Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΕγνατία Οδός Εγνατία οδός-Καμάρα
Η Καμάρα είναι ένα από τα γνωστότερα μνημεία της πόλης. Πρόκειται για την Θριαμβική Αψίδα του Γαλερίου που κτίσθηκε πιθανώς το 306 για να τιμηθεί ο αυτοκράτορας Γαλέριος, όταν επισκέφτηκε θριαμβευτής την πόλη, έπειτα από τη νίκη του στους πολέμους κατά των Περσών.
Ανεμώλια ...
Ίσως οι ιστορίες των φίλων μου, οι ίδιες τους οι ζωές να είναι απλά μερικές σελίδες στο χρονικό του μεγάλου δρόμου. Είχαμε όλοι μας γεννηθεί επάνω στη μεγάλη οδό και στους παραποτάμους της. Άλλοι σε κρεμαστά μπαλκόνια πάνω απ’ την πλατιά άσφαλτο, άλλοι σε στενούς παράδρομους κι άλλοι στους υφάλους και στις ξέρες του. Η μυρωδιά από τις όχθες είχε νοτίσει από νωρίς το δέρμα μας.
Η οδός Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη ξεκινάει δυτικά από τη Λυταία Πύλη των Βυζαντινών και φτάνει ως τα πανεπιστήμια και το μεγάλο στάδιο. Η Αγίου Δημητρίου είναι ένα από τα μεγάλα ποτάμια της πόλης, όπως η Εγνατία, η Τσιμισκή… με τις εκβολές του στα ανατολικά, έξω από τα μεσαιωνικά τείχη, στον απέραντο κάμπο των προαστίων. Ο μεγάλος δρόμος που γεννηθήκαμε είναι λοιπόν ποτάμι, για όσους βέβαια ξέρουν, για όσους καταλαβαίνουν, για όσους μπορούν κι ακούνε κάθε βράδυ τον ρόχθο του νερού στον ύπνο τους.
Ο δρόμος του αγίου έχει στην κοίτη και στις ρουφήχτρες του χιλιάδες ανθρώπους κι αυτοκίνητα, αυτά τα άψυχα θηρία που πλέουν σαν κορμοί στο ρεύμα από δυτικά προς τ’ ανατολικά, ρέουν με θόρυβο δίκην ποταμού και εκβάλλουν στις παρυφές της Τριανδρίας και στον μεγάλο τσιμεντένιο κάμπο. Η Αγίου Δημητρίου είναι ένα ποτάμι με αρχαία ερείπια, μια εκκλησία, έναν παραποτάμιο άγιο, καχεκτικά δέντρα, μπετόν και κάδους σκουπιδιών. Στις όχθες του περπατούν πηγαίες νύμφες. Ναϊάδες με μυτερές μπότες, ενώ στις διαβάσεις περιμένουν παιδιά με τις τσάντες στον ώμο να τον διασχίσουν όλα μαζί σε κάθε σμαραγδί γνέψιμο των φαναριών. Σε κάποιο από τα ζυγά νούμερα του δρόμου, σ’ ένα μεγάλο ρετιρέ, γεννήθηκε ο Δημήτρης, ο Μυκηναίος, έναν Μάρτη-Γδάρτη του 1963.
[…]
Έρχομαι τώρα στο χαρτί, ποιητής απρόσκλητος, να ζωγραφίσω εκείνα τα χρόνια βουτώντας τα πινέλα μέσα μου. Δεν έχω μούσα – ποιος έχει άραγε τούτες τις μέρες; Εγώ ο Νίκος Χαλκίνης, γεννημένος στην οδό Αγίου Δημητρίου σ’ ένα διαμέρισμα με τρία μάτια στον μεγάλο δρόμο κι ένα πίσω μοναχό του σαν το μάτι του Κύκλωπα, που έβλεπε σε μια πρασιά-σπηλιά όπου ζευγάρωναν γάτες. Εγώ ο Νίκος, εγγονός και γιος εμπόρων που είχαν μια φωλιά ξέχειλη από υφάσματα σ’ έναν παράδρομο στο Μπεζεστένι. Μεγάλωσα κι εγώ στον πλανήτη γύρω από τον μεγάλο δρόμο του αγίου. Έκανα ποδήλατο στην αυλή της μεγάλης εκκλησίας, έπαιζα μπίλιες στα χώματα πίσω απ’ το τούρκικο προξενείο, έκοβα τα μαλλιά μου σε κουρεία στενόχωρα με άντρες που φορούσαν άσπρες ποδιές. Στα ραδιόφωνά τους ακουγόταν η εκπομπή του Ίωνα Τυρταίου και η κολόνια στον γυμνό σβέρκο ήταν πάντα χύμα – άρωμα λεμόνι.
Τα καλοκαίρια οι γονείς μου με ξερίζωναν από τη μήτρα του μπετόν και μ’ έστελναν εξοχή. Εκεί, στον καθαρό αέρα που μου ήταν τότε αδιάφορος, ένα μεσημέρι στο χωριό της μάνας μου καθώς έσπαζα κλαδιά απ’ τα δέντρα κι ύστερα όπως συνήθως τα ξεφλούδιζα μ’ ένα προσκοπικό μαχαίρι, κάποια στιγμή η λάμα ξέφυγε, έσκισε βαθιά τον μηρό και μούσκεψα στο αίμα. Η εικόνα του πορφυρού υγρού που βάφει το δέρμα κι ύστερα ποτίζει το χώμα αποδείχτηκε ανεξίτηλη. Μετά απ’ αυτό η επιθυμία μου να ξεφλουδίζω δεν ατόνησε, παρά με συνόδεψε για χρόνια. Μάζευα τις λευκές βέργες σε μια γωνιά της αποθήκης και τις μύριζα• η μυρωδιά του χλωρού ξεφλουδισμένου ξύλου και η αφή του με ξετρέλαιναν, γιατί μου θύμιζαν τη λευκή σάρκα του σύκου. Η ουλή στο πόδι μου υπάρχει ακόμα.
Ο μεγάλος δρόμος είχε τότε τέσσερις κινηματογράφους. Ξεκινώντας από τα δυτικά, σινέ Αγγέλικα, Ορφέας, Αχίλλειον, Ιντεάλ. Για χρόνια τέντωνα τα μάτια μου στις σκοτεινές αίθουσες — οφθαλμών παίδευσις. Ήταν βέβαια και η μυρωδιά… Στο σινεμά κατάλαβα για πρώτη φορά ότι το σκοτάδι μυρίζει. Το ένιωσα περισσότερο σ’ εκείνα τα μεθυστικά δευτερόλεπτα όταν έσβηναν τα φώτα, πριν πέσει η πρώτη ακτίνα στο πανί, σ’ εκείνον τον μετεωρισμό του χρόνου, όταν τα δευτερόλεπτα σε διαστολή φούσκωναν μέσα μου. Τότε, πριν πέσει η πρώτη ακτίνα, το ένιωθα• ήταν η μυρωδιά του σύμπαντος στην πρώτη ώρα της δημιουργίας.
Στα διαλείμματα αγοράζαμε απ’ το κυλικείο ροξ μέσα σ’ εκείνο το ροζ χαρτί το νοτισμένο από σιρόπι. Ήταν κι άλλες μυρωδιές έξω απ’ την αίθουσα και ήχοι διάφοροι, τα τσιγάρα στο χολ και το άκουσμα βήχα από εκείνους που ρουφούσαν με κόκκινα μάτια, ήταν και τα μισάνοιχτα αποχωρητήρια με τα απολυμαντικά τους, που η μυρωδιά τους μου θύμιζε πάντα κοπανισμένα στραγάλια. Είναι ανεξερεύνητες οι διαδρομές της οσφρητικής μνήμης και οι συνειρμοί της, το ίδιο όπως και της ακουστικής. Κυριακή στις πρωινές παραστάσεις, στο μεγάλο πιάτο του ταμείου, μια γυναίκα με κόκκινα νύχια παίρνει και δίνει με κρότο κέρματα που έχουν πάνω τον στρατιώτη με τον φοίνικα. Θυμάμαι τις λέξεις στο πιάτο: Χαλιά Πέρσικα. Ο ήχος απ’ τα κέρματα σήμαινε την είσοδο στον σκοτεινό κάτω κόσμο, σκαλιά κι ύστερα κι άλλα σκαλιά, και τέλος ν’ ανοίγουν τα δυο φύλλα της πύλης με το χοντρό βελούδο και να ’ρχεται η ώρα της μυρωδιάς του σκοταδιού.
Στη μεταπολίτευση, αργότερα, έφαγα πολλές σακούλες σπόρια χαζεύοντας απ’ το μπαλκόνι, τότε που οι αμέτρητες διαδηλώσεις, πλημμυρίδες ολόκληρες ήταν, ακολουθούσαν τυφλά την ίδια διαδρομή, όπως τα υποζύγια που πάνε μόνα τους στη γούρνα για νερό: Υπουργείο, τούρκικο προξενείο και τέρμα στην πλατεία του Χημείου. Εκεί, κάτι τεράστια ηχεία τρόμαζαν τα φύλλα στις λεύκες και τα τεντοφτέρουγα ορνίθια. Στρατιωτικά αμπέχονα, μούσια, μαλλιά ακούρευτα και πανό στο χρώμα της πορφύρας με κίτρινα γράμματα. Αυτό το κόκκινο των συνθημάτων στα πανό ήταν το δεύτερο ανεξίτηλο κόκκινο της μνήμης μου• το πρώτο είχε ένα προσκοπικό μαχαίρι, το δεύτερο δυο εργαλεία που ζευγαρώνουν με πάνω εκείνο το αρσενικό σφυρί…
Με λένε Νίκο Χαλκίνη και παίζω επιτραπέζια παιχνίδια μνήμης. Στο μυαλό μου άνοιξε ένα ταμπλό που μοιάζει της Μονόπολης• κάποιος ρίχνει το ζάρι και τα χρόνια περνούν. Είμαι το κόκκινο πιόνι και δίπλα μου στέκουν άλλα τέσσερα, ο Μυκναίος, ο Χρήστος, ο Γέρος και ο Στάθης. Υπακούμε στο ζάρι κι αγοράζουμε σπίτια και οικόπεδα, πληρώνουμε ενοίκια, χρεοκοπούμε, μπαίνουμε στη φυλακή και ξαναρχίζουμε. Όλη η διαδρομή της Μονόπολης είναι τελικά αυτός ο μεγάλος δρόμος, απ’ τη Λυταία Πύλη και το παλιό καφενείο του Καφαντάρη ως το πανεπιστήμιο και το στάδιο του Καυταντζόγλου.
Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, Πατάκης, Αθήνα 2011, σ. 16-17, 24-27.
Στη σκιά της πεταλούδα...
Η οδός Εγνατία είναι ένα μεγάλο μαχαίρι που κόβει την πόλη στη μέση. Μιλάω για την παλιά πόλη, για το κέντρο της, οι συνοικίες και τα περίχωρα έχουν μια σχέση με τη μνήμη της πόλης ατροφική. Οι συνοικίες είναι οι τρίχες, τα νύχια και τα δαχτυλίδια ενός πάσχοντος σώματος, λίγα ξέρουν γι’ αυτό το σώμα που θλίβεται και αγάλλεται μέσα στους αιώνες. Η οδός Εγνατία είναι το ζωνάρι που κόβει το κορμί της στα δύο.
Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν πάνω από την Εγνατία, εκεί μέσα σε στερημένους μικροαστούς και σε εργάτες που είχαν ξεγλιστρήσει από τη φόδρα της τσέπης των συνοικιών και ανακατώθηκαν με υπαλλήλους, μικροεπαγγελματίες και τεχνίτες που είχαν κάποτε πατρικό τους κάποιο πατικωμένο δωμάτιο στα τουρκόσπιτα της οδού Αρριανού, της Μόδη και της Φιλίππου. Όλα εκείνα έγιναν κάποια εποχή πολυκατοικίες και τα χνότα όλων τους χώρεσαν σε τριάρια ή δυάρια διαμερίσματα. Οι πιο εύποροι στα ψηλά και οι πιο φτωχοί στα ισόγεια και τα υπόγεια, εκεί στους ανήλιαγους βουβώνες των κτιρίων της αντιπαροχής.
Ο Ηλίας και ο Μάρκος, όταν ήταν παιδιά, έβλεπαν την Εγνατία κάτι σαν τη θάλασσα, κάπου εκεί τέλειωνε και ο κόσμος τους. Κάτω από την Εγνατία ζούσαν άλλοι άνθρωποι, πλούσιοι όπως έλεγαν, μαγαζιά ευρύχωρα και φωτισμένα, ακριβές ταβέρνες, άλλα ντυσίματα, άλλοι τρόποι, παλιά μέγαρα με κίονες και επιγραφές. Η Εγνατία ήταν και κάτι σαν ποτάμι, αργότερα στις μεγάλες τάξεις του δημοτικού με σπουδαγμένη καλά τη γεωγραφία την έλεγαν κοροϊδεύοντας Ντούνα, Δούναβη, που χώριζε δυο πόλεις, τη Βούδα και την Πέστη.
Από κάποια ηλικία και μετά η Υπαπαντή τους άφηνε να γυρνάνε μόνοι τους στη γειτονιά. Δυο αγόρια ψηλά, με καλούς τρόπους, πιασμένα χέρι χέρι, που ανακατεύονταν στις αλάνες της Πάνω Πόλης και στα άχτιστα οικόπεδα της Ολύμπου και της Αγίου Δημητρίου. Παιδιά λογικά και εύστροφα, λίγο όμως ευφάνταστα, ψωμωμένα με τα παιχνίδια του στενού διαμερίσματος, μεγαλωμένα με Μονόπολι, Γκρινιάρη, Φιδάκι, Φωτεινό Παντογνώστη και στρατιωτάκια.
Οι αληθινοί στρατιώτες ήταν όμως στα στενά της οδού Ησαΐα, πίσω απ’ το τούρκικο προξενείο, και στο μεγάλο δίτερμα στο κτίριο του Χημείου στο πανεπιστήμιο. Οι αληθινοί στρατιώτες ήταν τα παιδιά από την Κασσάνδρου κι απ’ τα παλιόσπιτα της Ολυμπιάδος, στρατιώτες με κεφάλια κουρεμένα γουλί και μάλλινες μπλούζες πλεγμένες στο χέρι. Ήταν οι στρατιώτες που δεν ήξεραν πως κάτω από την Εγνατία ήταν ένας άλλος μεγάλος κόσμος, παρά πολεμούσαν αδιάκοπα με ξύλινα σπαθιά και κοντάρια στα χαρακώματα, εκεί στα κατουρημένα οικόπεδα της Αποστόλου Παύλου και στα γιαπιά της Ευριπίδου, όπου έκανε στοίβες το αμμοχάλικο.
Μέσα στις πιο ξεκάθαρες εντολές της Υπαπαντής καθώς τριγύριζαν μόνοι τους τα απογεύματα της κάθε άνοιξης, ήταν να μην περάσουν ποτέ την Εγνατία. Συχνά τότε έκαναν οι δυο τους βόλτες στην παραμεθόριο, νομοταγείς και περίεργοι, από το σιντριβάνι ως την Αριστοτέλους και τα λουτρά. Η βουή του μεγάλου δρόμου με τις εξατμίσεις και τα κορναρίσματα ήταν ένα ψηλό συρματόπλεγμα αδιαπέραστο. Η επιστροφή τους στη γειτονιά είχε παγωτό με μία δραχμή το χωνάκι και δύο το κύπελλο, γεύσεις μόνο δύο, σοκολάτα και κρέμα, καφέ και άσπρο, σαν τις παλιές ταινίες σε μαύρο άσπρο. Τα βράδια της άνοιξης, όταν ο μπαμπάς έλειπε στη δεύτερη δουλειά, έτρωγαν οι τρεις τους μια μεγάλη σακούλα σπόρια καθισμένοι στις ψάθινες καρέκλες στο μπαλκόνι.
[…]
Τα δυο αδέρφια είχανε κοινές παρέες, η διαφορά της ηλικίας τους κάπου τους χώριζε, κάπου βοηθούσε. Ο Μάρκος είχε μάθει για τα καλά να τρυπώνει στους μεγάλους της παρέας του Ηλία και, καθότι ετοιμόλογος και πολύ κοινωνικός, κέρδιζε τις εντυπώσεις. Χρησιμοποιώντας τους φίλους του μεγάλου αδερφού, γρήγορα έμαθε να γυρίζει αργά κι όταν ακόμα δεν ήταν μαζί του• έκλειναν ένα ραντεβού κοντά στο σπίτι τους και γυρνούσαν παρέα, για να ’ναι ήσυχη η Υπαπαντή που ο μεγάλος ήταν πάντα μαζί του και τον φρόντιζε.
Εκείνη την εποχή, στα τέλη του ’70, όλα τα σφαιριστήρια είχαν ονόματα εξωτικά: Σαν Ρέμο, Σάντα Μόνικα, Αρτζεντίνα, Αφρικάνα… Όλα τα ονόματα βέβαια παραπλανούσαν, γιατί στην πραγματικότητα επρόκειτο για ανήλιαγα υπόγεια, που βρωμοκοπούσαν κάπνα και υγρασία και δούλευαν κυρίως με ανήλικους.
Τέτοια μέρη και κάποια άλλα ήταν οι συνηθισμένες φωλιές της εφηβείας, των αγοριών βέβαια, γιατί τα κορίτσια ήταν πάντα ένα είδος δυσεύρετο• αφού σχολούσαν απ’ τα γυμνάσιά τους, που ήταν ξεχωριστά, ξαφνικά χάνονταν. Η μόνη ελπίδα να τις συναντήσουν ήταν στα φροντιστήρια, στα αγγλικά τους, και είναι αλήθεια πως, όσο περισσότερες γλώσσες μάθαινε τότε κανείς, τόσο περισσότερες ήταν και οι πιθανότητες να συναναστρέφεται κορίτσια.
Εκείνους τους χρόνους ο Μάρκος διέσχιζε μόνος πια την Εγνατία και κατηφόριζε προς τη θάλασσα. Η άλλη πόλη, ο άλλος κόσμος τού ήταν πια προσιτός. Ήταν αλήθεια πως αυτόν τον προτιμούσε. Τον πρώτο καιρό της περιπλάνησης, αφού τον γύρισε σπιθαμή προς σπιθαμή και μύρισε την κάθε γωνιά του, καταστάλαξε τελικά σε μια μεγάλη πλατεία κοσμική και πολυσύχναστη. Το Ναβαρίνο δεν ήταν πια η τοποθεσία της ιστορικής ναυμαχίας, αλλά το κέντρο της ζωής του. Ήταν πολλά μαζί, ένα μεγάλο πάρκο με το άγαλμα, εκείνο το γουστόζικο αγόρι που κατουρούσε, ήταν τα απομεινάρια από το ανάκτορο του Γαλέριου με γύρω γύρω πεζόδρομους από τους πρώτους που είχαν φτιαχτεί στην πόλη, ήταν τα πολλά καφενεία και οι ταβέρνες, τα ποδήλατα, τα σκέιτ μπορντ, τα πατίνια κι ό,τι άλλο κουβαλούσαν κάτι βουτυρόπαιδα της Τσιμισκή και της Μητροπόλεως φορώντας μπλούζες με ακριβές φίρμες, παιδιά συμπαθητικά όμως και κάπως αφελή που πήγαιναν σε κολέγια και άλλα επώνυμα σχολεία.
Στο μεταξύ η εφηβεία πάνω από την Εγνατία συνέχιζε να είναι ακόμα μια στερημένη και δύσκολη υπόθεση. Σχολεία άχαρα που θύμιζαν παλιά εργοστάσια με τοίχους γεμάτους σφυροδρέπανα, άλφα σε κύκλους και στίχους από ροκ μπαλάντες και επωδούς χαρντ ροκ. Έφηβοι άλουστοι οι πιο πολλοί, αγριεμένοι, με σπυράκια, με λεξιλόγιο των εκατό λέξεων, πήγαιναν κι ερχόντουσαν πέρα δώθε και πουθενά δεν τους χωρούσε ο τόπος. Ένα μέρος απ’ αυτούς σιγά σιγά εγκαταλείπανε το σχολείο. Ερχόταν κάποιο πρωινό που χάνονταν από προσώπου γης. Ο Σταυράκης άρχισε να δουλεύει σε χυτήριο, ο Μιχάλης τεχνική σχολή, ο Γιωργάρας πήγε με τον πατέρα του στο γιαπί να μάθει την τέχνη, ο Μουσιός, που έμενε από απουσίες, στη μάνα του στη Γερμανία• αφού σταυροφίλησε τη γιαγιά του που τον μεγάλωσε, έφυγε στο Ντύσελντορφ, στο ρεστοράν, για να προκόψει.
Πήγαν λύκειο αυτοί που φορούσαν γυαλιά, αυτοί που ήταν παιδιά υπαλλήλων και δασκαλοπαίδια, κάποιοι ιδιαίτερα εύστροφοι που με κάτι πασαλείμματα τα ψιλοκατάφερναν, τέλος και κάποιοι επιμελείς που προτιμούσαν την ηρεμία του δωματίου τους και τη μελέτη από την αγριάδα των δρόμων και των σφαιριστηρίων. Ο Μάρκος πήγε στο λύκειο γιατί ήταν ο γιος του Κοσμά και της Υπαπαντής, γιατί είχε πίσω του μια οικογένεια που δούλευε σαν καλοκουρδισμένη μηχανή και εμφυσούσε προοπτικές, πήγε και γιατί είχε μέσα του ο ίδιος μια ντροπή, ειδικά όταν έβλεπε τον πατέρα του να γυρνάει ξενυχτισμένος από τις δυο δουλειές και να τον κοιτάζει ερευνητικά στα μάτια.
Είναι η αλήθεια πως, όσο ο Ηλίας αγαπούσε το ροκ και τον έτρεχε από βυζανιάρικο ακόμα στις συναυλίες, αυτός πιο πολύ αγαπούσε τα βιβλία — όχι του σχολείου, αυτά τα έπαιρνε σαν φάρμακο, έπρεπε να τα διαβάσει και το έκανε. Ούτε βέβαια αγαπούσε εκείνα τα άλλα που τους κουβαλούσε η θεία Παναγιώτα, εκείνα τα χριστιανικά, τα παιδαριώδη, ξεχνώντας μερικές φορές την ηλικία τους.
Ισίδωρος Ζουργός, Στη σκιά της πεταλούδας, Πατάκης, Αθήνα 2005, σ. 559-560, 567-569.
Μετάβαση στο σημείο: Εγνατία Οδός