Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΚουλέ Καφέ Πλατεία Κουλέ καφέ (αλλιώς πλατεία Ρομφέη ή και πλατεία Κρίσπου)
Η κεντρική πλατεία της συνοικίας του Κουλέ Καφέ.
Η καμπάνα...
Κάθε φορά που είναι να πάω στη Θεσσαλονίκη να δω τους γονείς μου, σκέφτομαι εκείνη την καμπάνα. Η χαρά μου εξαφανίζεται, όπως φτερούγιζαν τρομαγμένες οι κάργες από την κουφάλα τους τότε που δεν υπήρχε καμπαναριό και είχαν την καμπάνα κρεμασμένη στο κλαδί του γεροπλάτανου. Ο πλάτανος χώριζε το σπίτι μας από την εκκλησία και απείχε τέσσερα μέτρα απ’ αυτήν και τέσσερα από μας. Οι άκρες όμως από τα κλαδιά του μας ένωναν και από μακριά φαινόταν σαν ένας γιγάντιος ξύλινος Θεός, που μας άγγιζε δίνοντάς μας την ευλογία του και κρατώντας μας ενωμένους. Κάποτε ξήλωσαν τον πλάτανο κι έφτιαξαν καμπαναριό. Θυμάμαι το μεγάλο πανό που έγραφε «ΕΝΙΣΧΥΣΑΤΕ ΤΗΝ ΑΠΟΠΕΡΑΤΩΣΗ κ.λπ.». Νομίζω υπάρχει ακόμα. Καμιά εικοσαριά αγόρια μεγαλώσαμε μέσα στον αυλόγυρο της εκκλησίας, που οι πόρτες του στο βορρά και στο νότο έμεναν πάντα ανοιχτές. Εκεί μέσα παίζαμε μπάλα, πόλεμο, κάναμε ακροβατικά, πηδούσαμε και παλεύαμε. Εκεί μέσα μάθαμε από τους παπάδες μερικά μυστικά που μας βοήθησαν αργότερα στη ζωή μας. Χωρίς να μας λένε τίποτα, απλώς με το να μας χαμογελούν και να μας ανέχονται. Και από τον καντηλανάφτη τον κυρ Απόστολο τον Κεφαλάκια, που μας μάθαινε πως να χτυπάμε την καμπάνα.
«Σιγά, ρε σεις, σιγά. Σιγά και μαλακά. Σήμαντρο είν’ αυτό, δεν είναι γύφτικο νταούλι. Βλέπετε αυτό το κοριτσάκι πως περπατάει; Χοροπηδώντας. Τώρα σταμάτησε. Το ’δατε; Κάθε λίγο και λιγάκι τα κορίτσια σταματάνε. Έτσι να τη χτυπάτε. Λίγο και χαρούμενα. Τη Μεγάλη Βδομάδα μόνο να τη χτυπάτε όπως περπατάει η γιαγιά σας».
Οι γιαγιάδες μας έχουν πεθάνει, καθώς κι ο Κεφαλάκιας. Εκείνοι οι χαμογελαστοί παπάδες επίσης. Τα ξυπόλυτα αγόρια μεγάλωσαν, παπουτσώθηκαν κι εγκατέλειψαν το Κουλέ Καφέ, που τώρα πια λέγεται Άνω Πόλη. Όλα έχουν γίνει σπουδαίοι επιστήμονες ή μεγάλοι επιχειρηματίες. Ο πιο φτωχός έγινε ο πιο μεγάλος και η δουλειά του είναι να βοηθάει τον κόσμο. Η θέση του καταγραφέα παρέμενε κενή κι έτσι την πήρα εγώ. Κανένας μας δεν έγινε πολιτικός.
Σήμερα οι πόρτες του Ταξιάρχη ανοίγουν και κλείνουν με ωράριο καταστημάτων. Κανένα παιδί δεν παίζει στον αυλόγυρό του, εκτός από μερικά κορίτσια του κατηχητικού το πρωί της Κυριακής. Κανείς δεν μπορεί να μπει ν’ ανάψει ένα κερί όποτε το θελήσει, ούτε και να πάει από το βορρά στο νότο χωρίς να κάνει το γύρο του δρόμου. Ο τωρινός παπάς, για να εμποδίσει τους γείτονες να παρκάρουν τ’ αυτοκίνητά τους κοντά στην εκκλησία του, έφτιαξε στο δρόμο ένα μακρύ και ψηλό πεζούλι χωρίς να ρωτήσει ούτε σπίτι ούτε γραφείο. Οι τελευταίες πιστές που απόμειναν, για να πάνε στη λειτουργία, σκαρφαλώνουν με τα γόνατα το πεζούλι, όπως αν πήγαιναν από τάμα να προσκυνήσουν τη Μεγαλόχαρη. Κάποιος δώρισε μια καμπάνα στην εκκλησία και βγάζοντας την παλιά κρέμασαν την καινούργια. Πατάς ένα κουμπί και κουδουνίζει. Μια καμπάνα θεότρελη, υστερικιά, που βαράει εκατό, διακόσιες και παραπάνω φορές. Βαράει το πρωί, τ’ απόγευμα, όποτε της βαρέσει. Ώσπου να καταλαγιάσει η ηχώ της, ξαναρχίζει και χτυπάει ασταμάτητα, μ’ έναν ήχο στριγγό, σαν να σε κυνηγάει και θέλει να σε φτάσει, να σε βάλει κάτω και να σε ποδοπατήσει. Οι άνθρωποι ξυπνάνε με βρισιές και κατάρες, τα μωρά κλαίνε, τα παιδιά βουλώνουν τ’ αυτιά τους. Πολλοί πολλές φορές διαμαρτυρήθηκαν, δίχως όμως αποτέλεσμα.
[…]
Έχεις την εντύπωση ότι ποτέ δε θα σταματήσει, ότι θα βαράει μέχρι να σου σπάσει τα τύμπανα, την καδιά, τη μαγκιά, τα νεύρα, ό,τι τέλος πάντων μπορεί να σου σπάσει, αλλά κάποτε κοπάζει σαν άγριος σκύλος που μπαΐλντισε γαβγίζοντας μάταια. Μπαΐλντισμένος κι εσύ σωριάζεσαι ξέπνοος από το κυνηγητό στην καρέκλα, πέφτεις στα γόνατα κι ευχαριστείς το Θεό που σ’ έσωσε γι’ άλλη μια φορά, ορκίζεσαι ότι ποτέ πια δε θα ξαναπλησιάσεις σ’ αυτή την περιοχή. Αλλά κάθε φορά παραβαίνω τον όρκο μου και ξαναπάω ελπίζοντας. Προπαντός Χριστούγεννα και Πάσχα πάω οπωσδήποτε. Κι αυτό επειδή θυμάμαι, από τότε που ήμουν παιδί, ότι σ’ αυτή τη γειτονιά γεννιόταν ο Χριστός, εδώ πέθαινε κι εδώ ανασταινόταν.
Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 349-351.
Το κακό άρχισε από την...
Είμαι βέβαιος ότι η καταστροφή του πλανήτη άρχισε από τη γειτονιά μου στη Θεσσαλονίκη. Για την ακρίβεια, μέσα από την αυλή μας. Μέχρι τότε όλα ήταν καλά κι ωραία. Υπήρχε χώμα παντού κι επομένως και λουλούδια. Ακόμα και τα σπίτια ήταν φτιαγμένα από χώμα και άχυρο. Τραβώντας ένα κομματάκι άχυρο κατέβαινε ολόκληρος σοβάς. Κι αν συνέχιζες, μπορούσες να ρίξεις και τον τοίχο. Μικροί το συνηθίζαμε πολύ αυτό το παιχνίδι, μια και δεν είχαμε με τι άλλο να παίξουμε. Το σπίτι μας ήταν από τα μεγαλύτερα στο Κουλέ Καφέ, με μπαξέ και μια χωμάτινη αυλή περικυκλωμένη από γκαζοτενεκέδες με λουλούδια. Στον μπαξέ υπήρχαν μουριές, ροδιές, συκιές, βερικοκιές, κι εμείς τα παιδιά μαθαίναμε τους μήνες από το κάρπισμα των δέντρων. Ήμασταν καμιά δεκαπενταριά παιδιά σ’ αυτό το σπίτι. Κι άλλοι τόσοι μεγάλοι. Μ’ ένα και μοναδικό αποχωρητήριο στην άκρη της χωμάτινης αυλής. Από τα ίχνη στο χώμα καταλάβαινα ποιος βρίσκεται εκεί μέσα. Οι ξαδέρφες μου άφηναν κάτι πατημασιές σαν να περπατούσαν με τις γροθιές τους — κι αυτές ήταν που ενδιέφεραν εμένα. Άνοιγα απότομα τη σανιδένια πόρτα του «μέρους» και τινάζονταν επάνω, όπως τιναζόμουν κι εγώ, όταν από τη στρογγυλή τρύπα πεταγόταν κανένας ποντικός. Χρειάζονταν κότσια τότε, ακόμα και για τις πιο απλές σου ανάγκες.
Ένα απόγευμα ο αδερφός της μάνας μου, που ήταν χτίστης, ήρθε στο σπίτι μ’ ένα τσουβάλι τσιμέντο από την οικοδομή όπου δούλευε και το ’ριξε στην αυλή. Αυτό ήταν το πρώτο τσιμέντο που έβλεπα στη ζωή μου. Και μαζί μ’ εμένα και πολλοί άλλοι από τη γειτονιά. Στεκόμασταν όλοι γύρω γύρω και παρακολουθούσαμε εκστατικοί πώς το έστρωνε ο θείος μου σαν να άλειφε με βούτυρο μια μεγάλη φέτα ψωμί. Μείναμε εκεί ώσπου έπηξε σβήνοντας για πάντα τις πατημασιές από τις ξαδέρφες μου. Και την ανάσα της αυλής, όμως αυτό το κατάλαβα πολύ αργότερα. Μετά από λίγες μέρες τσιμέντωσε το δάπεδο του αποχωρητηρίου. Και κάποτε όλο το σπίτι. Αυτός ο άνθρωπος ήταν τόσο παθιασμένος με το τσιμέντο, που για δεκαετίες ολόκληρες κυκλοφορούσε με το μυστρί στο χέρι και τσιμέντωνε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Μετά πήρε κι άλλους στη δούλεψή του και δε θα ’ναι υπερβολή αν πω ότι τσιμέντωσε τη μισή Θεσσαλονίκη. Σήμερα κάθεται σ’ ένα ρετιρέ γεμάτο γλάστρες κι όλη μέρα φροντίζει τα λουλούδια και μιλάει μαζί τους.
Έξω από την πόρτα μας όμως ο κόσμος εξακολουθούσε να είναι όπως τον ξέραμε. Γεμάτος αλάνες που στις άκρες τους φύτρωναν τσουκνίδες και παπαρούνες και στο κέντρο τους αποτυπώματα από την μπάλα που παίζαμε και τους τσακωμούς που κάναμε. Και ο δρόμος φτιαγμένος από πέτρες. Κάτι κοτρόνες ανώμαλες και άγριες, που ξεπετιούνταν σαν πέτρινοι θάμνοι. Το βράδυ ακούγαμε τις οπλές των αλόγων που έσερναν τα κάρα να γλιστρούν πάνω τους και τους καροτσέρηδες να βρίζουν. Έτσι ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας μάθαμε τις πιο καλές βρισιές. Ακούγαμε και τα τακούνια των κοριτσιών που είχαν πάει βόλτα στην παραλία και ανηφόριζαν μιλώντας χαμηλόφωνα και γελώντας πνιχτά.
Μια μέρα ήρθαν κάτι άνθρωποι και πριόνισαν τα κλωνάρια του γερο-πλάτανου που χώριζε το σπίτι μας από την εκκλησία. Οι κάργες που φώλιαζαν χρόνια στην κουφάλα του πέταξαν κατατρομαγμένες και από τότε δεν ξαναείδα τέτοια πουλιά. Συνέχισαν με τον κορμό του και στο τέλος τον ξερίζωσαν τελείως. Παρακολουθούσαμε πάλι όπως τότε με το τσιμέντο, αλλά κανείς δεν τόλμησε να μιλήσει, επειδή στο διαμελισμό και στο ξερίζωμα έκανε κουμάντο ο κυρ Χαράλαμπος, παλιός χωροφύλακας, αλλά μπορούσε ακόμα να στέλνει όποιον ήθελε φυλακή. Ώσπου πέθανε ήταν επίτροπος στην εκκλησία. Μετά ήρθε η σειρά της μαρμάρινης βρύσης, που ήταν δίπλα στον πλάτανο και ξεδιψούσαν παιδιά και περαστικοί. Ο κυρ Χαράλαμπος την πήρε στην αυλή του και λένε πως αυτή τον σκότωσε. Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι έσκυψε να πιει νερό, έπαθε συμφόρηση και πέθανε.
Σήμερα το μόνο που έχει μείνει από το δρόμο μας είναι τ’ όνομά του. Συνεχίζει να λέγεται οδός Μουσών, αλλά σχεδόν όλες οι μούσες έχουν πεθάνει. Απόμειναν δυο τρεις που κάθονται πίσω από τα παράθυρα κοιτώντας έξω κι ελπίζοντας να δούνε κανέναν άνθρωπο, αλλά το μόνο που βλέπουν είναι αυτοκίνητα που κινούνται γρήγορα πάνω στην άσφαλτο. Χώμα δεν υπάρχει πουθενά για ν’ ακολουθήσεις τα ίχνη και να βρεις τους φίλους σου. Στα καινούρια καραμελέ σπίτια που γίνανε, ζούνε αρχιτέκτονες, γιατροί και δικηγόροι. Ωστόσο μέσα σ’ όλο αυτό το μπετόν αρμέ κατάφερε κι επέζησε ένα δέντρο έξω από το τσιμεντένιο μας σπίτι. Μια ακακία που ξεπετιέται μέσα από την άσφαλτο, για να μας θυμίζει πώς ήταν ο δρόμος μας κάποτε. Και που ίσως ξαναγίνει έτσι, όσο η ευωδιά της μας πηγαίνει πίσω και μας ξανακάνει παιδιά, έτοιμα ν’ αρχίσουν πάλι τη ζωή τους.
Αντώνης Σουρούνης, Μισόν αιώνα άνθρωπος, Καστανιώτης, Αθήνα 1996, σ. 16-19.
Γεντί Κουλέ...
Απόψε θα σας μιλήσω για το Γεντί Κουλέ, με βάση κάποια παιδικά μου βιώματα αλλά και κατοπινές μου εμπειρίες, που έμμεσα και σπανίως άμεσα με έφεραν κοντά στο μνημείο και ακόμη πιο κοντά στο κάτεργο.
1. Το 1943 ήμουν δώδεκα χρονώ. Είχα ήδη κινδυνεύσει να πεθάνω δύο φορές από πείνα, κι αν τελικά σώθηκα, αυτό το χρωστώ κυρίως στα συσσίτια των κατηχητικών. Εκεί γνωρίστηκα με ένα παιδί από το τρίτο γυμνάσιο, που το έλεγαν Σταύρο, και γίναμε φίλοι. Στο ίδιο συσσίτιο έτρωγε κι ο λίγο μεγαλύτερος φίλος μας Μίμης Μαρωνίτης, αρρώστησε όμως βαριά και δε μπορούσε να έρχεται και να τρώει. Τότε εγώ με τον Σταύρο αποφασίσαμε να πηγαίνουμε το φαΐ του Μίμη κάθε μέρα στο σπίτι του. Αυτό βάσταξε πάνω από χρόνο. Ξεκινούσαμε απ’ την πλατεία Αγίας Σοφίας, ανεβαίναμε την Αγίας Σοφίας και μετά την Ηροδότου, περνούσαμε τον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό και την πλατεία Καλλιθέας και βγαίναμε στην οδό Ιφικράτους 7, που ήταν το σπίτι του Μίμη, ένα φτωχικό τουρκόσπιτο με καφάσια. Το σπίτι αυτό ήταν λίγο πιο κάτω από τον πύργο του Τριγωνίου, που τότε ακόμα τον λέγαμε Εφταπύργιο, γιατί δεν ξέραμε πως Εφταπύργιο έλεγαν τις φυλακές του Γεντί Κουλέ, που βρίσκονταν ακόμα πιο πάνω.
Ο Σταύρος κάθονταν στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό, κοντά στους Αγίους Αναργύρους. Εγώ καθόμουν στην οδό Αγίου Δημητρίου και ανέβαινα όλη αυτή την ανηφόρα, για να κάνουμε παρέα. Αφού αφήναμε το φαΐ στο σπίτι του Μίμη, συνεχίζαμε το δρόμο μας ως το σπίτι του φίλου μου, όπου παίζαμε στην αυλή του. Το σπίτι ήταν σχεδόν κολλητό με το κάστρο, κι από τότε άρχισε να με κυριεύει η γοητεία των βυζαντινών τειχών.
Η ζωή στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό — εν μέρει παλιό τούρκικο κι εν μέρει προσφυγικό — δεν ήταν και τόσο ευχάριστη. Εντύπωση μου έκανε που, σε όλα τα σπίτια, αντί για τζάμια στα παράθυρα είχαν χαρτόνια. Ρώτησα να μάθω, και μου είπαν πως κάθε πρωί γίνονταν εκτελέσεις λίγο πιο πάνω απ’ τις φυλακές κι ότι απ’ τις ομοβροντίες τραντάζονταν τα σπίτια κι έσπαναν τα τζάμια. Οι άνθρωποι είχαν αγριέψει και τα νεύρα πολλών είχαν γίνει σμπαράλια. Άλλοι πάλι είχαν γίνει ταγματασφαλίτες που μαζεύονταν στο Κουλέ Καφέ, απ’ όπου φοβόσουνα ακόμη και να περάσεις. Η φρίκη των εκτελέσεων είχε επηρεάσει όλη την περιοχή. Έβρισκες σε πολλούς μια βαναυσότητα που δεν τη συναντούσες πουθενά αλλού. Τη βαναυσότητα αυτή την είδα και μέσα στο ίδιο το σπίτι του φίλου μου: ο αδελφός του, λίγο μεγαλύτερός μας και πρώιμο αντράκι, που όλη τη μέρα κάθονταν κάτω από ένα δέντρο κι έπαιζε μπουζούκι, ήταν τόσο θηριώδης, που έδερνε και τον φίλο μου αλλά και τους ίδιους τους γονείς του. Ίσως δεν ήταν μόνο θέμα χαρακτήρα• ίσως οφείλονταν και στην κτηνωδία που κυριαρχούσε στα πέριξ του Γεντί Κουλέ εκείνη την εποχή.
Αυτή υπήρξε η πρώτη και έμμεση γνωριμία μου με το Γεντί Κουλέ• η πρώτη φαρμακερή γεύση.
2. Το 1950-1951 έκανα παρέα με τη Λούλα Αναγνωστάκη και την ξαδέρφη της, Νατάσα Κασιμάτη. Η Λούλα τότε έγραφε ποιήματα και σενάρια, δεν ήταν όμως ακόμη γνωστή στους φιλολογικούς κύκλους. Αντίθετα, πολύ γνωστός ήταν ο αδελφός της, ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, που τον θαύμαζα πολύ απ’ τα ποιήματά του — είχε τυπώσει κιόλας το σημαντικότερο έργο του, τις «Εποχές», 1, 2 και 3 — αλλά δεν τον είχα γνωρίσει ακόμα. Και πώς να τον γνώριζα, αφού ήταν στη φυλακή; Είχε συλληφθεί ως επικίνδυνος κομμουνιστής, είχε αρνηθεί να αποκηρύξει την ιδεολογία του και είχε περάσει από στρατοδικείο, που τον καταδίκασε δις εις θάνατον. Τότε τον είχαν κλεισμένο στο Γεντί Κουλέ. Η οικογένειά του έκανε ό,τι μπορούσε για να τον σώσει, και για το σκοπό αυτό φαγώθηκε όλη η προίκα της Λούλας. Το 1950 είχα βγάλει την πρώτη μου ποιητική συλλογή «Εποχή των ισχνών αγελάδων» και η Λούλα βρήκε τον τρόπο να στείλει τα ποιήματά μου στον Μανόλη, στη φυλακή. Ο Μανόλης, με τον ίδιο τρόπο, κατάφερε να μου στείλει ένα γράμμα αλογόκριτο, ενθουσιασμένος από τα ποιήματά μου. Αυτό με συγκίνησε πολύ. Έτσι άρχισε μια «παράνομη» επαφή μου μαζί του, μέσω βέβαια της Λούλας — και να φανταστεί κανείς πως αυτό ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο και για τους τρεις μας• η λογοκρισία ήταν πιο άγρια για τους πολιτικούς κρατούμενος. Κι όμως η Λούλα τα κατάφερε μια χαρά, προφανώς λαδώνοντας κάποιους. Τέλος, το 1954, ύστερα από υπεράνθρωπες ενέργειες της οικογένειας, ο Αναγνωστάκης βγήκε από τη φυλακή, αφού δυο φορές μετατράπηκε η ποινή του, κι αμέσως έφυγε για σπουδές στη Σουηδία, απ’ όπου συνέχισε να μου στέλνει μερικές κάρτες. Έφυγε και η Λούλα στην Αθήνα, κι έτσι προσωρινά χαθήκαμε.
Αυτή ήταν η δεύτερη εμπειρία μου από το Γεντί, και μάλιστα αρκετά επικίνδυνη.
3. Πέρασαν χρόνια. Το 1968, επί χούντας, έτυχε να έχω έναν φίλο, που ως ποινικός κρατούμενος, δοκίμασε κι αυτός τη γλύκα της φυλακής. Του συμπαραστάθηκα όσο μπορούσα, οκτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν ήταν κλεισμένος στις Νέες Φυλακές, μου έστειλε μερικούς στίχους του και με παρακάλεσε να τους μελοποιήσω. Αμέσως τους μελοποίησα και τα βράδια τριγυρνούσα στην Κασσάνδρου τραγουδώντας το τραγούδι μας, κι ο φίλος με άκουγε από μέσα και έπαιρνε κουράγιο. Στις Νέες Φυλακές τα πράγματα ήταν κάπως πιο μπόσικα, και μου επιτρέπονταν να τον επισκέπτομαι. Όταν όμως τον πήγαν στο Γεντί Κουλέ, εκεί τα βρήκαμε μπαστούνια. Τότε συνεννοήθηκα με τη μητέρα του (ο πατέρας του δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει γι’ αυτόν) και πήραμε σημείωμα απ’ τον εισαγγελέα, κι έτσι μπόρεσα και πάλι να τον επισκέπτομαι.
Στο Γεντί Κουλέ, η πρώτη μου επίσκεψη ήταν συγκλονιστική. Έρευνα στις σακούλες με τα τρόφιμα, ανακρίσεις («ποιος είσαι και τι τον έχεις»), κλίμα καχυποψίας και χαφιεδισμού, μαζί με ηθικολογίες και επιτιμήσεις («αφού είστε συγγενείς, πώς τον αφήσατε να γίνει κλέφτης») κτλ. Ακόμη χειρότερο απ’ τους ανθρώπους ήταν το περιβάλλον. Το βαρύ μεσαιωνικό κάτεργο, με τις αλλεπάλληλες βαριές σιδερένιες πόρτες, οι σκοτεινοί φύλακες με τα «μελιτζανιά», οι διαδοχικές εξευτελίσεις μέχρι να δεις τον άνθρωπό σου, ο στενός και παγερός χώρος των επισκέψεων, όπου ο φυλακισμένος στεκόταν πίσω από μια πυκνή σίτα και δεν τον διέκρινες καθόλου, άκουγες μόνο τη φωνή του που ήταν σα να έβγαινε από βαθύ τάφο, κι έπρεπε να μιλάς μπροστά στο βλοσυρό φύλακα τα δυο τρία λεπτά που κρατούσε το επισκεπτήριο — όλα αυτά τα έζησα έναν ολόκληρο χρόνο. Ήταν μια τραγωδία και για τους δυο μας, που δέχτηκα να την υποστώ για να του δώσω λίγο κουράγιο. Το χειμώνα, με βοριά και με βροχή, η απόσταση από τους Αγίους Αναργύρους ως το Εφταπύργιο ήταν σωστό μαρτύριο. Τέλος, τον έστειλαν στις Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας, όπου η μία μέρα λογαριάζεται διπλή. Τελικά βγήκε λίγο μετά το πέσιμο της χούντας.
Όλη αυτή η περιπέτεια μου ενέπνευσε μερικά τραγούδια, μεταξύ των οποίων και δύο για το Γεντί Κουλέ. Προπάντων με έκανε να ζήσω σχεδόν από κοντά τις ζοφερές συνθήκες της ζωής των φυλακισμένων. Αυτή ήταν η τρίτη και χειρότερη εμπειρία μου από το απαίσιο Γεντί.
[…]5. Εφέτος, ύστερα από πρόσκληση του αρχιτέκτονα Φίλιππου Ωραιόπουλου, μπόρεσα να επισκεφθώ όλο το Επταπύργιο, όπου ο εκλεκτός φίλος είχε τη καλοσύνη να μας ξεναγήσει, εμένα και τη Βάνα Χαραλαμπίδου. Γυρίσαμε όλο το φρούριο, τις επάλξεις, μπήκαμε μέσα στα καλοδιατηρημένα κτίρια των φυλακών και τα παράσπιτα, είδαμε τη διαμοιρασμένη αυλή με τους μεσότοιχους, καθώς και το εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου, που το έχτισαν οι ίδιοι οι κρατούμενοι με πρωτοβουλία ενός έγκλειστου παπά πριν το 1920. Τι να σας πω! Και το μνημείο και οι φυλακές, έτσι βουβά που τα αντίκριζα, χωρίς τα μαραζιασμένα κορμιά των φυλακισμένων, δε μου έλεγαν τίποτα. Περιδιαβαίναμε τα τοπία του ανθρώπινου πόνου αλλά η έλλειψη παραστάσεων και εμπειρίας δεν με βοηθούσε• το αποτέλεσμα ήταν πενιχρό. Ακόμη και το δέος του χώρου δεν ήταν όσο θα το περίμενα εντυπωσιακό. Και σκέφτηκα, τι καλά που έκανα και δεν πήγα στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Επταπυργίου το 1989! Είναι φοβερό να απολαμβάνει κανείς την ψυχαγωγία σε τόπους βασανιστηρίων και προθαλάμους εκτελέσεων. Αλλά και η μετατροπή αυτών των χώρων σε μουσείο θα είχε κάτι το παγερό. Τέλος, η εξαφάνισή τους από το πρόσωπο της γης (για τη δήθεν ανάδειξη του βυζαντινού μνημείου) θα ισοδυναμούσε με έγκλημα. Κι αφού με παίδεψε πολύ η σκέψη για το μέλλον του Επταπυργίου, κατέληξα στην απόφαση να προτείνω να γίνει πτωχοκομείο. Όχι θέατρα και θεάματα, αλλά πτωχοκομείο. Να απαλύνομε όσο μπορούμε τον ανθρώπινο πόνο εκεί που σακατεύτηκαν οι άνθρωποι από την τυραννία.
Με τις σκέψεις αυτές αποχαιρέτησα εκείνη τη μέρα το Επταπύργιο και, όταν έγινε η γνωστή ημερίδα για το μέλλον του μνημείου, έκανα την πρότασή μου για τη μετατροπή του σε πτωχοκομείο. Μα κανείς δε με άκουσε. Μερικοί αγανάκτησαν, όλοι ήθελαν θέατρα και θεάματα, κανείς δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για συμπαράσταση στον ανθρώπινο πόνο. Κι αυτό υπήρξε μια απ’ τις χειρότερες εμπειρίες της ζωής μου, πολύ χειρότερες απ’ το θέαμα του μπουντρουμιού, όπου αμπάρωναν ολόκληρο άνθρωπο εκεί που βία βία χωρούσε μόνο μία κότα…
Μετάβαση στο σημείο: Κουλέ Καφέ