Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΚασσάνδρου-Αγίου Δημητρίου Οδός Αγίου Δημητρίου
Η οδός του Ναού του Αγίου Δημητρίου. Βασική οδική αρτηρία που τέμνει την πόλη από δυτικά προς ανατολικά. Ουσιαστικά αποτελεί, μαζί με τη βόρεια παράλληλή της Κασσάνδρου, τα νότια όρια της Άνω Πόλης. Οι δύο οδοί γνώρισαν μεγάλη ανοικοδόμηση τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Στις δύο οδούς διέμεναν οικογένειες από τα λαϊκά στρώματα και αρκετοί φοιτητές. Σήμερα κατοικούνται και από σημαντικούς πληθυσμούς μεταναστών.
Το Φύλλο [απόσπασμα 2]...
2
Δεν ήταν τύχη λοιπόν ούτε σύμπτωση που ένα απόγευμα μες τα στενά σοκάκια της Πάνω-Γειτονιάς, την συνάντησε. Ήταν ώριμος πια να την δεχτεί, γιατί από καιρό στους μοναχικούς περιπάτους του φαίνεται πως την ζητούσε. Είχε μαλακώσει ο καιρός, Απρίλης ήτανε, και βγήκε να σεργιανίσει λίγο τ’ απόγευμα στην Πάνω-Πόλη για ν’ αεριστεί το μυαλό του από το διάβασμα, ώσπου…
Την είδε να βγαίνει από μια πάροδο της Αγίου Δημητρίου, ανεπάντεχα. Κι αμέσως έστριψε στην γωνιά χωρίς ο ίδιος να προφτάσει καθόλου να δει το πρόσωπό της. Δεν την ήξερε από πριν, η κορμοστασιά της δεν του θύμιζε τίποτα. Άθελά του, μαγνητισμένος σχεδόν, την ακολούθησε. Μίκραινε το βήμα του για να μην την προσπεράσει. Πρόσεξε πρώτα τα λεπτά άσπρα πόδια της με τις κοντές κόκκινες κάλτσες. Οι γάμπες της ήταν χυμένες σ’ ένα καλούπι ύπερου. Δεν είχε τακούνια κι αυτό έκανε ακόμα πιο ανάλαφρη την περπατησιά της. Έπειτα πρόσεξε την καφετιά καμπαρντίνα της με την ζώνη στη μέση. Μα η ματιά του κυριολεκτικά γαντζώθηκε από την ξανθιά της αλογοουρά που καθώς ήταν δεμένη ψηλά μ’ ένα κόκαλο έπεφτε κάθετα προς τα κάτω και ανεξάρτητη από την πλάτη που σκέπαζε, χόρευε, καμπάνιζε, πηδούσε, ελεύθερη, ατίθαση σαν χαίτη αλόγου κι αθόρυβη σαν μακρινός καταρράχτης που δεν μας φτάνει η βουή του. Η ώρα ήταν βαθιά και ήσυχη. Ο ουρανός αντηχούσε από τις καμπάνες του εσπερινού που χτυπούσαν σκόρπιες μες τα σπίτια. Και ο ήλιος, κοντά στη δύση του, χρύσιζε τα στάχυα των μαλλιών της, βάθαινε το σκούρο χωμάτινο χρώμα της καμπαρντίνας της.
Προχωρούσε κ’ ήταν τόσο φωτεινή μες τα ισκιωμένα κιόλα σπίτια, τόσο πλούσια μέσα σε όλη εκείνη τη φτωχολογιά, τόσο μελλούμενη μέσα στο παρελθόν που βάραινε τριγύρω που «ποιος» συλλογίστηκε «ποιος θάταν αυτός που δεν θα την ακολουθούσε;» «Δεν κάνω τίποτα κακό» ήταν η επόμενη σκέψη του. «Με παρασέρνει ο ρυθμός της σαν ένα ποίημα».
Προχωρούσε και φαινόταν να ήξερε που πηγαίνει γιατί δεν δίσταζε καθόλου μες τα πολύπλοκα ελικωτά σοκάκια. Ανέβαινε τώρα την Ιουλιανού. Στην Κασσάνδρου έκοψε δεξιά. Κ’ έπειτα πάλι αριστερά προς τα πάνω. Έτρεχε σαν την πετροπέρδικα — κόκκινες κάλτσες σαν τα νύχια της πέρδικας — που νιώθοντας την απειλή του κυνηγού από πίσω της ολοένα ψηλώνει το φευγιό της. Πρόσεξε ότι τα πόδια της δεν σκόνταφταν σαν τα δικά του πάνω στις πέτρες και διάλεγε τα μονοπάτια που ήταν βατά. «Άρα», συμπέρανε «θα μένει κάπου εδώ κοντά. Το σπίτι της θάναι εδώ. Κι από στιγμή σε στιγμή μπορώ να την χάσω». Τότε τον κυρίεψε η περιέργεια να δει το πρόσωπό της. Και δεν φοβόταν μην απογοητευθεί, μην πάψει ξαφνικά το καλντερίμι να μοιάζει με το αυλάκι που αφήνουν πίσω τους τα όνειρα. Η διαίσθησή του του έλεγε πως το πρόσωπό της θάταν το ίδιο ζωντανό σαν την αλογοουρά, το ίδιο σαν κι αυτήν χρυσαφένιο. Μα πώς να το δει; Αν την προσπερνούσε, τότε εκείνη θα το καταλάβαινε πως την ακολουθεί, και θα έτρεχε περισσότερο. «Κάπου θα συμπέσουμε, δεν γίνεται», έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. «Σε μια στροφή, σ’ ένα σταυροδρόμι».
Τότε παρατήρησε πως τα χέρια της δεν ήταν ελεύθερα. Κάτι κρατούσε. «Τι μπορεί νάναι;» σκέφτηκε. «Κανένα φόρεμα; Κανένα άστρο; Ή το ψωμί απ’ τον φούρναρη; Τι κρατά στα χέρια της κ’ είναι τόσο κουρασμένη;»
Φαίνεται πως με τις σκέψεις όμως χαλάρωσε το βήμα του γιατί ανεπάντεχα είδε πως την έχασε από μπροστά του. Έτρεξε ως την στροφή. Κοίταξε: μια πλατεία μικρή ανοίγονταν μπροστά του με ένα γέρικο πλάτανο στη μέση και μια βρύση. Τρεις δρόμοι ξεκινούσαν από κει. Ποιον απ’ τους τρεις να πήρε; Είδε δυο γριούλες που καθόταν στα κατώφλια τους σκυμμένες πάνω από τα πλεχτά τους. Αυτές δεν θάξεραν να του πουν. Κάτι πιτσιρίκια παίζαν ξέφρενα μ’ ένα πάνινο τόπι. Πήγε να τα ρωτήσει. Μα ένας παπάς φάνηκε να διασχίζει εκείνη τη στιγμή, στητός, περήφανος, την μικρή πλατεία και τα παιδάκια, παρατώντας το παιγνίδι τους, τρέξαν ν’ ασπαστούν το χέρι του.
Δεν είχε ώρα για χάσιμο. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε μεγάλωνε την απόσταση. Κ’ η νύχτα δεν θ’ αργούσε. Πήρε στην τύχη το μεσαίο στενό. Έτρεχε τώρα. Ζητούσε απελπισμένα την χαμένη αλογοουρά που καμπάνιζε ανυπόταχτη. Οι καμπάνες του εσπερινού είχαν βουβαθεί κ’ η σιωπή απλώθηκε στον ουρανό.
Τα καλντερίμια, όσο έτρεχε, αντί να ξεμπλεχτούν, μπερδεύονταν ολοένα και περισσότερο. «Λαβύρινθος», σκέφτηκε. Κι αν χανόταν το νήμα του ήλιου που τον συγκρατούσε σίγουρα δεν θάχε έξοδο από εδώ. Και το κομμάτι αυτό της Πάνω-Πόλης δεν το ήξερε. Πρώτη φορά έπεφτε τόσο ανατολικά. «Λαβύρινθος… Σωστός Λαβύρινθος». Και βάφτισε την άγνωστη κοπέλα που τον έμπλεξε μέσα εδώ Αριάδνη. «Αριάδνη… Αριάδνη». Έλεγε τ’ όνομά της μουρμουριστά στον ρυθμό που έτρεχε.
Τώρα υποπτεύονταν την κάθε πόρτα. Κοιτούσε μέσα σε κάθε αυλή. Παντού μπορούσε νάχει τρυπώσει. Έτσι που σκόνταψε πάνω σ’ ένα πλανόδιο γιαουρτσί και παραλίγο, αν εκείνος δεν πρόφταινε να γυρίσει την ξύλινη πλάστιγγά του, να σάρωνε όλα τα κεσεδάκια με το πρόβιο γιαούρτι στο χώμα. «Μα πού πήγε; Πού χάθηκε έτσι απότομα; Κόπηκε σαν ένα τραγούδι. Έσβησε σαν το χρώμα της θάλασσας στο δειλινό. Ο παπάς εκείνος, κακό σημάδι. Κι αν πήρε ένα από τα άλλα στενά; Πού τρέχω λοιπόν έτσι αλλόφρονα; Πού πάω; Τι θέλω; Θέλω… να δω το πρόσωπο της Αριάδνης». Ένας σκύλος τον πήρε το κατόπι. Και τότε μες την ταραχή του, μες τα γαυγίσματα του σκύλου, στις βρισιές του γιαουρτσί, ανάμεσα από τους ανθρώπους που τον κοιτάζαν καχύποπτα, θυμήθηκε τ’ αφρόψαρα. Τ’ αφρόψαρα που βγαίνουν για λίγο στην ίσια επιφάνεια του νερού, χτυπούν με τα φτερά τους τα κύματα, σκορπώντας νιφάδες και τρίμματα από ασήμι κ’ έπειτα τα ρουφά ξανά η θάλασσα, και κατεβαίνουν βαθιά, βαθιά, βαθιά, εκεί όπου δεν τα φτάνει κανένας βουτηχτής, εκεί όπου κι αυτά τα χέρια του ήλιου σταματούνε.
Τώρα βρισκόταν σ’ έναν χωματόδρομο πλατύ που δεν είχε σπίτια στην μια μεριά του. Τον αναγνώρισε αμέσως. Εδώ κάπου ήταν το Λυσσιατρείο όπου ερχόταν, μια εποχή, όταν ήταν πρωτοετής στην Γεωπονία, κ’ έκανε ενέσεις στην κοιλιά του — τον είχε δαγκάσει μια λυσσασμένη γάτα που πήγε να την γλυτώσει από κάτι σκυλιά. Ναι. Το είδε. Τούτη την ώρα το Λυσσιατρείο ήταν έρημο, μ’ ένα φως στην πρόσοψη, κάτω από την στέγη. Πλάι του ήταν ένα παλιό ενετικό τείχος χορταριασμένο. Ακούμπησε εκεί. Πιο κάτω, τα εβραίικα μνήματα και το μεγάλο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας, περιφραγμένο. Κοίταξε ένα στρέμμα γης, σπαρμένο σταυρούς και νεκροκρέβατα, με αναμμένα καντήλια. Οι κορφές των κυπαρισσιών ηρεμούσαν. Από τον πλατύ χωματόδρομο που πήγαινε πλάι στον φράχτη του νεκροταφείου, ανέβαινε ένα ζευγαράκι, αργά. Δεν ξεχώριζε τα σώματα τόσο ο ένας ήταν χωνεμένος μες την αγκαλιά του άλλου. Και κάτω, σαν κυπαρίσσι που ξέφυγε από το κιγκλίδωμα, ψήλωνε ατάραχος μες το σουρούπωμα ο μιναρές. Στεκόταν εδώ, ακουμπισμένος πάνω στο παλιό ενετικό κάστρο και κοιτούσε ανήσυχα τον δρόμο, μήπως κατά λάθος ξεπέρασε την κοπέλα, μήπως ξεπρόβαλλε από πουθενά, όταν το μάτι του έπεσε πάνω στο νέο τείχος που φτιάχναν τούτη τη φορά οι νεόκτιστες πολυκατοικίες, από την κείθε μεριά της Εγνατίας, κρύβοντας την θέα προς την θάλασσα όπου είχε δύσει οριστικά ο ήλιος. Τρόμαξε, τόσο το σταχτί τούτο κάστρο, το μακρύ οχύρωμα με τις συμμετρικές επάλξεις και τις σκοτεινές πολεμίστρες του, του φάνηκε εφιαλτικό. Μα περισσότερο ακόμα τρόμαξε με την σκέψη ότι ζούσε κι Αυτός εκεί μέσα, ότι ένα κομμάτι του το αποτελούσε το σπίτι όπου έμενε, μια μπουκαπόρτα του ήταν το παράθυρό του. Μέτρησε, υπολόγισε, είδε την πράσινη ταμπέλα που ήταν κάτω ακριβώς απ’ το μπαλκόνι του, ΣΤΕΓΗ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΩΝ, το βρήκε. Το παράθυρο τον κοιτούσε σαν μάτι σκοτεινό, επιτιμητικά. Τι ζητούσε Αυτός εκεί πέρα; Τι ήθελε μες τα λιβάδια της φτωχολογιάς; Δεν ήταν εκεί η θέση του. Η θέση του ήταν μέσα στο κάστρο. Γρήγορα πίσω, λοιπόν, σαν να του έλεγε, γρήγορα έλα πίσω, κακέ φρουρέ που εγκατάλειψες την θέση σου, προδότη, πίσω, στο μαντρί, απολωλός πρόβατο… «Όχι, λίγο ακόμα άσε με εδώ», παρακαλούσε Αυτός από μέσα του. «Θάρθω σε λίγο. Θάρθω…». Γύρισε με αηδία το κεφάλι του. Και τότε την είδε. Κατέβαινε. Ερχόταν ίσια πάνω του. Και κρατούσε μια γλάστρα στην αγκαλιά της.
Στην αρχή τα έχασε. Δεν πίστευε στα ίδια του τα μάτια. Πώς γινόταν να κατεβαίνει τώρα, ενώ πριν ανέβαινε; Άρα ο ίδιος είχε πέσει πολύ χαμηλά, χωρίς να το καταλάβει. Καταμεσίς στην γλάστρα ψήλωνε, όμοιο με μια τρεμουλιαστή πράσινη φλόγα, ένα φύλλο. Το πρόσωπό της δεν ξεχώριζε από μακριά. Τόβλεπε μονάχα χλωμό σαν το φεγγάρι στην αρχή της νύχτας. Στηριζόταν πάνω σ’ ένα μακρύ λαιμό, ίδιο με τον μίσχο του φύλλου. Από την μισάνοιχτη καμπαρντίνα της φαινόταν μια μπλούζα φουσκωτή που είχε το ίδιο κεραμιδένιο χρώμα με την γλάστρα που κρατούσε σφιχτά επάνω της.
Τράβηξε το χέρι του απότομα από το ερειπωμένο τείχος. Ήθελε τώρα να γίνει Αυτός ένας τείχος για να την σταματήσει.
Φυσούσε λίγο. Από μακριά, μέσα απ’ τις ρούγες, ερχόταν φωνές παιδιών, η φωνή του γιαρουρτσί που διαλαλούσε το πρόβιο γιαούρτι του, ο σκύλος που γαύγιζε τους ίσκιους. Και η κοπέλα πλησίαζε. Μα όσο ερχόταν πιο κοντά του γινόταν το αντίθετο από κείνο που περίμενε: το φύλλο της γλάστρας κολλούσε σιγά-σιγά πάνω στο πρόσωπό της, σκεπάζοντάς το με την πράσινη φλόγα του. Έτσι που τίποτα δεν έβλεπε από τα χείλια της, από τα μάτια της, από το κούτελό της. Μονάχα όπου ο δρόμος ήταν πολύ ανώμαλος και τόνα πόδι της βούλιαζε πιο βαθιά από τ’ άλλο, το φύλλο και το πρόσωπο χώριζαν, για τόσο λίγο που δεν πρόφταινε τίποτα ν’ αρπάξει, όπως μια πόρτα που ανοιγοκλείνει, κι έπειτα, μόλις ίσιωνε το βήμα της, ξανακολλούσαν, όπως το είδωλο που σμίγει με την σκιά του. Νεύριασε. Το παιγνίδι αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Μα ακόμα περισσότερο ενοχλήθηκε όταν είδε ότι όχι μονάχα ο λαιμός της άρχισε να γίνεται ένα με το κοτσάνι, αλλά και η φουσκωτή μπλούζα της, όσο πλησίαζε, χωνεύονταν σιγά-σιγά μες την κεραμιδένια γλάστρα. Έτσι, μεταμορφωμένη, πέρασε από δίπλα του, τον προσπέρασε, γιατί Αυτός έστεκε απολιθωμένος, ανίκανος να καταλάβει το θαύμα. Το μόνο που είδε ήταν τον μίσχο του φύλλου που αλαφρογύρισε προς το μέρος του καθώς τον προσπερνούσε.
Συνήρθε όταν η κρίσιμη στιγμή, η στιγμή που θα μπορούσε να την δει, είχε περάσει. Την ακολούθησε με κάποιο δισταγμό. Έβλεπε πάλι το χρυσάφι της αλογοουράς της, θαμπωμένο μες το σούρουπο. Τα πόδια της φέγγριζαν μες το αδιόρατο σκοτάδι. Εκείνη τον κατάλαβε και τάχυνε τον βηματισμό της. Τώρα ήταν πια αργά. Τόξερε. Αργά. Τόσο αργά που άναψαν και τα φώτα του Δήμου.
Είδε μια γυναίκα, μισή έξω απ’ το παράθυρο, να την καλησπερίζει. Κάτι τον εμπόδιζε τώρα να την ακολουθήσει παραπέρα. Ήξερε πως εδώ ήταν ο κόσμος της, η γειτονιά της, οι φίλες της. Σιγά-σιγά λιγόστεψε το βήμα του, ώσπου σταμάτησε ολότελα. Σε λίγο την είδε να στέκεται, να ανοίγει μια βαριά σιδερένια πόρτα κ’ εκεί μέσα να χάνεται. Περνώντας έπειτα από κει, πάνω στην μυρωδιά των βημάτων της, είδε πίσω από την σιδερένια πόρτα μιαν αυλή και στο βάθος της αυλής ένα χαμηλό διώροφο σπιτάκι με πορτοκαλιά παράθυρα. Σημείωσε τον αριθμό, 17. Οδός Ιερισσού, έγραφε στην ξεθωριασμένη ταμπέλα.
Κ’ έφυγε παίρνοντας την κατηφοριά της Αποστόλου Παύλου. Τότε μονάχα ένιωσε τον πόνο του καρφιού μες το παπούτσι του. Χώθηκε σ’ ένα ταβερνάκι και τράβηξε τρία ούζα μονοκοπανιά. Ζαλίστηκε, μα ηρέμησε κάπως. Κύλησε ως την Καμάρα. Απέναντι, στην άλλη όχθη, υψώνονταν τα πάμφωτα κάστρα. Περνώντας τα «σύνορα», τις γραμμές των τραμ, κόντεψε να τσακιστεί πάνω στις ράγες. «Πάλι στην φυλακή» σκέφτηκε καθώς σκαρφάλωνε, μικρό τρυποκάρυδο, τον πέτρινο κορμό της πολυκατοικίας.
Όμως το βράδυ εκείνο — άκουγε ξάγρυπνος τα σφυρίγματα των τραίνων στον Παλιό Σταθμό — για πρώτη φορά από τότε που μπήκε στο σπίτι αυτό, η κάμαρά του τον πρόδοσε κ’ έμεινε χωρίς προστασία. Το χάος ξαναγύρισε μέσα στην κάμαρά του, όπως ήταν προτού χτιστεί η οικοδομή: ένα διάστημα αδειανό και το σκοτάδι πάνω στην άβυσσο του. Πάχνη, ομίχλη, βροχή, χιόνι και χαλάζι. Συστήματα ανέμων. Συναγωγές υδάτων. Κ’ οι κάργες πετούσαν χαμηλά γυρεύοντας μες την νύχτα τον εαυτό τους.
Βασίλης Βασιλικός, Το φύλλο, το Πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα, Εστία, Αθήνα 19663, σ. 16-21.
Ανεμώλια ...
Ίσως οι ιστορίες των φίλων μου, οι ίδιες τους οι ζωές να είναι απλά μερικές σελίδες στο χρονικό του μεγάλου δρόμου. Είχαμε όλοι μας γεννηθεί επάνω στη μεγάλη οδό και στους παραποτάμους της. Άλλοι σε κρεμαστά μπαλκόνια πάνω απ’ την πλατιά άσφαλτο, άλλοι σε στενούς παράδρομους κι άλλοι στους υφάλους και στις ξέρες του. Η μυρωδιά από τις όχθες είχε νοτίσει από νωρίς το δέρμα μας.
Η οδός Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη ξεκινάει δυτικά από τη Λυταία Πύλη των Βυζαντινών και φτάνει ως τα πανεπιστήμια και το μεγάλο στάδιο. Η Αγίου Δημητρίου είναι ένα από τα μεγάλα ποτάμια της πόλης, όπως η Εγνατία, η Τσιμισκή… με τις εκβολές του στα ανατολικά, έξω από τα μεσαιωνικά τείχη, στον απέραντο κάμπο των προαστίων. Ο μεγάλος δρόμος που γεννηθήκαμε είναι λοιπόν ποτάμι, για όσους βέβαια ξέρουν, για όσους καταλαβαίνουν, για όσους μπορούν κι ακούνε κάθε βράδυ τον ρόχθο του νερού στον ύπνο τους.
Ο δρόμος του αγίου έχει στην κοίτη και στις ρουφήχτρες του χιλιάδες ανθρώπους κι αυτοκίνητα, αυτά τα άψυχα θηρία που πλέουν σαν κορμοί στο ρεύμα από δυτικά προς τ’ ανατολικά, ρέουν με θόρυβο δίκην ποταμού και εκβάλλουν στις παρυφές της Τριανδρίας και στον μεγάλο τσιμεντένιο κάμπο. Η Αγίου Δημητρίου είναι ένα ποτάμι με αρχαία ερείπια, μια εκκλησία, έναν παραποτάμιο άγιο, καχεκτικά δέντρα, μπετόν και κάδους σκουπιδιών. Στις όχθες του περπατούν πηγαίες νύμφες. Ναϊάδες με μυτερές μπότες, ενώ στις διαβάσεις περιμένουν παιδιά με τις τσάντες στον ώμο να τον διασχίσουν όλα μαζί σε κάθε σμαραγδί γνέψιμο των φαναριών. Σε κάποιο από τα ζυγά νούμερα του δρόμου, σ’ ένα μεγάλο ρετιρέ, γεννήθηκε ο Δημήτρης, ο Μυκηναίος, έναν Μάρτη-Γδάρτη του 1963.
[…]
Έρχομαι τώρα στο χαρτί, ποιητής απρόσκλητος, να ζωγραφίσω εκείνα τα χρόνια βουτώντας τα πινέλα μέσα μου. Δεν έχω μούσα – ποιος έχει άραγε τούτες τις μέρες; Εγώ ο Νίκος Χαλκίνης, γεννημένος στην οδό Αγίου Δημητρίου σ’ ένα διαμέρισμα με τρία μάτια στον μεγάλο δρόμο κι ένα πίσω μοναχό του σαν το μάτι του Κύκλωπα, που έβλεπε σε μια πρασιά-σπηλιά όπου ζευγάρωναν γάτες. Εγώ ο Νίκος, εγγονός και γιος εμπόρων που είχαν μια φωλιά ξέχειλη από υφάσματα σ’ έναν παράδρομο στο Μπεζεστένι. Μεγάλωσα κι εγώ στον πλανήτη γύρω από τον μεγάλο δρόμο του αγίου. Έκανα ποδήλατο στην αυλή της μεγάλης εκκλησίας, έπαιζα μπίλιες στα χώματα πίσω απ’ το τούρκικο προξενείο, έκοβα τα μαλλιά μου σε κουρεία στενόχωρα με άντρες που φορούσαν άσπρες ποδιές. Στα ραδιόφωνά τους ακουγόταν η εκπομπή του Ίωνα Τυρταίου και η κολόνια στον γυμνό σβέρκο ήταν πάντα χύμα – άρωμα λεμόνι.
Τα καλοκαίρια οι γονείς μου με ξερίζωναν από τη μήτρα του μπετόν και μ’ έστελναν εξοχή. Εκεί, στον καθαρό αέρα που μου ήταν τότε αδιάφορος, ένα μεσημέρι στο χωριό της μάνας μου καθώς έσπαζα κλαδιά απ’ τα δέντρα κι ύστερα όπως συνήθως τα ξεφλούδιζα μ’ ένα προσκοπικό μαχαίρι, κάποια στιγμή η λάμα ξέφυγε, έσκισε βαθιά τον μηρό και μούσκεψα στο αίμα. Η εικόνα του πορφυρού υγρού που βάφει το δέρμα κι ύστερα ποτίζει το χώμα αποδείχτηκε ανεξίτηλη. Μετά απ’ αυτό η επιθυμία μου να ξεφλουδίζω δεν ατόνησε, παρά με συνόδεψε για χρόνια. Μάζευα τις λευκές βέργες σε μια γωνιά της αποθήκης και τις μύριζα• η μυρωδιά του χλωρού ξεφλουδισμένου ξύλου και η αφή του με ξετρέλαιναν, γιατί μου θύμιζαν τη λευκή σάρκα του σύκου. Η ουλή στο πόδι μου υπάρχει ακόμα.
Ο μεγάλος δρόμος είχε τότε τέσσερις κινηματογράφους. Ξεκινώντας από τα δυτικά, σινέ Αγγέλικα, Ορφέας, Αχίλλειον, Ιντεάλ. Για χρόνια τέντωνα τα μάτια μου στις σκοτεινές αίθουσες — οφθαλμών παίδευσις. Ήταν βέβαια και η μυρωδιά… Στο σινεμά κατάλαβα για πρώτη φορά ότι το σκοτάδι μυρίζει. Το ένιωσα περισσότερο σ’ εκείνα τα μεθυστικά δευτερόλεπτα όταν έσβηναν τα φώτα, πριν πέσει η πρώτη ακτίνα στο πανί, σ’ εκείνον τον μετεωρισμό του χρόνου, όταν τα δευτερόλεπτα σε διαστολή φούσκωναν μέσα μου. Τότε, πριν πέσει η πρώτη ακτίνα, το ένιωθα• ήταν η μυρωδιά του σύμπαντος στην πρώτη ώρα της δημιουργίας.
Στα διαλείμματα αγοράζαμε απ’ το κυλικείο ροξ μέσα σ’ εκείνο το ροζ χαρτί το νοτισμένο από σιρόπι. Ήταν κι άλλες μυρωδιές έξω απ’ την αίθουσα και ήχοι διάφοροι, τα τσιγάρα στο χολ και το άκουσμα βήχα από εκείνους που ρουφούσαν με κόκκινα μάτια, ήταν και τα μισάνοιχτα αποχωρητήρια με τα απολυμαντικά τους, που η μυρωδιά τους μου θύμιζε πάντα κοπανισμένα στραγάλια. Είναι ανεξερεύνητες οι διαδρομές της οσφρητικής μνήμης και οι συνειρμοί της, το ίδιο όπως και της ακουστικής. Κυριακή στις πρωινές παραστάσεις, στο μεγάλο πιάτο του ταμείου, μια γυναίκα με κόκκινα νύχια παίρνει και δίνει με κρότο κέρματα που έχουν πάνω τον στρατιώτη με τον φοίνικα. Θυμάμαι τις λέξεις στο πιάτο: Χαλιά Πέρσικα. Ο ήχος απ’ τα κέρματα σήμαινε την είσοδο στον σκοτεινό κάτω κόσμο, σκαλιά κι ύστερα κι άλλα σκαλιά, και τέλος ν’ ανοίγουν τα δυο φύλλα της πύλης με το χοντρό βελούδο και να ’ρχεται η ώρα της μυρωδιάς του σκοταδιού.
Στη μεταπολίτευση, αργότερα, έφαγα πολλές σακούλες σπόρια χαζεύοντας απ’ το μπαλκόνι, τότε που οι αμέτρητες διαδηλώσεις, πλημμυρίδες ολόκληρες ήταν, ακολουθούσαν τυφλά την ίδια διαδρομή, όπως τα υποζύγια που πάνε μόνα τους στη γούρνα για νερό: Υπουργείο, τούρκικο προξενείο και τέρμα στην πλατεία του Χημείου. Εκεί, κάτι τεράστια ηχεία τρόμαζαν τα φύλλα στις λεύκες και τα τεντοφτέρουγα ορνίθια. Στρατιωτικά αμπέχονα, μούσια, μαλλιά ακούρευτα και πανό στο χρώμα της πορφύρας με κίτρινα γράμματα. Αυτό το κόκκινο των συνθημάτων στα πανό ήταν το δεύτερο ανεξίτηλο κόκκινο της μνήμης μου• το πρώτο είχε ένα προσκοπικό μαχαίρι, το δεύτερο δυο εργαλεία που ζευγαρώνουν με πάνω εκείνο το αρσενικό σφυρί…
Με λένε Νίκο Χαλκίνη και παίζω επιτραπέζια παιχνίδια μνήμης. Στο μυαλό μου άνοιξε ένα ταμπλό που μοιάζει της Μονόπολης• κάποιος ρίχνει το ζάρι και τα χρόνια περνούν. Είμαι το κόκκινο πιόνι και δίπλα μου στέκουν άλλα τέσσερα, ο Μυκναίος, ο Χρήστος, ο Γέρος και ο Στάθης. Υπακούμε στο ζάρι κι αγοράζουμε σπίτια και οικόπεδα, πληρώνουμε ενοίκια, χρεοκοπούμε, μπαίνουμε στη φυλακή και ξαναρχίζουμε. Όλη η διαδρομή της Μονόπολης είναι τελικά αυτός ο μεγάλος δρόμος, απ’ τη Λυταία Πύλη και το παλιό καφενείο του Καφαντάρη ως το πανεπιστήμιο και το στάδιο του Καυταντζόγλου.
Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, Πατάκης, Αθήνα 2011, σ. 16-17, 24-27.
Στη σκιά της πεταλούδα...
Η οδός Εγνατία είναι ένα μεγάλο μαχαίρι που κόβει την πόλη στη μέση. Μιλάω για την παλιά πόλη, για το κέντρο της, οι συνοικίες και τα περίχωρα έχουν μια σχέση με τη μνήμη της πόλης ατροφική. Οι συνοικίες είναι οι τρίχες, τα νύχια και τα δαχτυλίδια ενός πάσχοντος σώματος, λίγα ξέρουν γι’ αυτό το σώμα που θλίβεται και αγάλλεται μέσα στους αιώνες. Η οδός Εγνατία είναι το ζωνάρι που κόβει το κορμί της στα δύο.
Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν πάνω από την Εγνατία, εκεί μέσα σε στερημένους μικροαστούς και σε εργάτες που είχαν ξεγλιστρήσει από τη φόδρα της τσέπης των συνοικιών και ανακατώθηκαν με υπαλλήλους, μικροεπαγγελματίες και τεχνίτες που είχαν κάποτε πατρικό τους κάποιο πατικωμένο δωμάτιο στα τουρκόσπιτα της οδού Αρριανού, της Μόδη και της Φιλίππου. Όλα εκείνα έγιναν κάποια εποχή πολυκατοικίες και τα χνότα όλων τους χώρεσαν σε τριάρια ή δυάρια διαμερίσματα. Οι πιο εύποροι στα ψηλά και οι πιο φτωχοί στα ισόγεια και τα υπόγεια, εκεί στους ανήλιαγους βουβώνες των κτιρίων της αντιπαροχής.
Ο Ηλίας και ο Μάρκος, όταν ήταν παιδιά, έβλεπαν την Εγνατία κάτι σαν τη θάλασσα, κάπου εκεί τέλειωνε και ο κόσμος τους. Κάτω από την Εγνατία ζούσαν άλλοι άνθρωποι, πλούσιοι όπως έλεγαν, μαγαζιά ευρύχωρα και φωτισμένα, ακριβές ταβέρνες, άλλα ντυσίματα, άλλοι τρόποι, παλιά μέγαρα με κίονες και επιγραφές. Η Εγνατία ήταν και κάτι σαν ποτάμι, αργότερα στις μεγάλες τάξεις του δημοτικού με σπουδαγμένη καλά τη γεωγραφία την έλεγαν κοροϊδεύοντας Ντούνα, Δούναβη, που χώριζε δυο πόλεις, τη Βούδα και την Πέστη.
Από κάποια ηλικία και μετά η Υπαπαντή τους άφηνε να γυρνάνε μόνοι τους στη γειτονιά. Δυο αγόρια ψηλά, με καλούς τρόπους, πιασμένα χέρι χέρι, που ανακατεύονταν στις αλάνες της Πάνω Πόλης και στα άχτιστα οικόπεδα της Ολύμπου και της Αγίου Δημητρίου. Παιδιά λογικά και εύστροφα, λίγο όμως ευφάνταστα, ψωμωμένα με τα παιχνίδια του στενού διαμερίσματος, μεγαλωμένα με Μονόπολι, Γκρινιάρη, Φιδάκι, Φωτεινό Παντογνώστη και στρατιωτάκια.
Οι αληθινοί στρατιώτες ήταν όμως στα στενά της οδού Ησαΐα, πίσω απ’ το τούρκικο προξενείο, και στο μεγάλο δίτερμα στο κτίριο του Χημείου στο πανεπιστήμιο. Οι αληθινοί στρατιώτες ήταν τα παιδιά από την Κασσάνδρου κι απ’ τα παλιόσπιτα της Ολυμπιάδος, στρατιώτες με κεφάλια κουρεμένα γουλί και μάλλινες μπλούζες πλεγμένες στο χέρι. Ήταν οι στρατιώτες που δεν ήξεραν πως κάτω από την Εγνατία ήταν ένας άλλος μεγάλος κόσμος, παρά πολεμούσαν αδιάκοπα με ξύλινα σπαθιά και κοντάρια στα χαρακώματα, εκεί στα κατουρημένα οικόπεδα της Αποστόλου Παύλου και στα γιαπιά της Ευριπίδου, όπου έκανε στοίβες το αμμοχάλικο.
Μέσα στις πιο ξεκάθαρες εντολές της Υπαπαντής καθώς τριγύριζαν μόνοι τους τα απογεύματα της κάθε άνοιξης, ήταν να μην περάσουν ποτέ την Εγνατία. Συχνά τότε έκαναν οι δυο τους βόλτες στην παραμεθόριο, νομοταγείς και περίεργοι, από το σιντριβάνι ως την Αριστοτέλους και τα λουτρά. Η βουή του μεγάλου δρόμου με τις εξατμίσεις και τα κορναρίσματα ήταν ένα ψηλό συρματόπλεγμα αδιαπέραστο. Η επιστροφή τους στη γειτονιά είχε παγωτό με μία δραχμή το χωνάκι και δύο το κύπελλο, γεύσεις μόνο δύο, σοκολάτα και κρέμα, καφέ και άσπρο, σαν τις παλιές ταινίες σε μαύρο άσπρο. Τα βράδια της άνοιξης, όταν ο μπαμπάς έλειπε στη δεύτερη δουλειά, έτρωγαν οι τρεις τους μια μεγάλη σακούλα σπόρια καθισμένοι στις ψάθινες καρέκλες στο μπαλκόνι.
[…]
Τα δυο αδέρφια είχανε κοινές παρέες, η διαφορά της ηλικίας τους κάπου τους χώριζε, κάπου βοηθούσε. Ο Μάρκος είχε μάθει για τα καλά να τρυπώνει στους μεγάλους της παρέας του Ηλία και, καθότι ετοιμόλογος και πολύ κοινωνικός, κέρδιζε τις εντυπώσεις. Χρησιμοποιώντας τους φίλους του μεγάλου αδερφού, γρήγορα έμαθε να γυρίζει αργά κι όταν ακόμα δεν ήταν μαζί του• έκλειναν ένα ραντεβού κοντά στο σπίτι τους και γυρνούσαν παρέα, για να ’ναι ήσυχη η Υπαπαντή που ο μεγάλος ήταν πάντα μαζί του και τον φρόντιζε.
Εκείνη την εποχή, στα τέλη του ’70, όλα τα σφαιριστήρια είχαν ονόματα εξωτικά: Σαν Ρέμο, Σάντα Μόνικα, Αρτζεντίνα, Αφρικάνα… Όλα τα ονόματα βέβαια παραπλανούσαν, γιατί στην πραγματικότητα επρόκειτο για ανήλιαγα υπόγεια, που βρωμοκοπούσαν κάπνα και υγρασία και δούλευαν κυρίως με ανήλικους.
Τέτοια μέρη και κάποια άλλα ήταν οι συνηθισμένες φωλιές της εφηβείας, των αγοριών βέβαια, γιατί τα κορίτσια ήταν πάντα ένα είδος δυσεύρετο• αφού σχολούσαν απ’ τα γυμνάσιά τους, που ήταν ξεχωριστά, ξαφνικά χάνονταν. Η μόνη ελπίδα να τις συναντήσουν ήταν στα φροντιστήρια, στα αγγλικά τους, και είναι αλήθεια πως, όσο περισσότερες γλώσσες μάθαινε τότε κανείς, τόσο περισσότερες ήταν και οι πιθανότητες να συναναστρέφεται κορίτσια.
Εκείνους τους χρόνους ο Μάρκος διέσχιζε μόνος πια την Εγνατία και κατηφόριζε προς τη θάλασσα. Η άλλη πόλη, ο άλλος κόσμος τού ήταν πια προσιτός. Ήταν αλήθεια πως αυτόν τον προτιμούσε. Τον πρώτο καιρό της περιπλάνησης, αφού τον γύρισε σπιθαμή προς σπιθαμή και μύρισε την κάθε γωνιά του, καταστάλαξε τελικά σε μια μεγάλη πλατεία κοσμική και πολυσύχναστη. Το Ναβαρίνο δεν ήταν πια η τοποθεσία της ιστορικής ναυμαχίας, αλλά το κέντρο της ζωής του. Ήταν πολλά μαζί, ένα μεγάλο πάρκο με το άγαλμα, εκείνο το γουστόζικο αγόρι που κατουρούσε, ήταν τα απομεινάρια από το ανάκτορο του Γαλέριου με γύρω γύρω πεζόδρομους από τους πρώτους που είχαν φτιαχτεί στην πόλη, ήταν τα πολλά καφενεία και οι ταβέρνες, τα ποδήλατα, τα σκέιτ μπορντ, τα πατίνια κι ό,τι άλλο κουβαλούσαν κάτι βουτυρόπαιδα της Τσιμισκή και της Μητροπόλεως φορώντας μπλούζες με ακριβές φίρμες, παιδιά συμπαθητικά όμως και κάπως αφελή που πήγαιναν σε κολέγια και άλλα επώνυμα σχολεία.
Στο μεταξύ η εφηβεία πάνω από την Εγνατία συνέχιζε να είναι ακόμα μια στερημένη και δύσκολη υπόθεση. Σχολεία άχαρα που θύμιζαν παλιά εργοστάσια με τοίχους γεμάτους σφυροδρέπανα, άλφα σε κύκλους και στίχους από ροκ μπαλάντες και επωδούς χαρντ ροκ. Έφηβοι άλουστοι οι πιο πολλοί, αγριεμένοι, με σπυράκια, με λεξιλόγιο των εκατό λέξεων, πήγαιναν κι ερχόντουσαν πέρα δώθε και πουθενά δεν τους χωρούσε ο τόπος. Ένα μέρος απ’ αυτούς σιγά σιγά εγκαταλείπανε το σχολείο. Ερχόταν κάποιο πρωινό που χάνονταν από προσώπου γης. Ο Σταυράκης άρχισε να δουλεύει σε χυτήριο, ο Μιχάλης τεχνική σχολή, ο Γιωργάρας πήγε με τον πατέρα του στο γιαπί να μάθει την τέχνη, ο Μουσιός, που έμενε από απουσίες, στη μάνα του στη Γερμανία• αφού σταυροφίλησε τη γιαγιά του που τον μεγάλωσε, έφυγε στο Ντύσελντορφ, στο ρεστοράν, για να προκόψει.
Πήγαν λύκειο αυτοί που φορούσαν γυαλιά, αυτοί που ήταν παιδιά υπαλλήλων και δασκαλοπαίδια, κάποιοι ιδιαίτερα εύστροφοι που με κάτι πασαλείμματα τα ψιλοκατάφερναν, τέλος και κάποιοι επιμελείς που προτιμούσαν την ηρεμία του δωματίου τους και τη μελέτη από την αγριάδα των δρόμων και των σφαιριστηρίων. Ο Μάρκος πήγε στο λύκειο γιατί ήταν ο γιος του Κοσμά και της Υπαπαντής, γιατί είχε πίσω του μια οικογένεια που δούλευε σαν καλοκουρδισμένη μηχανή και εμφυσούσε προοπτικές, πήγε και γιατί είχε μέσα του ο ίδιος μια ντροπή, ειδικά όταν έβλεπε τον πατέρα του να γυρνάει ξενυχτισμένος από τις δυο δουλειές και να τον κοιτάζει ερευνητικά στα μάτια.
Είναι η αλήθεια πως, όσο ο Ηλίας αγαπούσε το ροκ και τον έτρεχε από βυζανιάρικο ακόμα στις συναυλίες, αυτός πιο πολύ αγαπούσε τα βιβλία — όχι του σχολείου, αυτά τα έπαιρνε σαν φάρμακο, έπρεπε να τα διαβάσει και το έκανε. Ούτε βέβαια αγαπούσε εκείνα τα άλλα που τους κουβαλούσε η θεία Παναγιώτα, εκείνα τα χριστιανικά, τα παιδαριώδη, ξεχνώντας μερικές φορές την ηλικία τους.
Ισίδωρος Ζουργός, Στη σκιά της πεταλούδας, Πατάκης, Αθήνα 2005, σ. 559-560, 567-569.
Κασσάνδρα...
Πανούργα πόλη. Χαράζει το κορμί κάποιων ανθρώπων ανεξίτηλα• φεύγουν, κι αυτή ακολουθεί όπου κι αν πάνε. Εκείνοι ξέρουν ότι έχουν τα σημάδια της επάνω τους, όμως δεν υποπτεύονται, ή δε θέλουν να πιστέψουν, πως πρόλαβε εντωμεταξύ να σημαδέψει τη ζωή τους, και επιστρέφουν ανύποπτοι. Περπατούν στην Αγορά, ανηφορίζουν προς την Άνω πόλη. Δρόμοι αγνώριστοι με ονόματα οικεία, μια πάροδος ανέγγιχτη απ’ τον καιρό, κάποια άγνωστη οικοδομή τους παιδεύει ώσπου να θυμηθούν την προηγούμενη μορφή της, σημαδιακές γωνιές που έχουν συνωμοτήσει με το χρόνο… Κοντοστεκόμουν σίγουρος ότι πριν από λίγες νύχτες ξαναπέρασα, κι ας έχω λείψει χρόνια.
Η πόλη χθες είχε βγει από μπόρα ξαφνική. Οι δρόμοι άδειοι και τα φώτα γλιστρούσαν πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο. Στάθηκα στη βιτρίνα του Κωνσταντινίδη. Στο τζάμι, πίσω από τίτλους βιβλίων και εικόνες εξωφύλλων, καθρεφτιζόταν ακόμα το πρόσωπό της. Θα σε περιμένω εδώ, είχε πει. Γυρνώ και μου χαμογελά ντυμένη στα λευκά — γούνινος σκούφος κι ο γιακάς της ανασηκωμένος. Άργησες, λέω. Δεν απαντά. Ξανακοιτάω στη βιτρίνα… Ολομόναχος! Νιώθω να σφίγγεται στο μπράτσο μου, όμως δε βλέπω τη μορφή της. Θα ξαναρθείς, ψιθυρίζει. Θα στέκεσαι στην ίδια θέση ακριβώς, αλλά μονάχος.
[…]
Κάστρα• τσιπουράδικο Όμορφη πόλη. Στο αυτοσχέδιο πάλκο εγώ με μια κιθάρα κι ένας φοιτητής της Νομικής με το μπουζούκι του. Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε… Στέλνει κεράσματα — μια δυο φορές. Περασμένα μεσάνυχτα καθόμαστε σ’ ένα τραπέζι για να πάρουμε ανάσα. Πλησιάζει• πρόσωπο αψεγάδιαστο, πυρρόξανθα κοντά μαλλιά. Με κοιτά επίμονα — χείλη ελαφρά βαμμένα, μάτια λαδιά. Κρατά τσιγάρο στο ’να χέρι και στο άλλο το ποτήρι• δάχτυλα μακριά περιποιημένα. Αυτοσυστήνεται (Κασσάνδρα Πέσιτς — προφορά ξενική, χαριτωμένη) και μπαίνει στη ζωή μου. Γιουγκοσλάβα, λίγο πριν από τα σαράντα της, κλασική φιλόλογος στο Πανεπιστήμιο των Σκοπίων — στη σχολή του Κρατικού στα είκοσι και κάτι εγώ. Ξημερώνομαι στην κάμαρά της, Δημητρίου Πολιορκητού, στην Άνω πόλη — κάτω από το μαξιλάρι της το μαραμένο τριαντάφυλλο που έκλεψα τη νύχτα από μια πρασιά. Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο φαίνεται ως κάτω η Θεσσαλονίκη και η θάλασσα. Είσαι πιο όμορφη από χθες, της λέω. Είμαι σαν την πόλη σου, απαντά. Εγώ κι εκείνη, όσο μας αγαπάνε, ξανανιώνουμε.
[…]
Πως είναι να ’σαι μεθυσμένος; Περίπου έτσι. Τα νιώθεις όλα παραμορφωμένα και ρευστά, όμως δεν αντιδράς μήτε γυρεύεις εξηγήσεις. Το καταλάβαινα πως ήταν γυναίκα αλλόκοτη και μ’ απομάκρυνε σιγά σιγά απ’ τη ζωή μου και την πόλη. Φορές ξυπνούσα κι η Θεσσαλονίκη κάτω από το παράθυρό της είχε αλλάξει. Υψώνονταν οικοδομές παράταιρες που έκρυβαν τη θάλασσα — την άλλη μέρα υποχωρούσαν, σαν κάποιους πύργους που συνωμοτώντας μεταξύ τους βλέπουν μόνο τα παιδιά. Διαπερνούσαν τη ζωή μου — όπως στα όνειρα — άνθρωποι και συμβάντα από μέλλον σκοτεινό και διφορούμενο.
Μια νύχτα με ξυπνά — όλα τα φώτα αναμμένα. Στέκεται πάνω απ’ το κρεβάτι μας, δε λέει κουβέντα• ντύνομαι. Βγαίνει αμίλητη απ’ το σπίτι. Τρέχω ξοπίσω — βρέχει. Κατεβαίνουμε: στενά πλακόστρωτα, εξώπορτες βαμμένες μπλε και πράσινες, κήποι, χαμόσπιτα, παιδιά που παίζουνε στους δρόμους. Κοντοστέκομαι λαχανιασμένος, μα δεν περιμένει. Στο Σιντριβάνι στρίβει δεξιά. Τρέχω και την αρπάζω από το μπράτσο. Στάζουν νερά απ’ τα μαλλιά κι απλώνεται μαβί το ξεφτισμένο μακιγιάζ γύρω απ’ τα μάτια της. Πού πάμε; τη ρωτώ. Δεν απαντά. Φτάνει στην παραλία, μπαίνει στο Βασιλικό. Ακολουθώ. Ανεβαίνει στη σκηνή — στέκομαι στην πλατεία όρθιος. Σπάζουν την ησυχία προβολείς, σειρήνες, πυροβολισμοί σαρώνουν την πλατεία και σταματούν πάνω σε εκείνη — δείχνει πολύ πιο νέα. Πανικοβάλλομαι• φωνάζω το όνομά της δυνατά για να μ’ ακούσει… Έσκυψε στο προσκεφάλι μου απ’ την κανονική της ηλικία. Σε ’βλεπα στ’ όνειρό μου, είπα. Χαμογέλασε. Δεν ήταν όνειρο —ψιθύρισε—, η ζωή μας είναι.
Δεν ήταν όνειρο. Έβρεχε χθες πάλι. Ανέβηκα στα Κάστρα με το λεωφορείο κι ύστερα κατέβηκα πεζός. Ακροπόλεως, Δημητρίου Πολιορκητού, Τσινάρι, Άθωνος, Θεοφίλου, πάλι Ακροπόλεως… Πλακόστρωτα, βρύσες δίχως νερό, σπίτια μικρά, μαντρότοιχοι, καφενεία κιβωτοί, ερείπια αρχαία και νεότερα, νεόχτιστα μεγαθήρια — αναρωτιέσαι τι θα αντικρίσεις στην επόμενη στροφή του δρόμου. Σε κάθε διασταύρωση αφήνεις πίσω κάμποσες δεκαετίες. Μια πόλη που δεν έχει ανάγκη από προκατασκευασμένα σκηνικά για να διασχίσεις κινηματογραφικά το χρόνο. Γεννήθηκα στην Πάνω πόλη• κατέβαινα κάθε τόσο προς τη θάλασσα εγκαταλείποντας πίσω κομμάτια της ζωής, ελπίδες και φιλοδοξίες. Ξανακατέβηκα τους ίδιους δρόμους. Ολυμπιάδος, Κασσάνδρου, Αγίου Δημητρίου, Εγνατία, Τσιμισκή — σχεδόν παράλληλες οδοί που κόβουν σαν δεκαετίες τη ζωή μου. Στο Σιντριβάνι έστριψα δεξιά. Η αίσθηση της επανάληψης επίμονη. Έφτασα στο Βασιλικό λίγο πριν απ’ τη γενική πρόβα. Μισοσκόταδο. Ήμουν στη σκηνή — ο χορός των γυναικών στα μαύρα. Φώτα, λαμπάδες, μουσική. Κι ήρθε απ’ το σκοτάδι — ήταν νέα, όπως στο όνειρο, περίπου συνομήλική μου.
Δημήτρης Μίγγας, «Κασσάνδρα», Της Σαλονίκης μοναχά…, Μεταίχμιο, Αθήνα 2003, σ. 55-56, 57-58, 59-62.
Το εξάμηνο...
Μικρός, πολλές φορές τέντωνα τα λάστιχα της σαΐτας μου δοκιμάζοντάς τα, ας πούμε ο χαρούμενος χρόνος της ζωής μου, ο ελάχιστος, μεγαλύτερος να γίνει, πιο πολύς ακόμη, να ’χω περισσότερη χαρά. Τα λάστιχα του χρόνου όμως ήσαν τετράγωνα, συμπαγή και δύσκαμπτα, δεν μαλάκωναν με τίποτα, μαύρα.
Κάτι τέτοιο συνέβαινε με το εξάμηνο της Σαλονίκης — μικρό παιδί ακόμα ήμουν, πάλι ο χρόνος εκείνος άκαρδος, χοντρό λάστιχο, σκληρό και μαύρο.
Όταν λοιπόν τα δύο αγαπημένα αδέρφια, ο Χρήστος κι ο Θόδωρος, βγήκαν από το καράβι, προτού ανέβουν στο χωριό και στους δικούς τους, με κάποια υπόλοιπα χρήματα αγόρασαν ένα παλιό τούρκικο σπίτι, κολλημένο στα τείχη του κάστρου, εξημισείας.
Γύριζαν από την Αμέρικα, αγόρασαν το σπίτι «να βρίσκεται», όπως είπαν. Λίγο μετά ο Χρήστος παντρεύτηκε την τέτα Βάσα, ξαδέρφη της μητέρας μου, κι ο Θόδωρος, ο άλλος αδερφός, παντρεύτηκε την τέτα Ρίνκα, αδερφή του πατέρα.
Ο πρώτος γέννησε τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια δυο κορίτσια• ο δεύτερος τρία, ένα κορίτσι και δύο αγόρια.
Όσο ήσαν ακόμη στο χωριό, άρρωστος ο Θόδωρος, ο Χρήστος ήταν εκείνος που κατέβηκε, πριν από το σαράντα, βιαστικός στη Σαλονίκη, εκεί να μεγαλώσει τα παιδιά, εκεί να ζήσουν. Έφτασαν λοιπόν στην πόλη, εγκαταστάθηκαν στο σπίτι εκείνο που βρίσκονταν, Ολυμπιάδος 13Α, ο θείος Χρήστος, η τέτα Βάσα, ο Αντώνης, η Θεοπίστη, ο Αναστάσης και η Μαρίκα.
Πέρασαν τα χρόνια, πέθαναν τα δύο αδέρφια κοντά κοντά. Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, μόλις έμπαινε το καλοκαίρι του ’47, η τέτα Ρίνκα δυο φορές καμένη στο χωριό, χήρα κι αυτή, θυμήθηκε το σπίτι, το εξημισείας. Αρχικά γκρίνιασεν η συνυφάδα της μα τη δέχτηκε στο μικρότερο κάτω μέρος του σπιτιού, εκείνην και τα τρία παιδιά της, τη Χρυσή που ήταν ήδη παντρεμένη, τον Τάση και τον Νάση, να συγκατοικήσουν. Εκεί λοιπόν, στη Σαλονίκη, στενόχωρα και μ’ έναν εξωτερικό κοινόν απόπατο η τέτα Ρίνκα ζούσε• το εξημισείας σπίτι όλο κι όλο μια κουζίνα με μασίνα, ένα τραπέζι και προς το εσωτερικό παράθυρο ένας σοφράς σπασμένος στα δύο. Στο στενόμακρο χολ ένα ντιβάνι. Το μοναδικό δωμάτιο είχε μια ντουλάπα με τα ρούχα και τα κιλίμια, ένα κρεβάτι, στρωσίδια κάτω• κουζίνα και δωμάτιο κολλημένα στα ασουβάδιστα τείχη (η τέτα Βάσα επάνω, μ’ ένα δωμάτιο περισσότερο, ήταν καλύτερα, πολύ καλύτερα).
Εκεί λοιπόν, στο σπίτι της Ολυμπιάδος 13Α, μ’ έστειλε ο πατέρας, αρχές του δεύτερου εξαμήνου, ’48 προς ’49, να πάω στην αδερφή του, στην τέτα Ρίνκα, να βγάλω τη χρονιά στο Γυμνάσιο. (Ο Εμφύλιος ήταν στην κορύφωσή του, μαύρα και σκοτεινά μερόνυχτα εφόβιζαν τους πάντες).
Κατέβηκα στη Σαλονίκη και στριμώχτηκα, στο κάτω μέρος του σπιτιού, μαζί με τους άλλους. Στο σχολείο, συνήθως, πήγαινα το απόγευμα, είχα καιρό το πρωί να βοηθάω την Τέτα στα ψώνια, περνούσαμε την πλατεία της λαχαναγοράς και κατεβαίναμε στην ψαραγορά, του Βαρδάρη, να πάρουμε τα μικρά φτωχά ψάρια. Εύκολος ο δρόμος στον κατήφορο, η Κάλβου, η Αγίου Δημητρίου, τα σοκάκια με τα καπνομάγαζα, η βουερή πλατεία, τέλος, με τ’ αμέτρητα καλούδια, μα στον ανήφορο φορτωμένοι χάναμε συχνά τον δρόμο της επιστροφής κι αργούσαμε. Σημείο αναφοράς η αλάνα της λαχαναγοράς, όπως και ο χώρος με τα πεύκα, μπροστά και μετά την Αγίου Δημητρίου, στο Διοικητήριο, ήσαν τόποι για τα παιχνίδια με τον φίλο Βαγγέλη, γιο του γειτονικού μπακάλη, κολλητόν μου. Το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο της λαχαναγοράς ήταν κιόλας εγκαταλειμμένο, είχε μετακομίσει στην Κολόμβου• έτσι, από τις αφύλαχτες πλέον πόρτες της μπαινοβγαίναμε εμείς, όλα τα παιδιά της γειτονιάς, παίζοντας.
Περνούσε ο καιρός, πού χρόνος για διάβασμα, όταν επέστρεψα στο σπιτικό της μάνας μου, μόνο σ’ ένα μάθημα είχα μεγαλύτερο βαθμό, όλα τ’ άλλα γκρεμισμένα κάτω. Η ατμόσφαιρα δεν ήταν χαρωπή, σφιγμένοι οι άνθρωποι, όμως καλύτερα από κει που ροβόλησα, κοντά εκεί τα βουνά και οι μάχες, εκεί ακούγονταν μέρα-νύχτα οι κρότοι των όπλων, μικρών μεγάλων, και μας πάγωναν. Εδώ, στη Σαλονίκη, συγκεκριμένα στις εκβολές των οδών Κασσάνδρου και Στρατηγού Δουμπιώτου, δυτικά βαδίζοντας, ο κόσμος πήγαινε στις δουλειές του κάτι πιο χαλαρά. (Εκτός από κάποια Τμήματα Μεταγωγών στην περιοχή, που δραστηριοποιούνταν στα μαύρα χαράματα — καημένη Μίτσα!)
Δυο σπίτια πιο κάτω από το σπίτι των συγγενών μου, σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα παλικάρια, όλα στρατεύσιμα, από τα Βοδενά και τα Βέροια, ο Τάκης, ο Βαγγέλης, ο Θωμάς κι ο Χρηστάκος, σταλμένοι εκεί από τους γονείς τους, μήπως και γλιτώσουν τις ένοπλες συγκρούσεις του Εμφυλίου, ο καθένας για διαφορετικό λόγο. Σχεδόν κρυμμένοι στο νοικιασμένο δωμάτιο, σπάνια έβγαιναν έξω, γνωστοί με τα ξαδέρφια μου, τρύπωνα κι εγώ ανάμεσά τους μαθαίνοντας, θέλοντας και μη, τα νέα των ημερών. Όταν τέλειωναν τις κουβέντες, ο Τάκης από τα Βέροια, ο μεγαλύτερος στην ηλικία, έπαιρνε την κιθάρα από τον τοίχο και χάιδευε τις χορδές.
Πώς πονώ και θρηνώ και κάθε βράδυ
σαν μεθάω στους δρόμους γυρνώ.Τα θερμά τα φιλιά, τα τόσα χάδια γύρνα πάλι στην πρώτη φωλιά. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Γλυκιά μου αγάπη γύρνα ξανά σαν και πρώτα στην έρμη φωλιά!
Φθαρμένο τανγκό, τραγουδάκι της εποχής θαρρείς ξένο, δεν το ξανάκουσα. Μας μαλάκωνε, κυρίως τα βράδια της Κυριακής, όταν η πλατεία της λαχαναγοράς βούλιαζε στο σκοτάδι, σχεδόν χωρίς φως. Ένας στύλος μόνο, με μια λάμπα εξηντάρα θα ’ταν, κοντά στις προσφυγικές παράγκες, στην αρχή της Ολυμπιάδος, ο άλλος στύλος μπροστά στο καφέ μαγαζάκι του Ψύλλα προς την Αγία Αικατερίνη κι ο άλλος αντίθετα και διαγώνια προς την κατηφόρα της Κάλβου, λίγο πριν ανταμώσει την ισιάδα των τελευταίων μέτρων τ’ Αγίου Δημητρίου. Μακριά, ο ένας από τον άλλον, οι στύλοι, σχεδόν ανύπαρκτοι, η πλατεία γύρω γύρω στον μαύρο χρόνο της νύχτας.
Τότε ήταν που ακούγονταν, κάθε νύχτα, οι χαμηλές φωνές από την απέναντι πλευρά του δρόμου με τις προσφυγικές παράγκες. Κάποιες χαροκαμένες, λέγανε, προσφυγομάνες κατοικούσαν εκεί. Ρωτούσα την Τέτα γιατί οι γυναίκες εκείνες έκλαιγαν μόλις σουρούπωνε και η θεια μου δεν απαντούσε. Μην ανακατεύεσαι, μη ρωτάς, μου έλεγε. Ρωτούσα και την κυρά Θωμαή, τη γειτόνισσα, τη φίλη της τέτας Βάσας, γιατί κυρα-Θωμαή κλαίνε κάθε νύχτα οι γυναίκες στις παράγκες. Πάψε, μου είπε και κείνη φοβίζοντάς με πιο πολύ, μικρός είσαι, δεν κάνει.
Όμως λίγο αργότερα έμαθα.
Ένα από τα παιδιά που ζούσαν στις παράγκες ήταν ανακατεμένο με τις αντιστασιακές ομάδες, τη μέρα δούλευε στα καπνομάγαζα, πιο κάτω, τη νύχτα μοίραζε προκηρύξεις, έγραφε συνθήματα στους τοίχους, τολμηρός, τελείωνε δύσκολες υποθέσεις. Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, δεν πήγε πολύς καιρός, οργίαζαν οι παρακρατικοί, πάλι• αρχές του ’47, μια νύχτα μπουκάρανε στο σπιτικό του, τον πήραν, πήραν και άλλα τρία παλικάρια από τις διπλανές παράγκες δίχως λόγο εκείνους, και όλους μαζί, έξω από τα τείχη, τους εκτέλεσαν.
Τους βρήκαν το πρωί περαστικοί, ειδοποίησαν τα σπίτια τους, οδυρμός. Μαύρισαν οι παράγκες, με τα μοιρολόγια. Στα μαύρα οι μάνες κλαίγανε, πνιχτά στο φως της ημέρας, οι γόοι τις νύχτες. Ένα μαύρο σύννεφο ξεκινούσε από κει και ξαναγύριζε πίσω, πάνω στις στέγες μας, στα παράθυρά μας, στις πόρτες που άνοιγαν προς τα σοκάκια. Ένα μούρμουρο αρχικά, συνεχόμενοι βόγκοι κατόπιν, κανένας θρήνος (ώρες ώρες) δεν έμοιαζε με τον προηγούμενο, λίγο λίγο το φαρμάκι πλημμύριζε τον αέρα. Που τον έκαμνε πνιχτόν, σκληρόν και μαύρο.
Σαν τα λάστιχα, τα συμπαγή και τα δύσκαμπτα, της δικής μου σαΐτας, που δεν άνοιγαν, δεν τέντωνε η χαρά τους με τίποτε.
Το μπουρίνι...
Όταν ο θείος Κοσμάς άφησε την τελευταία του πνοή, ένα αεράκι φύσηξε μέσα στον άδειο θάλαμο του νοσοκομείου, και στον ορίζοντα πέρα από την σκοτεινιά του κόλπου, αστραπές χαράκωσαν τον ουρανό, σα φωτεινές ραγισματιές. Μια δυνατή ψύχρα τρύπωσε από το παράθυρο, κι η Ελένη ξέσπασε σε αναφιλητά. Τα πέντε τελευταία μερόνυχτα ήμασταν συνέχεια στο πόδι, στο πλευρό του –ο θείος, που ήταν άτεκνος, την είχε ψυχοκόρη– και τα νεύρα της είχαν σπάσει. Την πήρα απ’ το χέρι και την τράβηξα έξω στο σαλόνι, ενώ ένας θηριώδης νοσοκόμος αναλάμβανε τα σχετικά με το νεκρό. Σε λίγο είδαμε από το βάθος του διαδρόμου να τον βγάζουν με το φορείο, σκεπασμένο μ’ ένα σεντόνι, κι από ένα ειδικό ασανσέρ, στην πίσω μεριά να τον κατεβάζουν στο υπόγειο. Κανένας από τους υπόλοιπους ασθενείς δε στράφηκε να κοιτάξει προς τα εκεί• στριμωγμένοι μπροστά στο μεγάλο μπαλκόνι, έδειχναν να χαζεύουν προς το βάθος του ορίζοντα, όπου τα σπαρταρίσματα από τις αστραπές είχαν αρχίσει να πυκνώνουν.
Αφού συμπληρώσαμε στα γρήγορα τ’ απαραίτητα χαρτιά, έφυγα για την Άνω Πόλη κι η Ελένη για το σπίτι της θείας της, να το ετοιμάσουν για την αγρύπνια. Έπρεπε ακόμη να στείλουν ρούχα στο νοσοκομείο για το νεκρό και να διαλέξουν το φέρετρο. Με περίμεναν τα κορίτσια να τα πάω στο διαμέρισμα του αδελφού μου, που ήταν άδειο –μήνας Ιούλιος, κι όλοι έλειπαν σε διακοπές– όπου μια γειτόνισσα θα έμενε μαζί τους τη νύχτα. Τις βρήκα έτοιμες. Η μεγάλη, με τα μούτρα της αναψοκοκκινισμένα, το Ευδοκιώ σχεδόν ανυποψίαστο. Τα είπαμε λίγο με τη Ματούλα, που δεν μπορούσε να το πιστέψει και στην αρχή με αντιμετώπιζε με εχθρότητα, λες κι έφταιγα εγώ γι’ αυτό που είχε συμβεί. Τη μέρα ακριβώς που γιόρταζε τα γενέθλιά της, έχανε τον άνθρωπο, που πίστευε πως την αγαπούσε περισσότερο απ’ όλους, και ποτέ δεν της είχε χαλάσει κανένα χατίρι. Όση ώρα μιλούσαμε έβλεπα μπροστά μου να στήνεται ένα υποβλητικό σκηνικό• το σκοτάδι της νύχτας θέριευε και σε κάθε λάμψη έδειχνε πιο απειλητικό, το πολύφωτο στο ταβάνι του δωματίου αναδευόταν πέρα δώθε και τα κρόσσια της τέντας στο μπαλκόνι χόρευαν τρελά. Το θρόισμα από τις φυλλωσιές των δέντρων απέναντι δυνάμωνε ολοένα και συνοδευόταν από ’να καταχθόνιο βουητό, λες και επίκειται σεισμός.
Μπαίνοντας στο αμάξι, άρχισε η βροχή. Άστραφτε συνέχεια και τα κορίτσια χώθηκαν μ’ ένα σάλτο στο πίσω κάθισμα, σα να φοβήθηκαν μην τους κάνει στάχτη κανένας κεραυνός. Χοντρές στάλες στην αρχή, μετά η βροχή φόρτσαρε, άπλωσε τις πυκνές κουρτίνες της γύρω μας, αλλά δε σταμάτησα, όπως θα μου πρότεινε σίγουρα η Ελένη, αν βρισκόταν μαζί μας. Πιάνοντας την Ηροδότου –παλιό βυζαντινό δρόμο, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες– παρόλο το πανδαιμόνιο που γινόταν, πήρε τ’ αυτί μου κάτι σαν πνιγμένο λυγμό. Βρισκόμασταν μπροστά στον Άγιο Νικόλαο Ορφανό, τα ρυάκια ψήλωναν δίπλα μας και, μέσα από το κιγκλίδωμα του αυλόγυρου της εκκλησίας, πρόλαβα να δω στο φως μιας αστραπής, σε μια γράνα, να σιγοπαφλάζουν κιόλας σκοτεινά νερά. Πίσω απ’ την πλάτη μου έφτανε τρεμουλιαστή η φωνή της Ματούλας. Σ’ αυτό το σημείο του δρόμου, κατά τις εννιά, την είχε πιάσει δυνατός σφάχτης. Πρώτη φορά το πάθαινε και της κόπηκε η ανάσα. Η φίλη της την συμβούλεψε να γυρίσει στο σπίτι. Και τότε ξαφνικά, εκεί στο πλάι της, μια πνοή αέρα στροβίλισε μια δράκα φύλλα σηκώνοντάς τα ψηλά, κι ένιωσε γύρω της ένα σιγανό φύσημα που κράτησε λίγο και μετά έσβησε. Την ώρα ακριβώς που ξεψυχούσε στο νοσοκομείο ο θείος Κοσμάς.
Μετά την κλειστή στροφή, στην Αποστόλου Παύλου, όπου τα κύματα του νερού μάς χτύπησαν στην αριστερή μπάντα, δεν έβλεπα σχεδόν τίποτα μπροστά μου. Κατηφορίζαμε κατά μήκος των παλιών τειχών –ή μάλλον των λειψάνων τους– από τη μέσα μεριά, κι ένας χείμαρρος μας έσπρωχνε προς την Αγίου Δημητρίου, κάνοντας το αμάξι να τραμπαλίζεται σαν ψαρότρατα. Ο ορυμαγδός από τ’ απανωτά αστραπόβροντα κι ο αέρας που τράνταζε τα κλαδιά του πλατανιού μπροστά στο Τούρκικο Προξενείο, έκαναν το Ευδοκιώ να ξεσπάσει σε κλάματα.
Από το ύψος περίπου της αλλοτινής Χρυσής Πύλης, ο χείμαρρος μας ξέβρασε στην Πανεπιστημίου – και νυν Εθνικής Αμύνης. Γινόταν χαλασμός, το μπόι του νερού σχεδόν δυο πιθαμές. Φτάνοντας στο Συντριβάνι, είδαμε ακινητοποιημένα αμάξια, με το μουσούδι τους κόντρα στο ρεύμα, να το δέρνει το κύμα. Οι ρόδες τους δεν φαίνονταν. Κολλήσαμε στο φανάρι. Η κατεβασιά φούσκωνε πίσω μας, αλλά κανένας δεν αποφάσιζε να περάσει την πλατεία. Ένα γιγαντιαίο κύμα που ξεσήκωσε το λεωφορείο της γραμμής σκέπασε τους προφυλαχτήρες των αυτοκινήτων. Ταυτόχρονα μια βροντή, η πιο δυνατή μέχρι τώρα, έκανε το Ευδοκιώ να τιναχτεί. Τα χρειάστηκα. Περίμενα λίγο και μετά, σιγά σιγά, συνέχισα στην Εθνικής Αμύνης, προσέχοντας να κινούμαι στη μέση του δρόμου, όπου ήταν πιο ρηχά τα νερά.
[…]
[…] Όπως το υποψιαζόμουν ότι θα μπορούσε να συμβεί, χάρη ίσως και σε κάποιο μυστηριώδη και υπόγειο, συνδυαστικό μηχανισμό, που διαθέτουν η ανοχύρωτη παιδική ψυχή κι η μνήμη, η Ματούλα έφτασε στο σημείο να ταυτίζει μέσα της, υποσυνείδητα, το θάνατο μ’ εκείνο το φοβερό μπουρίνι.
Τάσος Καλούτσας, «Το Μπουρίνι», Η Θεσσαλονίκη των Συγγραφέων, Ιανός, θεσσαλονίκη 1996, σ. 79-81, 87.
Μετάβαση στο σημείο: Κασσάνδρου-Αγίου Δημητρίου