Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΕπταπύργιο Ακρόπολη
Η περιτειχισμένη Ακρόπολη της πόλης διακρίνεται από την Άνω Πόλη και τον υπόλοιπο αστικό ιστό με το διάμεσο τείχος, το οποίο κάποτε αποτελούσε τον βορινό περίβολο της πόλης (η Ακρόπολη αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη). Κατά τα βυζαντινά και οθωμανικά χρόνια στην περιοχή της Ακρόπολης δεν υπήρχαν κατοικίες.
Γεντί Κουλέ...
Απόψε θα σας μιλήσω για το Γεντί Κουλέ, με βάση κάποια παιδικά μου βιώματα αλλά και κατοπινές μου εμπειρίες, που έμμεσα και σπανίως άμεσα με έφεραν κοντά στο μνημείο και ακόμη πιο κοντά στο κάτεργο.
1. Το 1943 ήμουν δώδεκα χρονώ. Είχα ήδη κινδυνεύσει να πεθάνω δύο φορές από πείνα, κι αν τελικά σώθηκα, αυτό το χρωστώ κυρίως στα συσσίτια των κατηχητικών. Εκεί γνωρίστηκα με ένα παιδί από το τρίτο γυμνάσιο, που το έλεγαν Σταύρο, και γίναμε φίλοι. Στο ίδιο συσσίτιο έτρωγε κι ο λίγο μεγαλύτερος φίλος μας Μίμης Μαρωνίτης, αρρώστησε όμως βαριά και δε μπορούσε να έρχεται και να τρώει. Τότε εγώ με τον Σταύρο αποφασίσαμε να πηγαίνουμε το φαΐ του Μίμη κάθε μέρα στο σπίτι του. Αυτό βάσταξε πάνω από χρόνο. Ξεκινούσαμε απ’ την πλατεία Αγίας Σοφίας, ανεβαίναμε την Αγίας Σοφίας και μετά την Ηροδότου, περνούσαμε τον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό και την πλατεία Καλλιθέας και βγαίναμε στην οδό Ιφικράτους 7, που ήταν το σπίτι του Μίμη, ένα φτωχικό τουρκόσπιτο με καφάσια. Το σπίτι αυτό ήταν λίγο πιο κάτω από τον πύργο του Τριγωνίου, που τότε ακόμα τον λέγαμε Εφταπύργιο, γιατί δεν ξέραμε πως Εφταπύργιο έλεγαν τις φυλακές του Γεντί Κουλέ, που βρίσκονταν ακόμα πιο πάνω.
Ο Σταύρος κάθονταν στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό, κοντά στους Αγίους Αναργύρους. Εγώ καθόμουν στην οδό Αγίου Δημητρίου και ανέβαινα όλη αυτή την ανηφόρα, για να κάνουμε παρέα. Αφού αφήναμε το φαΐ στο σπίτι του Μίμη, συνεχίζαμε το δρόμο μας ως το σπίτι του φίλου μου, όπου παίζαμε στην αυλή του. Το σπίτι ήταν σχεδόν κολλητό με το κάστρο, κι από τότε άρχισε να με κυριεύει η γοητεία των βυζαντινών τειχών.
Η ζωή στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό — εν μέρει παλιό τούρκικο κι εν μέρει προσφυγικό — δεν ήταν και τόσο ευχάριστη. Εντύπωση μου έκανε που, σε όλα τα σπίτια, αντί για τζάμια στα παράθυρα είχαν χαρτόνια. Ρώτησα να μάθω, και μου είπαν πως κάθε πρωί γίνονταν εκτελέσεις λίγο πιο πάνω απ’ τις φυλακές κι ότι απ’ τις ομοβροντίες τραντάζονταν τα σπίτια κι έσπαναν τα τζάμια. Οι άνθρωποι είχαν αγριέψει και τα νεύρα πολλών είχαν γίνει σμπαράλια. Άλλοι πάλι είχαν γίνει ταγματασφαλίτες που μαζεύονταν στο Κουλέ Καφέ, απ’ όπου φοβόσουνα ακόμη και να περάσεις. Η φρίκη των εκτελέσεων είχε επηρεάσει όλη την περιοχή. Έβρισκες σε πολλούς μια βαναυσότητα που δεν τη συναντούσες πουθενά αλλού. Τη βαναυσότητα αυτή την είδα και μέσα στο ίδιο το σπίτι του φίλου μου: ο αδελφός του, λίγο μεγαλύτερός μας και πρώιμο αντράκι, που όλη τη μέρα κάθονταν κάτω από ένα δέντρο κι έπαιζε μπουζούκι, ήταν τόσο θηριώδης, που έδερνε και τον φίλο μου αλλά και τους ίδιους τους γονείς του. Ίσως δεν ήταν μόνο θέμα χαρακτήρα• ίσως οφείλονταν και στην κτηνωδία που κυριαρχούσε στα πέριξ του Γεντί Κουλέ εκείνη την εποχή.
Αυτή υπήρξε η πρώτη και έμμεση γνωριμία μου με το Γεντί Κουλέ• η πρώτη φαρμακερή γεύση.
2. Το 1950-1951 έκανα παρέα με τη Λούλα Αναγνωστάκη και την ξαδέρφη της, Νατάσα Κασιμάτη. Η Λούλα τότε έγραφε ποιήματα και σενάρια, δεν ήταν όμως ακόμη γνωστή στους φιλολογικούς κύκλους. Αντίθετα, πολύ γνωστός ήταν ο αδελφός της, ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, που τον θαύμαζα πολύ απ’ τα ποιήματά του — είχε τυπώσει κιόλας το σημαντικότερο έργο του, τις «Εποχές», 1, 2 και 3 — αλλά δεν τον είχα γνωρίσει ακόμα. Και πώς να τον γνώριζα, αφού ήταν στη φυλακή; Είχε συλληφθεί ως επικίνδυνος κομμουνιστής, είχε αρνηθεί να αποκηρύξει την ιδεολογία του και είχε περάσει από στρατοδικείο, που τον καταδίκασε δις εις θάνατον. Τότε τον είχαν κλεισμένο στο Γεντί Κουλέ. Η οικογένειά του έκανε ό,τι μπορούσε για να τον σώσει, και για το σκοπό αυτό φαγώθηκε όλη η προίκα της Λούλας. Το 1950 είχα βγάλει την πρώτη μου ποιητική συλλογή «Εποχή των ισχνών αγελάδων» και η Λούλα βρήκε τον τρόπο να στείλει τα ποιήματά μου στον Μανόλη, στη φυλακή. Ο Μανόλης, με τον ίδιο τρόπο, κατάφερε να μου στείλει ένα γράμμα αλογόκριτο, ενθουσιασμένος από τα ποιήματά μου. Αυτό με συγκίνησε πολύ. Έτσι άρχισε μια «παράνομη» επαφή μου μαζί του, μέσω βέβαια της Λούλας — και να φανταστεί κανείς πως αυτό ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο και για τους τρεις μας• η λογοκρισία ήταν πιο άγρια για τους πολιτικούς κρατούμενος. Κι όμως η Λούλα τα κατάφερε μια χαρά, προφανώς λαδώνοντας κάποιους. Τέλος, το 1954, ύστερα από υπεράνθρωπες ενέργειες της οικογένειας, ο Αναγνωστάκης βγήκε από τη φυλακή, αφού δυο φορές μετατράπηκε η ποινή του, κι αμέσως έφυγε για σπουδές στη Σουηδία, απ’ όπου συνέχισε να μου στέλνει μερικές κάρτες. Έφυγε και η Λούλα στην Αθήνα, κι έτσι προσωρινά χαθήκαμε.
Αυτή ήταν η δεύτερη εμπειρία μου από το Γεντί, και μάλιστα αρκετά επικίνδυνη.
3. Πέρασαν χρόνια. Το 1968, επί χούντας, έτυχε να έχω έναν φίλο, που ως ποινικός κρατούμενος, δοκίμασε κι αυτός τη γλύκα της φυλακής. Του συμπαραστάθηκα όσο μπορούσα, οκτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν ήταν κλεισμένος στις Νέες Φυλακές, μου έστειλε μερικούς στίχους του και με παρακάλεσε να τους μελοποιήσω. Αμέσως τους μελοποίησα και τα βράδια τριγυρνούσα στην Κασσάνδρου τραγουδώντας το τραγούδι μας, κι ο φίλος με άκουγε από μέσα και έπαιρνε κουράγιο. Στις Νέες Φυλακές τα πράγματα ήταν κάπως πιο μπόσικα, και μου επιτρέπονταν να τον επισκέπτομαι. Όταν όμως τον πήγαν στο Γεντί Κουλέ, εκεί τα βρήκαμε μπαστούνια. Τότε συνεννοήθηκα με τη μητέρα του (ο πατέρας του δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει γι’ αυτόν) και πήραμε σημείωμα απ’ τον εισαγγελέα, κι έτσι μπόρεσα και πάλι να τον επισκέπτομαι.
Στο Γεντί Κουλέ, η πρώτη μου επίσκεψη ήταν συγκλονιστική. Έρευνα στις σακούλες με τα τρόφιμα, ανακρίσεις («ποιος είσαι και τι τον έχεις»), κλίμα καχυποψίας και χαφιεδισμού, μαζί με ηθικολογίες και επιτιμήσεις («αφού είστε συγγενείς, πώς τον αφήσατε να γίνει κλέφτης») κτλ. Ακόμη χειρότερο απ’ τους ανθρώπους ήταν το περιβάλλον. Το βαρύ μεσαιωνικό κάτεργο, με τις αλλεπάλληλες βαριές σιδερένιες πόρτες, οι σκοτεινοί φύλακες με τα «μελιτζανιά», οι διαδοχικές εξευτελίσεις μέχρι να δεις τον άνθρωπό σου, ο στενός και παγερός χώρος των επισκέψεων, όπου ο φυλακισμένος στεκόταν πίσω από μια πυκνή σίτα και δεν τον διέκρινες καθόλου, άκουγες μόνο τη φωνή του που ήταν σα να έβγαινε από βαθύ τάφο, κι έπρεπε να μιλάς μπροστά στο βλοσυρό φύλακα τα δυο τρία λεπτά που κρατούσε το επισκεπτήριο — όλα αυτά τα έζησα έναν ολόκληρο χρόνο. Ήταν μια τραγωδία και για τους δυο μας, που δέχτηκα να την υποστώ για να του δώσω λίγο κουράγιο. Το χειμώνα, με βοριά και με βροχή, η απόσταση από τους Αγίους Αναργύρους ως το Εφταπύργιο ήταν σωστό μαρτύριο. Τέλος, τον έστειλαν στις Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας, όπου η μία μέρα λογαριάζεται διπλή. Τελικά βγήκε λίγο μετά το πέσιμο της χούντας.
Όλη αυτή η περιπέτεια μου ενέπνευσε μερικά τραγούδια, μεταξύ των οποίων και δύο για το Γεντί Κουλέ. Προπάντων με έκανε να ζήσω σχεδόν από κοντά τις ζοφερές συνθήκες της ζωής των φυλακισμένων. Αυτή ήταν η τρίτη και χειρότερη εμπειρία μου από το απαίσιο Γεντί.
[…]5. Εφέτος, ύστερα από πρόσκληση του αρχιτέκτονα Φίλιππου Ωραιόπουλου, μπόρεσα να επισκεφθώ όλο το Επταπύργιο, όπου ο εκλεκτός φίλος είχε τη καλοσύνη να μας ξεναγήσει, εμένα και τη Βάνα Χαραλαμπίδου. Γυρίσαμε όλο το φρούριο, τις επάλξεις, μπήκαμε μέσα στα καλοδιατηρημένα κτίρια των φυλακών και τα παράσπιτα, είδαμε τη διαμοιρασμένη αυλή με τους μεσότοιχους, καθώς και το εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου, που το έχτισαν οι ίδιοι οι κρατούμενοι με πρωτοβουλία ενός έγκλειστου παπά πριν το 1920. Τι να σας πω! Και το μνημείο και οι φυλακές, έτσι βουβά που τα αντίκριζα, χωρίς τα μαραζιασμένα κορμιά των φυλακισμένων, δε μου έλεγαν τίποτα. Περιδιαβαίναμε τα τοπία του ανθρώπινου πόνου αλλά η έλλειψη παραστάσεων και εμπειρίας δεν με βοηθούσε• το αποτέλεσμα ήταν πενιχρό. Ακόμη και το δέος του χώρου δεν ήταν όσο θα το περίμενα εντυπωσιακό. Και σκέφτηκα, τι καλά που έκανα και δεν πήγα στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Επταπυργίου το 1989! Είναι φοβερό να απολαμβάνει κανείς την ψυχαγωγία σε τόπους βασανιστηρίων και προθαλάμους εκτελέσεων. Αλλά και η μετατροπή αυτών των χώρων σε μουσείο θα είχε κάτι το παγερό. Τέλος, η εξαφάνισή τους από το πρόσωπο της γης (για τη δήθεν ανάδειξη του βυζαντινού μνημείου) θα ισοδυναμούσε με έγκλημα. Κι αφού με παίδεψε πολύ η σκέψη για το μέλλον του Επταπυργίου, κατέληξα στην απόφαση να προτείνω να γίνει πτωχοκομείο. Όχι θέατρα και θεάματα, αλλά πτωχοκομείο. Να απαλύνομε όσο μπορούμε τον ανθρώπινο πόνο εκεί που σακατεύτηκαν οι άνθρωποι από την τυραννία.
Με τις σκέψεις αυτές αποχαιρέτησα εκείνη τη μέρα το Επταπύργιο και, όταν έγινε η γνωστή ημερίδα για το μέλλον του μνημείου, έκανα την πρότασή μου για τη μετατροπή του σε πτωχοκομείο. Μα κανείς δε με άκουσε. Μερικοί αγανάκτησαν, όλοι ήθελαν θέατρα και θεάματα, κανείς δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για συμπαράσταση στον ανθρώπινο πόνο. Κι αυτό υπήρξε μια απ’ τις χειρότερες εμπειρίες της ζωής μου, πολύ χειρότερες απ’ το θέαμα του μπουντρουμιού, όπου αμπάρωναν ολόκληρο άνθρωπο εκεί που βία βία χωρούσε μόνο μία κότα…
Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ...
Ήταν μικρές κι αθώες κοπελούδες σαν ήρθανε απ’ την πατρίδα, όμως οι δικοί τους τις πάντρεψαν στα γρήγορα για να προφτάσουν να πάρουνε μερίδιο απ’ τα τούρκικα κτήματα, που μοίραζε στους πρόσφυγες το δημόσιο. Παντρεύτηκαν την ίδια μέρα και στην ίδια εκκλησιά δυο φίλους, πρόσφυγες κι αυτούς — ο ένας μαραγκός, ο άλλος χτίστης. Στο γάμο οι μπουμπουνιέρες δεν έφτασαν• οι γαμπροί, χωρίς να ρωτήσουν κανένα, είχαν καλέσει πάρα πολλούς. Έτρεξαν πανικόβλητοι οι συμπεθέροι κι αγόρασαν κάτι χάρτινες, γαλάζιες και ροζ, απ’ το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς. Σχεδόν όλοι οι καλεσμένοι, που πήραν τις χάρτινες, δυσαρεστήθηκαν. Μερικοί ούτε που τις έπιασαν στο χέρι. Άλλοι πάλι, ιδιαίτερα αυτοί που είχαν στείλει δώρο, τις γύρισαν πίσω την άλλη μέρα πρωί πρωί. Σημάδι πως είχαν γίνει πολλά σχόλια στα διάφορα συζυγικά κρεβάτια εκείνη τη νύχτα. Ήταν ένας κόσμος τσαλαπατημένος, αρχοντοξεπεσμένοι μάλιστα μερικοί, και θίγονταν πολύ εύκολα.
Οι νιόγαμπροι μπατζανάκηδες πήραν το πράγμα κατάκαρδα —έφταιγαν κιόλας λίγο— κι έκαναν το ίδιο βράδυ ένα μεθύσι απ’ τα σπάνια. Αντί να γλεντούν οι καλεσμένοι τους, γλεντοκοπούσανε οι ίδιοι. Στο τέλος, κατέβασαν τα βρακιά τους και χορεύανε ξεβράκωτοι απάνω στα τραπέζια. Οι φίλοι τους ενθουσιασμένοι τους βαρούσανε παλαμάκια τραγουδώντας τους τραγούδια αποκριάτικα, ενώ οι γυναίκες απ’ την αρχή ακόμα βγάλανε μια φωνή και εξαφανίστηκαν.
[…]
Λίγες μέρες μετά το γάμο, όταν επιτέλους ξεμέθυσαν οι γαμπροί, παρουσιάστηκαν τ’ αντρόγυνα με τα καλά τους και τα στεφανοχάρτια τους στην παντοδύναμη επιτροπή, που μοίραζε οικόπεδα και σπίτια. Εκεί, αφού περιεργάστηκαν με μάτι γελαστό γαμπρούς και νύφες, τους πρότειναν σπίτια στην Τούμπα, όπου ο Εποικισμός έχτιζε πανομοιότυπα οικήματα για τους πρόσφυγες. Αρνήθηκαν• η Τούμπα έπεφτε πολύ μακριά, είπαν. Στην πραγματικότητα, δεν τους άρεζε εκεί, το είχαν συζητήσει κιόλας μεταξύ τους. Στην Τούμπα είχε αρχίσει να μαζεύεται κάθε καρυδιάς καρύδι. Τους είπανε για την Καλαμαριά• τους πρόσφεραν παραθαλάσσια οικόπεδα στην Αρετσού, στην Νέα Κρήνη. Μα, αποκεί έπρεπε να περπατάς μισή μέρα, ώσπου να φτάσεις στην πόλη. Τι να τα κάνουνε τα παραθαλάσσια οικόπεδα; Αυτοί ούτε ψαράδες ούτε καϊκτσήδες ήτανε, παρά χτίστες και μαραγκοί. Πώς θα πηγαίναν στις δουλειές τους και προπάντων πώς θα γύριζαν το βράδυ κατακουρασμένοι; Με την ανατολίτικη λογική τους, βλέπαν αιώνα τα πράγματα, όπως στην Τουρκιά.
Κι έτσι, όταν τους μίλησαν για ένα μεγαλούτσικο οικόπεδο, ψηλά, κοντά στα κάστρα, στο Εσκί Ντελίκ, κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους και αμέσως είπαν: «Ναι, αυτό το θέλουμε». Και πραγματικά, όταν το είδαν από κοντά, διόλου δε μετάνιωσαν. Μπορεί να ήταν ανηφοριά και ερημιά σε κείνους τους μαχαλάδες, μα τα καλοχτισμένα τείχη έδιναν σιγουριά και ζεστασιά στο μέρος. Ύστερα, είχες όλη την πολιτεία στα πόδια σου, που όσο κι αν ήταν ξένη, ήταν όμως καμαρωτή. Κατάγονταν από μέρη, που ως τις τελευταίες στιγμές ήταν βυζαντινά, οχυρωμένα γερά απ’ τους αυτοκράτορες, κι αγαπούσαν να βλέπουν τείχη και κάστρα. Ο χτίστης, ιδιαίτερα, μουρλάθηκε απ’ τη χαρά του, σα χάιδεψε τα καλοκαμωμένα και σκουριασμένα απ’ την πολυκαιρία —και τα αίματα ίσως— τειχιά και το μάτι του στρογγύλεψε από ευχαρίστηση, σαν είδε πως σε πολλές μεριές υπήρχε σωριασμένη άφθονη εκλεκτή πέτρα για να χτίσεις όχι σπίτι μα κάστρο ολόκληρο. Η αλήθεια είναι πως ήρθαν αργότερα περιστάσεις, που βλαστήμησαν την ώρα και τη στιγμή που σκαρφάλωσαν σ’ εκείνα τα μπαΐρια. Το ανέβασμα με τη ζέστα και τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι ή το χειμώνα το κατέβασμα με τη μεγάλη παγωνιά ήταν σωστό μαρτύριο. Το κατηφορικό καλντερίμι έρχονταν και περιχύνονταν με κρύσταλλο, που γλιστρούσε διαβολεμένα. Έκαμνε πολύ γερές παγωνιές τότε. Ένα γείτονα τον μάζεψαν μια μέρα με κουβέρτα, τέτοιο γλίστρημα πήρε. Μα, οι ίδιοι ήταν ακόμα λιγερόκορμοι και ζύγιζαν το κορμί τους καλά, ώστε να μη πέφτουν. Μόνο που έπρεπε να ξεκινούν ακόμα πιο πρωί.
Το χώμα στο οικόπεδο σκάβονταν εύκολα, δεν είχε βράχο αποκάτω ούτε θεμέλια παλιών σπιτιών. Μάλλον θα ήταν χώμα βγαλμένο απ’ τη βαθιά οχυρωματική τάφρο. Άλλωστε, οι βυζαντινοί απόφευγαν να χτίζουν κοντά στα τείχη και είχαν τους λόγους τους. Θα ’ταν επικίνδυνες και κακόφημες οι περιοχές αυτές, μ’ όλους εκείνους τους σκοτεινούς μισθοφόρους που τριγυρνούσαν. Σε καιρούς πολέμων οι νταήδες αυτοί πρέπει να αποχαλινώνονταν. Δεν αποκλείεται και να απαγορευόταν το χτίσιμο κοντά στα οχυρώματα. Πάντως, το γεγονός ήταν ένα, πως το χώμα ήταν καλό και δεν υπήρχε πολυκοσμία και βρωμιά, όπως στην Καλαμαριά με τους πόντιους. Οι δυο μαστόροι σκάβοντας ξέθαβαν κάθε τόσο διάφορα σκουριασμένα σιδερικά και κάτι στρογγυλά πράγματα σαν ταψιά, που ποτέ τους δεν έμαθαν πως ήταν στραπατσαρισμένες ασπίδες. Τις πιο γερές, μάλιστα, τις έστρωσαν για ένα διάστημα στη στέγη βάζοντας πέτρες βαριές αποπάνω. Φύτεψαν κι ένα γύρω στο οικόπεδο αγιόκλημα, καθώς και συκιές, για να συγκρατούν με τις ρίζες τους το χώμα, που το είχαν κόψει σα φέτα πίσω απ’ τα δυο σπίτια. Τα φυτά σχημάτισαν σκιερές γωνιές και κρυψώνες, όπου έπαιζαν αργότερα με αγαλλίαση τα παιδιά.
Η μια απ’ τις αδερφάδες ήταν αλαφροΐσκιωτη. Άρχισε γρήγορα να λέει πως τις νύχτες έβλεπε ένα κουβάρι από φως να περνάει πάνω κάτω στα τείχη. Δεν της έδωσαν και πολλή σημασία• είπαν πως θα ’ναι ο Αη-Δημήτρης και η εμπιστοσύνη τους στα τείχη ενισχύθηκε. Ωστόσο η αλαφροΐσκιωτη με τον ξυλουργό, καθώς και η άλλη με το χτίστη, δεν παράλειπαν να ξεφουρνίζουν κι από κανένα παιδί κάθε τόσο.
Πρώτη και πολύ γρήγορα πέθανε η αλαφροΐσκιωτη. Πήγε από εχινόκοκκους. Μήνες την ανοίγαν και την κλείναν οι γιατροί και τα μαθητευόμενα γιατρουδάκια στο προσφυγικό νοσοκομείο. Το αγαθό και δροσερό κορίτσι ήρθε σε λίγον καιρό κι έγινε σα γριά. Τα τρία παιδιά της, αγόρια όλα, τα κοίταζε όσο μπορούσε η άλλη, που όμως ξενοδούλευε. Ο μαραγκός πλάνιζε και τα μάτια του τρέχαν πάνω στα άσπιλα ξύλα. Στο μεταξύ αρρώστησε και της αλληνής ο μεγάλος γιος απ’ την ίδια αρρώστια. Είχαν ένα σκυλί, που κοιμόταν μαζί τους και τα παιδιά το φιλούσαν στο στόμα. Το απαίσιο αυτό ζώο παρά τρίχα να τους ξεκάνει όλους. Ευτυχώς, ο μικρός τη γλίτωσε την τελευταία στιγμή. Πρόλαβαν οι γιατροί να βγάλουν από μέσα του το σακούλι με τους εχινόκοκκους προτού σπάσει και διασκορπιστεί σ’ όλα τα σωθικά του το μικρόβιο. Ταυτόχρονα σχεδόν με τον μικρό αρρωσταίνει κι ο πατέρας του από διπλή περιπνευμονία κι όπως ο οργανισμός του ήταν αδυνατισμένος απ’ το πιοτό και μια παλιά ελονοσία πεθαίνει γρήγορα κι αυτός. Πήγαμε και στη νέα κηδεία. Καθώς το προσφυγικό νοσοκομείο ήταν απέναντι απ’ τη Βαγγελίστρια, το παιδί παρακολουθούσε απ’ το παράθυρο την κηδεία του πατέρα του, κάνοντας συνεχώς το σταυρό του. […].
Ύστερα κόπηκαν όλα μαχαίρι. Για πολλά χρόνια όχι θάνατος μα ούτε γρίπη δεν παρουσιάστηκε στην οικογένεια. Ο μαραγκός είχε αποθρασυνθεί τελείως. Γυρνούσε κάθε βράδυ μεθυσμένος τραγουδώντας […].
Τα παιδιά τους κυλιόντουσαν όλη μέρα στις βρωμιές και τα χώματα, παίζανε με σκυλιά, με γατιά, με φίδια και βατράχια, όμως τίποτε δεν τα πείραζε. Τότε που γίνονταν οι μεγάλοι σεισμοί στην Ιερισσό και η πόλη μας συνταράζονταν, ανεβήκαμε να μείνουμε κοντά τους, όσο να περάσει το κακό, μια και δεν μπορούσαμε να κοιμόμαστε κι εμείς στις πλατείες με το λαουτζίκο, όπου τόσα και τόσα συνέβαιναν μες στο σκοτάδι. Κοιμόμασταν έξω στην αυλή τους. Έκαμνε, άλλωστε, μια ζέστα σημαδιακή. Από καιρό σε καιρό η γη σάλευε κάτω απ’ το στρώμα. Με βάζαν μαζί με όλα αυτά τα παιδιά στα ίδια στρωσίδια. Οι πρώτες αϋπνίες μου από τότε χρονολογούνται. Εκτός που με κλοτσούσαν όλη νύχτα και με ξεσκέπαζαν, βρωμούσαν όλων των ειδών τις βρώμες, και ιδίως σκορδίλα […]. Ήμουν σαν ένα κλωσόπουλο της μηχανής, που έπρεπε να τα βγάλει πέρα με κωλοπετσωμένα κοτόπουλα κλώσας. Ευτυχώς που οι σεισμοί σταμάτησαν γρήγορα και γλίτωσα κι από κείνον τον εφιάλτη.
Στην Κατοχή, αντίθετα απ’ ό,τι θα φανταζόταν κανείς, δεν υπόφεραν καθόλου περισσότερο από μας, που τάχατες ήμασταν κάτι και κατοικούσαμε στα μέγαρα. Αμολήθηκαν τα παιδιά και πουλούσαν με τα κασελάκια τσιγάρα, τσιγαρόχαρτα, ζαχαρίνες, αντεπρίνες και ό,τι άλλο βάζει ο νους του ανθρώπου. Μόνο γράμματα που δεν έμαθαν. Το δημοτικό είναι ζήτημα αν το τελειώσαν. Η Γεωγραφία και η Ιστορία ήταν ο βραχνάς τους.
Πέρασε η Κατοχή, ήρθαν οι άλλες μάστιγες, οι εφτά πληγές του Φαραώ. Τα παιδιά στο μεταξύ μεγάλωναν. Τρία του μαραγκού, δυο του χτίστη και μια κοπέλα του τελευταίου, η μεγαλύτερη. Πήγαν στο στρατό• έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν οι ανώτεροί τους. Σαν τη γλίτωσαν αποκεί, βγήκαν για δουλειά. Στο στρατό, ώσπου να τους κάνουν να πέσουν στη φωτιά, τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε γυρνούσε κανένας να τους δει. Καταστάλαξαν στο καφενείο, που ακουμπάει στα τείχη, κι όλη μέρα έπαιζαν χαρτάκια. Το καφενείο ήταν φίσκα από άνεργους, όχι μόνο παλικάρια, αλλά και μεγάλους ανθρώπους, πατεράδες και παιδιά.
Μόλις είχαν αρχίσει να υποψιάζονται τα στραβά κι ανάποδα αυτού του τόπου κι οι συζητήσεις στο καφενείο πήραν να γίνονται πιο ζουμερές, άνοιξαν οι δρόμοι για τη μετανάστευση. Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν ποτέ μονάχα σ’ ένα καφενείο. Μάθαν οι άρπαγες την καταλαλιά, φοβήθηκαν πως η τόση εκμετάλλευση μπορούσε να τους βγει ξινή κάποτε, κι αποφάσισαν να τους αμολήσουν. Γράφτηκε αμέσως για τη Γερμανία ο δεύτερος του μαραγκού, ο πιο έξυπνος απ’ όλους, και είπε πως, αν τα πράγματα είναι καλά, θα πάρει και τους άλλους κοντά του. Σαν ήρθε η ώρα, δεν ήθελε να φύγει, ήταν σαν άρρωστος. Πήγαμε ξημερώματα στο σταθμό να τον ξεπροβοδίσουμε. Ήταν όλο το σόι εκεί κι έλεγε αστεία, ενώ από μέσα το αντεράκι τους λιγωνόταν για τον αποχωρισμό. Μια σκορδόπιστη με δυο κατουρλούδες φιλενάδες της σιγόκλαιγε πιο πέρα. «Θα γυρίσω να σε πάρω» της φώναξε, προς μεγάλη αγανάκτηση της θειάς του. Κόσμος πολύς καρτερούσε, μιλώντας δυνατά με ταραχή. Κάποτε έφτασε η ταχεία Αθηνών γεμάτη επιβάτες. Λίγοι κατέβηκαν, οι υπόλοιποι πήγαιναν κι αυτοί για έξω. Μόλις το τραίνο σταμάτησε, χύμηξε απ’ την αποβάθρα ο κόσμος. Δημιουργήθηκε φρακάρισμα στις πόρτες. Αυτοί που ήθελαν να κατέβουν, φώναζαν προβάλλοντας τις βαλίτσες, αυτοί πάλι που ήθελαν ν’ ανεβούν δε λογάριαζαν τίποτε, γιατί δεν είναι παίξε-γέλασε αυτό το ταξίδι. Είχαν και πολλά μπαγάζια όλοι τους, ακόμη και σταμνιά με νερό. Σαν είδαμε τα σκούρα και πως κινδύνευε να πάει όρθιος ως τη Γερμανία, τον αρπάξαμε στα χέρια και των χώσαμε σ’ ένα κουπέ απ’ το παράθυρο. Μας είδαν όλοι και το κόλπο γενικεύτηκε. Η Ελλάδα εγκαταλείπονταν «πατείς με, πατώ σε». Άκουγες συνεχώς το λόγο: «Μαύρη πέτρα θα ρίξω». Κι όταν το τραίνο αργοξεκίνησε και το κάθε παιδί φώναζε τη λέξη του, κουνώντας τα χέρια, μου φάνηκε πως άκουσα αμέτρητα πετροβολήματα κι ένιωσα την ανάγκη να σκύψω.
[…]
Τριγυρνούσα τον περασμένο Αύγουστο στα κάστρα και στις εκκλησίες της Άνω πόλης μ’ ένα φίλο απ’ την πρωτεύουσα. Όλοι τους, σαν έρχονται στην πόλη μας, θέλουν να βλέπουν γραφικότητες κι εγώ δεν τους χαλάω χατίρι, μια και μου δίνεται η ευκαιρία να ξαναθυμάμαι. Ο φίλος είναι καλό παιδί, μα πλούσιος κι αριστοκράτης. Έχει μάλιστα στενή συγγένεια με κορυφαίο πολιτικό πρόσωπο, που τουφέκισαν στο εικοσιδύο για την Καταστροφή. Κοιτάζοντας τις ρημαγμένες γειτονιές, που αυτός τις έβρισκε πάρα πολύ ωραίες, έλεγα διαρκώς μέσα μου: «Πότε άραγε θα τιμωρήσουμε κι αυτούς που μας διάλυσαν με τη μετανάστευση;»
Πάνω σ’ αυτό καθίσαμε για ένα ούζο κάτω από έναν πλάτανο. Σήκωσα το κεφάλι μου και θαύμασα την κορμοστασιά του. Έχει πολλά και γερά κλωνάρια, που σηκώνουν αρμαθιές ολόκληρες…
Η Ελπίδα πεθαίνει τελε...
1
[…]
Με τα υπολείμματα της πατρικής κληρονομιάς και ολόκληρη την μητρική, ο Αλέξης επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη. Αγόρασε ένα παλιό σπίτι με μεγάλη αυλή, που εφαπτόταν στο δάσος του Σέιχ-Σου, και μία ολοκαίνουργη Πόρσε 911. Το ταλέντο του στην οικονομία διέπρεπε ξανά, με την αγορά ενός αυτοκινήτου που του κόστισε όσο το σπίτι! […]
2
Εκείνη η πρώτη συνάντηση είχε γίνει στην νέα έδρα του εκδότη. Σ’ ένα επιμελώς ανακαινισμένο παραδοσιακό της Άνω Πόλης, κοντά στον ναό του Όσιου Δαυίδ.
Με τον φάκελο δύο καλών εκτυπώσεων του βιβλίου του υπό μάλης, γνώρισε πρώτα έναν υποδιευθυντή με φουλάρι, φαβορίτες και γυαλιά –κάποιον Τάκη Χατζή– κι έπειτα ξεναγήθηκε από έναν χαμογελαστό Πάνο Παναγιώτου στον κυρίως χώρο των γραφείων. Θαύμασε μια ευμεγέθη αίθουσα εκδηλώσεων, με φανερά τα ξύλινα ζευκτά στην οροφή, ατέλειωτες σειρές ραφιών με εκδόσεις της Σ.Π.Ε.Σ. στους τοίχους, τέσσερα ξύλινα υποστυλώματα στο κέντρο και τζαμόπορτες που ένωναν την αίθουσα μ’ ένα μικρό αίθριο, για καλοκαιρινές παρουσιάσεις βιβλίων ή αναγνώσεις ποιημάτων. Τέλος ευχαρίστησε μια ψηλή γραμματέα με κότσο και ιδιαίτερα σεμνό ντύσιμο, την οποία κάλεσε ο Παναγιώτου να παραλάβει τον φάκελό του, κι αποδέχτηκε την πρόσκληση «ενός απογευματινού ποτού στη βεράντα».
Μόνο που δεν επρόκειτο για κάποια βεράντα στους χώρους της Σ.Π.Ε.Σ. Ο ιδρυτής και διευθυντής της τον καλούσε στην βεράντα του σπιτιού του.
«Έχεις αυτοκίνητο;» ρώτησε τον Αλέξη στον ενικό της άμεσης οικειότητας, που του επέτρεπαν η ηλικία και η θέση του.
«Ναι και στάθηκα τυχερός. Κατάφερα να παρκάρω στο διπλανό στενό».
«Αυτό είναι το μόνο πρόβλημα των χώρων μας», παραδέχτηκε ο προσηνής εκδότης, «η δυσκολία να παρκάρεις εδώ γύρω. Όποτε υπάρχει εκδήλωση με πολύ κόσμο, οι καλεσμένοι ψάχνουν πού ν’ αφήσουν τα αυτοκίνητά τους. Έχουμε βέβαια γκαράζ με είσοδο από το διπλανό στενό, αν πρόσεξες, κι εσωτερική πόρτα που βγάζει στην αίθουσα εκδηλώσεων, μα χωράει μόνο ένα αμάξι –το δικό μου! Ίσως ακούγομαι αυταρχικός, αλλ’ έχω φτύσει αίμα για να γίνει αυτός ο τόσο ωραίος χώρος γραφείων και να φύγουμε από τον μεσώροφο όπου στεγαζόμασταν παλιότερα…».
Ο Αλέξης δεν έκανε κανένα σχόλιο. Ακολούθησε με την Πόρσε του την μαύρη, κλασική αλλά σαφώς φτηνότερη Μερσεντές, που ο «κύριος ΣΠΕΣ» έβγαλε από το ενσωματωμένο στα γραφεία γκαράζ. Η διαδρομή ήταν αρκετά σύντομη. Ως την οδό Αγράφων, στο Επταπύργιο. Πάρκαρε πίσω από την Μερσεντές, στην μεριά του βυζαντινού τείχους, κι έμεινε πάλι να θαυμάζει μια εντυπωσιακή αρχιτεκτονική νεο-παραδοσιακού στυλ. Μπορεί η Πόρσε του να υπερείχε της Μερσεντές, μα το σπιτάκι του στον Άγιο Παύλο, παρά την μεγάλη αυλή, ήταν πολύ ταπεινό απέναντι στο παλατάκι που διέθετε ο Πάνος Παναγιώτου.
Αετώματα στις όψεις, ξύλινα κουφώματα, τεράστιο εσωτερικό κλιμακοστάσιο ανάμεσα στα δύο επίπεδα ενός σαλονιού, ιδεώδους για κοσμικές εκδηλώσεις, και μια βεράντα διαμορφωμένη έτσι που από την μια μεριά να βλέπει την βόρεια επέκταση της πόλης κι από την άλλη όλη την κεντρική Θεσσαλονίκη και τον Θερμαϊκό κόλπο. Ακόμα πιο εντυπωσιακή όμως αποδείχτηκε η νέα κυρία Παναγιώτου, η Μάγδα, όταν έκανε την εμφάνισή της στην βεράντα.
Ήταν απίστευτα νέα, σε σχέση με την ηλικία του συζύγου της, και με μια ομορφιά από εκείνες που κόβουν την ανάσα. […]
Ακολούθησαν μερικές τυπικές όσο και άτακτες κουβέντες. Για τις προτιμήσεις τους σε ποτά, για την παλιά γνωριμία του Παναγιώτου με την Δασκαλάκη καθώς και άλλους απ’ το Α.Π.Θ. ή για τον Μάιο με τις αλλεπάλληλες βροχές, που εμπόδιζαν την άνοιξη να φανεί, και για την ωραία θέα της βεράντας.
«Τι νόημα έχει να είσαι κάτοικος μιας πόλης», αποφάνθηκε με κάποιο στόμφο ο εκδότης, «αν η διαμονή και η εργασία σου δεν βρίσκονται στα πιο χαρακτηριστικά σημεία της. Το βιβλιοπωλείο της ΣΠΕΣ, όπως θα ξέρεις Αλέξη, είναι στην καρδιά της Αριστοτέλους, εκεί όπου ήταν το τυπογραφείο του πρώην πεθερού μου• τα γραφεία, όπως είδες, είναι στην καρδιά της Άνω Πόλης• και το σπίτι, στο ψηλότερο όριο του τείχους… Τα καλοκαίρια, όταν η Μάγδα κι εγώ δεν ταξιδεύουμε με το μικρό μου σκάφος, περνάμε ώρες στη βεράντα, διαβάζοντας ή ακούγοντας μουσική. Η Μάγδα είναι ερωτευμένη με το σπίτι. Σπανίως βγαίνει. Παράτησε όλες τις παλιές της παρέες. Γι’ αυτό φέρνω συχνά γνωστούς συγγραφείς, οργανώνω γιορτές ή, όπως τις προάλλες με τα παιδιά ενός θιάσου που γνωρίζει ο Τάκης ο Χατζής, προσφέρω το σαλόνι μας για μικρές θεατρικές παραστάσεις και καλούμε φίλους, να τις χαρούμε όλοι μαζί! Οι παραστάσεις σε σπίτια αρχίζουν να γίνονται μόδα, ξέρεις».
Ο Αλέξης ομολόγησε ότι δεν ήξερε. Ήξερε πως κάτι τέτοιο συνηθιζόταν στα ρωμαϊκά και τα πρωτοχριστιανικά αρχοντικά, σε γάμους και γιορτινές επετείους, μα δεν θέλησε να προχωρήσει στην σύγκριση εκείνων των εποχών με την σύγχρονη. Αναρωτήθηκε μόνο σε πόσα «καλοκαίρια» μπορούσε να αναφέρεται ο οικοδεσπότης. Αν ήταν περισσότερα από δύο ή τρία, τι ηλικία είχε η Μάγδα όταν την παντρευόταν; Το λούστρο των ξύλων έδειχνε πρόσφατη κατασκευή.
[…]
Πριν συνεχίσει, ο «κύριος ΣΠΕΣ» έδειξε το γοητευτικό του χαμόγελο στην ωραία του σύζυγο και τίναξε νευρικά το σαγόνι του, στρεφόμενος στον Αλέξη.
«Να, δείτε όλη την πόλη, ίσια κάτω», είπε μετά. «Τι βλέπετε; Μια ρυμοτομία χωριού, με πολυώροφα κτίσματα πόλης. Μπορεί η Θεσσαλονίκη να ήταν πόλη, τα πρώτα χίλια οκτακόσια χρόνια της ιστορίας της. Τα τελευταία πεντακόσια, όμως, έγινε χωριό. Ιδίως τα τελευταία πενήντα, έγινε κάτι σαν συνένωση χωριών, με την πάνω Θεσσαλονίκη, τη θαλασσινή Θεσσαλονίκη, τους όμορους δήμους σε δύση ή ανατολή και τις αγροικίες του Πανοράματος ή του Ωραιοκάστρου… Παρ’ όλ’ αυτά, ακούς απ’ όλους μια διαρκή νοσταλγία για χωριά των παππούδων, με παραδοσιακά γλέντια, ή για αλάνες της εποχής των πατεράδων, με παραδοσιακές συγκρούσεις κάθε γειτονιάς στον πετροπόλεμο και στις ερασιτεχνικές ομάδες ποδοσφαίρου… Ως και η λογοτεχνία μας δεν είναι παρά νοσταλγία ενός ειδυλλιακού, αγροτικού βίου, από ανθρώπους που θα ’λεγες ότι τους υποχρέωσε να μαζευτούν στις πόλεις κάποιο τυραννικό καθεστώς…»
«Εσείς, κύριε Αλέξη, ασχολείστε με τη λογοτεχνία;»
Η ερώτηση της νεαρής συζύγου αιφνιδίασε και τους δύο. Ο Αλέξης μπόρεσε δικαιολογημένα να στραφεί ξανά προς το μέρος της, απολαμβάνοντας την καλύτερη θέα απ’ όλες –την θέα της ομορφιάς της. […]
4
Υπήρχαν άφθονες ειδήσεις από την Σ.Π.Ε.Σ. την επομένη, όχι μόνο για τον Αλέξη μα για τους πάντες. Τις πρώτες, τις έμαθε πρωί πρωί στο μικρό μπακάλικο της γειτονιάς του, όπου κατηφόρισε να αγοράσει καφέ.
Σκεπτόταν να πάρει καφέ επιστρέφοντας από την φωτογράφιση. Μα ήταν τόσο προβληματισμένος με το τι να εννοούσε ο εκδότης, μετά την συνάντησή τους στο βιβλιοπωλείο, που το ξέχασε. Έτσι αναγκάστηκε να κάνει κάτι που μισούσε: να ντυθεί αμέσως μόλις σηκώθηκε και να διανύσει τα κάπου διακόσια μέτρα κατηφόρας ως το λιλιπούτειο πρατήριο, κοντά στην στάση του λεωφορείου των Χιλίων Δένδρων, όπως είχε μεταβαπτιστεί το Σέιχ-Σου. Κάποια ανοιξιάτικα μεσημέρια έκανε την διαδρομή σαν γυμναστική. Η απότομη ανηφόρα της επιστροφής αποτελούσε καλή δοκιμασία. Τόσο πρωί, η γυμναστική ήταν δυσάρεστη.
Μπήκε στο μπακάλικο κακόκεφος. Πέτυχε έναν κύριο γύρω στα εξηνταπέντε, με αξύριστα άσπρα γένια κι ένα σωρό κονσέρβες για γάτες στο καλάθι του, ο οποίος περίμενε να πληρώσει, και μια ευτραφή κυρία που ήδη πλήρωνε τα δικά της ψώνια. Άρπαξε στα γρήγορα τον καφέ που ήθελε και βρέθηκε πίσω τους. Ώσπου να αθροίσει τις τιμές των γατοτροφών ο νεαρός μπακάλης, η κυρία ανέκοψε την αναχώρησή της, για να πληροφορήσει πελάτες και μαγαζάτορα.
«Θα το μάθατε, βέβαια. Το λέει απ’ το πρωί η τηλεόραση. Γι’ αυτό μιλάνε κάθε τόσο, και για τη μεγάλη γιορτή του ποδοσφαίρου –αυτό το Γιούρο– που αρχίζει το Σάββατο. Κάηκε ένα κέντρο στην πάνω πόλη χθες, λένε, κι έχει και δυο νεκρούς. Μα δε χρειαζόταν να το πει η τηλεόραση. Άκουγα τις σειρήνες της πυροσβεστικής μέσα στη νύχτα και, ξημερώματα, ο αέρας έφερε ως εμάς τη μυρωδιά του καμένου. Τη νιώσατε;»
«Δυστυχώς, δεν τα πάω πια τόσο καλά ούτε με αυτιά ούτε με μύτη», δήλωσε ο γατόφιλος, «μα λυπάμαι που ακούω για νεκρούς. Τίποτε νέοι, που διασκέδαζαν στο κέντρο;»
«Α, δεν ήταν τέτοιο κέντρο. Αλλιώς το είπανε να δείτε…»
Όσο η πελάτισσα αγωνιζόταν να θυμηθεί, ο μπακάλης έδειξε καλύτερη ενημέρωση.
«Κέντρο εκδόσεων ή κάτι τέτοιο είπαν πως ήτανε κυρία Τάσα», εξήγησε ενώ πληρωνόταν για τις κονσέρβες. «Ένα παλιό αρχοντικό, στον Όσιο Δαυίδ. Κάηκε μαζί με δυο υπαλλήλους που βρίσκονταν ακόμα μέσα, ώσπου να φτάσει η πυροσβεστική από τα στενά. Κινδύνεψε και το μνημείο, είπαν, αλλ’ η φωτιά δεν έφτασε ως εκεί… Τέσσερα ευρώ και τριάντα λεπτά.»
Το ποσό ήταν για τον καφέ, που ο Αλέξης είχε ακουμπήσει δίπλα στο ταμείο. Έκπληκτος από την είδηση, χρειάστηκε ένα δυο λεπτά ώσπου να το καταλάβει. Πλήρωσε μηχανικά, ενώ σκεπτόταν πως το καμένο «κέντρο εκδόσεων ή κάτι τέτοιο» δεν μπορεί παρά να ήταν τα γραφεία της Σ.Π.Ε.Σ. –εκεί όπου είχε πρωτογνωριστεί με τον εκδότη, λίγο πριν προσκληθεί και στην βεράντα του σπιτιού του.
Μέσα στις απώλειες της φωτιάς θα ήταν, ίσως, και το υπό κρίση βιβλίο του. Κανένα πρόβλημα. Διέθετε άλλο ένα αντίγραφο και όλο το κείμενο στην μνήμη του υπολογιστή του. Πραγματική απώλεια ήταν οι «δύο υπάλληλοι». Ποιοι άραγε; Τους είχε γνωρίσει στην ξενάγηση που του έκανε ο Παναγιώτου;
Μετάβαση στο σημείο: Επταπύργιο