Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΚουλέ Καφέ Οδός Ολυμπιάδος
Η οδός Ολυμπιάδος διασχίζει τις νότιες παρυφές της Άνω Πόλης, ανατολικά, από το ύψος των Κοιμητηρίων της Ευαγγελίστριας, έως δυτικά, στην περιοχή της Αγίας Αικατερίνης και την παλιά Λαχαναγορά. Επί της Ολυμπιάδος συναντούμε την εκκλησία του Προφήτη Ηλία, έναν ναό από την εποχή των Παλαιολόγων με περίτεχνο αρχιτεκτονικό τύπο, μοναδικό στην πόλη, τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένους με πλάγιους χορούς (γνωστό κι ως αθωνικό ή αγιορείτικο), και την εκκλησία της Παναγίας της Λαγουδιανής ή Λαοδηγήτριας, αφιερωμένη στην Θεοτόκο Ζωοδόχο Πηγή, με ρυθμό τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με γυναικωνίτη.
Η οδός Δημητρίου Πολιο...
1
Εδώ και πέντε χρόνια είμαι κάτοικος της άνω πόλης. Έφυγα από την Κάτω Τούμπα και ησύχασα. Είχε χαλάσει πια η παλιά Τούμπα• σπίτια και άνθρωποι όλα άλλαξαν προς το χειρότερο. Επιπλέον ο νοικοκύρης μου μ’ ανάγκασε να φύγω γιατί τον ενοχλούσαν τα γατιά μου. Πήρα λοιπόν κι εγώ τα μάτια μου κι αναζήτησα νέα γειτονιά.
Απ’ την αρχή λογάριαζα να ψάξω στην άνω πόλη, κάτι με τραβούσε κατά κει, ίσως η πιθανότητα μιας πιο ανθρώπινης ζωής. Φίλος καλός, ο Γιάννης Παλαιοδημόπουλος, που έμενε στην οδό Παλαμήδους, προσφέρθηκε κι αυτός κι ο αδελφός του, να με βοηθήσουν και, ω του θαύματος, παρόλο που δε βρίσκονταν εύκολα τα σπίτια, πετύχαμε ένα από τα τρία τελευταία αρχοντικά της άνω πόλης, στη δυτική μεριά, πίσω και πάνω απ’ το διοικητήριο.
Το σπίτι, ένα πολύ ωραίο διατηρητέο, χτισμένο πριν εκατό χρόνια μα καλοστεκούμενο και καλοδιατηρημένο, τρίπατο, με δύο σαχνισιά να βγαίνουν στο δρόμο και με στριφογυριστή εσωτερική ξύλινη σκάλα, ανήκε σ’ έναν μπέη και το είχε χαρέμι• κάθε πάτωμα και μια χανούμισσα. Το 1924, το έτος της ανταλλαγής των πληθυσμών, το αγόρασε ένας Κωνσταντινουπολίτης από τον Άγιο Στέφανο και το συντήρησε με πολύ μεράκι. Σήμερα μένει σ’ αυτό η μία κόρη του, ψηλά, στο τρίτο πάτωμα, ενώ εγώ βολεύτηκα στο δεύτερο, κι όσο για το πρώτο, είναι αποθήκη. Στο πίσω μέρος, χωρίς να φαίνεται, υπάρχει κήπος με λογιώ λογιώ λουλούδια, τριαντάφυλλα, γαρίφαλα, γεράνια, βιολέτες, βασιλικά κι αηδημητριάτικα, ανάλογα με την εποχή. Ο κήπος διαθέτει και μια επιχωματωμένη δεξαμενή ρωμαϊκών ή βυζαντινών χρόνων — για να μην ξεχνάμε και τ’ αρχαία. Μαζί με τον τεράστιο κήπο του διπλανού διατηρητέου, αποτελεί μια ενότητα με πολλά οπωροφόρα δέντρα (ροδιές, συκιές, κληματαριές, κυδωνιές, αχλαδιά, ερεικιά, ελιά, έναν υπέροχο λωτό και άλλα — ακόμα και κυπαρίσσια υπήρχαν λίγο πριν έρθω), χώρια τα εποχιακά λαχανικά που καλλιεργεί ο διπλανός συμπαθής φοιτητής. Καμιά εικοσαριά γάτες περιτρέχουν τον επίγειο αυτό παράδεισο […]. Αλλά και τα πετεινά του ουρανού είναι ουκ ολίγα: σπουργίτια, δεκαοχτούρες, κάργες, το καναρίνι της νοικοκυράς μες στο κλουβί, και πολλά άλλα που κατεβαίνουν το χειμώνα από το Σέιχ-Σου για πιο πολλή ζεστασιά. Όλο αυτό το αλσύλλιο πιάνει 840 μέτρα και θα το είχαν φάει λάχανο οι εργολάβοι αν δεν ήταν κι αυτό διατηρητέο. Στη νότια πλευρά, προς στην οδό Ολυμπιάδος, ο κήπος καταλήγει απότομα σε γκρεμό έξι μέτρων, επειδή το σπίτι είναι χτισμένο σ’ ένα υπερυψωμένο βράχο κι όλα τα πέριξ είναι επιχωματώσεις.
Πέτυχα πολύ καλή νοικοκυρά. Το ’χει καμάρι που έχει νοικάρη συγγραφέα κι όλο προσέχει να μην τρίξουν τα σανίδια όταν περπατάει και μ’ ενοχλήσει. Κάθε λίγο μου φέρνει από τα φαγιά και τα γλυκά που κάνει. Μια τέτοια λαϊκή αρχοντιά (ύστερα μάλιστα από τα όσα τράβηξα με το νοικοκύρη μου στην Τούμπα) είχα πολύν καιρό να συναντήσω. Αλλά κι εγώ προσπαθώ να τη βοηθώ όσο μπορώ, ποτίζοντας πότε πότε τον κήπο κι απολαμβάνοντας από κοντά τα μυριστικά του (βασιλικά, μαντζουράνα, δυόσμο — ευλογία Θεού).
Η γειτονιά έχει πολύ χρώμα. Πολλές φτωχικές οικογένειες, που διαθέτουν αυλή, ακόμα βγάζουν ουζάκι το απόγευμα κάτω από το τσαρδάκι με την κληματαριά. Δε λείπουν και αρκετοί συμπαθείς φοιτητές που συζούν με τις φιληνάδες τους, μερικοί μάγκες που εκτονώνονται ακόμα κάνοντας σούζες με τα μηχανάκια τους, μερικοί ξένοι διανοούμενοι αθεράπευτοι εραστές της άνω πόλης, και αρκετές οικογένειες συμπαθών Ρωσοποντίων (άλλοι ρωσόγλωσσοι κι άλλοι τουρκόγλωσσοι), που θυμίζουν έντονα μικροαστική Θεσσαλονίκη του 1950.
Αλλά και η ευρύτερη συνοικία έχει ενδιαφέρον. Πριν από το 1924 η περιοχή χωρίζονταν στο Κονάκι (δεξιά) και στο Τσινάρι (αριστερά). Το Κονάκι, που θα πει διοικητήριο, ήταν αριστοκρατική γειτονιά και κατοικούνταν από εύπορους Τούρκους, που δούλευαν ως ανώτεροι υπάλληλοι στο διοικητήριο. Τέτοιος ήταν και ο δικός μας παλιός νοικοκύρης με το χαρέμι. Αντίθετα το Τσινάρι, που θα πει πλάτανος, κατοικούνταν, μέχρι την ανταλλαγή, από τούρκικη φτωχολογιά. Παρόλο που το Τσινάρι από παλιά είχε κακή φήμη για την ηθική ποιότητα των γυναικών του, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που τους διαδέχτηκαν είναι πολύ καλή πάστα. Στο Τσινάρι κάθονταν μερικές από τις πιο εξαιρετικές φίλες μου από το πανεπιστήμιο, στο Τσινάρι κάθονταν και ο φιλόλογος καθηγητής μου στο γυμνάσιο Κωνσταντίνος Σγουρής, απ’ τον οποίο έμαθα γράμματα. Ανέκαθεν το Τσινάρι ήταν γλεντζέδικη περιοχή. Στο κέντρο του, όπου υπήρχε παλαιότερα ο πλάτανος και σήμερα σώζεται μια τούρκικη βρύση (απ’ τις πολλές της περιοχής) με βυζαντινό ανάγλυφο θωράκιο στον τοίχο και με γούρνα από λάρνακα ελληνιστικών χρόνων, λειτουργούν σήμερα πολλά γραφικά ταβερνάκια, που τραβούν τους ξένους τουρίστες και τους ντόπιους κουλτουριάρηδες. Έτσι λοιπόν το Τσινάρι από μόνο του εξακολουθεί να συντηρεί τη λαϊκουριά του, ενώ το εύπορο Κονάκι αποχρωματίστηκε και τελικά χάθηκε. Ακόμη και η βίλα Μοσκώφ που το στόλιζε παλαιότερα και βρίσκονταν λίγο πιο πάνω από το σπίτι μας, στην οδό Άθωνος, και που τον Οκτώβρη του 1944 είχε φιλοξενήσει τον ελασίτη καπετάνιο Μάρκο Βαφειάδη, εξαφανίστηκε και στη θέση της ξεφύτρωσε ένα αχαμνό δημοτικό παρκάκι με πολλές γάτες.
Ξέχασα να πω ότι το Τσινάρι είναι η πιο ακραία συνοικία της Θεσσαλονίκης και βρίσκεται πολύ κοντά στα δυτικά τείχη που χωρίζουν τον Δήμο Θεσσαλονίκης από τον Δήμο Συκεών.
Το Κονάκι υπάγεται στην ενορία του Προφήτη Ηλία και το Τσινάρι στην ενορία της Αγίας Αικατερίνης. Και οι δύο εκκλησίες είναι αριστουργήματα της βυζαντινής αναγέννησης του 14ου αιώνα στη Θεσσαλονίκη. Η περιοχή συνδέεται άμεσα με το κίνημα των Ζηλωτών: από δω ξεκίνησε, το 1342, η πρώτη κομμουνιστική επανάσταση στο Βυζάντιο, που κράτησε μέχρι το 1349. Κάθε λίγο ακούω τις καμπάνες των δύο εκκλησιών• ακούγονται όμως και οι καμπάνες του Αγίου Δημητρίου, του Οσίου Δαυίδ και της μονής Βλατάδων. Θυμούμαι πόσο λαχταρούσαμε επί κατοχής ν’ ακούσουμε καμπάνες• τώρα τις βαριόμαστε, εκτός από τους Ρωσοπόντιους, που τις είχαν στερηθεί εβδομήντα ολόκληρα χρόνια.
Γενικότερα, η περιοχή είναι διάσπαρτη από ρωμαϊκά και βυζαντινά υπολείμματα, καθώς και από ποικίλες ιστορικές μνήμες. Σε πολλά ντουβάρια και μαντρότοιχους ανακαλύπτω διαρκώς εντοιχισμένα μικρά αρχαία κολονάκια ή βάσεις από κολόνες ή πανάρχαιες πέτρες και κομμάτια από αρχαία μάρμαρα. Στην οδό Προφήτη Ηλία βρήκα μαρμάρινο κομμάτι από αρχαίο θριγκό με ιωνικά «αυγά». Αλλά και στο Αλατζά Ιμαρέτ ο καθηγητής Φ. Πέτσας έγραψε ότι εντόπισε οικοδομικό υλικό από τον ναό της αρχαίας Θέρμης, που βρίσκονταν στην πλατεία Αντιγονιδών. Στην πίσω αυλή του Προφήτη Ηλία βλέπει κανείς συγκεντρωμένα θαυμάσια κιονόκρανα και άλλα γλυπτά μέλη από παλαιοχριστιανικό ναό, ενώ στη νότια πλευρά του Προφήτη Ηλία σώζονται τα ερείπια του βυζαντινού μοναστηριού, που κατοικούνταν από πρόσφυγες μέχρι τη γερμανική κατοχή. Στην αυλή της Λαγουδιανής υπάρχουν επίσης πολλές αρχαίες ευτελείς κολόνες, ενώ στην οδό Ολυμπιάδος ανακαλύφθηκαν ως τώρα τουλάχιστον τέσσερις ωραίες ρωμαϊκές δεξαμενές, που ο λαός τις λέει γαλαρίες. (Κι ήταν τόσο γερά χτισμένες, που κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου χρησίμευαν για καταφύγια). Κι όσο για σπασμένα κεραμικά, όπου σκάψει ο Δήμος ή άλλοι οργανισμοί για χαντάκια ή πεζοδρόμια βρίσκονται πολλά ρωμαϊκά αλλά και νεώτερα όστρακα: μια διαρκής υπόμνηση ότι και στους υπονόμους μας ακόμη υπάρχει Βυζάντιο. Όμως και οι δρόμοι, που πολλοί από αυτούς έχουν αρχαία ονόματα, υπενθυμίζουν μόνιμα τη μακεδονική και ελληνιστική εποχή, ενώ παραδόξως τα ονόματα από το Βυζάντιο είναι λιγοστά.
Η οδός Δημητρίου Πολιο...
2
Ωστόσο, αν η οδός Ολυμπιάδος (που χωρίζει σαν ζωνάρι τη σημερινή άνω πόλη από την κάτω) είναι ο σπουδαιότερος οριζόντιος δρόμος, η οδός Δημητρίου Πολιορκητού (που ενώνει την άνω πόλη με την κάτω) είναι ο σπουδαιότερος κάθετος δρόμος. Κάθετος, τρόπος του λέγειν, γιατί στριφογυρίζει γοητευτικά σα φίδι ή σαν ποταμάκι. Αρχίζει πίσω από το διοικητήριο και τελειώνει στη μονή Βλατάδων. Για να τον περπατήσεις, δε φτάνει μισή ώρα, αλλά σίγουρα ο περίπατος αποζημιώνει με το παραπάνω, καθώς τα πολλά γραφικά στενοσόκακα δίνουν μια αυθεντική εικόνα τού πώς ήταν η βυζαντινή και η τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη. Βλέποντας τα στριφογυριστά καλντερίμια της άνω πόλης, που διαδέχτηκαν το αρχαίο ορθολογιστικό ιπποδάμειο σύστημα, με τα αυστηρά οικοδομικά τετράγωνα, σκέφτηκα πως, τουλάχιστον σ’ αυτές τις συνοικίες, η ανατολή κατάφερε να ξαναγυρίσει, έστω και σαν στραπατσαρισμένη γραφικότητα, και να επιβιώσει σχεδόν μέχρι σήμερα. Σώζονται λοιπόν αρκετά παλιά σπίτια — τα πιο πολλά, διατηρητέα —, πού και πού κανένα παλιό αρχοντικό, που και μες στην εγκατάλειψή του επιμένει να λάμπει, πολλά προσφυγικά σπιτάκια και καλυβάκια (σε δύο απ’ αυτά μέτρησα την πρόσοψη: δυόμισι μέτρα!), και αρκετά «νεοπαραδοσιακά», που με τον τρόπο τους κι αυτά προσπαθούν να δέσουν με το παλιό περιβάλλον.
Σε ένα σημείο η Δημητρίου Πολιορκητού, λίγο πιο πάνω από το σπίτι μου, πλησιάζει πολύ προς τα υπολείμματα των δυτικών τειχών, που κατηφορίζουν προς την πλατεία Μουσχουντή• αυτό το μέρος είναι και το ωραιότερο. Μπορείς να δεις ένα κομμάτι εξαιρετικού τείχους και λίγο πιο μπροστά μια τουρκική βρύση και λίγο πιο πάνω ένα λαϊκό αρχοντικό του περασμένου αιώνα. Κάτι τέτοια υπάρχουν ακόμη αρκετά, προς αγαλλίαση τουριστών και φωτογράφων.
Η περιοχή της Δημητρίου Πολιορκητού υπήρξε παλαιότερα μέρος όπου κατοικούσαν πολλοί λογοτέχνες. Λίγο πιο πάνω από μένα και πιο δυτικά έμενε στα νιάτα του ο ποιητής Γ.Θ. Βαφόπουλος — πρόσφυγας του 1916 από τη Γευγελή — και στο ταπεινό σοκάκι του, την οδό Ακρίτα, πήγαιναν κι έρχονταν τα γράμματα από τον Καβάφη πρώτα και μετά από τον Παλαμά. Λίγο πιο κάτω από μένα, στον αριθμό 6 (παλαιότερα 10) της Δημητρίου Πολιορκητού, έμενε άλλος σπουδαίος ποιητής της Θεσσαλονίκης, ο Γιώργος Θέμελης. Για το υπέροχο λαϊκό σπίτι του έγραψε πολλά ποιήματα στις ποιητικές του συλλογές «Γυμνό παράθυρο» (1945) και «Συνομιλίες» (1953). Στο ίδιο αυτό σπίτι, ο φίλος του Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης έγραψε ολόκληρη την πρώτη του ποιητική συλλογή «Εικόνες» (1944). Στην ίδια περιοχή έζησαν ο λόγιος Γ.Κ. Ζωγραφάκης (στην οδό Ιωάννου Καμενιάτου), η πεζογράφος της μικρασιατικής προσφυγιάς Ιφιγένεια Χρυσοχόου (Δημητρίου Πολιορκητού και Ολυμπιάδος), ο νεότερος ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου (στην οδό Χρυσίππου• όταν έλεγε το όνομα του δρόμου του, αναστέναζε βαθιά) και λέγεται ότι και ο Τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ έμενε κάπου κοντά στο Αλατζά Ιμαρέτ. Και φυσικά, στα ίδια μέρη σήμερα μένουν αρκετοί διανοούμενοι, που η εγκατάστασή τους στην άνω πόλη υπήρξε καρπός συνειδητής επιλογής.
Η Δημητρίου Πολιορκητού είναι μια βασική αρτηρία της άνω πόλης. Περνούν τόσο πολλά αυτοκίνητα από έναν τόσο στενό δρόμο, που δεν έχει καν πεζοδρόμιο και οι κυβόλιθοί του είναι πάντα ξεχαρβαλωμένοι, ώστε για να γλιτώσω τους θορύβους και τα καυσαέρια αναγκάστηκα να αποσυρθώ στα πίσω δωμάτια. Επειδή στο σημείο του σπιτιού μου η ανηφόρα γίνεται απότομα πολύ μεγάλη (οι ντόπιοι τη λένε Γολγοθά και δεν έχει ούτε ένα παγκάκι για να ξαποσταίνουν οι γερόντισσες που ανεβαίνουν, κυρίως τις Πέμπτες, από τη λαϊκή αγορά), μια μέρα αγκομαχούσε μπροστά στα παράθυρά μου ένα τεράστιο φορτηγό και ο φορτηγατζής άπλωσε το χέρι και έκοψε δυο τριαντάφυλλα από τις τριανταφυλλιές που είχα στο περβάζι• κι όταν με είδε που τον έβλεπα, μου χαμογέλασε με πολύ θράσος και μου είπε: «Μπέμπη, επιτρέπεται;» Μην έχοντας καμιά διάθεση να με τσουμαδούν κάθε λίγο οι περαστικοί σωφέρηδες, αντικατέστησα τις τριανταφυλλιές με γεράνια, χωρίς ωστόσο να λιγοστέψουν τα σχετικά κρούσματα.
Η οδός Δημητρίου Πολιο...
3
Στην περιοχή δεν έχει δημοτικό σχολείο, εκτός απ’ το ωραίο πέτρινο δημοτικό της οδού Κασσάνδρου, που χτίστηκε επί τουρκοκρατίας από ξένους αρχιτέκτονες. Από τα κάστρα, κυρίως απ’ τη συνοικία Εσκί Ντελίκ, που στα τούρκικα σημαίνει παλιά τρύπα, κατεβαίνουν πρωί κι ανεβαίνουν μεσημέρι δεκάδες μαθητές, που πηγαίνουν στο δημοτικό της οδού Ολυμπιάδος. Είναι όλα ροδομάγουλα, μασουλούν αδιάκοπα γκοφρέτες (με κουπόνια για διάφορα δώρα), εκείνο όμως που μου αρέσει περισσότερο είναι που δεν τα πάνε στο σχολείο οι μπαμπάδες τους με τα γιώτα-χι, ούτε τα συνοδεύουν οι Ταϋλανδέζες υπηρέτριες, όπως έβλεπα στην ξιπασμένη Τούμπα. Επίσης αρκετά συχνά ο δρόμος μας πλημμυρίζει από μικρά μαθητούδια που τα συνοδεύουν οι δάσκαλοί τους και ανεβαίνουν κατά τάξεις τιτιβίζοντας για να παίξουν στην ωραία πλατεία Τερψιθέας, με τον μοναδικό τούρκικο κουρμπέ, που έχει απομείνει στη Θεσσαλονίκη. Έτσι κι εμείς, όταν ήμασταν στο γυμνάσιο, πηγαίναμε με τα πόδια και με συνοδεία καθηγητών εκδρομή στα εβραίικα μνήματα ή στους Χορταζήδες, για να παίξουμε ξένοιαστα στο γρασίδι, που όμως το βρίσκαμε γεμάτο ερωτικά τεκμήρια της νύχτας.
Εκτός απ’ τα παιδιά, κάθε πρωί ακούω στο καλντερίμι, ακόμα από τα χαράματα, τα βήματα των εργατών που κατεβαίνουν για τις δουλειές τους και κουβεντιάζουν ζωηρά, κρατώντας στο χέρι το ζεμπίλι με το κολατσιό ή το μεσημεριανό τους. Τέτοιες εικόνες δεν είχα δει ούτε μια φορά στην Τούμπα. Απ’ αυτούς, άλλοι μιλούνε ρωσικά, άλλοι γύφτικα (έχει μερικούς Ρουμανόγυφτους πιο πάνω) κι όταν ακούω να παίρνει και να δίνει το «μαλάκα» καταλαβαίνω πως κατεβαίνουν και οι ημέτεροι.
Η οδός Δημητρίου πολιο...
4
Το κλίμα είναι στεγνό• αυτό το αισθάνομαι μόνο όταν κατεβαίνω από τη Βενιζέλου και πλησιάζω στη Φιλίππου, οπότε το κλίμα το νιώθω πιο υγρό. Αυτό το ήξεραν καλά οι αρχαίοι, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί και οι Τούρκοι, γι’ αυτό και κάθονταν απ’ την οδό Αγίου Δημητρίου και πάνω. Μόνο που η θέα, απ’ τα πυκνά σπίτια είναι λιγοστή στο δυτικό τμήμα. Απ’ την πόρτα μου φαίνονται οι άθλιες εκβολές του Αξιού• και πρέπει να στρίψω ανατολικά στην Ολυμπιάδος για να δω να ξεπροβάλλει ο γραφικός Χορτιάτης, που τη νύχτα με πανσέληνο γίνεται ακόμη γραφικότερος. Ωστόσο, μόνο όταν κατεβαίνω από την οδό Προφήτη Ηλία — όπου μέχρι το 1963 υπήρχε το ωραιότερο τουρκόσπιτο της άνω πόλης, που με υπόδειξη του Πεντζίκη πρόλαβε και το ζωγράφισε ο Γιώργος Μανουσάκης — μπορώ να χαίρομαι τον ανεπανάληπτο Όλυμπο σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, αλλά και όλη την ανοιχτωσιά από τον Άγιο Δημήτριο ως την πλατεία Αριστοτέλους.
Πολλά θα είχα να γράψω ακόμη για τη Δημητρίου Πολιορκητού και τη δυτική άνω πόλη. Φοβάμαι όμως μήπως μερακλωθούν οι κουλτουριάρηδες κι αρχίσουν να εγκαθίστανται στην περιοχή μας, οπότε υπάρχει κίνδυνος να ανεβούν ακόμη περισσότερο τα ήδη υψηλά ενοίκια.
Συνέντευξη...
Ντ.Χ.: Η αλήθεια είναι ότι η άνω πόλη μου αρέσει και για τον λαϊκό της χαρακτήρα αλλά και γιατί μου θυμίζει παλαιότερες ιστορικές περιόδους της Θεσσαλονίκης. Αφενός με μαγνητίζει, αφετέρου με βυθίζει στην ιστορία. Βλέποντας τόσους δρόμους με αρχαία ονόματα, ζωντανεύω μέσα μου το μακεδονικό παρελθόν, αυτό για το οποίο έγραψα το πρόσφατο βιβλίο μου «Η αρχαία Θέρμη και η ίδρυση της Θεσσαλονίκης». Και αν η αρχαία Θέρμη είναι κάτι θολό και συγκεχυμένο, η ίδρυση της αρχαίας Θεσσαλονίκης είναι κάτι το πιο απτό και δραματικό. Η οδός Κασσάνδρου μου θυμίζει τον σφετεριστή Κάσσανδρο που ναι μεν έχτισε τη Θεσσαλονίκη αλλά και που έταξε ως σκοπό της ζωής του να ξεπατώσει το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που τον μισούσε σε όλη του τη ζωή. Η οδός Ολυμπιάδος μου θυμίζει τη φοβερή μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ο Κάσσανδρος για να την εκδικηθεί, τη συνέλαβε, την καταδίκασε σε θάνατο και την εκτέλεσε με παλλαϊκό λιθοβολισμό στην Αμφίπολη. Η οδός Αντιπάτρου μου θυμίζει τον σώφρονα αντιβασιλέα, που ο Μέγας Αλέξανδρος σχεδόν τον καθαίρεσε ανοίγοντας έτσι με τα χέρια του και τον ίδιο του το λάκκο. Τρία πρόσωπα της μακεδονικής τραγωδίας, βουτηγμένα στο αίμα και στο μίσος — για να μην αναφέρω τον άθλιο Δημήτριο Πολιορκητή που με τη σειρά του ξεπάτωσε το σόι του Κάσσανδρου και της Θεσσαλονίκης. Περιτρέχω καθημερινά τους δρόμους της άνω πόλης και αναρωτιέμαι αν άξιζε να χυθεί τόσο αίμα για ν’ αποχτήσει ο κάθε δρόμος κι από ένα όνομα βουτηγμένο στο έγκλημα και στα εθνικά ιδανικά!
Στη σκιά της πεταλούδα...
Η οδός Εγνατία είναι ένα μεγάλο μαχαίρι που κόβει την πόλη στη μέση. Μιλάω για την παλιά πόλη, για το κέντρο της, οι συνοικίες και τα περίχωρα έχουν μια σχέση με τη μνήμη της πόλης ατροφική. Οι συνοικίες είναι οι τρίχες, τα νύχια και τα δαχτυλίδια ενός πάσχοντος σώματος, λίγα ξέρουν γι’ αυτό το σώμα που θλίβεται και αγάλλεται μέσα στους αιώνες. Η οδός Εγνατία είναι το ζωνάρι που κόβει το κορμί της στα δύο.
Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν πάνω από την Εγνατία, εκεί μέσα σε στερημένους μικροαστούς και σε εργάτες που είχαν ξεγλιστρήσει από τη φόδρα της τσέπης των συνοικιών και ανακατώθηκαν με υπαλλήλους, μικροεπαγγελματίες και τεχνίτες που είχαν κάποτε πατρικό τους κάποιο πατικωμένο δωμάτιο στα τουρκόσπιτα της οδού Αρριανού, της Μόδη και της Φιλίππου. Όλα εκείνα έγιναν κάποια εποχή πολυκατοικίες και τα χνότα όλων τους χώρεσαν σε τριάρια ή δυάρια διαμερίσματα. Οι πιο εύποροι στα ψηλά και οι πιο φτωχοί στα ισόγεια και τα υπόγεια, εκεί στους ανήλιαγους βουβώνες των κτιρίων της αντιπαροχής.
Ο Ηλίας και ο Μάρκος, όταν ήταν παιδιά, έβλεπαν την Εγνατία κάτι σαν τη θάλασσα, κάπου εκεί τέλειωνε και ο κόσμος τους. Κάτω από την Εγνατία ζούσαν άλλοι άνθρωποι, πλούσιοι όπως έλεγαν, μαγαζιά ευρύχωρα και φωτισμένα, ακριβές ταβέρνες, άλλα ντυσίματα, άλλοι τρόποι, παλιά μέγαρα με κίονες και επιγραφές. Η Εγνατία ήταν και κάτι σαν ποτάμι, αργότερα στις μεγάλες τάξεις του δημοτικού με σπουδαγμένη καλά τη γεωγραφία την έλεγαν κοροϊδεύοντας Ντούνα, Δούναβη, που χώριζε δυο πόλεις, τη Βούδα και την Πέστη.
Από κάποια ηλικία και μετά η Υπαπαντή τους άφηνε να γυρνάνε μόνοι τους στη γειτονιά. Δυο αγόρια ψηλά, με καλούς τρόπους, πιασμένα χέρι χέρι, που ανακατεύονταν στις αλάνες της Πάνω Πόλης και στα άχτιστα οικόπεδα της Ολύμπου και της Αγίου Δημητρίου. Παιδιά λογικά και εύστροφα, λίγο όμως ευφάνταστα, ψωμωμένα με τα παιχνίδια του στενού διαμερίσματος, μεγαλωμένα με Μονόπολι, Γκρινιάρη, Φιδάκι, Φωτεινό Παντογνώστη και στρατιωτάκια.
Οι αληθινοί στρατιώτες ήταν όμως στα στενά της οδού Ησαΐα, πίσω απ’ το τούρκικο προξενείο, και στο μεγάλο δίτερμα στο κτίριο του Χημείου στο πανεπιστήμιο. Οι αληθινοί στρατιώτες ήταν τα παιδιά από την Κασσάνδρου κι απ’ τα παλιόσπιτα της Ολυμπιάδος, στρατιώτες με κεφάλια κουρεμένα γουλί και μάλλινες μπλούζες πλεγμένες στο χέρι. Ήταν οι στρατιώτες που δεν ήξεραν πως κάτω από την Εγνατία ήταν ένας άλλος μεγάλος κόσμος, παρά πολεμούσαν αδιάκοπα με ξύλινα σπαθιά και κοντάρια στα χαρακώματα, εκεί στα κατουρημένα οικόπεδα της Αποστόλου Παύλου και στα γιαπιά της Ευριπίδου, όπου έκανε στοίβες το αμμοχάλικο.
Μέσα στις πιο ξεκάθαρες εντολές της Υπαπαντής καθώς τριγύριζαν μόνοι τους τα απογεύματα της κάθε άνοιξης, ήταν να μην περάσουν ποτέ την Εγνατία. Συχνά τότε έκαναν οι δυο τους βόλτες στην παραμεθόριο, νομοταγείς και περίεργοι, από το σιντριβάνι ως την Αριστοτέλους και τα λουτρά. Η βουή του μεγάλου δρόμου με τις εξατμίσεις και τα κορναρίσματα ήταν ένα ψηλό συρματόπλεγμα αδιαπέραστο. Η επιστροφή τους στη γειτονιά είχε παγωτό με μία δραχμή το χωνάκι και δύο το κύπελλο, γεύσεις μόνο δύο, σοκολάτα και κρέμα, καφέ και άσπρο, σαν τις παλιές ταινίες σε μαύρο άσπρο. Τα βράδια της άνοιξης, όταν ο μπαμπάς έλειπε στη δεύτερη δουλειά, έτρωγαν οι τρεις τους μια μεγάλη σακούλα σπόρια καθισμένοι στις ψάθινες καρέκλες στο μπαλκόνι.
[…]
Τα δυο αδέρφια είχανε κοινές παρέες, η διαφορά της ηλικίας τους κάπου τους χώριζε, κάπου βοηθούσε. Ο Μάρκος είχε μάθει για τα καλά να τρυπώνει στους μεγάλους της παρέας του Ηλία και, καθότι ετοιμόλογος και πολύ κοινωνικός, κέρδιζε τις εντυπώσεις. Χρησιμοποιώντας τους φίλους του μεγάλου αδερφού, γρήγορα έμαθε να γυρίζει αργά κι όταν ακόμα δεν ήταν μαζί του• έκλειναν ένα ραντεβού κοντά στο σπίτι τους και γυρνούσαν παρέα, για να ’ναι ήσυχη η Υπαπαντή που ο μεγάλος ήταν πάντα μαζί του και τον φρόντιζε.
Εκείνη την εποχή, στα τέλη του ’70, όλα τα σφαιριστήρια είχαν ονόματα εξωτικά: Σαν Ρέμο, Σάντα Μόνικα, Αρτζεντίνα, Αφρικάνα… Όλα τα ονόματα βέβαια παραπλανούσαν, γιατί στην πραγματικότητα επρόκειτο για ανήλιαγα υπόγεια, που βρωμοκοπούσαν κάπνα και υγρασία και δούλευαν κυρίως με ανήλικους.
Τέτοια μέρη και κάποια άλλα ήταν οι συνηθισμένες φωλιές της εφηβείας, των αγοριών βέβαια, γιατί τα κορίτσια ήταν πάντα ένα είδος δυσεύρετο• αφού σχολούσαν απ’ τα γυμνάσιά τους, που ήταν ξεχωριστά, ξαφνικά χάνονταν. Η μόνη ελπίδα να τις συναντήσουν ήταν στα φροντιστήρια, στα αγγλικά τους, και είναι αλήθεια πως, όσο περισσότερες γλώσσες μάθαινε τότε κανείς, τόσο περισσότερες ήταν και οι πιθανότητες να συναναστρέφεται κορίτσια.
Εκείνους τους χρόνους ο Μάρκος διέσχιζε μόνος πια την Εγνατία και κατηφόριζε προς τη θάλασσα. Η άλλη πόλη, ο άλλος κόσμος τού ήταν πια προσιτός. Ήταν αλήθεια πως αυτόν τον προτιμούσε. Τον πρώτο καιρό της περιπλάνησης, αφού τον γύρισε σπιθαμή προς σπιθαμή και μύρισε την κάθε γωνιά του, καταστάλαξε τελικά σε μια μεγάλη πλατεία κοσμική και πολυσύχναστη. Το Ναβαρίνο δεν ήταν πια η τοποθεσία της ιστορικής ναυμαχίας, αλλά το κέντρο της ζωής του. Ήταν πολλά μαζί, ένα μεγάλο πάρκο με το άγαλμα, εκείνο το γουστόζικο αγόρι που κατουρούσε, ήταν τα απομεινάρια από το ανάκτορο του Γαλέριου με γύρω γύρω πεζόδρομους από τους πρώτους που είχαν φτιαχτεί στην πόλη, ήταν τα πολλά καφενεία και οι ταβέρνες, τα ποδήλατα, τα σκέιτ μπορντ, τα πατίνια κι ό,τι άλλο κουβαλούσαν κάτι βουτυρόπαιδα της Τσιμισκή και της Μητροπόλεως φορώντας μπλούζες με ακριβές φίρμες, παιδιά συμπαθητικά όμως και κάπως αφελή που πήγαιναν σε κολέγια και άλλα επώνυμα σχολεία.
Στο μεταξύ η εφηβεία πάνω από την Εγνατία συνέχιζε να είναι ακόμα μια στερημένη και δύσκολη υπόθεση. Σχολεία άχαρα που θύμιζαν παλιά εργοστάσια με τοίχους γεμάτους σφυροδρέπανα, άλφα σε κύκλους και στίχους από ροκ μπαλάντες και επωδούς χαρντ ροκ. Έφηβοι άλουστοι οι πιο πολλοί, αγριεμένοι, με σπυράκια, με λεξιλόγιο των εκατό λέξεων, πήγαιναν κι ερχόντουσαν πέρα δώθε και πουθενά δεν τους χωρούσε ο τόπος. Ένα μέρος απ’ αυτούς σιγά σιγά εγκαταλείπανε το σχολείο. Ερχόταν κάποιο πρωινό που χάνονταν από προσώπου γης. Ο Σταυράκης άρχισε να δουλεύει σε χυτήριο, ο Μιχάλης τεχνική σχολή, ο Γιωργάρας πήγε με τον πατέρα του στο γιαπί να μάθει την τέχνη, ο Μουσιός, που έμενε από απουσίες, στη μάνα του στη Γερμανία• αφού σταυροφίλησε τη γιαγιά του που τον μεγάλωσε, έφυγε στο Ντύσελντορφ, στο ρεστοράν, για να προκόψει.
Πήγαν λύκειο αυτοί που φορούσαν γυαλιά, αυτοί που ήταν παιδιά υπαλλήλων και δασκαλοπαίδια, κάποιοι ιδιαίτερα εύστροφοι που με κάτι πασαλείμματα τα ψιλοκατάφερναν, τέλος και κάποιοι επιμελείς που προτιμούσαν την ηρεμία του δωματίου τους και τη μελέτη από την αγριάδα των δρόμων και των σφαιριστηρίων. Ο Μάρκος πήγε στο λύκειο γιατί ήταν ο γιος του Κοσμά και της Υπαπαντής, γιατί είχε πίσω του μια οικογένεια που δούλευε σαν καλοκουρδισμένη μηχανή και εμφυσούσε προοπτικές, πήγε και γιατί είχε μέσα του ο ίδιος μια ντροπή, ειδικά όταν έβλεπε τον πατέρα του να γυρνάει ξενυχτισμένος από τις δυο δουλειές και να τον κοιτάζει ερευνητικά στα μάτια.
Είναι η αλήθεια πως, όσο ο Ηλίας αγαπούσε το ροκ και τον έτρεχε από βυζανιάρικο ακόμα στις συναυλίες, αυτός πιο πολύ αγαπούσε τα βιβλία — όχι του σχολείου, αυτά τα έπαιρνε σαν φάρμακο, έπρεπε να τα διαβάσει και το έκανε. Ούτε βέβαια αγαπούσε εκείνα τα άλλα που τους κουβαλούσε η θεία Παναγιώτα, εκείνα τα χριστιανικά, τα παιδαριώδη, ξεχνώντας μερικές φορές την ηλικία τους.
Ισίδωρος Ζουργός, Στη σκιά της πεταλούδας, Πατάκης, Αθήνα 2005, σ. 559-560, 567-569.
Κασσάνδρα...
Πανούργα πόλη. Χαράζει το κορμί κάποιων ανθρώπων ανεξίτηλα• φεύγουν, κι αυτή ακολουθεί όπου κι αν πάνε. Εκείνοι ξέρουν ότι έχουν τα σημάδια της επάνω τους, όμως δεν υποπτεύονται, ή δε θέλουν να πιστέψουν, πως πρόλαβε εντωμεταξύ να σημαδέψει τη ζωή τους, και επιστρέφουν ανύποπτοι. Περπατούν στην Αγορά, ανηφορίζουν προς την Άνω πόλη. Δρόμοι αγνώριστοι με ονόματα οικεία, μια πάροδος ανέγγιχτη απ’ τον καιρό, κάποια άγνωστη οικοδομή τους παιδεύει ώσπου να θυμηθούν την προηγούμενη μορφή της, σημαδιακές γωνιές που έχουν συνωμοτήσει με το χρόνο… Κοντοστεκόμουν σίγουρος ότι πριν από λίγες νύχτες ξαναπέρασα, κι ας έχω λείψει χρόνια.
Η πόλη χθες είχε βγει από μπόρα ξαφνική. Οι δρόμοι άδειοι και τα φώτα γλιστρούσαν πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο. Στάθηκα στη βιτρίνα του Κωνσταντινίδη. Στο τζάμι, πίσω από τίτλους βιβλίων και εικόνες εξωφύλλων, καθρεφτιζόταν ακόμα το πρόσωπό της. Θα σε περιμένω εδώ, είχε πει. Γυρνώ και μου χαμογελά ντυμένη στα λευκά — γούνινος σκούφος κι ο γιακάς της ανασηκωμένος. Άργησες, λέω. Δεν απαντά. Ξανακοιτάω στη βιτρίνα… Ολομόναχος! Νιώθω να σφίγγεται στο μπράτσο μου, όμως δε βλέπω τη μορφή της. Θα ξαναρθείς, ψιθυρίζει. Θα στέκεσαι στην ίδια θέση ακριβώς, αλλά μονάχος.
[…]
Κάστρα• τσιπουράδικο Όμορφη πόλη. Στο αυτοσχέδιο πάλκο εγώ με μια κιθάρα κι ένας φοιτητής της Νομικής με το μπουζούκι του. Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε… Στέλνει κεράσματα — μια δυο φορές. Περασμένα μεσάνυχτα καθόμαστε σ’ ένα τραπέζι για να πάρουμε ανάσα. Πλησιάζει• πρόσωπο αψεγάδιαστο, πυρρόξανθα κοντά μαλλιά. Με κοιτά επίμονα — χείλη ελαφρά βαμμένα, μάτια λαδιά. Κρατά τσιγάρο στο ’να χέρι και στο άλλο το ποτήρι• δάχτυλα μακριά περιποιημένα. Αυτοσυστήνεται (Κασσάνδρα Πέσιτς — προφορά ξενική, χαριτωμένη) και μπαίνει στη ζωή μου. Γιουγκοσλάβα, λίγο πριν από τα σαράντα της, κλασική φιλόλογος στο Πανεπιστήμιο των Σκοπίων — στη σχολή του Κρατικού στα είκοσι και κάτι εγώ. Ξημερώνομαι στην κάμαρά της, Δημητρίου Πολιορκητού, στην Άνω πόλη — κάτω από το μαξιλάρι της το μαραμένο τριαντάφυλλο που έκλεψα τη νύχτα από μια πρασιά. Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο φαίνεται ως κάτω η Θεσσαλονίκη και η θάλασσα. Είσαι πιο όμορφη από χθες, της λέω. Είμαι σαν την πόλη σου, απαντά. Εγώ κι εκείνη, όσο μας αγαπάνε, ξανανιώνουμε.
[…]
Πως είναι να ’σαι μεθυσμένος; Περίπου έτσι. Τα νιώθεις όλα παραμορφωμένα και ρευστά, όμως δεν αντιδράς μήτε γυρεύεις εξηγήσεις. Το καταλάβαινα πως ήταν γυναίκα αλλόκοτη και μ’ απομάκρυνε σιγά σιγά απ’ τη ζωή μου και την πόλη. Φορές ξυπνούσα κι η Θεσσαλονίκη κάτω από το παράθυρό της είχε αλλάξει. Υψώνονταν οικοδομές παράταιρες που έκρυβαν τη θάλασσα — την άλλη μέρα υποχωρούσαν, σαν κάποιους πύργους που συνωμοτώντας μεταξύ τους βλέπουν μόνο τα παιδιά. Διαπερνούσαν τη ζωή μου — όπως στα όνειρα — άνθρωποι και συμβάντα από μέλλον σκοτεινό και διφορούμενο.
Μια νύχτα με ξυπνά — όλα τα φώτα αναμμένα. Στέκεται πάνω απ’ το κρεβάτι μας, δε λέει κουβέντα• ντύνομαι. Βγαίνει αμίλητη απ’ το σπίτι. Τρέχω ξοπίσω — βρέχει. Κατεβαίνουμε: στενά πλακόστρωτα, εξώπορτες βαμμένες μπλε και πράσινες, κήποι, χαμόσπιτα, παιδιά που παίζουνε στους δρόμους. Κοντοστέκομαι λαχανιασμένος, μα δεν περιμένει. Στο Σιντριβάνι στρίβει δεξιά. Τρέχω και την αρπάζω από το μπράτσο. Στάζουν νερά απ’ τα μαλλιά κι απλώνεται μαβί το ξεφτισμένο μακιγιάζ γύρω απ’ τα μάτια της. Πού πάμε; τη ρωτώ. Δεν απαντά. Φτάνει στην παραλία, μπαίνει στο Βασιλικό. Ακολουθώ. Ανεβαίνει στη σκηνή — στέκομαι στην πλατεία όρθιος. Σπάζουν την ησυχία προβολείς, σειρήνες, πυροβολισμοί σαρώνουν την πλατεία και σταματούν πάνω σε εκείνη — δείχνει πολύ πιο νέα. Πανικοβάλλομαι• φωνάζω το όνομά της δυνατά για να μ’ ακούσει… Έσκυψε στο προσκεφάλι μου απ’ την κανονική της ηλικία. Σε ’βλεπα στ’ όνειρό μου, είπα. Χαμογέλασε. Δεν ήταν όνειρο —ψιθύρισε—, η ζωή μας είναι.
Δεν ήταν όνειρο. Έβρεχε χθες πάλι. Ανέβηκα στα Κάστρα με το λεωφορείο κι ύστερα κατέβηκα πεζός. Ακροπόλεως, Δημητρίου Πολιορκητού, Τσινάρι, Άθωνος, Θεοφίλου, πάλι Ακροπόλεως… Πλακόστρωτα, βρύσες δίχως νερό, σπίτια μικρά, μαντρότοιχοι, καφενεία κιβωτοί, ερείπια αρχαία και νεότερα, νεόχτιστα μεγαθήρια — αναρωτιέσαι τι θα αντικρίσεις στην επόμενη στροφή του δρόμου. Σε κάθε διασταύρωση αφήνεις πίσω κάμποσες δεκαετίες. Μια πόλη που δεν έχει ανάγκη από προκατασκευασμένα σκηνικά για να διασχίσεις κινηματογραφικά το χρόνο. Γεννήθηκα στην Πάνω πόλη• κατέβαινα κάθε τόσο προς τη θάλασσα εγκαταλείποντας πίσω κομμάτια της ζωής, ελπίδες και φιλοδοξίες. Ξανακατέβηκα τους ίδιους δρόμους. Ολυμπιάδος, Κασσάνδρου, Αγίου Δημητρίου, Εγνατία, Τσιμισκή — σχεδόν παράλληλες οδοί που κόβουν σαν δεκαετίες τη ζωή μου. Στο Σιντριβάνι έστριψα δεξιά. Η αίσθηση της επανάληψης επίμονη. Έφτασα στο Βασιλικό λίγο πριν απ’ τη γενική πρόβα. Μισοσκόταδο. Ήμουν στη σκηνή — ο χορός των γυναικών στα μαύρα. Φώτα, λαμπάδες, μουσική. Κι ήρθε απ’ το σκοτάδι — ήταν νέα, όπως στο όνειρο, περίπου συνομήλική μου.
Δημήτρης Μίγγας, «Κασσάνδρα», Της Σαλονίκης μοναχά…, Μεταίχμιο, Αθήνα 2003, σ. 55-56, 57-58, 59-62.
Το εξάμηνο...
Μικρός, πολλές φορές τέντωνα τα λάστιχα της σαΐτας μου δοκιμάζοντάς τα, ας πούμε ο χαρούμενος χρόνος της ζωής μου, ο ελάχιστος, μεγαλύτερος να γίνει, πιο πολύς ακόμη, να ’χω περισσότερη χαρά. Τα λάστιχα του χρόνου όμως ήσαν τετράγωνα, συμπαγή και δύσκαμπτα, δεν μαλάκωναν με τίποτα, μαύρα.
Κάτι τέτοιο συνέβαινε με το εξάμηνο της Σαλονίκης — μικρό παιδί ακόμα ήμουν, πάλι ο χρόνος εκείνος άκαρδος, χοντρό λάστιχο, σκληρό και μαύρο.
Όταν λοιπόν τα δύο αγαπημένα αδέρφια, ο Χρήστος κι ο Θόδωρος, βγήκαν από το καράβι, προτού ανέβουν στο χωριό και στους δικούς τους, με κάποια υπόλοιπα χρήματα αγόρασαν ένα παλιό τούρκικο σπίτι, κολλημένο στα τείχη του κάστρου, εξημισείας.
Γύριζαν από την Αμέρικα, αγόρασαν το σπίτι «να βρίσκεται», όπως είπαν. Λίγο μετά ο Χρήστος παντρεύτηκε την τέτα Βάσα, ξαδέρφη της μητέρας μου, κι ο Θόδωρος, ο άλλος αδερφός, παντρεύτηκε την τέτα Ρίνκα, αδερφή του πατέρα.
Ο πρώτος γέννησε τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια δυο κορίτσια• ο δεύτερος τρία, ένα κορίτσι και δύο αγόρια.
Όσο ήσαν ακόμη στο χωριό, άρρωστος ο Θόδωρος, ο Χρήστος ήταν εκείνος που κατέβηκε, πριν από το σαράντα, βιαστικός στη Σαλονίκη, εκεί να μεγαλώσει τα παιδιά, εκεί να ζήσουν. Έφτασαν λοιπόν στην πόλη, εγκαταστάθηκαν στο σπίτι εκείνο που βρίσκονταν, Ολυμπιάδος 13Α, ο θείος Χρήστος, η τέτα Βάσα, ο Αντώνης, η Θεοπίστη, ο Αναστάσης και η Μαρίκα.
Πέρασαν τα χρόνια, πέθαναν τα δύο αδέρφια κοντά κοντά. Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, μόλις έμπαινε το καλοκαίρι του ’47, η τέτα Ρίνκα δυο φορές καμένη στο χωριό, χήρα κι αυτή, θυμήθηκε το σπίτι, το εξημισείας. Αρχικά γκρίνιασεν η συνυφάδα της μα τη δέχτηκε στο μικρότερο κάτω μέρος του σπιτιού, εκείνην και τα τρία παιδιά της, τη Χρυσή που ήταν ήδη παντρεμένη, τον Τάση και τον Νάση, να συγκατοικήσουν. Εκεί λοιπόν, στη Σαλονίκη, στενόχωρα και μ’ έναν εξωτερικό κοινόν απόπατο η τέτα Ρίνκα ζούσε• το εξημισείας σπίτι όλο κι όλο μια κουζίνα με μασίνα, ένα τραπέζι και προς το εσωτερικό παράθυρο ένας σοφράς σπασμένος στα δύο. Στο στενόμακρο χολ ένα ντιβάνι. Το μοναδικό δωμάτιο είχε μια ντουλάπα με τα ρούχα και τα κιλίμια, ένα κρεβάτι, στρωσίδια κάτω• κουζίνα και δωμάτιο κολλημένα στα ασουβάδιστα τείχη (η τέτα Βάσα επάνω, μ’ ένα δωμάτιο περισσότερο, ήταν καλύτερα, πολύ καλύτερα).
Εκεί λοιπόν, στο σπίτι της Ολυμπιάδος 13Α, μ’ έστειλε ο πατέρας, αρχές του δεύτερου εξαμήνου, ’48 προς ’49, να πάω στην αδερφή του, στην τέτα Ρίνκα, να βγάλω τη χρονιά στο Γυμνάσιο. (Ο Εμφύλιος ήταν στην κορύφωσή του, μαύρα και σκοτεινά μερόνυχτα εφόβιζαν τους πάντες).
Κατέβηκα στη Σαλονίκη και στριμώχτηκα, στο κάτω μέρος του σπιτιού, μαζί με τους άλλους. Στο σχολείο, συνήθως, πήγαινα το απόγευμα, είχα καιρό το πρωί να βοηθάω την Τέτα στα ψώνια, περνούσαμε την πλατεία της λαχαναγοράς και κατεβαίναμε στην ψαραγορά, του Βαρδάρη, να πάρουμε τα μικρά φτωχά ψάρια. Εύκολος ο δρόμος στον κατήφορο, η Κάλβου, η Αγίου Δημητρίου, τα σοκάκια με τα καπνομάγαζα, η βουερή πλατεία, τέλος, με τ’ αμέτρητα καλούδια, μα στον ανήφορο φορτωμένοι χάναμε συχνά τον δρόμο της επιστροφής κι αργούσαμε. Σημείο αναφοράς η αλάνα της λαχαναγοράς, όπως και ο χώρος με τα πεύκα, μπροστά και μετά την Αγίου Δημητρίου, στο Διοικητήριο, ήσαν τόποι για τα παιχνίδια με τον φίλο Βαγγέλη, γιο του γειτονικού μπακάλη, κολλητόν μου. Το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο της λαχαναγοράς ήταν κιόλας εγκαταλειμμένο, είχε μετακομίσει στην Κολόμβου• έτσι, από τις αφύλαχτες πλέον πόρτες της μπαινοβγαίναμε εμείς, όλα τα παιδιά της γειτονιάς, παίζοντας.
Περνούσε ο καιρός, πού χρόνος για διάβασμα, όταν επέστρεψα στο σπιτικό της μάνας μου, μόνο σ’ ένα μάθημα είχα μεγαλύτερο βαθμό, όλα τ’ άλλα γκρεμισμένα κάτω. Η ατμόσφαιρα δεν ήταν χαρωπή, σφιγμένοι οι άνθρωποι, όμως καλύτερα από κει που ροβόλησα, κοντά εκεί τα βουνά και οι μάχες, εκεί ακούγονταν μέρα-νύχτα οι κρότοι των όπλων, μικρών μεγάλων, και μας πάγωναν. Εδώ, στη Σαλονίκη, συγκεκριμένα στις εκβολές των οδών Κασσάνδρου και Στρατηγού Δουμπιώτου, δυτικά βαδίζοντας, ο κόσμος πήγαινε στις δουλειές του κάτι πιο χαλαρά. (Εκτός από κάποια Τμήματα Μεταγωγών στην περιοχή, που δραστηριοποιούνταν στα μαύρα χαράματα — καημένη Μίτσα!)
Δυο σπίτια πιο κάτω από το σπίτι των συγγενών μου, σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα παλικάρια, όλα στρατεύσιμα, από τα Βοδενά και τα Βέροια, ο Τάκης, ο Βαγγέλης, ο Θωμάς κι ο Χρηστάκος, σταλμένοι εκεί από τους γονείς τους, μήπως και γλιτώσουν τις ένοπλες συγκρούσεις του Εμφυλίου, ο καθένας για διαφορετικό λόγο. Σχεδόν κρυμμένοι στο νοικιασμένο δωμάτιο, σπάνια έβγαιναν έξω, γνωστοί με τα ξαδέρφια μου, τρύπωνα κι εγώ ανάμεσά τους μαθαίνοντας, θέλοντας και μη, τα νέα των ημερών. Όταν τέλειωναν τις κουβέντες, ο Τάκης από τα Βέροια, ο μεγαλύτερος στην ηλικία, έπαιρνε την κιθάρα από τον τοίχο και χάιδευε τις χορδές.
Πώς πονώ και θρηνώ και κάθε βράδυ
σαν μεθάω στους δρόμους γυρνώ.Τα θερμά τα φιλιά, τα τόσα χάδια γύρνα πάλι στην πρώτη φωλιά. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Γλυκιά μου αγάπη γύρνα ξανά σαν και πρώτα στην έρμη φωλιά!
Φθαρμένο τανγκό, τραγουδάκι της εποχής θαρρείς ξένο, δεν το ξανάκουσα. Μας μαλάκωνε, κυρίως τα βράδια της Κυριακής, όταν η πλατεία της λαχαναγοράς βούλιαζε στο σκοτάδι, σχεδόν χωρίς φως. Ένας στύλος μόνο, με μια λάμπα εξηντάρα θα ’ταν, κοντά στις προσφυγικές παράγκες, στην αρχή της Ολυμπιάδος, ο άλλος στύλος μπροστά στο καφέ μαγαζάκι του Ψύλλα προς την Αγία Αικατερίνη κι ο άλλος αντίθετα και διαγώνια προς την κατηφόρα της Κάλβου, λίγο πριν ανταμώσει την ισιάδα των τελευταίων μέτρων τ’ Αγίου Δημητρίου. Μακριά, ο ένας από τον άλλον, οι στύλοι, σχεδόν ανύπαρκτοι, η πλατεία γύρω γύρω στον μαύρο χρόνο της νύχτας.
Τότε ήταν που ακούγονταν, κάθε νύχτα, οι χαμηλές φωνές από την απέναντι πλευρά του δρόμου με τις προσφυγικές παράγκες. Κάποιες χαροκαμένες, λέγανε, προσφυγομάνες κατοικούσαν εκεί. Ρωτούσα την Τέτα γιατί οι γυναίκες εκείνες έκλαιγαν μόλις σουρούπωνε και η θεια μου δεν απαντούσε. Μην ανακατεύεσαι, μη ρωτάς, μου έλεγε. Ρωτούσα και την κυρά Θωμαή, τη γειτόνισσα, τη φίλη της τέτας Βάσας, γιατί κυρα-Θωμαή κλαίνε κάθε νύχτα οι γυναίκες στις παράγκες. Πάψε, μου είπε και κείνη φοβίζοντάς με πιο πολύ, μικρός είσαι, δεν κάνει.
Όμως λίγο αργότερα έμαθα.
Ένα από τα παιδιά που ζούσαν στις παράγκες ήταν ανακατεμένο με τις αντιστασιακές ομάδες, τη μέρα δούλευε στα καπνομάγαζα, πιο κάτω, τη νύχτα μοίραζε προκηρύξεις, έγραφε συνθήματα στους τοίχους, τολμηρός, τελείωνε δύσκολες υποθέσεις. Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, δεν πήγε πολύς καιρός, οργίαζαν οι παρακρατικοί, πάλι• αρχές του ’47, μια νύχτα μπουκάρανε στο σπιτικό του, τον πήραν, πήραν και άλλα τρία παλικάρια από τις διπλανές παράγκες δίχως λόγο εκείνους, και όλους μαζί, έξω από τα τείχη, τους εκτέλεσαν.
Τους βρήκαν το πρωί περαστικοί, ειδοποίησαν τα σπίτια τους, οδυρμός. Μαύρισαν οι παράγκες, με τα μοιρολόγια. Στα μαύρα οι μάνες κλαίγανε, πνιχτά στο φως της ημέρας, οι γόοι τις νύχτες. Ένα μαύρο σύννεφο ξεκινούσε από κει και ξαναγύριζε πίσω, πάνω στις στέγες μας, στα παράθυρά μας, στις πόρτες που άνοιγαν προς τα σοκάκια. Ένα μούρμουρο αρχικά, συνεχόμενοι βόγκοι κατόπιν, κανένας θρήνος (ώρες ώρες) δεν έμοιαζε με τον προηγούμενο, λίγο λίγο το φαρμάκι πλημμύριζε τον αέρα. Που τον έκαμνε πνιχτόν, σκληρόν και μαύρο.
Σαν τα λάστιχα, τα συμπαγή και τα δύσκαμπτα, της δικής μου σαΐτας, που δεν άνοιγαν, δεν τέντωνε η χαρά τους με τίποτε.
Ο Σακελλάριος στην Πάν...
Απολαμβάνω τις παλιές καλές κωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου της περιόδου ’50-’60. Διασκεδάζω για πολλοστή φορά με τις ίδιες ευτράπελες καταστάσεις, τα ίδια ευρηματικά αστεία. Και ικανοποιούμαι διαπιστώνοντας πως το είδος έχει πάντα ψωμί. Γι’ αυτό εξακολουθούν να μας το σερβίρουν αφειδώς τα κυρίαρχα κανάλια. Άλλωστε τι χρεία έχουμε άλλων μαρτύρων; Αυτά τα έργα έτερψαν τους γονείς μας. Με αυτά μεγαλώσαμε κι εμείς και τα παιδιά μας. Ακόμα και ατάκες τους έχουμε αποστηθίσει, που τις επαναλαμβάνουμε σε κάθε κατάλληλη περίσταση και γελάμε με την ψυχή μας. Και είμαι σίγουρος πως με αυτά θα ψυχαγωγηθούν και τα εγγόνια μας και τα δισέγγονά μας.
Τις περισσότερες από τις κωμωδίες αυτές υπογράφει ένας άνθρωπος που βαθύτατα σέβομαι. Και αναφέρομαι στον Αλέκο Σακελλάριο. Δεν είναι βέβαια της παρούσης στιγμής οι εκτενέστερες κρίσεις για το σπάνιο και πολύπλευρο ταλέντο του, που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στο τραγούδι. […]
[…]
Είναι λοιπόν εύλογη η αγαλλίασή μου, γιατί ο Αλέκος Σακελλάριος, έστω και μετά θάνατο, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, στο θέατρο της οδού Ολυμπιάδος, στην Πάνω Πόλη. Και σφίγγω το χέρι του Γιάννη Μαλούχου που είχε την έμπνευση και την πρωτοβουλία.
Ηθοποιός χαμηλών τόνων ο Μαλούχος, αναδείχθηκε χάρη σε κάποιους καλούς δεύτερους ρόλους που του εμπιστεύθηκε ο Σακελλάριος. Και είναι άξιος κάθε επαίνου, γιατί αναγνωρίζει την οφειλή του στον εκλιπόντα χωρίς να περιμένει πια οποιαδήποτε άμεσα αντικρίσματα. Μπορεί όμως για όλους να «υπάρχει μία μερίς η οποία αντιτίθεται», όπως αποφαινόταν ο Λογοθετίδης στο Ένα βότσαλο στη λίμνη. Στην περίπτωση όμως του Σακελλάριου, η «μερίς» αυτή είναι ασφαλώς ασήμαντη. Και η αναγνώριση, η καταξίωση από το ευρύτερο κοινό είναι όχι μόνο δεδομένη αλλά και διαχρονική.
Από εκεί και πέρα λοιπόν επαφίεται σε όλους εμάς να στηρίξουμε την προσπάθεια.
Θεσσαλονίκη, 21-1-1999
Αλμπέρτος Ναρ, Επιπόλαιος επί πόλεως, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2007, σ. 100, 102.
Μετάβαση στο σημείο: Κουλέ Καφέ