Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΚάστρα Mονή Βλατάδων
Γνωστή και ως Τσαούς Μοναστήρ. Σήμερα η Μονή ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Βυζαντινό μοναστήρι (περ. 14ος αιών.) κτισμένο κοντά στα τείχη της Ακροπόλεως. Η θέα από το μοναστήρι είναι μοναδική. Με καθαρή ατμόσφαιρα μπορεί κανείς να δει από το Πήλιο έως και τον Βόρα (Καϊμάκτσαλαν). Τα παγώνια που βρίσκονται στον περιβάλλοντα χώρο της Μονής ακούγονται σε ολόκληρη την Άνω Πόλη.
Η οδός Δημητρίου Πολιο...
2
Ωστόσο, αν η οδός Ολυμπιάδος (που χωρίζει σαν ζωνάρι τη σημερινή άνω πόλη από την κάτω) είναι ο σπουδαιότερος οριζόντιος δρόμος, η οδός Δημητρίου Πολιορκητού (που ενώνει την άνω πόλη με την κάτω) είναι ο σπουδαιότερος κάθετος δρόμος. Κάθετος, τρόπος του λέγειν, γιατί στριφογυρίζει γοητευτικά σα φίδι ή σαν ποταμάκι. Αρχίζει πίσω από το διοικητήριο και τελειώνει στη μονή Βλατάδων. Για να τον περπατήσεις, δε φτάνει μισή ώρα, αλλά σίγουρα ο περίπατος αποζημιώνει με το παραπάνω, καθώς τα πολλά γραφικά στενοσόκακα δίνουν μια αυθεντική εικόνα τού πώς ήταν η βυζαντινή και η τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη. Βλέποντας τα στριφογυριστά καλντερίμια της άνω πόλης, που διαδέχτηκαν το αρχαίο ορθολογιστικό ιπποδάμειο σύστημα, με τα αυστηρά οικοδομικά τετράγωνα, σκέφτηκα πως, τουλάχιστον σ’ αυτές τις συνοικίες, η ανατολή κατάφερε να ξαναγυρίσει, έστω και σαν στραπατσαρισμένη γραφικότητα, και να επιβιώσει σχεδόν μέχρι σήμερα. Σώζονται λοιπόν αρκετά παλιά σπίτια — τα πιο πολλά, διατηρητέα —, πού και πού κανένα παλιό αρχοντικό, που και μες στην εγκατάλειψή του επιμένει να λάμπει, πολλά προσφυγικά σπιτάκια και καλυβάκια (σε δύο απ’ αυτά μέτρησα την πρόσοψη: δυόμισι μέτρα!), και αρκετά «νεοπαραδοσιακά», που με τον τρόπο τους κι αυτά προσπαθούν να δέσουν με το παλιό περιβάλλον.
Σε ένα σημείο η Δημητρίου Πολιορκητού, λίγο πιο πάνω από το σπίτι μου, πλησιάζει πολύ προς τα υπολείμματα των δυτικών τειχών, που κατηφορίζουν προς την πλατεία Μουσχουντή• αυτό το μέρος είναι και το ωραιότερο. Μπορείς να δεις ένα κομμάτι εξαιρετικού τείχους και λίγο πιο μπροστά μια τουρκική βρύση και λίγο πιο πάνω ένα λαϊκό αρχοντικό του περασμένου αιώνα. Κάτι τέτοια υπάρχουν ακόμη αρκετά, προς αγαλλίαση τουριστών και φωτογράφων.
Η περιοχή της Δημητρίου Πολιορκητού υπήρξε παλαιότερα μέρος όπου κατοικούσαν πολλοί λογοτέχνες. Λίγο πιο πάνω από μένα και πιο δυτικά έμενε στα νιάτα του ο ποιητής Γ.Θ. Βαφόπουλος — πρόσφυγας του 1916 από τη Γευγελή — και στο ταπεινό σοκάκι του, την οδό Ακρίτα, πήγαιναν κι έρχονταν τα γράμματα από τον Καβάφη πρώτα και μετά από τον Παλαμά. Λίγο πιο κάτω από μένα, στον αριθμό 6 (παλαιότερα 10) της Δημητρίου Πολιορκητού, έμενε άλλος σπουδαίος ποιητής της Θεσσαλονίκης, ο Γιώργος Θέμελης. Για το υπέροχο λαϊκό σπίτι του έγραψε πολλά ποιήματα στις ποιητικές του συλλογές «Γυμνό παράθυρο» (1945) και «Συνομιλίες» (1953). Στο ίδιο αυτό σπίτι, ο φίλος του Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης έγραψε ολόκληρη την πρώτη του ποιητική συλλογή «Εικόνες» (1944). Στην ίδια περιοχή έζησαν ο λόγιος Γ.Κ. Ζωγραφάκης (στην οδό Ιωάννου Καμενιάτου), η πεζογράφος της μικρασιατικής προσφυγιάς Ιφιγένεια Χρυσοχόου (Δημητρίου Πολιορκητού και Ολυμπιάδος), ο νεότερος ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου (στην οδό Χρυσίππου• όταν έλεγε το όνομα του δρόμου του, αναστέναζε βαθιά) και λέγεται ότι και ο Τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ έμενε κάπου κοντά στο Αλατζά Ιμαρέτ. Και φυσικά, στα ίδια μέρη σήμερα μένουν αρκετοί διανοούμενοι, που η εγκατάστασή τους στην άνω πόλη υπήρξε καρπός συνειδητής επιλογής.
Η Δημητρίου Πολιορκητού είναι μια βασική αρτηρία της άνω πόλης. Περνούν τόσο πολλά αυτοκίνητα από έναν τόσο στενό δρόμο, που δεν έχει καν πεζοδρόμιο και οι κυβόλιθοί του είναι πάντα ξεχαρβαλωμένοι, ώστε για να γλιτώσω τους θορύβους και τα καυσαέρια αναγκάστηκα να αποσυρθώ στα πίσω δωμάτια. Επειδή στο σημείο του σπιτιού μου η ανηφόρα γίνεται απότομα πολύ μεγάλη (οι ντόπιοι τη λένε Γολγοθά και δεν έχει ούτε ένα παγκάκι για να ξαποσταίνουν οι γερόντισσες που ανεβαίνουν, κυρίως τις Πέμπτες, από τη λαϊκή αγορά), μια μέρα αγκομαχούσε μπροστά στα παράθυρά μου ένα τεράστιο φορτηγό και ο φορτηγατζής άπλωσε το χέρι και έκοψε δυο τριαντάφυλλα από τις τριανταφυλλιές που είχα στο περβάζι• κι όταν με είδε που τον έβλεπα, μου χαμογέλασε με πολύ θράσος και μου είπε: «Μπέμπη, επιτρέπεται;» Μην έχοντας καμιά διάθεση να με τσουμαδούν κάθε λίγο οι περαστικοί σωφέρηδες, αντικατέστησα τις τριανταφυλλιές με γεράνια, χωρίς ωστόσο να λιγοστέψουν τα σχετικά κρούσματα.
Μονή Βλατάδων...
Από δω μπορείς να δεις από πιο ψηλά τη θάλασσα και την πόλη,
καθώς η βουή της ζωής φτάνει ολοένα και πιο μακρινή
κι άλλη βουή από μέσα σου σε κατακλύζει.
Πάπιες και παγώνια
και στους τοίχους της εκκλησιάς ο ένας αιώνας απάνω στον άλλο.Ο δαίμονας που μας έκαψε
φεύγει με σφαδασμούς, αφήνοντας πίσω του καπνό και στάχτη.
Σαν τα τελώνια, όταν ζυγώνεις το σταυρό,
κι εμείς σαν τους δαιμονισμένους στον Άγιο.Απ’ όλες τις περιπέτειες γυρίζω με άδεια χέρια.
Δε φταίνε οι διαψεύσεις• φταις εσύ, που αδιάκοπα διαψεύδεσαι,
πουλώντας σε δόσεις τα πρωτοτόκιά σου,
αφήνοντας την ψυχή σου ένα πουλί χωρίς φτερά.Λίγο πιο πέρα, το παλιό μαγγάνι,
απ’ όπου κάποτε μπορούσες ν’ αντλήσεις
«ποταμούς ζώντος ύδατος»,
και μια γαλήνη τριγύρω να σε μουδιάζει.Βλέπεις τη ζωή σου σαν σε γυάλινη σφαίρα,
Σώματα απατηλά,
που ήταν απ’ τη φυλή των αγενών μετάλλων.
Βλέπεις τη μόλυνση να ’χει προχωρήσει,
και πάρα μέσα ακτύπητο το αρχαίο μικρόβιο.Ποιανού είν’ αυτή η ζωή; Δεν είν’ δική μου
Στο βάθος, πάντα η θάλασσα•
απέραντη, σκοτεινή,
χωρίς πουλιά, χωρίς καράβια.Μα εμείς στην πρόσκαιρη ξαναγυρνάμε ζωή.
Το Φύλλο [απόσπασμα 1]...
1
«Από την μπαλκονόπορτα αυτή», έγραφε στον φίλο του τον Κώστα που σπούδαζε στο Μόναχο σκηνοθέτης του κινηματογράφου «βλέπω ολόκληρη την Πάνω-Πόλη, σε πλάτος και σε βάθος, τα Κάστρα, το Γιαντί-Κουλέ, (θυμάσαι το τραγούδι;) την Ροτόντα και τον μιναρέ, την Μονή Βλατάδων που μου φαίνεται τόσο κοντά που έτσι ν’ απλώσω το χέρι μου νομίζω ότι θα πιάσω τα παγώνια της από τις ουρές τους. Δεν ξέρεις τι χαρά είναι για τα μάτια μου που στεγνώνουν μες τις σελίδες της Γεωπονίας, τι ανακούφιση για την έγκλειστη ψυχή μου όταν βλέπω όλη αυτή τη θάλασσα των κεραμιδιών σπαρταριστή, ανήσυχη, με τους τρούλους από τις εκκλησίες που ξεμυτίζουν σαν ράχες από φάλαινες ανάμεσά τους, να ξεδιπλώνεται κυματιστά προς τα πάνω καταλήγοντας στα εφταπύργια τείχη που λες και δαγκάνουν με το ξεδοντιασμένο στόμα τους τον ουρανό. Και τα τουρκόσπιτα με τις αυλές, τα κόκκινα τζάμια στο σούρουπο, τα ξύλινα αγκωνάρια τους κ’ οι στριφογυριστές σκάλες, όλα αυτά, Κώστα μου… Μονάχα όταν έχει ομίχλη και δεν βλέπω τίποτε νομίζω πως βρίσκομαι στο κενό κι απελπίζομαι και τα χάνω. Τ’ απογεύματα, κατεβαίνω και σεργιανώ στα σοκάκια της κ’ εκεί, ό,τι κοιτάζω απ’ το ερημητήριό μου, το γεύομαι από κοντά, το ψαύω, το ζω στην παραμικρή του λεπτομέρεια. Μονάχα που απ’ το παράθυρό μου βλέπω και το Πανεπιστήμιο, τις αίθουσες διδασκαλίας, αυτά τα κρεματόρια, και αυτό όσο να πεις είναι δυσάρεστο γιατί μου θυμίζει κάθε τόσο πως πρέπει να διαβάζω. Κ’ εσύ πώς τα πας με τις σπουδές σου; Γύρισες την δωδεκάλεπτη ταινία σου που μου έγραφες;
Μονάχα που τι να σου πω! Είναι περίεργο, πολύ περίεργο να ζεις πάνω στην κόψη του ξυραφιού, πάνω στα σύνορα των δύο κόσμων. Γιατί έτσι όπως είναι το καινούργιο σπίτι μας, από την δώθε μεριά της Εγνατίας κι απέναντι είναι η Καμάρα και η σειρά των χαμηλών σπιτιών με τα ραγισμένα και φθαρμένα προσωπεία, έχω την αίσθηση πως βρίσκομαι πραγματικά πάνω στα σύνορα, στο μεταίχμιο της νέας πόλης με τα τετράγωνα θηρία της και της παλιάς με τα σεμνά και φτωχικά της σπίτια. Στον κόσμο που ανήκω υπάρχει άνεση, μα καμιά χαρά. Στον απέναντι κόσμο μπορεί να υπάρχει φτώχεια, μιζέρια, δυστυχία, μα ωστόσο μια κάποια διάθεση κεφιού απλώνεται με τη νύχτα κ’ οι άνθρωποι εκεί τραγουδάνε πιο αμέριμνοι, ανασαίνεις πιο ελεύθερα, γιατί λιγότερη είναι η στοιβαγμένη πέτρα κ’ υπάρχουν ακόμα δέντρα και λουλούδια στις αυλές. Οι γραμμές των τραμ είναι τ’ ορόσημο. Τα περίπτερα, τα συνοριακά φυλάκια. Γι’ αυτό σου λέω πως είναι δύσκολο να ζεις πάνω στα σύνορα. Κάθε τόσο νιώθεις την ανάγκη να δραπετεύσεις, να πας να ζήσεις για λίγο στον κόσμο εκείνο που δεν ανήκεις, αφήνοντας τον κόσμο όπου ανήκεις χωρίς καθόλου να ζεις. Ώσπου στο τέλος το μόνο που κερδίζεις είναι να μη ξέρεις πού είσαι και να χάνεις κάθε τόσο την οποιαδήποτε σιγουριά που σου χαρίζουν τα οποιαδήποτε όριά σου.
Έτσι περίπου αισθάνομαι στο καινούργιο μας σπίτι. Είναι ακόμα νωρίς για να κάνω προβλέψεις. Το μόνο που ξέρω ότι θέλω προς το παρόν είναι να φτιάξω μέσα στην δική μου κάμαρα ένα κόσμο δικό μου. Συγχώρα με για την φλυαρία μου. Περιμένω γράμμα σου με όλα τα δικά σου νέα.
ΛάζοςΥ.Γ. Στάσου. Δεν μπορώ να μη σου περιγράψω με δυο γραμμές αυτό που είδα μόλις σήκωσα το κεφάλι μου: ο ήλιος γέρνει πίσω από το Βέρμιο κ’ οι αχτίδες του ανάβουνε φωτιές στα τζάμια και στις λαμαρίνες της Πάνω-Πόλης. Η ώρα είναι πολύ γλυκιά κ’ οι θόρυβοι μικραίνουν μες το μαβί χρώμα του δειλινού. Τα παράθυρα των σπιτιών κοκκίνησαν όπως τα μάτια στον αποχωρισμό. Ο ήλιος θρυμματίστηκε επάνω τους σε χιλιάδες κομμάτια. Μονάχα που έπειτα από αυτό το αντιφέγγισμα τι γρήγορα, Θε μου, που κατεβαίνει η νύχτα…».
Βασίλης Βασιλικός, Το φύλλο, το Πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα, Εστία, Αθήνα 19663, σ. 13-15.
Το ταξίδι που πληγώνει...
Εκείνο τον καιρό, φθινόπωρο του ’57, σάρωνε η ασιατική γρίπη. Ήταν, φυσικά, κάτι απροσδόκητο. Εμείς, με την Ελένη, είχαμε ορίσει, αρχικά, τον γάμο για νωρίτερα, για την άνοιξη ή τις αρχές καλοκαιριού, ύστερα μάλιστα από αλλεπάλληλες αναβολές που εκνεύριζαν την αρραβωνιαστικιά – και με το δίκιο της, αφού είχαμε συμπληρώσει μνηστεία πέντε χρόνων και. Μα, πάλι, είχαμε αναγκαστεί να πάμε πιο πίσω την ημερομηνία. Αιτία, ανυπέρβλητη, στάθηκε αυτή τη φορά ο θάνατος της γιαγιάς μου, από καιρό κατάκοιτης. Νέα ταραχή, λοιπόν• κλάματα της μητέρας μου που έχανε τη μάνα της, κλάματα της Ελένης που έβλεπε να καθυστερεί, πάλι, ο γάμος της. Κι όταν κατακάθισαν οι θρήνοι και στεγνώσανε τα μάτια, πέσαμε σε, ανεπίσημα, οικογενειακά συμβούλια. Ο γιος και οι κόρες της γιαγιάς Μυρσίνης αποφάνθηκαν πως δεν έπρεπε να γίνει γάμος πριν περάσει χρόνος από τον θάνατο• η Ελένη βούλιαξε σε απελπισία. Τέλος, είπαμε να περιμένουμε τρεις μήνες, να περάσει το βαρύ πένθος. Όμως θειος και θειες έθεσαν τους όρους τους• το δεχόταν μόνο αν γινότανε ο γάμος στη μονή Βλατάδων. Τότε πάτησε πόδι ο πατέρας μου, είπε «ένα γιο τον έχω, όχι και να τον παντρέψω σαν κυνηγημένο», γιατί τον καιρό εκείνο στο Τσαούς μοναστίρ κάνανε τους γάμους τους οι ζωντόχηροι ή τίποτα ζευγάρια που είχανε να κρύψουν κάτι ύποπτο. Νέες έριδες και δυσαρέσκειες, παρασκήνιο, κρυφομιλήματα και βουρκωμένα μάτια, της Ελένης πιο συχνά. Οι δικοί της δεν ανακατεύονταν. Η μητέρα μου ταλαντευόταν – τίνος την καρδιά να κάνει; Θειος και θειες επέμεναν. Να μην τα πολυλογώ, επικράτησε η γνώμη του πατέρα μου. Βέβαια, είχαμε επώδυνες συνέπειες. Η αδελφή της μάνας μου, που θα μας πάντρευε, έκανε πίσω – σίγουρα την πίεσαν οι άλλοι. Και αργότερα, στον γάμο, ούτε πάτησε κανείς από το σόι της μητέρας μου. Και φαρμακωθήκαμε• εκείνη πιο πολύ.
Ορίσαμε τον γάμο για τις αρχές Οκτωβρίου, αμετάθετα αυτή τη φορά, με κουμπάρο τον φίλο μου τον Γιάννη, που προσφέρθηκε να μας παντρέψει κι έκανε όλα τα σωστά. Τότε ήτανε που έπεσε απροσδόκητα η γρίπη, μια επιδημία αξέχαστη, που για κάποιους, περασμένης ηλικίας ή κακής υγείας, στάθηκε μοιραία. Όπως ήταν φυσικό, και το φοβόμασταν, ούτε μεις εμείναμε αλώβητοι. Μια βδομάδα πριν την Κυριακή του γάμου κρεβατώθηκε η μάνα μου, την Δευτέρα ο κουμπάρος, σε δυο μέρες ο πατέρας μου. Μολοταύτα, η Ελένη ούτε να ακούσει για αναβολή• είχαν μοιραστεί και οι προσκλήσεις, βλέπεις – τι να κάναμε; Κι από πάνω, τη μέρα που ήταν να παντρευτούμε, έβρεχε ψιλό-ψιλό, από το πρωί, και μας περούνιαζε. Πάντως, θέλανε-δε θέλανε, σηκωθήκαν όλοι από το κρεβάτι, λίγο σαν χλωμοί ή μουτρωμένοι, με τα μάτια κόκκινα ή δακρυσμένα από τον πυρετό, μαζευτήκαμε στην εκκλησία, στην Ανάληψη, και τελέσθηκε το μυστήριο. Όπως είπα, από το δικό μας σόι δεν μας τίμησε κανένας, ούτε δώρα στείλαν, ούτε τίποτα. Ήταν μόνο ο θειος μου ο Γιαννίκος, του πατέρα μου αδελφός, ελαφρώς πιωμένος, όπως το συνήθιζε, αλλά σοβαρός, για την περίσταση.
Όταν βγήκαμε από την εκκλησία, γελαστοί κι ευφρόσυνοι, έριχνε χιονόνερο. Έτσι σκόρπισε ο κόσμος γρήγορα, μείναμε εμείς κι εμείς, με τον κουμπάρο. Μα κι αυτό για λίγο. Είχαμε κάτι οικονομίες, ψευτοπράματα. Σχεδιάζαμε ένα ταξίδι, σύντομο, στη Θάσο, για τρεις μέρες το πολύ. Πήγαμε στο σπίτι, αλλάξαμε, τους φιλήσαμε, μας φίλησαν και φύγαμε. Μια μικρή βαλίτσα ήταν όλα κι όλα τα μπαγάζια μας. Θα πηγαίναμε με λεωφορείο μέχρι την Καβάλα και την άλλη μέρα θα περνούσαμε στη Θάσο, έστω χειμωνιάτικα.
[…]
Νίκος Μπακόλας, «Το ταξίδι που πληγώνει -3», Τα Ποταμόπλοια, τχ. 5, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 96-97.
Μετάβαση στο σημείο: Κάστρα