Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΚάστρα Τα Ανατολικά Τείχη
Ευθύγραμμο βυζαντινό τείχος που εκτεινόταν από την Αγίου Δημητρίου (τα τείχη στην περιοχή αυτή καταστράφηκαν κατά τη διάνοιξη της οδού) έως τον Πύργο του Τριγωνίου.
Οδοστρωτήρας ...
(…) Εδώ, σε τούτη την πολιτεία του ελληνικού βορρά, όπου στην καθημερινή της κίνηση το πλήθος ήταν συνήθως κατακερματισμένο σε ποικίλες ασχολίες και φαινομενικά διαχεόταν μέσα την απλωσιά της, ξεφεύγοντας θαρρείς από τα πάνω υψώματα των τειχών στον απαλό κυματισμό της θάλασσας του Θερμαϊκού, έβρισκε μια κάποια άνεση. Το αυτοκίνητό μου διέτρεχε με μεγάλες ταχύτητες τις παράλληλες και κάθετες οδικές της αρτηρίες, αλλά δεν είχε παρά τις ίδιες καταλήξεις: Εγνατία, Κάστρα, Σέιχ-σου, Πανόραμα, Μεγάλου Αλεξάνδρου, Σιδηροδρομικός Σταθμός, Σφαγεία, Μπαχτσέδες, κ’ ύστερα Καραμπουρνάκι, Αρετσού, Καλαμαριά, Σαράντα Εκκλησίες. Μια χούφτα πράμα. Δρόμοι, τοπωνυμίες, που θέλησαν οι κάτοικοι της πόλης να τους σημαδέψουν με περίσσια εκτίμηση. Το στένεμα το αισθανόταν ακριβώς περισσότερο μέσα στην άνεση μιας χρονικής απλωσιάς. Νόμιζε ότι εκείνα τα βυζαντινά τείχη, που φάνταζαν ακόμη πίσω απ’ τις οικοδομές, κι ο Λευκός Πύργος, κάτω στη νέα διανοιγομένη παραλία, ήταν ένα και το αυτό, όπως το ήθελε η δύναμη του κατασκευαστή τους κ’ η ανάγκη των χρόνων που κτίστηκαν. Δε σήμαινε τίποτα αν άλλοι άνθρωποι έκτισαν τους πύργους και τα τείχη του Επταπυργίου και άλλοι το Λευκό Πύργο, χαμηλά στη θάλασσα. Όλους αυτούς τους ώθησε σε μιαν δεδομένη εποχή η ίδια ανάγκη• να περιχαρακωθούν γύρω γύρω με τείχη και ν’ αφήσουν εκείνους που έρχονταν απ’ έξω, μπροστά στις μεγάλες πόρτες να νοσταλγούν τον πλούτο των εκκλησιών τους, το εξασφαλισμένο εμπόριο που τους έφερνε η θάλασσα, τη σπιτίσια κορεσμένη, έτσι, ζωή τους. Βέβαια τούτη η πόλη, με την νοοτροπία των κατοίκων της, δε θα μπορούσε ποτέ να είναι η βασιλεύουσα, η πρωτεύουσα πόλη, αλλά πάντα η δεύτερη, η «συμβασιλεύουσα», η «συμπρωτεύουσα» — της πήγαινε και της πηγαίνει τόσο πολύ τούτος ο χαρακτηρισμός! Η οικογένειά του κι ο ίδιος έχουν εκμεταλλευτεί όσο παίρνει τη νοικοκυρίσια νοοτροπία των κατοίκων της πόλης, έχουν πλουτίσει σ’ αυτήν. Το ορόσημο όμως εκείνο στην παραλία που λέγεται Λευκός Πύργος, από πολύ μικρόν ακόμη τον έβαζε σε ανησυχία. Όταν περνούσαν ταχτικά με τον πατέρα του την κάπως χαμηλή, για τον όγκο του κτίσματος, είσοδο, για ν’ ανεβούν τα φαρδιά ογδόντα εννέα σκαλοπάτια, ως τις πρώτες επάλξεις, ένοιωθε να του κλείνεται η ψυχή και προσπαθούσε να ξεφύγει απ’ την πλατιά παλάμη του γονιού που τον είχε γερά χουφτωμένο απ’ τον καρπό, να ρίξει κάθε τόσο μια ματιά απ’ τα στενά παράθυρα που χρησίμευαν για πολεμίστρες. Στην κορυφή επάνω, όπου ο μεγάλος ιστός της σημαίας που η έπαρσή της γινόταν κάθε Κυριακή με παράτες και ρίγη συγκινήσεων στο ανάκρουσμα του εθνικού ύμνου, ανάσαινε ελεύθερα γιατί το σφίξιμο του πατέρα λασκάριζε κ’ ένα γύρω το θέαμα παρουσίαζε γραφικότητα και μεγαλοπρέπεια στα παιδικά μάτια. Η θάλασσα από δω, μπροστά στα πόδια κι από κει τα τραμ της πρώην βελγικής εταιρίας με τους σιδερένιους θορύβους τους, τα λιγοστά ακόμη μέγαρα, που φύτρωναν εδώ και κει στην πυρίκαυστο ζώνη και ψηλότερα τα τείχη του Επταπυργίου με τον ανατολικό επιβλητικό Κουλέ. Του ζέστανε τη φαντασία να σκέφτεται ότι εκεί μέσα στέναζαν φυλακισμένοι κλέφτες, εγκληματίες, κάθε είδους απόβλητοι της κοινωνίας. Όμως όσο ψηλά κι αν ήταν πάνω τους στο μακρόστενο λόφο τα βορεινά τείχη, από δω από το Λευκό Πύργο, αισθανόταν πολύ άνετα και φανταζόταν πως αυτός βρίσκεται ψηλότερά τους, απελευθερωμένος κι από τον πατέρα κι από τα πάντα, κυρίαρχος της τότε απεραντοσύνης (…)
Εσωτερική βιογραφία...
Έπειτα κατοικούσα σε μια πολιτεία που σημειώνεται σ’ όλους τους γεωγραφικούς χάρτες. Σ’ αυτή βρήκα τον εαυτό μου, χωρίς να τον εξαντλήσω, κι εξακολουθώ να τη φέρνω μαζί μου. Έμενα σ’ ένα σπίτι μ’ έναν αριθμό στην είσοδο σε κάποιον πολυθόρυβο δρόμο, εξασκούσα ένα επάγγελμα, με γνώριζε μικρός κύκλος ανθρώπων, με χαιρετούσε, μου μιλούσε, δε διέφερα σε τίποτε απ’ τους άλλους, δεν παρουσίαζα καμιά πρωτοτυπία, είχα ποινικό μητρώο λευκό, ποτέ δεν απασχόλησα τη δικαιοσύνη, ήμουνα νομοταγής πολίτης. Η συμπεριφορά μου ήταν άμεμπτη, ο τρόπος της ζωής μου δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον, δεν μπορούσε να προκαλέσει υποψίες και υπόνοιες. Ούτε κυκλοφορούσαν για το άτομό μου ιστορίες και φήμες που διεγείρουν την περιέργεια και παίρνουν διαστάσεις, όπως μεταδίδονται από στόμα σε στόμα. Δεν είχα κανέναν εχθρό, ούτε προκαλούσα αντιπάθειες σ’ αυτούς που γνώριζα. Οι συναναστροφές μου ήταν περιορισμένες και πάντα προσπαθούσα να μη γίνομαι φορτικός στους άλλους.
Κυκλωμένη από μισοκατεστραμμένα τείχη που διηγόντουσαν το ένδοξο παρελθόν της, μέσα απ’ τη σιωπή της νέκρας και της φθοράς τους, η πολιτεία κατηφόριζε ως τη θάλασσα, καθρεφτιζόταν στην επιφάνειά της παραδίνοντας στην όραση αμφιθεατρικά τις διαστάσεις της. Κάποτε ανέβαινα στις επάλξεις τους χωρίς να περιμένω τους βαρβάρους, έκανα τη διαδρομή τους, μεταφερόμουνα αιώνες πίσω, συμπλήρωνα ό,τι έμεινε περιληπτικά στην ιστορία.
Ο ουρανός της έβρεχε συχνά, τα σύννεφα κατέβαιναν χαμηλά, έκρυβαν τα τείχη, οι πύλες τους έχασκαν ανοιχτές χωρίς ποτέ να κλείσουν. Άρχιζε μια βροχή που συνεχιζόταν μέρα και νύχτα, σα ν’ αποφάσιζε να μη σταματήσει, ανιαρή, μονότονη, εκνευριστική, η ομίχλη σκέπαζε τους δρόμους, η πολιτεία έχανε το περίγραμμά της, ήταν μια γκρίζα έκταση, όπου η όραση αδυνατούσε να ξεχωρίσει τα σχήματα και τις διαστάσεις απ’ τα αντικείμενα. Το χειμώνα, όταν χιόνιζε είχα μιαν άλλην εικόνα της, όπως την αντίκριζα να φτάνει ως το ύψος απ’ τα τείχη της και να σβήνει στον κύκλο τους μέσα στην λευκή της ακινησία. Διατηρούσε στη ροή του χρόνου την ιστορική της έκφραση, την παρουσία της παλιάς φυσιογνωμίας της.
Κυκλοφορούσα κάθε μέρα, στους ίδιους δρόμους, στις ίδιες πλατείες, που γνώριζα όλες τις λεπτομέρειες, έβλεπα τις προσόψεις των σπιτιών με τα χρώματα που δεν άλλαζαν, μπαλκόνια που είχαν φθαρεί απ’ το χρόνο, τα φαντάσματα των δέντρων στα πεζοδρόμια που τα είχε νεκρώσει το φθινόπωρο, άκουγα ένα ρολόι που χτυπούσε τις ώρες σε κάποιο κωδωνοστάτσιο. Η ζωή και οι θόρυβοι δεν σταματούσαν μέρα και νύχτα. Πουθενά κάτω απ’ τον ουράνιο θόλο δεν υπάρχει πάνω στη γη απόλυτη σιωπή. Ήχοι μαρτυρικοί σ’ όλη την ποικιλία τους έφταναν παράφωνοι στην ακοή μου, τρυπούσαν τα τύμπανα των αυτιών μου, μεταλλικοί σε βίαιους ρυθμούς, σκαρφάλωναν στο δωμάτιο, διαπερνούσαν τους τοίχους, τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει, να τους κατασιγάσει, είχαν γίνει μέρος της ζωής μου, βρισκόμουνα μέσα στο πανδαιμόνιό τους.
Ανακατωνόμουνα μ’ όσους βάδιζαν στα πεζοδρόμια. Η βροχή διαλυόταν σε ομίχλη. Ο γκρίζος ουρανός ενωνόταν με τη μολυβένια θάλασσα. Η μέρα είχε ένα θαμπό πρόσωπο. Ένιωθα τη θλίψη των ανθρώπων να γίνεται δική μου. Μπορούσε να μην κυλάνε αίμα και δάκρυα πάνω στη γη κι ο κόσμος που δημιούργησε «εν σοφία» ο Θεός να ήταν διαφορετικός.
Συχνά πλανιόμουν άσκοπα στην παλιά πόλη. Σταματούσα μπροστά σ’ ό,τι μ’ ενδιέφερε, σα να περίμενα ν’ ακούσω την εξομολόγησή του. Έμπαινα σ’ ένα δρόμο που δεν έβγαινε πουθενά. Αριστερά και δεξιά σπίτια αφανισμένα απ’ τον χρόνο, βυθισμένα στην εγκατάλειψή τους που την αποκάλυπτε ο ήλιος ανάγλυφη κι ένιωθα τη σιωπή μου, που μ’ ακολουθούσε, με τη σιωπή τους.
Κάθε πρωί ξεκινούσα την ίδια ώρα για να βρεθώ μπροστά σ’ ένα τραπέζι που με περίμενε. Τα αντικείμενα που αντίκριζα στο δρόμο μου έμεναν αμετακίνητα στο ίδιο σημείο. Διατηρούσαν το ίδιο σχήμα, διαστάσεις, χρώμα που ήξερα. Μ’ άφηναν ολωσδιόλου αδιάφορο. Βάδιζα στο αριστερό ή το δεξιό πεζοδρόμιο, περνούσα μπρος από τις ίδιες προθήκες, επιφάνειες, αριθμούς στις πόρτες των σπιτιών, συναντούσα αυτή την ώρα τα ίδια πρόσωπα, άκουγα φωνές, ήχους, θορύβους εκνευριστικούς, ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό ή έβρεχε, οι δεντροστοιχίες γυμνές ή πράσινες στην ίδια γραμμή περίμεναν ακίνητες. Ήταν ο κόσμος που υπήρχε όπως υπήρχα. Επαναλάμβανα την κάθε μέρα μου με μαθηματική ακρίβεια. Ήμουνα ένας άνθρωπος, όπως όλοι οι άνθρωποι που μου μιλούσαν και τους μιλούσα συμφωνούσα ή διαφωνούσα μαζί τους, οργιζόμουν και αντιδρούσα όπως κι αυτοί σ’ ό,τι μ’ ενοχλούσε, μια συνεχιζόμενη πραγματικότητα από σάρκα και οστά και μαζί μια ανεξήγητη έννοια.
[…]
Μια πολιτεία έχει τη δική της ζωή, το μυστήριό της, είναι ο κόσμος ολόκληρος. Μπορούσε χρόνια να τριγυρνώ στους δρόμους της, χωρίς να τη γνωρίσω. Μένει ένας λαβύρινθος. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Ούτε είναι αρκετή η όραση ν’ αποκαλύψει τι κρύβεται πέρα απ’ αυτό που βλέπουμε. Υπήρχαν τόσες κλειστές πόρτες που δε θα ’ταν δυνατό να τις ανοίξω, δρόμοι που δε θα πατούσαν τα βήματά του, περιοχές όπου δε θα κατόρθωνα να εισχωρήσω, αντικείμενα που κρύβουν ερμητικά έναν αθέατο εαυτό και δείχνουν μόνο επιφάνειες.
Για να γνωρίσεις μια πολιτεία, χρειάζεται να ζήσεις το ρυθμό της, να μιλήσεις με τους ανθρώπους της και να σου μιλήσουν, να ενωθείς με το πλήθος, μ’ ό,τι συλλαμβάνουν οι αισθήσεις, να ξαναβλέπεις τα αντικείμενα σα να τα βλέπεις πρώτη φορά, να σταματήσεις μπροστά τους από εσωτερική ανάγκη κι όχι από περιέργεια, ν’ ακούσεις τη γλώσσα της, να σε κυκλώσει η σιωπή της, να σε παρασύρει η βοή και ο θόρυβος, ν’ αναζητήσεις πέρα απ’ τη φωτεινή της φαντασμαγορία την αλήθεια στις σκοτεινές περιοχές, όπου τα δάκρυα κυλάν αθέατα, ν’ αντικρίσεις τον τρόμο και την αγωνία στα πρόσωπα των ετοιμοθανάτων, να πλανηθείς όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας στους δρόμους της κάτω απ’ τον ήλιο και τη βροχή, να βρεθείς σ’ ένα άσυλο τρελών όπου, αυτοί που θα συναντήσεις, έχουν χάσει τον εαυτό τους σ’ ένα υποθετικό άτομο, μορφές κωμικές και μαζί τραγικές, χωρίς μνήμη, ειρωνεύονται τη ζωή και το θάνατο, παίζουν κάθε μέρα τον ίδιο ρόλο χωρίς υποβολέα, να μείνεις σ’ ένα δημόσιο κήπο την ώρα που ο ήλιος κατεβαίνει να δύσει για να δεις αυτούς που ξεχάστηκαν στον εαυτό τους βυθισμένοι στις μνήμες τους. Κάθονται σαν υπνωτισμένοι σ’ ένα πάγκο χωρίς να μιλάνε, ενώ οι σκιές πυκνώνουν γύρω τους. Ονειρεύονται ό,τι δεν έζησαν, αναπολούν στιγμές ευτυχισμένες που κύλησαν σαν το νερό και χάθηκαν μέσα στο χρόνο υποταγμένοι σιωπηλά στη μοίρα τους. Να καθίσεις απέναντί τους και να τους παρακολουθείς προσέχοντας κάθε τους κίνηση, μια ελάχιστη χειρονομία κι έπειτα να τους βλέπεις να σηκώνονται ένας ένας και με βήμα αργό να προχωρούν στην έξοδο, να χάνονται στους πολυθόρυβους δρόμους για να κλειστούν πάλι ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους, όπως οι κατάδικοι στο κελί τους. Να δεις ό,τι δε φαίνεται με τη πρώτη ματιά, αν μπορέσεις να το ανακαλύψεις και πάλι θα ’ναι σα να μην έχεις γνωρίσει ως το τέλος μια πολιτεία, θα τη βλέπεις κάθε φορά διαφορετική, ανάλογα με την εσωτερική σου διάθεση, θα προεκτείνεσαι σ’ ό,τι αντικρύζεις.
Επιστροφή...
Βγήκε μια μέρα δικάσιμη από το Πρωτοδικείο. Το οίκημα σε μια πάροδο στην αρχή της λεωφόρου Εθνικής Αμύνης, πλαισιωμένο από τα δέντρα του δρόμου, τους Αΐλανθους, που στην κοινή λέγονται βρωμοκαρυές. Τον τυραννούσε η διαπίστωση της ευτέλειας των αισθημάτων μας. Η κάθε στιγμή φέρνει καινούριες εντυπώσεις που ανατρέπουν το βάδισμα του συναισθήματος. Ο κόσμος δε στέργει να αναπαυτεί μέσα μας. Ο νους δεν μένει στην ίδια σκέψη. Παρακολουθούσε μέσα του την αλλοίωση των πραγμάτων με την απομάκρυνση.
Η αρχή της λεωφόρου είναι ανηφορική. Με το νου του μεταφέρθηκε στον απότομο ανηφορικό δρόμο, που πηγαίνει στον συνοικισμό των Σαρανταεκκλησιωτών. Ήταν νύχτα που ανέβηκε μια φορά το δρόμο με τα φανάρια στους γερμένους πασσάλους, που αρχινά μπροστά από την πύλη με την επιγραφή Α και Ω. Μια σιδερένια πόρτα ανταμώνει τις δυο άκρες από τα κάγκελα του περιβόλου. Διερωτούνταν, πού θα ’βγαινε μέσα στη νύχτα προχωρώντας; Είχε την εντύπωση, ενώ ανέβαινε ακολουθώντας τον ευθύ δρόμο, ότι μπλεκόταν σε στενά αδιέξοδα, που τέλειωναν μπροστά σε σιωπηλές κατοικίες. Η δυστυχία των άπλυτων παιδιών σέρνονταν έξω από τις χαλασμένες πόρτες. Από τα παράθυρα με τα σκευρά παντζούρια βγαίναν σκουριασμένα μπουριά από σόμπες. Φτωχά σπίτια γεμάτα ίσκιους. Κάμαρες σκοτεινές στο βάθος από μπαλκόνια στεγασμένα. Εισέρχονταν σε κάμαρες η μια ύστερα από την άλλη άδειες. Καθώς κατηφόριζε πρόσεξε την επιγραφή σε μια αποθήκη ξυλείας, αριστερά στην αρχή του ανήφορου. Μέσα στο κοίλωμα του παλιού λατομείου, στριμωγμένες οι κατοικίες ενός συνοικισμού. Αρκετά κοντά στο Δημοτικό Νοσοκομείο με τα χωριστά οικήματα των φυματικών μέσα στον πευκώνα. Αμφιθεατρικά από πάνω ο φερώνυμος συνοικισμός του Αποστόλου Παύλου με το σύγχρονο εκκλησάκι, στον τόπο του αρχαίου Αγιάσματος. Όλα έξω από τα τείχη της παλιάς πόλης. Τον καιρό που ο πατέρας του ήταν μικρό παιδί, εδώ μεριά ήταν ερημιά. Υπακούοντας στις ανάγκες των αστικών κέντρων, με την απότομη αύξηση του πληθυσμού, περιζώνουν από κοντά τον χωριστό χώρο των νεκρών. Η ίδια η ξυλεία, σκέφτηκε, που βάζουν στις οικοδομές, χρησιμεύει και στα φέρετρα. Θυμήθηκε μιαν Αποκριά. Οι μυγδαλιές είχαν ανθίσει. Πηγαίναν να θάψουν το νέο που με μια σφαίρα στο κεφάλι αυτοκτόνησε απ’ αγάπη. Στον περίβολο του νεκροταφείου είδε να κυνηγιούνται καρναβάλια δρασκελίζοντας τους τάφους. Από ένα Κέντρο εκεί κοντά ακουγόταν το μεγάφωνο. Προσκαλούσε στην πίστα του χορού τα ζευγάρια. Ήταν σκοτίδα και ανέβαινε τον ανήφορο, όπως τον καιρό του πολέμου, που κόβονταν το ρεύμα του κοινού ηλεκτροφωτισμού, και παραπονιόταν στη μάνα του, που δεν μπορούσε να διαβάσει με το κερί. Από μακριά και αραιά έστελναν τα παράθυρα ένα φως από θειαφοκέρι. Προμήνυμα μπόρας γεμάτο φόβο σκέπαζε το θόλο. Όλα πλακώνονταν από ένα μολυβένιο βάρος. Μονάχα τα κυπαρίσσια των πεθαμένων τρυπούσαν τη συννεφιά. Τον τυραννούσαν σκέψεις γύρω από την ύπαρξη. Η ανάγκη της προσαρμογής εις τα του βίου. Είχε αρχίσει να βρέχει κι άστραφτε. Συλλογιζόταν: «Ποια είναι η τιμωρία του κεραυνού;». Μια δυνατή βροχή μπορεί να καταστρέψει τους μόχθους της γεωργίας. Η πλημμύρα μπορεί να μας παρασύρει όλους στα υπόγεια δώματα. Του ήρθε στο νου η καταδίκη μιας ράτσας, που χάνει τους δεσμούς της με προγόνους και απογόνους. Μήπως δεν είχε συμβεί στους πρώτους αποίκους της Γροιλανδίας, που ευημερούσαν στα εύφορα λιβάδια της, να εξαφανισθούν, όταν από τον Πόλο οι παγετώνες κατέβηκαν και την κάλυψαν; Του γεννήθηκε το αίσθημα μιας καταστροφής και παντελούς εξαφάνισης.
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, «Επιστροφή»Μητέρα Θεσσαλονίκη, Κέδρος, Αθήνα 19874, σ. 44-46.
Μετάβαση στο σημείο: Κάστρα