Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΚουλέ Καφέ Οδός Μουσών - Ναός Ταξιαρχών
Η οδός Μουσών είναι χαρακτηριστικός ανηφορικός δρόμος της Άνω Πόλης. Στη συμβολή της με την οδό Ακροπόλεως βρίσκεται ο βυζαντινός Ναός των Ταξιαρχών, ο οποίος κατά την οθωμανική περίοδο λειτούργησε ως τζαμί.
Το κακό άρχισε από την...
Είμαι βέβαιος ότι η καταστροφή του πλανήτη άρχισε από τη γειτονιά μου στη Θεσσαλονίκη. Για την ακρίβεια, μέσα από την αυλή μας. Μέχρι τότε όλα ήταν καλά κι ωραία. Υπήρχε χώμα παντού κι επομένως και λουλούδια. Ακόμα και τα σπίτια ήταν φτιαγμένα από χώμα και άχυρο. Τραβώντας ένα κομματάκι άχυρο κατέβαινε ολόκληρος σοβάς. Κι αν συνέχιζες, μπορούσες να ρίξεις και τον τοίχο. Μικροί το συνηθίζαμε πολύ αυτό το παιχνίδι, μια και δεν είχαμε με τι άλλο να παίξουμε. Το σπίτι μας ήταν από τα μεγαλύτερα στο Κουλέ Καφέ, με μπαξέ και μια χωμάτινη αυλή περικυκλωμένη από γκαζοτενεκέδες με λουλούδια. Στον μπαξέ υπήρχαν μουριές, ροδιές, συκιές, βερικοκιές, κι εμείς τα παιδιά μαθαίναμε τους μήνες από το κάρπισμα των δέντρων. Ήμασταν καμιά δεκαπενταριά παιδιά σ’ αυτό το σπίτι. Κι άλλοι τόσοι μεγάλοι. Μ’ ένα και μοναδικό αποχωρητήριο στην άκρη της χωμάτινης αυλής. Από τα ίχνη στο χώμα καταλάβαινα ποιος βρίσκεται εκεί μέσα. Οι ξαδέρφες μου άφηναν κάτι πατημασιές σαν να περπατούσαν με τις γροθιές τους — κι αυτές ήταν που ενδιέφεραν εμένα. Άνοιγα απότομα τη σανιδένια πόρτα του «μέρους» και τινάζονταν επάνω, όπως τιναζόμουν κι εγώ, όταν από τη στρογγυλή τρύπα πεταγόταν κανένας ποντικός. Χρειάζονταν κότσια τότε, ακόμα και για τις πιο απλές σου ανάγκες.
Ένα απόγευμα ο αδερφός της μάνας μου, που ήταν χτίστης, ήρθε στο σπίτι μ’ ένα τσουβάλι τσιμέντο από την οικοδομή όπου δούλευε και το ’ριξε στην αυλή. Αυτό ήταν το πρώτο τσιμέντο που έβλεπα στη ζωή μου. Και μαζί μ’ εμένα και πολλοί άλλοι από τη γειτονιά. Στεκόμασταν όλοι γύρω γύρω και παρακολουθούσαμε εκστατικοί πώς το έστρωνε ο θείος μου σαν να άλειφε με βούτυρο μια μεγάλη φέτα ψωμί. Μείναμε εκεί ώσπου έπηξε σβήνοντας για πάντα τις πατημασιές από τις ξαδέρφες μου. Και την ανάσα της αυλής, όμως αυτό το κατάλαβα πολύ αργότερα. Μετά από λίγες μέρες τσιμέντωσε το δάπεδο του αποχωρητηρίου. Και κάποτε όλο το σπίτι. Αυτός ο άνθρωπος ήταν τόσο παθιασμένος με το τσιμέντο, που για δεκαετίες ολόκληρες κυκλοφορούσε με το μυστρί στο χέρι και τσιμέντωνε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Μετά πήρε κι άλλους στη δούλεψή του και δε θα ’ναι υπερβολή αν πω ότι τσιμέντωσε τη μισή Θεσσαλονίκη. Σήμερα κάθεται σ’ ένα ρετιρέ γεμάτο γλάστρες κι όλη μέρα φροντίζει τα λουλούδια και μιλάει μαζί τους.
Έξω από την πόρτα μας όμως ο κόσμος εξακολουθούσε να είναι όπως τον ξέραμε. Γεμάτος αλάνες που στις άκρες τους φύτρωναν τσουκνίδες και παπαρούνες και στο κέντρο τους αποτυπώματα από την μπάλα που παίζαμε και τους τσακωμούς που κάναμε. Και ο δρόμος φτιαγμένος από πέτρες. Κάτι κοτρόνες ανώμαλες και άγριες, που ξεπετιούνταν σαν πέτρινοι θάμνοι. Το βράδυ ακούγαμε τις οπλές των αλόγων που έσερναν τα κάρα να γλιστρούν πάνω τους και τους καροτσέρηδες να βρίζουν. Έτσι ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας μάθαμε τις πιο καλές βρισιές. Ακούγαμε και τα τακούνια των κοριτσιών που είχαν πάει βόλτα στην παραλία και ανηφόριζαν μιλώντας χαμηλόφωνα και γελώντας πνιχτά.
Μια μέρα ήρθαν κάτι άνθρωποι και πριόνισαν τα κλωνάρια του γερο-πλάτανου που χώριζε το σπίτι μας από την εκκλησία. Οι κάργες που φώλιαζαν χρόνια στην κουφάλα του πέταξαν κατατρομαγμένες και από τότε δεν ξαναείδα τέτοια πουλιά. Συνέχισαν με τον κορμό του και στο τέλος τον ξερίζωσαν τελείως. Παρακολουθούσαμε πάλι όπως τότε με το τσιμέντο, αλλά κανείς δεν τόλμησε να μιλήσει, επειδή στο διαμελισμό και στο ξερίζωμα έκανε κουμάντο ο κυρ Χαράλαμπος, παλιός χωροφύλακας, αλλά μπορούσε ακόμα να στέλνει όποιον ήθελε φυλακή. Ώσπου πέθανε ήταν επίτροπος στην εκκλησία. Μετά ήρθε η σειρά της μαρμάρινης βρύσης, που ήταν δίπλα στον πλάτανο και ξεδιψούσαν παιδιά και περαστικοί. Ο κυρ Χαράλαμπος την πήρε στην αυλή του και λένε πως αυτή τον σκότωσε. Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι έσκυψε να πιει νερό, έπαθε συμφόρηση και πέθανε.
Σήμερα το μόνο που έχει μείνει από το δρόμο μας είναι τ’ όνομά του. Συνεχίζει να λέγεται οδός Μουσών, αλλά σχεδόν όλες οι μούσες έχουν πεθάνει. Απόμειναν δυο τρεις που κάθονται πίσω από τα παράθυρα κοιτώντας έξω κι ελπίζοντας να δούνε κανέναν άνθρωπο, αλλά το μόνο που βλέπουν είναι αυτοκίνητα που κινούνται γρήγορα πάνω στην άσφαλτο. Χώμα δεν υπάρχει πουθενά για ν’ ακολουθήσεις τα ίχνη και να βρεις τους φίλους σου. Στα καινούρια καραμελέ σπίτια που γίνανε, ζούνε αρχιτέκτονες, γιατροί και δικηγόροι. Ωστόσο μέσα σ’ όλο αυτό το μπετόν αρμέ κατάφερε κι επέζησε ένα δέντρο έξω από το τσιμεντένιο μας σπίτι. Μια ακακία που ξεπετιέται μέσα από την άσφαλτο, για να μας θυμίζει πώς ήταν ο δρόμος μας κάποτε. Και που ίσως ξαναγίνει έτσι, όσο η ευωδιά της μας πηγαίνει πίσω και μας ξανακάνει παιδιά, έτοιμα ν’ αρχίσουν πάλι τη ζωή τους.
Αντώνης Σουρούνης, Μισόν αιώνα άνθρωπος, Καστανιώτης, Αθήνα 1996, σ. 16-19.
Η καμπάνα...
Κάθε φορά που είναι να πάω στη Θεσσαλονίκη να δω τους γονείς μου, σκέφτομαι εκείνη την καμπάνα. Η χαρά μου εξαφανίζεται, όπως φτερούγιζαν τρομαγμένες οι κάργες από την κουφάλα τους τότε που δεν υπήρχε καμπαναριό και είχαν την καμπάνα κρεμασμένη στο κλαδί του γεροπλάτανου. Ο πλάτανος χώριζε το σπίτι μας από την εκκλησία και απείχε τέσσερα μέτρα απ’ αυτήν και τέσσερα από μας. Οι άκρες όμως από τα κλαδιά του μας ένωναν και από μακριά φαινόταν σαν ένας γιγάντιος ξύλινος Θεός, που μας άγγιζε δίνοντάς μας την ευλογία του και κρατώντας μας ενωμένους. Κάποτε ξήλωσαν τον πλάτανο κι έφτιαξαν καμπαναριό. Θυμάμαι το μεγάλο πανό που έγραφε «ΕΝΙΣΧΥΣΑΤΕ ΤΗΝ ΑΠΟΠΕΡΑΤΩΣΗ κ.λπ.». Νομίζω υπάρχει ακόμα. Καμιά εικοσαριά αγόρια μεγαλώσαμε μέσα στον αυλόγυρο της εκκλησίας, που οι πόρτες του στο βορρά και στο νότο έμεναν πάντα ανοιχτές. Εκεί μέσα παίζαμε μπάλα, πόλεμο, κάναμε ακροβατικά, πηδούσαμε και παλεύαμε. Εκεί μέσα μάθαμε από τους παπάδες μερικά μυστικά που μας βοήθησαν αργότερα στη ζωή μας. Χωρίς να μας λένε τίποτα, απλώς με το να μας χαμογελούν και να μας ανέχονται. Και από τον καντηλανάφτη τον κυρ Απόστολο τον Κεφαλάκια, που μας μάθαινε πως να χτυπάμε την καμπάνα.
«Σιγά, ρε σεις, σιγά. Σιγά και μαλακά. Σήμαντρο είν’ αυτό, δεν είναι γύφτικο νταούλι. Βλέπετε αυτό το κοριτσάκι πως περπατάει; Χοροπηδώντας. Τώρα σταμάτησε. Το ’δατε; Κάθε λίγο και λιγάκι τα κορίτσια σταματάνε. Έτσι να τη χτυπάτε. Λίγο και χαρούμενα. Τη Μεγάλη Βδομάδα μόνο να τη χτυπάτε όπως περπατάει η γιαγιά σας».
Οι γιαγιάδες μας έχουν πεθάνει, καθώς κι ο Κεφαλάκιας. Εκείνοι οι χαμογελαστοί παπάδες επίσης. Τα ξυπόλυτα αγόρια μεγάλωσαν, παπουτσώθηκαν κι εγκατέλειψαν το Κουλέ Καφέ, που τώρα πια λέγεται Άνω Πόλη. Όλα έχουν γίνει σπουδαίοι επιστήμονες ή μεγάλοι επιχειρηματίες. Ο πιο φτωχός έγινε ο πιο μεγάλος και η δουλειά του είναι να βοηθάει τον κόσμο. Η θέση του καταγραφέα παρέμενε κενή κι έτσι την πήρα εγώ. Κανένας μας δεν έγινε πολιτικός.
Σήμερα οι πόρτες του Ταξιάρχη ανοίγουν και κλείνουν με ωράριο καταστημάτων. Κανένα παιδί δεν παίζει στον αυλόγυρό του, εκτός από μερικά κορίτσια του κατηχητικού το πρωί της Κυριακής. Κανείς δεν μπορεί να μπει ν’ ανάψει ένα κερί όποτε το θελήσει, ούτε και να πάει από το βορρά στο νότο χωρίς να κάνει το γύρο του δρόμου. Ο τωρινός παπάς, για να εμποδίσει τους γείτονες να παρκάρουν τ’ αυτοκίνητά τους κοντά στην εκκλησία του, έφτιαξε στο δρόμο ένα μακρύ και ψηλό πεζούλι χωρίς να ρωτήσει ούτε σπίτι ούτε γραφείο. Οι τελευταίες πιστές που απόμειναν, για να πάνε στη λειτουργία, σκαρφαλώνουν με τα γόνατα το πεζούλι, όπως αν πήγαιναν από τάμα να προσκυνήσουν τη Μεγαλόχαρη. Κάποιος δώρισε μια καμπάνα στην εκκλησία και βγάζοντας την παλιά κρέμασαν την καινούργια. Πατάς ένα κουμπί και κουδουνίζει. Μια καμπάνα θεότρελη, υστερικιά, που βαράει εκατό, διακόσιες και παραπάνω φορές. Βαράει το πρωί, τ’ απόγευμα, όποτε της βαρέσει. Ώσπου να καταλαγιάσει η ηχώ της, ξαναρχίζει και χτυπάει ασταμάτητα, μ’ έναν ήχο στριγγό, σαν να σε κυνηγάει και θέλει να σε φτάσει, να σε βάλει κάτω και να σε ποδοπατήσει. Οι άνθρωποι ξυπνάνε με βρισιές και κατάρες, τα μωρά κλαίνε, τα παιδιά βουλώνουν τ’ αυτιά τους. Πολλοί πολλές φορές διαμαρτυρήθηκαν, δίχως όμως αποτέλεσμα.
[…]
Έχεις την εντύπωση ότι ποτέ δε θα σταματήσει, ότι θα βαράει μέχρι να σου σπάσει τα τύμπανα, την καδιά, τη μαγκιά, τα νεύρα, ό,τι τέλος πάντων μπορεί να σου σπάσει, αλλά κάποτε κοπάζει σαν άγριος σκύλος που μπαΐλντισε γαβγίζοντας μάταια. Μπαΐλντισμένος κι εσύ σωριάζεσαι ξέπνοος από το κυνηγητό στην καρέκλα, πέφτεις στα γόνατα κι ευχαριστείς το Θεό που σ’ έσωσε γι’ άλλη μια φορά, ορκίζεσαι ότι ποτέ πια δε θα ξαναπλησιάσεις σ’ αυτή την περιοχή. Αλλά κάθε φορά παραβαίνω τον όρκο μου και ξαναπάω ελπίζοντας. Προπαντός Χριστούγεννα και Πάσχα πάω οπωσδήποτε. Κι αυτό επειδή θυμάμαι, από τότε που ήμουν παιδί, ότι σ’ αυτή τη γειτονιά γεννιόταν ο Χριστός, εδώ πέθαινε κι εδώ ανασταινόταν.
Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 349-351.
Μετάβαση στο σημείο: Κουλέ Καφέ