Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΕυαγγελίστρια Κοιμητήρια Ευαγγελίστριας
Πρόκειται για το πρώτο οργανωμένο χριστιανικό νεκροταφείο της πόλης (19ος αιώνας). Σήμερα αποτελεί Μνημείο της Νεότερης Ιστορίας καθώς εκεί βρίσκονται οι τάφοι προσώπων που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της πόλης. Στην ίδια περιοχή βρίσκονται ακόμη το νεκροταφείο των Αρμενίων και αυτό των Προτεσταντών.
Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ...
Ήταν μικρές κι αθώες κοπελούδες σαν ήρθανε απ’ την πατρίδα, όμως οι δικοί τους τις πάντρεψαν στα γρήγορα για να προφτάσουν να πάρουνε μερίδιο απ’ τα τούρκικα κτήματα, που μοίραζε στους πρόσφυγες το δημόσιο. Παντρεύτηκαν την ίδια μέρα και στην ίδια εκκλησιά δυο φίλους, πρόσφυγες κι αυτούς — ο ένας μαραγκός, ο άλλος χτίστης. Στο γάμο οι μπουμπουνιέρες δεν έφτασαν• οι γαμπροί, χωρίς να ρωτήσουν κανένα, είχαν καλέσει πάρα πολλούς. Έτρεξαν πανικόβλητοι οι συμπεθέροι κι αγόρασαν κάτι χάρτινες, γαλάζιες και ροζ, απ’ το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς. Σχεδόν όλοι οι καλεσμένοι, που πήραν τις χάρτινες, δυσαρεστήθηκαν. Μερικοί ούτε που τις έπιασαν στο χέρι. Άλλοι πάλι, ιδιαίτερα αυτοί που είχαν στείλει δώρο, τις γύρισαν πίσω την άλλη μέρα πρωί πρωί. Σημάδι πως είχαν γίνει πολλά σχόλια στα διάφορα συζυγικά κρεβάτια εκείνη τη νύχτα. Ήταν ένας κόσμος τσαλαπατημένος, αρχοντοξεπεσμένοι μάλιστα μερικοί, και θίγονταν πολύ εύκολα.
Οι νιόγαμπροι μπατζανάκηδες πήραν το πράγμα κατάκαρδα —έφταιγαν κιόλας λίγο— κι έκαναν το ίδιο βράδυ ένα μεθύσι απ’ τα σπάνια. Αντί να γλεντούν οι καλεσμένοι τους, γλεντοκοπούσανε οι ίδιοι. Στο τέλος, κατέβασαν τα βρακιά τους και χορεύανε ξεβράκωτοι απάνω στα τραπέζια. Οι φίλοι τους ενθουσιασμένοι τους βαρούσανε παλαμάκια τραγουδώντας τους τραγούδια αποκριάτικα, ενώ οι γυναίκες απ’ την αρχή ακόμα βγάλανε μια φωνή και εξαφανίστηκαν.
[…]
Λίγες μέρες μετά το γάμο, όταν επιτέλους ξεμέθυσαν οι γαμπροί, παρουσιάστηκαν τ’ αντρόγυνα με τα καλά τους και τα στεφανοχάρτια τους στην παντοδύναμη επιτροπή, που μοίραζε οικόπεδα και σπίτια. Εκεί, αφού περιεργάστηκαν με μάτι γελαστό γαμπρούς και νύφες, τους πρότειναν σπίτια στην Τούμπα, όπου ο Εποικισμός έχτιζε πανομοιότυπα οικήματα για τους πρόσφυγες. Αρνήθηκαν• η Τούμπα έπεφτε πολύ μακριά, είπαν. Στην πραγματικότητα, δεν τους άρεζε εκεί, το είχαν συζητήσει κιόλας μεταξύ τους. Στην Τούμπα είχε αρχίσει να μαζεύεται κάθε καρυδιάς καρύδι. Τους είπανε για την Καλαμαριά• τους πρόσφεραν παραθαλάσσια οικόπεδα στην Αρετσού, στην Νέα Κρήνη. Μα, αποκεί έπρεπε να περπατάς μισή μέρα, ώσπου να φτάσεις στην πόλη. Τι να τα κάνουνε τα παραθαλάσσια οικόπεδα; Αυτοί ούτε ψαράδες ούτε καϊκτσήδες ήτανε, παρά χτίστες και μαραγκοί. Πώς θα πηγαίναν στις δουλειές τους και προπάντων πώς θα γύριζαν το βράδυ κατακουρασμένοι; Με την ανατολίτικη λογική τους, βλέπαν αιώνα τα πράγματα, όπως στην Τουρκιά.
Κι έτσι, όταν τους μίλησαν για ένα μεγαλούτσικο οικόπεδο, ψηλά, κοντά στα κάστρα, στο Εσκί Ντελίκ, κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους και αμέσως είπαν: «Ναι, αυτό το θέλουμε». Και πραγματικά, όταν το είδαν από κοντά, διόλου δε μετάνιωσαν. Μπορεί να ήταν ανηφοριά και ερημιά σε κείνους τους μαχαλάδες, μα τα καλοχτισμένα τείχη έδιναν σιγουριά και ζεστασιά στο μέρος. Ύστερα, είχες όλη την πολιτεία στα πόδια σου, που όσο κι αν ήταν ξένη, ήταν όμως καμαρωτή. Κατάγονταν από μέρη, που ως τις τελευταίες στιγμές ήταν βυζαντινά, οχυρωμένα γερά απ’ τους αυτοκράτορες, κι αγαπούσαν να βλέπουν τείχη και κάστρα. Ο χτίστης, ιδιαίτερα, μουρλάθηκε απ’ τη χαρά του, σα χάιδεψε τα καλοκαμωμένα και σκουριασμένα απ’ την πολυκαιρία —και τα αίματα ίσως— τειχιά και το μάτι του στρογγύλεψε από ευχαρίστηση, σαν είδε πως σε πολλές μεριές υπήρχε σωριασμένη άφθονη εκλεκτή πέτρα για να χτίσεις όχι σπίτι μα κάστρο ολόκληρο. Η αλήθεια είναι πως ήρθαν αργότερα περιστάσεις, που βλαστήμησαν την ώρα και τη στιγμή που σκαρφάλωσαν σ’ εκείνα τα μπαΐρια. Το ανέβασμα με τη ζέστα και τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι ή το χειμώνα το κατέβασμα με τη μεγάλη παγωνιά ήταν σωστό μαρτύριο. Το κατηφορικό καλντερίμι έρχονταν και περιχύνονταν με κρύσταλλο, που γλιστρούσε διαβολεμένα. Έκαμνε πολύ γερές παγωνιές τότε. Ένα γείτονα τον μάζεψαν μια μέρα με κουβέρτα, τέτοιο γλίστρημα πήρε. Μα, οι ίδιοι ήταν ακόμα λιγερόκορμοι και ζύγιζαν το κορμί τους καλά, ώστε να μη πέφτουν. Μόνο που έπρεπε να ξεκινούν ακόμα πιο πρωί.
Το χώμα στο οικόπεδο σκάβονταν εύκολα, δεν είχε βράχο αποκάτω ούτε θεμέλια παλιών σπιτιών. Μάλλον θα ήταν χώμα βγαλμένο απ’ τη βαθιά οχυρωματική τάφρο. Άλλωστε, οι βυζαντινοί απόφευγαν να χτίζουν κοντά στα τείχη και είχαν τους λόγους τους. Θα ’ταν επικίνδυνες και κακόφημες οι περιοχές αυτές, μ’ όλους εκείνους τους σκοτεινούς μισθοφόρους που τριγυρνούσαν. Σε καιρούς πολέμων οι νταήδες αυτοί πρέπει να αποχαλινώνονταν. Δεν αποκλείεται και να απαγορευόταν το χτίσιμο κοντά στα οχυρώματα. Πάντως, το γεγονός ήταν ένα, πως το χώμα ήταν καλό και δεν υπήρχε πολυκοσμία και βρωμιά, όπως στην Καλαμαριά με τους πόντιους. Οι δυο μαστόροι σκάβοντας ξέθαβαν κάθε τόσο διάφορα σκουριασμένα σιδερικά και κάτι στρογγυλά πράγματα σαν ταψιά, που ποτέ τους δεν έμαθαν πως ήταν στραπατσαρισμένες ασπίδες. Τις πιο γερές, μάλιστα, τις έστρωσαν για ένα διάστημα στη στέγη βάζοντας πέτρες βαριές αποπάνω. Φύτεψαν κι ένα γύρω στο οικόπεδο αγιόκλημα, καθώς και συκιές, για να συγκρατούν με τις ρίζες τους το χώμα, που το είχαν κόψει σα φέτα πίσω απ’ τα δυο σπίτια. Τα φυτά σχημάτισαν σκιερές γωνιές και κρυψώνες, όπου έπαιζαν αργότερα με αγαλλίαση τα παιδιά.
Η μια απ’ τις αδερφάδες ήταν αλαφροΐσκιωτη. Άρχισε γρήγορα να λέει πως τις νύχτες έβλεπε ένα κουβάρι από φως να περνάει πάνω κάτω στα τείχη. Δεν της έδωσαν και πολλή σημασία• είπαν πως θα ’ναι ο Αη-Δημήτρης και η εμπιστοσύνη τους στα τείχη ενισχύθηκε. Ωστόσο η αλαφροΐσκιωτη με τον ξυλουργό, καθώς και η άλλη με το χτίστη, δεν παράλειπαν να ξεφουρνίζουν κι από κανένα παιδί κάθε τόσο.
Πρώτη και πολύ γρήγορα πέθανε η αλαφροΐσκιωτη. Πήγε από εχινόκοκκους. Μήνες την ανοίγαν και την κλείναν οι γιατροί και τα μαθητευόμενα γιατρουδάκια στο προσφυγικό νοσοκομείο. Το αγαθό και δροσερό κορίτσι ήρθε σε λίγον καιρό κι έγινε σα γριά. Τα τρία παιδιά της, αγόρια όλα, τα κοίταζε όσο μπορούσε η άλλη, που όμως ξενοδούλευε. Ο μαραγκός πλάνιζε και τα μάτια του τρέχαν πάνω στα άσπιλα ξύλα. Στο μεταξύ αρρώστησε και της αλληνής ο μεγάλος γιος απ’ την ίδια αρρώστια. Είχαν ένα σκυλί, που κοιμόταν μαζί τους και τα παιδιά το φιλούσαν στο στόμα. Το απαίσιο αυτό ζώο παρά τρίχα να τους ξεκάνει όλους. Ευτυχώς, ο μικρός τη γλίτωσε την τελευταία στιγμή. Πρόλαβαν οι γιατροί να βγάλουν από μέσα του το σακούλι με τους εχινόκοκκους προτού σπάσει και διασκορπιστεί σ’ όλα τα σωθικά του το μικρόβιο. Ταυτόχρονα σχεδόν με τον μικρό αρρωσταίνει κι ο πατέρας του από διπλή περιπνευμονία κι όπως ο οργανισμός του ήταν αδυνατισμένος απ’ το πιοτό και μια παλιά ελονοσία πεθαίνει γρήγορα κι αυτός. Πήγαμε και στη νέα κηδεία. Καθώς το προσφυγικό νοσοκομείο ήταν απέναντι απ’ τη Βαγγελίστρια, το παιδί παρακολουθούσε απ’ το παράθυρο την κηδεία του πατέρα του, κάνοντας συνεχώς το σταυρό του. […].
Ύστερα κόπηκαν όλα μαχαίρι. Για πολλά χρόνια όχι θάνατος μα ούτε γρίπη δεν παρουσιάστηκε στην οικογένεια. Ο μαραγκός είχε αποθρασυνθεί τελείως. Γυρνούσε κάθε βράδυ μεθυσμένος τραγουδώντας […].
Τα παιδιά τους κυλιόντουσαν όλη μέρα στις βρωμιές και τα χώματα, παίζανε με σκυλιά, με γατιά, με φίδια και βατράχια, όμως τίποτε δεν τα πείραζε. Τότε που γίνονταν οι μεγάλοι σεισμοί στην Ιερισσό και η πόλη μας συνταράζονταν, ανεβήκαμε να μείνουμε κοντά τους, όσο να περάσει το κακό, μια και δεν μπορούσαμε να κοιμόμαστε κι εμείς στις πλατείες με το λαουτζίκο, όπου τόσα και τόσα συνέβαιναν μες στο σκοτάδι. Κοιμόμασταν έξω στην αυλή τους. Έκαμνε, άλλωστε, μια ζέστα σημαδιακή. Από καιρό σε καιρό η γη σάλευε κάτω απ’ το στρώμα. Με βάζαν μαζί με όλα αυτά τα παιδιά στα ίδια στρωσίδια. Οι πρώτες αϋπνίες μου από τότε χρονολογούνται. Εκτός που με κλοτσούσαν όλη νύχτα και με ξεσκέπαζαν, βρωμούσαν όλων των ειδών τις βρώμες, και ιδίως σκορδίλα […]. Ήμουν σαν ένα κλωσόπουλο της μηχανής, που έπρεπε να τα βγάλει πέρα με κωλοπετσωμένα κοτόπουλα κλώσας. Ευτυχώς που οι σεισμοί σταμάτησαν γρήγορα και γλίτωσα κι από κείνον τον εφιάλτη.
Στην Κατοχή, αντίθετα απ’ ό,τι θα φανταζόταν κανείς, δεν υπόφεραν καθόλου περισσότερο από μας, που τάχατες ήμασταν κάτι και κατοικούσαμε στα μέγαρα. Αμολήθηκαν τα παιδιά και πουλούσαν με τα κασελάκια τσιγάρα, τσιγαρόχαρτα, ζαχαρίνες, αντεπρίνες και ό,τι άλλο βάζει ο νους του ανθρώπου. Μόνο γράμματα που δεν έμαθαν. Το δημοτικό είναι ζήτημα αν το τελειώσαν. Η Γεωγραφία και η Ιστορία ήταν ο βραχνάς τους.
Πέρασε η Κατοχή, ήρθαν οι άλλες μάστιγες, οι εφτά πληγές του Φαραώ. Τα παιδιά στο μεταξύ μεγάλωναν. Τρία του μαραγκού, δυο του χτίστη και μια κοπέλα του τελευταίου, η μεγαλύτερη. Πήγαν στο στρατό• έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν οι ανώτεροί τους. Σαν τη γλίτωσαν αποκεί, βγήκαν για δουλειά. Στο στρατό, ώσπου να τους κάνουν να πέσουν στη φωτιά, τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε γυρνούσε κανένας να τους δει. Καταστάλαξαν στο καφενείο, που ακουμπάει στα τείχη, κι όλη μέρα έπαιζαν χαρτάκια. Το καφενείο ήταν φίσκα από άνεργους, όχι μόνο παλικάρια, αλλά και μεγάλους ανθρώπους, πατεράδες και παιδιά.
Μόλις είχαν αρχίσει να υποψιάζονται τα στραβά κι ανάποδα αυτού του τόπου κι οι συζητήσεις στο καφενείο πήραν να γίνονται πιο ζουμερές, άνοιξαν οι δρόμοι για τη μετανάστευση. Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν ποτέ μονάχα σ’ ένα καφενείο. Μάθαν οι άρπαγες την καταλαλιά, φοβήθηκαν πως η τόση εκμετάλλευση μπορούσε να τους βγει ξινή κάποτε, κι αποφάσισαν να τους αμολήσουν. Γράφτηκε αμέσως για τη Γερμανία ο δεύτερος του μαραγκού, ο πιο έξυπνος απ’ όλους, και είπε πως, αν τα πράγματα είναι καλά, θα πάρει και τους άλλους κοντά του. Σαν ήρθε η ώρα, δεν ήθελε να φύγει, ήταν σαν άρρωστος. Πήγαμε ξημερώματα στο σταθμό να τον ξεπροβοδίσουμε. Ήταν όλο το σόι εκεί κι έλεγε αστεία, ενώ από μέσα το αντεράκι τους λιγωνόταν για τον αποχωρισμό. Μια σκορδόπιστη με δυο κατουρλούδες φιλενάδες της σιγόκλαιγε πιο πέρα. «Θα γυρίσω να σε πάρω» της φώναξε, προς μεγάλη αγανάκτηση της θειάς του. Κόσμος πολύς καρτερούσε, μιλώντας δυνατά με ταραχή. Κάποτε έφτασε η ταχεία Αθηνών γεμάτη επιβάτες. Λίγοι κατέβηκαν, οι υπόλοιποι πήγαιναν κι αυτοί για έξω. Μόλις το τραίνο σταμάτησε, χύμηξε απ’ την αποβάθρα ο κόσμος. Δημιουργήθηκε φρακάρισμα στις πόρτες. Αυτοί που ήθελαν να κατέβουν, φώναζαν προβάλλοντας τις βαλίτσες, αυτοί πάλι που ήθελαν ν’ ανεβούν δε λογάριαζαν τίποτε, γιατί δεν είναι παίξε-γέλασε αυτό το ταξίδι. Είχαν και πολλά μπαγάζια όλοι τους, ακόμη και σταμνιά με νερό. Σαν είδαμε τα σκούρα και πως κινδύνευε να πάει όρθιος ως τη Γερμανία, τον αρπάξαμε στα χέρια και των χώσαμε σ’ ένα κουπέ απ’ το παράθυρο. Μας είδαν όλοι και το κόλπο γενικεύτηκε. Η Ελλάδα εγκαταλείπονταν «πατείς με, πατώ σε». Άκουγες συνεχώς το λόγο: «Μαύρη πέτρα θα ρίξω». Κι όταν το τραίνο αργοξεκίνησε και το κάθε παιδί φώναζε τη λέξη του, κουνώντας τα χέρια, μου φάνηκε πως άκουσα αμέτρητα πετροβολήματα κι ένιωσα την ανάγκη να σκύψω.
[…]
Τριγυρνούσα τον περασμένο Αύγουστο στα κάστρα και στις εκκλησίες της Άνω πόλης μ’ ένα φίλο απ’ την πρωτεύουσα. Όλοι τους, σαν έρχονται στην πόλη μας, θέλουν να βλέπουν γραφικότητες κι εγώ δεν τους χαλάω χατίρι, μια και μου δίνεται η ευκαιρία να ξαναθυμάμαι. Ο φίλος είναι καλό παιδί, μα πλούσιος κι αριστοκράτης. Έχει μάλιστα στενή συγγένεια με κορυφαίο πολιτικό πρόσωπο, που τουφέκισαν στο εικοσιδύο για την Καταστροφή. Κοιτάζοντας τις ρημαγμένες γειτονιές, που αυτός τις έβρισκε πάρα πολύ ωραίες, έλεγα διαρκώς μέσα μου: «Πότε άραγε θα τιμωρήσουμε κι αυτούς που μας διάλυσαν με τη μετανάστευση;»
Πάνω σ’ αυτό καθίσαμε για ένα ούζο κάτω από έναν πλάτανο. Σήκωσα το κεφάλι μου και θαύμασα την κορμοστασιά του. Έχει πολλά και γερά κλωνάρια, που σηκώνουν αρμαθιές ολόκληρες…
Σέιχ Σου...
Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει και προσπαθώ να ανακαλέσω ανάμεσα απ’ όλες τις στιγμές τις αρμαθιασμένες εντός μου, είναι ο τόνος αυτού του Δάσους, κάθε φορά, μέσα στα χρόνια, και αν είναι αλήθεια πως επικρατούσε εκεί τότε, κυρίως, το ξανθό, και στο κέντρο κέντρο, εκεί όπου το Σέιχ-Σου, το Νερό του Σεΐχη, με τα μαδημένα χαμηλά πεύκα, το πρασινοκίτρινο, το καστανοπράσινο, — ή μήπως αυτά που με τυραννάνε είναι πλάσματα της φαντασίας μου, ξεγελώ τον εαυτό μου και τα πλάθω, μπερδεύω ίσως τον ήλιο που διαπερνούσε τελικά τις πευκοβελόνες, ρίχνοντας εκείνη την αχνή κιτρινωπή μη σκιά στη γη, καθώς και την απέραντη παιδική διάθεσή μου, που κιτρινοφώτιζε τα πάντα, με την απόχρωση ολόκληρου του βουνού, όπως άλλωστε και με το χρώμα της πιο χαμηλής στα σίγουρα, τότε πόλης, αυτής βέβαια της παλιάς, της μουχλιασμένης, τσικνισμένης, γοητευτικής, που έσφυζε μέσα στα τείχη, με τη θάλασσα των παλιωμένων κεραμιδιών της, που δεν θέλω καν να τα πω τριανταφυλλένια «και η τριανταφυλλιά έχει αγκάθια» λέει το τραγούδι, και με το απαραίτητο δέντρο της αυλής από δίπλα, μεγαλόσωμο οπωροφόρο, εκλεκτής ποικιλίας, συνήθως, διαλεγμένο μερακλίδικα, και από τη θάλασσα, πάλι, μεριά, να φαντάζει μες στο απόγευμα το ξανθωπό δάσος με τη γύρη ή τη χρυσή σκόνη σαν φωτοστέφανο αποπάνω του, καθώς και το εκτυφλωτικό στραφτάλισμα τόσων και τόσων παραθυριών — χρωματιστών τζαμικιανιών, καφασωτών — απέναντι στην απαράμιλλη δύση. Αν έκαμναν τα δέντρα πιο πυκνή σκιά θα είχα άραγε σήμερα μια τέτοια εικόνα; Πάντως, η πόλη, καθώς ξαναχτίζεται, συνέχεια αλλάζει προσανατολισμό. Παλιά, και όταν λέμε «παλιά» εννοούμε πριν είκοσι-τριάντα χρόνια, όλη σχεδόν κοιτούσε προς τη θάλασσα, τα καλύτερα σπίτια προς τη θάλασσα βλέπαν, που είχαν και τ’ αντικρινά τους, βέβαια, μα και αυτά ήταν πρόσβαρα, θαρρείς, προς τα πίσω, το νου τους εκεί τον είχαν, αποκεί που έρχονταν τα καΐκια με τα καλούδια και τις ομορφάδες τους. Άλλωστε, στις ανηφοριές τα σπίτια βρίσκονταν περισσότερο το ένα πίσω από τ’ άλλο, παρά το ένα δίπλα στ’ άλλο, έχοντας τις αυλές στη νοτινή πλευρά, για ν’ αντικρίζουνε όλα, τουλάχιστο από το πάνω πάτωμα, τον κόλπο. Αυτός είναι ο αυθόρμητος προσανατολισμός κάθε θαλασσινής πολιτείας, αδιάφορο αν αυτή είναι ναυτική ή όχι. Και αν το καλοσκεφτεί κανείς πέφτει σε κατάπληξη για την παραδοσιακή αδιαφορία των κατοίκων της Θεσσαλονίκης προς το ναυτικό επάγγελμα. Τώρα, η πόλη είναι σαν αλλήθωρη και αυτός είναι ο φριχτός προσανατολισμός, που δεν ξέρω γιατί, δεν μου φαίνεται καθόλου τελεσίδικος. Με τα χρόνια, πάντως, σκουραίνει το βουνό, ενώ η πόλη έρχεται και ξασπρουλιάζει. Τα δέντρα που φυτεύαμε μικροί, και εκείνα που προπάντων έβαζαν οι χεροδύναμοι τότε μεγάλοι, φουντώσανε πια, κάλυψαν τις πτυχές και τις ράχες, και έτσι παίρνοντας το ένα από τ’ άλλο δροσιά και στήριξη, έγιναν δάσος για όλους υπολογίσιμο, βαθυπράσινο από μακριά, δρυμός με ανταύγειες μεταλλικές από την πυκνή δρόσο και την ευεξία των πεύκων, που ανάμεσά τους ανακατεύτηκαν και άλλα, της αυτής οικογένειας, δέντρα περισσότερο όμως θαλερά. Ο ζόφος ο τωρινός, που διακρίνεται καμία φορά στο επίκεντρό του, μοιάζει με το ζόφο τον μυστικό που κρύβουνε στο κέντρο τους τα σύννεφα της καταιγίδας, όταν ξέρεις να τα προσέχεις, ακόμα και προτού αγριέψουν, από κάποια τυχαία δήθεν αφορμή, που είναι κιόλας έτοιμη. Μετά από όσα έγιναν, αυτό είναι να σε βάζει σε σκέψεις. Τώρα, κάτω από τις σκιές αυτές πορεύονται ερωτικά τα παιδιά μας, τα παιδιά που θα μπορούσαμε να είχαμε ή εμείς και τα παιδιά μας, ώσπου ν’ αποχτήσουν γκαρσονιέρες και αυτά ή να τα οδηγήσουμε σε ώρες που το κιτρινωπό φως θα έχει απάνω μας επανέλθει. Το καθεαυτού Σέιχ-Σου είναι εκείνο που σαν τριμμένος στρατιωτικός μανδύας, απλωμένος κατάχαμα, εκτείνεται πίσω από το καφενείο — το παλιό καφενείο, εννοώ — με τα καχεκτικά αλλά και τα πιο μυρωδάτα τσάμια που μπορούν να παρασκευαστούν και που τα απομυζούσαν με σαλονικιώτικη λύσσα κάμπιες και τζιτζίκια διάφορα. Καφετιές κότες, αμερικάνικες, τσίμπαγαν τις κάμπιες, ενώ εμείς τσακώναμε τα τζιτζίκια, κάνοντάς τα ολολύζουσες αρμαθιές. Μα ήταν κάτι που ποτέ δεν τέλειωνε. Γύρω από το κοπάδι αυτό των παλιωμένων δέντρων, αναπτυσσόταν το βουνό, με τα χαμηλά δεντράκια και τα ακόμα ψηλότερά τους ξερά χόρτα, που το πολιορκούσαν από δυο μεριές, τρεις μεριές μάλλον, οι πρόσφυγες. Από τη μια οι μικροαστοί των Σαράντα Εκκλησιών, από την άλλη ο λαουτζίκος του Αγίου Παύλου κι από την άλλη, υπογείως, θαρρείς, οι προλετάριοι της Ευαγγελίστριας, με το προωθημένο νταμάρι τους. Ποτέ δεν αντηχούσαν χοροί και γραμμόφωνα στις Σαράντα Εκκλησιές, ήταν ένας συνοικισμός χωρίς ταβέρνες, καθωσπρέπει πολύ, και ο καθένας μπορεί να καταλάβει τι σημασία έχει αυτό, προκειμένου για κυνηγημένους πρόσφυγες, που πριν από λίγο είχαν χάσει τις πατρίδες τους, σπίτια και χωράφια, και ανθρώπους πολλούς, με τρόπους τρόπους, κι έπρεπε κανονικά να ήταν πνιγμένοι στους καημούς και νοσταλγίες αθεράπευτες, καθώς έβλεπαν πως οπωσδήποτε πια θα ταφούν στην ξένη γη. Στον Άγιο Παύλο, ακόμα και στην Ευαγγελίστρια, μολονότι δίπλα στους νεκρούς, με τα καντήλια τη νύχτα να φωτάνε, και την παχύρευστη μυρωδιά το καίγανε τα σαββατόβραδα οι εργάτες, που τους έβγαινε η γλώσσα, ώσπου να σκαρφαλώσουν, πίσω απ’ το νοσοκομείο το Δημοτικό, ανάμεσα στα τείχη και το σανατόριο, μέσα στην παχύτατη σκόνη ή τη λάσπη, στον Άγιο Παύλο, όπου τώρα είναι ιδιαίτερα κομψό να κατοικείς. Ζούσαμε κοντά στους μικροαστούς τότε που πέφτανε εκεί τα πολλά φουρνέλα, κι αντηχούσε μέσα στο λιοπύρι η κραυγή «βάρδα φουρνέλο!», κι εμείς μια στιγμή ζαρώναμε, για να τρέξουμε να δούμε και να μυρίσουμε την ξανθιά πέτρα, που άχνιζε θαρρείς στο φως, ευθύς αμέσως, και με την οποία οι σφιχτοκούραδοι μικροαστοί χτίζανε, απαράμιλλα πράγματι, το μετερίζι τους.
Γιώργος Ιωάννου, «Σέιχ-Σου», Το δικό μας αίμα, Κέδρος, Αθήνα 19887, σ. 147-150.
Η Νυχτερίδα...
Ιούνιος του 1954, τελευταία Κυριακή. Ολημερίς ο ήλιος ζεμάτιζε, η θάλασσα λαμποκοπούσε ασάλευτη και σε στράβωνε. Μάταια οι άνθρωποι της νέας πόλης σηκώνανε τα μάτια κατά το Χορτιάτη, σα να ’ταν από κει που θα κατέβαινε το ποθητό αεράκι, για να δροσίσει την ατμόσφαιρα, να πνίξει τις ύποπτες μυρωδιές και τη σκόνη στα νερά του Θερμαϊκού. Με το νύχτωμα φωταγωγήθηκαν τα Κάστρα: πρώτη φορά ύστερα από τον εμφύλιο. Άρχιζε λοιπόν η ανάρωση; Ο Γαρέλας ένιωσε μια φαγούρα στα μάτια, τον υπνώτιζε το Επταπύργιο. Τα χρυσοκίτρινα μπεντένια του θύμιζαν κάτι άλλα, μαύρα σαν έβενος, πάνω σ’ ένα σμαράγδινο ουρανό. Το χέρι μου να ξεχαστεί ποτέ μου αν σε ξεχάσω, Ιερουσαλήμ. […]
Οι άνθρωποι της απάνω πόλης κατεβαίναν μόνοι τους ή συντροφιά, ντυμένοι οι πιο πολλοί στα σκούρα κυριακάτικά τους. Σουλατσάριζαν στην προκυμαία μπρος από κέντρα με παρδαλά φώτα και στα πάρκα με τα σκονισμένα πλατάνια. Οι κάτοικοι της νέας πόλης, κορίτσια ξεμπράτσωτα, νέοι με χρυσό σταυρουδάκι να κρέμεται φανερά στα τριχωτά στήθια τους, παίρνανε κούρσες και ταξιά, ή σκαρφαλώναν με τα πόδια ως την παλιά πόλη, ελπίζοντας να βρούνε λίγη δροσιά σε κείνο το ύψος. Όπως το συνήθιζε ο Γαρέλας έφτασε στο ραντεβού ένα λεπτό ύστερα από το τσακ. Από μακριά είδε το Σαρίδη που σήκωνε με τις χερούκλες του το σιδερένιο τραπεζάκι και καμπουριάζοντας το έστηνε στην άκρη του γκρεμού, κάτω από τη μεγάλη μουριά. Ύστερα όρθωσε τη ραχοκοκαλιά του μα η καμπούρα έμεινε. Ενθύμιο της Μακρόνησος. Πίσω του έφτασε το γκαρσόνι σηκώνοντας από δυο καρέκλες σε κάθε χέρι. Ο Μιχάλης τις ταχτοποίησε γύρω από το τραπέζι αφήνοντας την πλευρά του γκρεμού ανοιχτή. Το γκαρσόνι έβγαλε από την τσέπη της ποδιάς του ένα μεγάλο άσπρο χαρτί, μαχαιροπήρουνα, την αλατιέρα, κι έστρωσε.
—Περιμένετε κι άλλον; ρώτησε
—Ακόμα δυο, ένα… ένα, διόρθωσε ο Γαρέλας αναγνωρίζοντας τον Παράσχο που ακουμπούσε με τη ράχη στη μουριά, μέσ’ στο σκοτάδι.
—Το κρέας τελείωσε, είπε το γκαρσόνι. Αν θέτε τίποτε αυγά, κανένα σαγανάκι, σαρδέλες, σαλάτα.
—Κι από κρασί πώς πάμε; ρώτησε ο Μιχάλης.
—Πίνεται.
Το γκαρσόνι πήρε την παραγγελία κι έφυγε. Το μαγαζί βρισκόταν αντίκρυ, σ’ ένα παλιό τούρκικο σπίτι, διώροφο και άσπρο, με μονό μπαλκόνι και κλειστά παντζούρια. Ανάμεσα στη μουριά και το μαγαζί περνούσε ο δρόμος. Τα λαμπιόνια της ταβέρνας φώτιζαν αμυδρά τους διαβάτες• κάτι παιδιά περνούσαν τρέχοντας τη φωτισμένη περιοχή κι ύστερα ακούονταν οι φωνές τους, τσιριχτές κι ανυπόμονες μέσα στη νύχτα. Πιο ψηλά, σαν τζιτζίκι μέσ’ στο καταμεσήμερο, ακουόταν η εξάτμιση ενός μοτοσακό, μ’ εκνευριστικές διαλείψεις.
Ο Παράσχος έσκυψε πάνω απ’ τον γκρεμό. Πνιγμένα στη θερινή θολούρα, τα φώτα της πόλης είχαν κάτι το σκόρπιο και το γαλατερό. Στην προκυμαία ξαστέρωναν κάπως, γίνονταν πράσινα, και το φιδωτό καθρέφτισμά τους μέσ’ στα στεκάμενα νερά, μελί. Μακριά ωστόσο, στο Καραμπουρνού, κάμποσες λάμπες στη σειρά σπιθίζαν σαν αυγερινοί• θα ’τανε πυροφάνια. Ο Παράσχος βρήκε την Εγνατία, την Τσιμισκή και την Πλατεία Αριστοτέλους. Ο Λευκός Πύργος, φωταγωγημένος κι αυτός, του χρησίμευε για να προσανατολίζεται. Βρήκε που έπεφτε περίπου το ταξιδιωτικό γραφείο όπου μπόρεσε και χώθηκε για μερικές ψωροδραχμές κάνοντας το μεταφραστή, τον αλληλογράφο, το βοηθό λογιστή, τον τηλεφωνητή, τον κλητήρα, με μια λέξη το σκλάβο.
—Ωραία είναι κι από δω πάνω, είπε. Αλλά εγώ προτιμώ τη νέα πόλη, θυμίζει φοβερά την Αλεξάντρεια.[…]
Και τον πήραν τα δάκρυα. Εντούτοις, φίλοι μου, ο Παντελής καταδικάστηκε σε θάνατο[…]. Κι ύστερα ήρθαν και τους πήραν, ξημερώματα, και τους κόλλησαν στον τοίχο, έξω από τις φυλακές του Επταπύργιου και τους ντουφέκισαν. Ήμουν εκεί απέξω, τους είχα πάρει το κατόπι με ταξί, κι άκουσα τις ομοβροντίες. Μέσα το ταξί λιποθύμησα. Κι όταν με συνεφέραν άρχισα να τρέχω, να παρακαλώ, να μου δώσουν τον Παντελή, και σκοτωμένο τον ήθελα. Τους είχαν θάψει κιόλας μαζί. Και νοίκιασα μια κάμαρη στην παλιά πόλη κι έμεινα. Αγόρασα τάφο στο κοιμητήρι της Ευαγγελίστριας κι αργότερα μάζεψα τα κόκαλά τους ανακατωμένα και τα ’θαψα εκεί να έχουν στα πόδια τους τη νύφη του Θερμαϊκού, που λένε, γιατί μοιάζει τόσο με την Αλεξάντρεια. Να πάμε αν θέτε αύριο να τον δείτε. Άλλο σκοπό δεν έχω, δε μου ’μεινε άλλη δουλειά. Συγυρίζω τον τάφο, ανάβω το καντήλι, ρίχνω νερό, βάζω τον παπά και διαβάζει ευχές, κάνω κόλυβα.
Στρατής Τσίρκας, Η Νυχτερίδα, Κέδρος 198821, σ. 407-409 & 421-422
Επιστροφή...
Βγήκε μια μέρα δικάσιμη από το Πρωτοδικείο. Το οίκημα σε μια πάροδο στην αρχή της λεωφόρου Εθνικής Αμύνης, πλαισιωμένο από τα δέντρα του δρόμου, τους Αΐλανθους, που στην κοινή λέγονται βρωμοκαρυές. Τον τυραννούσε η διαπίστωση της ευτέλειας των αισθημάτων μας. Η κάθε στιγμή φέρνει καινούριες εντυπώσεις που ανατρέπουν το βάδισμα του συναισθήματος. Ο κόσμος δε στέργει να αναπαυτεί μέσα μας. Ο νους δεν μένει στην ίδια σκέψη. Παρακολουθούσε μέσα του την αλλοίωση των πραγμάτων με την απομάκρυνση.
Η αρχή της λεωφόρου είναι ανηφορική. Με το νου του μεταφέρθηκε στον απότομο ανηφορικό δρόμο, που πηγαίνει στον συνοικισμό των Σαρανταεκκλησιωτών. Ήταν νύχτα που ανέβηκε μια φορά το δρόμο με τα φανάρια στους γερμένους πασσάλους, που αρχινά μπροστά από την πύλη με την επιγραφή Α και Ω. Μια σιδερένια πόρτα ανταμώνει τις δυο άκρες από τα κάγκελα του περιβόλου. Διερωτούνταν, πού θα ’βγαινε μέσα στη νύχτα προχωρώντας; Είχε την εντύπωση, ενώ ανέβαινε ακολουθώντας τον ευθύ δρόμο, ότι μπλεκόταν σε στενά αδιέξοδα, που τέλειωναν μπροστά σε σιωπηλές κατοικίες. Η δυστυχία των άπλυτων παιδιών σέρνονταν έξω από τις χαλασμένες πόρτες. Από τα παράθυρα με τα σκευρά παντζούρια βγαίναν σκουριασμένα μπουριά από σόμπες. Φτωχά σπίτια γεμάτα ίσκιους. Κάμαρες σκοτεινές στο βάθος από μπαλκόνια στεγασμένα. Εισέρχονταν σε κάμαρες η μια ύστερα από την άλλη άδειες. Καθώς κατηφόριζε πρόσεξε την επιγραφή σε μια αποθήκη ξυλείας, αριστερά στην αρχή του ανήφορου. Μέσα στο κοίλωμα του παλιού λατομείου, στριμωγμένες οι κατοικίες ενός συνοικισμού. Αρκετά κοντά στο Δημοτικό Νοσοκομείο με τα χωριστά οικήματα των φυματικών μέσα στον πευκώνα. Αμφιθεατρικά από πάνω ο φερώνυμος συνοικισμός του Αποστόλου Παύλου με το σύγχρονο εκκλησάκι, στον τόπο του αρχαίου Αγιάσματος. Όλα έξω από τα τείχη της παλιάς πόλης. Τον καιρό που ο πατέρας του ήταν μικρό παιδί, εδώ μεριά ήταν ερημιά. Υπακούοντας στις ανάγκες των αστικών κέντρων, με την απότομη αύξηση του πληθυσμού, περιζώνουν από κοντά τον χωριστό χώρο των νεκρών. Η ίδια η ξυλεία, σκέφτηκε, που βάζουν στις οικοδομές, χρησιμεύει και στα φέρετρα. Θυμήθηκε μιαν Αποκριά. Οι μυγδαλιές είχαν ανθίσει. Πηγαίναν να θάψουν το νέο που με μια σφαίρα στο κεφάλι αυτοκτόνησε απ’ αγάπη. Στον περίβολο του νεκροταφείου είδε να κυνηγιούνται καρναβάλια δρασκελίζοντας τους τάφους. Από ένα Κέντρο εκεί κοντά ακουγόταν το μεγάφωνο. Προσκαλούσε στην πίστα του χορού τα ζευγάρια. Ήταν σκοτίδα και ανέβαινε τον ανήφορο, όπως τον καιρό του πολέμου, που κόβονταν το ρεύμα του κοινού ηλεκτροφωτισμού, και παραπονιόταν στη μάνα του, που δεν μπορούσε να διαβάσει με το κερί. Από μακριά και αραιά έστελναν τα παράθυρα ένα φως από θειαφοκέρι. Προμήνυμα μπόρας γεμάτο φόβο σκέπαζε το θόλο. Όλα πλακώνονταν από ένα μολυβένιο βάρος. Μονάχα τα κυπαρίσσια των πεθαμένων τρυπούσαν τη συννεφιά. Τον τυραννούσαν σκέψεις γύρω από την ύπαρξη. Η ανάγκη της προσαρμογής εις τα του βίου. Είχε αρχίσει να βρέχει κι άστραφτε. Συλλογιζόταν: «Ποια είναι η τιμωρία του κεραυνού;». Μια δυνατή βροχή μπορεί να καταστρέψει τους μόχθους της γεωργίας. Η πλημμύρα μπορεί να μας παρασύρει όλους στα υπόγεια δώματα. Του ήρθε στο νου η καταδίκη μιας ράτσας, που χάνει τους δεσμούς της με προγόνους και απογόνους. Μήπως δεν είχε συμβεί στους πρώτους αποίκους της Γροιλανδίας, που ευημερούσαν στα εύφορα λιβάδια της, να εξαφανισθούν, όταν από τον Πόλο οι παγετώνες κατέβηκαν και την κάλυψαν; Του γεννήθηκε το αίσθημα μιας καταστροφής και παντελούς εξαφάνισης.
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, «Επιστροφή»Μητέρα Θεσσαλονίκη, Κέδρος, Αθήνα 19874, σ. 44-46.
Μετάβαση στο σημείο: Ευαγγελίστρια