Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΔυτική Άνω Πόλη (Τσινάρι) Οδός Δημητρίου Πολιορκητού
Μακρόστενος δρόμος της δυτικής Άνω Πόλης που εκτείνεται από το Διοικητήριο έως τη Μονή Βαλτάδων.
Η οδός Δημητρίου Πολιο...
1
Εδώ και πέντε χρόνια είμαι κάτοικος της άνω πόλης. Έφυγα από την Κάτω Τούμπα και ησύχασα. Είχε χαλάσει πια η παλιά Τούμπα• σπίτια και άνθρωποι όλα άλλαξαν προς το χειρότερο. Επιπλέον ο νοικοκύρης μου μ’ ανάγκασε να φύγω γιατί τον ενοχλούσαν τα γατιά μου. Πήρα λοιπόν κι εγώ τα μάτια μου κι αναζήτησα νέα γειτονιά.
Απ’ την αρχή λογάριαζα να ψάξω στην άνω πόλη, κάτι με τραβούσε κατά κει, ίσως η πιθανότητα μιας πιο ανθρώπινης ζωής. Φίλος καλός, ο Γιάννης Παλαιοδημόπουλος, που έμενε στην οδό Παλαμήδους, προσφέρθηκε κι αυτός κι ο αδελφός του, να με βοηθήσουν και, ω του θαύματος, παρόλο που δε βρίσκονταν εύκολα τα σπίτια, πετύχαμε ένα από τα τρία τελευταία αρχοντικά της άνω πόλης, στη δυτική μεριά, πίσω και πάνω απ’ το διοικητήριο.
Το σπίτι, ένα πολύ ωραίο διατηρητέο, χτισμένο πριν εκατό χρόνια μα καλοστεκούμενο και καλοδιατηρημένο, τρίπατο, με δύο σαχνισιά να βγαίνουν στο δρόμο και με στριφογυριστή εσωτερική ξύλινη σκάλα, ανήκε σ’ έναν μπέη και το είχε χαρέμι• κάθε πάτωμα και μια χανούμισσα. Το 1924, το έτος της ανταλλαγής των πληθυσμών, το αγόρασε ένας Κωνσταντινουπολίτης από τον Άγιο Στέφανο και το συντήρησε με πολύ μεράκι. Σήμερα μένει σ’ αυτό η μία κόρη του, ψηλά, στο τρίτο πάτωμα, ενώ εγώ βολεύτηκα στο δεύτερο, κι όσο για το πρώτο, είναι αποθήκη. Στο πίσω μέρος, χωρίς να φαίνεται, υπάρχει κήπος με λογιώ λογιώ λουλούδια, τριαντάφυλλα, γαρίφαλα, γεράνια, βιολέτες, βασιλικά κι αηδημητριάτικα, ανάλογα με την εποχή. Ο κήπος διαθέτει και μια επιχωματωμένη δεξαμενή ρωμαϊκών ή βυζαντινών χρόνων — για να μην ξεχνάμε και τ’ αρχαία. Μαζί με τον τεράστιο κήπο του διπλανού διατηρητέου, αποτελεί μια ενότητα με πολλά οπωροφόρα δέντρα (ροδιές, συκιές, κληματαριές, κυδωνιές, αχλαδιά, ερεικιά, ελιά, έναν υπέροχο λωτό και άλλα — ακόμα και κυπαρίσσια υπήρχαν λίγο πριν έρθω), χώρια τα εποχιακά λαχανικά που καλλιεργεί ο διπλανός συμπαθής φοιτητής. Καμιά εικοσαριά γάτες περιτρέχουν τον επίγειο αυτό παράδεισο […]. Αλλά και τα πετεινά του ουρανού είναι ουκ ολίγα: σπουργίτια, δεκαοχτούρες, κάργες, το καναρίνι της νοικοκυράς μες στο κλουβί, και πολλά άλλα που κατεβαίνουν το χειμώνα από το Σέιχ-Σου για πιο πολλή ζεστασιά. Όλο αυτό το αλσύλλιο πιάνει 840 μέτρα και θα το είχαν φάει λάχανο οι εργολάβοι αν δεν ήταν κι αυτό διατηρητέο. Στη νότια πλευρά, προς στην οδό Ολυμπιάδος, ο κήπος καταλήγει απότομα σε γκρεμό έξι μέτρων, επειδή το σπίτι είναι χτισμένο σ’ ένα υπερυψωμένο βράχο κι όλα τα πέριξ είναι επιχωματώσεις.
Πέτυχα πολύ καλή νοικοκυρά. Το ’χει καμάρι που έχει νοικάρη συγγραφέα κι όλο προσέχει να μην τρίξουν τα σανίδια όταν περπατάει και μ’ ενοχλήσει. Κάθε λίγο μου φέρνει από τα φαγιά και τα γλυκά που κάνει. Μια τέτοια λαϊκή αρχοντιά (ύστερα μάλιστα από τα όσα τράβηξα με το νοικοκύρη μου στην Τούμπα) είχα πολύν καιρό να συναντήσω. Αλλά κι εγώ προσπαθώ να τη βοηθώ όσο μπορώ, ποτίζοντας πότε πότε τον κήπο κι απολαμβάνοντας από κοντά τα μυριστικά του (βασιλικά, μαντζουράνα, δυόσμο — ευλογία Θεού).
Η γειτονιά έχει πολύ χρώμα. Πολλές φτωχικές οικογένειες, που διαθέτουν αυλή, ακόμα βγάζουν ουζάκι το απόγευμα κάτω από το τσαρδάκι με την κληματαριά. Δε λείπουν και αρκετοί συμπαθείς φοιτητές που συζούν με τις φιληνάδες τους, μερικοί μάγκες που εκτονώνονται ακόμα κάνοντας σούζες με τα μηχανάκια τους, μερικοί ξένοι διανοούμενοι αθεράπευτοι εραστές της άνω πόλης, και αρκετές οικογένειες συμπαθών Ρωσοποντίων (άλλοι ρωσόγλωσσοι κι άλλοι τουρκόγλωσσοι), που θυμίζουν έντονα μικροαστική Θεσσαλονίκη του 1950.
Αλλά και η ευρύτερη συνοικία έχει ενδιαφέρον. Πριν από το 1924 η περιοχή χωρίζονταν στο Κονάκι (δεξιά) και στο Τσινάρι (αριστερά). Το Κονάκι, που θα πει διοικητήριο, ήταν αριστοκρατική γειτονιά και κατοικούνταν από εύπορους Τούρκους, που δούλευαν ως ανώτεροι υπάλληλοι στο διοικητήριο. Τέτοιος ήταν και ο δικός μας παλιός νοικοκύρης με το χαρέμι. Αντίθετα το Τσινάρι, που θα πει πλάτανος, κατοικούνταν, μέχρι την ανταλλαγή, από τούρκικη φτωχολογιά. Παρόλο που το Τσινάρι από παλιά είχε κακή φήμη για την ηθική ποιότητα των γυναικών του, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που τους διαδέχτηκαν είναι πολύ καλή πάστα. Στο Τσινάρι κάθονταν μερικές από τις πιο εξαιρετικές φίλες μου από το πανεπιστήμιο, στο Τσινάρι κάθονταν και ο φιλόλογος καθηγητής μου στο γυμνάσιο Κωνσταντίνος Σγουρής, απ’ τον οποίο έμαθα γράμματα. Ανέκαθεν το Τσινάρι ήταν γλεντζέδικη περιοχή. Στο κέντρο του, όπου υπήρχε παλαιότερα ο πλάτανος και σήμερα σώζεται μια τούρκικη βρύση (απ’ τις πολλές της περιοχής) με βυζαντινό ανάγλυφο θωράκιο στον τοίχο και με γούρνα από λάρνακα ελληνιστικών χρόνων, λειτουργούν σήμερα πολλά γραφικά ταβερνάκια, που τραβούν τους ξένους τουρίστες και τους ντόπιους κουλτουριάρηδες. Έτσι λοιπόν το Τσινάρι από μόνο του εξακολουθεί να συντηρεί τη λαϊκουριά του, ενώ το εύπορο Κονάκι αποχρωματίστηκε και τελικά χάθηκε. Ακόμη και η βίλα Μοσκώφ που το στόλιζε παλαιότερα και βρίσκονταν λίγο πιο πάνω από το σπίτι μας, στην οδό Άθωνος, και που τον Οκτώβρη του 1944 είχε φιλοξενήσει τον ελασίτη καπετάνιο Μάρκο Βαφειάδη, εξαφανίστηκε και στη θέση της ξεφύτρωσε ένα αχαμνό δημοτικό παρκάκι με πολλές γάτες.
Ξέχασα να πω ότι το Τσινάρι είναι η πιο ακραία συνοικία της Θεσσαλονίκης και βρίσκεται πολύ κοντά στα δυτικά τείχη που χωρίζουν τον Δήμο Θεσσαλονίκης από τον Δήμο Συκεών.
Το Κονάκι υπάγεται στην ενορία του Προφήτη Ηλία και το Τσινάρι στην ενορία της Αγίας Αικατερίνης. Και οι δύο εκκλησίες είναι αριστουργήματα της βυζαντινής αναγέννησης του 14ου αιώνα στη Θεσσαλονίκη. Η περιοχή συνδέεται άμεσα με το κίνημα των Ζηλωτών: από δω ξεκίνησε, το 1342, η πρώτη κομμουνιστική επανάσταση στο Βυζάντιο, που κράτησε μέχρι το 1349. Κάθε λίγο ακούω τις καμπάνες των δύο εκκλησιών• ακούγονται όμως και οι καμπάνες του Αγίου Δημητρίου, του Οσίου Δαυίδ και της μονής Βλατάδων. Θυμούμαι πόσο λαχταρούσαμε επί κατοχής ν’ ακούσουμε καμπάνες• τώρα τις βαριόμαστε, εκτός από τους Ρωσοπόντιους, που τις είχαν στερηθεί εβδομήντα ολόκληρα χρόνια.
Γενικότερα, η περιοχή είναι διάσπαρτη από ρωμαϊκά και βυζαντινά υπολείμματα, καθώς και από ποικίλες ιστορικές μνήμες. Σε πολλά ντουβάρια και μαντρότοιχους ανακαλύπτω διαρκώς εντοιχισμένα μικρά αρχαία κολονάκια ή βάσεις από κολόνες ή πανάρχαιες πέτρες και κομμάτια από αρχαία μάρμαρα. Στην οδό Προφήτη Ηλία βρήκα μαρμάρινο κομμάτι από αρχαίο θριγκό με ιωνικά «αυγά». Αλλά και στο Αλατζά Ιμαρέτ ο καθηγητής Φ. Πέτσας έγραψε ότι εντόπισε οικοδομικό υλικό από τον ναό της αρχαίας Θέρμης, που βρίσκονταν στην πλατεία Αντιγονιδών. Στην πίσω αυλή του Προφήτη Ηλία βλέπει κανείς συγκεντρωμένα θαυμάσια κιονόκρανα και άλλα γλυπτά μέλη από παλαιοχριστιανικό ναό, ενώ στη νότια πλευρά του Προφήτη Ηλία σώζονται τα ερείπια του βυζαντινού μοναστηριού, που κατοικούνταν από πρόσφυγες μέχρι τη γερμανική κατοχή. Στην αυλή της Λαγουδιανής υπάρχουν επίσης πολλές αρχαίες ευτελείς κολόνες, ενώ στην οδό Ολυμπιάδος ανακαλύφθηκαν ως τώρα τουλάχιστον τέσσερις ωραίες ρωμαϊκές δεξαμενές, που ο λαός τις λέει γαλαρίες. (Κι ήταν τόσο γερά χτισμένες, που κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου χρησίμευαν για καταφύγια). Κι όσο για σπασμένα κεραμικά, όπου σκάψει ο Δήμος ή άλλοι οργανισμοί για χαντάκια ή πεζοδρόμια βρίσκονται πολλά ρωμαϊκά αλλά και νεώτερα όστρακα: μια διαρκής υπόμνηση ότι και στους υπονόμους μας ακόμη υπάρχει Βυζάντιο. Όμως και οι δρόμοι, που πολλοί από αυτούς έχουν αρχαία ονόματα, υπενθυμίζουν μόνιμα τη μακεδονική και ελληνιστική εποχή, ενώ παραδόξως τα ονόματα από το Βυζάντιο είναι λιγοστά.
Η οδός Δημητρίου Πολιο...
2
Ωστόσο, αν η οδός Ολυμπιάδος (που χωρίζει σαν ζωνάρι τη σημερινή άνω πόλη από την κάτω) είναι ο σπουδαιότερος οριζόντιος δρόμος, η οδός Δημητρίου Πολιορκητού (που ενώνει την άνω πόλη με την κάτω) είναι ο σπουδαιότερος κάθετος δρόμος. Κάθετος, τρόπος του λέγειν, γιατί στριφογυρίζει γοητευτικά σα φίδι ή σαν ποταμάκι. Αρχίζει πίσω από το διοικητήριο και τελειώνει στη μονή Βλατάδων. Για να τον περπατήσεις, δε φτάνει μισή ώρα, αλλά σίγουρα ο περίπατος αποζημιώνει με το παραπάνω, καθώς τα πολλά γραφικά στενοσόκακα δίνουν μια αυθεντική εικόνα τού πώς ήταν η βυζαντινή και η τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη. Βλέποντας τα στριφογυριστά καλντερίμια της άνω πόλης, που διαδέχτηκαν το αρχαίο ορθολογιστικό ιπποδάμειο σύστημα, με τα αυστηρά οικοδομικά τετράγωνα, σκέφτηκα πως, τουλάχιστον σ’ αυτές τις συνοικίες, η ανατολή κατάφερε να ξαναγυρίσει, έστω και σαν στραπατσαρισμένη γραφικότητα, και να επιβιώσει σχεδόν μέχρι σήμερα. Σώζονται λοιπόν αρκετά παλιά σπίτια — τα πιο πολλά, διατηρητέα —, πού και πού κανένα παλιό αρχοντικό, που και μες στην εγκατάλειψή του επιμένει να λάμπει, πολλά προσφυγικά σπιτάκια και καλυβάκια (σε δύο απ’ αυτά μέτρησα την πρόσοψη: δυόμισι μέτρα!), και αρκετά «νεοπαραδοσιακά», που με τον τρόπο τους κι αυτά προσπαθούν να δέσουν με το παλιό περιβάλλον.
Σε ένα σημείο η Δημητρίου Πολιορκητού, λίγο πιο πάνω από το σπίτι μου, πλησιάζει πολύ προς τα υπολείμματα των δυτικών τειχών, που κατηφορίζουν προς την πλατεία Μουσχουντή• αυτό το μέρος είναι και το ωραιότερο. Μπορείς να δεις ένα κομμάτι εξαιρετικού τείχους και λίγο πιο μπροστά μια τουρκική βρύση και λίγο πιο πάνω ένα λαϊκό αρχοντικό του περασμένου αιώνα. Κάτι τέτοια υπάρχουν ακόμη αρκετά, προς αγαλλίαση τουριστών και φωτογράφων.
Η περιοχή της Δημητρίου Πολιορκητού υπήρξε παλαιότερα μέρος όπου κατοικούσαν πολλοί λογοτέχνες. Λίγο πιο πάνω από μένα και πιο δυτικά έμενε στα νιάτα του ο ποιητής Γ.Θ. Βαφόπουλος — πρόσφυγας του 1916 από τη Γευγελή — και στο ταπεινό σοκάκι του, την οδό Ακρίτα, πήγαιναν κι έρχονταν τα γράμματα από τον Καβάφη πρώτα και μετά από τον Παλαμά. Λίγο πιο κάτω από μένα, στον αριθμό 6 (παλαιότερα 10) της Δημητρίου Πολιορκητού, έμενε άλλος σπουδαίος ποιητής της Θεσσαλονίκης, ο Γιώργος Θέμελης. Για το υπέροχο λαϊκό σπίτι του έγραψε πολλά ποιήματα στις ποιητικές του συλλογές «Γυμνό παράθυρο» (1945) και «Συνομιλίες» (1953). Στο ίδιο αυτό σπίτι, ο φίλος του Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης έγραψε ολόκληρη την πρώτη του ποιητική συλλογή «Εικόνες» (1944). Στην ίδια περιοχή έζησαν ο λόγιος Γ.Κ. Ζωγραφάκης (στην οδό Ιωάννου Καμενιάτου), η πεζογράφος της μικρασιατικής προσφυγιάς Ιφιγένεια Χρυσοχόου (Δημητρίου Πολιορκητού και Ολυμπιάδος), ο νεότερος ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου (στην οδό Χρυσίππου• όταν έλεγε το όνομα του δρόμου του, αναστέναζε βαθιά) και λέγεται ότι και ο Τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ έμενε κάπου κοντά στο Αλατζά Ιμαρέτ. Και φυσικά, στα ίδια μέρη σήμερα μένουν αρκετοί διανοούμενοι, που η εγκατάστασή τους στην άνω πόλη υπήρξε καρπός συνειδητής επιλογής.
Η Δημητρίου Πολιορκητού είναι μια βασική αρτηρία της άνω πόλης. Περνούν τόσο πολλά αυτοκίνητα από έναν τόσο στενό δρόμο, που δεν έχει καν πεζοδρόμιο και οι κυβόλιθοί του είναι πάντα ξεχαρβαλωμένοι, ώστε για να γλιτώσω τους θορύβους και τα καυσαέρια αναγκάστηκα να αποσυρθώ στα πίσω δωμάτια. Επειδή στο σημείο του σπιτιού μου η ανηφόρα γίνεται απότομα πολύ μεγάλη (οι ντόπιοι τη λένε Γολγοθά και δεν έχει ούτε ένα παγκάκι για να ξαποσταίνουν οι γερόντισσες που ανεβαίνουν, κυρίως τις Πέμπτες, από τη λαϊκή αγορά), μια μέρα αγκομαχούσε μπροστά στα παράθυρά μου ένα τεράστιο φορτηγό και ο φορτηγατζής άπλωσε το χέρι και έκοψε δυο τριαντάφυλλα από τις τριανταφυλλιές που είχα στο περβάζι• κι όταν με είδε που τον έβλεπα, μου χαμογέλασε με πολύ θράσος και μου είπε: «Μπέμπη, επιτρέπεται;» Μην έχοντας καμιά διάθεση να με τσουμαδούν κάθε λίγο οι περαστικοί σωφέρηδες, αντικατέστησα τις τριανταφυλλιές με γεράνια, χωρίς ωστόσο να λιγοστέψουν τα σχετικά κρούσματα.
Η οδός Δημητρίου Πολιο...
3
Στην περιοχή δεν έχει δημοτικό σχολείο, εκτός απ’ το ωραίο πέτρινο δημοτικό της οδού Κασσάνδρου, που χτίστηκε επί τουρκοκρατίας από ξένους αρχιτέκτονες. Από τα κάστρα, κυρίως απ’ τη συνοικία Εσκί Ντελίκ, που στα τούρκικα σημαίνει παλιά τρύπα, κατεβαίνουν πρωί κι ανεβαίνουν μεσημέρι δεκάδες μαθητές, που πηγαίνουν στο δημοτικό της οδού Ολυμπιάδος. Είναι όλα ροδομάγουλα, μασουλούν αδιάκοπα γκοφρέτες (με κουπόνια για διάφορα δώρα), εκείνο όμως που μου αρέσει περισσότερο είναι που δεν τα πάνε στο σχολείο οι μπαμπάδες τους με τα γιώτα-χι, ούτε τα συνοδεύουν οι Ταϋλανδέζες υπηρέτριες, όπως έβλεπα στην ξιπασμένη Τούμπα. Επίσης αρκετά συχνά ο δρόμος μας πλημμυρίζει από μικρά μαθητούδια που τα συνοδεύουν οι δάσκαλοί τους και ανεβαίνουν κατά τάξεις τιτιβίζοντας για να παίξουν στην ωραία πλατεία Τερψιθέας, με τον μοναδικό τούρκικο κουρμπέ, που έχει απομείνει στη Θεσσαλονίκη. Έτσι κι εμείς, όταν ήμασταν στο γυμνάσιο, πηγαίναμε με τα πόδια και με συνοδεία καθηγητών εκδρομή στα εβραίικα μνήματα ή στους Χορταζήδες, για να παίξουμε ξένοιαστα στο γρασίδι, που όμως το βρίσκαμε γεμάτο ερωτικά τεκμήρια της νύχτας.
Εκτός απ’ τα παιδιά, κάθε πρωί ακούω στο καλντερίμι, ακόμα από τα χαράματα, τα βήματα των εργατών που κατεβαίνουν για τις δουλειές τους και κουβεντιάζουν ζωηρά, κρατώντας στο χέρι το ζεμπίλι με το κολατσιό ή το μεσημεριανό τους. Τέτοιες εικόνες δεν είχα δει ούτε μια φορά στην Τούμπα. Απ’ αυτούς, άλλοι μιλούνε ρωσικά, άλλοι γύφτικα (έχει μερικούς Ρουμανόγυφτους πιο πάνω) κι όταν ακούω να παίρνει και να δίνει το «μαλάκα» καταλαβαίνω πως κατεβαίνουν και οι ημέτεροι.
Η οδός Δημητρίου πολιο...
4
Το κλίμα είναι στεγνό• αυτό το αισθάνομαι μόνο όταν κατεβαίνω από τη Βενιζέλου και πλησιάζω στη Φιλίππου, οπότε το κλίμα το νιώθω πιο υγρό. Αυτό το ήξεραν καλά οι αρχαίοι, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί και οι Τούρκοι, γι’ αυτό και κάθονταν απ’ την οδό Αγίου Δημητρίου και πάνω. Μόνο που η θέα, απ’ τα πυκνά σπίτια είναι λιγοστή στο δυτικό τμήμα. Απ’ την πόρτα μου φαίνονται οι άθλιες εκβολές του Αξιού• και πρέπει να στρίψω ανατολικά στην Ολυμπιάδος για να δω να ξεπροβάλλει ο γραφικός Χορτιάτης, που τη νύχτα με πανσέληνο γίνεται ακόμη γραφικότερος. Ωστόσο, μόνο όταν κατεβαίνω από την οδό Προφήτη Ηλία — όπου μέχρι το 1963 υπήρχε το ωραιότερο τουρκόσπιτο της άνω πόλης, που με υπόδειξη του Πεντζίκη πρόλαβε και το ζωγράφισε ο Γιώργος Μανουσάκης — μπορώ να χαίρομαι τον ανεπανάληπτο Όλυμπο σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, αλλά και όλη την ανοιχτωσιά από τον Άγιο Δημήτριο ως την πλατεία Αριστοτέλους.
Πολλά θα είχα να γράψω ακόμη για τη Δημητρίου Πολιορκητού και τη δυτική άνω πόλη. Φοβάμαι όμως μήπως μερακλωθούν οι κουλτουριάρηδες κι αρχίσουν να εγκαθίστανται στην περιοχή μας, οπότε υπάρχει κίνδυνος να ανεβούν ακόμη περισσότερο τα ήδη υψηλά ενοίκια.
Συνέντευξη...
Ντ.Χ.: Η αλήθεια είναι ότι η άνω πόλη μου αρέσει και για τον λαϊκό της χαρακτήρα αλλά και γιατί μου θυμίζει παλαιότερες ιστορικές περιόδους της Θεσσαλονίκης. Αφενός με μαγνητίζει, αφετέρου με βυθίζει στην ιστορία. Βλέποντας τόσους δρόμους με αρχαία ονόματα, ζωντανεύω μέσα μου το μακεδονικό παρελθόν, αυτό για το οποίο έγραψα το πρόσφατο βιβλίο μου «Η αρχαία Θέρμη και η ίδρυση της Θεσσαλονίκης». Και αν η αρχαία Θέρμη είναι κάτι θολό και συγκεχυμένο, η ίδρυση της αρχαίας Θεσσαλονίκης είναι κάτι το πιο απτό και δραματικό. Η οδός Κασσάνδρου μου θυμίζει τον σφετεριστή Κάσσανδρο που ναι μεν έχτισε τη Θεσσαλονίκη αλλά και που έταξε ως σκοπό της ζωής του να ξεπατώσει το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που τον μισούσε σε όλη του τη ζωή. Η οδός Ολυμπιάδος μου θυμίζει τη φοβερή μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ο Κάσσανδρος για να την εκδικηθεί, τη συνέλαβε, την καταδίκασε σε θάνατο και την εκτέλεσε με παλλαϊκό λιθοβολισμό στην Αμφίπολη. Η οδός Αντιπάτρου μου θυμίζει τον σώφρονα αντιβασιλέα, που ο Μέγας Αλέξανδρος σχεδόν τον καθαίρεσε ανοίγοντας έτσι με τα χέρια του και τον ίδιο του το λάκκο. Τρία πρόσωπα της μακεδονικής τραγωδίας, βουτηγμένα στο αίμα και στο μίσος — για να μην αναφέρω τον άθλιο Δημήτριο Πολιορκητή που με τη σειρά του ξεπάτωσε το σόι του Κάσσανδρου και της Θεσσαλονίκης. Περιτρέχω καθημερινά τους δρόμους της άνω πόλης και αναρωτιέμαι αν άξιζε να χυθεί τόσο αίμα για ν’ αποχτήσει ο κάθε δρόμος κι από ένα όνομα βουτηγμένο στο έγκλημα και στα εθνικά ιδανικά!
Κασσάνδρα...
Πανούργα πόλη. Χαράζει το κορμί κάποιων ανθρώπων ανεξίτηλα• φεύγουν, κι αυτή ακολουθεί όπου κι αν πάνε. Εκείνοι ξέρουν ότι έχουν τα σημάδια της επάνω τους, όμως δεν υποπτεύονται, ή δε θέλουν να πιστέψουν, πως πρόλαβε εντωμεταξύ να σημαδέψει τη ζωή τους, και επιστρέφουν ανύποπτοι. Περπατούν στην Αγορά, ανηφορίζουν προς την Άνω πόλη. Δρόμοι αγνώριστοι με ονόματα οικεία, μια πάροδος ανέγγιχτη απ’ τον καιρό, κάποια άγνωστη οικοδομή τους παιδεύει ώσπου να θυμηθούν την προηγούμενη μορφή της, σημαδιακές γωνιές που έχουν συνωμοτήσει με το χρόνο… Κοντοστεκόμουν σίγουρος ότι πριν από λίγες νύχτες ξαναπέρασα, κι ας έχω λείψει χρόνια.
Η πόλη χθες είχε βγει από μπόρα ξαφνική. Οι δρόμοι άδειοι και τα φώτα γλιστρούσαν πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο. Στάθηκα στη βιτρίνα του Κωνσταντινίδη. Στο τζάμι, πίσω από τίτλους βιβλίων και εικόνες εξωφύλλων, καθρεφτιζόταν ακόμα το πρόσωπό της. Θα σε περιμένω εδώ, είχε πει. Γυρνώ και μου χαμογελά ντυμένη στα λευκά — γούνινος σκούφος κι ο γιακάς της ανασηκωμένος. Άργησες, λέω. Δεν απαντά. Ξανακοιτάω στη βιτρίνα… Ολομόναχος! Νιώθω να σφίγγεται στο μπράτσο μου, όμως δε βλέπω τη μορφή της. Θα ξαναρθείς, ψιθυρίζει. Θα στέκεσαι στην ίδια θέση ακριβώς, αλλά μονάχος.
[…]
Κάστρα• τσιπουράδικο Όμορφη πόλη. Στο αυτοσχέδιο πάλκο εγώ με μια κιθάρα κι ένας φοιτητής της Νομικής με το μπουζούκι του. Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε… Στέλνει κεράσματα — μια δυο φορές. Περασμένα μεσάνυχτα καθόμαστε σ’ ένα τραπέζι για να πάρουμε ανάσα. Πλησιάζει• πρόσωπο αψεγάδιαστο, πυρρόξανθα κοντά μαλλιά. Με κοιτά επίμονα — χείλη ελαφρά βαμμένα, μάτια λαδιά. Κρατά τσιγάρο στο ’να χέρι και στο άλλο το ποτήρι• δάχτυλα μακριά περιποιημένα. Αυτοσυστήνεται (Κασσάνδρα Πέσιτς — προφορά ξενική, χαριτωμένη) και μπαίνει στη ζωή μου. Γιουγκοσλάβα, λίγο πριν από τα σαράντα της, κλασική φιλόλογος στο Πανεπιστήμιο των Σκοπίων — στη σχολή του Κρατικού στα είκοσι και κάτι εγώ. Ξημερώνομαι στην κάμαρά της, Δημητρίου Πολιορκητού, στην Άνω πόλη — κάτω από το μαξιλάρι της το μαραμένο τριαντάφυλλο που έκλεψα τη νύχτα από μια πρασιά. Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο φαίνεται ως κάτω η Θεσσαλονίκη και η θάλασσα. Είσαι πιο όμορφη από χθες, της λέω. Είμαι σαν την πόλη σου, απαντά. Εγώ κι εκείνη, όσο μας αγαπάνε, ξανανιώνουμε.
[…]
Πως είναι να ’σαι μεθυσμένος; Περίπου έτσι. Τα νιώθεις όλα παραμορφωμένα και ρευστά, όμως δεν αντιδράς μήτε γυρεύεις εξηγήσεις. Το καταλάβαινα πως ήταν γυναίκα αλλόκοτη και μ’ απομάκρυνε σιγά σιγά απ’ τη ζωή μου και την πόλη. Φορές ξυπνούσα κι η Θεσσαλονίκη κάτω από το παράθυρό της είχε αλλάξει. Υψώνονταν οικοδομές παράταιρες που έκρυβαν τη θάλασσα — την άλλη μέρα υποχωρούσαν, σαν κάποιους πύργους που συνωμοτώντας μεταξύ τους βλέπουν μόνο τα παιδιά. Διαπερνούσαν τη ζωή μου — όπως στα όνειρα — άνθρωποι και συμβάντα από μέλλον σκοτεινό και διφορούμενο.
Μια νύχτα με ξυπνά — όλα τα φώτα αναμμένα. Στέκεται πάνω απ’ το κρεβάτι μας, δε λέει κουβέντα• ντύνομαι. Βγαίνει αμίλητη απ’ το σπίτι. Τρέχω ξοπίσω — βρέχει. Κατεβαίνουμε: στενά πλακόστρωτα, εξώπορτες βαμμένες μπλε και πράσινες, κήποι, χαμόσπιτα, παιδιά που παίζουνε στους δρόμους. Κοντοστέκομαι λαχανιασμένος, μα δεν περιμένει. Στο Σιντριβάνι στρίβει δεξιά. Τρέχω και την αρπάζω από το μπράτσο. Στάζουν νερά απ’ τα μαλλιά κι απλώνεται μαβί το ξεφτισμένο μακιγιάζ γύρω απ’ τα μάτια της. Πού πάμε; τη ρωτώ. Δεν απαντά. Φτάνει στην παραλία, μπαίνει στο Βασιλικό. Ακολουθώ. Ανεβαίνει στη σκηνή — στέκομαι στην πλατεία όρθιος. Σπάζουν την ησυχία προβολείς, σειρήνες, πυροβολισμοί σαρώνουν την πλατεία και σταματούν πάνω σε εκείνη — δείχνει πολύ πιο νέα. Πανικοβάλλομαι• φωνάζω το όνομά της δυνατά για να μ’ ακούσει… Έσκυψε στο προσκεφάλι μου απ’ την κανονική της ηλικία. Σε ’βλεπα στ’ όνειρό μου, είπα. Χαμογέλασε. Δεν ήταν όνειρο —ψιθύρισε—, η ζωή μας είναι.
Δεν ήταν όνειρο. Έβρεχε χθες πάλι. Ανέβηκα στα Κάστρα με το λεωφορείο κι ύστερα κατέβηκα πεζός. Ακροπόλεως, Δημητρίου Πολιορκητού, Τσινάρι, Άθωνος, Θεοφίλου, πάλι Ακροπόλεως… Πλακόστρωτα, βρύσες δίχως νερό, σπίτια μικρά, μαντρότοιχοι, καφενεία κιβωτοί, ερείπια αρχαία και νεότερα, νεόχτιστα μεγαθήρια — αναρωτιέσαι τι θα αντικρίσεις στην επόμενη στροφή του δρόμου. Σε κάθε διασταύρωση αφήνεις πίσω κάμποσες δεκαετίες. Μια πόλη που δεν έχει ανάγκη από προκατασκευασμένα σκηνικά για να διασχίσεις κινηματογραφικά το χρόνο. Γεννήθηκα στην Πάνω πόλη• κατέβαινα κάθε τόσο προς τη θάλασσα εγκαταλείποντας πίσω κομμάτια της ζωής, ελπίδες και φιλοδοξίες. Ξανακατέβηκα τους ίδιους δρόμους. Ολυμπιάδος, Κασσάνδρου, Αγίου Δημητρίου, Εγνατία, Τσιμισκή — σχεδόν παράλληλες οδοί που κόβουν σαν δεκαετίες τη ζωή μου. Στο Σιντριβάνι έστριψα δεξιά. Η αίσθηση της επανάληψης επίμονη. Έφτασα στο Βασιλικό λίγο πριν απ’ τη γενική πρόβα. Μισοσκόταδο. Ήμουν στη σκηνή — ο χορός των γυναικών στα μαύρα. Φώτα, λαμπάδες, μουσική. Κι ήρθε απ’ το σκοτάδι — ήταν νέα, όπως στο όνειρο, περίπου συνομήλική μου.
Δημήτρης Μίγγας, «Κασσάνδρα», Της Σαλονίκης μοναχά…, Μεταίχμιο, Αθήνα 2003, σ. 55-56, 57-58, 59-62.
Σαν Λάμδα κεφαλαίο...
[…] Μέσα σε γύφτικα πανέρια ανατρέφομαι κι όπως Μωυσή με ταξιδεύουνε ποτάμια: Λήλας, Εχέδωρος, Λουδίας, Αξιός και Ενιπεύς, κι έψαχνα επροχτές, τι έψαχνα προχτές όλη τη μέρα στα χαλάσματα και στις υγρές απόμερες σκιές που σχηματίζει η οδός Χρυσίππου μέχρι που εσκοτείνιασε για τα καλά ανάμεσα Κασσάνδρου, Δημητρίου Πολιορκητού, Γυμνασιάρχου Κωνσταντίνου Γκράτζιου, που έπεσε ανέλπιστα μια λέξη από πάνω μου καθώς ανέβαινα το μεσημέρι κουρασμένος κι ο δυστυχής δεν την εντόπισα παρά την απαστράπτουσα τροχιά της που διέγραψε όπως διάττοντας αστέρας όταν πέφτει, παρά τον εκκωφαντικό της θόρυβο ακόμα, ως νάρκη τελερμάϊν που ακούστηκε ή και σαν έκρηξη υγραερίου στην κουζίνα και τρόμαξε η γειτονιά νομίζοντας οι άνθρωποι πως έσκασε φουρνέλο δίπλα εδώ στο εργοτάξιο που διανοίγουν αγωγό για τις αποχετεύσεις της Θεσσαλονίκης, κι άλλοι υπέθεσαν οι τολμηροί πως είναι η εξάτμιση ενός αγροτικού αυτοκινήτου ιαπωνικού του ελαιοχρωματιστή απ’ το Δρυμό που έρχεται για μεροκάματο και κάνει κόρτε στη φοιτήτρια από τα Δολιανά της Αρκαδίας η κοπέλα, πάντως εβγήκανε ανήσυχοι στ’ αντικρινά μπαλκόνια οι περίοικοι κι αλλοπαρμένοι παρακολουθούν με ό,τι πάνω τους φορούσανε αυτή την ώρα μες στα σπίτια, χωρίς να υποψιαστούν μέχρι στιγμής τι ακριβώς συμβαίνει επιτέλους, ούτε κι οι χωροφύλακες που έσπευσαν από τον παρακείμενο σταθμό να ερευνήσουν το συμβάν δεν μπόρεσαν να το διαλευκάνουν, αφού δεν ήταν δυνατόν να εννοήσουν τα παιδιά, και πώς να εννοήσουν οι χωροφυλάκοι, άβγαλτοι Ακαρνάνες, ώστε να αξιολογήσουν με ακρίβεια τα περιστατικά ένα προς ένα κι ανάλογα ν’ αποφανθούν στις έγγραφες αναφορές προς τους προϊσταμένους που συντάσσουν, αλλά αυτοί οι επιπόλαιοι χωρίς να εμβαθύνουν, στάθηκαν εχθρικοί απέναντί μου εξαρχής, πως δήθεν τους απασχολώ με τιποτένια πράγματα προσωπικά που δεν ενδιαφέρουν την υπηρεσία, σάμπως να ήταν το ζητούμενο αυτό, κι όχι τα επακόλουθα που διαδραματίστηκαν αναστατώνοντας στο ντάλα μεσημέρι αθώους συνανθρώπους μου εργατικούς, έκθετος το λοιπόν και με διάφορα υπονοούμενα με προπηλάκιζαν ενώπιον αυτών των περιέργων που όλο και συνέρρεαν από στενές ανώνυμες παρόδους της περιοχής μ’ ένα ρυθμό όπως μαζεύονται σε ατυχήματα αργόσχολοι και σχολιάζουνε ως εμβριθείς πραγματογνώμονες επιμερίζοντας ευθύνες, αλλά εγώ εκεί, κι αυτά για τα οποία τώρα λέμε μου φάνηκε ότι εχάνονταν, γιατί κι εγώ μαζί τους εχανόμουν υποχωρώντας διακριτικά στο βάθος της εικόνας κι αναδυόμενες μετά σιγά σιγά μου ερχόταν ένας παλιός ρυθμός ζωής που πρωτοείδα στην Καβάλα, όταν πρωί κατέβαιναν οι καπνεργάτες στις δουλειές αφήνοντας μια μυρωδιά τα σώματά τους σαν το καπνεργοστάσιο «Αυστροελληνική – καπνά εις φύλλα» ή στα αλίπαστα που κάνουν μεροκάματο οι άλλοι κι αφήνουν μια αποφορά στο πέρασμά τους όταν τελειώνουν για να παν στα σπίτια τους τραβώντας για το Σούγιουλου ή προς τα «Χίλια», εν προκειμένω, εδώ που είμαστε εμείς (είμαστε;) επλήθαιναν τα γεγονότα και οι άνθρωποι ραγδαία με αποτέλεσμα εντέλει να διακοπεί και η κυκλοφορία των αυτοκινήτων απ’ τη συμφόρηση που γινόταν τυραννική μέσα στη ζέστη τις βρισιές και τον εκνευρισμό των οδηγών, ιδίως από την πλευρά που ανεβαίνουν τα οχήματα τη Δημητρίου Πολιορκητού έως ψηλά στα δαιδαλώδη στενοσόκακα της Άνω Πόλης εισχωρώντας και ως τη συμβολή που συναντιέται χαμηλά με την οδό Κασσάνδρου, όταν κι αυτή μία ολόκληρη οδός που διασχίζει τη Θεσσαλονίκη απ’ την Ευαγγελίστρια σχεδόν μέχρι την πρώην Λαχαναγορά γωνία Παπαζώλη, απαίδευτα που χάραξαν πολεοδόμοι αναιδείς ώστε να μνημονεύεται υποτιμητικά το όνομα του κτήτορος της πόλης, ανοίγοντας ένα κανάλι δηλαδή χωρίς νερά, κουρούντερε που λένε, άρχισε να φρακάρει επικίνδυνα κι αυτός ο ξεροπόταμος όπως εκπέμπουν εναγώνιες μεταλλικές κραυγές συναχωμένες τα ασυρματοφόρα δίκυκλα που εγκατέλειψαν οι άνδρες της τροχαίας γιατί ακινητοποιήθηκαν τα τροχοφόρα μέχρι τη διασταύρωση που βρίσκεται ο πρώην κινηματογράφος «Αίγλη», τα περαιτέρω ερρυθμίστηκαν μετά, όπως ρυθμίζονται ανάλογα προβλήματα σε τέτοιες περιστάσεις, κι έτσι όταν με το καλό την άλλη μέρα επανήλθα το πρωί και βρέθηκα εδώ ανάμεσα σε ζαρζαβατικά, ψάρια της λίμνης Λαγκαδά και ανθοπώλες της Πυλαίας, γιατί την Πέμπτη έχει Λαϊκή πάνω σ’ αυτό το τμήμα της οδού Γυμνασιάρχου Κωνσταντίνου Γκράτζιου, που ως μια υποτείνουσα τριγώνου σκαληνού να εκληφθεί, όπου ως Α-Β η Δημητρίου Πολιορκητού, και Β-Γ η Γυμνασιάρχου Κωνσταντίνου Γκράτζιου ας κληθεί, και Α-Γ η Κασσάνδρου ή για να είναι η εκφώνηση της άσκησής μας ακριβής, έστω λοιπόν ένα τραπέζιο με άνισες πλευρές, γιατί ένα μικρό κομμάτι αυτής της υποτείνουσας, που μάλλον πρόχειρα προσδιορίσαμε προηγουμένως λανθασμένα, παίρνει μία κλίση αναγκαστικά λόγω μορφολογίας του εδάφους και έρχεται κατάντικρυ της Μακεδονικής Αμύνης ακριβώς, άρα δεν είναι υποτείνουσα αλλά η πιο μικρή πλευρά σ’ αυτό το άτακτο πολεοδομικό τραπέζιο που μας απασχολεί λόγω των γεγονότων, όπου κι εδώ στήνουν τους πάγκους τους οι μικροπωλητές και βγαίνουν να ψωνίσουν οι νοικοκυραίοι κάθε Πέμπτη, αλλά κανείς, κανείς δεν αντιλήφθηκε μέσα στη διαδικασία των συναλλαγών και το αλισβερίσι ότι αυτή η λέξη, αυτή, που έπεσε εχτές και δήθεν χάθηκε κατρακυλώντας από πάνω μου χωρίς να εννοήσω, καθώς ανέβαινα το μεσημέρι κουρασμένος και εξ αιτίας της αναστατώθηκε ολόκληρη περιοχή, ήδη πετούσε υπερήφανα σαν μία λευκή περιστερά ανάμεσα στους εκτυφλωτικούς στραφταλισμούς ενός μικρού καθρέφτη τσέπης που έπαιζε ανέμελα μες στα ωχρά της δάχτυλα εκείνη, από τα Δολιανά Ιωαννίνων εκ πατρός, κι εκ της μητρός απ’ τα Ραβένια που μας έρχεται χωρίς και να το θέλει, έτσι πετούσε το λοιπόν στον ουρανό γράφοντας γράμματα όπως σε κάκτους χαραγμένα με αγροτικό σουγιά, Αθανασία, ώστε η μνήμη μας να ενσωματωθεί εμβολιαστικά σ’ ό,τι η φύση μοναχή της ανατρέφει. […]
Μετάβαση στο σημείο: Δυτική Άνω Πόλη (Τσινάρι)