Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΔυτική Άνω Πόλη (Τσινάρι) Τσινάρι
Το Τσινάρι, μαζί με το Κονάκι (Διοικητήριο), αποτελούν τις δυτικότερες συνοικίες της Άνω Πόλης. Χρωστά το όνομά του σε έναν πλάτανο (τσινάρ) που υπάρχει στην πλατεία όπου βρίσκεται και το ομώνυμο καφενείο αλλά και μια βρύση από την οθωμανική περίοδο. Το Τσινάρι ήταν τουρκομαχαλάς της Θεσσαλονίκης και μετά από την ανταλλαγή των πληθυσμών δέχθηκε προσφυγικούς πληθυσμούς. Έχει, σε μεγάλο βαθμό, διατηρήσει τον παραδοσιακό του αρχιτεκτονικό χαρακτήρα (μονοκατοικίες, στενάκια). Στην περιοχή υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά καφενεία και ταβέρνες.
Η οδός Δημητρίου Πολιο...
1
Εδώ και πέντε χρόνια είμαι κάτοικος της άνω πόλης. Έφυγα από την Κάτω Τούμπα και ησύχασα. Είχε χαλάσει πια η παλιά Τούμπα• σπίτια και άνθρωποι όλα άλλαξαν προς το χειρότερο. Επιπλέον ο νοικοκύρης μου μ’ ανάγκασε να φύγω γιατί τον ενοχλούσαν τα γατιά μου. Πήρα λοιπόν κι εγώ τα μάτια μου κι αναζήτησα νέα γειτονιά.
Απ’ την αρχή λογάριαζα να ψάξω στην άνω πόλη, κάτι με τραβούσε κατά κει, ίσως η πιθανότητα μιας πιο ανθρώπινης ζωής. Φίλος καλός, ο Γιάννης Παλαιοδημόπουλος, που έμενε στην οδό Παλαμήδους, προσφέρθηκε κι αυτός κι ο αδελφός του, να με βοηθήσουν και, ω του θαύματος, παρόλο που δε βρίσκονταν εύκολα τα σπίτια, πετύχαμε ένα από τα τρία τελευταία αρχοντικά της άνω πόλης, στη δυτική μεριά, πίσω και πάνω απ’ το διοικητήριο.
Το σπίτι, ένα πολύ ωραίο διατηρητέο, χτισμένο πριν εκατό χρόνια μα καλοστεκούμενο και καλοδιατηρημένο, τρίπατο, με δύο σαχνισιά να βγαίνουν στο δρόμο και με στριφογυριστή εσωτερική ξύλινη σκάλα, ανήκε σ’ έναν μπέη και το είχε χαρέμι• κάθε πάτωμα και μια χανούμισσα. Το 1924, το έτος της ανταλλαγής των πληθυσμών, το αγόρασε ένας Κωνσταντινουπολίτης από τον Άγιο Στέφανο και το συντήρησε με πολύ μεράκι. Σήμερα μένει σ’ αυτό η μία κόρη του, ψηλά, στο τρίτο πάτωμα, ενώ εγώ βολεύτηκα στο δεύτερο, κι όσο για το πρώτο, είναι αποθήκη. Στο πίσω μέρος, χωρίς να φαίνεται, υπάρχει κήπος με λογιώ λογιώ λουλούδια, τριαντάφυλλα, γαρίφαλα, γεράνια, βιολέτες, βασιλικά κι αηδημητριάτικα, ανάλογα με την εποχή. Ο κήπος διαθέτει και μια επιχωματωμένη δεξαμενή ρωμαϊκών ή βυζαντινών χρόνων — για να μην ξεχνάμε και τ’ αρχαία. Μαζί με τον τεράστιο κήπο του διπλανού διατηρητέου, αποτελεί μια ενότητα με πολλά οπωροφόρα δέντρα (ροδιές, συκιές, κληματαριές, κυδωνιές, αχλαδιά, ερεικιά, ελιά, έναν υπέροχο λωτό και άλλα — ακόμα και κυπαρίσσια υπήρχαν λίγο πριν έρθω), χώρια τα εποχιακά λαχανικά που καλλιεργεί ο διπλανός συμπαθής φοιτητής. Καμιά εικοσαριά γάτες περιτρέχουν τον επίγειο αυτό παράδεισο […]. Αλλά και τα πετεινά του ουρανού είναι ουκ ολίγα: σπουργίτια, δεκαοχτούρες, κάργες, το καναρίνι της νοικοκυράς μες στο κλουβί, και πολλά άλλα που κατεβαίνουν το χειμώνα από το Σέιχ-Σου για πιο πολλή ζεστασιά. Όλο αυτό το αλσύλλιο πιάνει 840 μέτρα και θα το είχαν φάει λάχανο οι εργολάβοι αν δεν ήταν κι αυτό διατηρητέο. Στη νότια πλευρά, προς στην οδό Ολυμπιάδος, ο κήπος καταλήγει απότομα σε γκρεμό έξι μέτρων, επειδή το σπίτι είναι χτισμένο σ’ ένα υπερυψωμένο βράχο κι όλα τα πέριξ είναι επιχωματώσεις.
Πέτυχα πολύ καλή νοικοκυρά. Το ’χει καμάρι που έχει νοικάρη συγγραφέα κι όλο προσέχει να μην τρίξουν τα σανίδια όταν περπατάει και μ’ ενοχλήσει. Κάθε λίγο μου φέρνει από τα φαγιά και τα γλυκά που κάνει. Μια τέτοια λαϊκή αρχοντιά (ύστερα μάλιστα από τα όσα τράβηξα με το νοικοκύρη μου στην Τούμπα) είχα πολύν καιρό να συναντήσω. Αλλά κι εγώ προσπαθώ να τη βοηθώ όσο μπορώ, ποτίζοντας πότε πότε τον κήπο κι απολαμβάνοντας από κοντά τα μυριστικά του (βασιλικά, μαντζουράνα, δυόσμο — ευλογία Θεού).
Η γειτονιά έχει πολύ χρώμα. Πολλές φτωχικές οικογένειες, που διαθέτουν αυλή, ακόμα βγάζουν ουζάκι το απόγευμα κάτω από το τσαρδάκι με την κληματαριά. Δε λείπουν και αρκετοί συμπαθείς φοιτητές που συζούν με τις φιληνάδες τους, μερικοί μάγκες που εκτονώνονται ακόμα κάνοντας σούζες με τα μηχανάκια τους, μερικοί ξένοι διανοούμενοι αθεράπευτοι εραστές της άνω πόλης, και αρκετές οικογένειες συμπαθών Ρωσοποντίων (άλλοι ρωσόγλωσσοι κι άλλοι τουρκόγλωσσοι), που θυμίζουν έντονα μικροαστική Θεσσαλονίκη του 1950.
Αλλά και η ευρύτερη συνοικία έχει ενδιαφέρον. Πριν από το 1924 η περιοχή χωρίζονταν στο Κονάκι (δεξιά) και στο Τσινάρι (αριστερά). Το Κονάκι, που θα πει διοικητήριο, ήταν αριστοκρατική γειτονιά και κατοικούνταν από εύπορους Τούρκους, που δούλευαν ως ανώτεροι υπάλληλοι στο διοικητήριο. Τέτοιος ήταν και ο δικός μας παλιός νοικοκύρης με το χαρέμι. Αντίθετα το Τσινάρι, που θα πει πλάτανος, κατοικούνταν, μέχρι την ανταλλαγή, από τούρκικη φτωχολογιά. Παρόλο που το Τσινάρι από παλιά είχε κακή φήμη για την ηθική ποιότητα των γυναικών του, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που τους διαδέχτηκαν είναι πολύ καλή πάστα. Στο Τσινάρι κάθονταν μερικές από τις πιο εξαιρετικές φίλες μου από το πανεπιστήμιο, στο Τσινάρι κάθονταν και ο φιλόλογος καθηγητής μου στο γυμνάσιο Κωνσταντίνος Σγουρής, απ’ τον οποίο έμαθα γράμματα. Ανέκαθεν το Τσινάρι ήταν γλεντζέδικη περιοχή. Στο κέντρο του, όπου υπήρχε παλαιότερα ο πλάτανος και σήμερα σώζεται μια τούρκικη βρύση (απ’ τις πολλές της περιοχής) με βυζαντινό ανάγλυφο θωράκιο στον τοίχο και με γούρνα από λάρνακα ελληνιστικών χρόνων, λειτουργούν σήμερα πολλά γραφικά ταβερνάκια, που τραβούν τους ξένους τουρίστες και τους ντόπιους κουλτουριάρηδες. Έτσι λοιπόν το Τσινάρι από μόνο του εξακολουθεί να συντηρεί τη λαϊκουριά του, ενώ το εύπορο Κονάκι αποχρωματίστηκε και τελικά χάθηκε. Ακόμη και η βίλα Μοσκώφ που το στόλιζε παλαιότερα και βρίσκονταν λίγο πιο πάνω από το σπίτι μας, στην οδό Άθωνος, και που τον Οκτώβρη του 1944 είχε φιλοξενήσει τον ελασίτη καπετάνιο Μάρκο Βαφειάδη, εξαφανίστηκε και στη θέση της ξεφύτρωσε ένα αχαμνό δημοτικό παρκάκι με πολλές γάτες.
Ξέχασα να πω ότι το Τσινάρι είναι η πιο ακραία συνοικία της Θεσσαλονίκης και βρίσκεται πολύ κοντά στα δυτικά τείχη που χωρίζουν τον Δήμο Θεσσαλονίκης από τον Δήμο Συκεών.
Το Κονάκι υπάγεται στην ενορία του Προφήτη Ηλία και το Τσινάρι στην ενορία της Αγίας Αικατερίνης. Και οι δύο εκκλησίες είναι αριστουργήματα της βυζαντινής αναγέννησης του 14ου αιώνα στη Θεσσαλονίκη. Η περιοχή συνδέεται άμεσα με το κίνημα των Ζηλωτών: από δω ξεκίνησε, το 1342, η πρώτη κομμουνιστική επανάσταση στο Βυζάντιο, που κράτησε μέχρι το 1349. Κάθε λίγο ακούω τις καμπάνες των δύο εκκλησιών• ακούγονται όμως και οι καμπάνες του Αγίου Δημητρίου, του Οσίου Δαυίδ και της μονής Βλατάδων. Θυμούμαι πόσο λαχταρούσαμε επί κατοχής ν’ ακούσουμε καμπάνες• τώρα τις βαριόμαστε, εκτός από τους Ρωσοπόντιους, που τις είχαν στερηθεί εβδομήντα ολόκληρα χρόνια.
Γενικότερα, η περιοχή είναι διάσπαρτη από ρωμαϊκά και βυζαντινά υπολείμματα, καθώς και από ποικίλες ιστορικές μνήμες. Σε πολλά ντουβάρια και μαντρότοιχους ανακαλύπτω διαρκώς εντοιχισμένα μικρά αρχαία κολονάκια ή βάσεις από κολόνες ή πανάρχαιες πέτρες και κομμάτια από αρχαία μάρμαρα. Στην οδό Προφήτη Ηλία βρήκα μαρμάρινο κομμάτι από αρχαίο θριγκό με ιωνικά «αυγά». Αλλά και στο Αλατζά Ιμαρέτ ο καθηγητής Φ. Πέτσας έγραψε ότι εντόπισε οικοδομικό υλικό από τον ναό της αρχαίας Θέρμης, που βρίσκονταν στην πλατεία Αντιγονιδών. Στην πίσω αυλή του Προφήτη Ηλία βλέπει κανείς συγκεντρωμένα θαυμάσια κιονόκρανα και άλλα γλυπτά μέλη από παλαιοχριστιανικό ναό, ενώ στη νότια πλευρά του Προφήτη Ηλία σώζονται τα ερείπια του βυζαντινού μοναστηριού, που κατοικούνταν από πρόσφυγες μέχρι τη γερμανική κατοχή. Στην αυλή της Λαγουδιανής υπάρχουν επίσης πολλές αρχαίες ευτελείς κολόνες, ενώ στην οδό Ολυμπιάδος ανακαλύφθηκαν ως τώρα τουλάχιστον τέσσερις ωραίες ρωμαϊκές δεξαμενές, που ο λαός τις λέει γαλαρίες. (Κι ήταν τόσο γερά χτισμένες, που κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου χρησίμευαν για καταφύγια). Κι όσο για σπασμένα κεραμικά, όπου σκάψει ο Δήμος ή άλλοι οργανισμοί για χαντάκια ή πεζοδρόμια βρίσκονται πολλά ρωμαϊκά αλλά και νεώτερα όστρακα: μια διαρκής υπόμνηση ότι και στους υπονόμους μας ακόμη υπάρχει Βυζάντιο. Όμως και οι δρόμοι, που πολλοί από αυτούς έχουν αρχαία ονόματα, υπενθυμίζουν μόνιμα τη μακεδονική και ελληνιστική εποχή, ενώ παραδόξως τα ονόματα από το Βυζάντιο είναι λιγοστά.
Η οδός Δημητρίου πολιο...
4
Το κλίμα είναι στεγνό• αυτό το αισθάνομαι μόνο όταν κατεβαίνω από τη Βενιζέλου και πλησιάζω στη Φιλίππου, οπότε το κλίμα το νιώθω πιο υγρό. Αυτό το ήξεραν καλά οι αρχαίοι, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί και οι Τούρκοι, γι’ αυτό και κάθονταν απ’ την οδό Αγίου Δημητρίου και πάνω. Μόνο που η θέα, απ’ τα πυκνά σπίτια είναι λιγοστή στο δυτικό τμήμα. Απ’ την πόρτα μου φαίνονται οι άθλιες εκβολές του Αξιού• και πρέπει να στρίψω ανατολικά στην Ολυμπιάδος για να δω να ξεπροβάλλει ο γραφικός Χορτιάτης, που τη νύχτα με πανσέληνο γίνεται ακόμη γραφικότερος. Ωστόσο, μόνο όταν κατεβαίνω από την οδό Προφήτη Ηλία — όπου μέχρι το 1963 υπήρχε το ωραιότερο τουρκόσπιτο της άνω πόλης, που με υπόδειξη του Πεντζίκη πρόλαβε και το ζωγράφισε ο Γιώργος Μανουσάκης — μπορώ να χαίρομαι τον ανεπανάληπτο Όλυμπο σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, αλλά και όλη την ανοιχτωσιά από τον Άγιο Δημήτριο ως την πλατεία Αριστοτέλους.
Πολλά θα είχα να γράψω ακόμη για τη Δημητρίου Πολιορκητού και τη δυτική άνω πόλη. Φοβάμαι όμως μήπως μερακλωθούν οι κουλτουριάρηδες κι αρχίσουν να εγκαθίστανται στην περιοχή μας, οπότε υπάρχει κίνδυνος να ανεβούν ακόμη περισσότερο τα ήδη υψηλά ενοίκια.
Κασσάνδρα...
Πανούργα πόλη. Χαράζει το κορμί κάποιων ανθρώπων ανεξίτηλα• φεύγουν, κι αυτή ακολουθεί όπου κι αν πάνε. Εκείνοι ξέρουν ότι έχουν τα σημάδια της επάνω τους, όμως δεν υποπτεύονται, ή δε θέλουν να πιστέψουν, πως πρόλαβε εντωμεταξύ να σημαδέψει τη ζωή τους, και επιστρέφουν ανύποπτοι. Περπατούν στην Αγορά, ανηφορίζουν προς την Άνω πόλη. Δρόμοι αγνώριστοι με ονόματα οικεία, μια πάροδος ανέγγιχτη απ’ τον καιρό, κάποια άγνωστη οικοδομή τους παιδεύει ώσπου να θυμηθούν την προηγούμενη μορφή της, σημαδιακές γωνιές που έχουν συνωμοτήσει με το χρόνο… Κοντοστεκόμουν σίγουρος ότι πριν από λίγες νύχτες ξαναπέρασα, κι ας έχω λείψει χρόνια.
Η πόλη χθες είχε βγει από μπόρα ξαφνική. Οι δρόμοι άδειοι και τα φώτα γλιστρούσαν πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο. Στάθηκα στη βιτρίνα του Κωνσταντινίδη. Στο τζάμι, πίσω από τίτλους βιβλίων και εικόνες εξωφύλλων, καθρεφτιζόταν ακόμα το πρόσωπό της. Θα σε περιμένω εδώ, είχε πει. Γυρνώ και μου χαμογελά ντυμένη στα λευκά — γούνινος σκούφος κι ο γιακάς της ανασηκωμένος. Άργησες, λέω. Δεν απαντά. Ξανακοιτάω στη βιτρίνα… Ολομόναχος! Νιώθω να σφίγγεται στο μπράτσο μου, όμως δε βλέπω τη μορφή της. Θα ξαναρθείς, ψιθυρίζει. Θα στέκεσαι στην ίδια θέση ακριβώς, αλλά μονάχος.
[…]
Κάστρα• τσιπουράδικο Όμορφη πόλη. Στο αυτοσχέδιο πάλκο εγώ με μια κιθάρα κι ένας φοιτητής της Νομικής με το μπουζούκι του. Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε… Στέλνει κεράσματα — μια δυο φορές. Περασμένα μεσάνυχτα καθόμαστε σ’ ένα τραπέζι για να πάρουμε ανάσα. Πλησιάζει• πρόσωπο αψεγάδιαστο, πυρρόξανθα κοντά μαλλιά. Με κοιτά επίμονα — χείλη ελαφρά βαμμένα, μάτια λαδιά. Κρατά τσιγάρο στο ’να χέρι και στο άλλο το ποτήρι• δάχτυλα μακριά περιποιημένα. Αυτοσυστήνεται (Κασσάνδρα Πέσιτς — προφορά ξενική, χαριτωμένη) και μπαίνει στη ζωή μου. Γιουγκοσλάβα, λίγο πριν από τα σαράντα της, κλασική φιλόλογος στο Πανεπιστήμιο των Σκοπίων — στη σχολή του Κρατικού στα είκοσι και κάτι εγώ. Ξημερώνομαι στην κάμαρά της, Δημητρίου Πολιορκητού, στην Άνω πόλη — κάτω από το μαξιλάρι της το μαραμένο τριαντάφυλλο που έκλεψα τη νύχτα από μια πρασιά. Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο φαίνεται ως κάτω η Θεσσαλονίκη και η θάλασσα. Είσαι πιο όμορφη από χθες, της λέω. Είμαι σαν την πόλη σου, απαντά. Εγώ κι εκείνη, όσο μας αγαπάνε, ξανανιώνουμε.
[…]
Πως είναι να ’σαι μεθυσμένος; Περίπου έτσι. Τα νιώθεις όλα παραμορφωμένα και ρευστά, όμως δεν αντιδράς μήτε γυρεύεις εξηγήσεις. Το καταλάβαινα πως ήταν γυναίκα αλλόκοτη και μ’ απομάκρυνε σιγά σιγά απ’ τη ζωή μου και την πόλη. Φορές ξυπνούσα κι η Θεσσαλονίκη κάτω από το παράθυρό της είχε αλλάξει. Υψώνονταν οικοδομές παράταιρες που έκρυβαν τη θάλασσα — την άλλη μέρα υποχωρούσαν, σαν κάποιους πύργους που συνωμοτώντας μεταξύ τους βλέπουν μόνο τα παιδιά. Διαπερνούσαν τη ζωή μου — όπως στα όνειρα — άνθρωποι και συμβάντα από μέλλον σκοτεινό και διφορούμενο.
Μια νύχτα με ξυπνά — όλα τα φώτα αναμμένα. Στέκεται πάνω απ’ το κρεβάτι μας, δε λέει κουβέντα• ντύνομαι. Βγαίνει αμίλητη απ’ το σπίτι. Τρέχω ξοπίσω — βρέχει. Κατεβαίνουμε: στενά πλακόστρωτα, εξώπορτες βαμμένες μπλε και πράσινες, κήποι, χαμόσπιτα, παιδιά που παίζουνε στους δρόμους. Κοντοστέκομαι λαχανιασμένος, μα δεν περιμένει. Στο Σιντριβάνι στρίβει δεξιά. Τρέχω και την αρπάζω από το μπράτσο. Στάζουν νερά απ’ τα μαλλιά κι απλώνεται μαβί το ξεφτισμένο μακιγιάζ γύρω απ’ τα μάτια της. Πού πάμε; τη ρωτώ. Δεν απαντά. Φτάνει στην παραλία, μπαίνει στο Βασιλικό. Ακολουθώ. Ανεβαίνει στη σκηνή — στέκομαι στην πλατεία όρθιος. Σπάζουν την ησυχία προβολείς, σειρήνες, πυροβολισμοί σαρώνουν την πλατεία και σταματούν πάνω σε εκείνη — δείχνει πολύ πιο νέα. Πανικοβάλλομαι• φωνάζω το όνομά της δυνατά για να μ’ ακούσει… Έσκυψε στο προσκεφάλι μου απ’ την κανονική της ηλικία. Σε ’βλεπα στ’ όνειρό μου, είπα. Χαμογέλασε. Δεν ήταν όνειρο —ψιθύρισε—, η ζωή μας είναι.
Δεν ήταν όνειρο. Έβρεχε χθες πάλι. Ανέβηκα στα Κάστρα με το λεωφορείο κι ύστερα κατέβηκα πεζός. Ακροπόλεως, Δημητρίου Πολιορκητού, Τσινάρι, Άθωνος, Θεοφίλου, πάλι Ακροπόλεως… Πλακόστρωτα, βρύσες δίχως νερό, σπίτια μικρά, μαντρότοιχοι, καφενεία κιβωτοί, ερείπια αρχαία και νεότερα, νεόχτιστα μεγαθήρια — αναρωτιέσαι τι θα αντικρίσεις στην επόμενη στροφή του δρόμου. Σε κάθε διασταύρωση αφήνεις πίσω κάμποσες δεκαετίες. Μια πόλη που δεν έχει ανάγκη από προκατασκευασμένα σκηνικά για να διασχίσεις κινηματογραφικά το χρόνο. Γεννήθηκα στην Πάνω πόλη• κατέβαινα κάθε τόσο προς τη θάλασσα εγκαταλείποντας πίσω κομμάτια της ζωής, ελπίδες και φιλοδοξίες. Ξανακατέβηκα τους ίδιους δρόμους. Ολυμπιάδος, Κασσάνδρου, Αγίου Δημητρίου, Εγνατία, Τσιμισκή — σχεδόν παράλληλες οδοί που κόβουν σαν δεκαετίες τη ζωή μου. Στο Σιντριβάνι έστριψα δεξιά. Η αίσθηση της επανάληψης επίμονη. Έφτασα στο Βασιλικό λίγο πριν απ’ τη γενική πρόβα. Μισοσκόταδο. Ήμουν στη σκηνή — ο χορός των γυναικών στα μαύρα. Φώτα, λαμπάδες, μουσική. Κι ήρθε απ’ το σκοτάδι — ήταν νέα, όπως στο όνειρο, περίπου συνομήλική μου.
Δημήτρης Μίγγας, «Κασσάνδρα», Της Σαλονίκης μοναχά…, Μεταίχμιο, Αθήνα 2003, σ. 55-56, 57-58, 59-62.
Ψυχή μπλε και κόκκινη...
Ο θείος Πλάτων γιόρτασε την Απελευθέρωση φουσκώνοντας την αρραβωνιαστικιά του τη Ζαφειρώ, κόρη του μπαρμπα-Λάμπρου, που είχε την ταβέρνα «Το Τσινάρι» στην ομώνυμη περιοχή. Έτσι η ξαδέλφη μου η Αννούλα είναι στην κυριολεξία παιδί της νίκης, μιας νίκης που σύντομα αποδείχτηκε επώδυνη όσο και η Κατοχή. Ο γάμος του θείου μου έγινε τα Χριστούγεννα του 1944 στην ταβέρνα του πεθερού του, όπου ο γαμπρός χόρεψε το βαρύ χασάπικο «Τρελή, που θέλεις να με στεφανώσεις», του Τσιτσάνη, τραγουδισμένο από τον ίδιο το συνθέτη και την κομπανία του. Θυμάμαι το θειο μου να χορεύει με το γαμπριάτικο σκούρο σακάκι του κατεβασμένο, ριγμένο στον έναν ώμο, να κάνει τσαλίμια μάγκικα, στροφές επιτόπου ή στον αέρα, ύστερα να τρεκλίζει, θαρρείς έτοιμος να πέσει στα γόνατα, κι αμέσως να πετιέται, να τινάζεται πάνω κι όρθιος να συνεχίζει. Μόλις τέλειωνε το τραγούδι, έβγαζε από την τσέπη του παντελονιού του ένα χαρτονόμισμα κι αφού το σάλιωνε, το κολλούσε στο μέτωπο του Τσιτσάνη ή των άλλων της παρέας, που το άρπαζαν και το ’χωναν βιαστικά στις τσέπες τους. Μετά το θειο μου ακολούθησαν άλλοι, πολλοί, με παραγγελιές και τσακίσματα στο χορό τους, ιδίως στο ζεϊμπέκικο, και δώστου η χαρτούρα να πηγαίνει σύννεφο. Οι περισσότεροι καλεσμένοι ήταν συγγενείς και φίλοι, αλλά και όλοι οι αριστεροί της περιοχής και άνθρωποι του Κόμματος, γνωστοί και άγνωστοι. Χόρεψαν οι περισσότεροι λαϊκά, εκτός από τον πατέρα μου, που δε σηκώθηκε από το τραπέζι παρά μόνο όταν η ορχήστρα έπαιξε κάποιους δημοτικούς σκοπούς ή τραγούδια, νομίζω συρτό και καλαματιανό. Την εποχή βέβαια εκείνη εγώ –παιδί στα έντεκα, που έμοιαζα πολύ μικρότερος έτσι καχεκτικός καθώς ήμουν– δε γνώριζα τι σήμαινε Τσιτσάνης και τι ρεμπέτικα τραγούδια, αν και έβλεπα κι άκουγα το θαυμασμό των καλεσμένων για το συνθέτη και τραγουδιστή και το πόσο υπερήφανος υπήρξε ο θείος Πλάτων, όταν τις επόμενες μέρες καυχιόταν σ’ όλους πως στο γάμο του τραγούδησε ο Τσιτσάνης. Από το γλέντι θυμάμαι ότι περισσότερο ενδιαφέρον παρουσίαζε για μένα ο κάτω όροφος, το υπόγειο της ταβέρνας, όπου το σπίτι του μπαρμπα-Λάμπρου που έβλεπε σε κήπο με δέντρα οπωροφόρα, γιατί εκεί είχαν στρωθεί τραπέζια με άφθονα φαγητά για τους στενούς συγγενείς και πρώτη φορά έβλεπα τόσο πολλά πιάτα με μεζέδες και τη γιαγιά Αγγελική να με παροτρύνει «Φάε» και «Φάε», και μόνο όταν χόρτασα πολύ, έσκασα όπως λένε, και με το ζόρι κατάπια κι ένα κομμάτι μπακλαβά, που μπούκωσε το στομάχι και τη βουλιμία μου, μόνο τότε ανέβηκα στην ταβέρνα, όπου υπήρχαν βέβαια κι εκεί μεζέδες, αλλά πιο λίγοι, μέσα σε κάτι δίσκους που τους περιέφεραν κάτι ξαδέλφες και φίλες της Ζαφειρώς. Το μόνο άφθονο επάνω υπήρξε το κρασί, ρετσίνα βαρελίσια, δυο μεγάλες μπόμπες του μπαρμπα-Λάμπρου, απ’ όπου ο καθένας μπορούσε να γεμίσει όχι μόνο το ποτήρι του αλλά και κάτι μπακιρένια κανάτια της οκάς. Για τον Τσιτσάνη υπήρξε ιδιαίτερη μέριμνα: δίπλα στην ορχήστρα είχαν βάλει ένα τραπέζι και φρόντιζαν να παραμένει πάντα γεμάτο.
Περικλής Σφυρίδης, Ψυχή μπλε και κόκκινη, Καστανιώτης, Αθήνα 1995, σ. 121-122.
Μετάβαση στο σημείο: Δυτική Άνω Πόλη (Τσινάρι)