της, ώστε να μη νιώθει καμία τύψη γι' αυτό που διέπραξε.
Στον Αϊχμαν η απουσία της συμπόνιας συμβάδιζε με την απουσία της σκέψης και την έλλειψη φαντασίας. Πώς μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο που δρα ως υπάκουος υπάλληλος μιας εξουσίας, της οποίας οι διαταγές είναι εγκληματικές, και που χάνει βαθμιαία την ικανότητα να κρίνει και να ξεχωρίζει το καλό από το κακό;
Η καταστροφικής επίθεση του ναζισμού στον ανθρώπινο πολιτισμό δεν εκφράστηκε μόνο με το γεγονός ότι αυθεντικοί και μεγάλοι εγκληματίες κατέλαβαν τις ηγετικές θέσεις της εξουσίας, αλλά και με το ότι το ναζιστικό καθεστώς οδήγησε τους απλούς και συνηθισμένους ανθρώπους να αποδεχθούν τα κρατικά εγκλήματα -ή και να συμμετάσχουν σε αυτά- χωρίς να θεωρούν ότι πρόκειται για κάτι κακό, στο βαθμό που η διάπραξή τους εμφανιζόταν σαν ένα είδος «εργασίας» ή εκτέλεσης καθήκοντος.
Η θέση που αποδίδει στο κακό τα γνωρίσματα του τερατώδους, της συνειδητής αγριότητας και της θηριωδίας λειτουργεί καθησυχαστικά, γιατί το απομακρύνει από τον ορίζοντα της καθημερινής μας εμπειρίας, το περιορίζει σε μια μακρινή περιοχή, στην οποία οι άνθρωποι αποφασίζουν να μπουν μόνον όταν είναι έτοιμοι να σκοτώσουν, να επαναλάβουν την αρχέγονη πρακτική της φονικής βίας και των ανθρωποθυσιών, από τις οποίες μας χωρίζουν χιλιετίες.
Ο φονιάς, ο δήμιος, ο σφαγέας παίρνει τα διαβολικά χαρακτηριστικά του «βάρβαρου» και γι' αυτό αναγνωρίζεται αμέσως και επομένως μπορεί πιο εύκολα να εντοπιστεί και να καταπολεμηθεί. Το κακό που εκφράζεται με τον τρόμο, την αγριότητα και τη φρίκη είναι πιο εύκολο να δαμαστεί. Το κακό που μας ζητάει η Αρεντ να αναγνωρίζουμε και να καταπολεμάμε είναι πιο ύπουλο και πιο επικίνδυνο, γιατί δεν έχει την όψη του «εχθρού», ούτε καν του διαφορετικού, και επομένως μπορεί να διαβρώνει από τα μέσα τα θεμέλια της πολιτισμένης συμβίωσης.
Τονίσαμε ήδη ότι το κακό που διέπραξε ο ναζισμός δεν το διέπραξε μια ολιγάριθμη ομάδα σαδιστών, αγρίων ή τεράτων (όσο και αν υπήρξαν στις τάξεις του και παθολογικές περιπτώσεις) αλλά το διέπραξαν εκατομμύρια άνθρωποι.
Δεν ωφελεί επομένως να αναζητήσουμε την εξήγηση στον χαρακτήρα αυτών των ανθρώπων, αλλά πρέπει μάλλον να ερευνήσουμε τις ιδιότητες της κοινωνίας που επιτρέπει τη διάπραξη τέτοιων μαζικών εγκλημάτων.
Προεκτείνοντας την προβληματική της Αρεντ, ο Τσβετάν Τόντοροφ στο βιβλίο του «Απέναντι στο ακραίο» («Νησίδες», 2002) υποστηρίζει ότι το βαθύτερο αίτιο αυτών των εγκλημάτων δεν βρίσκεται στο άτομο αλλά στο πολιτικό καθεστώς, δηλαδή στον ολοκληρωτισμό: «Ο ολοκληρωτισμός είναι ένα σύστημα αναμφισβήτητα χειρότερο από τη δημοκρατία, ιδού τι είναι (σήμερα) ξεκάθαρο. Οσο για τους ανθρώπους, δεν είναι φύσει καλοί ούτε κακοί, αλλά και τα δύο: εξίσου εγγενείς είναι ο εγωισμός και η φιλαλληλία». *
Θανάσης Γιαλκέτσης, Σημειωματάριο Ιδεών: «Αντιμέτωποι με το κακό», εφ. Ελευθεροτυπία, 21/06/2009.
Μετάβαση στο σημείο: Φυλακές Αβέρωφ