Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΣέιχ Σου Σέιχ Σου
Το περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης που αναδασώθηκε την εποχή του μεσοπολέμου. Χρωστά το όνομά του σε κάποια πηγή που πιθανώς να υπήρχε εκεί (Σέιχ Σου = το νερό του Σεΐχη). Παλαιότερα επικοινωνούσε οργανικά με τον ορεινό όγκο του Χορτιάτη και το Ασβεστοχώρι. Έχει συνδεθεί με ποικίλους θρύλους και ιστορίες της αστικής μυθολογίας. Σήμερα ονομάζεται Κέδρινος λόφος και αποτελεί χώρο αναψυχής των Θεσσαλονικέων (εκεί βρίσκεται το Θέατρο Δάσους και ο Ζωολογικός Κήπος της πόλης).
Σέιχ Σου, Σέιχ Μου, αν...
Το Σέιχ σου ήταν η μεγάλη μας αυλή. Εκεί υποδεχόμασταν την Πρωτομαγιά, εκεί γιορτάζαμε την Καθαρά Δευτέρα, εκεί χορεύαμε το Καρναβάλι, εκεί παίζαμε χιονοπόλεμο. Ο Θωμαΐδης μας έμαθε εκεί μποξ κι εκεί οδηγήσαμε τους πρώτους μας έρωτες. Ήταν ένα δάσος γεμάτο γέλια, γλέντια, φαγοπότια και μουσικές. Και πατημασιές από ήσυχα και σταθερά βήματα. Το αγαπούσαμε το Σέιχ Σου. Φαίνεται όμως πως δεν το αγαπούσαμε αρκετά, γι’ αυτό και κάηκε. Το θεωρούσαμε φυσικό να υπάρχει εκεί, όπως θεωρούσαμε φυσικό να υπάρχει κι ο τοίχος τους σπιτιού μας, για να μας προστατεύει από τον αέρα και τη βροχή, να μας χαρίζει ησυχία και να εμποδίζει τους εισβολείς. Αν το αγαπούσαμε αληθινά, δε θα καιγόταν. Δεν μπορείς ν’ αφήνεις το παιδί σου στα χέρια της γειτόνισσας και να ’χεις την απαίτηση να μη χτυπήσει, να μη δυστυχήσει, να μην καεί. Κι όταν γίνει αυτό, να ζητάς να πέσει το κεφάλι της. Τι φταίει η καημένη η Αθήνα, που είναι κι αυτή κατακαμένη; Τα δικά μας τα κεφάλια πρέπει να πέσουν. Που επιτρέπαμε στους μικρολωποδύτες ν’ αρπάζουν μισό μέτρο εδώ και μισό στρέμμα εκεί. Που λέγαμε χίλια δέντρα είν’ αυτά, κι εκατό να πέσουνε, πάλι δικά μας θα ’ναι. Και που αφήναμε το τζιγέρι μας να το φυλάνε ξένοι άνθρωποι πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά. Τώρα που δεν υπάρχει πια, καταλάβαμε ότι το δάσος που μας χάρισε τόση χαρά δεν ήταν μόνο Σέιχ Σου, αλλά και Σέιχ Μου και Σέιχ Μας, όπως είναι κι ένα σωρό άλλα πράγματα πλάι μας που δεν τους δίνουμε σημασία, γιατί μας προσφέρουν μόνο ζωή ενώ εμείς θέλουμε μόνο χρήμα και εξουσία.
Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 412-413.
Σέιχ Σου...
Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει και προσπαθώ να ανακαλέσω ανάμεσα απ’ όλες τις στιγμές τις αρμαθιασμένες εντός μου, είναι ο τόνος αυτού του Δάσους, κάθε φορά, μέσα στα χρόνια, και αν είναι αλήθεια πως επικρατούσε εκεί τότε, κυρίως, το ξανθό, και στο κέντρο κέντρο, εκεί όπου το Σέιχ-Σου, το Νερό του Σεΐχη, με τα μαδημένα χαμηλά πεύκα, το πρασινοκίτρινο, το καστανοπράσινο, — ή μήπως αυτά που με τυραννάνε είναι πλάσματα της φαντασίας μου, ξεγελώ τον εαυτό μου και τα πλάθω, μπερδεύω ίσως τον ήλιο που διαπερνούσε τελικά τις πευκοβελόνες, ρίχνοντας εκείνη την αχνή κιτρινωπή μη σκιά στη γη, καθώς και την απέραντη παιδική διάθεσή μου, που κιτρινοφώτιζε τα πάντα, με την απόχρωση ολόκληρου του βουνού, όπως άλλωστε και με το χρώμα της πιο χαμηλής στα σίγουρα, τότε πόλης, αυτής βέβαια της παλιάς, της μουχλιασμένης, τσικνισμένης, γοητευτικής, που έσφυζε μέσα στα τείχη, με τη θάλασσα των παλιωμένων κεραμιδιών της, που δεν θέλω καν να τα πω τριανταφυλλένια «και η τριανταφυλλιά έχει αγκάθια» λέει το τραγούδι, και με το απαραίτητο δέντρο της αυλής από δίπλα, μεγαλόσωμο οπωροφόρο, εκλεκτής ποικιλίας, συνήθως, διαλεγμένο μερακλίδικα, και από τη θάλασσα, πάλι, μεριά, να φαντάζει μες στο απόγευμα το ξανθωπό δάσος με τη γύρη ή τη χρυσή σκόνη σαν φωτοστέφανο αποπάνω του, καθώς και το εκτυφλωτικό στραφτάλισμα τόσων και τόσων παραθυριών — χρωματιστών τζαμικιανιών, καφασωτών — απέναντι στην απαράμιλλη δύση. Αν έκαμναν τα δέντρα πιο πυκνή σκιά θα είχα άραγε σήμερα μια τέτοια εικόνα; Πάντως, η πόλη, καθώς ξαναχτίζεται, συνέχεια αλλάζει προσανατολισμό. Παλιά, και όταν λέμε «παλιά» εννοούμε πριν είκοσι-τριάντα χρόνια, όλη σχεδόν κοιτούσε προς τη θάλασσα, τα καλύτερα σπίτια προς τη θάλασσα βλέπαν, που είχαν και τ’ αντικρινά τους, βέβαια, μα και αυτά ήταν πρόσβαρα, θαρρείς, προς τα πίσω, το νου τους εκεί τον είχαν, αποκεί που έρχονταν τα καΐκια με τα καλούδια και τις ομορφάδες τους. Άλλωστε, στις ανηφοριές τα σπίτια βρίσκονταν περισσότερο το ένα πίσω από τ’ άλλο, παρά το ένα δίπλα στ’ άλλο, έχοντας τις αυλές στη νοτινή πλευρά, για ν’ αντικρίζουνε όλα, τουλάχιστο από το πάνω πάτωμα, τον κόλπο. Αυτός είναι ο αυθόρμητος προσανατολισμός κάθε θαλασσινής πολιτείας, αδιάφορο αν αυτή είναι ναυτική ή όχι. Και αν το καλοσκεφτεί κανείς πέφτει σε κατάπληξη για την παραδοσιακή αδιαφορία των κατοίκων της Θεσσαλονίκης προς το ναυτικό επάγγελμα. Τώρα, η πόλη είναι σαν αλλήθωρη και αυτός είναι ο φριχτός προσανατολισμός, που δεν ξέρω γιατί, δεν μου φαίνεται καθόλου τελεσίδικος. Με τα χρόνια, πάντως, σκουραίνει το βουνό, ενώ η πόλη έρχεται και ξασπρουλιάζει. Τα δέντρα που φυτεύαμε μικροί, και εκείνα που προπάντων έβαζαν οι χεροδύναμοι τότε μεγάλοι, φουντώσανε πια, κάλυψαν τις πτυχές και τις ράχες, και έτσι παίρνοντας το ένα από τ’ άλλο δροσιά και στήριξη, έγιναν δάσος για όλους υπολογίσιμο, βαθυπράσινο από μακριά, δρυμός με ανταύγειες μεταλλικές από την πυκνή δρόσο και την ευεξία των πεύκων, που ανάμεσά τους ανακατεύτηκαν και άλλα, της αυτής οικογένειας, δέντρα περισσότερο όμως θαλερά. Ο ζόφος ο τωρινός, που διακρίνεται καμία φορά στο επίκεντρό του, μοιάζει με το ζόφο τον μυστικό που κρύβουνε στο κέντρο τους τα σύννεφα της καταιγίδας, όταν ξέρεις να τα προσέχεις, ακόμα και προτού αγριέψουν, από κάποια τυχαία δήθεν αφορμή, που είναι κιόλας έτοιμη. Μετά από όσα έγιναν, αυτό είναι να σε βάζει σε σκέψεις. Τώρα, κάτω από τις σκιές αυτές πορεύονται ερωτικά τα παιδιά μας, τα παιδιά που θα μπορούσαμε να είχαμε ή εμείς και τα παιδιά μας, ώσπου ν’ αποχτήσουν γκαρσονιέρες και αυτά ή να τα οδηγήσουμε σε ώρες που το κιτρινωπό φως θα έχει απάνω μας επανέλθει. Το καθεαυτού Σέιχ-Σου είναι εκείνο που σαν τριμμένος στρατιωτικός μανδύας, απλωμένος κατάχαμα, εκτείνεται πίσω από το καφενείο — το παλιό καφενείο, εννοώ — με τα καχεκτικά αλλά και τα πιο μυρωδάτα τσάμια που μπορούν να παρασκευαστούν και που τα απομυζούσαν με σαλονικιώτικη λύσσα κάμπιες και τζιτζίκια διάφορα. Καφετιές κότες, αμερικάνικες, τσίμπαγαν τις κάμπιες, ενώ εμείς τσακώναμε τα τζιτζίκια, κάνοντάς τα ολολύζουσες αρμαθιές. Μα ήταν κάτι που ποτέ δεν τέλειωνε. Γύρω από το κοπάδι αυτό των παλιωμένων δέντρων, αναπτυσσόταν το βουνό, με τα χαμηλά δεντράκια και τα ακόμα ψηλότερά τους ξερά χόρτα, που το πολιορκούσαν από δυο μεριές, τρεις μεριές μάλλον, οι πρόσφυγες. Από τη μια οι μικροαστοί των Σαράντα Εκκλησιών, από την άλλη ο λαουτζίκος του Αγίου Παύλου κι από την άλλη, υπογείως, θαρρείς, οι προλετάριοι της Ευαγγελίστριας, με το προωθημένο νταμάρι τους. Ποτέ δεν αντηχούσαν χοροί και γραμμόφωνα στις Σαράντα Εκκλησιές, ήταν ένας συνοικισμός χωρίς ταβέρνες, καθωσπρέπει πολύ, και ο καθένας μπορεί να καταλάβει τι σημασία έχει αυτό, προκειμένου για κυνηγημένους πρόσφυγες, που πριν από λίγο είχαν χάσει τις πατρίδες τους, σπίτια και χωράφια, και ανθρώπους πολλούς, με τρόπους τρόπους, κι έπρεπε κανονικά να ήταν πνιγμένοι στους καημούς και νοσταλγίες αθεράπευτες, καθώς έβλεπαν πως οπωσδήποτε πια θα ταφούν στην ξένη γη. Στον Άγιο Παύλο, ακόμα και στην Ευαγγελίστρια, μολονότι δίπλα στους νεκρούς, με τα καντήλια τη νύχτα να φωτάνε, και την παχύρευστη μυρωδιά το καίγανε τα σαββατόβραδα οι εργάτες, που τους έβγαινε η γλώσσα, ώσπου να σκαρφαλώσουν, πίσω απ’ το νοσοκομείο το Δημοτικό, ανάμεσα στα τείχη και το σανατόριο, μέσα στην παχύτατη σκόνη ή τη λάσπη, στον Άγιο Παύλο, όπου τώρα είναι ιδιαίτερα κομψό να κατοικείς. Ζούσαμε κοντά στους μικροαστούς τότε που πέφτανε εκεί τα πολλά φουρνέλα, κι αντηχούσε μέσα στο λιοπύρι η κραυγή «βάρδα φουρνέλο!», κι εμείς μια στιγμή ζαρώναμε, για να τρέξουμε να δούμε και να μυρίσουμε την ξανθιά πέτρα, που άχνιζε θαρρείς στο φως, ευθύς αμέσως, και με την οποία οι σφιχτοκούραδοι μικροαστοί χτίζανε, απαράμιλλα πράγματι, το μετερίζι τους.
Γιώργος Ιωάννου, «Σέιχ-Σου», Το δικό μας αίμα, Κέδρος, Αθήνα 19887, σ. 147-150.
Ο γύρος του θανάτου [α...
[…] Είχαμε ανακαλύψει το Σέιχ Σου, το δάσος με τα πεύκα, ψηλά πάνω απ’ το συνοικισμό των Σαράντα Εκκλησιών. Από παλιά το είχαμε ακουστά, ήταν ιδανικό για παιδικά παιχνίδια που χρειάζονται μεγάλη άπλα. Για μας τουλάχιστον που ήμαστε από μωρά μαθημένα να κυνηγιόμαστε στο μεϊντάνι και στην αλάνα. Σύχναζαν εκεί ομάδες πιο μεγάλων παιδιών, που είχαν οργανώσει συμμορίες σε κανονικό σχηματισμό, δηλαδή με ιεραρχία, με αρχηγό, υπαρχηγό και τα μέλη, σύνολο δηλαδή καμιά δεκαριά νοματαίοι. Οι καουμπόυδες από δω, οι Ινδιάνοι από κει. Θυμάμαι δύο παιδιά, δεκαεφτάρηδες, αρχηγούς, που είχαν γίνει θρύλος, ο Στηβ και το Θυμωμένο Σύννεφο. Αλανιάρηδες ήταν. Εμείς όλα αυτά τα κατορθώματα τα ακούγαμε από άλλους που είχαν μικρότερες συμμορίες, της γειτονιάς, και έπαιζαν πετροπόλεμο ή έδιναν μάχες με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά. Κάποτε μας ξεσήκωσε ένας μάγκας, ελάτε, λέει, παίδες, να ανεβούμε στο δάσος του Σέιχ Σου, να πάμε να δούμε τι γίνεται εκεί. Και μας εξηγούσε –ήταν έξυπνο αγόρι–, Σέιχ Σου το λέγανε απ’ τον καιρό της Τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι το βαφτίσανε έτσι, δηλαδή «Το νερό του σεΐχη», φαίνεται κάποια πηγή βρισκόταν από παλιά εκεί ή κάποια κρήνη με τη γούρνα της, που την είχε στήσει κανένας σεΐχης. Μεγαλώνοντας διαπιστώσαμε ότι ήταν γεμάτη η Θεσσαλονίκη με τέτοιες τούρκικες κρήνες, τσεσμέδες τις λέγανε, ειδικά στις γειτονιές ψηλά στο Επταπύργιο. Τις ξεπατώσανε όμως, τι κρίμα, και τώρα έχουν μείνει πια ελάχιστες. Όλοι μας Σέιχ Σου το ξέραμε, κι ακόμα έτσι το λέμε, ούτε Χίλια Δέντρα, όπως γράφει το αστικό λεωφορείο της γραμμής, ούτε Κεδρινό Λόφο, όπως το ονομάσανε κατόπι. Και τραβάμε για το δάσος ένα πρωί με τα πόδια, τέσσερα άτομα κρατώντας μαγκούρες. Είχαμε κι από έναν σουγιά μαζί μας. Πού ξέρεις τι γίνεται! Κατέβαιναν και αγρίμια τότε απ’ τα βουνά, σκιαζόμασταν. Κυρίως τσακάλια μα και αγέλες λύκων. Απ’ τον Χορτιάτη, απ’ το Πανόραμα, απ’ το Ασβεστοχώρι, κι απ’ την άλλη μεριά της πόλης, απ’ το Ωραιόκαστρο από παντού ροβολούσαν λύκοι και χτυπούσαν τις μάντρες για κάνα πρόβατο. Κυκλοφορούσε κι ένας θρύλος, ότι τη βαρυχειμωνιά κατέβαινε ένας λύκος θεόρατος, μονιάς, και διέλυε τις μάντρες με τα πρόβατα κι ότι έβαζαν στοιχήματα πάνω στο λυκοτόμαρό του, ώσπου στο τέλος κάποιος μάγκας τον καθάρισε και πήρε την αμοιβή. Η στενή παρέα ήμαστε ο Αρίστος, ένας φίλος μας, ο Μιχάλης, εγώ κι ένα άλλο παιδί, πολύ ψηλό και δυνατό, που το ’λεγαν όλοι «το παλικαράκι», γιατί σ’ όποιαν ομάδα έμπαινε αρχηγός, πάντα κέρδιζε, όπως ο Τζων Γουαίην νικούσε στο σινεμά τους Ινδιάνους. Τη μικρή μας συμμορία την ονομάσαμε «Ταρζάν». Βγήκαμε από Τριανδρία, έχει ένα μεγάλο βαθύ ρέμα εκεί, κάναμε όλο τον ανήφορο των Σαράντα Εκκλησιών και φτάσαμε στο δάσος. Δεν είχαμε μαζί μας ούτε φαΐ ούτε τίποτα. Νερό βρήκαμε εκεί, είχε πηγές. Άνοιξη ήταν, μύριζε καλοκαίρι. Εξερευνήσαμε για ώρες την περιοχή. Συναντήσαμε σκαντζόχοιρους, χελώνες, φίδια, αλεπούδες. Τις χελώνες τις παίρναμε αγκαλιά και εκείνες μας κατουρούσαν. Αλλά δεν μας πείραζε τίποτε, ήμαστε γεμάτοι χαρά. Όμως κάποια στιγμή κουραστήκαμε απ’ τον ποδαρόδρομο. Μεσημεράκι, καθίσαμε κάτω από ένα δέντρο και πιάσαμε την κουβέντα.
Θωμάς Κοροβίνης, Ο γύρος του θανάτου, Άγρα, Αθήνα 2010, σ. 48-50.
Η Ελπίδα πεθαίνει τελε...
1
[…]
Με τα υπολείμματα της πατρικής κληρονομιάς και ολόκληρη την μητρική, ο Αλέξης επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη. Αγόρασε ένα παλιό σπίτι με μεγάλη αυλή, που εφαπτόταν στο δάσος του Σέιχ-Σου, και μία ολοκαίνουργη Πόρσε 911. Το ταλέντο του στην οικονομία διέπρεπε ξανά, με την αγορά ενός αυτοκινήτου που του κόστισε όσο το σπίτι! […]
2
Εκείνη η πρώτη συνάντηση είχε γίνει στην νέα έδρα του εκδότη. Σ’ ένα επιμελώς ανακαινισμένο παραδοσιακό της Άνω Πόλης, κοντά στον ναό του Όσιου Δαυίδ.
Με τον φάκελο δύο καλών εκτυπώσεων του βιβλίου του υπό μάλης, γνώρισε πρώτα έναν υποδιευθυντή με φουλάρι, φαβορίτες και γυαλιά –κάποιον Τάκη Χατζή– κι έπειτα ξεναγήθηκε από έναν χαμογελαστό Πάνο Παναγιώτου στον κυρίως χώρο των γραφείων. Θαύμασε μια ευμεγέθη αίθουσα εκδηλώσεων, με φανερά τα ξύλινα ζευκτά στην οροφή, ατέλειωτες σειρές ραφιών με εκδόσεις της Σ.Π.Ε.Σ. στους τοίχους, τέσσερα ξύλινα υποστυλώματα στο κέντρο και τζαμόπορτες που ένωναν την αίθουσα μ’ ένα μικρό αίθριο, για καλοκαιρινές παρουσιάσεις βιβλίων ή αναγνώσεις ποιημάτων. Τέλος ευχαρίστησε μια ψηλή γραμματέα με κότσο και ιδιαίτερα σεμνό ντύσιμο, την οποία κάλεσε ο Παναγιώτου να παραλάβει τον φάκελό του, κι αποδέχτηκε την πρόσκληση «ενός απογευματινού ποτού στη βεράντα».
Μόνο που δεν επρόκειτο για κάποια βεράντα στους χώρους της Σ.Π.Ε.Σ. Ο ιδρυτής και διευθυντής της τον καλούσε στην βεράντα του σπιτιού του.
«Έχεις αυτοκίνητο;» ρώτησε τον Αλέξη στον ενικό της άμεσης οικειότητας, που του επέτρεπαν η ηλικία και η θέση του.
«Ναι και στάθηκα τυχερός. Κατάφερα να παρκάρω στο διπλανό στενό».
«Αυτό είναι το μόνο πρόβλημα των χώρων μας», παραδέχτηκε ο προσηνής εκδότης, «η δυσκολία να παρκάρεις εδώ γύρω. Όποτε υπάρχει εκδήλωση με πολύ κόσμο, οι καλεσμένοι ψάχνουν πού ν’ αφήσουν τα αυτοκίνητά τους. Έχουμε βέβαια γκαράζ με είσοδο από το διπλανό στενό, αν πρόσεξες, κι εσωτερική πόρτα που βγάζει στην αίθουσα εκδηλώσεων, μα χωράει μόνο ένα αμάξι –το δικό μου! Ίσως ακούγομαι αυταρχικός, αλλ’ έχω φτύσει αίμα για να γίνει αυτός ο τόσο ωραίος χώρος γραφείων και να φύγουμε από τον μεσώροφο όπου στεγαζόμασταν παλιότερα…».
Ο Αλέξης δεν έκανε κανένα σχόλιο. Ακολούθησε με την Πόρσε του την μαύρη, κλασική αλλά σαφώς φτηνότερη Μερσεντές, που ο «κύριος ΣΠΕΣ» έβγαλε από το ενσωματωμένο στα γραφεία γκαράζ. Η διαδρομή ήταν αρκετά σύντομη. Ως την οδό Αγράφων, στο Επταπύργιο. Πάρκαρε πίσω από την Μερσεντές, στην μεριά του βυζαντινού τείχους, κι έμεινε πάλι να θαυμάζει μια εντυπωσιακή αρχιτεκτονική νεο-παραδοσιακού στυλ. Μπορεί η Πόρσε του να υπερείχε της Μερσεντές, μα το σπιτάκι του στον Άγιο Παύλο, παρά την μεγάλη αυλή, ήταν πολύ ταπεινό απέναντι στο παλατάκι που διέθετε ο Πάνος Παναγιώτου.
Αετώματα στις όψεις, ξύλινα κουφώματα, τεράστιο εσωτερικό κλιμακοστάσιο ανάμεσα στα δύο επίπεδα ενός σαλονιού, ιδεώδους για κοσμικές εκδηλώσεις, και μια βεράντα διαμορφωμένη έτσι που από την μια μεριά να βλέπει την βόρεια επέκταση της πόλης κι από την άλλη όλη την κεντρική Θεσσαλονίκη και τον Θερμαϊκό κόλπο. Ακόμα πιο εντυπωσιακή όμως αποδείχτηκε η νέα κυρία Παναγιώτου, η Μάγδα, όταν έκανε την εμφάνισή της στην βεράντα.
Ήταν απίστευτα νέα, σε σχέση με την ηλικία του συζύγου της, και με μια ομορφιά από εκείνες που κόβουν την ανάσα. […]
Ακολούθησαν μερικές τυπικές όσο και άτακτες κουβέντες. Για τις προτιμήσεις τους σε ποτά, για την παλιά γνωριμία του Παναγιώτου με την Δασκαλάκη καθώς και άλλους απ’ το Α.Π.Θ. ή για τον Μάιο με τις αλλεπάλληλες βροχές, που εμπόδιζαν την άνοιξη να φανεί, και για την ωραία θέα της βεράντας.
«Τι νόημα έχει να είσαι κάτοικος μιας πόλης», αποφάνθηκε με κάποιο στόμφο ο εκδότης, «αν η διαμονή και η εργασία σου δεν βρίσκονται στα πιο χαρακτηριστικά σημεία της. Το βιβλιοπωλείο της ΣΠΕΣ, όπως θα ξέρεις Αλέξη, είναι στην καρδιά της Αριστοτέλους, εκεί όπου ήταν το τυπογραφείο του πρώην πεθερού μου• τα γραφεία, όπως είδες, είναι στην καρδιά της Άνω Πόλης• και το σπίτι, στο ψηλότερο όριο του τείχους… Τα καλοκαίρια, όταν η Μάγδα κι εγώ δεν ταξιδεύουμε με το μικρό μου σκάφος, περνάμε ώρες στη βεράντα, διαβάζοντας ή ακούγοντας μουσική. Η Μάγδα είναι ερωτευμένη με το σπίτι. Σπανίως βγαίνει. Παράτησε όλες τις παλιές της παρέες. Γι’ αυτό φέρνω συχνά γνωστούς συγγραφείς, οργανώνω γιορτές ή, όπως τις προάλλες με τα παιδιά ενός θιάσου που γνωρίζει ο Τάκης ο Χατζής, προσφέρω το σαλόνι μας για μικρές θεατρικές παραστάσεις και καλούμε φίλους, να τις χαρούμε όλοι μαζί! Οι παραστάσεις σε σπίτια αρχίζουν να γίνονται μόδα, ξέρεις».
Ο Αλέξης ομολόγησε ότι δεν ήξερε. Ήξερε πως κάτι τέτοιο συνηθιζόταν στα ρωμαϊκά και τα πρωτοχριστιανικά αρχοντικά, σε γάμους και γιορτινές επετείους, μα δεν θέλησε να προχωρήσει στην σύγκριση εκείνων των εποχών με την σύγχρονη. Αναρωτήθηκε μόνο σε πόσα «καλοκαίρια» μπορούσε να αναφέρεται ο οικοδεσπότης. Αν ήταν περισσότερα από δύο ή τρία, τι ηλικία είχε η Μάγδα όταν την παντρευόταν; Το λούστρο των ξύλων έδειχνε πρόσφατη κατασκευή.
[…]
Πριν συνεχίσει, ο «κύριος ΣΠΕΣ» έδειξε το γοητευτικό του χαμόγελο στην ωραία του σύζυγο και τίναξε νευρικά το σαγόνι του, στρεφόμενος στον Αλέξη.
«Να, δείτε όλη την πόλη, ίσια κάτω», είπε μετά. «Τι βλέπετε; Μια ρυμοτομία χωριού, με πολυώροφα κτίσματα πόλης. Μπορεί η Θεσσαλονίκη να ήταν πόλη, τα πρώτα χίλια οκτακόσια χρόνια της ιστορίας της. Τα τελευταία πεντακόσια, όμως, έγινε χωριό. Ιδίως τα τελευταία πενήντα, έγινε κάτι σαν συνένωση χωριών, με την πάνω Θεσσαλονίκη, τη θαλασσινή Θεσσαλονίκη, τους όμορους δήμους σε δύση ή ανατολή και τις αγροικίες του Πανοράματος ή του Ωραιοκάστρου… Παρ’ όλ’ αυτά, ακούς απ’ όλους μια διαρκή νοσταλγία για χωριά των παππούδων, με παραδοσιακά γλέντια, ή για αλάνες της εποχής των πατεράδων, με παραδοσιακές συγκρούσεις κάθε γειτονιάς στον πετροπόλεμο και στις ερασιτεχνικές ομάδες ποδοσφαίρου… Ως και η λογοτεχνία μας δεν είναι παρά νοσταλγία ενός ειδυλλιακού, αγροτικού βίου, από ανθρώπους που θα ’λεγες ότι τους υποχρέωσε να μαζευτούν στις πόλεις κάποιο τυραννικό καθεστώς…»
«Εσείς, κύριε Αλέξη, ασχολείστε με τη λογοτεχνία;»
Η ερώτηση της νεαρής συζύγου αιφνιδίασε και τους δύο. Ο Αλέξης μπόρεσε δικαιολογημένα να στραφεί ξανά προς το μέρος της, απολαμβάνοντας την καλύτερη θέα απ’ όλες –την θέα της ομορφιάς της. […]
4
Υπήρχαν άφθονες ειδήσεις από την Σ.Π.Ε.Σ. την επομένη, όχι μόνο για τον Αλέξη μα για τους πάντες. Τις πρώτες, τις έμαθε πρωί πρωί στο μικρό μπακάλικο της γειτονιάς του, όπου κατηφόρισε να αγοράσει καφέ.
Σκεπτόταν να πάρει καφέ επιστρέφοντας από την φωτογράφιση. Μα ήταν τόσο προβληματισμένος με το τι να εννοούσε ο εκδότης, μετά την συνάντησή τους στο βιβλιοπωλείο, που το ξέχασε. Έτσι αναγκάστηκε να κάνει κάτι που μισούσε: να ντυθεί αμέσως μόλις σηκώθηκε και να διανύσει τα κάπου διακόσια μέτρα κατηφόρας ως το λιλιπούτειο πρατήριο, κοντά στην στάση του λεωφορείου των Χιλίων Δένδρων, όπως είχε μεταβαπτιστεί το Σέιχ-Σου. Κάποια ανοιξιάτικα μεσημέρια έκανε την διαδρομή σαν γυμναστική. Η απότομη ανηφόρα της επιστροφής αποτελούσε καλή δοκιμασία. Τόσο πρωί, η γυμναστική ήταν δυσάρεστη.
Μπήκε στο μπακάλικο κακόκεφος. Πέτυχε έναν κύριο γύρω στα εξηνταπέντε, με αξύριστα άσπρα γένια κι ένα σωρό κονσέρβες για γάτες στο καλάθι του, ο οποίος περίμενε να πληρώσει, και μια ευτραφή κυρία που ήδη πλήρωνε τα δικά της ψώνια. Άρπαξε στα γρήγορα τον καφέ που ήθελε και βρέθηκε πίσω τους. Ώσπου να αθροίσει τις τιμές των γατοτροφών ο νεαρός μπακάλης, η κυρία ανέκοψε την αναχώρησή της, για να πληροφορήσει πελάτες και μαγαζάτορα.
«Θα το μάθατε, βέβαια. Το λέει απ’ το πρωί η τηλεόραση. Γι’ αυτό μιλάνε κάθε τόσο, και για τη μεγάλη γιορτή του ποδοσφαίρου –αυτό το Γιούρο– που αρχίζει το Σάββατο. Κάηκε ένα κέντρο στην πάνω πόλη χθες, λένε, κι έχει και δυο νεκρούς. Μα δε χρειαζόταν να το πει η τηλεόραση. Άκουγα τις σειρήνες της πυροσβεστικής μέσα στη νύχτα και, ξημερώματα, ο αέρας έφερε ως εμάς τη μυρωδιά του καμένου. Τη νιώσατε;»
«Δυστυχώς, δεν τα πάω πια τόσο καλά ούτε με αυτιά ούτε με μύτη», δήλωσε ο γατόφιλος, «μα λυπάμαι που ακούω για νεκρούς. Τίποτε νέοι, που διασκέδαζαν στο κέντρο;»
«Α, δεν ήταν τέτοιο κέντρο. Αλλιώς το είπανε να δείτε…»
Όσο η πελάτισσα αγωνιζόταν να θυμηθεί, ο μπακάλης έδειξε καλύτερη ενημέρωση.
«Κέντρο εκδόσεων ή κάτι τέτοιο είπαν πως ήτανε κυρία Τάσα», εξήγησε ενώ πληρωνόταν για τις κονσέρβες. «Ένα παλιό αρχοντικό, στον Όσιο Δαυίδ. Κάηκε μαζί με δυο υπαλλήλους που βρίσκονταν ακόμα μέσα, ώσπου να φτάσει η πυροσβεστική από τα στενά. Κινδύνεψε και το μνημείο, είπαν, αλλ’ η φωτιά δεν έφτασε ως εκεί… Τέσσερα ευρώ και τριάντα λεπτά.»
Το ποσό ήταν για τον καφέ, που ο Αλέξης είχε ακουμπήσει δίπλα στο ταμείο. Έκπληκτος από την είδηση, χρειάστηκε ένα δυο λεπτά ώσπου να το καταλάβει. Πλήρωσε μηχανικά, ενώ σκεπτόταν πως το καμένο «κέντρο εκδόσεων ή κάτι τέτοιο» δεν μπορεί παρά να ήταν τα γραφεία της Σ.Π.Ε.Σ. –εκεί όπου είχε πρωτογνωριστεί με τον εκδότη, λίγο πριν προσκληθεί και στην βεράντα του σπιτιού του.
Μέσα στις απώλειες της φωτιάς θα ήταν, ίσως, και το υπό κρίση βιβλίο του. Κανένα πρόβλημα. Διέθετε άλλο ένα αντίγραφο και όλο το κείμενο στην μνήμη του υπολογιστή του. Πραγματική απώλεια ήταν οι «δύο υπάλληλοι». Ποιοι άραγε; Τους είχε γνωρίσει στην ξενάγηση που του έκανε ο Παναγιώτου;
Μετάβαση στο σημείο: Σέιχ Σου