Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΕπταπύργιο Γεντί Κουλέ
Το φρούριο του Επταπυργίου χρωστά το όνομά του στους επτά (γεντί) ορθογώνιους πύργους που το αποτελούν. Η σημερινή του μορφή αποτελεί μετασκευή προϋπάρχοντος βυζαντινού φρουρίου που έγινε αμέσως μετά την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς το 1431. Το Επταπύργιο στέγαζε την έδρα του Τούρκου διοικητή, ενώ από το τέλος του 19ου αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή. Οι διαβόητες φυλακές του Γεντί Κουλέ απομακρύνθηκαν το 1989.
Γεντί Κουλέ...
Απόψε θα σας μιλήσω για το Γεντί Κουλέ, με βάση κάποια παιδικά μου βιώματα αλλά και κατοπινές μου εμπειρίες, που έμμεσα και σπανίως άμεσα με έφεραν κοντά στο μνημείο και ακόμη πιο κοντά στο κάτεργο.
1. Το 1943 ήμουν δώδεκα χρονώ. Είχα ήδη κινδυνεύσει να πεθάνω δύο φορές από πείνα, κι αν τελικά σώθηκα, αυτό το χρωστώ κυρίως στα συσσίτια των κατηχητικών. Εκεί γνωρίστηκα με ένα παιδί από το τρίτο γυμνάσιο, που το έλεγαν Σταύρο, και γίναμε φίλοι. Στο ίδιο συσσίτιο έτρωγε κι ο λίγο μεγαλύτερος φίλος μας Μίμης Μαρωνίτης, αρρώστησε όμως βαριά και δε μπορούσε να έρχεται και να τρώει. Τότε εγώ με τον Σταύρο αποφασίσαμε να πηγαίνουμε το φαΐ του Μίμη κάθε μέρα στο σπίτι του. Αυτό βάσταξε πάνω από χρόνο. Ξεκινούσαμε απ’ την πλατεία Αγίας Σοφίας, ανεβαίναμε την Αγίας Σοφίας και μετά την Ηροδότου, περνούσαμε τον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό και την πλατεία Καλλιθέας και βγαίναμε στην οδό Ιφικράτους 7, που ήταν το σπίτι του Μίμη, ένα φτωχικό τουρκόσπιτο με καφάσια. Το σπίτι αυτό ήταν λίγο πιο κάτω από τον πύργο του Τριγωνίου, που τότε ακόμα τον λέγαμε Εφταπύργιο, γιατί δεν ξέραμε πως Εφταπύργιο έλεγαν τις φυλακές του Γεντί Κουλέ, που βρίσκονταν ακόμα πιο πάνω.
Ο Σταύρος κάθονταν στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό, κοντά στους Αγίους Αναργύρους. Εγώ καθόμουν στην οδό Αγίου Δημητρίου και ανέβαινα όλη αυτή την ανηφόρα, για να κάνουμε παρέα. Αφού αφήναμε το φαΐ στο σπίτι του Μίμη, συνεχίζαμε το δρόμο μας ως το σπίτι του φίλου μου, όπου παίζαμε στην αυλή του. Το σπίτι ήταν σχεδόν κολλητό με το κάστρο, κι από τότε άρχισε να με κυριεύει η γοητεία των βυζαντινών τειχών.
Η ζωή στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό — εν μέρει παλιό τούρκικο κι εν μέρει προσφυγικό — δεν ήταν και τόσο ευχάριστη. Εντύπωση μου έκανε που, σε όλα τα σπίτια, αντί για τζάμια στα παράθυρα είχαν χαρτόνια. Ρώτησα να μάθω, και μου είπαν πως κάθε πρωί γίνονταν εκτελέσεις λίγο πιο πάνω απ’ τις φυλακές κι ότι απ’ τις ομοβροντίες τραντάζονταν τα σπίτια κι έσπαναν τα τζάμια. Οι άνθρωποι είχαν αγριέψει και τα νεύρα πολλών είχαν γίνει σμπαράλια. Άλλοι πάλι είχαν γίνει ταγματασφαλίτες που μαζεύονταν στο Κουλέ Καφέ, απ’ όπου φοβόσουνα ακόμη και να περάσεις. Η φρίκη των εκτελέσεων είχε επηρεάσει όλη την περιοχή. Έβρισκες σε πολλούς μια βαναυσότητα που δεν τη συναντούσες πουθενά αλλού. Τη βαναυσότητα αυτή την είδα και μέσα στο ίδιο το σπίτι του φίλου μου: ο αδελφός του, λίγο μεγαλύτερός μας και πρώιμο αντράκι, που όλη τη μέρα κάθονταν κάτω από ένα δέντρο κι έπαιζε μπουζούκι, ήταν τόσο θηριώδης, που έδερνε και τον φίλο μου αλλά και τους ίδιους τους γονείς του. Ίσως δεν ήταν μόνο θέμα χαρακτήρα• ίσως οφείλονταν και στην κτηνωδία που κυριαρχούσε στα πέριξ του Γεντί Κουλέ εκείνη την εποχή.
Αυτή υπήρξε η πρώτη και έμμεση γνωριμία μου με το Γεντί Κουλέ• η πρώτη φαρμακερή γεύση.
2. Το 1950-1951 έκανα παρέα με τη Λούλα Αναγνωστάκη και την ξαδέρφη της, Νατάσα Κασιμάτη. Η Λούλα τότε έγραφε ποιήματα και σενάρια, δεν ήταν όμως ακόμη γνωστή στους φιλολογικούς κύκλους. Αντίθετα, πολύ γνωστός ήταν ο αδελφός της, ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, που τον θαύμαζα πολύ απ’ τα ποιήματά του — είχε τυπώσει κιόλας το σημαντικότερο έργο του, τις «Εποχές», 1, 2 και 3 — αλλά δεν τον είχα γνωρίσει ακόμα. Και πώς να τον γνώριζα, αφού ήταν στη φυλακή; Είχε συλληφθεί ως επικίνδυνος κομμουνιστής, είχε αρνηθεί να αποκηρύξει την ιδεολογία του και είχε περάσει από στρατοδικείο, που τον καταδίκασε δις εις θάνατον. Τότε τον είχαν κλεισμένο στο Γεντί Κουλέ. Η οικογένειά του έκανε ό,τι μπορούσε για να τον σώσει, και για το σκοπό αυτό φαγώθηκε όλη η προίκα της Λούλας. Το 1950 είχα βγάλει την πρώτη μου ποιητική συλλογή «Εποχή των ισχνών αγελάδων» και η Λούλα βρήκε τον τρόπο να στείλει τα ποιήματά μου στον Μανόλη, στη φυλακή. Ο Μανόλης, με τον ίδιο τρόπο, κατάφερε να μου στείλει ένα γράμμα αλογόκριτο, ενθουσιασμένος από τα ποιήματά μου. Αυτό με συγκίνησε πολύ. Έτσι άρχισε μια «παράνομη» επαφή μου μαζί του, μέσω βέβαια της Λούλας — και να φανταστεί κανείς πως αυτό ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο και για τους τρεις μας• η λογοκρισία ήταν πιο άγρια για τους πολιτικούς κρατούμενος. Κι όμως η Λούλα τα κατάφερε μια χαρά, προφανώς λαδώνοντας κάποιους. Τέλος, το 1954, ύστερα από υπεράνθρωπες ενέργειες της οικογένειας, ο Αναγνωστάκης βγήκε από τη φυλακή, αφού δυο φορές μετατράπηκε η ποινή του, κι αμέσως έφυγε για σπουδές στη Σουηδία, απ’ όπου συνέχισε να μου στέλνει μερικές κάρτες. Έφυγε και η Λούλα στην Αθήνα, κι έτσι προσωρινά χαθήκαμε.
Αυτή ήταν η δεύτερη εμπειρία μου από το Γεντί, και μάλιστα αρκετά επικίνδυνη.
3. Πέρασαν χρόνια. Το 1968, επί χούντας, έτυχε να έχω έναν φίλο, που ως ποινικός κρατούμενος, δοκίμασε κι αυτός τη γλύκα της φυλακής. Του συμπαραστάθηκα όσο μπορούσα, οκτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν ήταν κλεισμένος στις Νέες Φυλακές, μου έστειλε μερικούς στίχους του και με παρακάλεσε να τους μελοποιήσω. Αμέσως τους μελοποίησα και τα βράδια τριγυρνούσα στην Κασσάνδρου τραγουδώντας το τραγούδι μας, κι ο φίλος με άκουγε από μέσα και έπαιρνε κουράγιο. Στις Νέες Φυλακές τα πράγματα ήταν κάπως πιο μπόσικα, και μου επιτρέπονταν να τον επισκέπτομαι. Όταν όμως τον πήγαν στο Γεντί Κουλέ, εκεί τα βρήκαμε μπαστούνια. Τότε συνεννοήθηκα με τη μητέρα του (ο πατέρας του δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει γι’ αυτόν) και πήραμε σημείωμα απ’ τον εισαγγελέα, κι έτσι μπόρεσα και πάλι να τον επισκέπτομαι.
Στο Γεντί Κουλέ, η πρώτη μου επίσκεψη ήταν συγκλονιστική. Έρευνα στις σακούλες με τα τρόφιμα, ανακρίσεις («ποιος είσαι και τι τον έχεις»), κλίμα καχυποψίας και χαφιεδισμού, μαζί με ηθικολογίες και επιτιμήσεις («αφού είστε συγγενείς, πώς τον αφήσατε να γίνει κλέφτης») κτλ. Ακόμη χειρότερο απ’ τους ανθρώπους ήταν το περιβάλλον. Το βαρύ μεσαιωνικό κάτεργο, με τις αλλεπάλληλες βαριές σιδερένιες πόρτες, οι σκοτεινοί φύλακες με τα «μελιτζανιά», οι διαδοχικές εξευτελίσεις μέχρι να δεις τον άνθρωπό σου, ο στενός και παγερός χώρος των επισκέψεων, όπου ο φυλακισμένος στεκόταν πίσω από μια πυκνή σίτα και δεν τον διέκρινες καθόλου, άκουγες μόνο τη φωνή του που ήταν σα να έβγαινε από βαθύ τάφο, κι έπρεπε να μιλάς μπροστά στο βλοσυρό φύλακα τα δυο τρία λεπτά που κρατούσε το επισκεπτήριο — όλα αυτά τα έζησα έναν ολόκληρο χρόνο. Ήταν μια τραγωδία και για τους δυο μας, που δέχτηκα να την υποστώ για να του δώσω λίγο κουράγιο. Το χειμώνα, με βοριά και με βροχή, η απόσταση από τους Αγίους Αναργύρους ως το Εφταπύργιο ήταν σωστό μαρτύριο. Τέλος, τον έστειλαν στις Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας, όπου η μία μέρα λογαριάζεται διπλή. Τελικά βγήκε λίγο μετά το πέσιμο της χούντας.
Όλη αυτή η περιπέτεια μου ενέπνευσε μερικά τραγούδια, μεταξύ των οποίων και δύο για το Γεντί Κουλέ. Προπάντων με έκανε να ζήσω σχεδόν από κοντά τις ζοφερές συνθήκες της ζωής των φυλακισμένων. Αυτή ήταν η τρίτη και χειρότερη εμπειρία μου από το απαίσιο Γεντί.
[…]5. Εφέτος, ύστερα από πρόσκληση του αρχιτέκτονα Φίλιππου Ωραιόπουλου, μπόρεσα να επισκεφθώ όλο το Επταπύργιο, όπου ο εκλεκτός φίλος είχε τη καλοσύνη να μας ξεναγήσει, εμένα και τη Βάνα Χαραλαμπίδου. Γυρίσαμε όλο το φρούριο, τις επάλξεις, μπήκαμε μέσα στα καλοδιατηρημένα κτίρια των φυλακών και τα παράσπιτα, είδαμε τη διαμοιρασμένη αυλή με τους μεσότοιχους, καθώς και το εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου, που το έχτισαν οι ίδιοι οι κρατούμενοι με πρωτοβουλία ενός έγκλειστου παπά πριν το 1920. Τι να σας πω! Και το μνημείο και οι φυλακές, έτσι βουβά που τα αντίκριζα, χωρίς τα μαραζιασμένα κορμιά των φυλακισμένων, δε μου έλεγαν τίποτα. Περιδιαβαίναμε τα τοπία του ανθρώπινου πόνου αλλά η έλλειψη παραστάσεων και εμπειρίας δεν με βοηθούσε• το αποτέλεσμα ήταν πενιχρό. Ακόμη και το δέος του χώρου δεν ήταν όσο θα το περίμενα εντυπωσιακό. Και σκέφτηκα, τι καλά που έκανα και δεν πήγα στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Επταπυργίου το 1989! Είναι φοβερό να απολαμβάνει κανείς την ψυχαγωγία σε τόπους βασανιστηρίων και προθαλάμους εκτελέσεων. Αλλά και η μετατροπή αυτών των χώρων σε μουσείο θα είχε κάτι το παγερό. Τέλος, η εξαφάνισή τους από το πρόσωπο της γης (για τη δήθεν ανάδειξη του βυζαντινού μνημείου) θα ισοδυναμούσε με έγκλημα. Κι αφού με παίδεψε πολύ η σκέψη για το μέλλον του Επταπυργίου, κατέληξα στην απόφαση να προτείνω να γίνει πτωχοκομείο. Όχι θέατρα και θεάματα, αλλά πτωχοκομείο. Να απαλύνομε όσο μπορούμε τον ανθρώπινο πόνο εκεί που σακατεύτηκαν οι άνθρωποι από την τυραννία.
Με τις σκέψεις αυτές αποχαιρέτησα εκείνη τη μέρα το Επταπύργιο και, όταν έγινε η γνωστή ημερίδα για το μέλλον του μνημείου, έκανα την πρότασή μου για τη μετατροπή του σε πτωχοκομείο. Μα κανείς δε με άκουσε. Μερικοί αγανάκτησαν, όλοι ήθελαν θέατρα και θεάματα, κανείς δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για συμπαράσταση στον ανθρώπινο πόνο. Κι αυτό υπήρξε μια απ’ τις χειρότερες εμπειρίες της ζωής μου, πολύ χειρότερες απ’ το θέαμα του μπουντρουμιού, όπου αμπάρωναν ολόκληρο άνθρωπο εκεί που βία βία χωρούσε μόνο μία κότα…
Οκτώβριος...
Ο Οκτώβριος είναι ο μήνας που τοποθετεί τα ορόσημα στη ζωή μου. Οκτώβριο πρωτομπήκα σε τρένο για να πάω στη Γερμανία, Οκτώβριο επέστρεψα, Οκτώβριο πρωτοπαντρεύτηκα, Οκτώβριο χώρισα — όχι τον ίδιο, τον επόμενο. Οκτώβριο πήγα στο στρατό, Οκτώβριο απολύθηκα. Οκτώβριο με συναντάει ο έρωτας συνήθως και Οκτώβριο μ’ εγκαταλείπει. Και όλ’ αυτά το τελευταίο δεκαήμερό του. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει έτσι, αλλά πολλές φορές έχω την εντύπωση ότι ο μήνας αυτός έχει κηδεμονέψει τη ζωή μου. Η αλήθεια είναι ότι πρώτος εγώ του έδειξα συμπάθεια και αδυναμία. Τον περίμενα πώς και πώς για να δω την πόλη μου να χαίρεται. Ξεφύλλιζα το ημερολόγιο στον τοίχο κι όταν έδειχνε 26, Δημητρίου μεγαλομάρτυρος του Μυροβλήτου, η Θεσσαλονίκη σημαιοστολιζόταν, οι καμπάνες χτυπούσαν και το μισό μου σόι γιόρταζε. Τη μέρα αυτή έτρωγα όλο γλυκά και άκουγα τους μεγάλους να δίνουν ευχές ο ένας στον άλλο. Ούτε μάλωναν ούτε βρίζονταν μεταξύ τους. Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης τους ένωνε όλους και τους συσπείρωνε μέσα από το υπόγειο της μεγάλης εκκλησίας, εκεί όπου υπήρχε το λείψανό του και περιμέναμε στην ουρά να το προσκυνήσουμε.
«Τα μάτια σου στα κάστρα», μου ’λεγε η γιαγιά μου πρωί πρωί. «Τέτοια μέρα φέρνει βόλτες καβάλα στ’ άλογό του. Αν είσαι καλό παιδί, θα τον δεις».
Προσπαθούσα να ’μαι όσο καλύτερο παιδί μπορούσα εκείνη την ημέρα και κάθε τόσο κοιτούσα στα κάστρα της πόλης, μήπως και τον δω να τα περιδιαβάζει καβάλα στ’ άλογό του, εξακολουθώντας να προστατεύει εμάς και την πόλη του από τους εχθρούς μας. Σήμερα είμαι βέβαιος ότι τον είχα δει. Αν αυτό έγινε στην πραγματικότητα ή στην παιδική μου φαντασία, ελάχιστη σημασία έχει. Άλλωστε ξέρω και πολλούς άλλους από την εποχή εκείνη που επίσης τον είδανε όπως κι εγώ.
Προτού τελειώσει αυτή η γιορτή, άρχιζε η άλλη. Το έδαφος της πόλης ταρακουνιόταν από τα τανκς και ο ουρανός βούιζε από τ’ αεροπλάνα. Οι σημαίες εξακολουθούσαν να κυματίζουν σε αυλές και μπαλκόνια. Ψηλά από το Γεντί Κουλέ το κανόνι βροντούσε, για να θυμίζει στους καλούς το καλό και να προειδοποιεί τους κακούς για το κακό. Ο πατέρας μου έκλαιγε χαϊδεύοντας το πόδι του, που χάλασε στο αλβανικό μέτωπο. Ο στρατός έκανε παρέλαση, τα σχολεία έκαναν παρέλαση, τα κορίτσια το ίδιο, οι κάτοικοι της πόλης, εγώ έκανα παρέλαση. Μια φορά μάλιστα με πηλήκιο Γυμνασίου και μια άλλη με κράνος και τουφέκι. ΟΧΙ. Η λέξη ΟΧΙ επικρατούσε και βασίλευε αυτή τη μέρα. Την άκουγες από τα στόματα των μαθητριών, των δασκάλων, των στρατηγών, των πολιτικών. ΟΧΙ λοιπόν. ΟΧΙ στον εχθρό μας, ΟΧΙ στον κατακτητή μας, ΟΧΙ στον επιβολέα μας, ΟΧΙ σ’ αυτόν που στήνει σκαλωσιά γύρω απ’ τα κάστρα μας. Ήταν μια μέρα που οι μεγάλοι γίνονταν γίγαντες κι εγώ μεγάλος. Πώς μπορεί, αναρωτιόμουν, μια τόσο μικρή λεξούλα ν’ αλλάζει τόσο πολύ τους ανθρώπους και να τους μονοιάζει; Και γιατί δεν την έλεγαν κάθε μέρα, ώστε να είναι πάντα έτσι περήφανοι; Τι έλεγαν όλες τις άλλες μέρες, ΝΑΙ έλεγαν; Και καλά, ας πούμε ότι δεν υπάρχουν πια εξωτερικοί εχθροί, εσωτερικοί δεν υπάρχουν; Τη λέξη ΟΧΙ την άκουγες ολημερίς από το ραδιόφωνο, την έβλεπες γραμμένη στους τοίχους, ακόμα και στον ουρανό την έβλεπες γραμμένη, καθώς την έσερναν πίσω τους μικρά αεροπλάνα. Την έσερνα κι εγώ χρόνια ολόκληρα παντού όπου πήγαινα, πότε πίσω μου, πότε μπρος μου. Μπορεί να πονάει το ΟΧΙ, μπορεί να σε απομονώνει και να σε αποξενώνει, αλλά είναι το πετραδάκι που θα χτίσει σιγά σιγά την αξιοπρέπειά σου. Και θα ετοιμάσει το δρόμο για το ΝΑΙ, που όταν το λες πια, ίσως βλέπεις και τον καβαλάρη να περιδιαβάζει τα κάστρα της πόλης σου, που μπορεί να είσαι κι εσύ ο ίδιος αυτός.
Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 336-338.
Επταπύργιο...
Ο χώρος μας ήταν εκτός,
γυμνές καρέκλες, μούρμουρα
μόνο απ’ τον Ακάθιστο και υγρές
παράφωνες ψαλμωδίες. Πώς ήρθαν τότε αυτά
λανθάνοντα τα διθυραμβικά φαντάσματα;Έκπληξη, παρουσίες πέτρες, άδυτα.
Των υψηλών ανέμων ο θυμός
ο πύργος έκραζεν: εξύφασκα!
Κι από το δάπεδο οι ρωγμές, πηγές ακραίες
που διαπέρασαν τους βράχους, λάλημα
του σφαγμένου πετεινού.
Φρούριο θεοφοβούμενο
με προπατορικές επτάμορφες επάλξεις.Οδοστρωτήρας ...
(…) Εδώ, σε τούτη την πολιτεία του ελληνικού βορρά, όπου στην καθημερινή της κίνηση το πλήθος ήταν συνήθως κατακερματισμένο σε ποικίλες ασχολίες και φαινομενικά διαχεόταν μέσα την απλωσιά της, ξεφεύγοντας θαρρείς από τα πάνω υψώματα των τειχών στον απαλό κυματισμό της θάλασσας του Θερμαϊκού, έβρισκε μια κάποια άνεση. Το αυτοκίνητό μου διέτρεχε με μεγάλες ταχύτητες τις παράλληλες και κάθετες οδικές της αρτηρίες, αλλά δεν είχε παρά τις ίδιες καταλήξεις: Εγνατία, Κάστρα, Σέιχ-σου, Πανόραμα, Μεγάλου Αλεξάνδρου, Σιδηροδρομικός Σταθμός, Σφαγεία, Μπαχτσέδες, κ’ ύστερα Καραμπουρνάκι, Αρετσού, Καλαμαριά, Σαράντα Εκκλησίες. Μια χούφτα πράμα. Δρόμοι, τοπωνυμίες, που θέλησαν οι κάτοικοι της πόλης να τους σημαδέψουν με περίσσια εκτίμηση. Το στένεμα το αισθανόταν ακριβώς περισσότερο μέσα στην άνεση μιας χρονικής απλωσιάς. Νόμιζε ότι εκείνα τα βυζαντινά τείχη, που φάνταζαν ακόμη πίσω απ’ τις οικοδομές, κι ο Λευκός Πύργος, κάτω στη νέα διανοιγομένη παραλία, ήταν ένα και το αυτό, όπως το ήθελε η δύναμη του κατασκευαστή τους κ’ η ανάγκη των χρόνων που κτίστηκαν. Δε σήμαινε τίποτα αν άλλοι άνθρωποι έκτισαν τους πύργους και τα τείχη του Επταπυργίου και άλλοι το Λευκό Πύργο, χαμηλά στη θάλασσα. Όλους αυτούς τους ώθησε σε μιαν δεδομένη εποχή η ίδια ανάγκη• να περιχαρακωθούν γύρω γύρω με τείχη και ν’ αφήσουν εκείνους που έρχονταν απ’ έξω, μπροστά στις μεγάλες πόρτες να νοσταλγούν τον πλούτο των εκκλησιών τους, το εξασφαλισμένο εμπόριο που τους έφερνε η θάλασσα, τη σπιτίσια κορεσμένη, έτσι, ζωή τους. Βέβαια τούτη η πόλη, με την νοοτροπία των κατοίκων της, δε θα μπορούσε ποτέ να είναι η βασιλεύουσα, η πρωτεύουσα πόλη, αλλά πάντα η δεύτερη, η «συμβασιλεύουσα», η «συμπρωτεύουσα» — της πήγαινε και της πηγαίνει τόσο πολύ τούτος ο χαρακτηρισμός! Η οικογένειά του κι ο ίδιος έχουν εκμεταλλευτεί όσο παίρνει τη νοικοκυρίσια νοοτροπία των κατοίκων της πόλης, έχουν πλουτίσει σ’ αυτήν. Το ορόσημο όμως εκείνο στην παραλία που λέγεται Λευκός Πύργος, από πολύ μικρόν ακόμη τον έβαζε σε ανησυχία. Όταν περνούσαν ταχτικά με τον πατέρα του την κάπως χαμηλή, για τον όγκο του κτίσματος, είσοδο, για ν’ ανεβούν τα φαρδιά ογδόντα εννέα σκαλοπάτια, ως τις πρώτες επάλξεις, ένοιωθε να του κλείνεται η ψυχή και προσπαθούσε να ξεφύγει απ’ την πλατιά παλάμη του γονιού που τον είχε γερά χουφτωμένο απ’ τον καρπό, να ρίξει κάθε τόσο μια ματιά απ’ τα στενά παράθυρα που χρησίμευαν για πολεμίστρες. Στην κορυφή επάνω, όπου ο μεγάλος ιστός της σημαίας που η έπαρσή της γινόταν κάθε Κυριακή με παράτες και ρίγη συγκινήσεων στο ανάκρουσμα του εθνικού ύμνου, ανάσαινε ελεύθερα γιατί το σφίξιμο του πατέρα λασκάριζε κ’ ένα γύρω το θέαμα παρουσίαζε γραφικότητα και μεγαλοπρέπεια στα παιδικά μάτια. Η θάλασσα από δω, μπροστά στα πόδια κι από κει τα τραμ της πρώην βελγικής εταιρίας με τους σιδερένιους θορύβους τους, τα λιγοστά ακόμη μέγαρα, που φύτρωναν εδώ και κει στην πυρίκαυστο ζώνη και ψηλότερα τα τείχη του Επταπυργίου με τον ανατολικό επιβλητικό Κουλέ. Του ζέστανε τη φαντασία να σκέφτεται ότι εκεί μέσα στέναζαν φυλακισμένοι κλέφτες, εγκληματίες, κάθε είδους απόβλητοι της κοινωνίας. Όμως όσο ψηλά κι αν ήταν πάνω τους στο μακρόστενο λόφο τα βορεινά τείχη, από δω από το Λευκό Πύργο, αισθανόταν πολύ άνετα και φανταζόταν πως αυτός βρίσκεται ψηλότερά τους, απελευθερωμένος κι από τον πατέρα κι από τα πάντα, κυρίαρχος της τότε απεραντοσύνης (…)
Η Νυχτερίδα...
Ιούνιος του 1954, τελευταία Κυριακή. Ολημερίς ο ήλιος ζεμάτιζε, η θάλασσα λαμποκοπούσε ασάλευτη και σε στράβωνε. Μάταια οι άνθρωποι της νέας πόλης σηκώνανε τα μάτια κατά το Χορτιάτη, σα να ’ταν από κει που θα κατέβαινε το ποθητό αεράκι, για να δροσίσει την ατμόσφαιρα, να πνίξει τις ύποπτες μυρωδιές και τη σκόνη στα νερά του Θερμαϊκού. Με το νύχτωμα φωταγωγήθηκαν τα Κάστρα: πρώτη φορά ύστερα από τον εμφύλιο. Άρχιζε λοιπόν η ανάρωση; Ο Γαρέλας ένιωσε μια φαγούρα στα μάτια, τον υπνώτιζε το Επταπύργιο. Τα χρυσοκίτρινα μπεντένια του θύμιζαν κάτι άλλα, μαύρα σαν έβενος, πάνω σ’ ένα σμαράγδινο ουρανό. Το χέρι μου να ξεχαστεί ποτέ μου αν σε ξεχάσω, Ιερουσαλήμ. […]
Οι άνθρωποι της απάνω πόλης κατεβαίναν μόνοι τους ή συντροφιά, ντυμένοι οι πιο πολλοί στα σκούρα κυριακάτικά τους. Σουλατσάριζαν στην προκυμαία μπρος από κέντρα με παρδαλά φώτα και στα πάρκα με τα σκονισμένα πλατάνια. Οι κάτοικοι της νέας πόλης, κορίτσια ξεμπράτσωτα, νέοι με χρυσό σταυρουδάκι να κρέμεται φανερά στα τριχωτά στήθια τους, παίρνανε κούρσες και ταξιά, ή σκαρφαλώναν με τα πόδια ως την παλιά πόλη, ελπίζοντας να βρούνε λίγη δροσιά σε κείνο το ύψος. Όπως το συνήθιζε ο Γαρέλας έφτασε στο ραντεβού ένα λεπτό ύστερα από το τσακ. Από μακριά είδε το Σαρίδη που σήκωνε με τις χερούκλες του το σιδερένιο τραπεζάκι και καμπουριάζοντας το έστηνε στην άκρη του γκρεμού, κάτω από τη μεγάλη μουριά. Ύστερα όρθωσε τη ραχοκοκαλιά του μα η καμπούρα έμεινε. Ενθύμιο της Μακρόνησος. Πίσω του έφτασε το γκαρσόνι σηκώνοντας από δυο καρέκλες σε κάθε χέρι. Ο Μιχάλης τις ταχτοποίησε γύρω από το τραπέζι αφήνοντας την πλευρά του γκρεμού ανοιχτή. Το γκαρσόνι έβγαλε από την τσέπη της ποδιάς του ένα μεγάλο άσπρο χαρτί, μαχαιροπήρουνα, την αλατιέρα, κι έστρωσε.
—Περιμένετε κι άλλον; ρώτησε
—Ακόμα δυο, ένα… ένα, διόρθωσε ο Γαρέλας αναγνωρίζοντας τον Παράσχο που ακουμπούσε με τη ράχη στη μουριά, μέσ’ στο σκοτάδι.
—Το κρέας τελείωσε, είπε το γκαρσόνι. Αν θέτε τίποτε αυγά, κανένα σαγανάκι, σαρδέλες, σαλάτα.
—Κι από κρασί πώς πάμε; ρώτησε ο Μιχάλης.
—Πίνεται.
Το γκαρσόνι πήρε την παραγγελία κι έφυγε. Το μαγαζί βρισκόταν αντίκρυ, σ’ ένα παλιό τούρκικο σπίτι, διώροφο και άσπρο, με μονό μπαλκόνι και κλειστά παντζούρια. Ανάμεσα στη μουριά και το μαγαζί περνούσε ο δρόμος. Τα λαμπιόνια της ταβέρνας φώτιζαν αμυδρά τους διαβάτες• κάτι παιδιά περνούσαν τρέχοντας τη φωτισμένη περιοχή κι ύστερα ακούονταν οι φωνές τους, τσιριχτές κι ανυπόμονες μέσα στη νύχτα. Πιο ψηλά, σαν τζιτζίκι μέσ’ στο καταμεσήμερο, ακουόταν η εξάτμιση ενός μοτοσακό, μ’ εκνευριστικές διαλείψεις.
Ο Παράσχος έσκυψε πάνω απ’ τον γκρεμό. Πνιγμένα στη θερινή θολούρα, τα φώτα της πόλης είχαν κάτι το σκόρπιο και το γαλατερό. Στην προκυμαία ξαστέρωναν κάπως, γίνονταν πράσινα, και το φιδωτό καθρέφτισμά τους μέσ’ στα στεκάμενα νερά, μελί. Μακριά ωστόσο, στο Καραμπουρνού, κάμποσες λάμπες στη σειρά σπιθίζαν σαν αυγερινοί• θα ’τανε πυροφάνια. Ο Παράσχος βρήκε την Εγνατία, την Τσιμισκή και την Πλατεία Αριστοτέλους. Ο Λευκός Πύργος, φωταγωγημένος κι αυτός, του χρησίμευε για να προσανατολίζεται. Βρήκε που έπεφτε περίπου το ταξιδιωτικό γραφείο όπου μπόρεσε και χώθηκε για μερικές ψωροδραχμές κάνοντας το μεταφραστή, τον αλληλογράφο, το βοηθό λογιστή, τον τηλεφωνητή, τον κλητήρα, με μια λέξη το σκλάβο.
—Ωραία είναι κι από δω πάνω, είπε. Αλλά εγώ προτιμώ τη νέα πόλη, θυμίζει φοβερά την Αλεξάντρεια.[…]
Και τον πήραν τα δάκρυα. Εντούτοις, φίλοι μου, ο Παντελής καταδικάστηκε σε θάνατο[…]. Κι ύστερα ήρθαν και τους πήραν, ξημερώματα, και τους κόλλησαν στον τοίχο, έξω από τις φυλακές του Επταπύργιου και τους ντουφέκισαν. Ήμουν εκεί απέξω, τους είχα πάρει το κατόπι με ταξί, κι άκουσα τις ομοβροντίες. Μέσα το ταξί λιποθύμησα. Κι όταν με συνεφέραν άρχισα να τρέχω, να παρακαλώ, να μου δώσουν τον Παντελή, και σκοτωμένο τον ήθελα. Τους είχαν θάψει κιόλας μαζί. Και νοίκιασα μια κάμαρη στην παλιά πόλη κι έμεινα. Αγόρασα τάφο στο κοιμητήρι της Ευαγγελίστριας κι αργότερα μάζεψα τα κόκαλά τους ανακατωμένα και τα ’θαψα εκεί να έχουν στα πόδια τους τη νύφη του Θερμαϊκού, που λένε, γιατί μοιάζει τόσο με την Αλεξάντρεια. Να πάμε αν θέτε αύριο να τον δείτε. Άλλο σκοπό δεν έχω, δε μου ’μεινε άλλη δουλειά. Συγυρίζω τον τάφο, ανάβω το καντήλι, ρίχνω νερό, βάζω τον παπά και διαβάζει ευχές, κάνω κόλυβα.
Στρατής Τσίρκας, Η Νυχτερίδα, Κέδρος 198821, σ. 407-409 & 421-422
Αντίο, Θεσσαλονίκη...
Τετάρτη 30 Αυγούστου
[…]
Η Θεσσαλονίκη απλώθηκε σε μήκος και σε πλάτος. Κι ενώ ήταν μια πόλη γεμάτη άκομψες πολυκατοικίες και παράγκες, ήρθε η δικτατορία και μαζί ο Τομ Πάπας με τα φιλόδοξα σχέδιά του. Άρχισαν οι απαλλοτριώσεις εκτάσεων, το γκρέμισμα παλαιών κτισμάτων, το χτίσιμο εργοστασίων, η κατασκευή του λιμανιού. Τα έργα φέρανε καινούργιο κόσμο και σύντομα οι φτωχοί αγρότες γίνανε αστοί. Τα έργα έφεραν λεφτά, τα λεφτά τις διασκεδάσεις, οι διασκεδάσεις την εγκληματικότητα. Κάποιοι τότε είπαν πως η Ελλάδα απέκτησε το Αμβούργο της. Η Θεσσαλονίκη γέμισε σκυλάδικα κι έχασε τη ραθυμία και την εικόνα μιας πόλης με παραδοσιακή κουλτούρα. Οι νεόπλουτοι και οι σκυλόβιοι κατέστρεψαν τη σαγήνη της. Δεν έγινε, βέβαια, χειρότερη από την Αθήνα, αλλά έχασε βαθμιαία τον χαρακτήρα της. Η ειδυλλιακή πολιτεία εξαφανίστηκε για πάντα. Ακόμα και η γραφική Άνω Πόλη, η Πλάκα, ας πούμε, της Θεσσαλονίκης, έχασε το χρώμα της. […]
Μετά από έναν χρόνο και κάτι, αρχές Νοεμβρίου
1
Το κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης είχε τελειώσει. Το πλήθος των δημοσιογράφων, ηθοποιών, παραγωγών και κινηματογραφόφιλων που είχε εισρεύσει στην πόλη απ’ όλα τα σημεία της χώρας αραίωνε σιγά σιγά. Τα ξενοδοχεία άδειαζαν από τους επισκέπτες, όπως και τα ζαχαροπλαστεία, οι καφετέριες, τα μπαρ και τα φαγάδικα. Η πόλη ξανάβρισκε το ρυθμό της, το ίδιο κι οι κάτοικοί της, που με το φεστιβάλ είχαν βρει θέματα συζήτησης. Όχι μόνο για βραβεία που δόθηκαν δικαίως ή αδίκως, μα και για τα παραλειπόμενα, τα οποία ήταν αρκούντως ενδιαφέροντα: ερωτικά και άλλα κουτσομπολιά.
Δύο μέρες μετά την απονομή των βραβείων, σ’ ένα ταβερνάκι της Άνω Πόλης κάθονταν μερικές παρέες Αθηναίων με Θεσσαλονικείς φίλους τους. Ανάμεσά τους, σε χωριστά τραπέζια βρίσκονταν αρκετοί κριτικοί: ο Ηλίας Κανέλλης, ο Δημήτρης Χαρίτος, η Ελένη Μάρα, ο Δημήτρης Δανίκας, ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης, ο Κώστας Τερζής, η Σώτη Τριανταφύλλου. Στο βάθος του μαγαζιού, σε σημείο αθέατο από την είσοδο, καθόνταν ο Τηλέμαχος Λεοντάρης και ο Φίλιππος Φιλίππου, με θέα, μεταξύ άλλων, στο διπλανό τραπέζι, όπου κάτι γκομενάκια γουργούριζαν σαν περιστέρες.
«Λοιπόν, τι να την κάνω την ιστορία σου;» ρώτησε κάποια στιγμή ο συγγραφέας. «Αστυνομικό ή ερωτικό μυθιστόρημα;»
«Κάν’ την ό,τι σου καπνίσει. Από δω και πέρα είναι δική σου, σου τη χαρίζω», είπε ο Λεοντάρης.
Ο συγγραφέας έριξε μια γρήγορη ματιά στο περιεχόμενο του τραπεζιού τους με το λινό χρωματιστό τραπεζομάντηλο. Όλα τα αγαθά του ελληνικού γαστριμαργικού παράδεισου απείχαν ελάχιστα εκατοστά από την ακτίνα δράσης των χεριών του: κοκορέτσι, γαρδούμπα, τζατζίκι, σαγανάκι, τυροκεφτέδες, πατατοκεφτέδες, πατάτες τηγανητές, σπεντζοφάι και η απαραίτητη χωριάτικη σαλάτα. Μια γυάλινη κανάτα με κόκκινο κρασί κόντευε να τελειώσει. Τελικά, καμάκωσε με το πιρούνι του ένα κομμάτι ζεστό κοκορέτσι.
«Με προβληματίζει ως ήρωας αστυνομικού μυθιστορήματος ο Άνθιμος, ο ηθοποιός. Σε μια σχολή συγγραφέων δι’ αλληλογραφίας στην Αθήνα –υπάρχουν και τέτοια φρούτα– διδάσκουν ότι, για να είναι αληθοφανές ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, πρέπει ο δολοφόνος να μην είναι ψυχοπαθής».
[…]
Στο ταβερνάκι κατέφθασαν μερικοί λογοτέχνες της Αθήνας, που κάθισαν σε άλλο τραπέζι: ο Γιάννης Πατίλης, η Έλσα Λιαροπούλου, ο Βασίλης Ιωακείμ, ο Σωτήρης Δημητρίου, ο Τάσος Καπερνάρος. Ο συγγραφέας τους χαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλιού κι εκείνοι ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό.
[…]
2
Οι δύο φίλοι συνέχισαν το φαγητό τους, ρίχνοντας ματιές ολόγυρά τους. Απορροφημένοι καθώς ήταν, δεν τους ενδιέφεραν τα πρόσωπα που βρίσκονταν στο μαγαζί, ούτε καν οι ωραίες κοπέλες. Αυτό που προείχε ήταν η ιστορία και το μυθιστόρημα που έπρεπε να γραφτεί για να τέρψει κάποιες χιλιάδες αναγνωστών.
[…]
3
Είχε βραδιάσει, τα φώτα της Άνω Πόλης άναβαν το ένα μετά το άλλο. Οι σερβιτόροι στο ταβερνάκι δεν προλάβαιναν να παίρνουν παραγγελίες. Ο Λεοντάρης ξαναγέμισε το ποτήρι του με κρασί κάνοντας το ίδιο και μ’ εκείνο του συγγραφέα, ο οποίος είχε σταματήσει τις ερωτήσεις. Στα άλλα τραπέζια συζητούσαν μεγαλόφωνα και μάλλον διαφωνούσαν – ο Ηλίας Κανέλλης εξέφραζε τις αντιρρήσεις του για τις αρετές του έργου του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Ξαφνικά από την οδό Ακροπόλεως πέρασε μια μοτοσικλέτα μ’ ένα ναύτη που δεν φορούσε κράνος αλλά πηλήκιο. Στη θέση του συνοδηγού καθόταν μια ξανθιά γυναίκα, αγέρωχη, περήφανη, απρόσιτη. Τα μαλλιά της ανέμιζαν, το ίδιο και η κόκκινη φούστα της, που αποκάλυπτε τα μακριά, αγαλματένια πόδια της έως ψηλά τους γοφούς.
[…]
Ο συγγραφέας, που είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό στη θέα της δυναμικής καβαλάρισσας, σφύριξε θαυμαστικά. Μόλις η μοτοσικλέτα χάθηκε από το οπτικό του πεδίο, σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε σ’ ένα σημείο απ’ όπου μπορούσε να βλέπει πανοραμικά την Κάτω Πόλη. Ο φωταγωγημένος Λευκός Πύργος δέσποζε στην παραλία και του χρησίμευε για να προσανατολίζεται. Βρήκε με το βλέμμα την Εγνατία, την Τσιμισκή, την πλατεία Αριστοτέλους, τη Ροτόντα. Κάποια στιγμή θυμήθηκε τη Νυχτερίδα του Τσίρκα και το τέλος του βιβλίου, όπου μερικοί ήρωες της ιστορίας μαζεύτηκαν στην Άνω Πόλη πίνοντας κρασί κι αγναντεύοντας τις φυλακές του Επταπυργίου. Επέστρεψε σύντομα στο τραπέζι του και κατέβασε την τελευταία γουλιά από το ποτήρι του.
[…]
«Τελικά, είναι ερωτική η Θεσσαλονίκη;» ρώτησε μειδιώντας ο συγγραφέας.
«Ας το κρίνουν οι αναγνώστες σου», απάντησε ο Λεοντάρης. «Εγώ λέω ότι είναι ώρα να πηγαίνουμε, αρκετά φλυαρήσαμε».
«Πάμε να περπατήσουμε στην παραλία», είπε ο συγγραφέας. «Τελευταία μας νύχτα απόψε εδώ. Αύριο την κοπανάμε για την Αθήνα. Αντίο, Θεσσαλονίκη!»
Φίλιππος Φιλίππου, Αντίο, Θεσσαλονίκη, Πόλις, Αθήνα 1999, σ. 123, 273-274, 275, 276, 279, 279, 286.
Το Φύλλο [απόσπασμα 1]...
1
«Από την μπαλκονόπορτα αυτή», έγραφε στον φίλο του τον Κώστα που σπούδαζε στο Μόναχο σκηνοθέτης του κινηματογράφου «βλέπω ολόκληρη την Πάνω-Πόλη, σε πλάτος και σε βάθος, τα Κάστρα, το Γιαντί-Κουλέ, (θυμάσαι το τραγούδι;) την Ροτόντα και τον μιναρέ, την Μονή Βλατάδων που μου φαίνεται τόσο κοντά που έτσι ν’ απλώσω το χέρι μου νομίζω ότι θα πιάσω τα παγώνια της από τις ουρές τους. Δεν ξέρεις τι χαρά είναι για τα μάτια μου που στεγνώνουν μες τις σελίδες της Γεωπονίας, τι ανακούφιση για την έγκλειστη ψυχή μου όταν βλέπω όλη αυτή τη θάλασσα των κεραμιδιών σπαρταριστή, ανήσυχη, με τους τρούλους από τις εκκλησίες που ξεμυτίζουν σαν ράχες από φάλαινες ανάμεσά τους, να ξεδιπλώνεται κυματιστά προς τα πάνω καταλήγοντας στα εφταπύργια τείχη που λες και δαγκάνουν με το ξεδοντιασμένο στόμα τους τον ουρανό. Και τα τουρκόσπιτα με τις αυλές, τα κόκκινα τζάμια στο σούρουπο, τα ξύλινα αγκωνάρια τους κ’ οι στριφογυριστές σκάλες, όλα αυτά, Κώστα μου… Μονάχα όταν έχει ομίχλη και δεν βλέπω τίποτε νομίζω πως βρίσκομαι στο κενό κι απελπίζομαι και τα χάνω. Τ’ απογεύματα, κατεβαίνω και σεργιανώ στα σοκάκια της κ’ εκεί, ό,τι κοιτάζω απ’ το ερημητήριό μου, το γεύομαι από κοντά, το ψαύω, το ζω στην παραμικρή του λεπτομέρεια. Μονάχα που απ’ το παράθυρό μου βλέπω και το Πανεπιστήμιο, τις αίθουσες διδασκαλίας, αυτά τα κρεματόρια, και αυτό όσο να πεις είναι δυσάρεστο γιατί μου θυμίζει κάθε τόσο πως πρέπει να διαβάζω. Κ’ εσύ πώς τα πας με τις σπουδές σου; Γύρισες την δωδεκάλεπτη ταινία σου που μου έγραφες;
Μονάχα που τι να σου πω! Είναι περίεργο, πολύ περίεργο να ζεις πάνω στην κόψη του ξυραφιού, πάνω στα σύνορα των δύο κόσμων. Γιατί έτσι όπως είναι το καινούργιο σπίτι μας, από την δώθε μεριά της Εγνατίας κι απέναντι είναι η Καμάρα και η σειρά των χαμηλών σπιτιών με τα ραγισμένα και φθαρμένα προσωπεία, έχω την αίσθηση πως βρίσκομαι πραγματικά πάνω στα σύνορα, στο μεταίχμιο της νέας πόλης με τα τετράγωνα θηρία της και της παλιάς με τα σεμνά και φτωχικά της σπίτια. Στον κόσμο που ανήκω υπάρχει άνεση, μα καμιά χαρά. Στον απέναντι κόσμο μπορεί να υπάρχει φτώχεια, μιζέρια, δυστυχία, μα ωστόσο μια κάποια διάθεση κεφιού απλώνεται με τη νύχτα κ’ οι άνθρωποι εκεί τραγουδάνε πιο αμέριμνοι, ανασαίνεις πιο ελεύθερα, γιατί λιγότερη είναι η στοιβαγμένη πέτρα κ’ υπάρχουν ακόμα δέντρα και λουλούδια στις αυλές. Οι γραμμές των τραμ είναι τ’ ορόσημο. Τα περίπτερα, τα συνοριακά φυλάκια. Γι’ αυτό σου λέω πως είναι δύσκολο να ζεις πάνω στα σύνορα. Κάθε τόσο νιώθεις την ανάγκη να δραπετεύσεις, να πας να ζήσεις για λίγο στον κόσμο εκείνο που δεν ανήκεις, αφήνοντας τον κόσμο όπου ανήκεις χωρίς καθόλου να ζεις. Ώσπου στο τέλος το μόνο που κερδίζεις είναι να μη ξέρεις πού είσαι και να χάνεις κάθε τόσο την οποιαδήποτε σιγουριά που σου χαρίζουν τα οποιαδήποτε όριά σου.
Έτσι περίπου αισθάνομαι στο καινούργιο μας σπίτι. Είναι ακόμα νωρίς για να κάνω προβλέψεις. Το μόνο που ξέρω ότι θέλω προς το παρόν είναι να φτιάξω μέσα στην δική μου κάμαρα ένα κόσμο δικό μου. Συγχώρα με για την φλυαρία μου. Περιμένω γράμμα σου με όλα τα δικά σου νέα.
ΛάζοςΥ.Γ. Στάσου. Δεν μπορώ να μη σου περιγράψω με δυο γραμμές αυτό που είδα μόλις σήκωσα το κεφάλι μου: ο ήλιος γέρνει πίσω από το Βέρμιο κ’ οι αχτίδες του ανάβουνε φωτιές στα τζάμια και στις λαμαρίνες της Πάνω-Πόλης. Η ώρα είναι πολύ γλυκιά κ’ οι θόρυβοι μικραίνουν μες το μαβί χρώμα του δειλινού. Τα παράθυρα των σπιτιών κοκκίνησαν όπως τα μάτια στον αποχωρισμό. Ο ήλιος θρυμματίστηκε επάνω τους σε χιλιάδες κομμάτια. Μονάχα που έπειτα από αυτό το αντιφέγγισμα τι γρήγορα, Θε μου, που κατεβαίνει η νύχτα…».
Βασίλης Βασιλικός, Το φύλλο, το Πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα, Εστία, Αθήνα 19663, σ. 13-15.
Το όνειρο του Οδυσσέα ...
[…] Μου μίλησε για τη βραδιά που τους είχε καλέσει ο Λεωνίδας, μαζί με μια μεγάλη παρέα, στη μικρή ταβέρνα πάνω στα Κάστρα.
Ας τους φανταστούμε την ώρα που ανεβαίνουν στην Άνω Πόλη. Την κρατάει απαλά από τους ώμους και απολαμβάνουν τη θέα. Αριστερά τους τα χαμηλά σπίτια με τις αυλές. Κολλημένα το ένα με το άλλο σε ένα λαβυρινθώδες σύμπλεγμα. Κάτω, το νυχτερινό τοπίο. Η φωτεινή Εγνατία διασχίζει με τις ανταύγειες το σώμα της πόλης. Μπροστά, ο ανηφορικός δρόμος για τη Δόμνα. Είναι ένα σαββατόβραδο του Απρίλη του ’70, με τη μεθυστική πνοή της άνοιξης. Είναι νέος ακόμη και σ’ αυτή τη μυθική εποχή της εφηβείας νομίζει ότι όλοι οι δρόμοι ανοίγονται μπροστά του. Καθένας τους εκφράζει μια διαφορετική επιλογή. Δεν έχει παρά να διαλέξει εκείνον που του αρέσει. Είναι ευτυχής για το πολύτιμο δώρο που του προσφέρει η νεαρή αγαπημένη του. Την κοιτάζει και σκιρτά η καρδιά του. Και βεβαίως δεν γνωρίζει ότι ο ανηφορικός δρόμος της Ιουλίας, στον οποίο η επανάσταση φαντάζει σαν ρομαντικό παιχνίδι, θα τελειώσει με έναν πικρό στεναγμό. Θα τον οδηγήσει λίγα χρόνια αργότερα στα κελιά του Γεντί Κουλέ, λίγα μέτρα πιο πέρα, και θα γνωρίσει τα κλομπ, τον φάλαγγα και το φρικτό μεγαλείο των βασανιστηρίων.
Στην ταβέρνα, από τη μια η ρετσίνα κι από την άλλη τα ανέκδοτα για τον Παττακό δημιουργούσαν ένα ιλαρό κλίμα. Ο Δημήτρης τραγουδούσε με την κιθάρα του τις δικές του επιτυχίες. Μετά τα πρώτα τραγούδια και τη χαλαρότητα οι παρέες, ξεπερνώντας τον φόβο του χαφιέ, άρχισαν τα απαγορευμένα του Μίκη Θεοδωράκη. Όμως, οι ειδήσεις για τις συλλήψεις και τα βασανιστήρια, οι συζητήσεις για τη δίκη της Δημοκρατικής Άμυνας και τα στρατοδικεία βάρυναν το κλίμα. Ας ρίξουμε μια προσεκτική ματιά σ’ αυτό το τοπίο της μνήμης. Είναι θολό από τους καπνούς των τσιγάρων και εξιδανικευμένο από τα χρόνια που ακολούθησαν. Μέσα στη Δόμνα, και πίσω από τους καπνούς, ο Στέφανος συζητάει με τον Λεωνίδα για δικαιώματα. Επαναλαμβάνει τη λέξη «ελευθερία». Τι σημαίνει, άραγε, για έναν δεκαοχτάχρονο αυτός ο βαρύγδουπος λόγος; Μέχρι τώρα την εισέπραττε σωματικά. Βίωνε την άρνησή της, όταν κάθε Σεπτέμβρη υποχρεωνόταν να κουρέψει τα μαλλιά του με την ψιλή, για να πάει στον αγιασμό «επί τη ενάρξει του σχολικού έτους». Ένιωθε να μην ορίζει το σώμα του. Να χάνει τη δύναμή του. Ύστερα, ήταν η θετική της γεύση. Ο διάπλους των ορίων της γειτονιάς. Η επίσκεψη στην ατμόσφαιρα της μπουάτ. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγε μόνος από τη συνοικία του, πέρα από τον οικογενειακό έλεγχο, τυλιγμένος μέσα στη βολική ανωνυμία της πόλης. Η πρόγευση του μεγάλου ταξιδιού της ζωής. Αργότερα, τα τραγούδια του Θεοδωράκη. Η ηδονή του απαγορευμένου. Στο τέλος της βραδιάς ακολούθησε το γράψιμο του συνθήματος στον περίβολο του Γ΄ Σώματος Στρατού:
«Κάτω η χούντα».
Εκείνον τον καιρό ρίχνονταν προκηρύξεις. Άνοιγαν πανό σε πολυκατοικίες. Γράφονταν συνθήματα στους τοίχους. Και το Γ΄ Σώμα ήταν το άντρο της χούντας. Ο τόπος όπου μαρτυρούσαν όσοι είχαν το κουράγιο να αντιστέκονται στη βαρβαρότητα. Η ύπαρξη του Στέφανου αποζητούσε ένα νόημα κι αυτό κυκλοφορούσε μαζικά στους δρόμους. Είχε τη μορφή της αντίστασης στο κιτς, καθώς το αντιαισθητικό πουλί της χούντας είχε κατακλύσει όλη την επικράτεια. Άλλοτε έπαιρνε τη μορφή ενός τραγουδιού που ηχούσε παράνομα και προκλητικά γοητευτικό. Κι ο Στέφανος βιαζόταν να προσπεράσει τα τραγούδια. Να φτάσει στην ουσία του πράγματος. Να δείξει στα μάτια της Ιουλίας πως εκείνο το νεαρό αγόρι που δεν μιλούσε πολύ ήταν άξιο της εμπιστοσύνης της. Ερμήνευε και καταλάβαινε τη ζωή του μέσα από τα μάτια της Ιουλίας και του πατέρα του, που το μαρτυρικό συναξάρι με τις φυλακές, τις εξορίες και τα ξερονήσια είχε σφραγίσει κάθε μέρα της ζωής του. Έτσι, ήταν έτοιμος, πλειοδότησε με ενθουσιασμό κιόλας, όταν έπεσε η ιδέα για να γραφτούν συνθήματα μετά στην ταβέρνα.
Ήταν περασμένες τρεις όταν έφτασαν στην Καυταντζόγλου μαζί με τον Λεωνίδα και την Ιουλία. Είναι Απρίλης, κι ο Στέφανος μέσα στο σκοτάδι νομίζει ότι τρέμει από το κρύο κρατώντας το πινέλο. Η κόκκινη λαδομπογιά έγλειφε τον τοίχο, όταν έφυγαν τρέχοντας μέσα στα στενά της Κιλκισίου. Με την ψυχή στα δόντια και την ικανοποίηση ότι μόλις είχαν κερδίσει μια μάχη ισάξια με εκείνη του Μαραθώνα.
Ας καθυστερήσουμε λίγο στη χειρονομία του Στέφανου. Αυτή η σκηνή περιέχει το Μεγάλο του Βήμα. Είναι η πρώτη φορά που προσχωρεί σ’ ένα μεγάλο «εμείς», το οποίο στις αφηγήσεις είναι τυλιγμένο από την αχλή ενός μύθου. Γίνεται μέλος μιας μυστικής κοινότητας με έναν ευγενικό σκοπό. Ο ίδιος νιώθει γοητευμένος μ’ αυτήν την εικόνα. Αισθάνεται το στήθος του να φουσκώνει. Να γίνεται ένα τεράστιο μπαλόνι. Είναι ένας επαναστάτης; Θέλει να πάρει εκδίκηση για όσα υπέφερε ο πατέρας του ή απλώς θέλει να δώσει ένα νόημα στη ζωή του; Να μεθύσει με την ιδέα ότι εγγράφει μια μικρή, έστω, υποθήκη στο περιθώριο της Ιστορίας;
Ο ίδιος, τουλάχιστον, θα ισχυριζόταν μετ’ επιτάσεως το πρώτο.
Μάκης Καραγιάννης, Το όνειρο του Οδυσσέα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2011, σ. 19-22.
Το όνειρο του Οδυσσέα ...
Τώρα όμως θέλει να τα ξεχάσει. Ακόμα και την περίοδο του Γεντί Κουλέ. Τον είχαν κρατήσει έναν μήνα. Είκοσι εφτά ατέλειωτες μέρες ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους. Σκεφτόταν πως η ζωή του σταμάτησε ξαφνικά. Δεν μπορούσε να πάει βόλτα στο πάρκο. Να χαρεί τον ήλιο. Τους φίλους του. Τα απλά πράγματα. Κι ύστερα, τα ερωτήματα που δεν ήθελε να σκεφτεί. Μέχρι πού θα πάει αυτό; Πού θα τον πάνε; Αισθανόταν ότι όλα κυλούσαν χωρίς αυτόν. Κι ο κόσμος έξω; Εξακολουθούσε να υπάρχει σαν να μην συνέβη τίποτε! Συνηθισμένοι άνθρωποι που πήγαιναν με φανατισμό στο γήπεδο. Με ζήλο στην εκκλησία. Κοιτούσαν μόνον τη δουλειά τους. Πρόσφεραν τσάι και συμπάθεια. Ερωτεύονταν πάνω στα αναπαυτικά κρεβάτια. Χιλιάδες αμέριμνοι άνθρωποι που δεν τους ένοιαζε τι γίνεται γύρω τους. Κι αυτοί να προχωρούν στα σκοτεινά.
Τότε θυμόταν τα πεσμένα φύλλα των δέντρων στις αυλές των σπιτιών της Άνω Πόλης. Καθώς τους ανέβαζαν με τα ΡΕΟ που αγκομαχούσαν στην ανηφόρα προς το Επταπύργιο, το βλέμμα του κολλούσε στα ανθισμένα κίτρινα και κόκκινα χρυσάνθεμα. Ήθελε να είναι αυτή η τελευταία εικόνα του έξω κόσμου από τον παραλογισμό εκείνου του φθινοπώρου. Του έκανε εντύπωση αυτή η εμμονή. Να απομονώνει το ωραίο. Να κοιτάζει το μέλλον μέσα απ’ την εικόνα λουλουδιών. Πίστευε στο μέλλον των ανθισμένων χρυσανθέμων. Μια πίστη παράλογη και αναιτιολόγητη.
Θέλει να της πει για όλα αυτά. Και πολλά άλλα για τα οποία δεν μίλησε ποτέ του. Ούτε και σε μένα, όταν τον πίεσα μερικές φορές. Για κάποια απ’ αυτά συζητήσαμε. Όμως οι αναστολές και η φυσική του σεμνότητα άφηναν στη σκιά εκείνα που έκαιγαν. Όταν έφτανε στο κρίσιμο σημείο μιλούσε επιφυλακτικά. Χρησιμοποιούσε τις λέξεις «δουλειά» που έκαναν οι «γορίλες». Κάποια συμπλήρωσα από τον Αντρέα που ήταν συγκρατούμενός του. Για μερικά προσπάθησα να μπω στη θέση του.
Ο Στέφανος διστάζει. Σκέφτεται αν πρέπει να τα πει στη Μερόπη. Αλλά εκείνη έχει ήδη ξανακοιμηθεί. Απλώνει το δεξί του χέρι. Την αγκαλιάζει και ακουμπάει το κεφάλι του στη γυμνή της πλάτη. Ένα ζεστό κύμα τον παρασέρνει. Μόλις κλείνει τα μάτια, βλέπει έναν κήπο γεμάτο με ανθισμένα χρυσάνθεμα.
[…]
23
Λεξικό χρήσιμων όρων
ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ
Τι σκεφτόταν ο Δενδρινός τις είκοσι εφτά μέρες που έμεινε έγκλειστος στις φυλακές του Επταπυργίου τον Νοέμβρη του ’73; Το φρούριο κτίστηκε από τους Βυζαντινούς. Μετατράπηκε σε φυλακές από τους Οθωμανούς στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Από τότε είναι τόπος μαρτυρίου και εκτελέσεων για ποινικούς και πολιτικούς κρατούμενους. Το δείχνουν οι σιδερένιοι κρίκοι και τα σημάδια στους τοίχους. Ο αέρας, ακόμη και σήμερα, κουβαλάει κάτι από τον συσσωρευμένο πόνο αυτών των ανθρώπων. Τι σημαίνει να είσαι φυλακισμένος για τις πολιτικές σου απόψεις; Είναι ένα είδος λύπης άγνωστο στην εποχή της πλήξης.
Μάκης Καραγιάννης, Το όνειρο του Οδυσσέα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2011, σ. 23-24, 314-315.
Μετάβαση στο σημείο: Επταπύργιο