Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΑλλιώς και Γενί Χαμάμ. Πρόκειται για οικοδόμημα του 16ου αιώνα που έως και την απελευθέρωση της πόλης στέγαζε λουτρά. Βρίσκεται στη συμβολή των οδών Αγίου Νικολάου και Κασσάνδρου, βορείως της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου. Αργότερα, και έως τους σεισμούς του 1978, στο χώρο αυτό λειτουργούσε ο κινηματογράφος Αίγλη (θερινός και χειμερινός). Σήμερα η Αίγλη λειτουργεί ως χώρος μουσικών εκδηλώσεων.
Πορεύοντας με τους Λύκ...
Στην «Αίγλη» συνέβαιναν τα πάντα — ή σχεδόν τα πάντα. Όποιος Θεσσαλονικιός έχει ξεπεράσει το μισό αιώνα ζωής ή τον πλησιάζει, όπως εγώ, θα έχει ζήσει και την αίγλη της «Αίγλης». Το σινεμά πίσω από τον Αϊ-Δημήτρη, που ήταν κάποτε λουτρό. Η «Αίγλη» δεν ήταν θερινό και χειμερινό, όχι. Ήταν κλειστό και ανοιχτό. Και τα έργα που έπαιζε ήταν χρωματιστά και μαύρα κι όχι έγχρωμα και μαυρόασπρα.
Στην «Αίγλη» μπορούσες να φας και να κοιμηθείς σαν στο σπίτι σου. […] Αν βαριόσουν, μπορούσες να πλακωθείς στο ξύλο στα καλά καθούμενα. Το σπουδαιότερο όμως ήταν πως μπορούσες να βγάλεις μεροκάματο. Πουλούσαμε και ξαναπουλούσαμε τη θέση μας στους πατεράδες και στους αρραβωνιαστικούς, για να καθίσει η μονάκριβή τους και να μην την αγγίζουν οι βάρβαροι. Όχι, δηλαδή, πως καθιστή θα γλίτωνε, αλλά στα όρθια συμβαίνει και το χειρότερο. Κι όταν άδειαζε ένα κάθισμα, πάλι εμείς τα πιτσιρίκια ήμασταν που το κάναμε κατοχή, για να το πουλήσουμε στους αργοκίνητους και στους φοβισμένους.
Όταν δε μας έφταναν τα λεφτά, μαζεύαμε ρεφενέ και στέλναμε μέσα τον Σκουμπρή, που δούλευε σε τσαγκάρικο και είχε ταλέντο στο λέγειν. Τον περιμέναμε έξω στα σκαλάκια. Αν έλειπε πέντε ώρες, πέντε ώρες ήταν υποχρεωμένος να διηγείται. Ο Σκουμπρής θυμόταν όλες τις λεπτομέρειες, ακόμα και πού κόπηκε η ταινία κι έγινε διάλειμμα.
—Εδώ, μάγκες, άναψαν τα φώτα και βγήκα να καπνίσω, έλεγε ανάβοντας τσιγάρο.
Μια φορά που έλειπε ο Σκουμπρής έστειλαν εμένα. Είδαμε το ένα έργο στο κλειστό και άναψαν τα φώτα, για να βγούμε στο ανοιχτό. Όποτε γινόταν αυτή η έξοδος, χαλούσε ο κόσμος. Νόμιζες πως είχε αρπάξει φωτιά η αίθουσα. Ήταν και μερικοί που κάνανε πλάκα και το διασκέδαζαν φωνάζοντας:
—Φωτιά, φωτιά!…
Υπήρχαν μερικές θέσεις που έμοιαζαν με τα θεωρεία των βασιλιάδων, που βλέπαμε στις ταινίες, κι αυτά τρέχαμε να προλάβουμε όλοι. Από παντού κρέμονταν αγιόκλημα και λουλούδια.
Σπρώχνοντας και τρυπώνοντας ανάμεσα από πόδια, βρήκα επιτέλους μια θέση και βολεύτηκα. Όταν έμπαινε κάποιος σταλμένος, απαγορευόταν να πουλήσει τη θέση. Όφειλε να είναι απόλυτα συγκεντρωμένος στην ταινία και να βγει όσο το δυνατό γρηγορότερα για ν’ αρχίσει τη διήγηση. Προτού σβήσουν τα φώτα, σήκωσα το κεφάλι κι έψαξα αριστερά δεξιά για τίποτα γνωστούς. Ξαφνικά ένιωσα να πεθαίνω. Ήταν σαν να μην ήξερα το μάθημα στο σχολείο ή να είχα κάνει κάποια χοντρή ζαβολιά και μου κοπήκανε τα ήπατα. Αλλά από την καλή μεριά, όχι από την κακή. Θέλω να πω, από τη μεριά της ανταμοιβής κι όχι της τιμωρίας. Ακριβώς δίπλα μου, στα δεξιά μου, καθόταν μια ξανθιά κοπέλα. Είχε την ηλικία που είχαν και οι κοπέλες που έβλεπα στις ταινίες και που στο τέλος παντρεύονταν το παλικάρι ή πέθαιναν. Και το ύφος της ήταν το ίδιο. Φαινόταν σαν να πονούσε σε όλο της το σώμα, χωρίς να γνωρίζει κι από που πήγαζε αυτός ο πόνος.
—Έλα, βρε Άννα μου, άκουσα να της λέει μια γριά που καθόταν δίπλα της. Θα περάσει… Το κάθαρμα!…
Ήταν το τελευταίο σχεδόν πράγμα που άκουσα, ώσπου τελείωσαν όσα παίχτηκαν στο πανί και βγήκαμε όλοι από κει μέσα. […]
Η Άννα φορούσε ένα λευκό φόρεμα με κουμπιά μπροστά, από αυτά που φορούσαν οι νέες κοπέλες μέσα στο σπίτι και γύρω απ’ αυτό. Προφανώς η γριά την είχε βγάλει με το ζόρι από το δωμάτιό της για να τη διασκεδάσει. Το είχα δει σ’ ένα σωρό έργα αυτό, εκείνο όμως που έβλεπα στην πραγματικότητα πλάι μου δεν το είχα δει σε κανένα έργο. Ένα κουμπί από το φόρεμα, και ειδικά αυτό που βρισκόταν ακριβώς κάτω από την κοιλιά, είχε ανοίξει […] Το στόμα μου είχε στεγνώσει και αποξηράνθηκα στη στιγμή. Ένιωθα στεγνός σαν φθινοπωριάτικο κλαρί, που θα μπορούσες με μια κίνηση να το σπάσεις. Το μόνο που μου πέρασε απ’ το μυαλό ήταν πως, αφού βλέποντας τόσο λίγο αναστατώνομαι τόσο πολύ, όταν αγκαλιάσω και φιλήσω αυτό που βλέπω, κανονικά θα πρέπει να πεθάνω. Έπειτα το μυαλό μου σταμάτησε και δεν περνούσε τίποτα πια.
[…]
—Κουράγιο, κορίτσι μου… ξαναείπε η γριά.
Κι εγώ έπρεπε να κάνω κουράγιο. Το στομάχι μου πονούσε σαν να είχε βυθίσει τα δάχτυλά του εκεί ο χαμάλης της γειτονιάς μας και προσπαθούσε να το ξεριζώσει. Κοιτούσα συνεχώς τη φλέβα χρυσού που ανακάλυψα εκεί δίπλα μου, βέβαιος ότι ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δε θα μου ξανατύχαινε κάτι τέτοιο κι ίσως ποτέ άλλοτε δεν είχε ξανατύχει σε κανέναν. […]
Κάποια στιγμή ακούστηκε απανωτό πιστολίδι στο πανί και οι γνωστές φωνές συμπαράστασης από γύρω και άθελά μου σήκωσα το κεφάλι να δω τι διάολο γίνεται. Είδα το παλικαράκι να καθαρίζει ως συνήθως και ησυχασμένος έκανα ν’ αποτραβηχτώ πάλι στη δουλειά μου, όταν πρόσεξα κάποιον στο διάδρομο να μου κάνει νοήματα. Ήταν πέντε έξι γνωστοί κολλητηρτζήδες, που θέλανε ν’ αγοράσουν τη θέση μου. Οι κολλητηρτζήδες ήταν συχνά οι καλύτεροί μας πελάτες. Δεν ήξερα αν είχαν παρατηρήσει το άνοιγμα στο φουστάνι της Άννας, σίγουρα όμως είχαν προσέξει το λυπημένο της πρόσωπο. Ο πόνος τους τραβούσε όπως το μέλι τις μύγες κι όπου έβλεπαν δάκρυ έτρεχαν να κολλήσουν από πίσω και να παρηγορήσουν. Θα μπορούσα να τους πουλήσω τη θέση μου για δέκα θέσεις κι αν έδειχνα και το ξεκούμπωτο κουμπί, για είκοσι. Όμως θα ήταν σαν να πουλούσα την ίδια την Άννα. Ακόμα και την τύχη μου. Ακόμα κι εμένα τον ίδιο. Έμεινα, λοιπόν, εκεί όσο έμεινε και το λαμπερό αστέρι κι όταν ανυψώθηκε, σηκώθηκα και το ακολούθησα στο δρόμο.
Οι φίλοι μου κάθονταν έξω στα σκαλιά περιμένοντάς με. Τους έδειξα την Άννα κι άρχισα να μιλώ για το κουμπί της.
—Έργο δεν είδες, ρε μαλακισμένο; με ρωτάει ένας.
Τότε η λέξη «μαλάκα» ακουγόταν αραιά και πού και σχεδόν πάντα ακολουθούσε άγριος καβγάς. Την εποχή εκείνη πολλές αλήθειες αποτελούσαν κίνδυνο θάνατο όταν εκφράζονταν. Ενώ το «μαλακισμένο» αφορούσε εμάς τα παιδιά κι ήταν ακίνδυνο. Όλοι έτσι μας φώναζαν. Εμένα τουλάχιστον μόνο οι δάσκαλοι και οι γονείς μου με φώναζαν αλλιώς. Ήταν η πρώτη φορά που το πήρα σαν προσβολή κι έπεσα με φόρα πάνω σ’ αυτόν που το ξεστόμισε. […]
Η πρώτη φορά στη ζωή μου που έφυγα στη μέση του έργου ήταν πριν λίγο καιρό από ένα θερινό σινεμά της Αθήνας. Είχα πάει να δω το «Χορεύοντας με τους Λύκους» και βρέθηκα ανάμεσά τους. Περισσότεροι από τους μισούς θεατές κρατούσαν μια θορυβώδικη πλαστική σακούλα και τρώγανε κάτι θορυβώδικα πλαστικά πατατάκια. Κρακ-κρακ-κρακ!… Τα έτρωγαν λαίμαργα, μηχανικά και αφηρημένα, χωρίς να πεινάνε, μόνο και μόνο γιατί βρέθηκαν μες στα χέρια τους. Γνωρίζοντας ότι στο τέλος θα τους αηδιάσουν και θα τους παχύνουν, τα καταβρόχθιζαν με μανία και μίσος όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ο τρομερός αυτός ήχος ακουγόταν από παντού και κάλυπτε τις πιστολιές, τους καλπασμούς των αλόγων και τους αλαλαγμούς των καταδικασμένων Ινδιάνων.
Ο σινεματζής με κοίταξε απορημένος, όταν του εξήγησα το λόγο που έφευγα. Για λίγα χιλιάρικα παραπάνω κατέστρεφε αυτό που θα ’πρεπε να συντηρεί και να χαίρεται. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως εκείνο το κρακ-κρακ ροκάνιζε το κλαρί που πάνω του καθόταν ο ίδιος. Και θεώρησα περιττό να του εξηγήσω πως κάτω από το κλαρί, στη σκιά του, καθόμασταν όλοι εμείς.
Αντώνης Σουρούνης, Υπ’ όψιν της Λίτσας, Καστανιώτης, Αθήνα, 1992, σ. 33-40.
Σαν Λάμδα κεφαλαίο...
[…] Μέσα σε γύφτικα πανέρια ανατρέφομαι κι όπως Μωυσή με ταξιδεύουνε ποτάμια: Λήλας, Εχέδωρος, Λουδίας, Αξιός και Ενιπεύς, κι έψαχνα επροχτές, τι έψαχνα προχτές όλη τη μέρα στα χαλάσματα και στις υγρές απόμερες σκιές που σχηματίζει η οδός Χρυσίππου μέχρι που εσκοτείνιασε για τα καλά ανάμεσα Κασσάνδρου, Δημητρίου Πολιορκητού, Γυμνασιάρχου Κωνσταντίνου Γκράτζιου, που έπεσε ανέλπιστα μια λέξη από πάνω μου καθώς ανέβαινα το μεσημέρι κουρασμένος κι ο δυστυχής δεν την εντόπισα παρά την απαστράπτουσα τροχιά της που διέγραψε όπως διάττοντας αστέρας όταν πέφτει, παρά τον εκκωφαντικό της θόρυβο ακόμα, ως νάρκη τελερμάϊν που ακούστηκε ή και σαν έκρηξη υγραερίου στην κουζίνα και τρόμαξε η γειτονιά νομίζοντας οι άνθρωποι πως έσκασε φουρνέλο δίπλα εδώ στο εργοτάξιο που διανοίγουν αγωγό για τις αποχετεύσεις της Θεσσαλονίκης, κι άλλοι υπέθεσαν οι τολμηροί πως είναι η εξάτμιση ενός αγροτικού αυτοκινήτου ιαπωνικού του ελαιοχρωματιστή απ’ το Δρυμό που έρχεται για μεροκάματο και κάνει κόρτε στη φοιτήτρια από τα Δολιανά της Αρκαδίας η κοπέλα, πάντως εβγήκανε ανήσυχοι στ’ αντικρινά μπαλκόνια οι περίοικοι κι αλλοπαρμένοι παρακολουθούν με ό,τι πάνω τους φορούσανε αυτή την ώρα μες στα σπίτια, χωρίς να υποψιαστούν μέχρι στιγμής τι ακριβώς συμβαίνει επιτέλους, ούτε κι οι χωροφύλακες που έσπευσαν από τον παρακείμενο σταθμό να ερευνήσουν το συμβάν δεν μπόρεσαν να το διαλευκάνουν, αφού δεν ήταν δυνατόν να εννοήσουν τα παιδιά, και πώς να εννοήσουν οι χωροφυλάκοι, άβγαλτοι Ακαρνάνες, ώστε να αξιολογήσουν με ακρίβεια τα περιστατικά ένα προς ένα κι ανάλογα ν’ αποφανθούν στις έγγραφες αναφορές προς τους προϊσταμένους που συντάσσουν, αλλά αυτοί οι επιπόλαιοι χωρίς να εμβαθύνουν, στάθηκαν εχθρικοί απέναντί μου εξαρχής, πως δήθεν τους απασχολώ με τιποτένια πράγματα προσωπικά που δεν ενδιαφέρουν την υπηρεσία, σάμπως να ήταν το ζητούμενο αυτό, κι όχι τα επακόλουθα που διαδραματίστηκαν αναστατώνοντας στο ντάλα μεσημέρι αθώους συνανθρώπους μου εργατικούς, έκθετος το λοιπόν και με διάφορα υπονοούμενα με προπηλάκιζαν ενώπιον αυτών των περιέργων που όλο και συνέρρεαν από στενές ανώνυμες παρόδους της περιοχής μ’ ένα ρυθμό όπως μαζεύονται σε ατυχήματα αργόσχολοι και σχολιάζουνε ως εμβριθείς πραγματογνώμονες επιμερίζοντας ευθύνες, αλλά εγώ εκεί, κι αυτά για τα οποία τώρα λέμε μου φάνηκε ότι εχάνονταν, γιατί κι εγώ μαζί τους εχανόμουν υποχωρώντας διακριτικά στο βάθος της εικόνας κι αναδυόμενες μετά σιγά σιγά μου ερχόταν ένας παλιός ρυθμός ζωής που πρωτοείδα στην Καβάλα, όταν πρωί κατέβαιναν οι καπνεργάτες στις δουλειές αφήνοντας μια μυρωδιά τα σώματά τους σαν το καπνεργοστάσιο «Αυστροελληνική – καπνά εις φύλλα» ή στα αλίπαστα που κάνουν μεροκάματο οι άλλοι κι αφήνουν μια αποφορά στο πέρασμά τους όταν τελειώνουν για να παν στα σπίτια τους τραβώντας για το Σούγιουλου ή προς τα «Χίλια», εν προκειμένω, εδώ που είμαστε εμείς (είμαστε;) επλήθαιναν τα γεγονότα και οι άνθρωποι ραγδαία με αποτέλεσμα εντέλει να διακοπεί και η κυκλοφορία των αυτοκινήτων απ’ τη συμφόρηση που γινόταν τυραννική μέσα στη ζέστη τις βρισιές και τον εκνευρισμό των οδηγών, ιδίως από την πλευρά που ανεβαίνουν τα οχήματα τη Δημητρίου Πολιορκητού έως ψηλά στα δαιδαλώδη στενοσόκακα της Άνω Πόλης εισχωρώντας και ως τη συμβολή που συναντιέται χαμηλά με την οδό Κασσάνδρου, όταν κι αυτή μία ολόκληρη οδός που διασχίζει τη Θεσσαλονίκη απ’ την Ευαγγελίστρια σχεδόν μέχρι την πρώην Λαχαναγορά γωνία Παπαζώλη, απαίδευτα που χάραξαν πολεοδόμοι αναιδείς ώστε να μνημονεύεται υποτιμητικά το όνομα του κτήτορος της πόλης, ανοίγοντας ένα κανάλι δηλαδή χωρίς νερά, κουρούντερε που λένε, άρχισε να φρακάρει επικίνδυνα κι αυτός ο ξεροπόταμος όπως εκπέμπουν εναγώνιες μεταλλικές κραυγές συναχωμένες τα ασυρματοφόρα δίκυκλα που εγκατέλειψαν οι άνδρες της τροχαίας γιατί ακινητοποιήθηκαν τα τροχοφόρα μέχρι τη διασταύρωση που βρίσκεται ο πρώην κινηματογράφος «Αίγλη», τα περαιτέρω ερρυθμίστηκαν μετά, όπως ρυθμίζονται ανάλογα προβλήματα σε τέτοιες περιστάσεις, κι έτσι όταν με το καλό την άλλη μέρα επανήλθα το πρωί και βρέθηκα εδώ ανάμεσα σε ζαρζαβατικά, ψάρια της λίμνης Λαγκαδά και ανθοπώλες της Πυλαίας, γιατί την Πέμπτη έχει Λαϊκή πάνω σ’ αυτό το τμήμα της οδού Γυμνασιάρχου Κωνσταντίνου Γκράτζιου, που ως μια υποτείνουσα τριγώνου σκαληνού να εκληφθεί, όπου ως Α-Β η Δημητρίου Πολιορκητού, και Β-Γ η Γυμνασιάρχου Κωνσταντίνου Γκράτζιου ας κληθεί, και Α-Γ η Κασσάνδρου ή για να είναι η εκφώνηση της άσκησής μας ακριβής, έστω λοιπόν ένα τραπέζιο με άνισες πλευρές, γιατί ένα μικρό κομμάτι αυτής της υποτείνουσας, που μάλλον πρόχειρα προσδιορίσαμε προηγουμένως λανθασμένα, παίρνει μία κλίση αναγκαστικά λόγω μορφολογίας του εδάφους και έρχεται κατάντικρυ της Μακεδονικής Αμύνης ακριβώς, άρα δεν είναι υποτείνουσα αλλά η πιο μικρή πλευρά σ’ αυτό το άτακτο πολεοδομικό τραπέζιο που μας απασχολεί λόγω των γεγονότων, όπου κι εδώ στήνουν τους πάγκους τους οι μικροπωλητές και βγαίνουν να ψωνίσουν οι νοικοκυραίοι κάθε Πέμπτη, αλλά κανείς, κανείς δεν αντιλήφθηκε μέσα στη διαδικασία των συναλλαγών και το αλισβερίσι ότι αυτή η λέξη, αυτή, που έπεσε εχτές και δήθεν χάθηκε κατρακυλώντας από πάνω μου χωρίς να εννοήσω, καθώς ανέβαινα το μεσημέρι κουρασμένος και εξ αιτίας της αναστατώθηκε ολόκληρη περιοχή, ήδη πετούσε υπερήφανα σαν μία λευκή περιστερά ανάμεσα στους εκτυφλωτικούς στραφταλισμούς ενός μικρού καθρέφτη τσέπης που έπαιζε ανέμελα μες στα ωχρά της δάχτυλα εκείνη, από τα Δολιανά Ιωαννίνων εκ πατρός, κι εκ της μητρός απ’ τα Ραβένια που μας έρχεται χωρίς και να το θέλει, έτσι πετούσε το λοιπόν στον ουρανό γράφοντας γράμματα όπως σε κάκτους χαραγμένα με αγροτικό σουγιά, Αθανασία, ώστε η μνήμη μας να ενσωματωθεί εμβολιαστικά σ’ ό,τι η φύση μοναχή της ανατρέφει. […]
Μετάβαση στο σημείο: Κασσάνδρου-Αγίου Δημητρίου