Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΆνω Πόλη Άνω Πόλη
Καλά, εσύ σκοτώθηκες ν...
(…) Μου λέει λοιπόν ο Μαύρος, καλά• πέρα όμως από τα συνθήματα και τις προκηρύξεις, πρέπει να βγάλουμε και τηλεβόα, ο κόσμος πρέπει ν’ ακούσει ζωντανή τη φωνή μας. Τώρα ξέρεις, σε τέτοιες συνθήκες, ο τηλεβόας είναι ολόκληρη επιχείρηση• ενενήντα εννιά στα εκατό πρέπει να χτυπηθείς μαζί τους, γιατί άλλο πράμα είναι να γράφεις συνθήματα ή να πετάς προκηρύξεις στη ζούλα, και άλλο να φωνάζεις εδώ είμαι και βαράτε… Και να ’τανε κανένα συνθηματάκι να το φωνάζεις στα σβέλτα και να την κοπανήσεις… Ολόκληρο κατεβατό: ένα τέταρτο, είκοσι λεπτά… Βέβαια, τότε δεν είχανε τα γαλατάδικα με τους ασυρμάτους και τα τέτοια, αλλά είχανε πυκνές περιπολίες και τοπικούς σταθμούς. Ως τότε, τη βγάζαμε καθαρή γιατί φοβόντουσαν. Μόλις άκουγαν την αρχή του συνθήματος: ΠΡΟΣΟΧΗ, ΠΡΟΣΟΧΗ, ΕΔΩ Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ! εξαφανίζονταν, γιατί νόμιζαν πως για να τους βγαίνουμε έτσι, θα έχει κατέβει κάνας ένοπλος λόχος από τον Χορτιάτη. Όμως μετά από κάνα δυο τυχαίες συγκρούσεις μαζί τους, ψυλλιάστηκαν πως είμαστε ομαδούλα μέσα από την πόλη, χωρίς σοβαρή κάλυψη, και μας βγαίναν. Τέλος, τα πράματα ήταν στριμόκωλα, που λένε, το αρχηγείο όμως επέμενε. Τελευταία είχαμε υπαχθεί απευθείας στο αρχηγείο του Δ.Σ. και δρούσαμε σαν τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού μέσα στην πόλη. Του λέω του Μαύρου, εντάξει, κάλυψη θα έχουμε; Μου λέει, τίποτα, με τις δικές σας δυνάμεις. Δηλαδή η ομάδα μου, τρεις• εγώ έχω ένα Σμιθάκι που παίρνει σφαίρες από γερμανικό Μαρσίπ, γι’ αυτό το κράτησα, γιατί βρίσκω σχετικά εύκολα. Ο Διονύσης μια Μπερέτα ιταλικιά, που όλο παθαίνει εμπλοκή, και μονάχα ο Λευτέρης έχει κάτι της προκοπής, ένα Μαραμπέλ γερμανικό, σκέτο κανόνι. Πάντως, μόνο για σύγκρουση δεν είμαστε. Τέλος, ένα βράδυ, ψιλόβρεχε ξέρεις, από εκείνα τα βράδια που ο άνθρωπος θέλει να μαζεύεται σε ζεστές, ασφαλισμένες γωνιές με πολύ φως και παρέα, λέω στα παιδιά, απόψε θα την κάνουμε. Ήτανε μάλιστα και γιορτή της Αγίας Αικατερίνης και μας βόλευε. Κουβεντιάζουμε για το πού θα βγούμε, προτείνω την Άνω Πόλη• ξέρεις, πολλά στενοσόκακα, καλντερίμια, στροφές και καβάντζες, συμφωνούμε, εντάξει, πάμε… Αποφασίζουμε να φωνάξω εγώ, και οι άλλοι να κρατάνε τσίλιες. Έχουμε συνεννοηθεί ότι σε περίπτωση σύγκρουσης ο καθένας φεύγει μόνος του. Πάμε, διαλέγουμε το μέρος, πιάνουν τα πόστα τα παιδιά, κι εγώ αρχίζω να φωνάζω• είμαι στη μέση περίπου του συνθήματος, όταν από την πλευρά του Διονύση ακούω πυροβολισμούς. Ο Λευτέρης με ειδοποιεί με σφυρίγματα πως κι αυτός έχει προβλήματα. Μετά το τρίτο σφύριγμα, ακούω μια πιστολιά και αμέσως ριπές από αυτόματο. Κάνω προς τ’ απάνω, ο δρόμος μπροστά μου κάνει μια απότομη στροφή. Θέλω πέντ’ έξι μέτρα να φτάσω, όταν ακούω βήματα και φωνές• γυρίζω πίσω, στα δεξιά μου βλέπω ένα δρομάκι πολύ στενό, όλο ζικ ζακ, ευτυχώς φοράω λαστιχένια παπούτσια, μπαίνω στο δρομάκι, δυστυχώς βγάζει σ’ έναν φαρδύ, ολοφώτιστο δρόμο που σίγουρα θα είναι πιασμένος. Εντωμεταξύ χαλάει ο κόσμος από ριπές, πυροβολισμούς και τρεχαλητά. Το πιθανότερο είναι να χτυπιούνται μεταξύ τους, τόσο κακό δε δικαιολογείται αλλιώς. Εγώ όμως έχω στριμωχτεί άγρια. Στη δεξιά μου είναι ένας τοίχος, κάνα δυο μέτρα ύψος. Σκαρφαλώνω, κλείνει ένα μπαξεδάκι, ζυγιάζομαι και πηδάω. Όπως είναι θεοσκότεινα, πέφτω πάνω σε κάτι ντενεκέδες με λουλούδια• καθώς είναι γεμάτοι με χώμα, δεν κάνουν πολύ σαματά, αλλά το αριστερό μου πόδι δεν μπορώ να το πατήσω. Όπως προσγειώθηκα φαίνεται πως ή το ’σπασα ή το στραμπούληξα• προσπαθώ να το πατήσω, αδύνατο. Ο πόνος είναι αφόρητος. Μένω ξαπλωμένος. Προσπαθώ να σκεφτώ, είμαι παγιδευμένος. Ο σαματάς έξω συνεχίζεται, αλλά κι αν ακόμη έπαυε, εγώ δεν μπορώ να κουνηθώ. Μόνο μια πολύ καλή τύχη μπορεί να με γλιτώσει. Ξέρεις, η Άνω Πόλη στο ενενήντα τοις εκατό είναι δικιά μας, με την τρομοκρατία όμως πόσοι να μείνανε και πόσοι τολμούν να σε φυλάξουν. Αν έπεσα σε κανένα καλό σπίτι, μπορεί και να γλιτώσω… Η αυλούλα είναι σχεδόν τέσσερα επί τέσσερα, δεξιά και αριστερά τυφλοί τοίχοι σπιτιών, πίσω μου είναι ο τοίχος που πήδηξα και μπροστά μου βλέπω μια πόρτα• αριστερά και δεξιά ένα παραθυράκι που βγάζει μια αχνή ανταύγεια από φως. Σέρνομαι προς τα κει και προσέχω καλύτερα. Το φως πρέπει να είναι από καντήλι, γιατί έχει ένα ελαφρό τρέμουλο. Το παράθυρο έχει δυο παραθυρόφυλλα, και το καθένα χωρίζεται σε δυο τζάμια. Τα κάτω τζάμια έχουν από ένα άσπρο κεντητό κουρτινάκι. Η βροχή έχει δυναμώσει. Σέρνομαι προς την πόρτα, το μάτι μου λοξά πιάνει μια φευγαλέα κίνηση πίσω απ’ το κουρτινάκι. Κρατάω το πιστόλι μου στο χέρι και σέρνομαι με τους αγκώνες προς την πόρτα. Φτάνω, στηρίζομαι στο κούφωμά της, πατάω στο δεξί μου πόδι και σηκώνομαι. Πονάω φοβερά όπως κάνω ν’ ακουμπήσω το κεφάλι μου στην πόρτα, να πάρω μιαν ανάσα. Η πόρτα ανοίγει, χάνω την ισορροπία μου και κάνω βουτιά προς τα μέσα. Δυο χέρια με στηρίζουν, ενώ το πρόσωπό μου ακουμπάει σε κάτι ζεστό, απαλό και μυρωδάτο, στο στήθος μιας γυναίκας (…).
Ζωγραφιές στην Άνω Πόλ...
Ι
Γαλάζιο σπίτι εδώ κοιμούνται οι γοργόνες τ’ ουρανού; Έριξαν άγκυρα στο πλάι σου οι μπαξέδες. Στην άκρη του καλντεριμιού κάτω απ’ το γαλάζιο σου παράθυρο δυο τρία παλικάρια ηλιοτρόπια μ’ έγνοιες μέλισσες σκυμμένα συζητούν. Ζηλεύουν τάχα οι μενεξέδες;
ΙΙ
Το φως του ασβέστη που τυφλώνει τα πουλιά. Πίσω απ’ τα καφασωτά με κρεμασμένο κάτω απ’ το κρεβάτι το ’να χέρι χορταριασμένος και με μάτια χαμομήλια, με τον ύπνο του ευωδιασμένο από άγρια ρίγανη ρουχνίζει ο Ιούνης μες στο θείο μεσημέρι.
ΙΙΙ
Τούρκικο σπίτι βυσσινί είσαι μια γάτα καθισμένη πάνω στο χορταριασμένο του καλντεριμιού χαλί. Στην πλάτη σού φυτέψαν μια συκιά για να κουρνιάζουνε ο ίσκιος κ’ η δροσιά. Τούρκικο σπίτι βυσσινί καπέλο από κεραμίδια σού φορέσαν τα παιδιά και με κοιτάς με δυο παράθυρα παλιά.
ΙV
Πράσινο σπίτι στρίβεις και ξεφεύγει μου η ρίζα σου. Ποδήλατο αγγέλων κι ευωδιών απάνω σου ακουμπούν. Σκάλες βυθίζονται ως τον ύπνο σου. Είναι αλήθεια πως το μεσημέρι λευκές σκιές σε κατοικούν; Οι μαργαρίτες σου κοιτάζουν μα δεν απαντούν.
Η οδός Δημητρίου Πολιο...
1
Εδώ και πέντε χρόνια είμαι κάτοικος της άνω πόλης. Έφυγα από την Κάτω Τούμπα και ησύχασα. Είχε χαλάσει πια η παλιά Τούμπα• σπίτια και άνθρωποι όλα άλλαξαν προς το χειρότερο. Επιπλέον ο νοικοκύρης μου μ’ ανάγκασε να φύγω γιατί τον ενοχλούσαν τα γατιά μου. Πήρα λοιπόν κι εγώ τα μάτια μου κι αναζήτησα νέα γειτονιά.
Απ’ την αρχή λογάριαζα να ψάξω στην άνω πόλη, κάτι με τραβούσε κατά κει, ίσως η πιθανότητα μιας πιο ανθρώπινης ζωής. Φίλος καλός, ο Γιάννης Παλαιοδημόπουλος, που έμενε στην οδό Παλαμήδους, προσφέρθηκε κι αυτός κι ο αδελφός του, να με βοηθήσουν και, ω του θαύματος, παρόλο που δε βρίσκονταν εύκολα τα σπίτια, πετύχαμε ένα από τα τρία τελευταία αρχοντικά της άνω πόλης, στη δυτική μεριά, πίσω και πάνω απ’ το διοικητήριο.
Το σπίτι, ένα πολύ ωραίο διατηρητέο, χτισμένο πριν εκατό χρόνια μα καλοστεκούμενο και καλοδιατηρημένο, τρίπατο, με δύο σαχνισιά να βγαίνουν στο δρόμο και με στριφογυριστή εσωτερική ξύλινη σκάλα, ανήκε σ’ έναν μπέη και το είχε χαρέμι• κάθε πάτωμα και μια χανούμισσα. Το 1924, το έτος της ανταλλαγής των πληθυσμών, το αγόρασε ένας Κωνσταντινουπολίτης από τον Άγιο Στέφανο και το συντήρησε με πολύ μεράκι. Σήμερα μένει σ’ αυτό η μία κόρη του, ψηλά, στο τρίτο πάτωμα, ενώ εγώ βολεύτηκα στο δεύτερο, κι όσο για το πρώτο, είναι αποθήκη. Στο πίσω μέρος, χωρίς να φαίνεται, υπάρχει κήπος με λογιώ λογιώ λουλούδια, τριαντάφυλλα, γαρίφαλα, γεράνια, βιολέτες, βασιλικά κι αηδημητριάτικα, ανάλογα με την εποχή. Ο κήπος διαθέτει και μια επιχωματωμένη δεξαμενή ρωμαϊκών ή βυζαντινών χρόνων — για να μην ξεχνάμε και τ’ αρχαία. Μαζί με τον τεράστιο κήπο του διπλανού διατηρητέου, αποτελεί μια ενότητα με πολλά οπωροφόρα δέντρα (ροδιές, συκιές, κληματαριές, κυδωνιές, αχλαδιά, ερεικιά, ελιά, έναν υπέροχο λωτό και άλλα — ακόμα και κυπαρίσσια υπήρχαν λίγο πριν έρθω), χώρια τα εποχιακά λαχανικά που καλλιεργεί ο διπλανός συμπαθής φοιτητής. Καμιά εικοσαριά γάτες περιτρέχουν τον επίγειο αυτό παράδεισο […]. Αλλά και τα πετεινά του ουρανού είναι ουκ ολίγα: σπουργίτια, δεκαοχτούρες, κάργες, το καναρίνι της νοικοκυράς μες στο κλουβί, και πολλά άλλα που κατεβαίνουν το χειμώνα από το Σέιχ-Σου για πιο πολλή ζεστασιά. Όλο αυτό το αλσύλλιο πιάνει 840 μέτρα και θα το είχαν φάει λάχανο οι εργολάβοι αν δεν ήταν κι αυτό διατηρητέο. Στη νότια πλευρά, προς στην οδό Ολυμπιάδος, ο κήπος καταλήγει απότομα σε γκρεμό έξι μέτρων, επειδή το σπίτι είναι χτισμένο σ’ ένα υπερυψωμένο βράχο κι όλα τα πέριξ είναι επιχωματώσεις.
Πέτυχα πολύ καλή νοικοκυρά. Το ’χει καμάρι που έχει νοικάρη συγγραφέα κι όλο προσέχει να μην τρίξουν τα σανίδια όταν περπατάει και μ’ ενοχλήσει. Κάθε λίγο μου φέρνει από τα φαγιά και τα γλυκά που κάνει. Μια τέτοια λαϊκή αρχοντιά (ύστερα μάλιστα από τα όσα τράβηξα με το νοικοκύρη μου στην Τούμπα) είχα πολύν καιρό να συναντήσω. Αλλά κι εγώ προσπαθώ να τη βοηθώ όσο μπορώ, ποτίζοντας πότε πότε τον κήπο κι απολαμβάνοντας από κοντά τα μυριστικά του (βασιλικά, μαντζουράνα, δυόσμο — ευλογία Θεού).
Η γειτονιά έχει πολύ χρώμα. Πολλές φτωχικές οικογένειες, που διαθέτουν αυλή, ακόμα βγάζουν ουζάκι το απόγευμα κάτω από το τσαρδάκι με την κληματαριά. Δε λείπουν και αρκετοί συμπαθείς φοιτητές που συζούν με τις φιληνάδες τους, μερικοί μάγκες που εκτονώνονται ακόμα κάνοντας σούζες με τα μηχανάκια τους, μερικοί ξένοι διανοούμενοι αθεράπευτοι εραστές της άνω πόλης, και αρκετές οικογένειες συμπαθών Ρωσοποντίων (άλλοι ρωσόγλωσσοι κι άλλοι τουρκόγλωσσοι), που θυμίζουν έντονα μικροαστική Θεσσαλονίκη του 1950.
Αλλά και η ευρύτερη συνοικία έχει ενδιαφέρον. Πριν από το 1924 η περιοχή χωρίζονταν στο Κονάκι (δεξιά) και στο Τσινάρι (αριστερά). Το Κονάκι, που θα πει διοικητήριο, ήταν αριστοκρατική γειτονιά και κατοικούνταν από εύπορους Τούρκους, που δούλευαν ως ανώτεροι υπάλληλοι στο διοικητήριο. Τέτοιος ήταν και ο δικός μας παλιός νοικοκύρης με το χαρέμι. Αντίθετα το Τσινάρι, που θα πει πλάτανος, κατοικούνταν, μέχρι την ανταλλαγή, από τούρκικη φτωχολογιά. Παρόλο που το Τσινάρι από παλιά είχε κακή φήμη για την ηθική ποιότητα των γυναικών του, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που τους διαδέχτηκαν είναι πολύ καλή πάστα. Στο Τσινάρι κάθονταν μερικές από τις πιο εξαιρετικές φίλες μου από το πανεπιστήμιο, στο Τσινάρι κάθονταν και ο φιλόλογος καθηγητής μου στο γυμνάσιο Κωνσταντίνος Σγουρής, απ’ τον οποίο έμαθα γράμματα. Ανέκαθεν το Τσινάρι ήταν γλεντζέδικη περιοχή. Στο κέντρο του, όπου υπήρχε παλαιότερα ο πλάτανος και σήμερα σώζεται μια τούρκικη βρύση (απ’ τις πολλές της περιοχής) με βυζαντινό ανάγλυφο θωράκιο στον τοίχο και με γούρνα από λάρνακα ελληνιστικών χρόνων, λειτουργούν σήμερα πολλά γραφικά ταβερνάκια, που τραβούν τους ξένους τουρίστες και τους ντόπιους κουλτουριάρηδες. Έτσι λοιπόν το Τσινάρι από μόνο του εξακολουθεί να συντηρεί τη λαϊκουριά του, ενώ το εύπορο Κονάκι αποχρωματίστηκε και τελικά χάθηκε. Ακόμη και η βίλα Μοσκώφ που το στόλιζε παλαιότερα και βρίσκονταν λίγο πιο πάνω από το σπίτι μας, στην οδό Άθωνος, και που τον Οκτώβρη του 1944 είχε φιλοξενήσει τον ελασίτη καπετάνιο Μάρκο Βαφειάδη, εξαφανίστηκε και στη θέση της ξεφύτρωσε ένα αχαμνό δημοτικό παρκάκι με πολλές γάτες.
Ξέχασα να πω ότι το Τσινάρι είναι η πιο ακραία συνοικία της Θεσσαλονίκης και βρίσκεται πολύ κοντά στα δυτικά τείχη που χωρίζουν τον Δήμο Θεσσαλονίκης από τον Δήμο Συκεών.
Το Κονάκι υπάγεται στην ενορία του Προφήτη Ηλία και το Τσινάρι στην ενορία της Αγίας Αικατερίνης. Και οι δύο εκκλησίες είναι αριστουργήματα της βυζαντινής αναγέννησης του 14ου αιώνα στη Θεσσαλονίκη. Η περιοχή συνδέεται άμεσα με το κίνημα των Ζηλωτών: από δω ξεκίνησε, το 1342, η πρώτη κομμουνιστική επανάσταση στο Βυζάντιο, που κράτησε μέχρι το 1349. Κάθε λίγο ακούω τις καμπάνες των δύο εκκλησιών• ακούγονται όμως και οι καμπάνες του Αγίου Δημητρίου, του Οσίου Δαυίδ και της μονής Βλατάδων. Θυμούμαι πόσο λαχταρούσαμε επί κατοχής ν’ ακούσουμε καμπάνες• τώρα τις βαριόμαστε, εκτός από τους Ρωσοπόντιους, που τις είχαν στερηθεί εβδομήντα ολόκληρα χρόνια.
Γενικότερα, η περιοχή είναι διάσπαρτη από ρωμαϊκά και βυζαντινά υπολείμματα, καθώς και από ποικίλες ιστορικές μνήμες. Σε πολλά ντουβάρια και μαντρότοιχους ανακαλύπτω διαρκώς εντοιχισμένα μικρά αρχαία κολονάκια ή βάσεις από κολόνες ή πανάρχαιες πέτρες και κομμάτια από αρχαία μάρμαρα. Στην οδό Προφήτη Ηλία βρήκα μαρμάρινο κομμάτι από αρχαίο θριγκό με ιωνικά «αυγά». Αλλά και στο Αλατζά Ιμαρέτ ο καθηγητής Φ. Πέτσας έγραψε ότι εντόπισε οικοδομικό υλικό από τον ναό της αρχαίας Θέρμης, που βρίσκονταν στην πλατεία Αντιγονιδών. Στην πίσω αυλή του Προφήτη Ηλία βλέπει κανείς συγκεντρωμένα θαυμάσια κιονόκρανα και άλλα γλυπτά μέλη από παλαιοχριστιανικό ναό, ενώ στη νότια πλευρά του Προφήτη Ηλία σώζονται τα ερείπια του βυζαντινού μοναστηριού, που κατοικούνταν από πρόσφυγες μέχρι τη γερμανική κατοχή. Στην αυλή της Λαγουδιανής υπάρχουν επίσης πολλές αρχαίες ευτελείς κολόνες, ενώ στην οδό Ολυμπιάδος ανακαλύφθηκαν ως τώρα τουλάχιστον τέσσερις ωραίες ρωμαϊκές δεξαμενές, που ο λαός τις λέει γαλαρίες. (Κι ήταν τόσο γερά χτισμένες, που κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου χρησίμευαν για καταφύγια). Κι όσο για σπασμένα κεραμικά, όπου σκάψει ο Δήμος ή άλλοι οργανισμοί για χαντάκια ή πεζοδρόμια βρίσκονται πολλά ρωμαϊκά αλλά και νεώτερα όστρακα: μια διαρκής υπόμνηση ότι και στους υπονόμους μας ακόμη υπάρχει Βυζάντιο. Όμως και οι δρόμοι, που πολλοί από αυτούς έχουν αρχαία ονόματα, υπενθυμίζουν μόνιμα τη μακεδονική και ελληνιστική εποχή, ενώ παραδόξως τα ονόματα από το Βυζάντιο είναι λιγοστά.
Η οδός Δημητρίου Πολιο...
2
Ωστόσο, αν η οδός Ολυμπιάδος (που χωρίζει σαν ζωνάρι τη σημερινή άνω πόλη από την κάτω) είναι ο σπουδαιότερος οριζόντιος δρόμος, η οδός Δημητρίου Πολιορκητού (που ενώνει την άνω πόλη με την κάτω) είναι ο σπουδαιότερος κάθετος δρόμος. Κάθετος, τρόπος του λέγειν, γιατί στριφογυρίζει γοητευτικά σα φίδι ή σαν ποταμάκι. Αρχίζει πίσω από το διοικητήριο και τελειώνει στη μονή Βλατάδων. Για να τον περπατήσεις, δε φτάνει μισή ώρα, αλλά σίγουρα ο περίπατος αποζημιώνει με το παραπάνω, καθώς τα πολλά γραφικά στενοσόκακα δίνουν μια αυθεντική εικόνα τού πώς ήταν η βυζαντινή και η τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη. Βλέποντας τα στριφογυριστά καλντερίμια της άνω πόλης, που διαδέχτηκαν το αρχαίο ορθολογιστικό ιπποδάμειο σύστημα, με τα αυστηρά οικοδομικά τετράγωνα, σκέφτηκα πως, τουλάχιστον σ’ αυτές τις συνοικίες, η ανατολή κατάφερε να ξαναγυρίσει, έστω και σαν στραπατσαρισμένη γραφικότητα, και να επιβιώσει σχεδόν μέχρι σήμερα. Σώζονται λοιπόν αρκετά παλιά σπίτια — τα πιο πολλά, διατηρητέα —, πού και πού κανένα παλιό αρχοντικό, που και μες στην εγκατάλειψή του επιμένει να λάμπει, πολλά προσφυγικά σπιτάκια και καλυβάκια (σε δύο απ’ αυτά μέτρησα την πρόσοψη: δυόμισι μέτρα!), και αρκετά «νεοπαραδοσιακά», που με τον τρόπο τους κι αυτά προσπαθούν να δέσουν με το παλιό περιβάλλον.
Σε ένα σημείο η Δημητρίου Πολιορκητού, λίγο πιο πάνω από το σπίτι μου, πλησιάζει πολύ προς τα υπολείμματα των δυτικών τειχών, που κατηφορίζουν προς την πλατεία Μουσχουντή• αυτό το μέρος είναι και το ωραιότερο. Μπορείς να δεις ένα κομμάτι εξαιρετικού τείχους και λίγο πιο μπροστά μια τουρκική βρύση και λίγο πιο πάνω ένα λαϊκό αρχοντικό του περασμένου αιώνα. Κάτι τέτοια υπάρχουν ακόμη αρκετά, προς αγαλλίαση τουριστών και φωτογράφων.
Η περιοχή της Δημητρίου Πολιορκητού υπήρξε παλαιότερα μέρος όπου κατοικούσαν πολλοί λογοτέχνες. Λίγο πιο πάνω από μένα και πιο δυτικά έμενε στα νιάτα του ο ποιητής Γ.Θ. Βαφόπουλος — πρόσφυγας του 1916 από τη Γευγελή — και στο ταπεινό σοκάκι του, την οδό Ακρίτα, πήγαιναν κι έρχονταν τα γράμματα από τον Καβάφη πρώτα και μετά από τον Παλαμά. Λίγο πιο κάτω από μένα, στον αριθμό 6 (παλαιότερα 10) της Δημητρίου Πολιορκητού, έμενε άλλος σπουδαίος ποιητής της Θεσσαλονίκης, ο Γιώργος Θέμελης. Για το υπέροχο λαϊκό σπίτι του έγραψε πολλά ποιήματα στις ποιητικές του συλλογές «Γυμνό παράθυρο» (1945) και «Συνομιλίες» (1953). Στο ίδιο αυτό σπίτι, ο φίλος του Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης έγραψε ολόκληρη την πρώτη του ποιητική συλλογή «Εικόνες» (1944). Στην ίδια περιοχή έζησαν ο λόγιος Γ.Κ. Ζωγραφάκης (στην οδό Ιωάννου Καμενιάτου), η πεζογράφος της μικρασιατικής προσφυγιάς Ιφιγένεια Χρυσοχόου (Δημητρίου Πολιορκητού και Ολυμπιάδος), ο νεότερος ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου (στην οδό Χρυσίππου• όταν έλεγε το όνομα του δρόμου του, αναστέναζε βαθιά) και λέγεται ότι και ο Τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ έμενε κάπου κοντά στο Αλατζά Ιμαρέτ. Και φυσικά, στα ίδια μέρη σήμερα μένουν αρκετοί διανοούμενοι, που η εγκατάστασή τους στην άνω πόλη υπήρξε καρπός συνειδητής επιλογής.
Η Δημητρίου Πολιορκητού είναι μια βασική αρτηρία της άνω πόλης. Περνούν τόσο πολλά αυτοκίνητα από έναν τόσο στενό δρόμο, που δεν έχει καν πεζοδρόμιο και οι κυβόλιθοί του είναι πάντα ξεχαρβαλωμένοι, ώστε για να γλιτώσω τους θορύβους και τα καυσαέρια αναγκάστηκα να αποσυρθώ στα πίσω δωμάτια. Επειδή στο σημείο του σπιτιού μου η ανηφόρα γίνεται απότομα πολύ μεγάλη (οι ντόπιοι τη λένε Γολγοθά και δεν έχει ούτε ένα παγκάκι για να ξαποσταίνουν οι γερόντισσες που ανεβαίνουν, κυρίως τις Πέμπτες, από τη λαϊκή αγορά), μια μέρα αγκομαχούσε μπροστά στα παράθυρά μου ένα τεράστιο φορτηγό και ο φορτηγατζής άπλωσε το χέρι και έκοψε δυο τριαντάφυλλα από τις τριανταφυλλιές που είχα στο περβάζι• κι όταν με είδε που τον έβλεπα, μου χαμογέλασε με πολύ θράσος και μου είπε: «Μπέμπη, επιτρέπεται;» Μην έχοντας καμιά διάθεση να με τσουμαδούν κάθε λίγο οι περαστικοί σωφέρηδες, αντικατέστησα τις τριανταφυλλιές με γεράνια, χωρίς ωστόσο να λιγοστέψουν τα σχετικά κρούσματα.
Συνέντευξη...
Ντ.Χ.: Η αλήθεια είναι ότι η άνω πόλη μου αρέσει και για τον λαϊκό της χαρακτήρα αλλά και γιατί μου θυμίζει παλαιότερες ιστορικές περιόδους της Θεσσαλονίκης. Αφενός με μαγνητίζει, αφετέρου με βυθίζει στην ιστορία. Βλέποντας τόσους δρόμους με αρχαία ονόματα, ζωντανεύω μέσα μου το μακεδονικό παρελθόν, αυτό για το οποίο έγραψα το πρόσφατο βιβλίο μου «Η αρχαία Θέρμη και η ίδρυση της Θεσσαλονίκης». Και αν η αρχαία Θέρμη είναι κάτι θολό και συγκεχυμένο, η ίδρυση της αρχαίας Θεσσαλονίκης είναι κάτι το πιο απτό και δραματικό. Η οδός Κασσάνδρου μου θυμίζει τον σφετεριστή Κάσσανδρο που ναι μεν έχτισε τη Θεσσαλονίκη αλλά και που έταξε ως σκοπό της ζωής του να ξεπατώσει το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που τον μισούσε σε όλη του τη ζωή. Η οδός Ολυμπιάδος μου θυμίζει τη φοβερή μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ο Κάσσανδρος για να την εκδικηθεί, τη συνέλαβε, την καταδίκασε σε θάνατο και την εκτέλεσε με παλλαϊκό λιθοβολισμό στην Αμφίπολη. Η οδός Αντιπάτρου μου θυμίζει τον σώφρονα αντιβασιλέα, που ο Μέγας Αλέξανδρος σχεδόν τον καθαίρεσε ανοίγοντας έτσι με τα χέρια του και τον ίδιο του το λάκκο. Τρία πρόσωπα της μακεδονικής τραγωδίας, βουτηγμένα στο αίμα και στο μίσος — για να μην αναφέρω τον άθλιο Δημήτριο Πολιορκητή που με τη σειρά του ξεπάτωσε το σόι του Κάσσανδρου και της Θεσσαλονίκης. Περιτρέχω καθημερινά τους δρόμους της άνω πόλης και αναρωτιέμαι αν άξιζε να χυθεί τόσο αίμα για ν’ αποχτήσει ο κάθε δρόμος κι από ένα όνομα βουτηγμένο στο έγκλημα και στα εθνικά ιδανικά!
Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ...
Ήταν μικρές κι αθώες κοπελούδες σαν ήρθανε απ’ την πατρίδα, όμως οι δικοί τους τις πάντρεψαν στα γρήγορα για να προφτάσουν να πάρουνε μερίδιο απ’ τα τούρκικα κτήματα, που μοίραζε στους πρόσφυγες το δημόσιο. Παντρεύτηκαν την ίδια μέρα και στην ίδια εκκλησιά δυο φίλους, πρόσφυγες κι αυτούς — ο ένας μαραγκός, ο άλλος χτίστης. Στο γάμο οι μπουμπουνιέρες δεν έφτασαν• οι γαμπροί, χωρίς να ρωτήσουν κανένα, είχαν καλέσει πάρα πολλούς. Έτρεξαν πανικόβλητοι οι συμπεθέροι κι αγόρασαν κάτι χάρτινες, γαλάζιες και ροζ, απ’ το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς. Σχεδόν όλοι οι καλεσμένοι, που πήραν τις χάρτινες, δυσαρεστήθηκαν. Μερικοί ούτε που τις έπιασαν στο χέρι. Άλλοι πάλι, ιδιαίτερα αυτοί που είχαν στείλει δώρο, τις γύρισαν πίσω την άλλη μέρα πρωί πρωί. Σημάδι πως είχαν γίνει πολλά σχόλια στα διάφορα συζυγικά κρεβάτια εκείνη τη νύχτα. Ήταν ένας κόσμος τσαλαπατημένος, αρχοντοξεπεσμένοι μάλιστα μερικοί, και θίγονταν πολύ εύκολα.
Οι νιόγαμπροι μπατζανάκηδες πήραν το πράγμα κατάκαρδα —έφταιγαν κιόλας λίγο— κι έκαναν το ίδιο βράδυ ένα μεθύσι απ’ τα σπάνια. Αντί να γλεντούν οι καλεσμένοι τους, γλεντοκοπούσανε οι ίδιοι. Στο τέλος, κατέβασαν τα βρακιά τους και χορεύανε ξεβράκωτοι απάνω στα τραπέζια. Οι φίλοι τους ενθουσιασμένοι τους βαρούσανε παλαμάκια τραγουδώντας τους τραγούδια αποκριάτικα, ενώ οι γυναίκες απ’ την αρχή ακόμα βγάλανε μια φωνή και εξαφανίστηκαν.
[…]
Λίγες μέρες μετά το γάμο, όταν επιτέλους ξεμέθυσαν οι γαμπροί, παρουσιάστηκαν τ’ αντρόγυνα με τα καλά τους και τα στεφανοχάρτια τους στην παντοδύναμη επιτροπή, που μοίραζε οικόπεδα και σπίτια. Εκεί, αφού περιεργάστηκαν με μάτι γελαστό γαμπρούς και νύφες, τους πρότειναν σπίτια στην Τούμπα, όπου ο Εποικισμός έχτιζε πανομοιότυπα οικήματα για τους πρόσφυγες. Αρνήθηκαν• η Τούμπα έπεφτε πολύ μακριά, είπαν. Στην πραγματικότητα, δεν τους άρεζε εκεί, το είχαν συζητήσει κιόλας μεταξύ τους. Στην Τούμπα είχε αρχίσει να μαζεύεται κάθε καρυδιάς καρύδι. Τους είπανε για την Καλαμαριά• τους πρόσφεραν παραθαλάσσια οικόπεδα στην Αρετσού, στην Νέα Κρήνη. Μα, αποκεί έπρεπε να περπατάς μισή μέρα, ώσπου να φτάσεις στην πόλη. Τι να τα κάνουνε τα παραθαλάσσια οικόπεδα; Αυτοί ούτε ψαράδες ούτε καϊκτσήδες ήτανε, παρά χτίστες και μαραγκοί. Πώς θα πηγαίναν στις δουλειές τους και προπάντων πώς θα γύριζαν το βράδυ κατακουρασμένοι; Με την ανατολίτικη λογική τους, βλέπαν αιώνα τα πράγματα, όπως στην Τουρκιά.
Κι έτσι, όταν τους μίλησαν για ένα μεγαλούτσικο οικόπεδο, ψηλά, κοντά στα κάστρα, στο Εσκί Ντελίκ, κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους και αμέσως είπαν: «Ναι, αυτό το θέλουμε». Και πραγματικά, όταν το είδαν από κοντά, διόλου δε μετάνιωσαν. Μπορεί να ήταν ανηφοριά και ερημιά σε κείνους τους μαχαλάδες, μα τα καλοχτισμένα τείχη έδιναν σιγουριά και ζεστασιά στο μέρος. Ύστερα, είχες όλη την πολιτεία στα πόδια σου, που όσο κι αν ήταν ξένη, ήταν όμως καμαρωτή. Κατάγονταν από μέρη, που ως τις τελευταίες στιγμές ήταν βυζαντινά, οχυρωμένα γερά απ’ τους αυτοκράτορες, κι αγαπούσαν να βλέπουν τείχη και κάστρα. Ο χτίστης, ιδιαίτερα, μουρλάθηκε απ’ τη χαρά του, σα χάιδεψε τα καλοκαμωμένα και σκουριασμένα απ’ την πολυκαιρία —και τα αίματα ίσως— τειχιά και το μάτι του στρογγύλεψε από ευχαρίστηση, σαν είδε πως σε πολλές μεριές υπήρχε σωριασμένη άφθονη εκλεκτή πέτρα για να χτίσεις όχι σπίτι μα κάστρο ολόκληρο. Η αλήθεια είναι πως ήρθαν αργότερα περιστάσεις, που βλαστήμησαν την ώρα και τη στιγμή που σκαρφάλωσαν σ’ εκείνα τα μπαΐρια. Το ανέβασμα με τη ζέστα και τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι ή το χειμώνα το κατέβασμα με τη μεγάλη παγωνιά ήταν σωστό μαρτύριο. Το κατηφορικό καλντερίμι έρχονταν και περιχύνονταν με κρύσταλλο, που γλιστρούσε διαβολεμένα. Έκαμνε πολύ γερές παγωνιές τότε. Ένα γείτονα τον μάζεψαν μια μέρα με κουβέρτα, τέτοιο γλίστρημα πήρε. Μα, οι ίδιοι ήταν ακόμα λιγερόκορμοι και ζύγιζαν το κορμί τους καλά, ώστε να μη πέφτουν. Μόνο που έπρεπε να ξεκινούν ακόμα πιο πρωί.
Το χώμα στο οικόπεδο σκάβονταν εύκολα, δεν είχε βράχο αποκάτω ούτε θεμέλια παλιών σπιτιών. Μάλλον θα ήταν χώμα βγαλμένο απ’ τη βαθιά οχυρωματική τάφρο. Άλλωστε, οι βυζαντινοί απόφευγαν να χτίζουν κοντά στα τείχη και είχαν τους λόγους τους. Θα ’ταν επικίνδυνες και κακόφημες οι περιοχές αυτές, μ’ όλους εκείνους τους σκοτεινούς μισθοφόρους που τριγυρνούσαν. Σε καιρούς πολέμων οι νταήδες αυτοί πρέπει να αποχαλινώνονταν. Δεν αποκλείεται και να απαγορευόταν το χτίσιμο κοντά στα οχυρώματα. Πάντως, το γεγονός ήταν ένα, πως το χώμα ήταν καλό και δεν υπήρχε πολυκοσμία και βρωμιά, όπως στην Καλαμαριά με τους πόντιους. Οι δυο μαστόροι σκάβοντας ξέθαβαν κάθε τόσο διάφορα σκουριασμένα σιδερικά και κάτι στρογγυλά πράγματα σαν ταψιά, που ποτέ τους δεν έμαθαν πως ήταν στραπατσαρισμένες ασπίδες. Τις πιο γερές, μάλιστα, τις έστρωσαν για ένα διάστημα στη στέγη βάζοντας πέτρες βαριές αποπάνω. Φύτεψαν κι ένα γύρω στο οικόπεδο αγιόκλημα, καθώς και συκιές, για να συγκρατούν με τις ρίζες τους το χώμα, που το είχαν κόψει σα φέτα πίσω απ’ τα δυο σπίτια. Τα φυτά σχημάτισαν σκιερές γωνιές και κρυψώνες, όπου έπαιζαν αργότερα με αγαλλίαση τα παιδιά.
Η μια απ’ τις αδερφάδες ήταν αλαφροΐσκιωτη. Άρχισε γρήγορα να λέει πως τις νύχτες έβλεπε ένα κουβάρι από φως να περνάει πάνω κάτω στα τείχη. Δεν της έδωσαν και πολλή σημασία• είπαν πως θα ’ναι ο Αη-Δημήτρης και η εμπιστοσύνη τους στα τείχη ενισχύθηκε. Ωστόσο η αλαφροΐσκιωτη με τον ξυλουργό, καθώς και η άλλη με το χτίστη, δεν παράλειπαν να ξεφουρνίζουν κι από κανένα παιδί κάθε τόσο.
Πρώτη και πολύ γρήγορα πέθανε η αλαφροΐσκιωτη. Πήγε από εχινόκοκκους. Μήνες την ανοίγαν και την κλείναν οι γιατροί και τα μαθητευόμενα γιατρουδάκια στο προσφυγικό νοσοκομείο. Το αγαθό και δροσερό κορίτσι ήρθε σε λίγον καιρό κι έγινε σα γριά. Τα τρία παιδιά της, αγόρια όλα, τα κοίταζε όσο μπορούσε η άλλη, που όμως ξενοδούλευε. Ο μαραγκός πλάνιζε και τα μάτια του τρέχαν πάνω στα άσπιλα ξύλα. Στο μεταξύ αρρώστησε και της αλληνής ο μεγάλος γιος απ’ την ίδια αρρώστια. Είχαν ένα σκυλί, που κοιμόταν μαζί τους και τα παιδιά το φιλούσαν στο στόμα. Το απαίσιο αυτό ζώο παρά τρίχα να τους ξεκάνει όλους. Ευτυχώς, ο μικρός τη γλίτωσε την τελευταία στιγμή. Πρόλαβαν οι γιατροί να βγάλουν από μέσα του το σακούλι με τους εχινόκοκκους προτού σπάσει και διασκορπιστεί σ’ όλα τα σωθικά του το μικρόβιο. Ταυτόχρονα σχεδόν με τον μικρό αρρωσταίνει κι ο πατέρας του από διπλή περιπνευμονία κι όπως ο οργανισμός του ήταν αδυνατισμένος απ’ το πιοτό και μια παλιά ελονοσία πεθαίνει γρήγορα κι αυτός. Πήγαμε και στη νέα κηδεία. Καθώς το προσφυγικό νοσοκομείο ήταν απέναντι απ’ τη Βαγγελίστρια, το παιδί παρακολουθούσε απ’ το παράθυρο την κηδεία του πατέρα του, κάνοντας συνεχώς το σταυρό του. […].
Ύστερα κόπηκαν όλα μαχαίρι. Για πολλά χρόνια όχι θάνατος μα ούτε γρίπη δεν παρουσιάστηκε στην οικογένεια. Ο μαραγκός είχε αποθρασυνθεί τελείως. Γυρνούσε κάθε βράδυ μεθυσμένος τραγουδώντας […].
Τα παιδιά τους κυλιόντουσαν όλη μέρα στις βρωμιές και τα χώματα, παίζανε με σκυλιά, με γατιά, με φίδια και βατράχια, όμως τίποτε δεν τα πείραζε. Τότε που γίνονταν οι μεγάλοι σεισμοί στην Ιερισσό και η πόλη μας συνταράζονταν, ανεβήκαμε να μείνουμε κοντά τους, όσο να περάσει το κακό, μια και δεν μπορούσαμε να κοιμόμαστε κι εμείς στις πλατείες με το λαουτζίκο, όπου τόσα και τόσα συνέβαιναν μες στο σκοτάδι. Κοιμόμασταν έξω στην αυλή τους. Έκαμνε, άλλωστε, μια ζέστα σημαδιακή. Από καιρό σε καιρό η γη σάλευε κάτω απ’ το στρώμα. Με βάζαν μαζί με όλα αυτά τα παιδιά στα ίδια στρωσίδια. Οι πρώτες αϋπνίες μου από τότε χρονολογούνται. Εκτός που με κλοτσούσαν όλη νύχτα και με ξεσκέπαζαν, βρωμούσαν όλων των ειδών τις βρώμες, και ιδίως σκορδίλα […]. Ήμουν σαν ένα κλωσόπουλο της μηχανής, που έπρεπε να τα βγάλει πέρα με κωλοπετσωμένα κοτόπουλα κλώσας. Ευτυχώς που οι σεισμοί σταμάτησαν γρήγορα και γλίτωσα κι από κείνον τον εφιάλτη.
Στην Κατοχή, αντίθετα απ’ ό,τι θα φανταζόταν κανείς, δεν υπόφεραν καθόλου περισσότερο από μας, που τάχατες ήμασταν κάτι και κατοικούσαμε στα μέγαρα. Αμολήθηκαν τα παιδιά και πουλούσαν με τα κασελάκια τσιγάρα, τσιγαρόχαρτα, ζαχαρίνες, αντεπρίνες και ό,τι άλλο βάζει ο νους του ανθρώπου. Μόνο γράμματα που δεν έμαθαν. Το δημοτικό είναι ζήτημα αν το τελειώσαν. Η Γεωγραφία και η Ιστορία ήταν ο βραχνάς τους.
Πέρασε η Κατοχή, ήρθαν οι άλλες μάστιγες, οι εφτά πληγές του Φαραώ. Τα παιδιά στο μεταξύ μεγάλωναν. Τρία του μαραγκού, δυο του χτίστη και μια κοπέλα του τελευταίου, η μεγαλύτερη. Πήγαν στο στρατό• έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν οι ανώτεροί τους. Σαν τη γλίτωσαν αποκεί, βγήκαν για δουλειά. Στο στρατό, ώσπου να τους κάνουν να πέσουν στη φωτιά, τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε γυρνούσε κανένας να τους δει. Καταστάλαξαν στο καφενείο, που ακουμπάει στα τείχη, κι όλη μέρα έπαιζαν χαρτάκια. Το καφενείο ήταν φίσκα από άνεργους, όχι μόνο παλικάρια, αλλά και μεγάλους ανθρώπους, πατεράδες και παιδιά.
Μόλις είχαν αρχίσει να υποψιάζονται τα στραβά κι ανάποδα αυτού του τόπου κι οι συζητήσεις στο καφενείο πήραν να γίνονται πιο ζουμερές, άνοιξαν οι δρόμοι για τη μετανάστευση. Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν ποτέ μονάχα σ’ ένα καφενείο. Μάθαν οι άρπαγες την καταλαλιά, φοβήθηκαν πως η τόση εκμετάλλευση μπορούσε να τους βγει ξινή κάποτε, κι αποφάσισαν να τους αμολήσουν. Γράφτηκε αμέσως για τη Γερμανία ο δεύτερος του μαραγκού, ο πιο έξυπνος απ’ όλους, και είπε πως, αν τα πράγματα είναι καλά, θα πάρει και τους άλλους κοντά του. Σαν ήρθε η ώρα, δεν ήθελε να φύγει, ήταν σαν άρρωστος. Πήγαμε ξημερώματα στο σταθμό να τον ξεπροβοδίσουμε. Ήταν όλο το σόι εκεί κι έλεγε αστεία, ενώ από μέσα το αντεράκι τους λιγωνόταν για τον αποχωρισμό. Μια σκορδόπιστη με δυο κατουρλούδες φιλενάδες της σιγόκλαιγε πιο πέρα. «Θα γυρίσω να σε πάρω» της φώναξε, προς μεγάλη αγανάκτηση της θειάς του. Κόσμος πολύς καρτερούσε, μιλώντας δυνατά με ταραχή. Κάποτε έφτασε η ταχεία Αθηνών γεμάτη επιβάτες. Λίγοι κατέβηκαν, οι υπόλοιποι πήγαιναν κι αυτοί για έξω. Μόλις το τραίνο σταμάτησε, χύμηξε απ’ την αποβάθρα ο κόσμος. Δημιουργήθηκε φρακάρισμα στις πόρτες. Αυτοί που ήθελαν να κατέβουν, φώναζαν προβάλλοντας τις βαλίτσες, αυτοί πάλι που ήθελαν ν’ ανεβούν δε λογάριαζαν τίποτε, γιατί δεν είναι παίξε-γέλασε αυτό το ταξίδι. Είχαν και πολλά μπαγάζια όλοι τους, ακόμη και σταμνιά με νερό. Σαν είδαμε τα σκούρα και πως κινδύνευε να πάει όρθιος ως τη Γερμανία, τον αρπάξαμε στα χέρια και των χώσαμε σ’ ένα κουπέ απ’ το παράθυρο. Μας είδαν όλοι και το κόλπο γενικεύτηκε. Η Ελλάδα εγκαταλείπονταν «πατείς με, πατώ σε». Άκουγες συνεχώς το λόγο: «Μαύρη πέτρα θα ρίξω». Κι όταν το τραίνο αργοξεκίνησε και το κάθε παιδί φώναζε τη λέξη του, κουνώντας τα χέρια, μου φάνηκε πως άκουσα αμέτρητα πετροβολήματα κι ένιωσα την ανάγκη να σκύψω.
[…]
Τριγυρνούσα τον περασμένο Αύγουστο στα κάστρα και στις εκκλησίες της Άνω πόλης μ’ ένα φίλο απ’ την πρωτεύουσα. Όλοι τους, σαν έρχονται στην πόλη μας, θέλουν να βλέπουν γραφικότητες κι εγώ δεν τους χαλάω χατίρι, μια και μου δίνεται η ευκαιρία να ξαναθυμάμαι. Ο φίλος είναι καλό παιδί, μα πλούσιος κι αριστοκράτης. Έχει μάλιστα στενή συγγένεια με κορυφαίο πολιτικό πρόσωπο, που τουφέκισαν στο εικοσιδύο για την Καταστροφή. Κοιτάζοντας τις ρημαγμένες γειτονιές, που αυτός τις έβρισκε πάρα πολύ ωραίες, έλεγα διαρκώς μέσα μου: «Πότε άραγε θα τιμωρήσουμε κι αυτούς που μας διάλυσαν με τη μετανάστευση;»
Πάνω σ’ αυτό καθίσαμε για ένα ούζο κάτω από έναν πλάτανο. Σήκωσα το κεφάλι μου και θαύμασα την κορμοστασιά του. Έχει πολλά και γερά κλωνάρια, που σηκώνουν αρμαθιές ολόκληρες…
Η Νυχτερίδα...
Ιούνιος του 1954, τελευταία Κυριακή. Ολημερίς ο ήλιος ζεμάτιζε, η θάλασσα λαμποκοπούσε ασάλευτη και σε στράβωνε. Μάταια οι άνθρωποι της νέας πόλης σηκώνανε τα μάτια κατά το Χορτιάτη, σα να ’ταν από κει που θα κατέβαινε το ποθητό αεράκι, για να δροσίσει την ατμόσφαιρα, να πνίξει τις ύποπτες μυρωδιές και τη σκόνη στα νερά του Θερμαϊκού. Με το νύχτωμα φωταγωγήθηκαν τα Κάστρα: πρώτη φορά ύστερα από τον εμφύλιο. Άρχιζε λοιπόν η ανάρωση; Ο Γαρέλας ένιωσε μια φαγούρα στα μάτια, τον υπνώτιζε το Επταπύργιο. Τα χρυσοκίτρινα μπεντένια του θύμιζαν κάτι άλλα, μαύρα σαν έβενος, πάνω σ’ ένα σμαράγδινο ουρανό. Το χέρι μου να ξεχαστεί ποτέ μου αν σε ξεχάσω, Ιερουσαλήμ. […]
Οι άνθρωποι της απάνω πόλης κατεβαίναν μόνοι τους ή συντροφιά, ντυμένοι οι πιο πολλοί στα σκούρα κυριακάτικά τους. Σουλατσάριζαν στην προκυμαία μπρος από κέντρα με παρδαλά φώτα και στα πάρκα με τα σκονισμένα πλατάνια. Οι κάτοικοι της νέας πόλης, κορίτσια ξεμπράτσωτα, νέοι με χρυσό σταυρουδάκι να κρέμεται φανερά στα τριχωτά στήθια τους, παίρνανε κούρσες και ταξιά, ή σκαρφαλώναν με τα πόδια ως την παλιά πόλη, ελπίζοντας να βρούνε λίγη δροσιά σε κείνο το ύψος. Όπως το συνήθιζε ο Γαρέλας έφτασε στο ραντεβού ένα λεπτό ύστερα από το τσακ. Από μακριά είδε το Σαρίδη που σήκωνε με τις χερούκλες του το σιδερένιο τραπεζάκι και καμπουριάζοντας το έστηνε στην άκρη του γκρεμού, κάτω από τη μεγάλη μουριά. Ύστερα όρθωσε τη ραχοκοκαλιά του μα η καμπούρα έμεινε. Ενθύμιο της Μακρόνησος. Πίσω του έφτασε το γκαρσόνι σηκώνοντας από δυο καρέκλες σε κάθε χέρι. Ο Μιχάλης τις ταχτοποίησε γύρω από το τραπέζι αφήνοντας την πλευρά του γκρεμού ανοιχτή. Το γκαρσόνι έβγαλε από την τσέπη της ποδιάς του ένα μεγάλο άσπρο χαρτί, μαχαιροπήρουνα, την αλατιέρα, κι έστρωσε.
—Περιμένετε κι άλλον; ρώτησε
—Ακόμα δυο, ένα… ένα, διόρθωσε ο Γαρέλας αναγνωρίζοντας τον Παράσχο που ακουμπούσε με τη ράχη στη μουριά, μέσ’ στο σκοτάδι.
—Το κρέας τελείωσε, είπε το γκαρσόνι. Αν θέτε τίποτε αυγά, κανένα σαγανάκι, σαρδέλες, σαλάτα.
—Κι από κρασί πώς πάμε; ρώτησε ο Μιχάλης.
—Πίνεται.
Το γκαρσόνι πήρε την παραγγελία κι έφυγε. Το μαγαζί βρισκόταν αντίκρυ, σ’ ένα παλιό τούρκικο σπίτι, διώροφο και άσπρο, με μονό μπαλκόνι και κλειστά παντζούρια. Ανάμεσα στη μουριά και το μαγαζί περνούσε ο δρόμος. Τα λαμπιόνια της ταβέρνας φώτιζαν αμυδρά τους διαβάτες• κάτι παιδιά περνούσαν τρέχοντας τη φωτισμένη περιοχή κι ύστερα ακούονταν οι φωνές τους, τσιριχτές κι ανυπόμονες μέσα στη νύχτα. Πιο ψηλά, σαν τζιτζίκι μέσ’ στο καταμεσήμερο, ακουόταν η εξάτμιση ενός μοτοσακό, μ’ εκνευριστικές διαλείψεις.
Ο Παράσχος έσκυψε πάνω απ’ τον γκρεμό. Πνιγμένα στη θερινή θολούρα, τα φώτα της πόλης είχαν κάτι το σκόρπιο και το γαλατερό. Στην προκυμαία ξαστέρωναν κάπως, γίνονταν πράσινα, και το φιδωτό καθρέφτισμά τους μέσ’ στα στεκάμενα νερά, μελί. Μακριά ωστόσο, στο Καραμπουρνού, κάμποσες λάμπες στη σειρά σπιθίζαν σαν αυγερινοί• θα ’τανε πυροφάνια. Ο Παράσχος βρήκε την Εγνατία, την Τσιμισκή και την Πλατεία Αριστοτέλους. Ο Λευκός Πύργος, φωταγωγημένος κι αυτός, του χρησίμευε για να προσανατολίζεται. Βρήκε που έπεφτε περίπου το ταξιδιωτικό γραφείο όπου μπόρεσε και χώθηκε για μερικές ψωροδραχμές κάνοντας το μεταφραστή, τον αλληλογράφο, το βοηθό λογιστή, τον τηλεφωνητή, τον κλητήρα, με μια λέξη το σκλάβο.
—Ωραία είναι κι από δω πάνω, είπε. Αλλά εγώ προτιμώ τη νέα πόλη, θυμίζει φοβερά την Αλεξάντρεια.[…]
Και τον πήραν τα δάκρυα. Εντούτοις, φίλοι μου, ο Παντελής καταδικάστηκε σε θάνατο[…]. Κι ύστερα ήρθαν και τους πήραν, ξημερώματα, και τους κόλλησαν στον τοίχο, έξω από τις φυλακές του Επταπύργιου και τους ντουφέκισαν. Ήμουν εκεί απέξω, τους είχα πάρει το κατόπι με ταξί, κι άκουσα τις ομοβροντίες. Μέσα το ταξί λιποθύμησα. Κι όταν με συνεφέραν άρχισα να τρέχω, να παρακαλώ, να μου δώσουν τον Παντελή, και σκοτωμένο τον ήθελα. Τους είχαν θάψει κιόλας μαζί. Και νοίκιασα μια κάμαρη στην παλιά πόλη κι έμεινα. Αγόρασα τάφο στο κοιμητήρι της Ευαγγελίστριας κι αργότερα μάζεψα τα κόκαλά τους ανακατωμένα και τα ’θαψα εκεί να έχουν στα πόδια τους τη νύφη του Θερμαϊκού, που λένε, γιατί μοιάζει τόσο με την Αλεξάντρεια. Να πάμε αν θέτε αύριο να τον δείτε. Άλλο σκοπό δεν έχω, δε μου ’μεινε άλλη δουλειά. Συγυρίζω τον τάφο, ανάβω το καντήλι, ρίχνω νερό, βάζω τον παπά και διαβάζει ευχές, κάνω κόλυβα.
Στρατής Τσίρκας, Η Νυχτερίδα, Κέδρος 198821, σ. 407-409 & 421-422
Αντίο, Θεσσαλονίκη...
Τετάρτη 30 Αυγούστου
[…]
Η Θεσσαλονίκη απλώθηκε σε μήκος και σε πλάτος. Κι ενώ ήταν μια πόλη γεμάτη άκομψες πολυκατοικίες και παράγκες, ήρθε η δικτατορία και μαζί ο Τομ Πάπας με τα φιλόδοξα σχέδιά του. Άρχισαν οι απαλλοτριώσεις εκτάσεων, το γκρέμισμα παλαιών κτισμάτων, το χτίσιμο εργοστασίων, η κατασκευή του λιμανιού. Τα έργα φέρανε καινούργιο κόσμο και σύντομα οι φτωχοί αγρότες γίνανε αστοί. Τα έργα έφεραν λεφτά, τα λεφτά τις διασκεδάσεις, οι διασκεδάσεις την εγκληματικότητα. Κάποιοι τότε είπαν πως η Ελλάδα απέκτησε το Αμβούργο της. Η Θεσσαλονίκη γέμισε σκυλάδικα κι έχασε τη ραθυμία και την εικόνα μιας πόλης με παραδοσιακή κουλτούρα. Οι νεόπλουτοι και οι σκυλόβιοι κατέστρεψαν τη σαγήνη της. Δεν έγινε, βέβαια, χειρότερη από την Αθήνα, αλλά έχασε βαθμιαία τον χαρακτήρα της. Η ειδυλλιακή πολιτεία εξαφανίστηκε για πάντα. Ακόμα και η γραφική Άνω Πόλη, η Πλάκα, ας πούμε, της Θεσσαλονίκης, έχασε το χρώμα της. […]
Μετά από έναν χρόνο και κάτι, αρχές Νοεμβρίου
1
Το κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης είχε τελειώσει. Το πλήθος των δημοσιογράφων, ηθοποιών, παραγωγών και κινηματογραφόφιλων που είχε εισρεύσει στην πόλη απ’ όλα τα σημεία της χώρας αραίωνε σιγά σιγά. Τα ξενοδοχεία άδειαζαν από τους επισκέπτες, όπως και τα ζαχαροπλαστεία, οι καφετέριες, τα μπαρ και τα φαγάδικα. Η πόλη ξανάβρισκε το ρυθμό της, το ίδιο κι οι κάτοικοί της, που με το φεστιβάλ είχαν βρει θέματα συζήτησης. Όχι μόνο για βραβεία που δόθηκαν δικαίως ή αδίκως, μα και για τα παραλειπόμενα, τα οποία ήταν αρκούντως ενδιαφέροντα: ερωτικά και άλλα κουτσομπολιά.
Δύο μέρες μετά την απονομή των βραβείων, σ’ ένα ταβερνάκι της Άνω Πόλης κάθονταν μερικές παρέες Αθηναίων με Θεσσαλονικείς φίλους τους. Ανάμεσά τους, σε χωριστά τραπέζια βρίσκονταν αρκετοί κριτικοί: ο Ηλίας Κανέλλης, ο Δημήτρης Χαρίτος, η Ελένη Μάρα, ο Δημήτρης Δανίκας, ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης, ο Κώστας Τερζής, η Σώτη Τριανταφύλλου. Στο βάθος του μαγαζιού, σε σημείο αθέατο από την είσοδο, καθόνταν ο Τηλέμαχος Λεοντάρης και ο Φίλιππος Φιλίππου, με θέα, μεταξύ άλλων, στο διπλανό τραπέζι, όπου κάτι γκομενάκια γουργούριζαν σαν περιστέρες.
«Λοιπόν, τι να την κάνω την ιστορία σου;» ρώτησε κάποια στιγμή ο συγγραφέας. «Αστυνομικό ή ερωτικό μυθιστόρημα;»
«Κάν’ την ό,τι σου καπνίσει. Από δω και πέρα είναι δική σου, σου τη χαρίζω», είπε ο Λεοντάρης.
Ο συγγραφέας έριξε μια γρήγορη ματιά στο περιεχόμενο του τραπεζιού τους με το λινό χρωματιστό τραπεζομάντηλο. Όλα τα αγαθά του ελληνικού γαστριμαργικού παράδεισου απείχαν ελάχιστα εκατοστά από την ακτίνα δράσης των χεριών του: κοκορέτσι, γαρδούμπα, τζατζίκι, σαγανάκι, τυροκεφτέδες, πατατοκεφτέδες, πατάτες τηγανητές, σπεντζοφάι και η απαραίτητη χωριάτικη σαλάτα. Μια γυάλινη κανάτα με κόκκινο κρασί κόντευε να τελειώσει. Τελικά, καμάκωσε με το πιρούνι του ένα κομμάτι ζεστό κοκορέτσι.
«Με προβληματίζει ως ήρωας αστυνομικού μυθιστορήματος ο Άνθιμος, ο ηθοποιός. Σε μια σχολή συγγραφέων δι’ αλληλογραφίας στην Αθήνα –υπάρχουν και τέτοια φρούτα– διδάσκουν ότι, για να είναι αληθοφανές ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, πρέπει ο δολοφόνος να μην είναι ψυχοπαθής».
[…]
Στο ταβερνάκι κατέφθασαν μερικοί λογοτέχνες της Αθήνας, που κάθισαν σε άλλο τραπέζι: ο Γιάννης Πατίλης, η Έλσα Λιαροπούλου, ο Βασίλης Ιωακείμ, ο Σωτήρης Δημητρίου, ο Τάσος Καπερνάρος. Ο συγγραφέας τους χαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλιού κι εκείνοι ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό.
[…]
2
Οι δύο φίλοι συνέχισαν το φαγητό τους, ρίχνοντας ματιές ολόγυρά τους. Απορροφημένοι καθώς ήταν, δεν τους ενδιέφεραν τα πρόσωπα που βρίσκονταν στο μαγαζί, ούτε καν οι ωραίες κοπέλες. Αυτό που προείχε ήταν η ιστορία και το μυθιστόρημα που έπρεπε να γραφτεί για να τέρψει κάποιες χιλιάδες αναγνωστών.
[…]
3
Είχε βραδιάσει, τα φώτα της Άνω Πόλης άναβαν το ένα μετά το άλλο. Οι σερβιτόροι στο ταβερνάκι δεν προλάβαιναν να παίρνουν παραγγελίες. Ο Λεοντάρης ξαναγέμισε το ποτήρι του με κρασί κάνοντας το ίδιο και μ’ εκείνο του συγγραφέα, ο οποίος είχε σταματήσει τις ερωτήσεις. Στα άλλα τραπέζια συζητούσαν μεγαλόφωνα και μάλλον διαφωνούσαν – ο Ηλίας Κανέλλης εξέφραζε τις αντιρρήσεις του για τις αρετές του έργου του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Ξαφνικά από την οδό Ακροπόλεως πέρασε μια μοτοσικλέτα μ’ ένα ναύτη που δεν φορούσε κράνος αλλά πηλήκιο. Στη θέση του συνοδηγού καθόταν μια ξανθιά γυναίκα, αγέρωχη, περήφανη, απρόσιτη. Τα μαλλιά της ανέμιζαν, το ίδιο και η κόκκινη φούστα της, που αποκάλυπτε τα μακριά, αγαλματένια πόδια της έως ψηλά τους γοφούς.
[…]
Ο συγγραφέας, που είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό στη θέα της δυναμικής καβαλάρισσας, σφύριξε θαυμαστικά. Μόλις η μοτοσικλέτα χάθηκε από το οπτικό του πεδίο, σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε σ’ ένα σημείο απ’ όπου μπορούσε να βλέπει πανοραμικά την Κάτω Πόλη. Ο φωταγωγημένος Λευκός Πύργος δέσποζε στην παραλία και του χρησίμευε για να προσανατολίζεται. Βρήκε με το βλέμμα την Εγνατία, την Τσιμισκή, την πλατεία Αριστοτέλους, τη Ροτόντα. Κάποια στιγμή θυμήθηκε τη Νυχτερίδα του Τσίρκα και το τέλος του βιβλίου, όπου μερικοί ήρωες της ιστορίας μαζεύτηκαν στην Άνω Πόλη πίνοντας κρασί κι αγναντεύοντας τις φυλακές του Επταπυργίου. Επέστρεψε σύντομα στο τραπέζι του και κατέβασε την τελευταία γουλιά από το ποτήρι του.
[…]
«Τελικά, είναι ερωτική η Θεσσαλονίκη;» ρώτησε μειδιώντας ο συγγραφέας.
«Ας το κρίνουν οι αναγνώστες σου», απάντησε ο Λεοντάρης. «Εγώ λέω ότι είναι ώρα να πηγαίνουμε, αρκετά φλυαρήσαμε».
«Πάμε να περπατήσουμε στην παραλία», είπε ο συγγραφέας. «Τελευταία μας νύχτα απόψε εδώ. Αύριο την κοπανάμε για την Αθήνα. Αντίο, Θεσσαλονίκη!»
Φίλιππος Φιλίππου, Αντίο, Θεσσαλονίκη, Πόλις, Αθήνα 1999, σ. 123, 273-274, 275, 276, 279, 279, 286.
Το Φύλλο [απόσπασμα 1]...
1
«Από την μπαλκονόπορτα αυτή», έγραφε στον φίλο του τον Κώστα που σπούδαζε στο Μόναχο σκηνοθέτης του κινηματογράφου «βλέπω ολόκληρη την Πάνω-Πόλη, σε πλάτος και σε βάθος, τα Κάστρα, το Γιαντί-Κουλέ, (θυμάσαι το τραγούδι;) την Ροτόντα και τον μιναρέ, την Μονή Βλατάδων που μου φαίνεται τόσο κοντά που έτσι ν’ απλώσω το χέρι μου νομίζω ότι θα πιάσω τα παγώνια της από τις ουρές τους. Δεν ξέρεις τι χαρά είναι για τα μάτια μου που στεγνώνουν μες τις σελίδες της Γεωπονίας, τι ανακούφιση για την έγκλειστη ψυχή μου όταν βλέπω όλη αυτή τη θάλασσα των κεραμιδιών σπαρταριστή, ανήσυχη, με τους τρούλους από τις εκκλησίες που ξεμυτίζουν σαν ράχες από φάλαινες ανάμεσά τους, να ξεδιπλώνεται κυματιστά προς τα πάνω καταλήγοντας στα εφταπύργια τείχη που λες και δαγκάνουν με το ξεδοντιασμένο στόμα τους τον ουρανό. Και τα τουρκόσπιτα με τις αυλές, τα κόκκινα τζάμια στο σούρουπο, τα ξύλινα αγκωνάρια τους κ’ οι στριφογυριστές σκάλες, όλα αυτά, Κώστα μου… Μονάχα όταν έχει ομίχλη και δεν βλέπω τίποτε νομίζω πως βρίσκομαι στο κενό κι απελπίζομαι και τα χάνω. Τ’ απογεύματα, κατεβαίνω και σεργιανώ στα σοκάκια της κ’ εκεί, ό,τι κοιτάζω απ’ το ερημητήριό μου, το γεύομαι από κοντά, το ψαύω, το ζω στην παραμικρή του λεπτομέρεια. Μονάχα που απ’ το παράθυρό μου βλέπω και το Πανεπιστήμιο, τις αίθουσες διδασκαλίας, αυτά τα κρεματόρια, και αυτό όσο να πεις είναι δυσάρεστο γιατί μου θυμίζει κάθε τόσο πως πρέπει να διαβάζω. Κ’ εσύ πώς τα πας με τις σπουδές σου; Γύρισες την δωδεκάλεπτη ταινία σου που μου έγραφες;
Μονάχα που τι να σου πω! Είναι περίεργο, πολύ περίεργο να ζεις πάνω στην κόψη του ξυραφιού, πάνω στα σύνορα των δύο κόσμων. Γιατί έτσι όπως είναι το καινούργιο σπίτι μας, από την δώθε μεριά της Εγνατίας κι απέναντι είναι η Καμάρα και η σειρά των χαμηλών σπιτιών με τα ραγισμένα και φθαρμένα προσωπεία, έχω την αίσθηση πως βρίσκομαι πραγματικά πάνω στα σύνορα, στο μεταίχμιο της νέας πόλης με τα τετράγωνα θηρία της και της παλιάς με τα σεμνά και φτωχικά της σπίτια. Στον κόσμο που ανήκω υπάρχει άνεση, μα καμιά χαρά. Στον απέναντι κόσμο μπορεί να υπάρχει φτώχεια, μιζέρια, δυστυχία, μα ωστόσο μια κάποια διάθεση κεφιού απλώνεται με τη νύχτα κ’ οι άνθρωποι εκεί τραγουδάνε πιο αμέριμνοι, ανασαίνεις πιο ελεύθερα, γιατί λιγότερη είναι η στοιβαγμένη πέτρα κ’ υπάρχουν ακόμα δέντρα και λουλούδια στις αυλές. Οι γραμμές των τραμ είναι τ’ ορόσημο. Τα περίπτερα, τα συνοριακά φυλάκια. Γι’ αυτό σου λέω πως είναι δύσκολο να ζεις πάνω στα σύνορα. Κάθε τόσο νιώθεις την ανάγκη να δραπετεύσεις, να πας να ζήσεις για λίγο στον κόσμο εκείνο που δεν ανήκεις, αφήνοντας τον κόσμο όπου ανήκεις χωρίς καθόλου να ζεις. Ώσπου στο τέλος το μόνο που κερδίζεις είναι να μη ξέρεις πού είσαι και να χάνεις κάθε τόσο την οποιαδήποτε σιγουριά που σου χαρίζουν τα οποιαδήποτε όριά σου.
Έτσι περίπου αισθάνομαι στο καινούργιο μας σπίτι. Είναι ακόμα νωρίς για να κάνω προβλέψεις. Το μόνο που ξέρω ότι θέλω προς το παρόν είναι να φτιάξω μέσα στην δική μου κάμαρα ένα κόσμο δικό μου. Συγχώρα με για την φλυαρία μου. Περιμένω γράμμα σου με όλα τα δικά σου νέα.
ΛάζοςΥ.Γ. Στάσου. Δεν μπορώ να μη σου περιγράψω με δυο γραμμές αυτό που είδα μόλις σήκωσα το κεφάλι μου: ο ήλιος γέρνει πίσω από το Βέρμιο κ’ οι αχτίδες του ανάβουνε φωτιές στα τζάμια και στις λαμαρίνες της Πάνω-Πόλης. Η ώρα είναι πολύ γλυκιά κ’ οι θόρυβοι μικραίνουν μες το μαβί χρώμα του δειλινού. Τα παράθυρα των σπιτιών κοκκίνησαν όπως τα μάτια στον αποχωρισμό. Ο ήλιος θρυμματίστηκε επάνω τους σε χιλιάδες κομμάτια. Μονάχα που έπειτα από αυτό το αντιφέγγισμα τι γρήγορα, Θε μου, που κατεβαίνει η νύχτα…».
Βασίλης Βασιλικός, Το φύλλο, το Πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα, Εστία, Αθήνα 19663, σ. 13-15.
Το Φύλλο [απόσπασμα 2]...
2
Δεν ήταν τύχη λοιπόν ούτε σύμπτωση που ένα απόγευμα μες τα στενά σοκάκια της Πάνω-Γειτονιάς, την συνάντησε. Ήταν ώριμος πια να την δεχτεί, γιατί από καιρό στους μοναχικούς περιπάτους του φαίνεται πως την ζητούσε. Είχε μαλακώσει ο καιρός, Απρίλης ήτανε, και βγήκε να σεργιανίσει λίγο τ’ απόγευμα στην Πάνω-Πόλη για ν’ αεριστεί το μυαλό του από το διάβασμα, ώσπου…
Την είδε να βγαίνει από μια πάροδο της Αγίου Δημητρίου, ανεπάντεχα. Κι αμέσως έστριψε στην γωνιά χωρίς ο ίδιος να προφτάσει καθόλου να δει το πρόσωπό της. Δεν την ήξερε από πριν, η κορμοστασιά της δεν του θύμιζε τίποτα. Άθελά του, μαγνητισμένος σχεδόν, την ακολούθησε. Μίκραινε το βήμα του για να μην την προσπεράσει. Πρόσεξε πρώτα τα λεπτά άσπρα πόδια της με τις κοντές κόκκινες κάλτσες. Οι γάμπες της ήταν χυμένες σ’ ένα καλούπι ύπερου. Δεν είχε τακούνια κι αυτό έκανε ακόμα πιο ανάλαφρη την περπατησιά της. Έπειτα πρόσεξε την καφετιά καμπαρντίνα της με την ζώνη στη μέση. Μα η ματιά του κυριολεκτικά γαντζώθηκε από την ξανθιά της αλογοουρά που καθώς ήταν δεμένη ψηλά μ’ ένα κόκαλο έπεφτε κάθετα προς τα κάτω και ανεξάρτητη από την πλάτη που σκέπαζε, χόρευε, καμπάνιζε, πηδούσε, ελεύθερη, ατίθαση σαν χαίτη αλόγου κι αθόρυβη σαν μακρινός καταρράχτης που δεν μας φτάνει η βουή του. Η ώρα ήταν βαθιά και ήσυχη. Ο ουρανός αντηχούσε από τις καμπάνες του εσπερινού που χτυπούσαν σκόρπιες μες τα σπίτια. Και ο ήλιος, κοντά στη δύση του, χρύσιζε τα στάχυα των μαλλιών της, βάθαινε το σκούρο χωμάτινο χρώμα της καμπαρντίνας της.
Προχωρούσε κ’ ήταν τόσο φωτεινή μες τα ισκιωμένα κιόλα σπίτια, τόσο πλούσια μέσα σε όλη εκείνη τη φτωχολογιά, τόσο μελλούμενη μέσα στο παρελθόν που βάραινε τριγύρω που «ποιος» συλλογίστηκε «ποιος θάταν αυτός που δεν θα την ακολουθούσε;» «Δεν κάνω τίποτα κακό» ήταν η επόμενη σκέψη του. «Με παρασέρνει ο ρυθμός της σαν ένα ποίημα».
Προχωρούσε και φαινόταν να ήξερε που πηγαίνει γιατί δεν δίσταζε καθόλου μες τα πολύπλοκα ελικωτά σοκάκια. Ανέβαινε τώρα την Ιουλιανού. Στην Κασσάνδρου έκοψε δεξιά. Κ’ έπειτα πάλι αριστερά προς τα πάνω. Έτρεχε σαν την πετροπέρδικα — κόκκινες κάλτσες σαν τα νύχια της πέρδικας — που νιώθοντας την απειλή του κυνηγού από πίσω της ολοένα ψηλώνει το φευγιό της. Πρόσεξε ότι τα πόδια της δεν σκόνταφταν σαν τα δικά του πάνω στις πέτρες και διάλεγε τα μονοπάτια που ήταν βατά. «Άρα», συμπέρανε «θα μένει κάπου εδώ κοντά. Το σπίτι της θάναι εδώ. Κι από στιγμή σε στιγμή μπορώ να την χάσω». Τότε τον κυρίεψε η περιέργεια να δει το πρόσωπό της. Και δεν φοβόταν μην απογοητευθεί, μην πάψει ξαφνικά το καλντερίμι να μοιάζει με το αυλάκι που αφήνουν πίσω τους τα όνειρα. Η διαίσθησή του του έλεγε πως το πρόσωπό της θάταν το ίδιο ζωντανό σαν την αλογοουρά, το ίδιο σαν κι αυτήν χρυσαφένιο. Μα πώς να το δει; Αν την προσπερνούσε, τότε εκείνη θα το καταλάβαινε πως την ακολουθεί, και θα έτρεχε περισσότερο. «Κάπου θα συμπέσουμε, δεν γίνεται», έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. «Σε μια στροφή, σ’ ένα σταυροδρόμι».
Τότε παρατήρησε πως τα χέρια της δεν ήταν ελεύθερα. Κάτι κρατούσε. «Τι μπορεί νάναι;» σκέφτηκε. «Κανένα φόρεμα; Κανένα άστρο; Ή το ψωμί απ’ τον φούρναρη; Τι κρατά στα χέρια της κ’ είναι τόσο κουρασμένη;»
Φαίνεται πως με τις σκέψεις όμως χαλάρωσε το βήμα του γιατί ανεπάντεχα είδε πως την έχασε από μπροστά του. Έτρεξε ως την στροφή. Κοίταξε: μια πλατεία μικρή ανοίγονταν μπροστά του με ένα γέρικο πλάτανο στη μέση και μια βρύση. Τρεις δρόμοι ξεκινούσαν από κει. Ποιον απ’ τους τρεις να πήρε; Είδε δυο γριούλες που καθόταν στα κατώφλια τους σκυμμένες πάνω από τα πλεχτά τους. Αυτές δεν θάξεραν να του πουν. Κάτι πιτσιρίκια παίζαν ξέφρενα μ’ ένα πάνινο τόπι. Πήγε να τα ρωτήσει. Μα ένας παπάς φάνηκε να διασχίζει εκείνη τη στιγμή, στητός, περήφανος, την μικρή πλατεία και τα παιδάκια, παρατώντας το παιγνίδι τους, τρέξαν ν’ ασπαστούν το χέρι του.
Δεν είχε ώρα για χάσιμο. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε μεγάλωνε την απόσταση. Κ’ η νύχτα δεν θ’ αργούσε. Πήρε στην τύχη το μεσαίο στενό. Έτρεχε τώρα. Ζητούσε απελπισμένα την χαμένη αλογοουρά που καμπάνιζε ανυπόταχτη. Οι καμπάνες του εσπερινού είχαν βουβαθεί κ’ η σιωπή απλώθηκε στον ουρανό.
Τα καλντερίμια, όσο έτρεχε, αντί να ξεμπλεχτούν, μπερδεύονταν ολοένα και περισσότερο. «Λαβύρινθος», σκέφτηκε. Κι αν χανόταν το νήμα του ήλιου που τον συγκρατούσε σίγουρα δεν θάχε έξοδο από εδώ. Και το κομμάτι αυτό της Πάνω-Πόλης δεν το ήξερε. Πρώτη φορά έπεφτε τόσο ανατολικά. «Λαβύρινθος… Σωστός Λαβύρινθος». Και βάφτισε την άγνωστη κοπέλα που τον έμπλεξε μέσα εδώ Αριάδνη. «Αριάδνη… Αριάδνη». Έλεγε τ’ όνομά της μουρμουριστά στον ρυθμό που έτρεχε.
Τώρα υποπτεύονταν την κάθε πόρτα. Κοιτούσε μέσα σε κάθε αυλή. Παντού μπορούσε νάχει τρυπώσει. Έτσι που σκόνταψε πάνω σ’ ένα πλανόδιο γιαουρτσί και παραλίγο, αν εκείνος δεν πρόφταινε να γυρίσει την ξύλινη πλάστιγγά του, να σάρωνε όλα τα κεσεδάκια με το πρόβιο γιαούρτι στο χώμα. «Μα πού πήγε; Πού χάθηκε έτσι απότομα; Κόπηκε σαν ένα τραγούδι. Έσβησε σαν το χρώμα της θάλασσας στο δειλινό. Ο παπάς εκείνος, κακό σημάδι. Κι αν πήρε ένα από τα άλλα στενά; Πού τρέχω λοιπόν έτσι αλλόφρονα; Πού πάω; Τι θέλω; Θέλω… να δω το πρόσωπο της Αριάδνης». Ένας σκύλος τον πήρε το κατόπι. Και τότε μες την ταραχή του, μες τα γαυγίσματα του σκύλου, στις βρισιές του γιαουρτσί, ανάμεσα από τους ανθρώπους που τον κοιτάζαν καχύποπτα, θυμήθηκε τ’ αφρόψαρα. Τ’ αφρόψαρα που βγαίνουν για λίγο στην ίσια επιφάνεια του νερού, χτυπούν με τα φτερά τους τα κύματα, σκορπώντας νιφάδες και τρίμματα από ασήμι κ’ έπειτα τα ρουφά ξανά η θάλασσα, και κατεβαίνουν βαθιά, βαθιά, βαθιά, εκεί όπου δεν τα φτάνει κανένας βουτηχτής, εκεί όπου κι αυτά τα χέρια του ήλιου σταματούνε.
Τώρα βρισκόταν σ’ έναν χωματόδρομο πλατύ που δεν είχε σπίτια στην μια μεριά του. Τον αναγνώρισε αμέσως. Εδώ κάπου ήταν το Λυσσιατρείο όπου ερχόταν, μια εποχή, όταν ήταν πρωτοετής στην Γεωπονία, κ’ έκανε ενέσεις στην κοιλιά του — τον είχε δαγκάσει μια λυσσασμένη γάτα που πήγε να την γλυτώσει από κάτι σκυλιά. Ναι. Το είδε. Τούτη την ώρα το Λυσσιατρείο ήταν έρημο, μ’ ένα φως στην πρόσοψη, κάτω από την στέγη. Πλάι του ήταν ένα παλιό ενετικό τείχος χορταριασμένο. Ακούμπησε εκεί. Πιο κάτω, τα εβραίικα μνήματα και το μεγάλο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας, περιφραγμένο. Κοίταξε ένα στρέμμα γης, σπαρμένο σταυρούς και νεκροκρέβατα, με αναμμένα καντήλια. Οι κορφές των κυπαρισσιών ηρεμούσαν. Από τον πλατύ χωματόδρομο που πήγαινε πλάι στον φράχτη του νεκροταφείου, ανέβαινε ένα ζευγαράκι, αργά. Δεν ξεχώριζε τα σώματα τόσο ο ένας ήταν χωνεμένος μες την αγκαλιά του άλλου. Και κάτω, σαν κυπαρίσσι που ξέφυγε από το κιγκλίδωμα, ψήλωνε ατάραχος μες το σουρούπωμα ο μιναρές. Στεκόταν εδώ, ακουμπισμένος πάνω στο παλιό ενετικό κάστρο και κοιτούσε ανήσυχα τον δρόμο, μήπως κατά λάθος ξεπέρασε την κοπέλα, μήπως ξεπρόβαλλε από πουθενά, όταν το μάτι του έπεσε πάνω στο νέο τείχος που φτιάχναν τούτη τη φορά οι νεόκτιστες πολυκατοικίες, από την κείθε μεριά της Εγνατίας, κρύβοντας την θέα προς την θάλασσα όπου είχε δύσει οριστικά ο ήλιος. Τρόμαξε, τόσο το σταχτί τούτο κάστρο, το μακρύ οχύρωμα με τις συμμετρικές επάλξεις και τις σκοτεινές πολεμίστρες του, του φάνηκε εφιαλτικό. Μα περισσότερο ακόμα τρόμαξε με την σκέψη ότι ζούσε κι Αυτός εκεί μέσα, ότι ένα κομμάτι του το αποτελούσε το σπίτι όπου έμενε, μια μπουκαπόρτα του ήταν το παράθυρό του. Μέτρησε, υπολόγισε, είδε την πράσινη ταμπέλα που ήταν κάτω ακριβώς απ’ το μπαλκόνι του, ΣΤΕΓΗ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΩΝ, το βρήκε. Το παράθυρο τον κοιτούσε σαν μάτι σκοτεινό, επιτιμητικά. Τι ζητούσε Αυτός εκεί πέρα; Τι ήθελε μες τα λιβάδια της φτωχολογιάς; Δεν ήταν εκεί η θέση του. Η θέση του ήταν μέσα στο κάστρο. Γρήγορα πίσω, λοιπόν, σαν να του έλεγε, γρήγορα έλα πίσω, κακέ φρουρέ που εγκατάλειψες την θέση σου, προδότη, πίσω, στο μαντρί, απολωλός πρόβατο… «Όχι, λίγο ακόμα άσε με εδώ», παρακαλούσε Αυτός από μέσα του. «Θάρθω σε λίγο. Θάρθω…». Γύρισε με αηδία το κεφάλι του. Και τότε την είδε. Κατέβαινε. Ερχόταν ίσια πάνω του. Και κρατούσε μια γλάστρα στην αγκαλιά της.
Στην αρχή τα έχασε. Δεν πίστευε στα ίδια του τα μάτια. Πώς γινόταν να κατεβαίνει τώρα, ενώ πριν ανέβαινε; Άρα ο ίδιος είχε πέσει πολύ χαμηλά, χωρίς να το καταλάβει. Καταμεσίς στην γλάστρα ψήλωνε, όμοιο με μια τρεμουλιαστή πράσινη φλόγα, ένα φύλλο. Το πρόσωπό της δεν ξεχώριζε από μακριά. Τόβλεπε μονάχα χλωμό σαν το φεγγάρι στην αρχή της νύχτας. Στηριζόταν πάνω σ’ ένα μακρύ λαιμό, ίδιο με τον μίσχο του φύλλου. Από την μισάνοιχτη καμπαρντίνα της φαινόταν μια μπλούζα φουσκωτή που είχε το ίδιο κεραμιδένιο χρώμα με την γλάστρα που κρατούσε σφιχτά επάνω της.
Τράβηξε το χέρι του απότομα από το ερειπωμένο τείχος. Ήθελε τώρα να γίνει Αυτός ένας τείχος για να την σταματήσει.
Φυσούσε λίγο. Από μακριά, μέσα απ’ τις ρούγες, ερχόταν φωνές παιδιών, η φωνή του γιαρουρτσί που διαλαλούσε το πρόβιο γιαούρτι του, ο σκύλος που γαύγιζε τους ίσκιους. Και η κοπέλα πλησίαζε. Μα όσο ερχόταν πιο κοντά του γινόταν το αντίθετο από κείνο που περίμενε: το φύλλο της γλάστρας κολλούσε σιγά-σιγά πάνω στο πρόσωπό της, σκεπάζοντάς το με την πράσινη φλόγα του. Έτσι που τίποτα δεν έβλεπε από τα χείλια της, από τα μάτια της, από το κούτελό της. Μονάχα όπου ο δρόμος ήταν πολύ ανώμαλος και τόνα πόδι της βούλιαζε πιο βαθιά από τ’ άλλο, το φύλλο και το πρόσωπο χώριζαν, για τόσο λίγο που δεν πρόφταινε τίποτα ν’ αρπάξει, όπως μια πόρτα που ανοιγοκλείνει, κι έπειτα, μόλις ίσιωνε το βήμα της, ξανακολλούσαν, όπως το είδωλο που σμίγει με την σκιά του. Νεύριασε. Το παιγνίδι αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Μα ακόμα περισσότερο ενοχλήθηκε όταν είδε ότι όχι μονάχα ο λαιμός της άρχισε να γίνεται ένα με το κοτσάνι, αλλά και η φουσκωτή μπλούζα της, όσο πλησίαζε, χωνεύονταν σιγά-σιγά μες την κεραμιδένια γλάστρα. Έτσι, μεταμορφωμένη, πέρασε από δίπλα του, τον προσπέρασε, γιατί Αυτός έστεκε απολιθωμένος, ανίκανος να καταλάβει το θαύμα. Το μόνο που είδε ήταν τον μίσχο του φύλλου που αλαφρογύρισε προς το μέρος του καθώς τον προσπερνούσε.
Συνήρθε όταν η κρίσιμη στιγμή, η στιγμή που θα μπορούσε να την δει, είχε περάσει. Την ακολούθησε με κάποιο δισταγμό. Έβλεπε πάλι το χρυσάφι της αλογοουράς της, θαμπωμένο μες το σούρουπο. Τα πόδια της φέγγριζαν μες το αδιόρατο σκοτάδι. Εκείνη τον κατάλαβε και τάχυνε τον βηματισμό της. Τώρα ήταν πια αργά. Τόξερε. Αργά. Τόσο αργά που άναψαν και τα φώτα του Δήμου.
Είδε μια γυναίκα, μισή έξω απ’ το παράθυρο, να την καλησπερίζει. Κάτι τον εμπόδιζε τώρα να την ακολουθήσει παραπέρα. Ήξερε πως εδώ ήταν ο κόσμος της, η γειτονιά της, οι φίλες της. Σιγά-σιγά λιγόστεψε το βήμα του, ώσπου σταμάτησε ολότελα. Σε λίγο την είδε να στέκεται, να ανοίγει μια βαριά σιδερένια πόρτα κ’ εκεί μέσα να χάνεται. Περνώντας έπειτα από κει, πάνω στην μυρωδιά των βημάτων της, είδε πίσω από την σιδερένια πόρτα μιαν αυλή και στο βάθος της αυλής ένα χαμηλό διώροφο σπιτάκι με πορτοκαλιά παράθυρα. Σημείωσε τον αριθμό, 17. Οδός Ιερισσού, έγραφε στην ξεθωριασμένη ταμπέλα.
Κ’ έφυγε παίρνοντας την κατηφοριά της Αποστόλου Παύλου. Τότε μονάχα ένιωσε τον πόνο του καρφιού μες το παπούτσι του. Χώθηκε σ’ ένα ταβερνάκι και τράβηξε τρία ούζα μονοκοπανιά. Ζαλίστηκε, μα ηρέμησε κάπως. Κύλησε ως την Καμάρα. Απέναντι, στην άλλη όχθη, υψώνονταν τα πάμφωτα κάστρα. Περνώντας τα «σύνορα», τις γραμμές των τραμ, κόντεψε να τσακιστεί πάνω στις ράγες. «Πάλι στην φυλακή» σκέφτηκε καθώς σκαρφάλωνε, μικρό τρυποκάρυδο, τον πέτρινο κορμό της πολυκατοικίας.
Όμως το βράδυ εκείνο — άκουγε ξάγρυπνος τα σφυρίγματα των τραίνων στον Παλιό Σταθμό — για πρώτη φορά από τότε που μπήκε στο σπίτι αυτό, η κάμαρά του τον πρόδοσε κ’ έμεινε χωρίς προστασία. Το χάος ξαναγύρισε μέσα στην κάμαρά του, όπως ήταν προτού χτιστεί η οικοδομή: ένα διάστημα αδειανό και το σκοτάδι πάνω στην άβυσσο του. Πάχνη, ομίχλη, βροχή, χιόνι και χαλάζι. Συστήματα ανέμων. Συναγωγές υδάτων. Κ’ οι κάργες πετούσαν χαμηλά γυρεύοντας μες την νύχτα τον εαυτό τους.
Βασίλης Βασιλικός, Το φύλλο, το Πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα, Εστία, Αθήνα 19663, σ. 16-21.
Στη σκιά της πεταλούδα...
Η οδός Εγνατία είναι ένα μεγάλο μαχαίρι που κόβει την πόλη στη μέση. Μιλάω για την παλιά πόλη, για το κέντρο της, οι συνοικίες και τα περίχωρα έχουν μια σχέση με τη μνήμη της πόλης ατροφική. Οι συνοικίες είναι οι τρίχες, τα νύχια και τα δαχτυλίδια ενός πάσχοντος σώματος, λίγα ξέρουν γι’ αυτό το σώμα που θλίβεται και αγάλλεται μέσα στους αιώνες. Η οδός Εγνατία είναι το ζωνάρι που κόβει το κορμί της στα δύο.
Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν πάνω από την Εγνατία, εκεί μέσα σε στερημένους μικροαστούς και σε εργάτες που είχαν ξεγλιστρήσει από τη φόδρα της τσέπης των συνοικιών και ανακατώθηκαν με υπαλλήλους, μικροεπαγγελματίες και τεχνίτες που είχαν κάποτε πατρικό τους κάποιο πατικωμένο δωμάτιο στα τουρκόσπιτα της οδού Αρριανού, της Μόδη και της Φιλίππου. Όλα εκείνα έγιναν κάποια εποχή πολυκατοικίες και τα χνότα όλων τους χώρεσαν σε τριάρια ή δυάρια διαμερίσματα. Οι πιο εύποροι στα ψηλά και οι πιο φτωχοί στα ισόγεια και τα υπόγεια, εκεί στους ανήλιαγους βουβώνες των κτιρίων της αντιπαροχής.
Ο Ηλίας και ο Μάρκος, όταν ήταν παιδιά, έβλεπαν την Εγνατία κάτι σαν τη θάλασσα, κάπου εκεί τέλειωνε και ο κόσμος τους. Κάτω από την Εγνατία ζούσαν άλλοι άνθρωποι, πλούσιοι όπως έλεγαν, μαγαζιά ευρύχωρα και φωτισμένα, ακριβές ταβέρνες, άλλα ντυσίματα, άλλοι τρόποι, παλιά μέγαρα με κίονες και επιγραφές. Η Εγνατία ήταν και κάτι σαν ποτάμι, αργότερα στις μεγάλες τάξεις του δημοτικού με σπουδαγμένη καλά τη γεωγραφία την έλεγαν κοροϊδεύοντας Ντούνα, Δούναβη, που χώριζε δυο πόλεις, τη Βούδα και την Πέστη.
Από κάποια ηλικία και μετά η Υπαπαντή τους άφηνε να γυρνάνε μόνοι τους στη γειτονιά. Δυο αγόρια ψηλά, με καλούς τρόπους, πιασμένα χέρι χέρι, που ανακατεύονταν στις αλάνες της Πάνω Πόλης και στα άχτιστα οικόπεδα της Ολύμπου και της Αγίου Δημητρίου. Παιδιά λογικά και εύστροφα, λίγο όμως ευφάνταστα, ψωμωμένα με τα παιχνίδια του στενού διαμερίσματος, μεγαλωμένα με Μονόπολι, Γκρινιάρη, Φιδάκι, Φωτεινό Παντογνώστη και στρατιωτάκια.
Οι αληθινοί στρατιώτες ήταν όμως στα στενά της οδού Ησαΐα, πίσω απ’ το τούρκικο προξενείο, και στο μεγάλο δίτερμα στο κτίριο του Χημείου στο πανεπιστήμιο. Οι αληθινοί στρατιώτες ήταν τα παιδιά από την Κασσάνδρου κι απ’ τα παλιόσπιτα της Ολυμπιάδος, στρατιώτες με κεφάλια κουρεμένα γουλί και μάλλινες μπλούζες πλεγμένες στο χέρι. Ήταν οι στρατιώτες που δεν ήξεραν πως κάτω από την Εγνατία ήταν ένας άλλος μεγάλος κόσμος, παρά πολεμούσαν αδιάκοπα με ξύλινα σπαθιά και κοντάρια στα χαρακώματα, εκεί στα κατουρημένα οικόπεδα της Αποστόλου Παύλου και στα γιαπιά της Ευριπίδου, όπου έκανε στοίβες το αμμοχάλικο.
Μέσα στις πιο ξεκάθαρες εντολές της Υπαπαντής καθώς τριγύριζαν μόνοι τους τα απογεύματα της κάθε άνοιξης, ήταν να μην περάσουν ποτέ την Εγνατία. Συχνά τότε έκαναν οι δυο τους βόλτες στην παραμεθόριο, νομοταγείς και περίεργοι, από το σιντριβάνι ως την Αριστοτέλους και τα λουτρά. Η βουή του μεγάλου δρόμου με τις εξατμίσεις και τα κορναρίσματα ήταν ένα ψηλό συρματόπλεγμα αδιαπέραστο. Η επιστροφή τους στη γειτονιά είχε παγωτό με μία δραχμή το χωνάκι και δύο το κύπελλο, γεύσεις μόνο δύο, σοκολάτα και κρέμα, καφέ και άσπρο, σαν τις παλιές ταινίες σε μαύρο άσπρο. Τα βράδια της άνοιξης, όταν ο μπαμπάς έλειπε στη δεύτερη δουλειά, έτρωγαν οι τρεις τους μια μεγάλη σακούλα σπόρια καθισμένοι στις ψάθινες καρέκλες στο μπαλκόνι.
[…]
Τα δυο αδέρφια είχανε κοινές παρέες, η διαφορά της ηλικίας τους κάπου τους χώριζε, κάπου βοηθούσε. Ο Μάρκος είχε μάθει για τα καλά να τρυπώνει στους μεγάλους της παρέας του Ηλία και, καθότι ετοιμόλογος και πολύ κοινωνικός, κέρδιζε τις εντυπώσεις. Χρησιμοποιώντας τους φίλους του μεγάλου αδερφού, γρήγορα έμαθε να γυρίζει αργά κι όταν ακόμα δεν ήταν μαζί του• έκλειναν ένα ραντεβού κοντά στο σπίτι τους και γυρνούσαν παρέα, για να ’ναι ήσυχη η Υπαπαντή που ο μεγάλος ήταν πάντα μαζί του και τον φρόντιζε.
Εκείνη την εποχή, στα τέλη του ’70, όλα τα σφαιριστήρια είχαν ονόματα εξωτικά: Σαν Ρέμο, Σάντα Μόνικα, Αρτζεντίνα, Αφρικάνα… Όλα τα ονόματα βέβαια παραπλανούσαν, γιατί στην πραγματικότητα επρόκειτο για ανήλιαγα υπόγεια, που βρωμοκοπούσαν κάπνα και υγρασία και δούλευαν κυρίως με ανήλικους.
Τέτοια μέρη και κάποια άλλα ήταν οι συνηθισμένες φωλιές της εφηβείας, των αγοριών βέβαια, γιατί τα κορίτσια ήταν πάντα ένα είδος δυσεύρετο• αφού σχολούσαν απ’ τα γυμνάσιά τους, που ήταν ξεχωριστά, ξαφνικά χάνονταν. Η μόνη ελπίδα να τις συναντήσουν ήταν στα φροντιστήρια, στα αγγλικά τους, και είναι αλήθεια πως, όσο περισσότερες γλώσσες μάθαινε τότε κανείς, τόσο περισσότερες ήταν και οι πιθανότητες να συναναστρέφεται κορίτσια.
Εκείνους τους χρόνους ο Μάρκος διέσχιζε μόνος πια την Εγνατία και κατηφόριζε προς τη θάλασσα. Η άλλη πόλη, ο άλλος κόσμος τού ήταν πια προσιτός. Ήταν αλήθεια πως αυτόν τον προτιμούσε. Τον πρώτο καιρό της περιπλάνησης, αφού τον γύρισε σπιθαμή προς σπιθαμή και μύρισε την κάθε γωνιά του, καταστάλαξε τελικά σε μια μεγάλη πλατεία κοσμική και πολυσύχναστη. Το Ναβαρίνο δεν ήταν πια η τοποθεσία της ιστορικής ναυμαχίας, αλλά το κέντρο της ζωής του. Ήταν πολλά μαζί, ένα μεγάλο πάρκο με το άγαλμα, εκείνο το γουστόζικο αγόρι που κατουρούσε, ήταν τα απομεινάρια από το ανάκτορο του Γαλέριου με γύρω γύρω πεζόδρομους από τους πρώτους που είχαν φτιαχτεί στην πόλη, ήταν τα πολλά καφενεία και οι ταβέρνες, τα ποδήλατα, τα σκέιτ μπορντ, τα πατίνια κι ό,τι άλλο κουβαλούσαν κάτι βουτυρόπαιδα της Τσιμισκή και της Μητροπόλεως φορώντας μπλούζες με ακριβές φίρμες, παιδιά συμπαθητικά όμως και κάπως αφελή που πήγαιναν σε κολέγια και άλλα επώνυμα σχολεία.
Στο μεταξύ η εφηβεία πάνω από την Εγνατία συνέχιζε να είναι ακόμα μια στερημένη και δύσκολη υπόθεση. Σχολεία άχαρα που θύμιζαν παλιά εργοστάσια με τοίχους γεμάτους σφυροδρέπανα, άλφα σε κύκλους και στίχους από ροκ μπαλάντες και επωδούς χαρντ ροκ. Έφηβοι άλουστοι οι πιο πολλοί, αγριεμένοι, με σπυράκια, με λεξιλόγιο των εκατό λέξεων, πήγαιναν κι ερχόντουσαν πέρα δώθε και πουθενά δεν τους χωρούσε ο τόπος. Ένα μέρος απ’ αυτούς σιγά σιγά εγκαταλείπανε το σχολείο. Ερχόταν κάποιο πρωινό που χάνονταν από προσώπου γης. Ο Σταυράκης άρχισε να δουλεύει σε χυτήριο, ο Μιχάλης τεχνική σχολή, ο Γιωργάρας πήγε με τον πατέρα του στο γιαπί να μάθει την τέχνη, ο Μουσιός, που έμενε από απουσίες, στη μάνα του στη Γερμανία• αφού σταυροφίλησε τη γιαγιά του που τον μεγάλωσε, έφυγε στο Ντύσελντορφ, στο ρεστοράν, για να προκόψει.
Πήγαν λύκειο αυτοί που φορούσαν γυαλιά, αυτοί που ήταν παιδιά υπαλλήλων και δασκαλοπαίδια, κάποιοι ιδιαίτερα εύστροφοι που με κάτι πασαλείμματα τα ψιλοκατάφερναν, τέλος και κάποιοι επιμελείς που προτιμούσαν την ηρεμία του δωματίου τους και τη μελέτη από την αγριάδα των δρόμων και των σφαιριστηρίων. Ο Μάρκος πήγε στο λύκειο γιατί ήταν ο γιος του Κοσμά και της Υπαπαντής, γιατί είχε πίσω του μια οικογένεια που δούλευε σαν καλοκουρδισμένη μηχανή και εμφυσούσε προοπτικές, πήγε και γιατί είχε μέσα του ο ίδιος μια ντροπή, ειδικά όταν έβλεπε τον πατέρα του να γυρνάει ξενυχτισμένος από τις δυο δουλειές και να τον κοιτάζει ερευνητικά στα μάτια.
Είναι η αλήθεια πως, όσο ο Ηλίας αγαπούσε το ροκ και τον έτρεχε από βυζανιάρικο ακόμα στις συναυλίες, αυτός πιο πολύ αγαπούσε τα βιβλία — όχι του σχολείου, αυτά τα έπαιρνε σαν φάρμακο, έπρεπε να τα διαβάσει και το έκανε. Ούτε βέβαια αγαπούσε εκείνα τα άλλα που τους κουβαλούσε η θεία Παναγιώτα, εκείνα τα χριστιανικά, τα παιδαριώδη, ξεχνώντας μερικές φορές την ηλικία τους.
Ισίδωρος Ζουργός, Στη σκιά της πεταλούδας, Πατάκης, Αθήνα 2005, σ. 559-560, 567-569.
Κασσάνδρα...
Πανούργα πόλη. Χαράζει το κορμί κάποιων ανθρώπων ανεξίτηλα• φεύγουν, κι αυτή ακολουθεί όπου κι αν πάνε. Εκείνοι ξέρουν ότι έχουν τα σημάδια της επάνω τους, όμως δεν υποπτεύονται, ή δε θέλουν να πιστέψουν, πως πρόλαβε εντωμεταξύ να σημαδέψει τη ζωή τους, και επιστρέφουν ανύποπτοι. Περπατούν στην Αγορά, ανηφορίζουν προς την Άνω πόλη. Δρόμοι αγνώριστοι με ονόματα οικεία, μια πάροδος ανέγγιχτη απ’ τον καιρό, κάποια άγνωστη οικοδομή τους παιδεύει ώσπου να θυμηθούν την προηγούμενη μορφή της, σημαδιακές γωνιές που έχουν συνωμοτήσει με το χρόνο… Κοντοστεκόμουν σίγουρος ότι πριν από λίγες νύχτες ξαναπέρασα, κι ας έχω λείψει χρόνια.
Η πόλη χθες είχε βγει από μπόρα ξαφνική. Οι δρόμοι άδειοι και τα φώτα γλιστρούσαν πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο. Στάθηκα στη βιτρίνα του Κωνσταντινίδη. Στο τζάμι, πίσω από τίτλους βιβλίων και εικόνες εξωφύλλων, καθρεφτιζόταν ακόμα το πρόσωπό της. Θα σε περιμένω εδώ, είχε πει. Γυρνώ και μου χαμογελά ντυμένη στα λευκά — γούνινος σκούφος κι ο γιακάς της ανασηκωμένος. Άργησες, λέω. Δεν απαντά. Ξανακοιτάω στη βιτρίνα… Ολομόναχος! Νιώθω να σφίγγεται στο μπράτσο μου, όμως δε βλέπω τη μορφή της. Θα ξαναρθείς, ψιθυρίζει. Θα στέκεσαι στην ίδια θέση ακριβώς, αλλά μονάχος.
[…]
Κάστρα• τσιπουράδικο Όμορφη πόλη. Στο αυτοσχέδιο πάλκο εγώ με μια κιθάρα κι ένας φοιτητής της Νομικής με το μπουζούκι του. Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε… Στέλνει κεράσματα — μια δυο φορές. Περασμένα μεσάνυχτα καθόμαστε σ’ ένα τραπέζι για να πάρουμε ανάσα. Πλησιάζει• πρόσωπο αψεγάδιαστο, πυρρόξανθα κοντά μαλλιά. Με κοιτά επίμονα — χείλη ελαφρά βαμμένα, μάτια λαδιά. Κρατά τσιγάρο στο ’να χέρι και στο άλλο το ποτήρι• δάχτυλα μακριά περιποιημένα. Αυτοσυστήνεται (Κασσάνδρα Πέσιτς — προφορά ξενική, χαριτωμένη) και μπαίνει στη ζωή μου. Γιουγκοσλάβα, λίγο πριν από τα σαράντα της, κλασική φιλόλογος στο Πανεπιστήμιο των Σκοπίων — στη σχολή του Κρατικού στα είκοσι και κάτι εγώ. Ξημερώνομαι στην κάμαρά της, Δημητρίου Πολιορκητού, στην Άνω πόλη — κάτω από το μαξιλάρι της το μαραμένο τριαντάφυλλο που έκλεψα τη νύχτα από μια πρασιά. Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο φαίνεται ως κάτω η Θεσσαλονίκη και η θάλασσα. Είσαι πιο όμορφη από χθες, της λέω. Είμαι σαν την πόλη σου, απαντά. Εγώ κι εκείνη, όσο μας αγαπάνε, ξανανιώνουμε.
[…]
Πως είναι να ’σαι μεθυσμένος; Περίπου έτσι. Τα νιώθεις όλα παραμορφωμένα και ρευστά, όμως δεν αντιδράς μήτε γυρεύεις εξηγήσεις. Το καταλάβαινα πως ήταν γυναίκα αλλόκοτη και μ’ απομάκρυνε σιγά σιγά απ’ τη ζωή μου και την πόλη. Φορές ξυπνούσα κι η Θεσσαλονίκη κάτω από το παράθυρό της είχε αλλάξει. Υψώνονταν οικοδομές παράταιρες που έκρυβαν τη θάλασσα — την άλλη μέρα υποχωρούσαν, σαν κάποιους πύργους που συνωμοτώντας μεταξύ τους βλέπουν μόνο τα παιδιά. Διαπερνούσαν τη ζωή μου — όπως στα όνειρα — άνθρωποι και συμβάντα από μέλλον σκοτεινό και διφορούμενο.
Μια νύχτα με ξυπνά — όλα τα φώτα αναμμένα. Στέκεται πάνω απ’ το κρεβάτι μας, δε λέει κουβέντα• ντύνομαι. Βγαίνει αμίλητη απ’ το σπίτι. Τρέχω ξοπίσω — βρέχει. Κατεβαίνουμε: στενά πλακόστρωτα, εξώπορτες βαμμένες μπλε και πράσινες, κήποι, χαμόσπιτα, παιδιά που παίζουνε στους δρόμους. Κοντοστέκομαι λαχανιασμένος, μα δεν περιμένει. Στο Σιντριβάνι στρίβει δεξιά. Τρέχω και την αρπάζω από το μπράτσο. Στάζουν νερά απ’ τα μαλλιά κι απλώνεται μαβί το ξεφτισμένο μακιγιάζ γύρω απ’ τα μάτια της. Πού πάμε; τη ρωτώ. Δεν απαντά. Φτάνει στην παραλία, μπαίνει στο Βασιλικό. Ακολουθώ. Ανεβαίνει στη σκηνή — στέκομαι στην πλατεία όρθιος. Σπάζουν την ησυχία προβολείς, σειρήνες, πυροβολισμοί σαρώνουν την πλατεία και σταματούν πάνω σε εκείνη — δείχνει πολύ πιο νέα. Πανικοβάλλομαι• φωνάζω το όνομά της δυνατά για να μ’ ακούσει… Έσκυψε στο προσκεφάλι μου απ’ την κανονική της ηλικία. Σε ’βλεπα στ’ όνειρό μου, είπα. Χαμογέλασε. Δεν ήταν όνειρο —ψιθύρισε—, η ζωή μας είναι.
Δεν ήταν όνειρο. Έβρεχε χθες πάλι. Ανέβηκα στα Κάστρα με το λεωφορείο κι ύστερα κατέβηκα πεζός. Ακροπόλεως, Δημητρίου Πολιορκητού, Τσινάρι, Άθωνος, Θεοφίλου, πάλι Ακροπόλεως… Πλακόστρωτα, βρύσες δίχως νερό, σπίτια μικρά, μαντρότοιχοι, καφενεία κιβωτοί, ερείπια αρχαία και νεότερα, νεόχτιστα μεγαθήρια — αναρωτιέσαι τι θα αντικρίσεις στην επόμενη στροφή του δρόμου. Σε κάθε διασταύρωση αφήνεις πίσω κάμποσες δεκαετίες. Μια πόλη που δεν έχει ανάγκη από προκατασκευασμένα σκηνικά για να διασχίσεις κινηματογραφικά το χρόνο. Γεννήθηκα στην Πάνω πόλη• κατέβαινα κάθε τόσο προς τη θάλασσα εγκαταλείποντας πίσω κομμάτια της ζωής, ελπίδες και φιλοδοξίες. Ξανακατέβηκα τους ίδιους δρόμους. Ολυμπιάδος, Κασσάνδρου, Αγίου Δημητρίου, Εγνατία, Τσιμισκή — σχεδόν παράλληλες οδοί που κόβουν σαν δεκαετίες τη ζωή μου. Στο Σιντριβάνι έστριψα δεξιά. Η αίσθηση της επανάληψης επίμονη. Έφτασα στο Βασιλικό λίγο πριν απ’ τη γενική πρόβα. Μισοσκόταδο. Ήμουν στη σκηνή — ο χορός των γυναικών στα μαύρα. Φώτα, λαμπάδες, μουσική. Κι ήρθε απ’ το σκοτάδι — ήταν νέα, όπως στο όνειρο, περίπου συνομήλική μου.
Δημήτρης Μίγγας, «Κασσάνδρα», Της Σαλονίκης μοναχά…, Μεταίχμιο, Αθήνα 2003, σ. 55-56, 57-58, 59-62.
Εσωτερική βιογραφία...
Έπειτα κατοικούσα σε μια πολιτεία που σημειώνεται σ’ όλους τους γεωγραφικούς χάρτες. Σ’ αυτή βρήκα τον εαυτό μου, χωρίς να τον εξαντλήσω, κι εξακολουθώ να τη φέρνω μαζί μου. Έμενα σ’ ένα σπίτι μ’ έναν αριθμό στην είσοδο σε κάποιον πολυθόρυβο δρόμο, εξασκούσα ένα επάγγελμα, με γνώριζε μικρός κύκλος ανθρώπων, με χαιρετούσε, μου μιλούσε, δε διέφερα σε τίποτε απ’ τους άλλους, δεν παρουσίαζα καμιά πρωτοτυπία, είχα ποινικό μητρώο λευκό, ποτέ δεν απασχόλησα τη δικαιοσύνη, ήμουνα νομοταγής πολίτης. Η συμπεριφορά μου ήταν άμεμπτη, ο τρόπος της ζωής μου δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον, δεν μπορούσε να προκαλέσει υποψίες και υπόνοιες. Ούτε κυκλοφορούσαν για το άτομό μου ιστορίες και φήμες που διεγείρουν την περιέργεια και παίρνουν διαστάσεις, όπως μεταδίδονται από στόμα σε στόμα. Δεν είχα κανέναν εχθρό, ούτε προκαλούσα αντιπάθειες σ’ αυτούς που γνώριζα. Οι συναναστροφές μου ήταν περιορισμένες και πάντα προσπαθούσα να μη γίνομαι φορτικός στους άλλους.
Κυκλωμένη από μισοκατεστραμμένα τείχη που διηγόντουσαν το ένδοξο παρελθόν της, μέσα απ’ τη σιωπή της νέκρας και της φθοράς τους, η πολιτεία κατηφόριζε ως τη θάλασσα, καθρεφτιζόταν στην επιφάνειά της παραδίνοντας στην όραση αμφιθεατρικά τις διαστάσεις της. Κάποτε ανέβαινα στις επάλξεις τους χωρίς να περιμένω τους βαρβάρους, έκανα τη διαδρομή τους, μεταφερόμουνα αιώνες πίσω, συμπλήρωνα ό,τι έμεινε περιληπτικά στην ιστορία.
Ο ουρανός της έβρεχε συχνά, τα σύννεφα κατέβαιναν χαμηλά, έκρυβαν τα τείχη, οι πύλες τους έχασκαν ανοιχτές χωρίς ποτέ να κλείσουν. Άρχιζε μια βροχή που συνεχιζόταν μέρα και νύχτα, σα ν’ αποφάσιζε να μη σταματήσει, ανιαρή, μονότονη, εκνευριστική, η ομίχλη σκέπαζε τους δρόμους, η πολιτεία έχανε το περίγραμμά της, ήταν μια γκρίζα έκταση, όπου η όραση αδυνατούσε να ξεχωρίσει τα σχήματα και τις διαστάσεις απ’ τα αντικείμενα. Το χειμώνα, όταν χιόνιζε είχα μιαν άλλην εικόνα της, όπως την αντίκριζα να φτάνει ως το ύψος απ’ τα τείχη της και να σβήνει στον κύκλο τους μέσα στην λευκή της ακινησία. Διατηρούσε στη ροή του χρόνου την ιστορική της έκφραση, την παρουσία της παλιάς φυσιογνωμίας της.
Κυκλοφορούσα κάθε μέρα, στους ίδιους δρόμους, στις ίδιες πλατείες, που γνώριζα όλες τις λεπτομέρειες, έβλεπα τις προσόψεις των σπιτιών με τα χρώματα που δεν άλλαζαν, μπαλκόνια που είχαν φθαρεί απ’ το χρόνο, τα φαντάσματα των δέντρων στα πεζοδρόμια που τα είχε νεκρώσει το φθινόπωρο, άκουγα ένα ρολόι που χτυπούσε τις ώρες σε κάποιο κωδωνοστάτσιο. Η ζωή και οι θόρυβοι δεν σταματούσαν μέρα και νύχτα. Πουθενά κάτω απ’ τον ουράνιο θόλο δεν υπάρχει πάνω στη γη απόλυτη σιωπή. Ήχοι μαρτυρικοί σ’ όλη την ποικιλία τους έφταναν παράφωνοι στην ακοή μου, τρυπούσαν τα τύμπανα των αυτιών μου, μεταλλικοί σε βίαιους ρυθμούς, σκαρφάλωναν στο δωμάτιο, διαπερνούσαν τους τοίχους, τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει, να τους κατασιγάσει, είχαν γίνει μέρος της ζωής μου, βρισκόμουνα μέσα στο πανδαιμόνιό τους.
Ανακατωνόμουνα μ’ όσους βάδιζαν στα πεζοδρόμια. Η βροχή διαλυόταν σε ομίχλη. Ο γκρίζος ουρανός ενωνόταν με τη μολυβένια θάλασσα. Η μέρα είχε ένα θαμπό πρόσωπο. Ένιωθα τη θλίψη των ανθρώπων να γίνεται δική μου. Μπορούσε να μην κυλάνε αίμα και δάκρυα πάνω στη γη κι ο κόσμος που δημιούργησε «εν σοφία» ο Θεός να ήταν διαφορετικός.
Συχνά πλανιόμουν άσκοπα στην παλιά πόλη. Σταματούσα μπροστά σ’ ό,τι μ’ ενδιέφερε, σα να περίμενα ν’ ακούσω την εξομολόγησή του. Έμπαινα σ’ ένα δρόμο που δεν έβγαινε πουθενά. Αριστερά και δεξιά σπίτια αφανισμένα απ’ τον χρόνο, βυθισμένα στην εγκατάλειψή τους που την αποκάλυπτε ο ήλιος ανάγλυφη κι ένιωθα τη σιωπή μου, που μ’ ακολουθούσε, με τη σιωπή τους.
Κάθε πρωί ξεκινούσα την ίδια ώρα για να βρεθώ μπροστά σ’ ένα τραπέζι που με περίμενε. Τα αντικείμενα που αντίκριζα στο δρόμο μου έμεναν αμετακίνητα στο ίδιο σημείο. Διατηρούσαν το ίδιο σχήμα, διαστάσεις, χρώμα που ήξερα. Μ’ άφηναν ολωσδιόλου αδιάφορο. Βάδιζα στο αριστερό ή το δεξιό πεζοδρόμιο, περνούσα μπρος από τις ίδιες προθήκες, επιφάνειες, αριθμούς στις πόρτες των σπιτιών, συναντούσα αυτή την ώρα τα ίδια πρόσωπα, άκουγα φωνές, ήχους, θορύβους εκνευριστικούς, ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό ή έβρεχε, οι δεντροστοιχίες γυμνές ή πράσινες στην ίδια γραμμή περίμεναν ακίνητες. Ήταν ο κόσμος που υπήρχε όπως υπήρχα. Επαναλάμβανα την κάθε μέρα μου με μαθηματική ακρίβεια. Ήμουνα ένας άνθρωπος, όπως όλοι οι άνθρωποι που μου μιλούσαν και τους μιλούσα συμφωνούσα ή διαφωνούσα μαζί τους, οργιζόμουν και αντιδρούσα όπως κι αυτοί σ’ ό,τι μ’ ενοχλούσε, μια συνεχιζόμενη πραγματικότητα από σάρκα και οστά και μαζί μια ανεξήγητη έννοια.
[…]
Μια πολιτεία έχει τη δική της ζωή, το μυστήριό της, είναι ο κόσμος ολόκληρος. Μπορούσε χρόνια να τριγυρνώ στους δρόμους της, χωρίς να τη γνωρίσω. Μένει ένας λαβύρινθος. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Ούτε είναι αρκετή η όραση ν’ αποκαλύψει τι κρύβεται πέρα απ’ αυτό που βλέπουμε. Υπήρχαν τόσες κλειστές πόρτες που δε θα ’ταν δυνατό να τις ανοίξω, δρόμοι που δε θα πατούσαν τα βήματά του, περιοχές όπου δε θα κατόρθωνα να εισχωρήσω, αντικείμενα που κρύβουν ερμητικά έναν αθέατο εαυτό και δείχνουν μόνο επιφάνειες.
Για να γνωρίσεις μια πολιτεία, χρειάζεται να ζήσεις το ρυθμό της, να μιλήσεις με τους ανθρώπους της και να σου μιλήσουν, να ενωθείς με το πλήθος, μ’ ό,τι συλλαμβάνουν οι αισθήσεις, να ξαναβλέπεις τα αντικείμενα σα να τα βλέπεις πρώτη φορά, να σταματήσεις μπροστά τους από εσωτερική ανάγκη κι όχι από περιέργεια, ν’ ακούσεις τη γλώσσα της, να σε κυκλώσει η σιωπή της, να σε παρασύρει η βοή και ο θόρυβος, ν’ αναζητήσεις πέρα απ’ τη φωτεινή της φαντασμαγορία την αλήθεια στις σκοτεινές περιοχές, όπου τα δάκρυα κυλάν αθέατα, ν’ αντικρίσεις τον τρόμο και την αγωνία στα πρόσωπα των ετοιμοθανάτων, να πλανηθείς όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας στους δρόμους της κάτω απ’ τον ήλιο και τη βροχή, να βρεθείς σ’ ένα άσυλο τρελών όπου, αυτοί που θα συναντήσεις, έχουν χάσει τον εαυτό τους σ’ ένα υποθετικό άτομο, μορφές κωμικές και μαζί τραγικές, χωρίς μνήμη, ειρωνεύονται τη ζωή και το θάνατο, παίζουν κάθε μέρα τον ίδιο ρόλο χωρίς υποβολέα, να μείνεις σ’ ένα δημόσιο κήπο την ώρα που ο ήλιος κατεβαίνει να δύσει για να δεις αυτούς που ξεχάστηκαν στον εαυτό τους βυθισμένοι στις μνήμες τους. Κάθονται σαν υπνωτισμένοι σ’ ένα πάγκο χωρίς να μιλάνε, ενώ οι σκιές πυκνώνουν γύρω τους. Ονειρεύονται ό,τι δεν έζησαν, αναπολούν στιγμές ευτυχισμένες που κύλησαν σαν το νερό και χάθηκαν μέσα στο χρόνο υποταγμένοι σιωπηλά στη μοίρα τους. Να καθίσεις απέναντί τους και να τους παρακολουθείς προσέχοντας κάθε τους κίνηση, μια ελάχιστη χειρονομία κι έπειτα να τους βλέπεις να σηκώνονται ένας ένας και με βήμα αργό να προχωρούν στην έξοδο, να χάνονται στους πολυθόρυβους δρόμους για να κλειστούν πάλι ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους, όπως οι κατάδικοι στο κελί τους. Να δεις ό,τι δε φαίνεται με τη πρώτη ματιά, αν μπορέσεις να το ανακαλύψεις και πάλι θα ’ναι σα να μην έχεις γνωρίσει ως το τέλος μια πολιτεία, θα τη βλέπεις κάθε φορά διαφορετική, ανάλογα με την εσωτερική σου διάθεση, θα προεκτείνεσαι σ’ ό,τι αντικρύζεις.
Η Πάνω Πόλη...
Το μυρουδιόφωνο έπαιζε παλιές αξέχαστες ευωδίες
Χιλιάδες παιδιά πλημμύριζαν τις σελίδες του δρόμου
Κόκκινες μπάλες σκαρφάλωναν ορμητικά τους τοίχους
Οι γειτονιές ταξίδευαν πάνω σε στρώματα βασιλικού
γαρουφαλιές παπλώματα και γινωμένα ρόδια
Σκλαβώνει ένοπλη η μνήμη τη νεκρή ζωή
Φωνές, μυρίσματα, τρεχαλητά, τσιμπήματα και πάρε-δώσε•
Όμως καθώς ο καιρός υφαίνει τα νομίσματά του
καθώς ο καρπός μελετά την ωρίμανσή του
κι ο μοχθηρός μπακάλης καιροφυλακτεί και τρέμει
όσους ταΐζει ο μάγερας το νόστιμο φαΐ•
Έτσι
χαλά η βελονιά στο παλιοΰφασμα του χρόνου
σπάει η πετονιά• το δόλωμα δεν πιάνει
σαπίζει η μαύρη η μηλιά μέσα στα παραμύθια
και μοναχοί μας πια θ’ απαιτήσουμε
τις δικές μας μυρουδιές.
Γιώργος Χουλιάρας, «Η Πάνω Πόλη», Σάκης Σερέφας [ανθολόγηση], Η Θεσσαλονίκη στα ποιήματα, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 102.
Το όνειρο του Οδυσσέα ...
[…] Μου μίλησε για τη βραδιά που τους είχε καλέσει ο Λεωνίδας, μαζί με μια μεγάλη παρέα, στη μικρή ταβέρνα πάνω στα Κάστρα.
Ας τους φανταστούμε την ώρα που ανεβαίνουν στην Άνω Πόλη. Την κρατάει απαλά από τους ώμους και απολαμβάνουν τη θέα. Αριστερά τους τα χαμηλά σπίτια με τις αυλές. Κολλημένα το ένα με το άλλο σε ένα λαβυρινθώδες σύμπλεγμα. Κάτω, το νυχτερινό τοπίο. Η φωτεινή Εγνατία διασχίζει με τις ανταύγειες το σώμα της πόλης. Μπροστά, ο ανηφορικός δρόμος για τη Δόμνα. Είναι ένα σαββατόβραδο του Απρίλη του ’70, με τη μεθυστική πνοή της άνοιξης. Είναι νέος ακόμη και σ’ αυτή τη μυθική εποχή της εφηβείας νομίζει ότι όλοι οι δρόμοι ανοίγονται μπροστά του. Καθένας τους εκφράζει μια διαφορετική επιλογή. Δεν έχει παρά να διαλέξει εκείνον που του αρέσει. Είναι ευτυχής για το πολύτιμο δώρο που του προσφέρει η νεαρή αγαπημένη του. Την κοιτάζει και σκιρτά η καρδιά του. Και βεβαίως δεν γνωρίζει ότι ο ανηφορικός δρόμος της Ιουλίας, στον οποίο η επανάσταση φαντάζει σαν ρομαντικό παιχνίδι, θα τελειώσει με έναν πικρό στεναγμό. Θα τον οδηγήσει λίγα χρόνια αργότερα στα κελιά του Γεντί Κουλέ, λίγα μέτρα πιο πέρα, και θα γνωρίσει τα κλομπ, τον φάλαγγα και το φρικτό μεγαλείο των βασανιστηρίων.
Στην ταβέρνα, από τη μια η ρετσίνα κι από την άλλη τα ανέκδοτα για τον Παττακό δημιουργούσαν ένα ιλαρό κλίμα. Ο Δημήτρης τραγουδούσε με την κιθάρα του τις δικές του επιτυχίες. Μετά τα πρώτα τραγούδια και τη χαλαρότητα οι παρέες, ξεπερνώντας τον φόβο του χαφιέ, άρχισαν τα απαγορευμένα του Μίκη Θεοδωράκη. Όμως, οι ειδήσεις για τις συλλήψεις και τα βασανιστήρια, οι συζητήσεις για τη δίκη της Δημοκρατικής Άμυνας και τα στρατοδικεία βάρυναν το κλίμα. Ας ρίξουμε μια προσεκτική ματιά σ’ αυτό το τοπίο της μνήμης. Είναι θολό από τους καπνούς των τσιγάρων και εξιδανικευμένο από τα χρόνια που ακολούθησαν. Μέσα στη Δόμνα, και πίσω από τους καπνούς, ο Στέφανος συζητάει με τον Λεωνίδα για δικαιώματα. Επαναλαμβάνει τη λέξη «ελευθερία». Τι σημαίνει, άραγε, για έναν δεκαοχτάχρονο αυτός ο βαρύγδουπος λόγος; Μέχρι τώρα την εισέπραττε σωματικά. Βίωνε την άρνησή της, όταν κάθε Σεπτέμβρη υποχρεωνόταν να κουρέψει τα μαλλιά του με την ψιλή, για να πάει στον αγιασμό «επί τη ενάρξει του σχολικού έτους». Ένιωθε να μην ορίζει το σώμα του. Να χάνει τη δύναμή του. Ύστερα, ήταν η θετική της γεύση. Ο διάπλους των ορίων της γειτονιάς. Η επίσκεψη στην ατμόσφαιρα της μπουάτ. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγε μόνος από τη συνοικία του, πέρα από τον οικογενειακό έλεγχο, τυλιγμένος μέσα στη βολική ανωνυμία της πόλης. Η πρόγευση του μεγάλου ταξιδιού της ζωής. Αργότερα, τα τραγούδια του Θεοδωράκη. Η ηδονή του απαγορευμένου. Στο τέλος της βραδιάς ακολούθησε το γράψιμο του συνθήματος στον περίβολο του Γ΄ Σώματος Στρατού:
«Κάτω η χούντα».
Εκείνον τον καιρό ρίχνονταν προκηρύξεις. Άνοιγαν πανό σε πολυκατοικίες. Γράφονταν συνθήματα στους τοίχους. Και το Γ΄ Σώμα ήταν το άντρο της χούντας. Ο τόπος όπου μαρτυρούσαν όσοι είχαν το κουράγιο να αντιστέκονται στη βαρβαρότητα. Η ύπαρξη του Στέφανου αποζητούσε ένα νόημα κι αυτό κυκλοφορούσε μαζικά στους δρόμους. Είχε τη μορφή της αντίστασης στο κιτς, καθώς το αντιαισθητικό πουλί της χούντας είχε κατακλύσει όλη την επικράτεια. Άλλοτε έπαιρνε τη μορφή ενός τραγουδιού που ηχούσε παράνομα και προκλητικά γοητευτικό. Κι ο Στέφανος βιαζόταν να προσπεράσει τα τραγούδια. Να φτάσει στην ουσία του πράγματος. Να δείξει στα μάτια της Ιουλίας πως εκείνο το νεαρό αγόρι που δεν μιλούσε πολύ ήταν άξιο της εμπιστοσύνης της. Ερμήνευε και καταλάβαινε τη ζωή του μέσα από τα μάτια της Ιουλίας και του πατέρα του, που το μαρτυρικό συναξάρι με τις φυλακές, τις εξορίες και τα ξερονήσια είχε σφραγίσει κάθε μέρα της ζωής του. Έτσι, ήταν έτοιμος, πλειοδότησε με ενθουσιασμό κιόλας, όταν έπεσε η ιδέα για να γραφτούν συνθήματα μετά στην ταβέρνα.
Ήταν περασμένες τρεις όταν έφτασαν στην Καυταντζόγλου μαζί με τον Λεωνίδα και την Ιουλία. Είναι Απρίλης, κι ο Στέφανος μέσα στο σκοτάδι νομίζει ότι τρέμει από το κρύο κρατώντας το πινέλο. Η κόκκινη λαδομπογιά έγλειφε τον τοίχο, όταν έφυγαν τρέχοντας μέσα στα στενά της Κιλκισίου. Με την ψυχή στα δόντια και την ικανοποίηση ότι μόλις είχαν κερδίσει μια μάχη ισάξια με εκείνη του Μαραθώνα.
Ας καθυστερήσουμε λίγο στη χειρονομία του Στέφανου. Αυτή η σκηνή περιέχει το Μεγάλο του Βήμα. Είναι η πρώτη φορά που προσχωρεί σ’ ένα μεγάλο «εμείς», το οποίο στις αφηγήσεις είναι τυλιγμένο από την αχλή ενός μύθου. Γίνεται μέλος μιας μυστικής κοινότητας με έναν ευγενικό σκοπό. Ο ίδιος νιώθει γοητευμένος μ’ αυτήν την εικόνα. Αισθάνεται το στήθος του να φουσκώνει. Να γίνεται ένα τεράστιο μπαλόνι. Είναι ένας επαναστάτης; Θέλει να πάρει εκδίκηση για όσα υπέφερε ο πατέρας του ή απλώς θέλει να δώσει ένα νόημα στη ζωή του; Να μεθύσει με την ιδέα ότι εγγράφει μια μικρή, έστω, υποθήκη στο περιθώριο της Ιστορίας;
Ο ίδιος, τουλάχιστον, θα ισχυριζόταν μετ’ επιτάσεως το πρώτο.
Μάκης Καραγιάννης, Το όνειρο του Οδυσσέα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2011, σ. 19-22.
Μετάβαση στο σημείο: Άνω Πόλη