Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΚασσάνδρου-Αγίου Δημητρίου Οδός Κασσάνδρου
Η οδός που φέρει το όνομα του ιδρυτή της πόλης. Βασική οδική αρτηρία που τέμνει την πόλη από δυτικά προς ανατολικά. Ουσιαστικά αποτελεί, μαζί με τη νότια παράλληλή της Αγίου Δημητρίου, τα νότια όρια της Άνω Πόλης. Οι δύο οδοί γνώρισαν μεγάλη ανοικοδόμηση τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Στις δύο οδούς διέμεναν οικογένειες από τα λαϊκά στρώματα και αρκετοί φοιτητές. Σήμερα κατοικούνται και από σημαντικούς πληθυσμούς μεταναστών.
Η οδός Δημητρίου Πολιο...
3
Στην περιοχή δεν έχει δημοτικό σχολείο, εκτός απ’ το ωραίο πέτρινο δημοτικό της οδού Κασσάνδρου, που χτίστηκε επί τουρκοκρατίας από ξένους αρχιτέκτονες. Από τα κάστρα, κυρίως απ’ τη συνοικία Εσκί Ντελίκ, που στα τούρκικα σημαίνει παλιά τρύπα, κατεβαίνουν πρωί κι ανεβαίνουν μεσημέρι δεκάδες μαθητές, που πηγαίνουν στο δημοτικό της οδού Ολυμπιάδος. Είναι όλα ροδομάγουλα, μασουλούν αδιάκοπα γκοφρέτες (με κουπόνια για διάφορα δώρα), εκείνο όμως που μου αρέσει περισσότερο είναι που δεν τα πάνε στο σχολείο οι μπαμπάδες τους με τα γιώτα-χι, ούτε τα συνοδεύουν οι Ταϋλανδέζες υπηρέτριες, όπως έβλεπα στην ξιπασμένη Τούμπα. Επίσης αρκετά συχνά ο δρόμος μας πλημμυρίζει από μικρά μαθητούδια που τα συνοδεύουν οι δάσκαλοί τους και ανεβαίνουν κατά τάξεις τιτιβίζοντας για να παίξουν στην ωραία πλατεία Τερψιθέας, με τον μοναδικό τούρκικο κουρμπέ, που έχει απομείνει στη Θεσσαλονίκη. Έτσι κι εμείς, όταν ήμασταν στο γυμνάσιο, πηγαίναμε με τα πόδια και με συνοδεία καθηγητών εκδρομή στα εβραίικα μνήματα ή στους Χορταζήδες, για να παίξουμε ξένοιαστα στο γρασίδι, που όμως το βρίσκαμε γεμάτο ερωτικά τεκμήρια της νύχτας.
Εκτός απ’ τα παιδιά, κάθε πρωί ακούω στο καλντερίμι, ακόμα από τα χαράματα, τα βήματα των εργατών που κατεβαίνουν για τις δουλειές τους και κουβεντιάζουν ζωηρά, κρατώντας στο χέρι το ζεμπίλι με το κολατσιό ή το μεσημεριανό τους. Τέτοιες εικόνες δεν είχα δει ούτε μια φορά στην Τούμπα. Απ’ αυτούς, άλλοι μιλούνε ρωσικά, άλλοι γύφτικα (έχει μερικούς Ρουμανόγυφτους πιο πάνω) κι όταν ακούω να παίρνει και να δίνει το «μαλάκα» καταλαβαίνω πως κατεβαίνουν και οι ημέτεροι.
Γεντί Κουλέ...
Απόψε θα σας μιλήσω για το Γεντί Κουλέ, με βάση κάποια παιδικά μου βιώματα αλλά και κατοπινές μου εμπειρίες, που έμμεσα και σπανίως άμεσα με έφεραν κοντά στο μνημείο και ακόμη πιο κοντά στο κάτεργο.
1. Το 1943 ήμουν δώδεκα χρονώ. Είχα ήδη κινδυνεύσει να πεθάνω δύο φορές από πείνα, κι αν τελικά σώθηκα, αυτό το χρωστώ κυρίως στα συσσίτια των κατηχητικών. Εκεί γνωρίστηκα με ένα παιδί από το τρίτο γυμνάσιο, που το έλεγαν Σταύρο, και γίναμε φίλοι. Στο ίδιο συσσίτιο έτρωγε κι ο λίγο μεγαλύτερος φίλος μας Μίμης Μαρωνίτης, αρρώστησε όμως βαριά και δε μπορούσε να έρχεται και να τρώει. Τότε εγώ με τον Σταύρο αποφασίσαμε να πηγαίνουμε το φαΐ του Μίμη κάθε μέρα στο σπίτι του. Αυτό βάσταξε πάνω από χρόνο. Ξεκινούσαμε απ’ την πλατεία Αγίας Σοφίας, ανεβαίναμε την Αγίας Σοφίας και μετά την Ηροδότου, περνούσαμε τον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό και την πλατεία Καλλιθέας και βγαίναμε στην οδό Ιφικράτους 7, που ήταν το σπίτι του Μίμη, ένα φτωχικό τουρκόσπιτο με καφάσια. Το σπίτι αυτό ήταν λίγο πιο κάτω από τον πύργο του Τριγωνίου, που τότε ακόμα τον λέγαμε Εφταπύργιο, γιατί δεν ξέραμε πως Εφταπύργιο έλεγαν τις φυλακές του Γεντί Κουλέ, που βρίσκονταν ακόμα πιο πάνω.
Ο Σταύρος κάθονταν στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό, κοντά στους Αγίους Αναργύρους. Εγώ καθόμουν στην οδό Αγίου Δημητρίου και ανέβαινα όλη αυτή την ανηφόρα, για να κάνουμε παρέα. Αφού αφήναμε το φαΐ στο σπίτι του Μίμη, συνεχίζαμε το δρόμο μας ως το σπίτι του φίλου μου, όπου παίζαμε στην αυλή του. Το σπίτι ήταν σχεδόν κολλητό με το κάστρο, κι από τότε άρχισε να με κυριεύει η γοητεία των βυζαντινών τειχών.
Η ζωή στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό — εν μέρει παλιό τούρκικο κι εν μέρει προσφυγικό — δεν ήταν και τόσο ευχάριστη. Εντύπωση μου έκανε που, σε όλα τα σπίτια, αντί για τζάμια στα παράθυρα είχαν χαρτόνια. Ρώτησα να μάθω, και μου είπαν πως κάθε πρωί γίνονταν εκτελέσεις λίγο πιο πάνω απ’ τις φυλακές κι ότι απ’ τις ομοβροντίες τραντάζονταν τα σπίτια κι έσπαναν τα τζάμια. Οι άνθρωποι είχαν αγριέψει και τα νεύρα πολλών είχαν γίνει σμπαράλια. Άλλοι πάλι είχαν γίνει ταγματασφαλίτες που μαζεύονταν στο Κουλέ Καφέ, απ’ όπου φοβόσουνα ακόμη και να περάσεις. Η φρίκη των εκτελέσεων είχε επηρεάσει όλη την περιοχή. Έβρισκες σε πολλούς μια βαναυσότητα που δεν τη συναντούσες πουθενά αλλού. Τη βαναυσότητα αυτή την είδα και μέσα στο ίδιο το σπίτι του φίλου μου: ο αδελφός του, λίγο μεγαλύτερός μας και πρώιμο αντράκι, που όλη τη μέρα κάθονταν κάτω από ένα δέντρο κι έπαιζε μπουζούκι, ήταν τόσο θηριώδης, που έδερνε και τον φίλο μου αλλά και τους ίδιους τους γονείς του. Ίσως δεν ήταν μόνο θέμα χαρακτήρα• ίσως οφείλονταν και στην κτηνωδία που κυριαρχούσε στα πέριξ του Γεντί Κουλέ εκείνη την εποχή.
Αυτή υπήρξε η πρώτη και έμμεση γνωριμία μου με το Γεντί Κουλέ• η πρώτη φαρμακερή γεύση.
2. Το 1950-1951 έκανα παρέα με τη Λούλα Αναγνωστάκη και την ξαδέρφη της, Νατάσα Κασιμάτη. Η Λούλα τότε έγραφε ποιήματα και σενάρια, δεν ήταν όμως ακόμη γνωστή στους φιλολογικούς κύκλους. Αντίθετα, πολύ γνωστός ήταν ο αδελφός της, ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, που τον θαύμαζα πολύ απ’ τα ποιήματά του — είχε τυπώσει κιόλας το σημαντικότερο έργο του, τις «Εποχές», 1, 2 και 3 — αλλά δεν τον είχα γνωρίσει ακόμα. Και πώς να τον γνώριζα, αφού ήταν στη φυλακή; Είχε συλληφθεί ως επικίνδυνος κομμουνιστής, είχε αρνηθεί να αποκηρύξει την ιδεολογία του και είχε περάσει από στρατοδικείο, που τον καταδίκασε δις εις θάνατον. Τότε τον είχαν κλεισμένο στο Γεντί Κουλέ. Η οικογένειά του έκανε ό,τι μπορούσε για να τον σώσει, και για το σκοπό αυτό φαγώθηκε όλη η προίκα της Λούλας. Το 1950 είχα βγάλει την πρώτη μου ποιητική συλλογή «Εποχή των ισχνών αγελάδων» και η Λούλα βρήκε τον τρόπο να στείλει τα ποιήματά μου στον Μανόλη, στη φυλακή. Ο Μανόλης, με τον ίδιο τρόπο, κατάφερε να μου στείλει ένα γράμμα αλογόκριτο, ενθουσιασμένος από τα ποιήματά μου. Αυτό με συγκίνησε πολύ. Έτσι άρχισε μια «παράνομη» επαφή μου μαζί του, μέσω βέβαια της Λούλας — και να φανταστεί κανείς πως αυτό ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο και για τους τρεις μας• η λογοκρισία ήταν πιο άγρια για τους πολιτικούς κρατούμενος. Κι όμως η Λούλα τα κατάφερε μια χαρά, προφανώς λαδώνοντας κάποιους. Τέλος, το 1954, ύστερα από υπεράνθρωπες ενέργειες της οικογένειας, ο Αναγνωστάκης βγήκε από τη φυλακή, αφού δυο φορές μετατράπηκε η ποινή του, κι αμέσως έφυγε για σπουδές στη Σουηδία, απ’ όπου συνέχισε να μου στέλνει μερικές κάρτες. Έφυγε και η Λούλα στην Αθήνα, κι έτσι προσωρινά χαθήκαμε.
Αυτή ήταν η δεύτερη εμπειρία μου από το Γεντί, και μάλιστα αρκετά επικίνδυνη.
3. Πέρασαν χρόνια. Το 1968, επί χούντας, έτυχε να έχω έναν φίλο, που ως ποινικός κρατούμενος, δοκίμασε κι αυτός τη γλύκα της φυλακής. Του συμπαραστάθηκα όσο μπορούσα, οκτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν ήταν κλεισμένος στις Νέες Φυλακές, μου έστειλε μερικούς στίχους του και με παρακάλεσε να τους μελοποιήσω. Αμέσως τους μελοποίησα και τα βράδια τριγυρνούσα στην Κασσάνδρου τραγουδώντας το τραγούδι μας, κι ο φίλος με άκουγε από μέσα και έπαιρνε κουράγιο. Στις Νέες Φυλακές τα πράγματα ήταν κάπως πιο μπόσικα, και μου επιτρέπονταν να τον επισκέπτομαι. Όταν όμως τον πήγαν στο Γεντί Κουλέ, εκεί τα βρήκαμε μπαστούνια. Τότε συνεννοήθηκα με τη μητέρα του (ο πατέρας του δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει γι’ αυτόν) και πήραμε σημείωμα απ’ τον εισαγγελέα, κι έτσι μπόρεσα και πάλι να τον επισκέπτομαι.
Στο Γεντί Κουλέ, η πρώτη μου επίσκεψη ήταν συγκλονιστική. Έρευνα στις σακούλες με τα τρόφιμα, ανακρίσεις («ποιος είσαι και τι τον έχεις»), κλίμα καχυποψίας και χαφιεδισμού, μαζί με ηθικολογίες και επιτιμήσεις («αφού είστε συγγενείς, πώς τον αφήσατε να γίνει κλέφτης») κτλ. Ακόμη χειρότερο απ’ τους ανθρώπους ήταν το περιβάλλον. Το βαρύ μεσαιωνικό κάτεργο, με τις αλλεπάλληλες βαριές σιδερένιες πόρτες, οι σκοτεινοί φύλακες με τα «μελιτζανιά», οι διαδοχικές εξευτελίσεις μέχρι να δεις τον άνθρωπό σου, ο στενός και παγερός χώρος των επισκέψεων, όπου ο φυλακισμένος στεκόταν πίσω από μια πυκνή σίτα και δεν τον διέκρινες καθόλου, άκουγες μόνο τη φωνή του που ήταν σα να έβγαινε από βαθύ τάφο, κι έπρεπε να μιλάς μπροστά στο βλοσυρό φύλακα τα δυο τρία λεπτά που κρατούσε το επισκεπτήριο — όλα αυτά τα έζησα έναν ολόκληρο χρόνο. Ήταν μια τραγωδία και για τους δυο μας, που δέχτηκα να την υποστώ για να του δώσω λίγο κουράγιο. Το χειμώνα, με βοριά και με βροχή, η απόσταση από τους Αγίους Αναργύρους ως το Εφταπύργιο ήταν σωστό μαρτύριο. Τέλος, τον έστειλαν στις Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας, όπου η μία μέρα λογαριάζεται διπλή. Τελικά βγήκε λίγο μετά το πέσιμο της χούντας.
Όλη αυτή η περιπέτεια μου ενέπνευσε μερικά τραγούδια, μεταξύ των οποίων και δύο για το Γεντί Κουλέ. Προπάντων με έκανε να ζήσω σχεδόν από κοντά τις ζοφερές συνθήκες της ζωής των φυλακισμένων. Αυτή ήταν η τρίτη και χειρότερη εμπειρία μου από το απαίσιο Γεντί.
[…]5. Εφέτος, ύστερα από πρόσκληση του αρχιτέκτονα Φίλιππου Ωραιόπουλου, μπόρεσα να επισκεφθώ όλο το Επταπύργιο, όπου ο εκλεκτός φίλος είχε τη καλοσύνη να μας ξεναγήσει, εμένα και τη Βάνα Χαραλαμπίδου. Γυρίσαμε όλο το φρούριο, τις επάλξεις, μπήκαμε μέσα στα καλοδιατηρημένα κτίρια των φυλακών και τα παράσπιτα, είδαμε τη διαμοιρασμένη αυλή με τους μεσότοιχους, καθώς και το εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου, που το έχτισαν οι ίδιοι οι κρατούμενοι με πρωτοβουλία ενός έγκλειστου παπά πριν το 1920. Τι να σας πω! Και το μνημείο και οι φυλακές, έτσι βουβά που τα αντίκριζα, χωρίς τα μαραζιασμένα κορμιά των φυλακισμένων, δε μου έλεγαν τίποτα. Περιδιαβαίναμε τα τοπία του ανθρώπινου πόνου αλλά η έλλειψη παραστάσεων και εμπειρίας δεν με βοηθούσε• το αποτέλεσμα ήταν πενιχρό. Ακόμη και το δέος του χώρου δεν ήταν όσο θα το περίμενα εντυπωσιακό. Και σκέφτηκα, τι καλά που έκανα και δεν πήγα στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Επταπυργίου το 1989! Είναι φοβερό να απολαμβάνει κανείς την ψυχαγωγία σε τόπους βασανιστηρίων και προθαλάμους εκτελέσεων. Αλλά και η μετατροπή αυτών των χώρων σε μουσείο θα είχε κάτι το παγερό. Τέλος, η εξαφάνισή τους από το πρόσωπο της γης (για τη δήθεν ανάδειξη του βυζαντινού μνημείου) θα ισοδυναμούσε με έγκλημα. Κι αφού με παίδεψε πολύ η σκέψη για το μέλλον του Επταπυργίου, κατέληξα στην απόφαση να προτείνω να γίνει πτωχοκομείο. Όχι θέατρα και θεάματα, αλλά πτωχοκομείο. Να απαλύνομε όσο μπορούμε τον ανθρώπινο πόνο εκεί που σακατεύτηκαν οι άνθρωποι από την τυραννία.
Με τις σκέψεις αυτές αποχαιρέτησα εκείνη τη μέρα το Επταπύργιο και, όταν έγινε η γνωστή ημερίδα για το μέλλον του μνημείου, έκανα την πρότασή μου για τη μετατροπή του σε πτωχοκομείο. Μα κανείς δε με άκουσε. Μερικοί αγανάκτησαν, όλοι ήθελαν θέατρα και θεάματα, κανείς δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για συμπαράσταση στον ανθρώπινο πόνο. Κι αυτό υπήρξε μια απ’ τις χειρότερες εμπειρίες της ζωής μου, πολύ χειρότερες απ’ το θέαμα του μπουντρουμιού, όπου αμπάρωναν ολόκληρο άνθρωπο εκεί που βία βία χωρούσε μόνο μία κότα…
Συνέντευξη...
Ντ.Χ.: Η αλήθεια είναι ότι η άνω πόλη μου αρέσει και για τον λαϊκό της χαρακτήρα αλλά και γιατί μου θυμίζει παλαιότερες ιστορικές περιόδους της Θεσσαλονίκης. Αφενός με μαγνητίζει, αφετέρου με βυθίζει στην ιστορία. Βλέποντας τόσους δρόμους με αρχαία ονόματα, ζωντανεύω μέσα μου το μακεδονικό παρελθόν, αυτό για το οποίο έγραψα το πρόσφατο βιβλίο μου «Η αρχαία Θέρμη και η ίδρυση της Θεσσαλονίκης». Και αν η αρχαία Θέρμη είναι κάτι θολό και συγκεχυμένο, η ίδρυση της αρχαίας Θεσσαλονίκης είναι κάτι το πιο απτό και δραματικό. Η οδός Κασσάνδρου μου θυμίζει τον σφετεριστή Κάσσανδρο που ναι μεν έχτισε τη Θεσσαλονίκη αλλά και που έταξε ως σκοπό της ζωής του να ξεπατώσει το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που τον μισούσε σε όλη του τη ζωή. Η οδός Ολυμπιάδος μου θυμίζει τη φοβερή μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ο Κάσσανδρος για να την εκδικηθεί, τη συνέλαβε, την καταδίκασε σε θάνατο και την εκτέλεσε με παλλαϊκό λιθοβολισμό στην Αμφίπολη. Η οδός Αντιπάτρου μου θυμίζει τον σώφρονα αντιβασιλέα, που ο Μέγας Αλέξανδρος σχεδόν τον καθαίρεσε ανοίγοντας έτσι με τα χέρια του και τον ίδιο του το λάκκο. Τρία πρόσωπα της μακεδονικής τραγωδίας, βουτηγμένα στο αίμα και στο μίσος — για να μην αναφέρω τον άθλιο Δημήτριο Πολιορκητή που με τη σειρά του ξεπάτωσε το σόι του Κάσσανδρου και της Θεσσαλονίκης. Περιτρέχω καθημερινά τους δρόμους της άνω πόλης και αναρωτιέμαι αν άξιζε να χυθεί τόσο αίμα για ν’ αποχτήσει ο κάθε δρόμος κι από ένα όνομα βουτηγμένο στο έγκλημα και στα εθνικά ιδανικά!
Το Φύλλο [απόσπασμα 2]...
2
Δεν ήταν τύχη λοιπόν ούτε σύμπτωση που ένα απόγευμα μες τα στενά σοκάκια της Πάνω-Γειτονιάς, την συνάντησε. Ήταν ώριμος πια να την δεχτεί, γιατί από καιρό στους μοναχικούς περιπάτους του φαίνεται πως την ζητούσε. Είχε μαλακώσει ο καιρός, Απρίλης ήτανε, και βγήκε να σεργιανίσει λίγο τ’ απόγευμα στην Πάνω-Πόλη για ν’ αεριστεί το μυαλό του από το διάβασμα, ώσπου…
Την είδε να βγαίνει από μια πάροδο της Αγίου Δημητρίου, ανεπάντεχα. Κι αμέσως έστριψε στην γωνιά χωρίς ο ίδιος να προφτάσει καθόλου να δει το πρόσωπό της. Δεν την ήξερε από πριν, η κορμοστασιά της δεν του θύμιζε τίποτα. Άθελά του, μαγνητισμένος σχεδόν, την ακολούθησε. Μίκραινε το βήμα του για να μην την προσπεράσει. Πρόσεξε πρώτα τα λεπτά άσπρα πόδια της με τις κοντές κόκκινες κάλτσες. Οι γάμπες της ήταν χυμένες σ’ ένα καλούπι ύπερου. Δεν είχε τακούνια κι αυτό έκανε ακόμα πιο ανάλαφρη την περπατησιά της. Έπειτα πρόσεξε την καφετιά καμπαρντίνα της με την ζώνη στη μέση. Μα η ματιά του κυριολεκτικά γαντζώθηκε από την ξανθιά της αλογοουρά που καθώς ήταν δεμένη ψηλά μ’ ένα κόκαλο έπεφτε κάθετα προς τα κάτω και ανεξάρτητη από την πλάτη που σκέπαζε, χόρευε, καμπάνιζε, πηδούσε, ελεύθερη, ατίθαση σαν χαίτη αλόγου κι αθόρυβη σαν μακρινός καταρράχτης που δεν μας φτάνει η βουή του. Η ώρα ήταν βαθιά και ήσυχη. Ο ουρανός αντηχούσε από τις καμπάνες του εσπερινού που χτυπούσαν σκόρπιες μες τα σπίτια. Και ο ήλιος, κοντά στη δύση του, χρύσιζε τα στάχυα των μαλλιών της, βάθαινε το σκούρο χωμάτινο χρώμα της καμπαρντίνας της.
Προχωρούσε κ’ ήταν τόσο φωτεινή μες τα ισκιωμένα κιόλα σπίτια, τόσο πλούσια μέσα σε όλη εκείνη τη φτωχολογιά, τόσο μελλούμενη μέσα στο παρελθόν που βάραινε τριγύρω που «ποιος» συλλογίστηκε «ποιος θάταν αυτός που δεν θα την ακολουθούσε;» «Δεν κάνω τίποτα κακό» ήταν η επόμενη σκέψη του. «Με παρασέρνει ο ρυθμός της σαν ένα ποίημα».
Προχωρούσε και φαινόταν να ήξερε που πηγαίνει γιατί δεν δίσταζε καθόλου μες τα πολύπλοκα ελικωτά σοκάκια. Ανέβαινε τώρα την Ιουλιανού. Στην Κασσάνδρου έκοψε δεξιά. Κ’ έπειτα πάλι αριστερά προς τα πάνω. Έτρεχε σαν την πετροπέρδικα — κόκκινες κάλτσες σαν τα νύχια της πέρδικας — που νιώθοντας την απειλή του κυνηγού από πίσω της ολοένα ψηλώνει το φευγιό της. Πρόσεξε ότι τα πόδια της δεν σκόνταφταν σαν τα δικά του πάνω στις πέτρες και διάλεγε τα μονοπάτια που ήταν βατά. «Άρα», συμπέρανε «θα μένει κάπου εδώ κοντά. Το σπίτι της θάναι εδώ. Κι από στιγμή σε στιγμή μπορώ να την χάσω». Τότε τον κυρίεψε η περιέργεια να δει το πρόσωπό της. Και δεν φοβόταν μην απογοητευθεί, μην πάψει ξαφνικά το καλντερίμι να μοιάζει με το αυλάκι που αφήνουν πίσω τους τα όνειρα. Η διαίσθησή του του έλεγε πως το πρόσωπό της θάταν το ίδιο ζωντανό σαν την αλογοουρά, το ίδιο σαν κι αυτήν χρυσαφένιο. Μα πώς να το δει; Αν την προσπερνούσε, τότε εκείνη θα το καταλάβαινε πως την ακολουθεί, και θα έτρεχε περισσότερο. «Κάπου θα συμπέσουμε, δεν γίνεται», έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. «Σε μια στροφή, σ’ ένα σταυροδρόμι».
Τότε παρατήρησε πως τα χέρια της δεν ήταν ελεύθερα. Κάτι κρατούσε. «Τι μπορεί νάναι;» σκέφτηκε. «Κανένα φόρεμα; Κανένα άστρο; Ή το ψωμί απ’ τον φούρναρη; Τι κρατά στα χέρια της κ’ είναι τόσο κουρασμένη;»
Φαίνεται πως με τις σκέψεις όμως χαλάρωσε το βήμα του γιατί ανεπάντεχα είδε πως την έχασε από μπροστά του. Έτρεξε ως την στροφή. Κοίταξε: μια πλατεία μικρή ανοίγονταν μπροστά του με ένα γέρικο πλάτανο στη μέση και μια βρύση. Τρεις δρόμοι ξεκινούσαν από κει. Ποιον απ’ τους τρεις να πήρε; Είδε δυο γριούλες που καθόταν στα κατώφλια τους σκυμμένες πάνω από τα πλεχτά τους. Αυτές δεν θάξεραν να του πουν. Κάτι πιτσιρίκια παίζαν ξέφρενα μ’ ένα πάνινο τόπι. Πήγε να τα ρωτήσει. Μα ένας παπάς φάνηκε να διασχίζει εκείνη τη στιγμή, στητός, περήφανος, την μικρή πλατεία και τα παιδάκια, παρατώντας το παιγνίδι τους, τρέξαν ν’ ασπαστούν το χέρι του.
Δεν είχε ώρα για χάσιμο. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε μεγάλωνε την απόσταση. Κ’ η νύχτα δεν θ’ αργούσε. Πήρε στην τύχη το μεσαίο στενό. Έτρεχε τώρα. Ζητούσε απελπισμένα την χαμένη αλογοουρά που καμπάνιζε ανυπόταχτη. Οι καμπάνες του εσπερινού είχαν βουβαθεί κ’ η σιωπή απλώθηκε στον ουρανό.
Τα καλντερίμια, όσο έτρεχε, αντί να ξεμπλεχτούν, μπερδεύονταν ολοένα και περισσότερο. «Λαβύρινθος», σκέφτηκε. Κι αν χανόταν το νήμα του ήλιου που τον συγκρατούσε σίγουρα δεν θάχε έξοδο από εδώ. Και το κομμάτι αυτό της Πάνω-Πόλης δεν το ήξερε. Πρώτη φορά έπεφτε τόσο ανατολικά. «Λαβύρινθος… Σωστός Λαβύρινθος». Και βάφτισε την άγνωστη κοπέλα που τον έμπλεξε μέσα εδώ Αριάδνη. «Αριάδνη… Αριάδνη». Έλεγε τ’ όνομά της μουρμουριστά στον ρυθμό που έτρεχε.
Τώρα υποπτεύονταν την κάθε πόρτα. Κοιτούσε μέσα σε κάθε αυλή. Παντού μπορούσε νάχει τρυπώσει. Έτσι που σκόνταψε πάνω σ’ ένα πλανόδιο γιαουρτσί και παραλίγο, αν εκείνος δεν πρόφταινε να γυρίσει την ξύλινη πλάστιγγά του, να σάρωνε όλα τα κεσεδάκια με το πρόβιο γιαούρτι στο χώμα. «Μα πού πήγε; Πού χάθηκε έτσι απότομα; Κόπηκε σαν ένα τραγούδι. Έσβησε σαν το χρώμα της θάλασσας στο δειλινό. Ο παπάς εκείνος, κακό σημάδι. Κι αν πήρε ένα από τα άλλα στενά; Πού τρέχω λοιπόν έτσι αλλόφρονα; Πού πάω; Τι θέλω; Θέλω… να δω το πρόσωπο της Αριάδνης». Ένας σκύλος τον πήρε το κατόπι. Και τότε μες την ταραχή του, μες τα γαυγίσματα του σκύλου, στις βρισιές του γιαουρτσί, ανάμεσα από τους ανθρώπους που τον κοιτάζαν καχύποπτα, θυμήθηκε τ’ αφρόψαρα. Τ’ αφρόψαρα που βγαίνουν για λίγο στην ίσια επιφάνεια του νερού, χτυπούν με τα φτερά τους τα κύματα, σκορπώντας νιφάδες και τρίμματα από ασήμι κ’ έπειτα τα ρουφά ξανά η θάλασσα, και κατεβαίνουν βαθιά, βαθιά, βαθιά, εκεί όπου δεν τα φτάνει κανένας βουτηχτής, εκεί όπου κι αυτά τα χέρια του ήλιου σταματούνε.
Τώρα βρισκόταν σ’ έναν χωματόδρομο πλατύ που δεν είχε σπίτια στην μια μεριά του. Τον αναγνώρισε αμέσως. Εδώ κάπου ήταν το Λυσσιατρείο όπου ερχόταν, μια εποχή, όταν ήταν πρωτοετής στην Γεωπονία, κ’ έκανε ενέσεις στην κοιλιά του — τον είχε δαγκάσει μια λυσσασμένη γάτα που πήγε να την γλυτώσει από κάτι σκυλιά. Ναι. Το είδε. Τούτη την ώρα το Λυσσιατρείο ήταν έρημο, μ’ ένα φως στην πρόσοψη, κάτω από την στέγη. Πλάι του ήταν ένα παλιό ενετικό τείχος χορταριασμένο. Ακούμπησε εκεί. Πιο κάτω, τα εβραίικα μνήματα και το μεγάλο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας, περιφραγμένο. Κοίταξε ένα στρέμμα γης, σπαρμένο σταυρούς και νεκροκρέβατα, με αναμμένα καντήλια. Οι κορφές των κυπαρισσιών ηρεμούσαν. Από τον πλατύ χωματόδρομο που πήγαινε πλάι στον φράχτη του νεκροταφείου, ανέβαινε ένα ζευγαράκι, αργά. Δεν ξεχώριζε τα σώματα τόσο ο ένας ήταν χωνεμένος μες την αγκαλιά του άλλου. Και κάτω, σαν κυπαρίσσι που ξέφυγε από το κιγκλίδωμα, ψήλωνε ατάραχος μες το σουρούπωμα ο μιναρές. Στεκόταν εδώ, ακουμπισμένος πάνω στο παλιό ενετικό κάστρο και κοιτούσε ανήσυχα τον δρόμο, μήπως κατά λάθος ξεπέρασε την κοπέλα, μήπως ξεπρόβαλλε από πουθενά, όταν το μάτι του έπεσε πάνω στο νέο τείχος που φτιάχναν τούτη τη φορά οι νεόκτιστες πολυκατοικίες, από την κείθε μεριά της Εγνατίας, κρύβοντας την θέα προς την θάλασσα όπου είχε δύσει οριστικά ο ήλιος. Τρόμαξε, τόσο το σταχτί τούτο κάστρο, το μακρύ οχύρωμα με τις συμμετρικές επάλξεις και τις σκοτεινές πολεμίστρες του, του φάνηκε εφιαλτικό. Μα περισσότερο ακόμα τρόμαξε με την σκέψη ότι ζούσε κι Αυτός εκεί μέσα, ότι ένα κομμάτι του το αποτελούσε το σπίτι όπου έμενε, μια μπουκαπόρτα του ήταν το παράθυρό του. Μέτρησε, υπολόγισε, είδε την πράσινη ταμπέλα που ήταν κάτω ακριβώς απ’ το μπαλκόνι του, ΣΤΕΓΗ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΩΝ, το βρήκε. Το παράθυρο τον κοιτούσε σαν μάτι σκοτεινό, επιτιμητικά. Τι ζητούσε Αυτός εκεί πέρα; Τι ήθελε μες τα λιβάδια της φτωχολογιάς; Δεν ήταν εκεί η θέση του. Η θέση του ήταν μέσα στο κάστρο. Γρήγορα πίσω, λοιπόν, σαν να του έλεγε, γρήγορα έλα πίσω, κακέ φρουρέ που εγκατάλειψες την θέση σου, προδότη, πίσω, στο μαντρί, απολωλός πρόβατο… «Όχι, λίγο ακόμα άσε με εδώ», παρακαλούσε Αυτός από μέσα του. «Θάρθω σε λίγο. Θάρθω…». Γύρισε με αηδία το κεφάλι του. Και τότε την είδε. Κατέβαινε. Ερχόταν ίσια πάνω του. Και κρατούσε μια γλάστρα στην αγκαλιά της.
Στην αρχή τα έχασε. Δεν πίστευε στα ίδια του τα μάτια. Πώς γινόταν να κατεβαίνει τώρα, ενώ πριν ανέβαινε; Άρα ο ίδιος είχε πέσει πολύ χαμηλά, χωρίς να το καταλάβει. Καταμεσίς στην γλάστρα ψήλωνε, όμοιο με μια τρεμουλιαστή πράσινη φλόγα, ένα φύλλο. Το πρόσωπό της δεν ξεχώριζε από μακριά. Τόβλεπε μονάχα χλωμό σαν το φεγγάρι στην αρχή της νύχτας. Στηριζόταν πάνω σ’ ένα μακρύ λαιμό, ίδιο με τον μίσχο του φύλλου. Από την μισάνοιχτη καμπαρντίνα της φαινόταν μια μπλούζα φουσκωτή που είχε το ίδιο κεραμιδένιο χρώμα με την γλάστρα που κρατούσε σφιχτά επάνω της.
Τράβηξε το χέρι του απότομα από το ερειπωμένο τείχος. Ήθελε τώρα να γίνει Αυτός ένας τείχος για να την σταματήσει.
Φυσούσε λίγο. Από μακριά, μέσα απ’ τις ρούγες, ερχόταν φωνές παιδιών, η φωνή του γιαρουρτσί που διαλαλούσε το πρόβιο γιαούρτι του, ο σκύλος που γαύγιζε τους ίσκιους. Και η κοπέλα πλησίαζε. Μα όσο ερχόταν πιο κοντά του γινόταν το αντίθετο από κείνο που περίμενε: το φύλλο της γλάστρας κολλούσε σιγά-σιγά πάνω στο πρόσωπό της, σκεπάζοντάς το με την πράσινη φλόγα του. Έτσι που τίποτα δεν έβλεπε από τα χείλια της, από τα μάτια της, από το κούτελό της. Μονάχα όπου ο δρόμος ήταν πολύ ανώμαλος και τόνα πόδι της βούλιαζε πιο βαθιά από τ’ άλλο, το φύλλο και το πρόσωπο χώριζαν, για τόσο λίγο που δεν πρόφταινε τίποτα ν’ αρπάξει, όπως μια πόρτα που ανοιγοκλείνει, κι έπειτα, μόλις ίσιωνε το βήμα της, ξανακολλούσαν, όπως το είδωλο που σμίγει με την σκιά του. Νεύριασε. Το παιγνίδι αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Μα ακόμα περισσότερο ενοχλήθηκε όταν είδε ότι όχι μονάχα ο λαιμός της άρχισε να γίνεται ένα με το κοτσάνι, αλλά και η φουσκωτή μπλούζα της, όσο πλησίαζε, χωνεύονταν σιγά-σιγά μες την κεραμιδένια γλάστρα. Έτσι, μεταμορφωμένη, πέρασε από δίπλα του, τον προσπέρασε, γιατί Αυτός έστεκε απολιθωμένος, ανίκανος να καταλάβει το θαύμα. Το μόνο που είδε ήταν τον μίσχο του φύλλου που αλαφρογύρισε προς το μέρος του καθώς τον προσπερνούσε.
Συνήρθε όταν η κρίσιμη στιγμή, η στιγμή που θα μπορούσε να την δει, είχε περάσει. Την ακολούθησε με κάποιο δισταγμό. Έβλεπε πάλι το χρυσάφι της αλογοουράς της, θαμπωμένο μες το σούρουπο. Τα πόδια της φέγγριζαν μες το αδιόρατο σκοτάδι. Εκείνη τον κατάλαβε και τάχυνε τον βηματισμό της. Τώρα ήταν πια αργά. Τόξερε. Αργά. Τόσο αργά που άναψαν και τα φώτα του Δήμου.
Είδε μια γυναίκα, μισή έξω απ’ το παράθυρο, να την καλησπερίζει. Κάτι τον εμπόδιζε τώρα να την ακολουθήσει παραπέρα. Ήξερε πως εδώ ήταν ο κόσμος της, η γειτονιά της, οι φίλες της. Σιγά-σιγά λιγόστεψε το βήμα του, ώσπου σταμάτησε ολότελα. Σε λίγο την είδε να στέκεται, να ανοίγει μια βαριά σιδερένια πόρτα κ’ εκεί μέσα να χάνεται. Περνώντας έπειτα από κει, πάνω στην μυρωδιά των βημάτων της, είδε πίσω από την σιδερένια πόρτα μιαν αυλή και στο βάθος της αυλής ένα χαμηλό διώροφο σπιτάκι με πορτοκαλιά παράθυρα. Σημείωσε τον αριθμό, 17. Οδός Ιερισσού, έγραφε στην ξεθωριασμένη ταμπέλα.
Κ’ έφυγε παίρνοντας την κατηφοριά της Αποστόλου Παύλου. Τότε μονάχα ένιωσε τον πόνο του καρφιού μες το παπούτσι του. Χώθηκε σ’ ένα ταβερνάκι και τράβηξε τρία ούζα μονοκοπανιά. Ζαλίστηκε, μα ηρέμησε κάπως. Κύλησε ως την Καμάρα. Απέναντι, στην άλλη όχθη, υψώνονταν τα πάμφωτα κάστρα. Περνώντας τα «σύνορα», τις γραμμές των τραμ, κόντεψε να τσακιστεί πάνω στις ράγες. «Πάλι στην φυλακή» σκέφτηκε καθώς σκαρφάλωνε, μικρό τρυποκάρυδο, τον πέτρινο κορμό της πολυκατοικίας.
Όμως το βράδυ εκείνο — άκουγε ξάγρυπνος τα σφυρίγματα των τραίνων στον Παλιό Σταθμό — για πρώτη φορά από τότε που μπήκε στο σπίτι αυτό, η κάμαρά του τον πρόδοσε κ’ έμεινε χωρίς προστασία. Το χάος ξαναγύρισε μέσα στην κάμαρά του, όπως ήταν προτού χτιστεί η οικοδομή: ένα διάστημα αδειανό και το σκοτάδι πάνω στην άβυσσο του. Πάχνη, ομίχλη, βροχή, χιόνι και χαλάζι. Συστήματα ανέμων. Συναγωγές υδάτων. Κ’ οι κάργες πετούσαν χαμηλά γυρεύοντας μες την νύχτα τον εαυτό τους.
Βασίλης Βασιλικός, Το φύλλο, το Πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα, Εστία, Αθήνα 19663, σ. 16-21.
Κασσάνδρα...
Πανούργα πόλη. Χαράζει το κορμί κάποιων ανθρώπων ανεξίτηλα• φεύγουν, κι αυτή ακολουθεί όπου κι αν πάνε. Εκείνοι ξέρουν ότι έχουν τα σημάδια της επάνω τους, όμως δεν υποπτεύονται, ή δε θέλουν να πιστέψουν, πως πρόλαβε εντωμεταξύ να σημαδέψει τη ζωή τους, και επιστρέφουν ανύποπτοι. Περπατούν στην Αγορά, ανηφορίζουν προς την Άνω πόλη. Δρόμοι αγνώριστοι με ονόματα οικεία, μια πάροδος ανέγγιχτη απ’ τον καιρό, κάποια άγνωστη οικοδομή τους παιδεύει ώσπου να θυμηθούν την προηγούμενη μορφή της, σημαδιακές γωνιές που έχουν συνωμοτήσει με το χρόνο… Κοντοστεκόμουν σίγουρος ότι πριν από λίγες νύχτες ξαναπέρασα, κι ας έχω λείψει χρόνια.
Η πόλη χθες είχε βγει από μπόρα ξαφνική. Οι δρόμοι άδειοι και τα φώτα γλιστρούσαν πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο. Στάθηκα στη βιτρίνα του Κωνσταντινίδη. Στο τζάμι, πίσω από τίτλους βιβλίων και εικόνες εξωφύλλων, καθρεφτιζόταν ακόμα το πρόσωπό της. Θα σε περιμένω εδώ, είχε πει. Γυρνώ και μου χαμογελά ντυμένη στα λευκά — γούνινος σκούφος κι ο γιακάς της ανασηκωμένος. Άργησες, λέω. Δεν απαντά. Ξανακοιτάω στη βιτρίνα… Ολομόναχος! Νιώθω να σφίγγεται στο μπράτσο μου, όμως δε βλέπω τη μορφή της. Θα ξαναρθείς, ψιθυρίζει. Θα στέκεσαι στην ίδια θέση ακριβώς, αλλά μονάχος.
[…]
Κάστρα• τσιπουράδικο Όμορφη πόλη. Στο αυτοσχέδιο πάλκο εγώ με μια κιθάρα κι ένας φοιτητής της Νομικής με το μπουζούκι του. Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε… Στέλνει κεράσματα — μια δυο φορές. Περασμένα μεσάνυχτα καθόμαστε σ’ ένα τραπέζι για να πάρουμε ανάσα. Πλησιάζει• πρόσωπο αψεγάδιαστο, πυρρόξανθα κοντά μαλλιά. Με κοιτά επίμονα — χείλη ελαφρά βαμμένα, μάτια λαδιά. Κρατά τσιγάρο στο ’να χέρι και στο άλλο το ποτήρι• δάχτυλα μακριά περιποιημένα. Αυτοσυστήνεται (Κασσάνδρα Πέσιτς — προφορά ξενική, χαριτωμένη) και μπαίνει στη ζωή μου. Γιουγκοσλάβα, λίγο πριν από τα σαράντα της, κλασική φιλόλογος στο Πανεπιστήμιο των Σκοπίων — στη σχολή του Κρατικού στα είκοσι και κάτι εγώ. Ξημερώνομαι στην κάμαρά της, Δημητρίου Πολιορκητού, στην Άνω πόλη — κάτω από το μαξιλάρι της το μαραμένο τριαντάφυλλο που έκλεψα τη νύχτα από μια πρασιά. Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο φαίνεται ως κάτω η Θεσσαλονίκη και η θάλασσα. Είσαι πιο όμορφη από χθες, της λέω. Είμαι σαν την πόλη σου, απαντά. Εγώ κι εκείνη, όσο μας αγαπάνε, ξανανιώνουμε.
[…]
Πως είναι να ’σαι μεθυσμένος; Περίπου έτσι. Τα νιώθεις όλα παραμορφωμένα και ρευστά, όμως δεν αντιδράς μήτε γυρεύεις εξηγήσεις. Το καταλάβαινα πως ήταν γυναίκα αλλόκοτη και μ’ απομάκρυνε σιγά σιγά απ’ τη ζωή μου και την πόλη. Φορές ξυπνούσα κι η Θεσσαλονίκη κάτω από το παράθυρό της είχε αλλάξει. Υψώνονταν οικοδομές παράταιρες που έκρυβαν τη θάλασσα — την άλλη μέρα υποχωρούσαν, σαν κάποιους πύργους που συνωμοτώντας μεταξύ τους βλέπουν μόνο τα παιδιά. Διαπερνούσαν τη ζωή μου — όπως στα όνειρα — άνθρωποι και συμβάντα από μέλλον σκοτεινό και διφορούμενο.
Μια νύχτα με ξυπνά — όλα τα φώτα αναμμένα. Στέκεται πάνω απ’ το κρεβάτι μας, δε λέει κουβέντα• ντύνομαι. Βγαίνει αμίλητη απ’ το σπίτι. Τρέχω ξοπίσω — βρέχει. Κατεβαίνουμε: στενά πλακόστρωτα, εξώπορτες βαμμένες μπλε και πράσινες, κήποι, χαμόσπιτα, παιδιά που παίζουνε στους δρόμους. Κοντοστέκομαι λαχανιασμένος, μα δεν περιμένει. Στο Σιντριβάνι στρίβει δεξιά. Τρέχω και την αρπάζω από το μπράτσο. Στάζουν νερά απ’ τα μαλλιά κι απλώνεται μαβί το ξεφτισμένο μακιγιάζ γύρω απ’ τα μάτια της. Πού πάμε; τη ρωτώ. Δεν απαντά. Φτάνει στην παραλία, μπαίνει στο Βασιλικό. Ακολουθώ. Ανεβαίνει στη σκηνή — στέκομαι στην πλατεία όρθιος. Σπάζουν την ησυχία προβολείς, σειρήνες, πυροβολισμοί σαρώνουν την πλατεία και σταματούν πάνω σε εκείνη — δείχνει πολύ πιο νέα. Πανικοβάλλομαι• φωνάζω το όνομά της δυνατά για να μ’ ακούσει… Έσκυψε στο προσκεφάλι μου απ’ την κανονική της ηλικία. Σε ’βλεπα στ’ όνειρό μου, είπα. Χαμογέλασε. Δεν ήταν όνειρο —ψιθύρισε—, η ζωή μας είναι.
Δεν ήταν όνειρο. Έβρεχε χθες πάλι. Ανέβηκα στα Κάστρα με το λεωφορείο κι ύστερα κατέβηκα πεζός. Ακροπόλεως, Δημητρίου Πολιορκητού, Τσινάρι, Άθωνος, Θεοφίλου, πάλι Ακροπόλεως… Πλακόστρωτα, βρύσες δίχως νερό, σπίτια μικρά, μαντρότοιχοι, καφενεία κιβωτοί, ερείπια αρχαία και νεότερα, νεόχτιστα μεγαθήρια — αναρωτιέσαι τι θα αντικρίσεις στην επόμενη στροφή του δρόμου. Σε κάθε διασταύρωση αφήνεις πίσω κάμποσες δεκαετίες. Μια πόλη που δεν έχει ανάγκη από προκατασκευασμένα σκηνικά για να διασχίσεις κινηματογραφικά το χρόνο. Γεννήθηκα στην Πάνω πόλη• κατέβαινα κάθε τόσο προς τη θάλασσα εγκαταλείποντας πίσω κομμάτια της ζωής, ελπίδες και φιλοδοξίες. Ξανακατέβηκα τους ίδιους δρόμους. Ολυμπιάδος, Κασσάνδρου, Αγίου Δημητρίου, Εγνατία, Τσιμισκή — σχεδόν παράλληλες οδοί που κόβουν σαν δεκαετίες τη ζωή μου. Στο Σιντριβάνι έστριψα δεξιά. Η αίσθηση της επανάληψης επίμονη. Έφτασα στο Βασιλικό λίγο πριν απ’ τη γενική πρόβα. Μισοσκόταδο. Ήμουν στη σκηνή — ο χορός των γυναικών στα μαύρα. Φώτα, λαμπάδες, μουσική. Κι ήρθε απ’ το σκοτάδι — ήταν νέα, όπως στο όνειρο, περίπου συνομήλική μου.
Δημήτρης Μίγγας, «Κασσάνδρα», Της Σαλονίκης μοναχά…, Μεταίχμιο, Αθήνα 2003, σ. 55-56, 57-58, 59-62.
Το εξάμηνο...
Μικρός, πολλές φορές τέντωνα τα λάστιχα της σαΐτας μου δοκιμάζοντάς τα, ας πούμε ο χαρούμενος χρόνος της ζωής μου, ο ελάχιστος, μεγαλύτερος να γίνει, πιο πολύς ακόμη, να ’χω περισσότερη χαρά. Τα λάστιχα του χρόνου όμως ήσαν τετράγωνα, συμπαγή και δύσκαμπτα, δεν μαλάκωναν με τίποτα, μαύρα.
Κάτι τέτοιο συνέβαινε με το εξάμηνο της Σαλονίκης — μικρό παιδί ακόμα ήμουν, πάλι ο χρόνος εκείνος άκαρδος, χοντρό λάστιχο, σκληρό και μαύρο.
Όταν λοιπόν τα δύο αγαπημένα αδέρφια, ο Χρήστος κι ο Θόδωρος, βγήκαν από το καράβι, προτού ανέβουν στο χωριό και στους δικούς τους, με κάποια υπόλοιπα χρήματα αγόρασαν ένα παλιό τούρκικο σπίτι, κολλημένο στα τείχη του κάστρου, εξημισείας.
Γύριζαν από την Αμέρικα, αγόρασαν το σπίτι «να βρίσκεται», όπως είπαν. Λίγο μετά ο Χρήστος παντρεύτηκε την τέτα Βάσα, ξαδέρφη της μητέρας μου, κι ο Θόδωρος, ο άλλος αδερφός, παντρεύτηκε την τέτα Ρίνκα, αδερφή του πατέρα.
Ο πρώτος γέννησε τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια δυο κορίτσια• ο δεύτερος τρία, ένα κορίτσι και δύο αγόρια.
Όσο ήσαν ακόμη στο χωριό, άρρωστος ο Θόδωρος, ο Χρήστος ήταν εκείνος που κατέβηκε, πριν από το σαράντα, βιαστικός στη Σαλονίκη, εκεί να μεγαλώσει τα παιδιά, εκεί να ζήσουν. Έφτασαν λοιπόν στην πόλη, εγκαταστάθηκαν στο σπίτι εκείνο που βρίσκονταν, Ολυμπιάδος 13Α, ο θείος Χρήστος, η τέτα Βάσα, ο Αντώνης, η Θεοπίστη, ο Αναστάσης και η Μαρίκα.
Πέρασαν τα χρόνια, πέθαναν τα δύο αδέρφια κοντά κοντά. Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, μόλις έμπαινε το καλοκαίρι του ’47, η τέτα Ρίνκα δυο φορές καμένη στο χωριό, χήρα κι αυτή, θυμήθηκε το σπίτι, το εξημισείας. Αρχικά γκρίνιασεν η συνυφάδα της μα τη δέχτηκε στο μικρότερο κάτω μέρος του σπιτιού, εκείνην και τα τρία παιδιά της, τη Χρυσή που ήταν ήδη παντρεμένη, τον Τάση και τον Νάση, να συγκατοικήσουν. Εκεί λοιπόν, στη Σαλονίκη, στενόχωρα και μ’ έναν εξωτερικό κοινόν απόπατο η τέτα Ρίνκα ζούσε• το εξημισείας σπίτι όλο κι όλο μια κουζίνα με μασίνα, ένα τραπέζι και προς το εσωτερικό παράθυρο ένας σοφράς σπασμένος στα δύο. Στο στενόμακρο χολ ένα ντιβάνι. Το μοναδικό δωμάτιο είχε μια ντουλάπα με τα ρούχα και τα κιλίμια, ένα κρεβάτι, στρωσίδια κάτω• κουζίνα και δωμάτιο κολλημένα στα ασουβάδιστα τείχη (η τέτα Βάσα επάνω, μ’ ένα δωμάτιο περισσότερο, ήταν καλύτερα, πολύ καλύτερα).
Εκεί λοιπόν, στο σπίτι της Ολυμπιάδος 13Α, μ’ έστειλε ο πατέρας, αρχές του δεύτερου εξαμήνου, ’48 προς ’49, να πάω στην αδερφή του, στην τέτα Ρίνκα, να βγάλω τη χρονιά στο Γυμνάσιο. (Ο Εμφύλιος ήταν στην κορύφωσή του, μαύρα και σκοτεινά μερόνυχτα εφόβιζαν τους πάντες).
Κατέβηκα στη Σαλονίκη και στριμώχτηκα, στο κάτω μέρος του σπιτιού, μαζί με τους άλλους. Στο σχολείο, συνήθως, πήγαινα το απόγευμα, είχα καιρό το πρωί να βοηθάω την Τέτα στα ψώνια, περνούσαμε την πλατεία της λαχαναγοράς και κατεβαίναμε στην ψαραγορά, του Βαρδάρη, να πάρουμε τα μικρά φτωχά ψάρια. Εύκολος ο δρόμος στον κατήφορο, η Κάλβου, η Αγίου Δημητρίου, τα σοκάκια με τα καπνομάγαζα, η βουερή πλατεία, τέλος, με τ’ αμέτρητα καλούδια, μα στον ανήφορο φορτωμένοι χάναμε συχνά τον δρόμο της επιστροφής κι αργούσαμε. Σημείο αναφοράς η αλάνα της λαχαναγοράς, όπως και ο χώρος με τα πεύκα, μπροστά και μετά την Αγίου Δημητρίου, στο Διοικητήριο, ήσαν τόποι για τα παιχνίδια με τον φίλο Βαγγέλη, γιο του γειτονικού μπακάλη, κολλητόν μου. Το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο της λαχαναγοράς ήταν κιόλας εγκαταλειμμένο, είχε μετακομίσει στην Κολόμβου• έτσι, από τις αφύλαχτες πλέον πόρτες της μπαινοβγαίναμε εμείς, όλα τα παιδιά της γειτονιάς, παίζοντας.
Περνούσε ο καιρός, πού χρόνος για διάβασμα, όταν επέστρεψα στο σπιτικό της μάνας μου, μόνο σ’ ένα μάθημα είχα μεγαλύτερο βαθμό, όλα τ’ άλλα γκρεμισμένα κάτω. Η ατμόσφαιρα δεν ήταν χαρωπή, σφιγμένοι οι άνθρωποι, όμως καλύτερα από κει που ροβόλησα, κοντά εκεί τα βουνά και οι μάχες, εκεί ακούγονταν μέρα-νύχτα οι κρότοι των όπλων, μικρών μεγάλων, και μας πάγωναν. Εδώ, στη Σαλονίκη, συγκεκριμένα στις εκβολές των οδών Κασσάνδρου και Στρατηγού Δουμπιώτου, δυτικά βαδίζοντας, ο κόσμος πήγαινε στις δουλειές του κάτι πιο χαλαρά. (Εκτός από κάποια Τμήματα Μεταγωγών στην περιοχή, που δραστηριοποιούνταν στα μαύρα χαράματα — καημένη Μίτσα!)
Δυο σπίτια πιο κάτω από το σπίτι των συγγενών μου, σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα παλικάρια, όλα στρατεύσιμα, από τα Βοδενά και τα Βέροια, ο Τάκης, ο Βαγγέλης, ο Θωμάς κι ο Χρηστάκος, σταλμένοι εκεί από τους γονείς τους, μήπως και γλιτώσουν τις ένοπλες συγκρούσεις του Εμφυλίου, ο καθένας για διαφορετικό λόγο. Σχεδόν κρυμμένοι στο νοικιασμένο δωμάτιο, σπάνια έβγαιναν έξω, γνωστοί με τα ξαδέρφια μου, τρύπωνα κι εγώ ανάμεσά τους μαθαίνοντας, θέλοντας και μη, τα νέα των ημερών. Όταν τέλειωναν τις κουβέντες, ο Τάκης από τα Βέροια, ο μεγαλύτερος στην ηλικία, έπαιρνε την κιθάρα από τον τοίχο και χάιδευε τις χορδές.
Πώς πονώ και θρηνώ και κάθε βράδυ
σαν μεθάω στους δρόμους γυρνώ.Τα θερμά τα φιλιά, τα τόσα χάδια γύρνα πάλι στην πρώτη φωλιά. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Γλυκιά μου αγάπη γύρνα ξανά σαν και πρώτα στην έρμη φωλιά!
Φθαρμένο τανγκό, τραγουδάκι της εποχής θαρρείς ξένο, δεν το ξανάκουσα. Μας μαλάκωνε, κυρίως τα βράδια της Κυριακής, όταν η πλατεία της λαχαναγοράς βούλιαζε στο σκοτάδι, σχεδόν χωρίς φως. Ένας στύλος μόνο, με μια λάμπα εξηντάρα θα ’ταν, κοντά στις προσφυγικές παράγκες, στην αρχή της Ολυμπιάδος, ο άλλος στύλος μπροστά στο καφέ μαγαζάκι του Ψύλλα προς την Αγία Αικατερίνη κι ο άλλος αντίθετα και διαγώνια προς την κατηφόρα της Κάλβου, λίγο πριν ανταμώσει την ισιάδα των τελευταίων μέτρων τ’ Αγίου Δημητρίου. Μακριά, ο ένας από τον άλλον, οι στύλοι, σχεδόν ανύπαρκτοι, η πλατεία γύρω γύρω στον μαύρο χρόνο της νύχτας.
Τότε ήταν που ακούγονταν, κάθε νύχτα, οι χαμηλές φωνές από την απέναντι πλευρά του δρόμου με τις προσφυγικές παράγκες. Κάποιες χαροκαμένες, λέγανε, προσφυγομάνες κατοικούσαν εκεί. Ρωτούσα την Τέτα γιατί οι γυναίκες εκείνες έκλαιγαν μόλις σουρούπωνε και η θεια μου δεν απαντούσε. Μην ανακατεύεσαι, μη ρωτάς, μου έλεγε. Ρωτούσα και την κυρά Θωμαή, τη γειτόνισσα, τη φίλη της τέτας Βάσας, γιατί κυρα-Θωμαή κλαίνε κάθε νύχτα οι γυναίκες στις παράγκες. Πάψε, μου είπε και κείνη φοβίζοντάς με πιο πολύ, μικρός είσαι, δεν κάνει.
Όμως λίγο αργότερα έμαθα.
Ένα από τα παιδιά που ζούσαν στις παράγκες ήταν ανακατεμένο με τις αντιστασιακές ομάδες, τη μέρα δούλευε στα καπνομάγαζα, πιο κάτω, τη νύχτα μοίραζε προκηρύξεις, έγραφε συνθήματα στους τοίχους, τολμηρός, τελείωνε δύσκολες υποθέσεις. Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, δεν πήγε πολύς καιρός, οργίαζαν οι παρακρατικοί, πάλι• αρχές του ’47, μια νύχτα μπουκάρανε στο σπιτικό του, τον πήραν, πήραν και άλλα τρία παλικάρια από τις διπλανές παράγκες δίχως λόγο εκείνους, και όλους μαζί, έξω από τα τείχη, τους εκτέλεσαν.
Τους βρήκαν το πρωί περαστικοί, ειδοποίησαν τα σπίτια τους, οδυρμός. Μαύρισαν οι παράγκες, με τα μοιρολόγια. Στα μαύρα οι μάνες κλαίγανε, πνιχτά στο φως της ημέρας, οι γόοι τις νύχτες. Ένα μαύρο σύννεφο ξεκινούσε από κει και ξαναγύριζε πίσω, πάνω στις στέγες μας, στα παράθυρά μας, στις πόρτες που άνοιγαν προς τα σοκάκια. Ένα μούρμουρο αρχικά, συνεχόμενοι βόγκοι κατόπιν, κανένας θρήνος (ώρες ώρες) δεν έμοιαζε με τον προηγούμενο, λίγο λίγο το φαρμάκι πλημμύριζε τον αέρα. Που τον έκαμνε πνιχτόν, σκληρόν και μαύρο.
Σαν τα λάστιχα, τα συμπαγή και τα δύσκαμπτα, της δικής μου σαΐτας, που δεν άνοιγαν, δεν τέντωνε η χαρά τους με τίποτε.
Σαν Λάμδα κεφαλαίο...
[…] Μέσα σε γύφτικα πανέρια ανατρέφομαι κι όπως Μωυσή με ταξιδεύουνε ποτάμια: Λήλας, Εχέδωρος, Λουδίας, Αξιός και Ενιπεύς, κι έψαχνα επροχτές, τι έψαχνα προχτές όλη τη μέρα στα χαλάσματα και στις υγρές απόμερες σκιές που σχηματίζει η οδός Χρυσίππου μέχρι που εσκοτείνιασε για τα καλά ανάμεσα Κασσάνδρου, Δημητρίου Πολιορκητού, Γυμνασιάρχου Κωνσταντίνου Γκράτζιου, που έπεσε ανέλπιστα μια λέξη από πάνω μου καθώς ανέβαινα το μεσημέρι κουρασμένος κι ο δυστυχής δεν την εντόπισα παρά την απαστράπτουσα τροχιά της που διέγραψε όπως διάττοντας αστέρας όταν πέφτει, παρά τον εκκωφαντικό της θόρυβο ακόμα, ως νάρκη τελερμάϊν που ακούστηκε ή και σαν έκρηξη υγραερίου στην κουζίνα και τρόμαξε η γειτονιά νομίζοντας οι άνθρωποι πως έσκασε φουρνέλο δίπλα εδώ στο εργοτάξιο που διανοίγουν αγωγό για τις αποχετεύσεις της Θεσσαλονίκης, κι άλλοι υπέθεσαν οι τολμηροί πως είναι η εξάτμιση ενός αγροτικού αυτοκινήτου ιαπωνικού του ελαιοχρωματιστή απ’ το Δρυμό που έρχεται για μεροκάματο και κάνει κόρτε στη φοιτήτρια από τα Δολιανά της Αρκαδίας η κοπέλα, πάντως εβγήκανε ανήσυχοι στ’ αντικρινά μπαλκόνια οι περίοικοι κι αλλοπαρμένοι παρακολουθούν με ό,τι πάνω τους φορούσανε αυτή την ώρα μες στα σπίτια, χωρίς να υποψιαστούν μέχρι στιγμής τι ακριβώς συμβαίνει επιτέλους, ούτε κι οι χωροφύλακες που έσπευσαν από τον παρακείμενο σταθμό να ερευνήσουν το συμβάν δεν μπόρεσαν να το διαλευκάνουν, αφού δεν ήταν δυνατόν να εννοήσουν τα παιδιά, και πώς να εννοήσουν οι χωροφυλάκοι, άβγαλτοι Ακαρνάνες, ώστε να αξιολογήσουν με ακρίβεια τα περιστατικά ένα προς ένα κι ανάλογα ν’ αποφανθούν στις έγγραφες αναφορές προς τους προϊσταμένους που συντάσσουν, αλλά αυτοί οι επιπόλαιοι χωρίς να εμβαθύνουν, στάθηκαν εχθρικοί απέναντί μου εξαρχής, πως δήθεν τους απασχολώ με τιποτένια πράγματα προσωπικά που δεν ενδιαφέρουν την υπηρεσία, σάμπως να ήταν το ζητούμενο αυτό, κι όχι τα επακόλουθα που διαδραματίστηκαν αναστατώνοντας στο ντάλα μεσημέρι αθώους συνανθρώπους μου εργατικούς, έκθετος το λοιπόν και με διάφορα υπονοούμενα με προπηλάκιζαν ενώπιον αυτών των περιέργων που όλο και συνέρρεαν από στενές ανώνυμες παρόδους της περιοχής μ’ ένα ρυθμό όπως μαζεύονται σε ατυχήματα αργόσχολοι και σχολιάζουνε ως εμβριθείς πραγματογνώμονες επιμερίζοντας ευθύνες, αλλά εγώ εκεί, κι αυτά για τα οποία τώρα λέμε μου φάνηκε ότι εχάνονταν, γιατί κι εγώ μαζί τους εχανόμουν υποχωρώντας διακριτικά στο βάθος της εικόνας κι αναδυόμενες μετά σιγά σιγά μου ερχόταν ένας παλιός ρυθμός ζωής που πρωτοείδα στην Καβάλα, όταν πρωί κατέβαιναν οι καπνεργάτες στις δουλειές αφήνοντας μια μυρωδιά τα σώματά τους σαν το καπνεργοστάσιο «Αυστροελληνική – καπνά εις φύλλα» ή στα αλίπαστα που κάνουν μεροκάματο οι άλλοι κι αφήνουν μια αποφορά στο πέρασμά τους όταν τελειώνουν για να παν στα σπίτια τους τραβώντας για το Σούγιουλου ή προς τα «Χίλια», εν προκειμένω, εδώ που είμαστε εμείς (είμαστε;) επλήθαιναν τα γεγονότα και οι άνθρωποι ραγδαία με αποτέλεσμα εντέλει να διακοπεί και η κυκλοφορία των αυτοκινήτων απ’ τη συμφόρηση που γινόταν τυραννική μέσα στη ζέστη τις βρισιές και τον εκνευρισμό των οδηγών, ιδίως από την πλευρά που ανεβαίνουν τα οχήματα τη Δημητρίου Πολιορκητού έως ψηλά στα δαιδαλώδη στενοσόκακα της Άνω Πόλης εισχωρώντας και ως τη συμβολή που συναντιέται χαμηλά με την οδό Κασσάνδρου, όταν κι αυτή μία ολόκληρη οδός που διασχίζει τη Θεσσαλονίκη απ’ την Ευαγγελίστρια σχεδόν μέχρι την πρώην Λαχαναγορά γωνία Παπαζώλη, απαίδευτα που χάραξαν πολεοδόμοι αναιδείς ώστε να μνημονεύεται υποτιμητικά το όνομα του κτήτορος της πόλης, ανοίγοντας ένα κανάλι δηλαδή χωρίς νερά, κουρούντερε που λένε, άρχισε να φρακάρει επικίνδυνα κι αυτός ο ξεροπόταμος όπως εκπέμπουν εναγώνιες μεταλλικές κραυγές συναχωμένες τα ασυρματοφόρα δίκυκλα που εγκατέλειψαν οι άνδρες της τροχαίας γιατί ακινητοποιήθηκαν τα τροχοφόρα μέχρι τη διασταύρωση που βρίσκεται ο πρώην κινηματογράφος «Αίγλη», τα περαιτέρω ερρυθμίστηκαν μετά, όπως ρυθμίζονται ανάλογα προβλήματα σε τέτοιες περιστάσεις, κι έτσι όταν με το καλό την άλλη μέρα επανήλθα το πρωί και βρέθηκα εδώ ανάμεσα σε ζαρζαβατικά, ψάρια της λίμνης Λαγκαδά και ανθοπώλες της Πυλαίας, γιατί την Πέμπτη έχει Λαϊκή πάνω σ’ αυτό το τμήμα της οδού Γυμνασιάρχου Κωνσταντίνου Γκράτζιου, που ως μια υποτείνουσα τριγώνου σκαληνού να εκληφθεί, όπου ως Α-Β η Δημητρίου Πολιορκητού, και Β-Γ η Γυμνασιάρχου Κωνσταντίνου Γκράτζιου ας κληθεί, και Α-Γ η Κασσάνδρου ή για να είναι η εκφώνηση της άσκησής μας ακριβής, έστω λοιπόν ένα τραπέζιο με άνισες πλευρές, γιατί ένα μικρό κομμάτι αυτής της υποτείνουσας, που μάλλον πρόχειρα προσδιορίσαμε προηγουμένως λανθασμένα, παίρνει μία κλίση αναγκαστικά λόγω μορφολογίας του εδάφους και έρχεται κατάντικρυ της Μακεδονικής Αμύνης ακριβώς, άρα δεν είναι υποτείνουσα αλλά η πιο μικρή πλευρά σ’ αυτό το άτακτο πολεοδομικό τραπέζιο που μας απασχολεί λόγω των γεγονότων, όπου κι εδώ στήνουν τους πάγκους τους οι μικροπωλητές και βγαίνουν να ψωνίσουν οι νοικοκυραίοι κάθε Πέμπτη, αλλά κανείς, κανείς δεν αντιλήφθηκε μέσα στη διαδικασία των συναλλαγών και το αλισβερίσι ότι αυτή η λέξη, αυτή, που έπεσε εχτές και δήθεν χάθηκε κατρακυλώντας από πάνω μου χωρίς να εννοήσω, καθώς ανέβαινα το μεσημέρι κουρασμένος και εξ αιτίας της αναστατώθηκε ολόκληρη περιοχή, ήδη πετούσε υπερήφανα σαν μία λευκή περιστερά ανάμεσα στους εκτυφλωτικούς στραφταλισμούς ενός μικρού καθρέφτη τσέπης που έπαιζε ανέμελα μες στα ωχρά της δάχτυλα εκείνη, από τα Δολιανά Ιωαννίνων εκ πατρός, κι εκ της μητρός απ’ τα Ραβένια που μας έρχεται χωρίς και να το θέλει, έτσι πετούσε το λοιπόν στον ουρανό γράφοντας γράμματα όπως σε κάκτους χαραγμένα με αγροτικό σουγιά, Αθανασία, ώστε η μνήμη μας να ενσωματωθεί εμβολιαστικά σ’ ό,τι η φύση μοναχή της ανατρέφει. […]
Μετάβαση στο σημείο: Κασσάνδρου-Αγίου Δημητρίου