Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΚάστρα Πύργος Τριγωνίου (αλλιώς Πύργος της Αλύσεως)
Ο κυλινδρικός πύργος στο βορειοανατολικό τμήμα των τειχών της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για οχυρωματικό οθωμανικό έργο του 15ου -16ου αιώνα. Η θέα από τον πύργο προς την πόλη και τη θάλασσα είναι μαγευτική.
Οδοστρωτήρας ...
(…) Εδώ, σε τούτη την πολιτεία του ελληνικού βορρά, όπου στην καθημερινή της κίνηση το πλήθος ήταν συνήθως κατακερματισμένο σε ποικίλες ασχολίες και φαινομενικά διαχεόταν μέσα την απλωσιά της, ξεφεύγοντας θαρρείς από τα πάνω υψώματα των τειχών στον απαλό κυματισμό της θάλασσας του Θερμαϊκού, έβρισκε μια κάποια άνεση. Το αυτοκίνητό μου διέτρεχε με μεγάλες ταχύτητες τις παράλληλες και κάθετες οδικές της αρτηρίες, αλλά δεν είχε παρά τις ίδιες καταλήξεις: Εγνατία, Κάστρα, Σέιχ-σου, Πανόραμα, Μεγάλου Αλεξάνδρου, Σιδηροδρομικός Σταθμός, Σφαγεία, Μπαχτσέδες, κ’ ύστερα Καραμπουρνάκι, Αρετσού, Καλαμαριά, Σαράντα Εκκλησίες. Μια χούφτα πράμα. Δρόμοι, τοπωνυμίες, που θέλησαν οι κάτοικοι της πόλης να τους σημαδέψουν με περίσσια εκτίμηση. Το στένεμα το αισθανόταν ακριβώς περισσότερο μέσα στην άνεση μιας χρονικής απλωσιάς. Νόμιζε ότι εκείνα τα βυζαντινά τείχη, που φάνταζαν ακόμη πίσω απ’ τις οικοδομές, κι ο Λευκός Πύργος, κάτω στη νέα διανοιγομένη παραλία, ήταν ένα και το αυτό, όπως το ήθελε η δύναμη του κατασκευαστή τους κ’ η ανάγκη των χρόνων που κτίστηκαν. Δε σήμαινε τίποτα αν άλλοι άνθρωποι έκτισαν τους πύργους και τα τείχη του Επταπυργίου και άλλοι το Λευκό Πύργο, χαμηλά στη θάλασσα. Όλους αυτούς τους ώθησε σε μιαν δεδομένη εποχή η ίδια ανάγκη• να περιχαρακωθούν γύρω γύρω με τείχη και ν’ αφήσουν εκείνους που έρχονταν απ’ έξω, μπροστά στις μεγάλες πόρτες να νοσταλγούν τον πλούτο των εκκλησιών τους, το εξασφαλισμένο εμπόριο που τους έφερνε η θάλασσα, τη σπιτίσια κορεσμένη, έτσι, ζωή τους. Βέβαια τούτη η πόλη, με την νοοτροπία των κατοίκων της, δε θα μπορούσε ποτέ να είναι η βασιλεύουσα, η πρωτεύουσα πόλη, αλλά πάντα η δεύτερη, η «συμβασιλεύουσα», η «συμπρωτεύουσα» — της πήγαινε και της πηγαίνει τόσο πολύ τούτος ο χαρακτηρισμός! Η οικογένειά του κι ο ίδιος έχουν εκμεταλλευτεί όσο παίρνει τη νοικοκυρίσια νοοτροπία των κατοίκων της πόλης, έχουν πλουτίσει σ’ αυτήν. Το ορόσημο όμως εκείνο στην παραλία που λέγεται Λευκός Πύργος, από πολύ μικρόν ακόμη τον έβαζε σε ανησυχία. Όταν περνούσαν ταχτικά με τον πατέρα του την κάπως χαμηλή, για τον όγκο του κτίσματος, είσοδο, για ν’ ανεβούν τα φαρδιά ογδόντα εννέα σκαλοπάτια, ως τις πρώτες επάλξεις, ένοιωθε να του κλείνεται η ψυχή και προσπαθούσε να ξεφύγει απ’ την πλατιά παλάμη του γονιού που τον είχε γερά χουφτωμένο απ’ τον καρπό, να ρίξει κάθε τόσο μια ματιά απ’ τα στενά παράθυρα που χρησίμευαν για πολεμίστρες. Στην κορυφή επάνω, όπου ο μεγάλος ιστός της σημαίας που η έπαρσή της γινόταν κάθε Κυριακή με παράτες και ρίγη συγκινήσεων στο ανάκρουσμα του εθνικού ύμνου, ανάσαινε ελεύθερα γιατί το σφίξιμο του πατέρα λασκάριζε κ’ ένα γύρω το θέαμα παρουσίαζε γραφικότητα και μεγαλοπρέπεια στα παιδικά μάτια. Η θάλασσα από δω, μπροστά στα πόδια κι από κει τα τραμ της πρώην βελγικής εταιρίας με τους σιδερένιους θορύβους τους, τα λιγοστά ακόμη μέγαρα, που φύτρωναν εδώ και κει στην πυρίκαυστο ζώνη και ψηλότερα τα τείχη του Επταπυργίου με τον ανατολικό επιβλητικό Κουλέ. Του ζέστανε τη φαντασία να σκέφτεται ότι εκεί μέσα στέναζαν φυλακισμένοι κλέφτες, εγκληματίες, κάθε είδους απόβλητοι της κοινωνίας. Όμως όσο ψηλά κι αν ήταν πάνω τους στο μακρόστενο λόφο τα βορεινά τείχη, από δω από το Λευκό Πύργο, αισθανόταν πολύ άνετα και φανταζόταν πως αυτός βρίσκεται ψηλότερά τους, απελευθερωμένος κι από τον πατέρα κι από τα πάντα, κυρίαρχος της τότε απεραντοσύνης (…)
Γεντί Κουλέ...
Απόψε θα σας μιλήσω για το Γεντί Κουλέ, με βάση κάποια παιδικά μου βιώματα αλλά και κατοπινές μου εμπειρίες, που έμμεσα και σπανίως άμεσα με έφεραν κοντά στο μνημείο και ακόμη πιο κοντά στο κάτεργο.
1. Το 1943 ήμουν δώδεκα χρονώ. Είχα ήδη κινδυνεύσει να πεθάνω δύο φορές από πείνα, κι αν τελικά σώθηκα, αυτό το χρωστώ κυρίως στα συσσίτια των κατηχητικών. Εκεί γνωρίστηκα με ένα παιδί από το τρίτο γυμνάσιο, που το έλεγαν Σταύρο, και γίναμε φίλοι. Στο ίδιο συσσίτιο έτρωγε κι ο λίγο μεγαλύτερος φίλος μας Μίμης Μαρωνίτης, αρρώστησε όμως βαριά και δε μπορούσε να έρχεται και να τρώει. Τότε εγώ με τον Σταύρο αποφασίσαμε να πηγαίνουμε το φαΐ του Μίμη κάθε μέρα στο σπίτι του. Αυτό βάσταξε πάνω από χρόνο. Ξεκινούσαμε απ’ την πλατεία Αγίας Σοφίας, ανεβαίναμε την Αγίας Σοφίας και μετά την Ηροδότου, περνούσαμε τον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό και την πλατεία Καλλιθέας και βγαίναμε στην οδό Ιφικράτους 7, που ήταν το σπίτι του Μίμη, ένα φτωχικό τουρκόσπιτο με καφάσια. Το σπίτι αυτό ήταν λίγο πιο κάτω από τον πύργο του Τριγωνίου, που τότε ακόμα τον λέγαμε Εφταπύργιο, γιατί δεν ξέραμε πως Εφταπύργιο έλεγαν τις φυλακές του Γεντί Κουλέ, που βρίσκονταν ακόμα πιο πάνω.
Ο Σταύρος κάθονταν στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό, κοντά στους Αγίους Αναργύρους. Εγώ καθόμουν στην οδό Αγίου Δημητρίου και ανέβαινα όλη αυτή την ανηφόρα, για να κάνουμε παρέα. Αφού αφήναμε το φαΐ στο σπίτι του Μίμη, συνεχίζαμε το δρόμο μας ως το σπίτι του φίλου μου, όπου παίζαμε στην αυλή του. Το σπίτι ήταν σχεδόν κολλητό με το κάστρο, κι από τότε άρχισε να με κυριεύει η γοητεία των βυζαντινών τειχών.
Η ζωή στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό — εν μέρει παλιό τούρκικο κι εν μέρει προσφυγικό — δεν ήταν και τόσο ευχάριστη. Εντύπωση μου έκανε που, σε όλα τα σπίτια, αντί για τζάμια στα παράθυρα είχαν χαρτόνια. Ρώτησα να μάθω, και μου είπαν πως κάθε πρωί γίνονταν εκτελέσεις λίγο πιο πάνω απ’ τις φυλακές κι ότι απ’ τις ομοβροντίες τραντάζονταν τα σπίτια κι έσπαναν τα τζάμια. Οι άνθρωποι είχαν αγριέψει και τα νεύρα πολλών είχαν γίνει σμπαράλια. Άλλοι πάλι είχαν γίνει ταγματασφαλίτες που μαζεύονταν στο Κουλέ Καφέ, απ’ όπου φοβόσουνα ακόμη και να περάσεις. Η φρίκη των εκτελέσεων είχε επηρεάσει όλη την περιοχή. Έβρισκες σε πολλούς μια βαναυσότητα που δεν τη συναντούσες πουθενά αλλού. Τη βαναυσότητα αυτή την είδα και μέσα στο ίδιο το σπίτι του φίλου μου: ο αδελφός του, λίγο μεγαλύτερός μας και πρώιμο αντράκι, που όλη τη μέρα κάθονταν κάτω από ένα δέντρο κι έπαιζε μπουζούκι, ήταν τόσο θηριώδης, που έδερνε και τον φίλο μου αλλά και τους ίδιους τους γονείς του. Ίσως δεν ήταν μόνο θέμα χαρακτήρα• ίσως οφείλονταν και στην κτηνωδία που κυριαρχούσε στα πέριξ του Γεντί Κουλέ εκείνη την εποχή.
Αυτή υπήρξε η πρώτη και έμμεση γνωριμία μου με το Γεντί Κουλέ• η πρώτη φαρμακερή γεύση.
2. Το 1950-1951 έκανα παρέα με τη Λούλα Αναγνωστάκη και την ξαδέρφη της, Νατάσα Κασιμάτη. Η Λούλα τότε έγραφε ποιήματα και σενάρια, δεν ήταν όμως ακόμη γνωστή στους φιλολογικούς κύκλους. Αντίθετα, πολύ γνωστός ήταν ο αδελφός της, ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, που τον θαύμαζα πολύ απ’ τα ποιήματά του — είχε τυπώσει κιόλας το σημαντικότερο έργο του, τις «Εποχές», 1, 2 και 3 — αλλά δεν τον είχα γνωρίσει ακόμα. Και πώς να τον γνώριζα, αφού ήταν στη φυλακή; Είχε συλληφθεί ως επικίνδυνος κομμουνιστής, είχε αρνηθεί να αποκηρύξει την ιδεολογία του και είχε περάσει από στρατοδικείο, που τον καταδίκασε δις εις θάνατον. Τότε τον είχαν κλεισμένο στο Γεντί Κουλέ. Η οικογένειά του έκανε ό,τι μπορούσε για να τον σώσει, και για το σκοπό αυτό φαγώθηκε όλη η προίκα της Λούλας. Το 1950 είχα βγάλει την πρώτη μου ποιητική συλλογή «Εποχή των ισχνών αγελάδων» και η Λούλα βρήκε τον τρόπο να στείλει τα ποιήματά μου στον Μανόλη, στη φυλακή. Ο Μανόλης, με τον ίδιο τρόπο, κατάφερε να μου στείλει ένα γράμμα αλογόκριτο, ενθουσιασμένος από τα ποιήματά μου. Αυτό με συγκίνησε πολύ. Έτσι άρχισε μια «παράνομη» επαφή μου μαζί του, μέσω βέβαια της Λούλας — και να φανταστεί κανείς πως αυτό ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο και για τους τρεις μας• η λογοκρισία ήταν πιο άγρια για τους πολιτικούς κρατούμενος. Κι όμως η Λούλα τα κατάφερε μια χαρά, προφανώς λαδώνοντας κάποιους. Τέλος, το 1954, ύστερα από υπεράνθρωπες ενέργειες της οικογένειας, ο Αναγνωστάκης βγήκε από τη φυλακή, αφού δυο φορές μετατράπηκε η ποινή του, κι αμέσως έφυγε για σπουδές στη Σουηδία, απ’ όπου συνέχισε να μου στέλνει μερικές κάρτες. Έφυγε και η Λούλα στην Αθήνα, κι έτσι προσωρινά χαθήκαμε.
Αυτή ήταν η δεύτερη εμπειρία μου από το Γεντί, και μάλιστα αρκετά επικίνδυνη.
3. Πέρασαν χρόνια. Το 1968, επί χούντας, έτυχε να έχω έναν φίλο, που ως ποινικός κρατούμενος, δοκίμασε κι αυτός τη γλύκα της φυλακής. Του συμπαραστάθηκα όσο μπορούσα, οκτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν ήταν κλεισμένος στις Νέες Φυλακές, μου έστειλε μερικούς στίχους του και με παρακάλεσε να τους μελοποιήσω. Αμέσως τους μελοποίησα και τα βράδια τριγυρνούσα στην Κασσάνδρου τραγουδώντας το τραγούδι μας, κι ο φίλος με άκουγε από μέσα και έπαιρνε κουράγιο. Στις Νέες Φυλακές τα πράγματα ήταν κάπως πιο μπόσικα, και μου επιτρέπονταν να τον επισκέπτομαι. Όταν όμως τον πήγαν στο Γεντί Κουλέ, εκεί τα βρήκαμε μπαστούνια. Τότε συνεννοήθηκα με τη μητέρα του (ο πατέρας του δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει γι’ αυτόν) και πήραμε σημείωμα απ’ τον εισαγγελέα, κι έτσι μπόρεσα και πάλι να τον επισκέπτομαι.
Στο Γεντί Κουλέ, η πρώτη μου επίσκεψη ήταν συγκλονιστική. Έρευνα στις σακούλες με τα τρόφιμα, ανακρίσεις («ποιος είσαι και τι τον έχεις»), κλίμα καχυποψίας και χαφιεδισμού, μαζί με ηθικολογίες και επιτιμήσεις («αφού είστε συγγενείς, πώς τον αφήσατε να γίνει κλέφτης») κτλ. Ακόμη χειρότερο απ’ τους ανθρώπους ήταν το περιβάλλον. Το βαρύ μεσαιωνικό κάτεργο, με τις αλλεπάλληλες βαριές σιδερένιες πόρτες, οι σκοτεινοί φύλακες με τα «μελιτζανιά», οι διαδοχικές εξευτελίσεις μέχρι να δεις τον άνθρωπό σου, ο στενός και παγερός χώρος των επισκέψεων, όπου ο φυλακισμένος στεκόταν πίσω από μια πυκνή σίτα και δεν τον διέκρινες καθόλου, άκουγες μόνο τη φωνή του που ήταν σα να έβγαινε από βαθύ τάφο, κι έπρεπε να μιλάς μπροστά στο βλοσυρό φύλακα τα δυο τρία λεπτά που κρατούσε το επισκεπτήριο — όλα αυτά τα έζησα έναν ολόκληρο χρόνο. Ήταν μια τραγωδία και για τους δυο μας, που δέχτηκα να την υποστώ για να του δώσω λίγο κουράγιο. Το χειμώνα, με βοριά και με βροχή, η απόσταση από τους Αγίους Αναργύρους ως το Εφταπύργιο ήταν σωστό μαρτύριο. Τέλος, τον έστειλαν στις Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας, όπου η μία μέρα λογαριάζεται διπλή. Τελικά βγήκε λίγο μετά το πέσιμο της χούντας.
Όλη αυτή η περιπέτεια μου ενέπνευσε μερικά τραγούδια, μεταξύ των οποίων και δύο για το Γεντί Κουλέ. Προπάντων με έκανε να ζήσω σχεδόν από κοντά τις ζοφερές συνθήκες της ζωής των φυλακισμένων. Αυτή ήταν η τρίτη και χειρότερη εμπειρία μου από το απαίσιο Γεντί.
[…]5. Εφέτος, ύστερα από πρόσκληση του αρχιτέκτονα Φίλιππου Ωραιόπουλου, μπόρεσα να επισκεφθώ όλο το Επταπύργιο, όπου ο εκλεκτός φίλος είχε τη καλοσύνη να μας ξεναγήσει, εμένα και τη Βάνα Χαραλαμπίδου. Γυρίσαμε όλο το φρούριο, τις επάλξεις, μπήκαμε μέσα στα καλοδιατηρημένα κτίρια των φυλακών και τα παράσπιτα, είδαμε τη διαμοιρασμένη αυλή με τους μεσότοιχους, καθώς και το εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου, που το έχτισαν οι ίδιοι οι κρατούμενοι με πρωτοβουλία ενός έγκλειστου παπά πριν το 1920. Τι να σας πω! Και το μνημείο και οι φυλακές, έτσι βουβά που τα αντίκριζα, χωρίς τα μαραζιασμένα κορμιά των φυλακισμένων, δε μου έλεγαν τίποτα. Περιδιαβαίναμε τα τοπία του ανθρώπινου πόνου αλλά η έλλειψη παραστάσεων και εμπειρίας δεν με βοηθούσε• το αποτέλεσμα ήταν πενιχρό. Ακόμη και το δέος του χώρου δεν ήταν όσο θα το περίμενα εντυπωσιακό. Και σκέφτηκα, τι καλά που έκανα και δεν πήγα στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Επταπυργίου το 1989! Είναι φοβερό να απολαμβάνει κανείς την ψυχαγωγία σε τόπους βασανιστηρίων και προθαλάμους εκτελέσεων. Αλλά και η μετατροπή αυτών των χώρων σε μουσείο θα είχε κάτι το παγερό. Τέλος, η εξαφάνισή τους από το πρόσωπο της γης (για τη δήθεν ανάδειξη του βυζαντινού μνημείου) θα ισοδυναμούσε με έγκλημα. Κι αφού με παίδεψε πολύ η σκέψη για το μέλλον του Επταπυργίου, κατέληξα στην απόφαση να προτείνω να γίνει πτωχοκομείο. Όχι θέατρα και θεάματα, αλλά πτωχοκομείο. Να απαλύνομε όσο μπορούμε τον ανθρώπινο πόνο εκεί που σακατεύτηκαν οι άνθρωποι από την τυραννία.
Με τις σκέψεις αυτές αποχαιρέτησα εκείνη τη μέρα το Επταπύργιο και, όταν έγινε η γνωστή ημερίδα για το μέλλον του μνημείου, έκανα την πρότασή μου για τη μετατροπή του σε πτωχοκομείο. Μα κανείς δε με άκουσε. Μερικοί αγανάκτησαν, όλοι ήθελαν θέατρα και θεάματα, κανείς δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για συμπαράσταση στον ανθρώπινο πόνο. Κι αυτό υπήρξε μια απ’ τις χειρότερες εμπειρίες της ζωής μου, πολύ χειρότερες απ’ το θέαμα του μπουντρουμιού, όπου αμπάρωναν ολόκληρο άνθρωπο εκεί που βία βία χωρούσε μόνο μία κότα…
Το Φύλλο [απόσπασμα 1]...
1
«Από την μπαλκονόπορτα αυτή», έγραφε στον φίλο του τον Κώστα που σπούδαζε στο Μόναχο σκηνοθέτης του κινηματογράφου «βλέπω ολόκληρη την Πάνω-Πόλη, σε πλάτος και σε βάθος, τα Κάστρα, το Γιαντί-Κουλέ, (θυμάσαι το τραγούδι;) την Ροτόντα και τον μιναρέ, την Μονή Βλατάδων που μου φαίνεται τόσο κοντά που έτσι ν’ απλώσω το χέρι μου νομίζω ότι θα πιάσω τα παγώνια της από τις ουρές τους. Δεν ξέρεις τι χαρά είναι για τα μάτια μου που στεγνώνουν μες τις σελίδες της Γεωπονίας, τι ανακούφιση για την έγκλειστη ψυχή μου όταν βλέπω όλη αυτή τη θάλασσα των κεραμιδιών σπαρταριστή, ανήσυχη, με τους τρούλους από τις εκκλησίες που ξεμυτίζουν σαν ράχες από φάλαινες ανάμεσά τους, να ξεδιπλώνεται κυματιστά προς τα πάνω καταλήγοντας στα εφταπύργια τείχη που λες και δαγκάνουν με το ξεδοντιασμένο στόμα τους τον ουρανό. Και τα τουρκόσπιτα με τις αυλές, τα κόκκινα τζάμια στο σούρουπο, τα ξύλινα αγκωνάρια τους κ’ οι στριφογυριστές σκάλες, όλα αυτά, Κώστα μου… Μονάχα όταν έχει ομίχλη και δεν βλέπω τίποτε νομίζω πως βρίσκομαι στο κενό κι απελπίζομαι και τα χάνω. Τ’ απογεύματα, κατεβαίνω και σεργιανώ στα σοκάκια της κ’ εκεί, ό,τι κοιτάζω απ’ το ερημητήριό μου, το γεύομαι από κοντά, το ψαύω, το ζω στην παραμικρή του λεπτομέρεια. Μονάχα που απ’ το παράθυρό μου βλέπω και το Πανεπιστήμιο, τις αίθουσες διδασκαλίας, αυτά τα κρεματόρια, και αυτό όσο να πεις είναι δυσάρεστο γιατί μου θυμίζει κάθε τόσο πως πρέπει να διαβάζω. Κ’ εσύ πώς τα πας με τις σπουδές σου; Γύρισες την δωδεκάλεπτη ταινία σου που μου έγραφες;
Μονάχα που τι να σου πω! Είναι περίεργο, πολύ περίεργο να ζεις πάνω στην κόψη του ξυραφιού, πάνω στα σύνορα των δύο κόσμων. Γιατί έτσι όπως είναι το καινούργιο σπίτι μας, από την δώθε μεριά της Εγνατίας κι απέναντι είναι η Καμάρα και η σειρά των χαμηλών σπιτιών με τα ραγισμένα και φθαρμένα προσωπεία, έχω την αίσθηση πως βρίσκομαι πραγματικά πάνω στα σύνορα, στο μεταίχμιο της νέας πόλης με τα τετράγωνα θηρία της και της παλιάς με τα σεμνά και φτωχικά της σπίτια. Στον κόσμο που ανήκω υπάρχει άνεση, μα καμιά χαρά. Στον απέναντι κόσμο μπορεί να υπάρχει φτώχεια, μιζέρια, δυστυχία, μα ωστόσο μια κάποια διάθεση κεφιού απλώνεται με τη νύχτα κ’ οι άνθρωποι εκεί τραγουδάνε πιο αμέριμνοι, ανασαίνεις πιο ελεύθερα, γιατί λιγότερη είναι η στοιβαγμένη πέτρα κ’ υπάρχουν ακόμα δέντρα και λουλούδια στις αυλές. Οι γραμμές των τραμ είναι τ’ ορόσημο. Τα περίπτερα, τα συνοριακά φυλάκια. Γι’ αυτό σου λέω πως είναι δύσκολο να ζεις πάνω στα σύνορα. Κάθε τόσο νιώθεις την ανάγκη να δραπετεύσεις, να πας να ζήσεις για λίγο στον κόσμο εκείνο που δεν ανήκεις, αφήνοντας τον κόσμο όπου ανήκεις χωρίς καθόλου να ζεις. Ώσπου στο τέλος το μόνο που κερδίζεις είναι να μη ξέρεις πού είσαι και να χάνεις κάθε τόσο την οποιαδήποτε σιγουριά που σου χαρίζουν τα οποιαδήποτε όριά σου.
Έτσι περίπου αισθάνομαι στο καινούργιο μας σπίτι. Είναι ακόμα νωρίς για να κάνω προβλέψεις. Το μόνο που ξέρω ότι θέλω προς το παρόν είναι να φτιάξω μέσα στην δική μου κάμαρα ένα κόσμο δικό μου. Συγχώρα με για την φλυαρία μου. Περιμένω γράμμα σου με όλα τα δικά σου νέα.
ΛάζοςΥ.Γ. Στάσου. Δεν μπορώ να μη σου περιγράψω με δυο γραμμές αυτό που είδα μόλις σήκωσα το κεφάλι μου: ο ήλιος γέρνει πίσω από το Βέρμιο κ’ οι αχτίδες του ανάβουνε φωτιές στα τζάμια και στις λαμαρίνες της Πάνω-Πόλης. Η ώρα είναι πολύ γλυκιά κ’ οι θόρυβοι μικραίνουν μες το μαβί χρώμα του δειλινού. Τα παράθυρα των σπιτιών κοκκίνησαν όπως τα μάτια στον αποχωρισμό. Ο ήλιος θρυμματίστηκε επάνω τους σε χιλιάδες κομμάτια. Μονάχα που έπειτα από αυτό το αντιφέγγισμα τι γρήγορα, Θε μου, που κατεβαίνει η νύχτα…».
Βασίλης Βασιλικός, Το φύλλο, το Πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα, Εστία, Αθήνα 19663, σ. 13-15.
Το Φύλλο [απόσπασμα 2]...
2
Δεν ήταν τύχη λοιπόν ούτε σύμπτωση που ένα απόγευμα μες τα στενά σοκάκια της Πάνω-Γειτονιάς, την συνάντησε. Ήταν ώριμος πια να την δεχτεί, γιατί από καιρό στους μοναχικούς περιπάτους του φαίνεται πως την ζητούσε. Είχε μαλακώσει ο καιρός, Απρίλης ήτανε, και βγήκε να σεργιανίσει λίγο τ’ απόγευμα στην Πάνω-Πόλη για ν’ αεριστεί το μυαλό του από το διάβασμα, ώσπου…
Την είδε να βγαίνει από μια πάροδο της Αγίου Δημητρίου, ανεπάντεχα. Κι αμέσως έστριψε στην γωνιά χωρίς ο ίδιος να προφτάσει καθόλου να δει το πρόσωπό της. Δεν την ήξερε από πριν, η κορμοστασιά της δεν του θύμιζε τίποτα. Άθελά του, μαγνητισμένος σχεδόν, την ακολούθησε. Μίκραινε το βήμα του για να μην την προσπεράσει. Πρόσεξε πρώτα τα λεπτά άσπρα πόδια της με τις κοντές κόκκινες κάλτσες. Οι γάμπες της ήταν χυμένες σ’ ένα καλούπι ύπερου. Δεν είχε τακούνια κι αυτό έκανε ακόμα πιο ανάλαφρη την περπατησιά της. Έπειτα πρόσεξε την καφετιά καμπαρντίνα της με την ζώνη στη μέση. Μα η ματιά του κυριολεκτικά γαντζώθηκε από την ξανθιά της αλογοουρά που καθώς ήταν δεμένη ψηλά μ’ ένα κόκαλο έπεφτε κάθετα προς τα κάτω και ανεξάρτητη από την πλάτη που σκέπαζε, χόρευε, καμπάνιζε, πηδούσε, ελεύθερη, ατίθαση σαν χαίτη αλόγου κι αθόρυβη σαν μακρινός καταρράχτης που δεν μας φτάνει η βουή του. Η ώρα ήταν βαθιά και ήσυχη. Ο ουρανός αντηχούσε από τις καμπάνες του εσπερινού που χτυπούσαν σκόρπιες μες τα σπίτια. Και ο ήλιος, κοντά στη δύση του, χρύσιζε τα στάχυα των μαλλιών της, βάθαινε το σκούρο χωμάτινο χρώμα της καμπαρντίνας της.
Προχωρούσε κ’ ήταν τόσο φωτεινή μες τα ισκιωμένα κιόλα σπίτια, τόσο πλούσια μέσα σε όλη εκείνη τη φτωχολογιά, τόσο μελλούμενη μέσα στο παρελθόν που βάραινε τριγύρω που «ποιος» συλλογίστηκε «ποιος θάταν αυτός που δεν θα την ακολουθούσε;» «Δεν κάνω τίποτα κακό» ήταν η επόμενη σκέψη του. «Με παρασέρνει ο ρυθμός της σαν ένα ποίημα».
Προχωρούσε και φαινόταν να ήξερε που πηγαίνει γιατί δεν δίσταζε καθόλου μες τα πολύπλοκα ελικωτά σοκάκια. Ανέβαινε τώρα την Ιουλιανού. Στην Κασσάνδρου έκοψε δεξιά. Κ’ έπειτα πάλι αριστερά προς τα πάνω. Έτρεχε σαν την πετροπέρδικα — κόκκινες κάλτσες σαν τα νύχια της πέρδικας — που νιώθοντας την απειλή του κυνηγού από πίσω της ολοένα ψηλώνει το φευγιό της. Πρόσεξε ότι τα πόδια της δεν σκόνταφταν σαν τα δικά του πάνω στις πέτρες και διάλεγε τα μονοπάτια που ήταν βατά. «Άρα», συμπέρανε «θα μένει κάπου εδώ κοντά. Το σπίτι της θάναι εδώ. Κι από στιγμή σε στιγμή μπορώ να την χάσω». Τότε τον κυρίεψε η περιέργεια να δει το πρόσωπό της. Και δεν φοβόταν μην απογοητευθεί, μην πάψει ξαφνικά το καλντερίμι να μοιάζει με το αυλάκι που αφήνουν πίσω τους τα όνειρα. Η διαίσθησή του του έλεγε πως το πρόσωπό της θάταν το ίδιο ζωντανό σαν την αλογοουρά, το ίδιο σαν κι αυτήν χρυσαφένιο. Μα πώς να το δει; Αν την προσπερνούσε, τότε εκείνη θα το καταλάβαινε πως την ακολουθεί, και θα έτρεχε περισσότερο. «Κάπου θα συμπέσουμε, δεν γίνεται», έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. «Σε μια στροφή, σ’ ένα σταυροδρόμι».
Τότε παρατήρησε πως τα χέρια της δεν ήταν ελεύθερα. Κάτι κρατούσε. «Τι μπορεί νάναι;» σκέφτηκε. «Κανένα φόρεμα; Κανένα άστρο; Ή το ψωμί απ’ τον φούρναρη; Τι κρατά στα χέρια της κ’ είναι τόσο κουρασμένη;»
Φαίνεται πως με τις σκέψεις όμως χαλάρωσε το βήμα του γιατί ανεπάντεχα είδε πως την έχασε από μπροστά του. Έτρεξε ως την στροφή. Κοίταξε: μια πλατεία μικρή ανοίγονταν μπροστά του με ένα γέρικο πλάτανο στη μέση και μια βρύση. Τρεις δρόμοι ξεκινούσαν από κει. Ποιον απ’ τους τρεις να πήρε; Είδε δυο γριούλες που καθόταν στα κατώφλια τους σκυμμένες πάνω από τα πλεχτά τους. Αυτές δεν θάξεραν να του πουν. Κάτι πιτσιρίκια παίζαν ξέφρενα μ’ ένα πάνινο τόπι. Πήγε να τα ρωτήσει. Μα ένας παπάς φάνηκε να διασχίζει εκείνη τη στιγμή, στητός, περήφανος, την μικρή πλατεία και τα παιδάκια, παρατώντας το παιγνίδι τους, τρέξαν ν’ ασπαστούν το χέρι του.
Δεν είχε ώρα για χάσιμο. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε μεγάλωνε την απόσταση. Κ’ η νύχτα δεν θ’ αργούσε. Πήρε στην τύχη το μεσαίο στενό. Έτρεχε τώρα. Ζητούσε απελπισμένα την χαμένη αλογοουρά που καμπάνιζε ανυπόταχτη. Οι καμπάνες του εσπερινού είχαν βουβαθεί κ’ η σιωπή απλώθηκε στον ουρανό.
Τα καλντερίμια, όσο έτρεχε, αντί να ξεμπλεχτούν, μπερδεύονταν ολοένα και περισσότερο. «Λαβύρινθος», σκέφτηκε. Κι αν χανόταν το νήμα του ήλιου που τον συγκρατούσε σίγουρα δεν θάχε έξοδο από εδώ. Και το κομμάτι αυτό της Πάνω-Πόλης δεν το ήξερε. Πρώτη φορά έπεφτε τόσο ανατολικά. «Λαβύρινθος… Σωστός Λαβύρινθος». Και βάφτισε την άγνωστη κοπέλα που τον έμπλεξε μέσα εδώ Αριάδνη. «Αριάδνη… Αριάδνη». Έλεγε τ’ όνομά της μουρμουριστά στον ρυθμό που έτρεχε.
Τώρα υποπτεύονταν την κάθε πόρτα. Κοιτούσε μέσα σε κάθε αυλή. Παντού μπορούσε νάχει τρυπώσει. Έτσι που σκόνταψε πάνω σ’ ένα πλανόδιο γιαουρτσί και παραλίγο, αν εκείνος δεν πρόφταινε να γυρίσει την ξύλινη πλάστιγγά του, να σάρωνε όλα τα κεσεδάκια με το πρόβιο γιαούρτι στο χώμα. «Μα πού πήγε; Πού χάθηκε έτσι απότομα; Κόπηκε σαν ένα τραγούδι. Έσβησε σαν το χρώμα της θάλασσας στο δειλινό. Ο παπάς εκείνος, κακό σημάδι. Κι αν πήρε ένα από τα άλλα στενά; Πού τρέχω λοιπόν έτσι αλλόφρονα; Πού πάω; Τι θέλω; Θέλω… να δω το πρόσωπο της Αριάδνης». Ένας σκύλος τον πήρε το κατόπι. Και τότε μες την ταραχή του, μες τα γαυγίσματα του σκύλου, στις βρισιές του γιαουρτσί, ανάμεσα από τους ανθρώπους που τον κοιτάζαν καχύποπτα, θυμήθηκε τ’ αφρόψαρα. Τ’ αφρόψαρα που βγαίνουν για λίγο στην ίσια επιφάνεια του νερού, χτυπούν με τα φτερά τους τα κύματα, σκορπώντας νιφάδες και τρίμματα από ασήμι κ’ έπειτα τα ρουφά ξανά η θάλασσα, και κατεβαίνουν βαθιά, βαθιά, βαθιά, εκεί όπου δεν τα φτάνει κανένας βουτηχτής, εκεί όπου κι αυτά τα χέρια του ήλιου σταματούνε.
Τώρα βρισκόταν σ’ έναν χωματόδρομο πλατύ που δεν είχε σπίτια στην μια μεριά του. Τον αναγνώρισε αμέσως. Εδώ κάπου ήταν το Λυσσιατρείο όπου ερχόταν, μια εποχή, όταν ήταν πρωτοετής στην Γεωπονία, κ’ έκανε ενέσεις στην κοιλιά του — τον είχε δαγκάσει μια λυσσασμένη γάτα που πήγε να την γλυτώσει από κάτι σκυλιά. Ναι. Το είδε. Τούτη την ώρα το Λυσσιατρείο ήταν έρημο, μ’ ένα φως στην πρόσοψη, κάτω από την στέγη. Πλάι του ήταν ένα παλιό ενετικό τείχος χορταριασμένο. Ακούμπησε εκεί. Πιο κάτω, τα εβραίικα μνήματα και το μεγάλο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας, περιφραγμένο. Κοίταξε ένα στρέμμα γης, σπαρμένο σταυρούς και νεκροκρέβατα, με αναμμένα καντήλια. Οι κορφές των κυπαρισσιών ηρεμούσαν. Από τον πλατύ χωματόδρομο που πήγαινε πλάι στον φράχτη του νεκροταφείου, ανέβαινε ένα ζευγαράκι, αργά. Δεν ξεχώριζε τα σώματα τόσο ο ένας ήταν χωνεμένος μες την αγκαλιά του άλλου. Και κάτω, σαν κυπαρίσσι που ξέφυγε από το κιγκλίδωμα, ψήλωνε ατάραχος μες το σουρούπωμα ο μιναρές. Στεκόταν εδώ, ακουμπισμένος πάνω στο παλιό ενετικό κάστρο και κοιτούσε ανήσυχα τον δρόμο, μήπως κατά λάθος ξεπέρασε την κοπέλα, μήπως ξεπρόβαλλε από πουθενά, όταν το μάτι του έπεσε πάνω στο νέο τείχος που φτιάχναν τούτη τη φορά οι νεόκτιστες πολυκατοικίες, από την κείθε μεριά της Εγνατίας, κρύβοντας την θέα προς την θάλασσα όπου είχε δύσει οριστικά ο ήλιος. Τρόμαξε, τόσο το σταχτί τούτο κάστρο, το μακρύ οχύρωμα με τις συμμετρικές επάλξεις και τις σκοτεινές πολεμίστρες του, του φάνηκε εφιαλτικό. Μα περισσότερο ακόμα τρόμαξε με την σκέψη ότι ζούσε κι Αυτός εκεί μέσα, ότι ένα κομμάτι του το αποτελούσε το σπίτι όπου έμενε, μια μπουκαπόρτα του ήταν το παράθυρό του. Μέτρησε, υπολόγισε, είδε την πράσινη ταμπέλα που ήταν κάτω ακριβώς απ’ το μπαλκόνι του, ΣΤΕΓΗ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΩΝ, το βρήκε. Το παράθυρο τον κοιτούσε σαν μάτι σκοτεινό, επιτιμητικά. Τι ζητούσε Αυτός εκεί πέρα; Τι ήθελε μες τα λιβάδια της φτωχολογιάς; Δεν ήταν εκεί η θέση του. Η θέση του ήταν μέσα στο κάστρο. Γρήγορα πίσω, λοιπόν, σαν να του έλεγε, γρήγορα έλα πίσω, κακέ φρουρέ που εγκατάλειψες την θέση σου, προδότη, πίσω, στο μαντρί, απολωλός πρόβατο… «Όχι, λίγο ακόμα άσε με εδώ», παρακαλούσε Αυτός από μέσα του. «Θάρθω σε λίγο. Θάρθω…». Γύρισε με αηδία το κεφάλι του. Και τότε την είδε. Κατέβαινε. Ερχόταν ίσια πάνω του. Και κρατούσε μια γλάστρα στην αγκαλιά της.
Στην αρχή τα έχασε. Δεν πίστευε στα ίδια του τα μάτια. Πώς γινόταν να κατεβαίνει τώρα, ενώ πριν ανέβαινε; Άρα ο ίδιος είχε πέσει πολύ χαμηλά, χωρίς να το καταλάβει. Καταμεσίς στην γλάστρα ψήλωνε, όμοιο με μια τρεμουλιαστή πράσινη φλόγα, ένα φύλλο. Το πρόσωπό της δεν ξεχώριζε από μακριά. Τόβλεπε μονάχα χλωμό σαν το φεγγάρι στην αρχή της νύχτας. Στηριζόταν πάνω σ’ ένα μακρύ λαιμό, ίδιο με τον μίσχο του φύλλου. Από την μισάνοιχτη καμπαρντίνα της φαινόταν μια μπλούζα φουσκωτή που είχε το ίδιο κεραμιδένιο χρώμα με την γλάστρα που κρατούσε σφιχτά επάνω της.
Τράβηξε το χέρι του απότομα από το ερειπωμένο τείχος. Ήθελε τώρα να γίνει Αυτός ένας τείχος για να την σταματήσει.
Φυσούσε λίγο. Από μακριά, μέσα απ’ τις ρούγες, ερχόταν φωνές παιδιών, η φωνή του γιαρουρτσί που διαλαλούσε το πρόβιο γιαούρτι του, ο σκύλος που γαύγιζε τους ίσκιους. Και η κοπέλα πλησίαζε. Μα όσο ερχόταν πιο κοντά του γινόταν το αντίθετο από κείνο που περίμενε: το φύλλο της γλάστρας κολλούσε σιγά-σιγά πάνω στο πρόσωπό της, σκεπάζοντάς το με την πράσινη φλόγα του. Έτσι που τίποτα δεν έβλεπε από τα χείλια της, από τα μάτια της, από το κούτελό της. Μονάχα όπου ο δρόμος ήταν πολύ ανώμαλος και τόνα πόδι της βούλιαζε πιο βαθιά από τ’ άλλο, το φύλλο και το πρόσωπο χώριζαν, για τόσο λίγο που δεν πρόφταινε τίποτα ν’ αρπάξει, όπως μια πόρτα που ανοιγοκλείνει, κι έπειτα, μόλις ίσιωνε το βήμα της, ξανακολλούσαν, όπως το είδωλο που σμίγει με την σκιά του. Νεύριασε. Το παιγνίδι αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Μα ακόμα περισσότερο ενοχλήθηκε όταν είδε ότι όχι μονάχα ο λαιμός της άρχισε να γίνεται ένα με το κοτσάνι, αλλά και η φουσκωτή μπλούζα της, όσο πλησίαζε, χωνεύονταν σιγά-σιγά μες την κεραμιδένια γλάστρα. Έτσι, μεταμορφωμένη, πέρασε από δίπλα του, τον προσπέρασε, γιατί Αυτός έστεκε απολιθωμένος, ανίκανος να καταλάβει το θαύμα. Το μόνο που είδε ήταν τον μίσχο του φύλλου που αλαφρογύρισε προς το μέρος του καθώς τον προσπερνούσε.
Συνήρθε όταν η κρίσιμη στιγμή, η στιγμή που θα μπορούσε να την δει, είχε περάσει. Την ακολούθησε με κάποιο δισταγμό. Έβλεπε πάλι το χρυσάφι της αλογοουράς της, θαμπωμένο μες το σούρουπο. Τα πόδια της φέγγριζαν μες το αδιόρατο σκοτάδι. Εκείνη τον κατάλαβε και τάχυνε τον βηματισμό της. Τώρα ήταν πια αργά. Τόξερε. Αργά. Τόσο αργά που άναψαν και τα φώτα του Δήμου.
Είδε μια γυναίκα, μισή έξω απ’ το παράθυρο, να την καλησπερίζει. Κάτι τον εμπόδιζε τώρα να την ακολουθήσει παραπέρα. Ήξερε πως εδώ ήταν ο κόσμος της, η γειτονιά της, οι φίλες της. Σιγά-σιγά λιγόστεψε το βήμα του, ώσπου σταμάτησε ολότελα. Σε λίγο την είδε να στέκεται, να ανοίγει μια βαριά σιδερένια πόρτα κ’ εκεί μέσα να χάνεται. Περνώντας έπειτα από κει, πάνω στην μυρωδιά των βημάτων της, είδε πίσω από την σιδερένια πόρτα μιαν αυλή και στο βάθος της αυλής ένα χαμηλό διώροφο σπιτάκι με πορτοκαλιά παράθυρα. Σημείωσε τον αριθμό, 17. Οδός Ιερισσού, έγραφε στην ξεθωριασμένη ταμπέλα.
Κ’ έφυγε παίρνοντας την κατηφοριά της Αποστόλου Παύλου. Τότε μονάχα ένιωσε τον πόνο του καρφιού μες το παπούτσι του. Χώθηκε σ’ ένα ταβερνάκι και τράβηξε τρία ούζα μονοκοπανιά. Ζαλίστηκε, μα ηρέμησε κάπως. Κύλησε ως την Καμάρα. Απέναντι, στην άλλη όχθη, υψώνονταν τα πάμφωτα κάστρα. Περνώντας τα «σύνορα», τις γραμμές των τραμ, κόντεψε να τσακιστεί πάνω στις ράγες. «Πάλι στην φυλακή» σκέφτηκε καθώς σκαρφάλωνε, μικρό τρυποκάρυδο, τον πέτρινο κορμό της πολυκατοικίας.
Όμως το βράδυ εκείνο — άκουγε ξάγρυπνος τα σφυρίγματα των τραίνων στον Παλιό Σταθμό — για πρώτη φορά από τότε που μπήκε στο σπίτι αυτό, η κάμαρά του τον πρόδοσε κ’ έμεινε χωρίς προστασία. Το χάος ξαναγύρισε μέσα στην κάμαρά του, όπως ήταν προτού χτιστεί η οικοδομή: ένα διάστημα αδειανό και το σκοτάδι πάνω στην άβυσσο του. Πάχνη, ομίχλη, βροχή, χιόνι και χαλάζι. Συστήματα ανέμων. Συναγωγές υδάτων. Κ’ οι κάργες πετούσαν χαμηλά γυρεύοντας μες την νύχτα τον εαυτό τους.
Βασίλης Βασιλικός, Το φύλλο, το Πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα, Εστία, Αθήνα 19663, σ. 16-21.
Μετάβαση στο σημείο: Κάστρα