Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΣέιχ Σου Άγιος Παύλος-Κήποι του Πασά
Ο Άγιος Παύλος είναι συνοικισμός στις παρυφές του Σέιχ Σου, ανατολικά του πύργου του Τριγωνίου. Πήρε το όνομά του από την πηγή που υπήρχε εκεί και η οποία σύμφωνα με την παράδοση συνδέεται με τον Απόστολο Παύλο (αγίασμα Απόστολου Παύλου). Μετά την απελευθέρωση της πόλης, στη θέση αυτή κτίσθηκε ναός προς τιμήν του Αποστόλου.
Νοτιότερα του ναού και έξω από τα Ανατολικά Τείχη, λίγο πάνω από το σημερινό Νοσοκομείο του Αγίου Δημητρίου, βρίσκεται υπαίθριος χώρος διακοσμημένος με περίτεχνα οθωμανικά αρχιτεκτονήματα του 1904 ο οποίος φέρει το όνομα οι Κήποι του Πασά.
Σέιχ Σου...
Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει και προσπαθώ να ανακαλέσω ανάμεσα απ’ όλες τις στιγμές τις αρμαθιασμένες εντός μου, είναι ο τόνος αυτού του Δάσους, κάθε φορά, μέσα στα χρόνια, και αν είναι αλήθεια πως επικρατούσε εκεί τότε, κυρίως, το ξανθό, και στο κέντρο κέντρο, εκεί όπου το Σέιχ-Σου, το Νερό του Σεΐχη, με τα μαδημένα χαμηλά πεύκα, το πρασινοκίτρινο, το καστανοπράσινο, — ή μήπως αυτά που με τυραννάνε είναι πλάσματα της φαντασίας μου, ξεγελώ τον εαυτό μου και τα πλάθω, μπερδεύω ίσως τον ήλιο που διαπερνούσε τελικά τις πευκοβελόνες, ρίχνοντας εκείνη την αχνή κιτρινωπή μη σκιά στη γη, καθώς και την απέραντη παιδική διάθεσή μου, που κιτρινοφώτιζε τα πάντα, με την απόχρωση ολόκληρου του βουνού, όπως άλλωστε και με το χρώμα της πιο χαμηλής στα σίγουρα, τότε πόλης, αυτής βέβαια της παλιάς, της μουχλιασμένης, τσικνισμένης, γοητευτικής, που έσφυζε μέσα στα τείχη, με τη θάλασσα των παλιωμένων κεραμιδιών της, που δεν θέλω καν να τα πω τριανταφυλλένια «και η τριανταφυλλιά έχει αγκάθια» λέει το τραγούδι, και με το απαραίτητο δέντρο της αυλής από δίπλα, μεγαλόσωμο οπωροφόρο, εκλεκτής ποικιλίας, συνήθως, διαλεγμένο μερακλίδικα, και από τη θάλασσα, πάλι, μεριά, να φαντάζει μες στο απόγευμα το ξανθωπό δάσος με τη γύρη ή τη χρυσή σκόνη σαν φωτοστέφανο αποπάνω του, καθώς και το εκτυφλωτικό στραφτάλισμα τόσων και τόσων παραθυριών — χρωματιστών τζαμικιανιών, καφασωτών — απέναντι στην απαράμιλλη δύση. Αν έκαμναν τα δέντρα πιο πυκνή σκιά θα είχα άραγε σήμερα μια τέτοια εικόνα; Πάντως, η πόλη, καθώς ξαναχτίζεται, συνέχεια αλλάζει προσανατολισμό. Παλιά, και όταν λέμε «παλιά» εννοούμε πριν είκοσι-τριάντα χρόνια, όλη σχεδόν κοιτούσε προς τη θάλασσα, τα καλύτερα σπίτια προς τη θάλασσα βλέπαν, που είχαν και τ’ αντικρινά τους, βέβαια, μα και αυτά ήταν πρόσβαρα, θαρρείς, προς τα πίσω, το νου τους εκεί τον είχαν, αποκεί που έρχονταν τα καΐκια με τα καλούδια και τις ομορφάδες τους. Άλλωστε, στις ανηφοριές τα σπίτια βρίσκονταν περισσότερο το ένα πίσω από τ’ άλλο, παρά το ένα δίπλα στ’ άλλο, έχοντας τις αυλές στη νοτινή πλευρά, για ν’ αντικρίζουνε όλα, τουλάχιστο από το πάνω πάτωμα, τον κόλπο. Αυτός είναι ο αυθόρμητος προσανατολισμός κάθε θαλασσινής πολιτείας, αδιάφορο αν αυτή είναι ναυτική ή όχι. Και αν το καλοσκεφτεί κανείς πέφτει σε κατάπληξη για την παραδοσιακή αδιαφορία των κατοίκων της Θεσσαλονίκης προς το ναυτικό επάγγελμα. Τώρα, η πόλη είναι σαν αλλήθωρη και αυτός είναι ο φριχτός προσανατολισμός, που δεν ξέρω γιατί, δεν μου φαίνεται καθόλου τελεσίδικος. Με τα χρόνια, πάντως, σκουραίνει το βουνό, ενώ η πόλη έρχεται και ξασπρουλιάζει. Τα δέντρα που φυτεύαμε μικροί, και εκείνα που προπάντων έβαζαν οι χεροδύναμοι τότε μεγάλοι, φουντώσανε πια, κάλυψαν τις πτυχές και τις ράχες, και έτσι παίρνοντας το ένα από τ’ άλλο δροσιά και στήριξη, έγιναν δάσος για όλους υπολογίσιμο, βαθυπράσινο από μακριά, δρυμός με ανταύγειες μεταλλικές από την πυκνή δρόσο και την ευεξία των πεύκων, που ανάμεσά τους ανακατεύτηκαν και άλλα, της αυτής οικογένειας, δέντρα περισσότερο όμως θαλερά. Ο ζόφος ο τωρινός, που διακρίνεται καμία φορά στο επίκεντρό του, μοιάζει με το ζόφο τον μυστικό που κρύβουνε στο κέντρο τους τα σύννεφα της καταιγίδας, όταν ξέρεις να τα προσέχεις, ακόμα και προτού αγριέψουν, από κάποια τυχαία δήθεν αφορμή, που είναι κιόλας έτοιμη. Μετά από όσα έγιναν, αυτό είναι να σε βάζει σε σκέψεις. Τώρα, κάτω από τις σκιές αυτές πορεύονται ερωτικά τα παιδιά μας, τα παιδιά που θα μπορούσαμε να είχαμε ή εμείς και τα παιδιά μας, ώσπου ν’ αποχτήσουν γκαρσονιέρες και αυτά ή να τα οδηγήσουμε σε ώρες που το κιτρινωπό φως θα έχει απάνω μας επανέλθει. Το καθεαυτού Σέιχ-Σου είναι εκείνο που σαν τριμμένος στρατιωτικός μανδύας, απλωμένος κατάχαμα, εκτείνεται πίσω από το καφενείο — το παλιό καφενείο, εννοώ — με τα καχεκτικά αλλά και τα πιο μυρωδάτα τσάμια που μπορούν να παρασκευαστούν και που τα απομυζούσαν με σαλονικιώτικη λύσσα κάμπιες και τζιτζίκια διάφορα. Καφετιές κότες, αμερικάνικες, τσίμπαγαν τις κάμπιες, ενώ εμείς τσακώναμε τα τζιτζίκια, κάνοντάς τα ολολύζουσες αρμαθιές. Μα ήταν κάτι που ποτέ δεν τέλειωνε. Γύρω από το κοπάδι αυτό των παλιωμένων δέντρων, αναπτυσσόταν το βουνό, με τα χαμηλά δεντράκια και τα ακόμα ψηλότερά τους ξερά χόρτα, που το πολιορκούσαν από δυο μεριές, τρεις μεριές μάλλον, οι πρόσφυγες. Από τη μια οι μικροαστοί των Σαράντα Εκκλησιών, από την άλλη ο λαουτζίκος του Αγίου Παύλου κι από την άλλη, υπογείως, θαρρείς, οι προλετάριοι της Ευαγγελίστριας, με το προωθημένο νταμάρι τους. Ποτέ δεν αντηχούσαν χοροί και γραμμόφωνα στις Σαράντα Εκκλησιές, ήταν ένας συνοικισμός χωρίς ταβέρνες, καθωσπρέπει πολύ, και ο καθένας μπορεί να καταλάβει τι σημασία έχει αυτό, προκειμένου για κυνηγημένους πρόσφυγες, που πριν από λίγο είχαν χάσει τις πατρίδες τους, σπίτια και χωράφια, και ανθρώπους πολλούς, με τρόπους τρόπους, κι έπρεπε κανονικά να ήταν πνιγμένοι στους καημούς και νοσταλγίες αθεράπευτες, καθώς έβλεπαν πως οπωσδήποτε πια θα ταφούν στην ξένη γη. Στον Άγιο Παύλο, ακόμα και στην Ευαγγελίστρια, μολονότι δίπλα στους νεκρούς, με τα καντήλια τη νύχτα να φωτάνε, και την παχύρευστη μυρωδιά το καίγανε τα σαββατόβραδα οι εργάτες, που τους έβγαινε η γλώσσα, ώσπου να σκαρφαλώσουν, πίσω απ’ το νοσοκομείο το Δημοτικό, ανάμεσα στα τείχη και το σανατόριο, μέσα στην παχύτατη σκόνη ή τη λάσπη, στον Άγιο Παύλο, όπου τώρα είναι ιδιαίτερα κομψό να κατοικείς. Ζούσαμε κοντά στους μικροαστούς τότε που πέφτανε εκεί τα πολλά φουρνέλα, κι αντηχούσε μέσα στο λιοπύρι η κραυγή «βάρδα φουρνέλο!», κι εμείς μια στιγμή ζαρώναμε, για να τρέξουμε να δούμε και να μυρίσουμε την ξανθιά πέτρα, που άχνιζε θαρρείς στο φως, ευθύς αμέσως, και με την οποία οι σφιχτοκούραδοι μικροαστοί χτίζανε, απαράμιλλα πράγματι, το μετερίζι τους.
Γιώργος Ιωάννου, «Σέιχ-Σου», Το δικό μας αίμα, Κέδρος, Αθήνα 19887, σ. 147-150.
Η Ελπίδα πεθαίνει τελε...
1
[…]
Με τα υπολείμματα της πατρικής κληρονομιάς και ολόκληρη την μητρική, ο Αλέξης επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη. Αγόρασε ένα παλιό σπίτι με μεγάλη αυλή, που εφαπτόταν στο δάσος του Σέιχ-Σου, και μία ολοκαίνουργη Πόρσε 911. Το ταλέντο του στην οικονομία διέπρεπε ξανά, με την αγορά ενός αυτοκινήτου που του κόστισε όσο το σπίτι! […]
2
Εκείνη η πρώτη συνάντηση είχε γίνει στην νέα έδρα του εκδότη. Σ’ ένα επιμελώς ανακαινισμένο παραδοσιακό της Άνω Πόλης, κοντά στον ναό του Όσιου Δαυίδ.
Με τον φάκελο δύο καλών εκτυπώσεων του βιβλίου του υπό μάλης, γνώρισε πρώτα έναν υποδιευθυντή με φουλάρι, φαβορίτες και γυαλιά –κάποιον Τάκη Χατζή– κι έπειτα ξεναγήθηκε από έναν χαμογελαστό Πάνο Παναγιώτου στον κυρίως χώρο των γραφείων. Θαύμασε μια ευμεγέθη αίθουσα εκδηλώσεων, με φανερά τα ξύλινα ζευκτά στην οροφή, ατέλειωτες σειρές ραφιών με εκδόσεις της Σ.Π.Ε.Σ. στους τοίχους, τέσσερα ξύλινα υποστυλώματα στο κέντρο και τζαμόπορτες που ένωναν την αίθουσα μ’ ένα μικρό αίθριο, για καλοκαιρινές παρουσιάσεις βιβλίων ή αναγνώσεις ποιημάτων. Τέλος ευχαρίστησε μια ψηλή γραμματέα με κότσο και ιδιαίτερα σεμνό ντύσιμο, την οποία κάλεσε ο Παναγιώτου να παραλάβει τον φάκελό του, κι αποδέχτηκε την πρόσκληση «ενός απογευματινού ποτού στη βεράντα».
Μόνο που δεν επρόκειτο για κάποια βεράντα στους χώρους της Σ.Π.Ε.Σ. Ο ιδρυτής και διευθυντής της τον καλούσε στην βεράντα του σπιτιού του.
«Έχεις αυτοκίνητο;» ρώτησε τον Αλέξη στον ενικό της άμεσης οικειότητας, που του επέτρεπαν η ηλικία και η θέση του.
«Ναι και στάθηκα τυχερός. Κατάφερα να παρκάρω στο διπλανό στενό».
«Αυτό είναι το μόνο πρόβλημα των χώρων μας», παραδέχτηκε ο προσηνής εκδότης, «η δυσκολία να παρκάρεις εδώ γύρω. Όποτε υπάρχει εκδήλωση με πολύ κόσμο, οι καλεσμένοι ψάχνουν πού ν’ αφήσουν τα αυτοκίνητά τους. Έχουμε βέβαια γκαράζ με είσοδο από το διπλανό στενό, αν πρόσεξες, κι εσωτερική πόρτα που βγάζει στην αίθουσα εκδηλώσεων, μα χωράει μόνο ένα αμάξι –το δικό μου! Ίσως ακούγομαι αυταρχικός, αλλ’ έχω φτύσει αίμα για να γίνει αυτός ο τόσο ωραίος χώρος γραφείων και να φύγουμε από τον μεσώροφο όπου στεγαζόμασταν παλιότερα…».
Ο Αλέξης δεν έκανε κανένα σχόλιο. Ακολούθησε με την Πόρσε του την μαύρη, κλασική αλλά σαφώς φτηνότερη Μερσεντές, που ο «κύριος ΣΠΕΣ» έβγαλε από το ενσωματωμένο στα γραφεία γκαράζ. Η διαδρομή ήταν αρκετά σύντομη. Ως την οδό Αγράφων, στο Επταπύργιο. Πάρκαρε πίσω από την Μερσεντές, στην μεριά του βυζαντινού τείχους, κι έμεινε πάλι να θαυμάζει μια εντυπωσιακή αρχιτεκτονική νεο-παραδοσιακού στυλ. Μπορεί η Πόρσε του να υπερείχε της Μερσεντές, μα το σπιτάκι του στον Άγιο Παύλο, παρά την μεγάλη αυλή, ήταν πολύ ταπεινό απέναντι στο παλατάκι που διέθετε ο Πάνος Παναγιώτου.
Αετώματα στις όψεις, ξύλινα κουφώματα, τεράστιο εσωτερικό κλιμακοστάσιο ανάμεσα στα δύο επίπεδα ενός σαλονιού, ιδεώδους για κοσμικές εκδηλώσεις, και μια βεράντα διαμορφωμένη έτσι που από την μια μεριά να βλέπει την βόρεια επέκταση της πόλης κι από την άλλη όλη την κεντρική Θεσσαλονίκη και τον Θερμαϊκό κόλπο. Ακόμα πιο εντυπωσιακή όμως αποδείχτηκε η νέα κυρία Παναγιώτου, η Μάγδα, όταν έκανε την εμφάνισή της στην βεράντα.
Ήταν απίστευτα νέα, σε σχέση με την ηλικία του συζύγου της, και με μια ομορφιά από εκείνες που κόβουν την ανάσα. […]
Ακολούθησαν μερικές τυπικές όσο και άτακτες κουβέντες. Για τις προτιμήσεις τους σε ποτά, για την παλιά γνωριμία του Παναγιώτου με την Δασκαλάκη καθώς και άλλους απ’ το Α.Π.Θ. ή για τον Μάιο με τις αλλεπάλληλες βροχές, που εμπόδιζαν την άνοιξη να φανεί, και για την ωραία θέα της βεράντας.
«Τι νόημα έχει να είσαι κάτοικος μιας πόλης», αποφάνθηκε με κάποιο στόμφο ο εκδότης, «αν η διαμονή και η εργασία σου δεν βρίσκονται στα πιο χαρακτηριστικά σημεία της. Το βιβλιοπωλείο της ΣΠΕΣ, όπως θα ξέρεις Αλέξη, είναι στην καρδιά της Αριστοτέλους, εκεί όπου ήταν το τυπογραφείο του πρώην πεθερού μου• τα γραφεία, όπως είδες, είναι στην καρδιά της Άνω Πόλης• και το σπίτι, στο ψηλότερο όριο του τείχους… Τα καλοκαίρια, όταν η Μάγδα κι εγώ δεν ταξιδεύουμε με το μικρό μου σκάφος, περνάμε ώρες στη βεράντα, διαβάζοντας ή ακούγοντας μουσική. Η Μάγδα είναι ερωτευμένη με το σπίτι. Σπανίως βγαίνει. Παράτησε όλες τις παλιές της παρέες. Γι’ αυτό φέρνω συχνά γνωστούς συγγραφείς, οργανώνω γιορτές ή, όπως τις προάλλες με τα παιδιά ενός θιάσου που γνωρίζει ο Τάκης ο Χατζής, προσφέρω το σαλόνι μας για μικρές θεατρικές παραστάσεις και καλούμε φίλους, να τις χαρούμε όλοι μαζί! Οι παραστάσεις σε σπίτια αρχίζουν να γίνονται μόδα, ξέρεις».
Ο Αλέξης ομολόγησε ότι δεν ήξερε. Ήξερε πως κάτι τέτοιο συνηθιζόταν στα ρωμαϊκά και τα πρωτοχριστιανικά αρχοντικά, σε γάμους και γιορτινές επετείους, μα δεν θέλησε να προχωρήσει στην σύγκριση εκείνων των εποχών με την σύγχρονη. Αναρωτήθηκε μόνο σε πόσα «καλοκαίρια» μπορούσε να αναφέρεται ο οικοδεσπότης. Αν ήταν περισσότερα από δύο ή τρία, τι ηλικία είχε η Μάγδα όταν την παντρευόταν; Το λούστρο των ξύλων έδειχνε πρόσφατη κατασκευή.
[…]
Πριν συνεχίσει, ο «κύριος ΣΠΕΣ» έδειξε το γοητευτικό του χαμόγελο στην ωραία του σύζυγο και τίναξε νευρικά το σαγόνι του, στρεφόμενος στον Αλέξη.
«Να, δείτε όλη την πόλη, ίσια κάτω», είπε μετά. «Τι βλέπετε; Μια ρυμοτομία χωριού, με πολυώροφα κτίσματα πόλης. Μπορεί η Θεσσαλονίκη να ήταν πόλη, τα πρώτα χίλια οκτακόσια χρόνια της ιστορίας της. Τα τελευταία πεντακόσια, όμως, έγινε χωριό. Ιδίως τα τελευταία πενήντα, έγινε κάτι σαν συνένωση χωριών, με την πάνω Θεσσαλονίκη, τη θαλασσινή Θεσσαλονίκη, τους όμορους δήμους σε δύση ή ανατολή και τις αγροικίες του Πανοράματος ή του Ωραιοκάστρου… Παρ’ όλ’ αυτά, ακούς απ’ όλους μια διαρκή νοσταλγία για χωριά των παππούδων, με παραδοσιακά γλέντια, ή για αλάνες της εποχής των πατεράδων, με παραδοσιακές συγκρούσεις κάθε γειτονιάς στον πετροπόλεμο και στις ερασιτεχνικές ομάδες ποδοσφαίρου… Ως και η λογοτεχνία μας δεν είναι παρά νοσταλγία ενός ειδυλλιακού, αγροτικού βίου, από ανθρώπους που θα ’λεγες ότι τους υποχρέωσε να μαζευτούν στις πόλεις κάποιο τυραννικό καθεστώς…»
«Εσείς, κύριε Αλέξη, ασχολείστε με τη λογοτεχνία;»
Η ερώτηση της νεαρής συζύγου αιφνιδίασε και τους δύο. Ο Αλέξης μπόρεσε δικαιολογημένα να στραφεί ξανά προς το μέρος της, απολαμβάνοντας την καλύτερη θέα απ’ όλες –την θέα της ομορφιάς της. […]
4
Υπήρχαν άφθονες ειδήσεις από την Σ.Π.Ε.Σ. την επομένη, όχι μόνο για τον Αλέξη μα για τους πάντες. Τις πρώτες, τις έμαθε πρωί πρωί στο μικρό μπακάλικο της γειτονιάς του, όπου κατηφόρισε να αγοράσει καφέ.
Σκεπτόταν να πάρει καφέ επιστρέφοντας από την φωτογράφιση. Μα ήταν τόσο προβληματισμένος με το τι να εννοούσε ο εκδότης, μετά την συνάντησή τους στο βιβλιοπωλείο, που το ξέχασε. Έτσι αναγκάστηκε να κάνει κάτι που μισούσε: να ντυθεί αμέσως μόλις σηκώθηκε και να διανύσει τα κάπου διακόσια μέτρα κατηφόρας ως το λιλιπούτειο πρατήριο, κοντά στην στάση του λεωφορείου των Χιλίων Δένδρων, όπως είχε μεταβαπτιστεί το Σέιχ-Σου. Κάποια ανοιξιάτικα μεσημέρια έκανε την διαδρομή σαν γυμναστική. Η απότομη ανηφόρα της επιστροφής αποτελούσε καλή δοκιμασία. Τόσο πρωί, η γυμναστική ήταν δυσάρεστη.
Μπήκε στο μπακάλικο κακόκεφος. Πέτυχε έναν κύριο γύρω στα εξηνταπέντε, με αξύριστα άσπρα γένια κι ένα σωρό κονσέρβες για γάτες στο καλάθι του, ο οποίος περίμενε να πληρώσει, και μια ευτραφή κυρία που ήδη πλήρωνε τα δικά της ψώνια. Άρπαξε στα γρήγορα τον καφέ που ήθελε και βρέθηκε πίσω τους. Ώσπου να αθροίσει τις τιμές των γατοτροφών ο νεαρός μπακάλης, η κυρία ανέκοψε την αναχώρησή της, για να πληροφορήσει πελάτες και μαγαζάτορα.
«Θα το μάθατε, βέβαια. Το λέει απ’ το πρωί η τηλεόραση. Γι’ αυτό μιλάνε κάθε τόσο, και για τη μεγάλη γιορτή του ποδοσφαίρου –αυτό το Γιούρο– που αρχίζει το Σάββατο. Κάηκε ένα κέντρο στην πάνω πόλη χθες, λένε, κι έχει και δυο νεκρούς. Μα δε χρειαζόταν να το πει η τηλεόραση. Άκουγα τις σειρήνες της πυροσβεστικής μέσα στη νύχτα και, ξημερώματα, ο αέρας έφερε ως εμάς τη μυρωδιά του καμένου. Τη νιώσατε;»
«Δυστυχώς, δεν τα πάω πια τόσο καλά ούτε με αυτιά ούτε με μύτη», δήλωσε ο γατόφιλος, «μα λυπάμαι που ακούω για νεκρούς. Τίποτε νέοι, που διασκέδαζαν στο κέντρο;»
«Α, δεν ήταν τέτοιο κέντρο. Αλλιώς το είπανε να δείτε…»
Όσο η πελάτισσα αγωνιζόταν να θυμηθεί, ο μπακάλης έδειξε καλύτερη ενημέρωση.
«Κέντρο εκδόσεων ή κάτι τέτοιο είπαν πως ήτανε κυρία Τάσα», εξήγησε ενώ πληρωνόταν για τις κονσέρβες. «Ένα παλιό αρχοντικό, στον Όσιο Δαυίδ. Κάηκε μαζί με δυο υπαλλήλους που βρίσκονταν ακόμα μέσα, ώσπου να φτάσει η πυροσβεστική από τα στενά. Κινδύνεψε και το μνημείο, είπαν, αλλ’ η φωτιά δεν έφτασε ως εκεί… Τέσσερα ευρώ και τριάντα λεπτά.»
Το ποσό ήταν για τον καφέ, που ο Αλέξης είχε ακουμπήσει δίπλα στο ταμείο. Έκπληκτος από την είδηση, χρειάστηκε ένα δυο λεπτά ώσπου να το καταλάβει. Πλήρωσε μηχανικά, ενώ σκεπτόταν πως το καμένο «κέντρο εκδόσεων ή κάτι τέτοιο» δεν μπορεί παρά να ήταν τα γραφεία της Σ.Π.Ε.Σ. –εκεί όπου είχε πρωτογνωριστεί με τον εκδότη, λίγο πριν προσκληθεί και στην βεράντα του σπιτιού του.
Μέσα στις απώλειες της φωτιάς θα ήταν, ίσως, και το υπό κρίση βιβλίο του. Κανένα πρόβλημα. Διέθετε άλλο ένα αντίγραφο και όλο το κείμενο στην μνήμη του υπολογιστή του. Πραγματική απώλεια ήταν οι «δύο υπάλληλοι». Ποιοι άραγε; Τους είχε γνωρίσει στην ξενάγηση που του έκανε ο Παναγιώτου;
Επιστροφή...
Βγήκε μια μέρα δικάσιμη από το Πρωτοδικείο. Το οίκημα σε μια πάροδο στην αρχή της λεωφόρου Εθνικής Αμύνης, πλαισιωμένο από τα δέντρα του δρόμου, τους Αΐλανθους, που στην κοινή λέγονται βρωμοκαρυές. Τον τυραννούσε η διαπίστωση της ευτέλειας των αισθημάτων μας. Η κάθε στιγμή φέρνει καινούριες εντυπώσεις που ανατρέπουν το βάδισμα του συναισθήματος. Ο κόσμος δε στέργει να αναπαυτεί μέσα μας. Ο νους δεν μένει στην ίδια σκέψη. Παρακολουθούσε μέσα του την αλλοίωση των πραγμάτων με την απομάκρυνση.
Η αρχή της λεωφόρου είναι ανηφορική. Με το νου του μεταφέρθηκε στον απότομο ανηφορικό δρόμο, που πηγαίνει στον συνοικισμό των Σαρανταεκκλησιωτών. Ήταν νύχτα που ανέβηκε μια φορά το δρόμο με τα φανάρια στους γερμένους πασσάλους, που αρχινά μπροστά από την πύλη με την επιγραφή Α και Ω. Μια σιδερένια πόρτα ανταμώνει τις δυο άκρες από τα κάγκελα του περιβόλου. Διερωτούνταν, πού θα ’βγαινε μέσα στη νύχτα προχωρώντας; Είχε την εντύπωση, ενώ ανέβαινε ακολουθώντας τον ευθύ δρόμο, ότι μπλεκόταν σε στενά αδιέξοδα, που τέλειωναν μπροστά σε σιωπηλές κατοικίες. Η δυστυχία των άπλυτων παιδιών σέρνονταν έξω από τις χαλασμένες πόρτες. Από τα παράθυρα με τα σκευρά παντζούρια βγαίναν σκουριασμένα μπουριά από σόμπες. Φτωχά σπίτια γεμάτα ίσκιους. Κάμαρες σκοτεινές στο βάθος από μπαλκόνια στεγασμένα. Εισέρχονταν σε κάμαρες η μια ύστερα από την άλλη άδειες. Καθώς κατηφόριζε πρόσεξε την επιγραφή σε μια αποθήκη ξυλείας, αριστερά στην αρχή του ανήφορου. Μέσα στο κοίλωμα του παλιού λατομείου, στριμωγμένες οι κατοικίες ενός συνοικισμού. Αρκετά κοντά στο Δημοτικό Νοσοκομείο με τα χωριστά οικήματα των φυματικών μέσα στον πευκώνα. Αμφιθεατρικά από πάνω ο φερώνυμος συνοικισμός του Αποστόλου Παύλου με το σύγχρονο εκκλησάκι, στον τόπο του αρχαίου Αγιάσματος. Όλα έξω από τα τείχη της παλιάς πόλης. Τον καιρό που ο πατέρας του ήταν μικρό παιδί, εδώ μεριά ήταν ερημιά. Υπακούοντας στις ανάγκες των αστικών κέντρων, με την απότομη αύξηση του πληθυσμού, περιζώνουν από κοντά τον χωριστό χώρο των νεκρών. Η ίδια η ξυλεία, σκέφτηκε, που βάζουν στις οικοδομές, χρησιμεύει και στα φέρετρα. Θυμήθηκε μιαν Αποκριά. Οι μυγδαλιές είχαν ανθίσει. Πηγαίναν να θάψουν το νέο που με μια σφαίρα στο κεφάλι αυτοκτόνησε απ’ αγάπη. Στον περίβολο του νεκροταφείου είδε να κυνηγιούνται καρναβάλια δρασκελίζοντας τους τάφους. Από ένα Κέντρο εκεί κοντά ακουγόταν το μεγάφωνο. Προσκαλούσε στην πίστα του χορού τα ζευγάρια. Ήταν σκοτίδα και ανέβαινε τον ανήφορο, όπως τον καιρό του πολέμου, που κόβονταν το ρεύμα του κοινού ηλεκτροφωτισμού, και παραπονιόταν στη μάνα του, που δεν μπορούσε να διαβάσει με το κερί. Από μακριά και αραιά έστελναν τα παράθυρα ένα φως από θειαφοκέρι. Προμήνυμα μπόρας γεμάτο φόβο σκέπαζε το θόλο. Όλα πλακώνονταν από ένα μολυβένιο βάρος. Μονάχα τα κυπαρίσσια των πεθαμένων τρυπούσαν τη συννεφιά. Τον τυραννούσαν σκέψεις γύρω από την ύπαρξη. Η ανάγκη της προσαρμογής εις τα του βίου. Είχε αρχίσει να βρέχει κι άστραφτε. Συλλογιζόταν: «Ποια είναι η τιμωρία του κεραυνού;». Μια δυνατή βροχή μπορεί να καταστρέψει τους μόχθους της γεωργίας. Η πλημμύρα μπορεί να μας παρασύρει όλους στα υπόγεια δώματα. Του ήρθε στο νου η καταδίκη μιας ράτσας, που χάνει τους δεσμούς της με προγόνους και απογόνους. Μήπως δεν είχε συμβεί στους πρώτους αποίκους της Γροιλανδίας, που ευημερούσαν στα εύφορα λιβάδια της, να εξαφανισθούν, όταν από τον Πόλο οι παγετώνες κατέβηκαν και την κάλυψαν; Του γεννήθηκε το αίσθημα μιας καταστροφής και παντελούς εξαφάνισης.
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, «Επιστροφή»Μητέρα Θεσσαλονίκη, Κέδρος, Αθήνα 19874, σ. 44-46.
Μετάβαση στο σημείο: Σέιχ Σου