Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΚασσάνδρου-Αγίου Δημητρίου Ναός Αγίου Δημητρίου
Ο Ιερός Ναός του Πολιούχου της πόλης. Πρόκειται για μια πεντάκλιτη βασιλική που έχει ανακηρυχθεί ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο. Κατά την πυρκαγιά που κατέκαψε το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλονίκης το 1917 ο ναός υπέστη τεράστιες καταστραφές. Ο σημερινός ναός είναι ανακατασκευή του παλαιότερου κατεστραμμένου από την πυρκαγιά ναού. Στο υπόγειο τμήμα του ναού βρίσκεται ο χώρος μαρτυρίου του Αγίου.
Οκτώβριος...
Ο Οκτώβριος είναι ο μήνας που τοποθετεί τα ορόσημα στη ζωή μου. Οκτώβριο πρωτομπήκα σε τρένο για να πάω στη Γερμανία, Οκτώβριο επέστρεψα, Οκτώβριο πρωτοπαντρεύτηκα, Οκτώβριο χώρισα — όχι τον ίδιο, τον επόμενο. Οκτώβριο πήγα στο στρατό, Οκτώβριο απολύθηκα. Οκτώβριο με συναντάει ο έρωτας συνήθως και Οκτώβριο μ’ εγκαταλείπει. Και όλ’ αυτά το τελευταίο δεκαήμερό του. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει έτσι, αλλά πολλές φορές έχω την εντύπωση ότι ο μήνας αυτός έχει κηδεμονέψει τη ζωή μου. Η αλήθεια είναι ότι πρώτος εγώ του έδειξα συμπάθεια και αδυναμία. Τον περίμενα πώς και πώς για να δω την πόλη μου να χαίρεται. Ξεφύλλιζα το ημερολόγιο στον τοίχο κι όταν έδειχνε 26, Δημητρίου μεγαλομάρτυρος του Μυροβλήτου, η Θεσσαλονίκη σημαιοστολιζόταν, οι καμπάνες χτυπούσαν και το μισό μου σόι γιόρταζε. Τη μέρα αυτή έτρωγα όλο γλυκά και άκουγα τους μεγάλους να δίνουν ευχές ο ένας στον άλλο. Ούτε μάλωναν ούτε βρίζονταν μεταξύ τους. Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης τους ένωνε όλους και τους συσπείρωνε μέσα από το υπόγειο της μεγάλης εκκλησίας, εκεί όπου υπήρχε το λείψανό του και περιμέναμε στην ουρά να το προσκυνήσουμε.
«Τα μάτια σου στα κάστρα», μου ’λεγε η γιαγιά μου πρωί πρωί. «Τέτοια μέρα φέρνει βόλτες καβάλα στ’ άλογό του. Αν είσαι καλό παιδί, θα τον δεις».
Προσπαθούσα να ’μαι όσο καλύτερο παιδί μπορούσα εκείνη την ημέρα και κάθε τόσο κοιτούσα στα κάστρα της πόλης, μήπως και τον δω να τα περιδιαβάζει καβάλα στ’ άλογό του, εξακολουθώντας να προστατεύει εμάς και την πόλη του από τους εχθρούς μας. Σήμερα είμαι βέβαιος ότι τον είχα δει. Αν αυτό έγινε στην πραγματικότητα ή στην παιδική μου φαντασία, ελάχιστη σημασία έχει. Άλλωστε ξέρω και πολλούς άλλους από την εποχή εκείνη που επίσης τον είδανε όπως κι εγώ.
Προτού τελειώσει αυτή η γιορτή, άρχιζε η άλλη. Το έδαφος της πόλης ταρακουνιόταν από τα τανκς και ο ουρανός βούιζε από τ’ αεροπλάνα. Οι σημαίες εξακολουθούσαν να κυματίζουν σε αυλές και μπαλκόνια. Ψηλά από το Γεντί Κουλέ το κανόνι βροντούσε, για να θυμίζει στους καλούς το καλό και να προειδοποιεί τους κακούς για το κακό. Ο πατέρας μου έκλαιγε χαϊδεύοντας το πόδι του, που χάλασε στο αλβανικό μέτωπο. Ο στρατός έκανε παρέλαση, τα σχολεία έκαναν παρέλαση, τα κορίτσια το ίδιο, οι κάτοικοι της πόλης, εγώ έκανα παρέλαση. Μια φορά μάλιστα με πηλήκιο Γυμνασίου και μια άλλη με κράνος και τουφέκι. ΟΧΙ. Η λέξη ΟΧΙ επικρατούσε και βασίλευε αυτή τη μέρα. Την άκουγες από τα στόματα των μαθητριών, των δασκάλων, των στρατηγών, των πολιτικών. ΟΧΙ λοιπόν. ΟΧΙ στον εχθρό μας, ΟΧΙ στον κατακτητή μας, ΟΧΙ στον επιβολέα μας, ΟΧΙ σ’ αυτόν που στήνει σκαλωσιά γύρω απ’ τα κάστρα μας. Ήταν μια μέρα που οι μεγάλοι γίνονταν γίγαντες κι εγώ μεγάλος. Πώς μπορεί, αναρωτιόμουν, μια τόσο μικρή λεξούλα ν’ αλλάζει τόσο πολύ τους ανθρώπους και να τους μονοιάζει; Και γιατί δεν την έλεγαν κάθε μέρα, ώστε να είναι πάντα έτσι περήφανοι; Τι έλεγαν όλες τις άλλες μέρες, ΝΑΙ έλεγαν; Και καλά, ας πούμε ότι δεν υπάρχουν πια εξωτερικοί εχθροί, εσωτερικοί δεν υπάρχουν; Τη λέξη ΟΧΙ την άκουγες ολημερίς από το ραδιόφωνο, την έβλεπες γραμμένη στους τοίχους, ακόμα και στον ουρανό την έβλεπες γραμμένη, καθώς την έσερναν πίσω τους μικρά αεροπλάνα. Την έσερνα κι εγώ χρόνια ολόκληρα παντού όπου πήγαινα, πότε πίσω μου, πότε μπρος μου. Μπορεί να πονάει το ΟΧΙ, μπορεί να σε απομονώνει και να σε αποξενώνει, αλλά είναι το πετραδάκι που θα χτίσει σιγά σιγά την αξιοπρέπειά σου. Και θα ετοιμάσει το δρόμο για το ΝΑΙ, που όταν το λες πια, ίσως βλέπεις και τον καβαλάρη να περιδιαβάζει τα κάστρα της πόλης σου, που μπορεί να είσαι κι εσύ ο ίδιος αυτός.
Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 336-338.
Πορεύοντας με τους Λύκ...
Στην «Αίγλη» συνέβαιναν τα πάντα — ή σχεδόν τα πάντα. Όποιος Θεσσαλονικιός έχει ξεπεράσει το μισό αιώνα ζωής ή τον πλησιάζει, όπως εγώ, θα έχει ζήσει και την αίγλη της «Αίγλης». Το σινεμά πίσω από τον Αϊ-Δημήτρη, που ήταν κάποτε λουτρό. Η «Αίγλη» δεν ήταν θερινό και χειμερινό, όχι. Ήταν κλειστό και ανοιχτό. Και τα έργα που έπαιζε ήταν χρωματιστά και μαύρα κι όχι έγχρωμα και μαυρόασπρα.
Στην «Αίγλη» μπορούσες να φας και να κοιμηθείς σαν στο σπίτι σου. […] Αν βαριόσουν, μπορούσες να πλακωθείς στο ξύλο στα καλά καθούμενα. Το σπουδαιότερο όμως ήταν πως μπορούσες να βγάλεις μεροκάματο. Πουλούσαμε και ξαναπουλούσαμε τη θέση μας στους πατεράδες και στους αρραβωνιαστικούς, για να καθίσει η μονάκριβή τους και να μην την αγγίζουν οι βάρβαροι. Όχι, δηλαδή, πως καθιστή θα γλίτωνε, αλλά στα όρθια συμβαίνει και το χειρότερο. Κι όταν άδειαζε ένα κάθισμα, πάλι εμείς τα πιτσιρίκια ήμασταν που το κάναμε κατοχή, για να το πουλήσουμε στους αργοκίνητους και στους φοβισμένους.
Όταν δε μας έφταναν τα λεφτά, μαζεύαμε ρεφενέ και στέλναμε μέσα τον Σκουμπρή, που δούλευε σε τσαγκάρικο και είχε ταλέντο στο λέγειν. Τον περιμέναμε έξω στα σκαλάκια. Αν έλειπε πέντε ώρες, πέντε ώρες ήταν υποχρεωμένος να διηγείται. Ο Σκουμπρής θυμόταν όλες τις λεπτομέρειες, ακόμα και πού κόπηκε η ταινία κι έγινε διάλειμμα.
—Εδώ, μάγκες, άναψαν τα φώτα και βγήκα να καπνίσω, έλεγε ανάβοντας τσιγάρο.
Μια φορά που έλειπε ο Σκουμπρής έστειλαν εμένα. Είδαμε το ένα έργο στο κλειστό και άναψαν τα φώτα, για να βγούμε στο ανοιχτό. Όποτε γινόταν αυτή η έξοδος, χαλούσε ο κόσμος. Νόμιζες πως είχε αρπάξει φωτιά η αίθουσα. Ήταν και μερικοί που κάνανε πλάκα και το διασκέδαζαν φωνάζοντας:
—Φωτιά, φωτιά!…
Υπήρχαν μερικές θέσεις που έμοιαζαν με τα θεωρεία των βασιλιάδων, που βλέπαμε στις ταινίες, κι αυτά τρέχαμε να προλάβουμε όλοι. Από παντού κρέμονταν αγιόκλημα και λουλούδια.
Σπρώχνοντας και τρυπώνοντας ανάμεσα από πόδια, βρήκα επιτέλους μια θέση και βολεύτηκα. Όταν έμπαινε κάποιος σταλμένος, απαγορευόταν να πουλήσει τη θέση. Όφειλε να είναι απόλυτα συγκεντρωμένος στην ταινία και να βγει όσο το δυνατό γρηγορότερα για ν’ αρχίσει τη διήγηση. Προτού σβήσουν τα φώτα, σήκωσα το κεφάλι κι έψαξα αριστερά δεξιά για τίποτα γνωστούς. Ξαφνικά ένιωσα να πεθαίνω. Ήταν σαν να μην ήξερα το μάθημα στο σχολείο ή να είχα κάνει κάποια χοντρή ζαβολιά και μου κοπήκανε τα ήπατα. Αλλά από την καλή μεριά, όχι από την κακή. Θέλω να πω, από τη μεριά της ανταμοιβής κι όχι της τιμωρίας. Ακριβώς δίπλα μου, στα δεξιά μου, καθόταν μια ξανθιά κοπέλα. Είχε την ηλικία που είχαν και οι κοπέλες που έβλεπα στις ταινίες και που στο τέλος παντρεύονταν το παλικάρι ή πέθαιναν. Και το ύφος της ήταν το ίδιο. Φαινόταν σαν να πονούσε σε όλο της το σώμα, χωρίς να γνωρίζει κι από που πήγαζε αυτός ο πόνος.
—Έλα, βρε Άννα μου, άκουσα να της λέει μια γριά που καθόταν δίπλα της. Θα περάσει… Το κάθαρμα!…
Ήταν το τελευταίο σχεδόν πράγμα που άκουσα, ώσπου τελείωσαν όσα παίχτηκαν στο πανί και βγήκαμε όλοι από κει μέσα. […]
Η Άννα φορούσε ένα λευκό φόρεμα με κουμπιά μπροστά, από αυτά που φορούσαν οι νέες κοπέλες μέσα στο σπίτι και γύρω απ’ αυτό. Προφανώς η γριά την είχε βγάλει με το ζόρι από το δωμάτιό της για να τη διασκεδάσει. Το είχα δει σ’ ένα σωρό έργα αυτό, εκείνο όμως που έβλεπα στην πραγματικότητα πλάι μου δεν το είχα δει σε κανένα έργο. Ένα κουμπί από το φόρεμα, και ειδικά αυτό που βρισκόταν ακριβώς κάτω από την κοιλιά, είχε ανοίξει […] Το στόμα μου είχε στεγνώσει και αποξηράνθηκα στη στιγμή. Ένιωθα στεγνός σαν φθινοπωριάτικο κλαρί, που θα μπορούσες με μια κίνηση να το σπάσεις. Το μόνο που μου πέρασε απ’ το μυαλό ήταν πως, αφού βλέποντας τόσο λίγο αναστατώνομαι τόσο πολύ, όταν αγκαλιάσω και φιλήσω αυτό που βλέπω, κανονικά θα πρέπει να πεθάνω. Έπειτα το μυαλό μου σταμάτησε και δεν περνούσε τίποτα πια.
[…]
—Κουράγιο, κορίτσι μου… ξαναείπε η γριά.
Κι εγώ έπρεπε να κάνω κουράγιο. Το στομάχι μου πονούσε σαν να είχε βυθίσει τα δάχτυλά του εκεί ο χαμάλης της γειτονιάς μας και προσπαθούσε να το ξεριζώσει. Κοιτούσα συνεχώς τη φλέβα χρυσού που ανακάλυψα εκεί δίπλα μου, βέβαιος ότι ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δε θα μου ξανατύχαινε κάτι τέτοιο κι ίσως ποτέ άλλοτε δεν είχε ξανατύχει σε κανέναν. […]
Κάποια στιγμή ακούστηκε απανωτό πιστολίδι στο πανί και οι γνωστές φωνές συμπαράστασης από γύρω και άθελά μου σήκωσα το κεφάλι να δω τι διάολο γίνεται. Είδα το παλικαράκι να καθαρίζει ως συνήθως και ησυχασμένος έκανα ν’ αποτραβηχτώ πάλι στη δουλειά μου, όταν πρόσεξα κάποιον στο διάδρομο να μου κάνει νοήματα. Ήταν πέντε έξι γνωστοί κολλητηρτζήδες, που θέλανε ν’ αγοράσουν τη θέση μου. Οι κολλητηρτζήδες ήταν συχνά οι καλύτεροί μας πελάτες. Δεν ήξερα αν είχαν παρατηρήσει το άνοιγμα στο φουστάνι της Άννας, σίγουρα όμως είχαν προσέξει το λυπημένο της πρόσωπο. Ο πόνος τους τραβούσε όπως το μέλι τις μύγες κι όπου έβλεπαν δάκρυ έτρεχαν να κολλήσουν από πίσω και να παρηγορήσουν. Θα μπορούσα να τους πουλήσω τη θέση μου για δέκα θέσεις κι αν έδειχνα και το ξεκούμπωτο κουμπί, για είκοσι. Όμως θα ήταν σαν να πουλούσα την ίδια την Άννα. Ακόμα και την τύχη μου. Ακόμα κι εμένα τον ίδιο. Έμεινα, λοιπόν, εκεί όσο έμεινε και το λαμπερό αστέρι κι όταν ανυψώθηκε, σηκώθηκα και το ακολούθησα στο δρόμο.
Οι φίλοι μου κάθονταν έξω στα σκαλιά περιμένοντάς με. Τους έδειξα την Άννα κι άρχισα να μιλώ για το κουμπί της.
—Έργο δεν είδες, ρε μαλακισμένο; με ρωτάει ένας.
Τότε η λέξη «μαλάκα» ακουγόταν αραιά και πού και σχεδόν πάντα ακολουθούσε άγριος καβγάς. Την εποχή εκείνη πολλές αλήθειες αποτελούσαν κίνδυνο θάνατο όταν εκφράζονταν. Ενώ το «μαλακισμένο» αφορούσε εμάς τα παιδιά κι ήταν ακίνδυνο. Όλοι έτσι μας φώναζαν. Εμένα τουλάχιστον μόνο οι δάσκαλοι και οι γονείς μου με φώναζαν αλλιώς. Ήταν η πρώτη φορά που το πήρα σαν προσβολή κι έπεσα με φόρα πάνω σ’ αυτόν που το ξεστόμισε. […]
Η πρώτη φορά στη ζωή μου που έφυγα στη μέση του έργου ήταν πριν λίγο καιρό από ένα θερινό σινεμά της Αθήνας. Είχα πάει να δω το «Χορεύοντας με τους Λύκους» και βρέθηκα ανάμεσά τους. Περισσότεροι από τους μισούς θεατές κρατούσαν μια θορυβώδικη πλαστική σακούλα και τρώγανε κάτι θορυβώδικα πλαστικά πατατάκια. Κρακ-κρακ-κρακ!… Τα έτρωγαν λαίμαργα, μηχανικά και αφηρημένα, χωρίς να πεινάνε, μόνο και μόνο γιατί βρέθηκαν μες στα χέρια τους. Γνωρίζοντας ότι στο τέλος θα τους αηδιάσουν και θα τους παχύνουν, τα καταβρόχθιζαν με μανία και μίσος όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ο τρομερός αυτός ήχος ακουγόταν από παντού και κάλυπτε τις πιστολιές, τους καλπασμούς των αλόγων και τους αλαλαγμούς των καταδικασμένων Ινδιάνων.
Ο σινεματζής με κοίταξε απορημένος, όταν του εξήγησα το λόγο που έφευγα. Για λίγα χιλιάρικα παραπάνω κατέστρεφε αυτό που θα ’πρεπε να συντηρεί και να χαίρεται. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως εκείνο το κρακ-κρακ ροκάνιζε το κλαρί που πάνω του καθόταν ο ίδιος. Και θεώρησα περιττό να του εξηγήσω πως κάτω από το κλαρί, στη σκιά του, καθόμασταν όλοι εμείς.
Αντώνης Σουρούνης, Υπ’ όψιν της Λίτσας, Καστανιώτης, Αθήνα, 1992, σ. 33-40.
Η οδός Δημητρίου πολιο...
4
Το κλίμα είναι στεγνό• αυτό το αισθάνομαι μόνο όταν κατεβαίνω από τη Βενιζέλου και πλησιάζω στη Φιλίππου, οπότε το κλίμα το νιώθω πιο υγρό. Αυτό το ήξεραν καλά οι αρχαίοι, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί και οι Τούρκοι, γι’ αυτό και κάθονταν απ’ την οδό Αγίου Δημητρίου και πάνω. Μόνο που η θέα, απ’ τα πυκνά σπίτια είναι λιγοστή στο δυτικό τμήμα. Απ’ την πόρτα μου φαίνονται οι άθλιες εκβολές του Αξιού• και πρέπει να στρίψω ανατολικά στην Ολυμπιάδος για να δω να ξεπροβάλλει ο γραφικός Χορτιάτης, που τη νύχτα με πανσέληνο γίνεται ακόμη γραφικότερος. Ωστόσο, μόνο όταν κατεβαίνω από την οδό Προφήτη Ηλία — όπου μέχρι το 1963 υπήρχε το ωραιότερο τουρκόσπιτο της άνω πόλης, που με υπόδειξη του Πεντζίκη πρόλαβε και το ζωγράφισε ο Γιώργος Μανουσάκης — μπορώ να χαίρομαι τον ανεπανάληπτο Όλυμπο σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, αλλά και όλη την ανοιχτωσιά από τον Άγιο Δημήτριο ως την πλατεία Αριστοτέλους.
Πολλά θα είχα να γράψω ακόμη για τη Δημητρίου Πολιορκητού και τη δυτική άνω πόλη. Φοβάμαι όμως μήπως μερακλωθούν οι κουλτουριάρηδες κι αρχίσουν να εγκαθίστανται στην περιοχή μας, οπότε υπάρχει κίνδυνος να ανεβούν ακόμη περισσότερο τα ήδη υψηλά ενοίκια.
Γεντί Κουλέ...
Απόψε θα σας μιλήσω για το Γεντί Κουλέ, με βάση κάποια παιδικά μου βιώματα αλλά και κατοπινές μου εμπειρίες, που έμμεσα και σπανίως άμεσα με έφεραν κοντά στο μνημείο και ακόμη πιο κοντά στο κάτεργο.
1. Το 1943 ήμουν δώδεκα χρονώ. Είχα ήδη κινδυνεύσει να πεθάνω δύο φορές από πείνα, κι αν τελικά σώθηκα, αυτό το χρωστώ κυρίως στα συσσίτια των κατηχητικών. Εκεί γνωρίστηκα με ένα παιδί από το τρίτο γυμνάσιο, που το έλεγαν Σταύρο, και γίναμε φίλοι. Στο ίδιο συσσίτιο έτρωγε κι ο λίγο μεγαλύτερος φίλος μας Μίμης Μαρωνίτης, αρρώστησε όμως βαριά και δε μπορούσε να έρχεται και να τρώει. Τότε εγώ με τον Σταύρο αποφασίσαμε να πηγαίνουμε το φαΐ του Μίμη κάθε μέρα στο σπίτι του. Αυτό βάσταξε πάνω από χρόνο. Ξεκινούσαμε απ’ την πλατεία Αγίας Σοφίας, ανεβαίναμε την Αγίας Σοφίας και μετά την Ηροδότου, περνούσαμε τον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό και την πλατεία Καλλιθέας και βγαίναμε στην οδό Ιφικράτους 7, που ήταν το σπίτι του Μίμη, ένα φτωχικό τουρκόσπιτο με καφάσια. Το σπίτι αυτό ήταν λίγο πιο κάτω από τον πύργο του Τριγωνίου, που τότε ακόμα τον λέγαμε Εφταπύργιο, γιατί δεν ξέραμε πως Εφταπύργιο έλεγαν τις φυλακές του Γεντί Κουλέ, που βρίσκονταν ακόμα πιο πάνω.
Ο Σταύρος κάθονταν στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό, κοντά στους Αγίους Αναργύρους. Εγώ καθόμουν στην οδό Αγίου Δημητρίου και ανέβαινα όλη αυτή την ανηφόρα, για να κάνουμε παρέα. Αφού αφήναμε το φαΐ στο σπίτι του Μίμη, συνεχίζαμε το δρόμο μας ως το σπίτι του φίλου μου, όπου παίζαμε στην αυλή του. Το σπίτι ήταν σχεδόν κολλητό με το κάστρο, κι από τότε άρχισε να με κυριεύει η γοητεία των βυζαντινών τειχών.
Η ζωή στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό — εν μέρει παλιό τούρκικο κι εν μέρει προσφυγικό — δεν ήταν και τόσο ευχάριστη. Εντύπωση μου έκανε που, σε όλα τα σπίτια, αντί για τζάμια στα παράθυρα είχαν χαρτόνια. Ρώτησα να μάθω, και μου είπαν πως κάθε πρωί γίνονταν εκτελέσεις λίγο πιο πάνω απ’ τις φυλακές κι ότι απ’ τις ομοβροντίες τραντάζονταν τα σπίτια κι έσπαναν τα τζάμια. Οι άνθρωποι είχαν αγριέψει και τα νεύρα πολλών είχαν γίνει σμπαράλια. Άλλοι πάλι είχαν γίνει ταγματασφαλίτες που μαζεύονταν στο Κουλέ Καφέ, απ’ όπου φοβόσουνα ακόμη και να περάσεις. Η φρίκη των εκτελέσεων είχε επηρεάσει όλη την περιοχή. Έβρισκες σε πολλούς μια βαναυσότητα που δεν τη συναντούσες πουθενά αλλού. Τη βαναυσότητα αυτή την είδα και μέσα στο ίδιο το σπίτι του φίλου μου: ο αδελφός του, λίγο μεγαλύτερός μας και πρώιμο αντράκι, που όλη τη μέρα κάθονταν κάτω από ένα δέντρο κι έπαιζε μπουζούκι, ήταν τόσο θηριώδης, που έδερνε και τον φίλο μου αλλά και τους ίδιους τους γονείς του. Ίσως δεν ήταν μόνο θέμα χαρακτήρα• ίσως οφείλονταν και στην κτηνωδία που κυριαρχούσε στα πέριξ του Γεντί Κουλέ εκείνη την εποχή.
Αυτή υπήρξε η πρώτη και έμμεση γνωριμία μου με το Γεντί Κουλέ• η πρώτη φαρμακερή γεύση.
2. Το 1950-1951 έκανα παρέα με τη Λούλα Αναγνωστάκη και την ξαδέρφη της, Νατάσα Κασιμάτη. Η Λούλα τότε έγραφε ποιήματα και σενάρια, δεν ήταν όμως ακόμη γνωστή στους φιλολογικούς κύκλους. Αντίθετα, πολύ γνωστός ήταν ο αδελφός της, ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, που τον θαύμαζα πολύ απ’ τα ποιήματά του — είχε τυπώσει κιόλας το σημαντικότερο έργο του, τις «Εποχές», 1, 2 και 3 — αλλά δεν τον είχα γνωρίσει ακόμα. Και πώς να τον γνώριζα, αφού ήταν στη φυλακή; Είχε συλληφθεί ως επικίνδυνος κομμουνιστής, είχε αρνηθεί να αποκηρύξει την ιδεολογία του και είχε περάσει από στρατοδικείο, που τον καταδίκασε δις εις θάνατον. Τότε τον είχαν κλεισμένο στο Γεντί Κουλέ. Η οικογένειά του έκανε ό,τι μπορούσε για να τον σώσει, και για το σκοπό αυτό φαγώθηκε όλη η προίκα της Λούλας. Το 1950 είχα βγάλει την πρώτη μου ποιητική συλλογή «Εποχή των ισχνών αγελάδων» και η Λούλα βρήκε τον τρόπο να στείλει τα ποιήματά μου στον Μανόλη, στη φυλακή. Ο Μανόλης, με τον ίδιο τρόπο, κατάφερε να μου στείλει ένα γράμμα αλογόκριτο, ενθουσιασμένος από τα ποιήματά μου. Αυτό με συγκίνησε πολύ. Έτσι άρχισε μια «παράνομη» επαφή μου μαζί του, μέσω βέβαια της Λούλας — και να φανταστεί κανείς πως αυτό ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο και για τους τρεις μας• η λογοκρισία ήταν πιο άγρια για τους πολιτικούς κρατούμενος. Κι όμως η Λούλα τα κατάφερε μια χαρά, προφανώς λαδώνοντας κάποιους. Τέλος, το 1954, ύστερα από υπεράνθρωπες ενέργειες της οικογένειας, ο Αναγνωστάκης βγήκε από τη φυλακή, αφού δυο φορές μετατράπηκε η ποινή του, κι αμέσως έφυγε για σπουδές στη Σουηδία, απ’ όπου συνέχισε να μου στέλνει μερικές κάρτες. Έφυγε και η Λούλα στην Αθήνα, κι έτσι προσωρινά χαθήκαμε.
Αυτή ήταν η δεύτερη εμπειρία μου από το Γεντί, και μάλιστα αρκετά επικίνδυνη.
3. Πέρασαν χρόνια. Το 1968, επί χούντας, έτυχε να έχω έναν φίλο, που ως ποινικός κρατούμενος, δοκίμασε κι αυτός τη γλύκα της φυλακής. Του συμπαραστάθηκα όσο μπορούσα, οκτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν ήταν κλεισμένος στις Νέες Φυλακές, μου έστειλε μερικούς στίχους του και με παρακάλεσε να τους μελοποιήσω. Αμέσως τους μελοποίησα και τα βράδια τριγυρνούσα στην Κασσάνδρου τραγουδώντας το τραγούδι μας, κι ο φίλος με άκουγε από μέσα και έπαιρνε κουράγιο. Στις Νέες Φυλακές τα πράγματα ήταν κάπως πιο μπόσικα, και μου επιτρέπονταν να τον επισκέπτομαι. Όταν όμως τον πήγαν στο Γεντί Κουλέ, εκεί τα βρήκαμε μπαστούνια. Τότε συνεννοήθηκα με τη μητέρα του (ο πατέρας του δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει γι’ αυτόν) και πήραμε σημείωμα απ’ τον εισαγγελέα, κι έτσι μπόρεσα και πάλι να τον επισκέπτομαι.
Στο Γεντί Κουλέ, η πρώτη μου επίσκεψη ήταν συγκλονιστική. Έρευνα στις σακούλες με τα τρόφιμα, ανακρίσεις («ποιος είσαι και τι τον έχεις»), κλίμα καχυποψίας και χαφιεδισμού, μαζί με ηθικολογίες και επιτιμήσεις («αφού είστε συγγενείς, πώς τον αφήσατε να γίνει κλέφτης») κτλ. Ακόμη χειρότερο απ’ τους ανθρώπους ήταν το περιβάλλον. Το βαρύ μεσαιωνικό κάτεργο, με τις αλλεπάλληλες βαριές σιδερένιες πόρτες, οι σκοτεινοί φύλακες με τα «μελιτζανιά», οι διαδοχικές εξευτελίσεις μέχρι να δεις τον άνθρωπό σου, ο στενός και παγερός χώρος των επισκέψεων, όπου ο φυλακισμένος στεκόταν πίσω από μια πυκνή σίτα και δεν τον διέκρινες καθόλου, άκουγες μόνο τη φωνή του που ήταν σα να έβγαινε από βαθύ τάφο, κι έπρεπε να μιλάς μπροστά στο βλοσυρό φύλακα τα δυο τρία λεπτά που κρατούσε το επισκεπτήριο — όλα αυτά τα έζησα έναν ολόκληρο χρόνο. Ήταν μια τραγωδία και για τους δυο μας, που δέχτηκα να την υποστώ για να του δώσω λίγο κουράγιο. Το χειμώνα, με βοριά και με βροχή, η απόσταση από τους Αγίους Αναργύρους ως το Εφταπύργιο ήταν σωστό μαρτύριο. Τέλος, τον έστειλαν στις Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας, όπου η μία μέρα λογαριάζεται διπλή. Τελικά βγήκε λίγο μετά το πέσιμο της χούντας.
Όλη αυτή η περιπέτεια μου ενέπνευσε μερικά τραγούδια, μεταξύ των οποίων και δύο για το Γεντί Κουλέ. Προπάντων με έκανε να ζήσω σχεδόν από κοντά τις ζοφερές συνθήκες της ζωής των φυλακισμένων. Αυτή ήταν η τρίτη και χειρότερη εμπειρία μου από το απαίσιο Γεντί.
[…]5. Εφέτος, ύστερα από πρόσκληση του αρχιτέκτονα Φίλιππου Ωραιόπουλου, μπόρεσα να επισκεφθώ όλο το Επταπύργιο, όπου ο εκλεκτός φίλος είχε τη καλοσύνη να μας ξεναγήσει, εμένα και τη Βάνα Χαραλαμπίδου. Γυρίσαμε όλο το φρούριο, τις επάλξεις, μπήκαμε μέσα στα καλοδιατηρημένα κτίρια των φυλακών και τα παράσπιτα, είδαμε τη διαμοιρασμένη αυλή με τους μεσότοιχους, καθώς και το εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου, που το έχτισαν οι ίδιοι οι κρατούμενοι με πρωτοβουλία ενός έγκλειστου παπά πριν το 1920. Τι να σας πω! Και το μνημείο και οι φυλακές, έτσι βουβά που τα αντίκριζα, χωρίς τα μαραζιασμένα κορμιά των φυλακισμένων, δε μου έλεγαν τίποτα. Περιδιαβαίναμε τα τοπία του ανθρώπινου πόνου αλλά η έλλειψη παραστάσεων και εμπειρίας δεν με βοηθούσε• το αποτέλεσμα ήταν πενιχρό. Ακόμη και το δέος του χώρου δεν ήταν όσο θα το περίμενα εντυπωσιακό. Και σκέφτηκα, τι καλά που έκανα και δεν πήγα στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Επταπυργίου το 1989! Είναι φοβερό να απολαμβάνει κανείς την ψυχαγωγία σε τόπους βασανιστηρίων και προθαλάμους εκτελέσεων. Αλλά και η μετατροπή αυτών των χώρων σε μουσείο θα είχε κάτι το παγερό. Τέλος, η εξαφάνισή τους από το πρόσωπο της γης (για τη δήθεν ανάδειξη του βυζαντινού μνημείου) θα ισοδυναμούσε με έγκλημα. Κι αφού με παίδεψε πολύ η σκέψη για το μέλλον του Επταπυργίου, κατέληξα στην απόφαση να προτείνω να γίνει πτωχοκομείο. Όχι θέατρα και θεάματα, αλλά πτωχοκομείο. Να απαλύνομε όσο μπορούμε τον ανθρώπινο πόνο εκεί που σακατεύτηκαν οι άνθρωποι από την τυραννία.
Με τις σκέψεις αυτές αποχαιρέτησα εκείνη τη μέρα το Επταπύργιο και, όταν έγινε η γνωστή ημερίδα για το μέλλον του μνημείου, έκανα την πρότασή μου για τη μετατροπή του σε πτωχοκομείο. Μα κανείς δε με άκουσε. Μερικοί αγανάκτησαν, όλοι ήθελαν θέατρα και θεάματα, κανείς δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για συμπαράσταση στον ανθρώπινο πόνο. Κι αυτό υπήρξε μια απ’ τις χειρότερες εμπειρίες της ζωής μου, πολύ χειρότερες απ’ το θέαμα του μπουντρουμιού, όπου αμπάρωναν ολόκληρο άνθρωπο εκεί που βία βία χωρούσε μόνο μία κότα…
Ανεμώλια ...
Ίσως οι ιστορίες των φίλων μου, οι ίδιες τους οι ζωές να είναι απλά μερικές σελίδες στο χρονικό του μεγάλου δρόμου. Είχαμε όλοι μας γεννηθεί επάνω στη μεγάλη οδό και στους παραποτάμους της. Άλλοι σε κρεμαστά μπαλκόνια πάνω απ’ την πλατιά άσφαλτο, άλλοι σε στενούς παράδρομους κι άλλοι στους υφάλους και στις ξέρες του. Η μυρωδιά από τις όχθες είχε νοτίσει από νωρίς το δέρμα μας.
Η οδός Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη ξεκινάει δυτικά από τη Λυταία Πύλη των Βυζαντινών και φτάνει ως τα πανεπιστήμια και το μεγάλο στάδιο. Η Αγίου Δημητρίου είναι ένα από τα μεγάλα ποτάμια της πόλης, όπως η Εγνατία, η Τσιμισκή… με τις εκβολές του στα ανατολικά, έξω από τα μεσαιωνικά τείχη, στον απέραντο κάμπο των προαστίων. Ο μεγάλος δρόμος που γεννηθήκαμε είναι λοιπόν ποτάμι, για όσους βέβαια ξέρουν, για όσους καταλαβαίνουν, για όσους μπορούν κι ακούνε κάθε βράδυ τον ρόχθο του νερού στον ύπνο τους.
Ο δρόμος του αγίου έχει στην κοίτη και στις ρουφήχτρες του χιλιάδες ανθρώπους κι αυτοκίνητα, αυτά τα άψυχα θηρία που πλέουν σαν κορμοί στο ρεύμα από δυτικά προς τ’ ανατολικά, ρέουν με θόρυβο δίκην ποταμού και εκβάλλουν στις παρυφές της Τριανδρίας και στον μεγάλο τσιμεντένιο κάμπο. Η Αγίου Δημητρίου είναι ένα ποτάμι με αρχαία ερείπια, μια εκκλησία, έναν παραποτάμιο άγιο, καχεκτικά δέντρα, μπετόν και κάδους σκουπιδιών. Στις όχθες του περπατούν πηγαίες νύμφες. Ναϊάδες με μυτερές μπότες, ενώ στις διαβάσεις περιμένουν παιδιά με τις τσάντες στον ώμο να τον διασχίσουν όλα μαζί σε κάθε σμαραγδί γνέψιμο των φαναριών. Σε κάποιο από τα ζυγά νούμερα του δρόμου, σ’ ένα μεγάλο ρετιρέ, γεννήθηκε ο Δημήτρης, ο Μυκηναίος, έναν Μάρτη-Γδάρτη του 1963.
[…]
Έρχομαι τώρα στο χαρτί, ποιητής απρόσκλητος, να ζωγραφίσω εκείνα τα χρόνια βουτώντας τα πινέλα μέσα μου. Δεν έχω μούσα – ποιος έχει άραγε τούτες τις μέρες; Εγώ ο Νίκος Χαλκίνης, γεννημένος στην οδό Αγίου Δημητρίου σ’ ένα διαμέρισμα με τρία μάτια στον μεγάλο δρόμο κι ένα πίσω μοναχό του σαν το μάτι του Κύκλωπα, που έβλεπε σε μια πρασιά-σπηλιά όπου ζευγάρωναν γάτες. Εγώ ο Νίκος, εγγονός και γιος εμπόρων που είχαν μια φωλιά ξέχειλη από υφάσματα σ’ έναν παράδρομο στο Μπεζεστένι. Μεγάλωσα κι εγώ στον πλανήτη γύρω από τον μεγάλο δρόμο του αγίου. Έκανα ποδήλατο στην αυλή της μεγάλης εκκλησίας, έπαιζα μπίλιες στα χώματα πίσω απ’ το τούρκικο προξενείο, έκοβα τα μαλλιά μου σε κουρεία στενόχωρα με άντρες που φορούσαν άσπρες ποδιές. Στα ραδιόφωνά τους ακουγόταν η εκπομπή του Ίωνα Τυρταίου και η κολόνια στον γυμνό σβέρκο ήταν πάντα χύμα – άρωμα λεμόνι.
Τα καλοκαίρια οι γονείς μου με ξερίζωναν από τη μήτρα του μπετόν και μ’ έστελναν εξοχή. Εκεί, στον καθαρό αέρα που μου ήταν τότε αδιάφορος, ένα μεσημέρι στο χωριό της μάνας μου καθώς έσπαζα κλαδιά απ’ τα δέντρα κι ύστερα όπως συνήθως τα ξεφλούδιζα μ’ ένα προσκοπικό μαχαίρι, κάποια στιγμή η λάμα ξέφυγε, έσκισε βαθιά τον μηρό και μούσκεψα στο αίμα. Η εικόνα του πορφυρού υγρού που βάφει το δέρμα κι ύστερα ποτίζει το χώμα αποδείχτηκε ανεξίτηλη. Μετά απ’ αυτό η επιθυμία μου να ξεφλουδίζω δεν ατόνησε, παρά με συνόδεψε για χρόνια. Μάζευα τις λευκές βέργες σε μια γωνιά της αποθήκης και τις μύριζα• η μυρωδιά του χλωρού ξεφλουδισμένου ξύλου και η αφή του με ξετρέλαιναν, γιατί μου θύμιζαν τη λευκή σάρκα του σύκου. Η ουλή στο πόδι μου υπάρχει ακόμα.
Ο μεγάλος δρόμος είχε τότε τέσσερις κινηματογράφους. Ξεκινώντας από τα δυτικά, σινέ Αγγέλικα, Ορφέας, Αχίλλειον, Ιντεάλ. Για χρόνια τέντωνα τα μάτια μου στις σκοτεινές αίθουσες — οφθαλμών παίδευσις. Ήταν βέβαια και η μυρωδιά… Στο σινεμά κατάλαβα για πρώτη φορά ότι το σκοτάδι μυρίζει. Το ένιωσα περισσότερο σ’ εκείνα τα μεθυστικά δευτερόλεπτα όταν έσβηναν τα φώτα, πριν πέσει η πρώτη ακτίνα στο πανί, σ’ εκείνον τον μετεωρισμό του χρόνου, όταν τα δευτερόλεπτα σε διαστολή φούσκωναν μέσα μου. Τότε, πριν πέσει η πρώτη ακτίνα, το ένιωθα• ήταν η μυρωδιά του σύμπαντος στην πρώτη ώρα της δημιουργίας.
Στα διαλείμματα αγοράζαμε απ’ το κυλικείο ροξ μέσα σ’ εκείνο το ροζ χαρτί το νοτισμένο από σιρόπι. Ήταν κι άλλες μυρωδιές έξω απ’ την αίθουσα και ήχοι διάφοροι, τα τσιγάρα στο χολ και το άκουσμα βήχα από εκείνους που ρουφούσαν με κόκκινα μάτια, ήταν και τα μισάνοιχτα αποχωρητήρια με τα απολυμαντικά τους, που η μυρωδιά τους μου θύμιζε πάντα κοπανισμένα στραγάλια. Είναι ανεξερεύνητες οι διαδρομές της οσφρητικής μνήμης και οι συνειρμοί της, το ίδιο όπως και της ακουστικής. Κυριακή στις πρωινές παραστάσεις, στο μεγάλο πιάτο του ταμείου, μια γυναίκα με κόκκινα νύχια παίρνει και δίνει με κρότο κέρματα που έχουν πάνω τον στρατιώτη με τον φοίνικα. Θυμάμαι τις λέξεις στο πιάτο: Χαλιά Πέρσικα. Ο ήχος απ’ τα κέρματα σήμαινε την είσοδο στον σκοτεινό κάτω κόσμο, σκαλιά κι ύστερα κι άλλα σκαλιά, και τέλος ν’ ανοίγουν τα δυο φύλλα της πύλης με το χοντρό βελούδο και να ’ρχεται η ώρα της μυρωδιάς του σκοταδιού.
Στη μεταπολίτευση, αργότερα, έφαγα πολλές σακούλες σπόρια χαζεύοντας απ’ το μπαλκόνι, τότε που οι αμέτρητες διαδηλώσεις, πλημμυρίδες ολόκληρες ήταν, ακολουθούσαν τυφλά την ίδια διαδρομή, όπως τα υποζύγια που πάνε μόνα τους στη γούρνα για νερό: Υπουργείο, τούρκικο προξενείο και τέρμα στην πλατεία του Χημείου. Εκεί, κάτι τεράστια ηχεία τρόμαζαν τα φύλλα στις λεύκες και τα τεντοφτέρουγα ορνίθια. Στρατιωτικά αμπέχονα, μούσια, μαλλιά ακούρευτα και πανό στο χρώμα της πορφύρας με κίτρινα γράμματα. Αυτό το κόκκινο των συνθημάτων στα πανό ήταν το δεύτερο ανεξίτηλο κόκκινο της μνήμης μου• το πρώτο είχε ένα προσκοπικό μαχαίρι, το δεύτερο δυο εργαλεία που ζευγαρώνουν με πάνω εκείνο το αρσενικό σφυρί…
Με λένε Νίκο Χαλκίνη και παίζω επιτραπέζια παιχνίδια μνήμης. Στο μυαλό μου άνοιξε ένα ταμπλό που μοιάζει της Μονόπολης• κάποιος ρίχνει το ζάρι και τα χρόνια περνούν. Είμαι το κόκκινο πιόνι και δίπλα μου στέκουν άλλα τέσσερα, ο Μυκναίος, ο Χρήστος, ο Γέρος και ο Στάθης. Υπακούμε στο ζάρι κι αγοράζουμε σπίτια και οικόπεδα, πληρώνουμε ενοίκια, χρεοκοπούμε, μπαίνουμε στη φυλακή και ξαναρχίζουμε. Όλη η διαδρομή της Μονόπολης είναι τελικά αυτός ο μεγάλος δρόμος, απ’ τη Λυταία Πύλη και το παλιό καφενείο του Καφαντάρη ως το πανεπιστήμιο και το στάδιο του Καυταντζόγλου.
Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, Πατάκης, Αθήνα 2011, σ. 16-17, 24-27.
Μετάβαση στο σημείο: Κασσάνδρου-Αγίου Δημητρίου