Θεσσαλονίκη
Άνω πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος ΔανιήλΚάστρα Τείχη Ακροπόλεως
Τα βόρεια, βορειοδυτικά βυζαντινά τείχη εκτείνονταν δυτικά από τη Λυταία Πύλη έως την Ακρόπολη, ακολουθώντας τη μορφολογία του βραχώδους εδάφους της περιοχής. Το διάμεσο τείχος διαχώριζε την Άνω Πόλη από την Ακρόπολη και εκτείνεται από τη μονή Βλατάδων έως λίγο πριν τον Πύργο του Τριγωνίου. Στα τείχη αυτά υπάρχουν ακόμη καστρόσπιτα, φτωχικά σπίτια, δηλαδή, που η μία τους πλευρά ακουμπά στα βυζαντινά τείχη. Αξιοσημείωτη η κεντρική είσοδος των τειχών, η ονομαζόμενη Πορτάρα.
Οκτώβριος...
Ο Οκτώβριος είναι ο μήνας που τοποθετεί τα ορόσημα στη ζωή μου. Οκτώβριο πρωτομπήκα σε τρένο για να πάω στη Γερμανία, Οκτώβριο επέστρεψα, Οκτώβριο πρωτοπαντρεύτηκα, Οκτώβριο χώρισα — όχι τον ίδιο, τον επόμενο. Οκτώβριο πήγα στο στρατό, Οκτώβριο απολύθηκα. Οκτώβριο με συναντάει ο έρωτας συνήθως και Οκτώβριο μ’ εγκαταλείπει. Και όλ’ αυτά το τελευταίο δεκαήμερό του. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει έτσι, αλλά πολλές φορές έχω την εντύπωση ότι ο μήνας αυτός έχει κηδεμονέψει τη ζωή μου. Η αλήθεια είναι ότι πρώτος εγώ του έδειξα συμπάθεια και αδυναμία. Τον περίμενα πώς και πώς για να δω την πόλη μου να χαίρεται. Ξεφύλλιζα το ημερολόγιο στον τοίχο κι όταν έδειχνε 26, Δημητρίου μεγαλομάρτυρος του Μυροβλήτου, η Θεσσαλονίκη σημαιοστολιζόταν, οι καμπάνες χτυπούσαν και το μισό μου σόι γιόρταζε. Τη μέρα αυτή έτρωγα όλο γλυκά και άκουγα τους μεγάλους να δίνουν ευχές ο ένας στον άλλο. Ούτε μάλωναν ούτε βρίζονταν μεταξύ τους. Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης τους ένωνε όλους και τους συσπείρωνε μέσα από το υπόγειο της μεγάλης εκκλησίας, εκεί όπου υπήρχε το λείψανό του και περιμέναμε στην ουρά να το προσκυνήσουμε.
«Τα μάτια σου στα κάστρα», μου ’λεγε η γιαγιά μου πρωί πρωί. «Τέτοια μέρα φέρνει βόλτες καβάλα στ’ άλογό του. Αν είσαι καλό παιδί, θα τον δεις».
Προσπαθούσα να ’μαι όσο καλύτερο παιδί μπορούσα εκείνη την ημέρα και κάθε τόσο κοιτούσα στα κάστρα της πόλης, μήπως και τον δω να τα περιδιαβάζει καβάλα στ’ άλογό του, εξακολουθώντας να προστατεύει εμάς και την πόλη του από τους εχθρούς μας. Σήμερα είμαι βέβαιος ότι τον είχα δει. Αν αυτό έγινε στην πραγματικότητα ή στην παιδική μου φαντασία, ελάχιστη σημασία έχει. Άλλωστε ξέρω και πολλούς άλλους από την εποχή εκείνη που επίσης τον είδανε όπως κι εγώ.
Προτού τελειώσει αυτή η γιορτή, άρχιζε η άλλη. Το έδαφος της πόλης ταρακουνιόταν από τα τανκς και ο ουρανός βούιζε από τ’ αεροπλάνα. Οι σημαίες εξακολουθούσαν να κυματίζουν σε αυλές και μπαλκόνια. Ψηλά από το Γεντί Κουλέ το κανόνι βροντούσε, για να θυμίζει στους καλούς το καλό και να προειδοποιεί τους κακούς για το κακό. Ο πατέρας μου έκλαιγε χαϊδεύοντας το πόδι του, που χάλασε στο αλβανικό μέτωπο. Ο στρατός έκανε παρέλαση, τα σχολεία έκαναν παρέλαση, τα κορίτσια το ίδιο, οι κάτοικοι της πόλης, εγώ έκανα παρέλαση. Μια φορά μάλιστα με πηλήκιο Γυμνασίου και μια άλλη με κράνος και τουφέκι. ΟΧΙ. Η λέξη ΟΧΙ επικρατούσε και βασίλευε αυτή τη μέρα. Την άκουγες από τα στόματα των μαθητριών, των δασκάλων, των στρατηγών, των πολιτικών. ΟΧΙ λοιπόν. ΟΧΙ στον εχθρό μας, ΟΧΙ στον κατακτητή μας, ΟΧΙ στον επιβολέα μας, ΟΧΙ σ’ αυτόν που στήνει σκαλωσιά γύρω απ’ τα κάστρα μας. Ήταν μια μέρα που οι μεγάλοι γίνονταν γίγαντες κι εγώ μεγάλος. Πώς μπορεί, αναρωτιόμουν, μια τόσο μικρή λεξούλα ν’ αλλάζει τόσο πολύ τους ανθρώπους και να τους μονοιάζει; Και γιατί δεν την έλεγαν κάθε μέρα, ώστε να είναι πάντα έτσι περήφανοι; Τι έλεγαν όλες τις άλλες μέρες, ΝΑΙ έλεγαν; Και καλά, ας πούμε ότι δεν υπάρχουν πια εξωτερικοί εχθροί, εσωτερικοί δεν υπάρχουν; Τη λέξη ΟΧΙ την άκουγες ολημερίς από το ραδιόφωνο, την έβλεπες γραμμένη στους τοίχους, ακόμα και στον ουρανό την έβλεπες γραμμένη, καθώς την έσερναν πίσω τους μικρά αεροπλάνα. Την έσερνα κι εγώ χρόνια ολόκληρα παντού όπου πήγαινα, πότε πίσω μου, πότε μπρος μου. Μπορεί να πονάει το ΟΧΙ, μπορεί να σε απομονώνει και να σε αποξενώνει, αλλά είναι το πετραδάκι που θα χτίσει σιγά σιγά την αξιοπρέπειά σου. Και θα ετοιμάσει το δρόμο για το ΝΑΙ, που όταν το λες πια, ίσως βλέπεις και τον καβαλάρη να περιδιαβάζει τα κάστρα της πόλης σου, που μπορεί να είσαι κι εσύ ο ίδιος αυτός.
Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 336-338.
Οδοστρωτήρας ...
(…) Εδώ, σε τούτη την πολιτεία του ελληνικού βορρά, όπου στην καθημερινή της κίνηση το πλήθος ήταν συνήθως κατακερματισμένο σε ποικίλες ασχολίες και φαινομενικά διαχεόταν μέσα την απλωσιά της, ξεφεύγοντας θαρρείς από τα πάνω υψώματα των τειχών στον απαλό κυματισμό της θάλασσας του Θερμαϊκού, έβρισκε μια κάποια άνεση. Το αυτοκίνητό μου διέτρεχε με μεγάλες ταχύτητες τις παράλληλες και κάθετες οδικές της αρτηρίες, αλλά δεν είχε παρά τις ίδιες καταλήξεις: Εγνατία, Κάστρα, Σέιχ-σου, Πανόραμα, Μεγάλου Αλεξάνδρου, Σιδηροδρομικός Σταθμός, Σφαγεία, Μπαχτσέδες, κ’ ύστερα Καραμπουρνάκι, Αρετσού, Καλαμαριά, Σαράντα Εκκλησίες. Μια χούφτα πράμα. Δρόμοι, τοπωνυμίες, που θέλησαν οι κάτοικοι της πόλης να τους σημαδέψουν με περίσσια εκτίμηση. Το στένεμα το αισθανόταν ακριβώς περισσότερο μέσα στην άνεση μιας χρονικής απλωσιάς. Νόμιζε ότι εκείνα τα βυζαντινά τείχη, που φάνταζαν ακόμη πίσω απ’ τις οικοδομές, κι ο Λευκός Πύργος, κάτω στη νέα διανοιγομένη παραλία, ήταν ένα και το αυτό, όπως το ήθελε η δύναμη του κατασκευαστή τους κ’ η ανάγκη των χρόνων που κτίστηκαν. Δε σήμαινε τίποτα αν άλλοι άνθρωποι έκτισαν τους πύργους και τα τείχη του Επταπυργίου και άλλοι το Λευκό Πύργο, χαμηλά στη θάλασσα. Όλους αυτούς τους ώθησε σε μιαν δεδομένη εποχή η ίδια ανάγκη• να περιχαρακωθούν γύρω γύρω με τείχη και ν’ αφήσουν εκείνους που έρχονταν απ’ έξω, μπροστά στις μεγάλες πόρτες να νοσταλγούν τον πλούτο των εκκλησιών τους, το εξασφαλισμένο εμπόριο που τους έφερνε η θάλασσα, τη σπιτίσια κορεσμένη, έτσι, ζωή τους. Βέβαια τούτη η πόλη, με την νοοτροπία των κατοίκων της, δε θα μπορούσε ποτέ να είναι η βασιλεύουσα, η πρωτεύουσα πόλη, αλλά πάντα η δεύτερη, η «συμβασιλεύουσα», η «συμπρωτεύουσα» — της πήγαινε και της πηγαίνει τόσο πολύ τούτος ο χαρακτηρισμός! Η οικογένειά του κι ο ίδιος έχουν εκμεταλλευτεί όσο παίρνει τη νοικοκυρίσια νοοτροπία των κατοίκων της πόλης, έχουν πλουτίσει σ’ αυτήν. Το ορόσημο όμως εκείνο στην παραλία που λέγεται Λευκός Πύργος, από πολύ μικρόν ακόμη τον έβαζε σε ανησυχία. Όταν περνούσαν ταχτικά με τον πατέρα του την κάπως χαμηλή, για τον όγκο του κτίσματος, είσοδο, για ν’ ανεβούν τα φαρδιά ογδόντα εννέα σκαλοπάτια, ως τις πρώτες επάλξεις, ένοιωθε να του κλείνεται η ψυχή και προσπαθούσε να ξεφύγει απ’ την πλατιά παλάμη του γονιού που τον είχε γερά χουφτωμένο απ’ τον καρπό, να ρίξει κάθε τόσο μια ματιά απ’ τα στενά παράθυρα που χρησίμευαν για πολεμίστρες. Στην κορυφή επάνω, όπου ο μεγάλος ιστός της σημαίας που η έπαρσή της γινόταν κάθε Κυριακή με παράτες και ρίγη συγκινήσεων στο ανάκρουσμα του εθνικού ύμνου, ανάσαινε ελεύθερα γιατί το σφίξιμο του πατέρα λασκάριζε κ’ ένα γύρω το θέαμα παρουσίαζε γραφικότητα και μεγαλοπρέπεια στα παιδικά μάτια. Η θάλασσα από δω, μπροστά στα πόδια κι από κει τα τραμ της πρώην βελγικής εταιρίας με τους σιδερένιους θορύβους τους, τα λιγοστά ακόμη μέγαρα, που φύτρωναν εδώ και κει στην πυρίκαυστο ζώνη και ψηλότερα τα τείχη του Επταπυργίου με τον ανατολικό επιβλητικό Κουλέ. Του ζέστανε τη φαντασία να σκέφτεται ότι εκεί μέσα στέναζαν φυλακισμένοι κλέφτες, εγκληματίες, κάθε είδους απόβλητοι της κοινωνίας. Όμως όσο ψηλά κι αν ήταν πάνω τους στο μακρόστενο λόφο τα βορεινά τείχη, από δω από το Λευκό Πύργο, αισθανόταν πολύ άνετα και φανταζόταν πως αυτός βρίσκεται ψηλότερά τους, απελευθερωμένος κι από τον πατέρα κι από τα πάντα, κυρίαρχος της τότε απεραντοσύνης (…)
Γεντί Κουλέ...
Απόψε θα σας μιλήσω για το Γεντί Κουλέ, με βάση κάποια παιδικά μου βιώματα αλλά και κατοπινές μου εμπειρίες, που έμμεσα και σπανίως άμεσα με έφεραν κοντά στο μνημείο και ακόμη πιο κοντά στο κάτεργο.
1. Το 1943 ήμουν δώδεκα χρονώ. Είχα ήδη κινδυνεύσει να πεθάνω δύο φορές από πείνα, κι αν τελικά σώθηκα, αυτό το χρωστώ κυρίως στα συσσίτια των κατηχητικών. Εκεί γνωρίστηκα με ένα παιδί από το τρίτο γυμνάσιο, που το έλεγαν Σταύρο, και γίναμε φίλοι. Στο ίδιο συσσίτιο έτρωγε κι ο λίγο μεγαλύτερος φίλος μας Μίμης Μαρωνίτης, αρρώστησε όμως βαριά και δε μπορούσε να έρχεται και να τρώει. Τότε εγώ με τον Σταύρο αποφασίσαμε να πηγαίνουμε το φαΐ του Μίμη κάθε μέρα στο σπίτι του. Αυτό βάσταξε πάνω από χρόνο. Ξεκινούσαμε απ’ την πλατεία Αγίας Σοφίας, ανεβαίναμε την Αγίας Σοφίας και μετά την Ηροδότου, περνούσαμε τον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό και την πλατεία Καλλιθέας και βγαίναμε στην οδό Ιφικράτους 7, που ήταν το σπίτι του Μίμη, ένα φτωχικό τουρκόσπιτο με καφάσια. Το σπίτι αυτό ήταν λίγο πιο κάτω από τον πύργο του Τριγωνίου, που τότε ακόμα τον λέγαμε Εφταπύργιο, γιατί δεν ξέραμε πως Εφταπύργιο έλεγαν τις φυλακές του Γεντί Κουλέ, που βρίσκονταν ακόμα πιο πάνω.
Ο Σταύρος κάθονταν στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό, κοντά στους Αγίους Αναργύρους. Εγώ καθόμουν στην οδό Αγίου Δημητρίου και ανέβαινα όλη αυτή την ανηφόρα, για να κάνουμε παρέα. Αφού αφήναμε το φαΐ στο σπίτι του Μίμη, συνεχίζαμε το δρόμο μας ως το σπίτι του φίλου μου, όπου παίζαμε στην αυλή του. Το σπίτι ήταν σχεδόν κολλητό με το κάστρο, κι από τότε άρχισε να με κυριεύει η γοητεία των βυζαντινών τειχών.
Η ζωή στον εντός Επταπυργίου συνοικισμό — εν μέρει παλιό τούρκικο κι εν μέρει προσφυγικό — δεν ήταν και τόσο ευχάριστη. Εντύπωση μου έκανε που, σε όλα τα σπίτια, αντί για τζάμια στα παράθυρα είχαν χαρτόνια. Ρώτησα να μάθω, και μου είπαν πως κάθε πρωί γίνονταν εκτελέσεις λίγο πιο πάνω απ’ τις φυλακές κι ότι απ’ τις ομοβροντίες τραντάζονταν τα σπίτια κι έσπαναν τα τζάμια. Οι άνθρωποι είχαν αγριέψει και τα νεύρα πολλών είχαν γίνει σμπαράλια. Άλλοι πάλι είχαν γίνει ταγματασφαλίτες που μαζεύονταν στο Κουλέ Καφέ, απ’ όπου φοβόσουνα ακόμη και να περάσεις. Η φρίκη των εκτελέσεων είχε επηρεάσει όλη την περιοχή. Έβρισκες σε πολλούς μια βαναυσότητα που δεν τη συναντούσες πουθενά αλλού. Τη βαναυσότητα αυτή την είδα και μέσα στο ίδιο το σπίτι του φίλου μου: ο αδελφός του, λίγο μεγαλύτερός μας και πρώιμο αντράκι, που όλη τη μέρα κάθονταν κάτω από ένα δέντρο κι έπαιζε μπουζούκι, ήταν τόσο θηριώδης, που έδερνε και τον φίλο μου αλλά και τους ίδιους τους γονείς του. Ίσως δεν ήταν μόνο θέμα χαρακτήρα• ίσως οφείλονταν και στην κτηνωδία που κυριαρχούσε στα πέριξ του Γεντί Κουλέ εκείνη την εποχή.
Αυτή υπήρξε η πρώτη και έμμεση γνωριμία μου με το Γεντί Κουλέ• η πρώτη φαρμακερή γεύση.
2. Το 1950-1951 έκανα παρέα με τη Λούλα Αναγνωστάκη και την ξαδέρφη της, Νατάσα Κασιμάτη. Η Λούλα τότε έγραφε ποιήματα και σενάρια, δεν ήταν όμως ακόμη γνωστή στους φιλολογικούς κύκλους. Αντίθετα, πολύ γνωστός ήταν ο αδελφός της, ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, που τον θαύμαζα πολύ απ’ τα ποιήματά του — είχε τυπώσει κιόλας το σημαντικότερο έργο του, τις «Εποχές», 1, 2 και 3 — αλλά δεν τον είχα γνωρίσει ακόμα. Και πώς να τον γνώριζα, αφού ήταν στη φυλακή; Είχε συλληφθεί ως επικίνδυνος κομμουνιστής, είχε αρνηθεί να αποκηρύξει την ιδεολογία του και είχε περάσει από στρατοδικείο, που τον καταδίκασε δις εις θάνατον. Τότε τον είχαν κλεισμένο στο Γεντί Κουλέ. Η οικογένειά του έκανε ό,τι μπορούσε για να τον σώσει, και για το σκοπό αυτό φαγώθηκε όλη η προίκα της Λούλας. Το 1950 είχα βγάλει την πρώτη μου ποιητική συλλογή «Εποχή των ισχνών αγελάδων» και η Λούλα βρήκε τον τρόπο να στείλει τα ποιήματά μου στον Μανόλη, στη φυλακή. Ο Μανόλης, με τον ίδιο τρόπο, κατάφερε να μου στείλει ένα γράμμα αλογόκριτο, ενθουσιασμένος από τα ποιήματά μου. Αυτό με συγκίνησε πολύ. Έτσι άρχισε μια «παράνομη» επαφή μου μαζί του, μέσω βέβαια της Λούλας — και να φανταστεί κανείς πως αυτό ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο και για τους τρεις μας• η λογοκρισία ήταν πιο άγρια για τους πολιτικούς κρατούμενος. Κι όμως η Λούλα τα κατάφερε μια χαρά, προφανώς λαδώνοντας κάποιους. Τέλος, το 1954, ύστερα από υπεράνθρωπες ενέργειες της οικογένειας, ο Αναγνωστάκης βγήκε από τη φυλακή, αφού δυο φορές μετατράπηκε η ποινή του, κι αμέσως έφυγε για σπουδές στη Σουηδία, απ’ όπου συνέχισε να μου στέλνει μερικές κάρτες. Έφυγε και η Λούλα στην Αθήνα, κι έτσι προσωρινά χαθήκαμε.
Αυτή ήταν η δεύτερη εμπειρία μου από το Γεντί, και μάλιστα αρκετά επικίνδυνη.
3. Πέρασαν χρόνια. Το 1968, επί χούντας, έτυχε να έχω έναν φίλο, που ως ποινικός κρατούμενος, δοκίμασε κι αυτός τη γλύκα της φυλακής. Του συμπαραστάθηκα όσο μπορούσα, οκτώ ολόκληρα χρόνια. Όταν ήταν κλεισμένος στις Νέες Φυλακές, μου έστειλε μερικούς στίχους του και με παρακάλεσε να τους μελοποιήσω. Αμέσως τους μελοποίησα και τα βράδια τριγυρνούσα στην Κασσάνδρου τραγουδώντας το τραγούδι μας, κι ο φίλος με άκουγε από μέσα και έπαιρνε κουράγιο. Στις Νέες Φυλακές τα πράγματα ήταν κάπως πιο μπόσικα, και μου επιτρέπονταν να τον επισκέπτομαι. Όταν όμως τον πήγαν στο Γεντί Κουλέ, εκεί τα βρήκαμε μπαστούνια. Τότε συνεννοήθηκα με τη μητέρα του (ο πατέρας του δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει γι’ αυτόν) και πήραμε σημείωμα απ’ τον εισαγγελέα, κι έτσι μπόρεσα και πάλι να τον επισκέπτομαι.
Στο Γεντί Κουλέ, η πρώτη μου επίσκεψη ήταν συγκλονιστική. Έρευνα στις σακούλες με τα τρόφιμα, ανακρίσεις («ποιος είσαι και τι τον έχεις»), κλίμα καχυποψίας και χαφιεδισμού, μαζί με ηθικολογίες και επιτιμήσεις («αφού είστε συγγενείς, πώς τον αφήσατε να γίνει κλέφτης») κτλ. Ακόμη χειρότερο απ’ τους ανθρώπους ήταν το περιβάλλον. Το βαρύ μεσαιωνικό κάτεργο, με τις αλλεπάλληλες βαριές σιδερένιες πόρτες, οι σκοτεινοί φύλακες με τα «μελιτζανιά», οι διαδοχικές εξευτελίσεις μέχρι να δεις τον άνθρωπό σου, ο στενός και παγερός χώρος των επισκέψεων, όπου ο φυλακισμένος στεκόταν πίσω από μια πυκνή σίτα και δεν τον διέκρινες καθόλου, άκουγες μόνο τη φωνή του που ήταν σα να έβγαινε από βαθύ τάφο, κι έπρεπε να μιλάς μπροστά στο βλοσυρό φύλακα τα δυο τρία λεπτά που κρατούσε το επισκεπτήριο — όλα αυτά τα έζησα έναν ολόκληρο χρόνο. Ήταν μια τραγωδία και για τους δυο μας, που δέχτηκα να την υποστώ για να του δώσω λίγο κουράγιο. Το χειμώνα, με βοριά και με βροχή, η απόσταση από τους Αγίους Αναργύρους ως το Εφταπύργιο ήταν σωστό μαρτύριο. Τέλος, τον έστειλαν στις Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας, όπου η μία μέρα λογαριάζεται διπλή. Τελικά βγήκε λίγο μετά το πέσιμο της χούντας.
Όλη αυτή η περιπέτεια μου ενέπνευσε μερικά τραγούδια, μεταξύ των οποίων και δύο για το Γεντί Κουλέ. Προπάντων με έκανε να ζήσω σχεδόν από κοντά τις ζοφερές συνθήκες της ζωής των φυλακισμένων. Αυτή ήταν η τρίτη και χειρότερη εμπειρία μου από το απαίσιο Γεντί.
[…]5. Εφέτος, ύστερα από πρόσκληση του αρχιτέκτονα Φίλιππου Ωραιόπουλου, μπόρεσα να επισκεφθώ όλο το Επταπύργιο, όπου ο εκλεκτός φίλος είχε τη καλοσύνη να μας ξεναγήσει, εμένα και τη Βάνα Χαραλαμπίδου. Γυρίσαμε όλο το φρούριο, τις επάλξεις, μπήκαμε μέσα στα καλοδιατηρημένα κτίρια των φυλακών και τα παράσπιτα, είδαμε τη διαμοιρασμένη αυλή με τους μεσότοιχους, καθώς και το εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου, που το έχτισαν οι ίδιοι οι κρατούμενοι με πρωτοβουλία ενός έγκλειστου παπά πριν το 1920. Τι να σας πω! Και το μνημείο και οι φυλακές, έτσι βουβά που τα αντίκριζα, χωρίς τα μαραζιασμένα κορμιά των φυλακισμένων, δε μου έλεγαν τίποτα. Περιδιαβαίναμε τα τοπία του ανθρώπινου πόνου αλλά η έλλειψη παραστάσεων και εμπειρίας δεν με βοηθούσε• το αποτέλεσμα ήταν πενιχρό. Ακόμη και το δέος του χώρου δεν ήταν όσο θα το περίμενα εντυπωσιακό. Και σκέφτηκα, τι καλά που έκανα και δεν πήγα στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Επταπυργίου το 1989! Είναι φοβερό να απολαμβάνει κανείς την ψυχαγωγία σε τόπους βασανιστηρίων και προθαλάμους εκτελέσεων. Αλλά και η μετατροπή αυτών των χώρων σε μουσείο θα είχε κάτι το παγερό. Τέλος, η εξαφάνισή τους από το πρόσωπο της γης (για τη δήθεν ανάδειξη του βυζαντινού μνημείου) θα ισοδυναμούσε με έγκλημα. Κι αφού με παίδεψε πολύ η σκέψη για το μέλλον του Επταπυργίου, κατέληξα στην απόφαση να προτείνω να γίνει πτωχοκομείο. Όχι θέατρα και θεάματα, αλλά πτωχοκομείο. Να απαλύνομε όσο μπορούμε τον ανθρώπινο πόνο εκεί που σακατεύτηκαν οι άνθρωποι από την τυραννία.
Με τις σκέψεις αυτές αποχαιρέτησα εκείνη τη μέρα το Επταπύργιο και, όταν έγινε η γνωστή ημερίδα για το μέλλον του μνημείου, έκανα την πρότασή μου για τη μετατροπή του σε πτωχοκομείο. Μα κανείς δε με άκουσε. Μερικοί αγανάκτησαν, όλοι ήθελαν θέατρα και θεάματα, κανείς δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για συμπαράσταση στον ανθρώπινο πόνο. Κι αυτό υπήρξε μια απ’ τις χειρότερες εμπειρίες της ζωής μου, πολύ χειρότερες απ’ το θέαμα του μπουντρουμιού, όπου αμπάρωναν ολόκληρο άνθρωπο εκεί που βία βία χωρούσε μόνο μία κότα…
Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ...
Ήταν μικρές κι αθώες κοπελούδες σαν ήρθανε απ’ την πατρίδα, όμως οι δικοί τους τις πάντρεψαν στα γρήγορα για να προφτάσουν να πάρουνε μερίδιο απ’ τα τούρκικα κτήματα, που μοίραζε στους πρόσφυγες το δημόσιο. Παντρεύτηκαν την ίδια μέρα και στην ίδια εκκλησιά δυο φίλους, πρόσφυγες κι αυτούς — ο ένας μαραγκός, ο άλλος χτίστης. Στο γάμο οι μπουμπουνιέρες δεν έφτασαν• οι γαμπροί, χωρίς να ρωτήσουν κανένα, είχαν καλέσει πάρα πολλούς. Έτρεξαν πανικόβλητοι οι συμπεθέροι κι αγόρασαν κάτι χάρτινες, γαλάζιες και ροζ, απ’ το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς. Σχεδόν όλοι οι καλεσμένοι, που πήραν τις χάρτινες, δυσαρεστήθηκαν. Μερικοί ούτε που τις έπιασαν στο χέρι. Άλλοι πάλι, ιδιαίτερα αυτοί που είχαν στείλει δώρο, τις γύρισαν πίσω την άλλη μέρα πρωί πρωί. Σημάδι πως είχαν γίνει πολλά σχόλια στα διάφορα συζυγικά κρεβάτια εκείνη τη νύχτα. Ήταν ένας κόσμος τσαλαπατημένος, αρχοντοξεπεσμένοι μάλιστα μερικοί, και θίγονταν πολύ εύκολα.
Οι νιόγαμπροι μπατζανάκηδες πήραν το πράγμα κατάκαρδα —έφταιγαν κιόλας λίγο— κι έκαναν το ίδιο βράδυ ένα μεθύσι απ’ τα σπάνια. Αντί να γλεντούν οι καλεσμένοι τους, γλεντοκοπούσανε οι ίδιοι. Στο τέλος, κατέβασαν τα βρακιά τους και χορεύανε ξεβράκωτοι απάνω στα τραπέζια. Οι φίλοι τους ενθουσιασμένοι τους βαρούσανε παλαμάκια τραγουδώντας τους τραγούδια αποκριάτικα, ενώ οι γυναίκες απ’ την αρχή ακόμα βγάλανε μια φωνή και εξαφανίστηκαν.
[…]
Λίγες μέρες μετά το γάμο, όταν επιτέλους ξεμέθυσαν οι γαμπροί, παρουσιάστηκαν τ’ αντρόγυνα με τα καλά τους και τα στεφανοχάρτια τους στην παντοδύναμη επιτροπή, που μοίραζε οικόπεδα και σπίτια. Εκεί, αφού περιεργάστηκαν με μάτι γελαστό γαμπρούς και νύφες, τους πρότειναν σπίτια στην Τούμπα, όπου ο Εποικισμός έχτιζε πανομοιότυπα οικήματα για τους πρόσφυγες. Αρνήθηκαν• η Τούμπα έπεφτε πολύ μακριά, είπαν. Στην πραγματικότητα, δεν τους άρεζε εκεί, το είχαν συζητήσει κιόλας μεταξύ τους. Στην Τούμπα είχε αρχίσει να μαζεύεται κάθε καρυδιάς καρύδι. Τους είπανε για την Καλαμαριά• τους πρόσφεραν παραθαλάσσια οικόπεδα στην Αρετσού, στην Νέα Κρήνη. Μα, αποκεί έπρεπε να περπατάς μισή μέρα, ώσπου να φτάσεις στην πόλη. Τι να τα κάνουνε τα παραθαλάσσια οικόπεδα; Αυτοί ούτε ψαράδες ούτε καϊκτσήδες ήτανε, παρά χτίστες και μαραγκοί. Πώς θα πηγαίναν στις δουλειές τους και προπάντων πώς θα γύριζαν το βράδυ κατακουρασμένοι; Με την ανατολίτικη λογική τους, βλέπαν αιώνα τα πράγματα, όπως στην Τουρκιά.
Κι έτσι, όταν τους μίλησαν για ένα μεγαλούτσικο οικόπεδο, ψηλά, κοντά στα κάστρα, στο Εσκί Ντελίκ, κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους και αμέσως είπαν: «Ναι, αυτό το θέλουμε». Και πραγματικά, όταν το είδαν από κοντά, διόλου δε μετάνιωσαν. Μπορεί να ήταν ανηφοριά και ερημιά σε κείνους τους μαχαλάδες, μα τα καλοχτισμένα τείχη έδιναν σιγουριά και ζεστασιά στο μέρος. Ύστερα, είχες όλη την πολιτεία στα πόδια σου, που όσο κι αν ήταν ξένη, ήταν όμως καμαρωτή. Κατάγονταν από μέρη, που ως τις τελευταίες στιγμές ήταν βυζαντινά, οχυρωμένα γερά απ’ τους αυτοκράτορες, κι αγαπούσαν να βλέπουν τείχη και κάστρα. Ο χτίστης, ιδιαίτερα, μουρλάθηκε απ’ τη χαρά του, σα χάιδεψε τα καλοκαμωμένα και σκουριασμένα απ’ την πολυκαιρία —και τα αίματα ίσως— τειχιά και το μάτι του στρογγύλεψε από ευχαρίστηση, σαν είδε πως σε πολλές μεριές υπήρχε σωριασμένη άφθονη εκλεκτή πέτρα για να χτίσεις όχι σπίτι μα κάστρο ολόκληρο. Η αλήθεια είναι πως ήρθαν αργότερα περιστάσεις, που βλαστήμησαν την ώρα και τη στιγμή που σκαρφάλωσαν σ’ εκείνα τα μπαΐρια. Το ανέβασμα με τη ζέστα και τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι ή το χειμώνα το κατέβασμα με τη μεγάλη παγωνιά ήταν σωστό μαρτύριο. Το κατηφορικό καλντερίμι έρχονταν και περιχύνονταν με κρύσταλλο, που γλιστρούσε διαβολεμένα. Έκαμνε πολύ γερές παγωνιές τότε. Ένα γείτονα τον μάζεψαν μια μέρα με κουβέρτα, τέτοιο γλίστρημα πήρε. Μα, οι ίδιοι ήταν ακόμα λιγερόκορμοι και ζύγιζαν το κορμί τους καλά, ώστε να μη πέφτουν. Μόνο που έπρεπε να ξεκινούν ακόμα πιο πρωί.
Το χώμα στο οικόπεδο σκάβονταν εύκολα, δεν είχε βράχο αποκάτω ούτε θεμέλια παλιών σπιτιών. Μάλλον θα ήταν χώμα βγαλμένο απ’ τη βαθιά οχυρωματική τάφρο. Άλλωστε, οι βυζαντινοί απόφευγαν να χτίζουν κοντά στα τείχη και είχαν τους λόγους τους. Θα ’ταν επικίνδυνες και κακόφημες οι περιοχές αυτές, μ’ όλους εκείνους τους σκοτεινούς μισθοφόρους που τριγυρνούσαν. Σε καιρούς πολέμων οι νταήδες αυτοί πρέπει να αποχαλινώνονταν. Δεν αποκλείεται και να απαγορευόταν το χτίσιμο κοντά στα οχυρώματα. Πάντως, το γεγονός ήταν ένα, πως το χώμα ήταν καλό και δεν υπήρχε πολυκοσμία και βρωμιά, όπως στην Καλαμαριά με τους πόντιους. Οι δυο μαστόροι σκάβοντας ξέθαβαν κάθε τόσο διάφορα σκουριασμένα σιδερικά και κάτι στρογγυλά πράγματα σαν ταψιά, που ποτέ τους δεν έμαθαν πως ήταν στραπατσαρισμένες ασπίδες. Τις πιο γερές, μάλιστα, τις έστρωσαν για ένα διάστημα στη στέγη βάζοντας πέτρες βαριές αποπάνω. Φύτεψαν κι ένα γύρω στο οικόπεδο αγιόκλημα, καθώς και συκιές, για να συγκρατούν με τις ρίζες τους το χώμα, που το είχαν κόψει σα φέτα πίσω απ’ τα δυο σπίτια. Τα φυτά σχημάτισαν σκιερές γωνιές και κρυψώνες, όπου έπαιζαν αργότερα με αγαλλίαση τα παιδιά.
Η μια απ’ τις αδερφάδες ήταν αλαφροΐσκιωτη. Άρχισε γρήγορα να λέει πως τις νύχτες έβλεπε ένα κουβάρι από φως να περνάει πάνω κάτω στα τείχη. Δεν της έδωσαν και πολλή σημασία• είπαν πως θα ’ναι ο Αη-Δημήτρης και η εμπιστοσύνη τους στα τείχη ενισχύθηκε. Ωστόσο η αλαφροΐσκιωτη με τον ξυλουργό, καθώς και η άλλη με το χτίστη, δεν παράλειπαν να ξεφουρνίζουν κι από κανένα παιδί κάθε τόσο.
Πρώτη και πολύ γρήγορα πέθανε η αλαφροΐσκιωτη. Πήγε από εχινόκοκκους. Μήνες την ανοίγαν και την κλείναν οι γιατροί και τα μαθητευόμενα γιατρουδάκια στο προσφυγικό νοσοκομείο. Το αγαθό και δροσερό κορίτσι ήρθε σε λίγον καιρό κι έγινε σα γριά. Τα τρία παιδιά της, αγόρια όλα, τα κοίταζε όσο μπορούσε η άλλη, που όμως ξενοδούλευε. Ο μαραγκός πλάνιζε και τα μάτια του τρέχαν πάνω στα άσπιλα ξύλα. Στο μεταξύ αρρώστησε και της αλληνής ο μεγάλος γιος απ’ την ίδια αρρώστια. Είχαν ένα σκυλί, που κοιμόταν μαζί τους και τα παιδιά το φιλούσαν στο στόμα. Το απαίσιο αυτό ζώο παρά τρίχα να τους ξεκάνει όλους. Ευτυχώς, ο μικρός τη γλίτωσε την τελευταία στιγμή. Πρόλαβαν οι γιατροί να βγάλουν από μέσα του το σακούλι με τους εχινόκοκκους προτού σπάσει και διασκορπιστεί σ’ όλα τα σωθικά του το μικρόβιο. Ταυτόχρονα σχεδόν με τον μικρό αρρωσταίνει κι ο πατέρας του από διπλή περιπνευμονία κι όπως ο οργανισμός του ήταν αδυνατισμένος απ’ το πιοτό και μια παλιά ελονοσία πεθαίνει γρήγορα κι αυτός. Πήγαμε και στη νέα κηδεία. Καθώς το προσφυγικό νοσοκομείο ήταν απέναντι απ’ τη Βαγγελίστρια, το παιδί παρακολουθούσε απ’ το παράθυρο την κηδεία του πατέρα του, κάνοντας συνεχώς το σταυρό του. […].
Ύστερα κόπηκαν όλα μαχαίρι. Για πολλά χρόνια όχι θάνατος μα ούτε γρίπη δεν παρουσιάστηκε στην οικογένεια. Ο μαραγκός είχε αποθρασυνθεί τελείως. Γυρνούσε κάθε βράδυ μεθυσμένος τραγουδώντας […].
Τα παιδιά τους κυλιόντουσαν όλη μέρα στις βρωμιές και τα χώματα, παίζανε με σκυλιά, με γατιά, με φίδια και βατράχια, όμως τίποτε δεν τα πείραζε. Τότε που γίνονταν οι μεγάλοι σεισμοί στην Ιερισσό και η πόλη μας συνταράζονταν, ανεβήκαμε να μείνουμε κοντά τους, όσο να περάσει το κακό, μια και δεν μπορούσαμε να κοιμόμαστε κι εμείς στις πλατείες με το λαουτζίκο, όπου τόσα και τόσα συνέβαιναν μες στο σκοτάδι. Κοιμόμασταν έξω στην αυλή τους. Έκαμνε, άλλωστε, μια ζέστα σημαδιακή. Από καιρό σε καιρό η γη σάλευε κάτω απ’ το στρώμα. Με βάζαν μαζί με όλα αυτά τα παιδιά στα ίδια στρωσίδια. Οι πρώτες αϋπνίες μου από τότε χρονολογούνται. Εκτός που με κλοτσούσαν όλη νύχτα και με ξεσκέπαζαν, βρωμούσαν όλων των ειδών τις βρώμες, και ιδίως σκορδίλα […]. Ήμουν σαν ένα κλωσόπουλο της μηχανής, που έπρεπε να τα βγάλει πέρα με κωλοπετσωμένα κοτόπουλα κλώσας. Ευτυχώς που οι σεισμοί σταμάτησαν γρήγορα και γλίτωσα κι από κείνον τον εφιάλτη.
Στην Κατοχή, αντίθετα απ’ ό,τι θα φανταζόταν κανείς, δεν υπόφεραν καθόλου περισσότερο από μας, που τάχατες ήμασταν κάτι και κατοικούσαμε στα μέγαρα. Αμολήθηκαν τα παιδιά και πουλούσαν με τα κασελάκια τσιγάρα, τσιγαρόχαρτα, ζαχαρίνες, αντεπρίνες και ό,τι άλλο βάζει ο νους του ανθρώπου. Μόνο γράμματα που δεν έμαθαν. Το δημοτικό είναι ζήτημα αν το τελειώσαν. Η Γεωγραφία και η Ιστορία ήταν ο βραχνάς τους.
Πέρασε η Κατοχή, ήρθαν οι άλλες μάστιγες, οι εφτά πληγές του Φαραώ. Τα παιδιά στο μεταξύ μεγάλωναν. Τρία του μαραγκού, δυο του χτίστη και μια κοπέλα του τελευταίου, η μεγαλύτερη. Πήγαν στο στρατό• έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν οι ανώτεροί τους. Σαν τη γλίτωσαν αποκεί, βγήκαν για δουλειά. Στο στρατό, ώσπου να τους κάνουν να πέσουν στη φωτιά, τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε γυρνούσε κανένας να τους δει. Καταστάλαξαν στο καφενείο, που ακουμπάει στα τείχη, κι όλη μέρα έπαιζαν χαρτάκια. Το καφενείο ήταν φίσκα από άνεργους, όχι μόνο παλικάρια, αλλά και μεγάλους ανθρώπους, πατεράδες και παιδιά.
Μόλις είχαν αρχίσει να υποψιάζονται τα στραβά κι ανάποδα αυτού του τόπου κι οι συζητήσεις στο καφενείο πήραν να γίνονται πιο ζουμερές, άνοιξαν οι δρόμοι για τη μετανάστευση. Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν ποτέ μονάχα σ’ ένα καφενείο. Μάθαν οι άρπαγες την καταλαλιά, φοβήθηκαν πως η τόση εκμετάλλευση μπορούσε να τους βγει ξινή κάποτε, κι αποφάσισαν να τους αμολήσουν. Γράφτηκε αμέσως για τη Γερμανία ο δεύτερος του μαραγκού, ο πιο έξυπνος απ’ όλους, και είπε πως, αν τα πράγματα είναι καλά, θα πάρει και τους άλλους κοντά του. Σαν ήρθε η ώρα, δεν ήθελε να φύγει, ήταν σαν άρρωστος. Πήγαμε ξημερώματα στο σταθμό να τον ξεπροβοδίσουμε. Ήταν όλο το σόι εκεί κι έλεγε αστεία, ενώ από μέσα το αντεράκι τους λιγωνόταν για τον αποχωρισμό. Μια σκορδόπιστη με δυο κατουρλούδες φιλενάδες της σιγόκλαιγε πιο πέρα. «Θα γυρίσω να σε πάρω» της φώναξε, προς μεγάλη αγανάκτηση της θειάς του. Κόσμος πολύς καρτερούσε, μιλώντας δυνατά με ταραχή. Κάποτε έφτασε η ταχεία Αθηνών γεμάτη επιβάτες. Λίγοι κατέβηκαν, οι υπόλοιποι πήγαιναν κι αυτοί για έξω. Μόλις το τραίνο σταμάτησε, χύμηξε απ’ την αποβάθρα ο κόσμος. Δημιουργήθηκε φρακάρισμα στις πόρτες. Αυτοί που ήθελαν να κατέβουν, φώναζαν προβάλλοντας τις βαλίτσες, αυτοί πάλι που ήθελαν ν’ ανεβούν δε λογάριαζαν τίποτε, γιατί δεν είναι παίξε-γέλασε αυτό το ταξίδι. Είχαν και πολλά μπαγάζια όλοι τους, ακόμη και σταμνιά με νερό. Σαν είδαμε τα σκούρα και πως κινδύνευε να πάει όρθιος ως τη Γερμανία, τον αρπάξαμε στα χέρια και των χώσαμε σ’ ένα κουπέ απ’ το παράθυρο. Μας είδαν όλοι και το κόλπο γενικεύτηκε. Η Ελλάδα εγκαταλείπονταν «πατείς με, πατώ σε». Άκουγες συνεχώς το λόγο: «Μαύρη πέτρα θα ρίξω». Κι όταν το τραίνο αργοξεκίνησε και το κάθε παιδί φώναζε τη λέξη του, κουνώντας τα χέρια, μου φάνηκε πως άκουσα αμέτρητα πετροβολήματα κι ένιωσα την ανάγκη να σκύψω.
[…]
Τριγυρνούσα τον περασμένο Αύγουστο στα κάστρα και στις εκκλησίες της Άνω πόλης μ’ ένα φίλο απ’ την πρωτεύουσα. Όλοι τους, σαν έρχονται στην πόλη μας, θέλουν να βλέπουν γραφικότητες κι εγώ δεν τους χαλάω χατίρι, μια και μου δίνεται η ευκαιρία να ξαναθυμάμαι. Ο φίλος είναι καλό παιδί, μα πλούσιος κι αριστοκράτης. Έχει μάλιστα στενή συγγένεια με κορυφαίο πολιτικό πρόσωπο, που τουφέκισαν στο εικοσιδύο για την Καταστροφή. Κοιτάζοντας τις ρημαγμένες γειτονιές, που αυτός τις έβρισκε πάρα πολύ ωραίες, έλεγα διαρκώς μέσα μου: «Πότε άραγε θα τιμωρήσουμε κι αυτούς που μας διάλυσαν με τη μετανάστευση;»
Πάνω σ’ αυτό καθίσαμε για ένα ούζο κάτω από έναν πλάτανο. Σήκωσα το κεφάλι μου και θαύμασα την κορμοστασιά του. Έχει πολλά και γερά κλωνάρια, που σηκώνουν αρμαθιές ολόκληρες…
Εσωτερική βιογραφία...
Έπειτα κατοικούσα σε μια πολιτεία που σημειώνεται σ’ όλους τους γεωγραφικούς χάρτες. Σ’ αυτή βρήκα τον εαυτό μου, χωρίς να τον εξαντλήσω, κι εξακολουθώ να τη φέρνω μαζί μου. Έμενα σ’ ένα σπίτι μ’ έναν αριθμό στην είσοδο σε κάποιον πολυθόρυβο δρόμο, εξασκούσα ένα επάγγελμα, με γνώριζε μικρός κύκλος ανθρώπων, με χαιρετούσε, μου μιλούσε, δε διέφερα σε τίποτε απ’ τους άλλους, δεν παρουσίαζα καμιά πρωτοτυπία, είχα ποινικό μητρώο λευκό, ποτέ δεν απασχόλησα τη δικαιοσύνη, ήμουνα νομοταγής πολίτης. Η συμπεριφορά μου ήταν άμεμπτη, ο τρόπος της ζωής μου δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον, δεν μπορούσε να προκαλέσει υποψίες και υπόνοιες. Ούτε κυκλοφορούσαν για το άτομό μου ιστορίες και φήμες που διεγείρουν την περιέργεια και παίρνουν διαστάσεις, όπως μεταδίδονται από στόμα σε στόμα. Δεν είχα κανέναν εχθρό, ούτε προκαλούσα αντιπάθειες σ’ αυτούς που γνώριζα. Οι συναναστροφές μου ήταν περιορισμένες και πάντα προσπαθούσα να μη γίνομαι φορτικός στους άλλους.
Κυκλωμένη από μισοκατεστραμμένα τείχη που διηγόντουσαν το ένδοξο παρελθόν της, μέσα απ’ τη σιωπή της νέκρας και της φθοράς τους, η πολιτεία κατηφόριζε ως τη θάλασσα, καθρεφτιζόταν στην επιφάνειά της παραδίνοντας στην όραση αμφιθεατρικά τις διαστάσεις της. Κάποτε ανέβαινα στις επάλξεις τους χωρίς να περιμένω τους βαρβάρους, έκανα τη διαδρομή τους, μεταφερόμουνα αιώνες πίσω, συμπλήρωνα ό,τι έμεινε περιληπτικά στην ιστορία.
Ο ουρανός της έβρεχε συχνά, τα σύννεφα κατέβαιναν χαμηλά, έκρυβαν τα τείχη, οι πύλες τους έχασκαν ανοιχτές χωρίς ποτέ να κλείσουν. Άρχιζε μια βροχή που συνεχιζόταν μέρα και νύχτα, σα ν’ αποφάσιζε να μη σταματήσει, ανιαρή, μονότονη, εκνευριστική, η ομίχλη σκέπαζε τους δρόμους, η πολιτεία έχανε το περίγραμμά της, ήταν μια γκρίζα έκταση, όπου η όραση αδυνατούσε να ξεχωρίσει τα σχήματα και τις διαστάσεις απ’ τα αντικείμενα. Το χειμώνα, όταν χιόνιζε είχα μιαν άλλην εικόνα της, όπως την αντίκριζα να φτάνει ως το ύψος απ’ τα τείχη της και να σβήνει στον κύκλο τους μέσα στην λευκή της ακινησία. Διατηρούσε στη ροή του χρόνου την ιστορική της έκφραση, την παρουσία της παλιάς φυσιογνωμίας της.
Κυκλοφορούσα κάθε μέρα, στους ίδιους δρόμους, στις ίδιες πλατείες, που γνώριζα όλες τις λεπτομέρειες, έβλεπα τις προσόψεις των σπιτιών με τα χρώματα που δεν άλλαζαν, μπαλκόνια που είχαν φθαρεί απ’ το χρόνο, τα φαντάσματα των δέντρων στα πεζοδρόμια που τα είχε νεκρώσει το φθινόπωρο, άκουγα ένα ρολόι που χτυπούσε τις ώρες σε κάποιο κωδωνοστάτσιο. Η ζωή και οι θόρυβοι δεν σταματούσαν μέρα και νύχτα. Πουθενά κάτω απ’ τον ουράνιο θόλο δεν υπάρχει πάνω στη γη απόλυτη σιωπή. Ήχοι μαρτυρικοί σ’ όλη την ποικιλία τους έφταναν παράφωνοι στην ακοή μου, τρυπούσαν τα τύμπανα των αυτιών μου, μεταλλικοί σε βίαιους ρυθμούς, σκαρφάλωναν στο δωμάτιο, διαπερνούσαν τους τοίχους, τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει, να τους κατασιγάσει, είχαν γίνει μέρος της ζωής μου, βρισκόμουνα μέσα στο πανδαιμόνιό τους.
Ανακατωνόμουνα μ’ όσους βάδιζαν στα πεζοδρόμια. Η βροχή διαλυόταν σε ομίχλη. Ο γκρίζος ουρανός ενωνόταν με τη μολυβένια θάλασσα. Η μέρα είχε ένα θαμπό πρόσωπο. Ένιωθα τη θλίψη των ανθρώπων να γίνεται δική μου. Μπορούσε να μην κυλάνε αίμα και δάκρυα πάνω στη γη κι ο κόσμος που δημιούργησε «εν σοφία» ο Θεός να ήταν διαφορετικός.
Συχνά πλανιόμουν άσκοπα στην παλιά πόλη. Σταματούσα μπροστά σ’ ό,τι μ’ ενδιέφερε, σα να περίμενα ν’ ακούσω την εξομολόγησή του. Έμπαινα σ’ ένα δρόμο που δεν έβγαινε πουθενά. Αριστερά και δεξιά σπίτια αφανισμένα απ’ τον χρόνο, βυθισμένα στην εγκατάλειψή τους που την αποκάλυπτε ο ήλιος ανάγλυφη κι ένιωθα τη σιωπή μου, που μ’ ακολουθούσε, με τη σιωπή τους.
Κάθε πρωί ξεκινούσα την ίδια ώρα για να βρεθώ μπροστά σ’ ένα τραπέζι που με περίμενε. Τα αντικείμενα που αντίκριζα στο δρόμο μου έμεναν αμετακίνητα στο ίδιο σημείο. Διατηρούσαν το ίδιο σχήμα, διαστάσεις, χρώμα που ήξερα. Μ’ άφηναν ολωσδιόλου αδιάφορο. Βάδιζα στο αριστερό ή το δεξιό πεζοδρόμιο, περνούσα μπρος από τις ίδιες προθήκες, επιφάνειες, αριθμούς στις πόρτες των σπιτιών, συναντούσα αυτή την ώρα τα ίδια πρόσωπα, άκουγα φωνές, ήχους, θορύβους εκνευριστικούς, ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό ή έβρεχε, οι δεντροστοιχίες γυμνές ή πράσινες στην ίδια γραμμή περίμεναν ακίνητες. Ήταν ο κόσμος που υπήρχε όπως υπήρχα. Επαναλάμβανα την κάθε μέρα μου με μαθηματική ακρίβεια. Ήμουνα ένας άνθρωπος, όπως όλοι οι άνθρωποι που μου μιλούσαν και τους μιλούσα συμφωνούσα ή διαφωνούσα μαζί τους, οργιζόμουν και αντιδρούσα όπως κι αυτοί σ’ ό,τι μ’ ενοχλούσε, μια συνεχιζόμενη πραγματικότητα από σάρκα και οστά και μαζί μια ανεξήγητη έννοια.
[…]
Μια πολιτεία έχει τη δική της ζωή, το μυστήριό της, είναι ο κόσμος ολόκληρος. Μπορούσε χρόνια να τριγυρνώ στους δρόμους της, χωρίς να τη γνωρίσω. Μένει ένας λαβύρινθος. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Ούτε είναι αρκετή η όραση ν’ αποκαλύψει τι κρύβεται πέρα απ’ αυτό που βλέπουμε. Υπήρχαν τόσες κλειστές πόρτες που δε θα ’ταν δυνατό να τις ανοίξω, δρόμοι που δε θα πατούσαν τα βήματά του, περιοχές όπου δε θα κατόρθωνα να εισχωρήσω, αντικείμενα που κρύβουν ερμητικά έναν αθέατο εαυτό και δείχνουν μόνο επιφάνειες.
Για να γνωρίσεις μια πολιτεία, χρειάζεται να ζήσεις το ρυθμό της, να μιλήσεις με τους ανθρώπους της και να σου μιλήσουν, να ενωθείς με το πλήθος, μ’ ό,τι συλλαμβάνουν οι αισθήσεις, να ξαναβλέπεις τα αντικείμενα σα να τα βλέπεις πρώτη φορά, να σταματήσεις μπροστά τους από εσωτερική ανάγκη κι όχι από περιέργεια, ν’ ακούσεις τη γλώσσα της, να σε κυκλώσει η σιωπή της, να σε παρασύρει η βοή και ο θόρυβος, ν’ αναζητήσεις πέρα απ’ τη φωτεινή της φαντασμαγορία την αλήθεια στις σκοτεινές περιοχές, όπου τα δάκρυα κυλάν αθέατα, ν’ αντικρίσεις τον τρόμο και την αγωνία στα πρόσωπα των ετοιμοθανάτων, να πλανηθείς όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας στους δρόμους της κάτω απ’ τον ήλιο και τη βροχή, να βρεθείς σ’ ένα άσυλο τρελών όπου, αυτοί που θα συναντήσεις, έχουν χάσει τον εαυτό τους σ’ ένα υποθετικό άτομο, μορφές κωμικές και μαζί τραγικές, χωρίς μνήμη, ειρωνεύονται τη ζωή και το θάνατο, παίζουν κάθε μέρα τον ίδιο ρόλο χωρίς υποβολέα, να μείνεις σ’ ένα δημόσιο κήπο την ώρα που ο ήλιος κατεβαίνει να δύσει για να δεις αυτούς που ξεχάστηκαν στον εαυτό τους βυθισμένοι στις μνήμες τους. Κάθονται σαν υπνωτισμένοι σ’ ένα πάγκο χωρίς να μιλάνε, ενώ οι σκιές πυκνώνουν γύρω τους. Ονειρεύονται ό,τι δεν έζησαν, αναπολούν στιγμές ευτυχισμένες που κύλησαν σαν το νερό και χάθηκαν μέσα στο χρόνο υποταγμένοι σιωπηλά στη μοίρα τους. Να καθίσεις απέναντί τους και να τους παρακολουθείς προσέχοντας κάθε τους κίνηση, μια ελάχιστη χειρονομία κι έπειτα να τους βλέπεις να σηκώνονται ένας ένας και με βήμα αργό να προχωρούν στην έξοδο, να χάνονται στους πολυθόρυβους δρόμους για να κλειστούν πάλι ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους, όπως οι κατάδικοι στο κελί τους. Να δεις ό,τι δε φαίνεται με τη πρώτη ματιά, αν μπορέσεις να το ανακαλύψεις και πάλι θα ’ναι σα να μην έχεις γνωρίσει ως το τέλος μια πολιτεία, θα τη βλέπεις κάθε φορά διαφορετική, ανάλογα με την εσωτερική σου διάθεση, θα προεκτείνεσαι σ’ ό,τι αντικρύζεις.
Το Φύλλο [απόσπασμα 1]...
1
«Από την μπαλκονόπορτα αυτή», έγραφε στον φίλο του τον Κώστα που σπούδαζε στο Μόναχο σκηνοθέτης του κινηματογράφου «βλέπω ολόκληρη την Πάνω-Πόλη, σε πλάτος και σε βάθος, τα Κάστρα, το Γιαντί-Κουλέ, (θυμάσαι το τραγούδι;) την Ροτόντα και τον μιναρέ, την Μονή Βλατάδων που μου φαίνεται τόσο κοντά που έτσι ν’ απλώσω το χέρι μου νομίζω ότι θα πιάσω τα παγώνια της από τις ουρές τους. Δεν ξέρεις τι χαρά είναι για τα μάτια μου που στεγνώνουν μες τις σελίδες της Γεωπονίας, τι ανακούφιση για την έγκλειστη ψυχή μου όταν βλέπω όλη αυτή τη θάλασσα των κεραμιδιών σπαρταριστή, ανήσυχη, με τους τρούλους από τις εκκλησίες που ξεμυτίζουν σαν ράχες από φάλαινες ανάμεσά τους, να ξεδιπλώνεται κυματιστά προς τα πάνω καταλήγοντας στα εφταπύργια τείχη που λες και δαγκάνουν με το ξεδοντιασμένο στόμα τους τον ουρανό. Και τα τουρκόσπιτα με τις αυλές, τα κόκκινα τζάμια στο σούρουπο, τα ξύλινα αγκωνάρια τους κ’ οι στριφογυριστές σκάλες, όλα αυτά, Κώστα μου… Μονάχα όταν έχει ομίχλη και δεν βλέπω τίποτε νομίζω πως βρίσκομαι στο κενό κι απελπίζομαι και τα χάνω. Τ’ απογεύματα, κατεβαίνω και σεργιανώ στα σοκάκια της κ’ εκεί, ό,τι κοιτάζω απ’ το ερημητήριό μου, το γεύομαι από κοντά, το ψαύω, το ζω στην παραμικρή του λεπτομέρεια. Μονάχα που απ’ το παράθυρό μου βλέπω και το Πανεπιστήμιο, τις αίθουσες διδασκαλίας, αυτά τα κρεματόρια, και αυτό όσο να πεις είναι δυσάρεστο γιατί μου θυμίζει κάθε τόσο πως πρέπει να διαβάζω. Κ’ εσύ πώς τα πας με τις σπουδές σου; Γύρισες την δωδεκάλεπτη ταινία σου που μου έγραφες;
Μονάχα που τι να σου πω! Είναι περίεργο, πολύ περίεργο να ζεις πάνω στην κόψη του ξυραφιού, πάνω στα σύνορα των δύο κόσμων. Γιατί έτσι όπως είναι το καινούργιο σπίτι μας, από την δώθε μεριά της Εγνατίας κι απέναντι είναι η Καμάρα και η σειρά των χαμηλών σπιτιών με τα ραγισμένα και φθαρμένα προσωπεία, έχω την αίσθηση πως βρίσκομαι πραγματικά πάνω στα σύνορα, στο μεταίχμιο της νέας πόλης με τα τετράγωνα θηρία της και της παλιάς με τα σεμνά και φτωχικά της σπίτια. Στον κόσμο που ανήκω υπάρχει άνεση, μα καμιά χαρά. Στον απέναντι κόσμο μπορεί να υπάρχει φτώχεια, μιζέρια, δυστυχία, μα ωστόσο μια κάποια διάθεση κεφιού απλώνεται με τη νύχτα κ’ οι άνθρωποι εκεί τραγουδάνε πιο αμέριμνοι, ανασαίνεις πιο ελεύθερα, γιατί λιγότερη είναι η στοιβαγμένη πέτρα κ’ υπάρχουν ακόμα δέντρα και λουλούδια στις αυλές. Οι γραμμές των τραμ είναι τ’ ορόσημο. Τα περίπτερα, τα συνοριακά φυλάκια. Γι’ αυτό σου λέω πως είναι δύσκολο να ζεις πάνω στα σύνορα. Κάθε τόσο νιώθεις την ανάγκη να δραπετεύσεις, να πας να ζήσεις για λίγο στον κόσμο εκείνο που δεν ανήκεις, αφήνοντας τον κόσμο όπου ανήκεις χωρίς καθόλου να ζεις. Ώσπου στο τέλος το μόνο που κερδίζεις είναι να μη ξέρεις πού είσαι και να χάνεις κάθε τόσο την οποιαδήποτε σιγουριά που σου χαρίζουν τα οποιαδήποτε όριά σου.
Έτσι περίπου αισθάνομαι στο καινούργιο μας σπίτι. Είναι ακόμα νωρίς για να κάνω προβλέψεις. Το μόνο που ξέρω ότι θέλω προς το παρόν είναι να φτιάξω μέσα στην δική μου κάμαρα ένα κόσμο δικό μου. Συγχώρα με για την φλυαρία μου. Περιμένω γράμμα σου με όλα τα δικά σου νέα.
ΛάζοςΥ.Γ. Στάσου. Δεν μπορώ να μη σου περιγράψω με δυο γραμμές αυτό που είδα μόλις σήκωσα το κεφάλι μου: ο ήλιος γέρνει πίσω από το Βέρμιο κ’ οι αχτίδες του ανάβουνε φωτιές στα τζάμια και στις λαμαρίνες της Πάνω-Πόλης. Η ώρα είναι πολύ γλυκιά κ’ οι θόρυβοι μικραίνουν μες το μαβί χρώμα του δειλινού. Τα παράθυρα των σπιτιών κοκκίνησαν όπως τα μάτια στον αποχωρισμό. Ο ήλιος θρυμματίστηκε επάνω τους σε χιλιάδες κομμάτια. Μονάχα που έπειτα από αυτό το αντιφέγγισμα τι γρήγορα, Θε μου, που κατεβαίνει η νύχτα…».
Βασίλης Βασιλικός, Το φύλλο, το Πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα, Εστία, Αθήνα 19663, σ. 13-15.
Η Νυχτερίδα...
Ιούνιος του 1954, τελευταία Κυριακή. Ολημερίς ο ήλιος ζεμάτιζε, η θάλασσα λαμποκοπούσε ασάλευτη και σε στράβωνε. Μάταια οι άνθρωποι της νέας πόλης σηκώνανε τα μάτια κατά το Χορτιάτη, σα να ’ταν από κει που θα κατέβαινε το ποθητό αεράκι, για να δροσίσει την ατμόσφαιρα, να πνίξει τις ύποπτες μυρωδιές και τη σκόνη στα νερά του Θερμαϊκού. Με το νύχτωμα φωταγωγήθηκαν τα Κάστρα: πρώτη φορά ύστερα από τον εμφύλιο. Άρχιζε λοιπόν η ανάρωση; Ο Γαρέλας ένιωσε μια φαγούρα στα μάτια, τον υπνώτιζε το Επταπύργιο. Τα χρυσοκίτρινα μπεντένια του θύμιζαν κάτι άλλα, μαύρα σαν έβενος, πάνω σ’ ένα σμαράγδινο ουρανό. Το χέρι μου να ξεχαστεί ποτέ μου αν σε ξεχάσω, Ιερουσαλήμ. […]
Οι άνθρωποι της απάνω πόλης κατεβαίναν μόνοι τους ή συντροφιά, ντυμένοι οι πιο πολλοί στα σκούρα κυριακάτικά τους. Σουλατσάριζαν στην προκυμαία μπρος από κέντρα με παρδαλά φώτα και στα πάρκα με τα σκονισμένα πλατάνια. Οι κάτοικοι της νέας πόλης, κορίτσια ξεμπράτσωτα, νέοι με χρυσό σταυρουδάκι να κρέμεται φανερά στα τριχωτά στήθια τους, παίρνανε κούρσες και ταξιά, ή σκαρφαλώναν με τα πόδια ως την παλιά πόλη, ελπίζοντας να βρούνε λίγη δροσιά σε κείνο το ύψος. Όπως το συνήθιζε ο Γαρέλας έφτασε στο ραντεβού ένα λεπτό ύστερα από το τσακ. Από μακριά είδε το Σαρίδη που σήκωνε με τις χερούκλες του το σιδερένιο τραπεζάκι και καμπουριάζοντας το έστηνε στην άκρη του γκρεμού, κάτω από τη μεγάλη μουριά. Ύστερα όρθωσε τη ραχοκοκαλιά του μα η καμπούρα έμεινε. Ενθύμιο της Μακρόνησος. Πίσω του έφτασε το γκαρσόνι σηκώνοντας από δυο καρέκλες σε κάθε χέρι. Ο Μιχάλης τις ταχτοποίησε γύρω από το τραπέζι αφήνοντας την πλευρά του γκρεμού ανοιχτή. Το γκαρσόνι έβγαλε από την τσέπη της ποδιάς του ένα μεγάλο άσπρο χαρτί, μαχαιροπήρουνα, την αλατιέρα, κι έστρωσε.
—Περιμένετε κι άλλον; ρώτησε
—Ακόμα δυο, ένα… ένα, διόρθωσε ο Γαρέλας αναγνωρίζοντας τον Παράσχο που ακουμπούσε με τη ράχη στη μουριά, μέσ’ στο σκοτάδι.
—Το κρέας τελείωσε, είπε το γκαρσόνι. Αν θέτε τίποτε αυγά, κανένα σαγανάκι, σαρδέλες, σαλάτα.
—Κι από κρασί πώς πάμε; ρώτησε ο Μιχάλης.
—Πίνεται.
Το γκαρσόνι πήρε την παραγγελία κι έφυγε. Το μαγαζί βρισκόταν αντίκρυ, σ’ ένα παλιό τούρκικο σπίτι, διώροφο και άσπρο, με μονό μπαλκόνι και κλειστά παντζούρια. Ανάμεσα στη μουριά και το μαγαζί περνούσε ο δρόμος. Τα λαμπιόνια της ταβέρνας φώτιζαν αμυδρά τους διαβάτες• κάτι παιδιά περνούσαν τρέχοντας τη φωτισμένη περιοχή κι ύστερα ακούονταν οι φωνές τους, τσιριχτές κι ανυπόμονες μέσα στη νύχτα. Πιο ψηλά, σαν τζιτζίκι μέσ’ στο καταμεσήμερο, ακουόταν η εξάτμιση ενός μοτοσακό, μ’ εκνευριστικές διαλείψεις.
Ο Παράσχος έσκυψε πάνω απ’ τον γκρεμό. Πνιγμένα στη θερινή θολούρα, τα φώτα της πόλης είχαν κάτι το σκόρπιο και το γαλατερό. Στην προκυμαία ξαστέρωναν κάπως, γίνονταν πράσινα, και το φιδωτό καθρέφτισμά τους μέσ’ στα στεκάμενα νερά, μελί. Μακριά ωστόσο, στο Καραμπουρνού, κάμποσες λάμπες στη σειρά σπιθίζαν σαν αυγερινοί• θα ’τανε πυροφάνια. Ο Παράσχος βρήκε την Εγνατία, την Τσιμισκή και την Πλατεία Αριστοτέλους. Ο Λευκός Πύργος, φωταγωγημένος κι αυτός, του χρησίμευε για να προσανατολίζεται. Βρήκε που έπεφτε περίπου το ταξιδιωτικό γραφείο όπου μπόρεσε και χώθηκε για μερικές ψωροδραχμές κάνοντας το μεταφραστή, τον αλληλογράφο, το βοηθό λογιστή, τον τηλεφωνητή, τον κλητήρα, με μια λέξη το σκλάβο.
—Ωραία είναι κι από δω πάνω, είπε. Αλλά εγώ προτιμώ τη νέα πόλη, θυμίζει φοβερά την Αλεξάντρεια.[…]
Και τον πήραν τα δάκρυα. Εντούτοις, φίλοι μου, ο Παντελής καταδικάστηκε σε θάνατο[…]. Κι ύστερα ήρθαν και τους πήραν, ξημερώματα, και τους κόλλησαν στον τοίχο, έξω από τις φυλακές του Επταπύργιου και τους ντουφέκισαν. Ήμουν εκεί απέξω, τους είχα πάρει το κατόπι με ταξί, κι άκουσα τις ομοβροντίες. Μέσα το ταξί λιποθύμησα. Κι όταν με συνεφέραν άρχισα να τρέχω, να παρακαλώ, να μου δώσουν τον Παντελή, και σκοτωμένο τον ήθελα. Τους είχαν θάψει κιόλας μαζί. Και νοίκιασα μια κάμαρη στην παλιά πόλη κι έμεινα. Αγόρασα τάφο στο κοιμητήρι της Ευαγγελίστριας κι αργότερα μάζεψα τα κόκαλά τους ανακατωμένα και τα ’θαψα εκεί να έχουν στα πόδια τους τη νύφη του Θερμαϊκού, που λένε, γιατί μοιάζει τόσο με την Αλεξάντρεια. Να πάμε αν θέτε αύριο να τον δείτε. Άλλο σκοπό δεν έχω, δε μου ’μεινε άλλη δουλειά. Συγυρίζω τον τάφο, ανάβω το καντήλι, ρίχνω νερό, βάζω τον παπά και διαβάζει ευχές, κάνω κόλυβα.
Στρατής Τσίρκας, Η Νυχτερίδα, Κέδρος 198821, σ. 407-409 & 421-422
Αντίο, Θεσσαλονίκη...
Τετάρτη 30 Αυγούστου
[…]
Η Θεσσαλονίκη απλώθηκε σε μήκος και σε πλάτος. Κι ενώ ήταν μια πόλη γεμάτη άκομψες πολυκατοικίες και παράγκες, ήρθε η δικτατορία και μαζί ο Τομ Πάπας με τα φιλόδοξα σχέδιά του. Άρχισαν οι απαλλοτριώσεις εκτάσεων, το γκρέμισμα παλαιών κτισμάτων, το χτίσιμο εργοστασίων, η κατασκευή του λιμανιού. Τα έργα φέρανε καινούργιο κόσμο και σύντομα οι φτωχοί αγρότες γίνανε αστοί. Τα έργα έφεραν λεφτά, τα λεφτά τις διασκεδάσεις, οι διασκεδάσεις την εγκληματικότητα. Κάποιοι τότε είπαν πως η Ελλάδα απέκτησε το Αμβούργο της. Η Θεσσαλονίκη γέμισε σκυλάδικα κι έχασε τη ραθυμία και την εικόνα μιας πόλης με παραδοσιακή κουλτούρα. Οι νεόπλουτοι και οι σκυλόβιοι κατέστρεψαν τη σαγήνη της. Δεν έγινε, βέβαια, χειρότερη από την Αθήνα, αλλά έχασε βαθμιαία τον χαρακτήρα της. Η ειδυλλιακή πολιτεία εξαφανίστηκε για πάντα. Ακόμα και η γραφική Άνω Πόλη, η Πλάκα, ας πούμε, της Θεσσαλονίκης, έχασε το χρώμα της. […]
Μετά από έναν χρόνο και κάτι, αρχές Νοεμβρίου
1
Το κινηματογραφικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης είχε τελειώσει. Το πλήθος των δημοσιογράφων, ηθοποιών, παραγωγών και κινηματογραφόφιλων που είχε εισρεύσει στην πόλη απ’ όλα τα σημεία της χώρας αραίωνε σιγά σιγά. Τα ξενοδοχεία άδειαζαν από τους επισκέπτες, όπως και τα ζαχαροπλαστεία, οι καφετέριες, τα μπαρ και τα φαγάδικα. Η πόλη ξανάβρισκε το ρυθμό της, το ίδιο κι οι κάτοικοί της, που με το φεστιβάλ είχαν βρει θέματα συζήτησης. Όχι μόνο για βραβεία που δόθηκαν δικαίως ή αδίκως, μα και για τα παραλειπόμενα, τα οποία ήταν αρκούντως ενδιαφέροντα: ερωτικά και άλλα κουτσομπολιά.
Δύο μέρες μετά την απονομή των βραβείων, σ’ ένα ταβερνάκι της Άνω Πόλης κάθονταν μερικές παρέες Αθηναίων με Θεσσαλονικείς φίλους τους. Ανάμεσά τους, σε χωριστά τραπέζια βρίσκονταν αρκετοί κριτικοί: ο Ηλίας Κανέλλης, ο Δημήτρης Χαρίτος, η Ελένη Μάρα, ο Δημήτρης Δανίκας, ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης, ο Κώστας Τερζής, η Σώτη Τριανταφύλλου. Στο βάθος του μαγαζιού, σε σημείο αθέατο από την είσοδο, καθόνταν ο Τηλέμαχος Λεοντάρης και ο Φίλιππος Φιλίππου, με θέα, μεταξύ άλλων, στο διπλανό τραπέζι, όπου κάτι γκομενάκια γουργούριζαν σαν περιστέρες.
«Λοιπόν, τι να την κάνω την ιστορία σου;» ρώτησε κάποια στιγμή ο συγγραφέας. «Αστυνομικό ή ερωτικό μυθιστόρημα;»
«Κάν’ την ό,τι σου καπνίσει. Από δω και πέρα είναι δική σου, σου τη χαρίζω», είπε ο Λεοντάρης.
Ο συγγραφέας έριξε μια γρήγορη ματιά στο περιεχόμενο του τραπεζιού τους με το λινό χρωματιστό τραπεζομάντηλο. Όλα τα αγαθά του ελληνικού γαστριμαργικού παράδεισου απείχαν ελάχιστα εκατοστά από την ακτίνα δράσης των χεριών του: κοκορέτσι, γαρδούμπα, τζατζίκι, σαγανάκι, τυροκεφτέδες, πατατοκεφτέδες, πατάτες τηγανητές, σπεντζοφάι και η απαραίτητη χωριάτικη σαλάτα. Μια γυάλινη κανάτα με κόκκινο κρασί κόντευε να τελειώσει. Τελικά, καμάκωσε με το πιρούνι του ένα κομμάτι ζεστό κοκορέτσι.
«Με προβληματίζει ως ήρωας αστυνομικού μυθιστορήματος ο Άνθιμος, ο ηθοποιός. Σε μια σχολή συγγραφέων δι’ αλληλογραφίας στην Αθήνα –υπάρχουν και τέτοια φρούτα– διδάσκουν ότι, για να είναι αληθοφανές ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, πρέπει ο δολοφόνος να μην είναι ψυχοπαθής».
[…]
Στο ταβερνάκι κατέφθασαν μερικοί λογοτέχνες της Αθήνας, που κάθισαν σε άλλο τραπέζι: ο Γιάννης Πατίλης, η Έλσα Λιαροπούλου, ο Βασίλης Ιωακείμ, ο Σωτήρης Δημητρίου, ο Τάσος Καπερνάρος. Ο συγγραφέας τους χαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλιού κι εκείνοι ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό.
[…]
2
Οι δύο φίλοι συνέχισαν το φαγητό τους, ρίχνοντας ματιές ολόγυρά τους. Απορροφημένοι καθώς ήταν, δεν τους ενδιέφεραν τα πρόσωπα που βρίσκονταν στο μαγαζί, ούτε καν οι ωραίες κοπέλες. Αυτό που προείχε ήταν η ιστορία και το μυθιστόρημα που έπρεπε να γραφτεί για να τέρψει κάποιες χιλιάδες αναγνωστών.
[…]
3
Είχε βραδιάσει, τα φώτα της Άνω Πόλης άναβαν το ένα μετά το άλλο. Οι σερβιτόροι στο ταβερνάκι δεν προλάβαιναν να παίρνουν παραγγελίες. Ο Λεοντάρης ξαναγέμισε το ποτήρι του με κρασί κάνοντας το ίδιο και μ’ εκείνο του συγγραφέα, ο οποίος είχε σταματήσει τις ερωτήσεις. Στα άλλα τραπέζια συζητούσαν μεγαλόφωνα και μάλλον διαφωνούσαν – ο Ηλίας Κανέλλης εξέφραζε τις αντιρρήσεις του για τις αρετές του έργου του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Ξαφνικά από την οδό Ακροπόλεως πέρασε μια μοτοσικλέτα μ’ ένα ναύτη που δεν φορούσε κράνος αλλά πηλήκιο. Στη θέση του συνοδηγού καθόταν μια ξανθιά γυναίκα, αγέρωχη, περήφανη, απρόσιτη. Τα μαλλιά της ανέμιζαν, το ίδιο και η κόκκινη φούστα της, που αποκάλυπτε τα μακριά, αγαλματένια πόδια της έως ψηλά τους γοφούς.
[…]
Ο συγγραφέας, που είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό στη θέα της δυναμικής καβαλάρισσας, σφύριξε θαυμαστικά. Μόλις η μοτοσικλέτα χάθηκε από το οπτικό του πεδίο, σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε σ’ ένα σημείο απ’ όπου μπορούσε να βλέπει πανοραμικά την Κάτω Πόλη. Ο φωταγωγημένος Λευκός Πύργος δέσποζε στην παραλία και του χρησίμευε για να προσανατολίζεται. Βρήκε με το βλέμμα την Εγνατία, την Τσιμισκή, την πλατεία Αριστοτέλους, τη Ροτόντα. Κάποια στιγμή θυμήθηκε τη Νυχτερίδα του Τσίρκα και το τέλος του βιβλίου, όπου μερικοί ήρωες της ιστορίας μαζεύτηκαν στην Άνω Πόλη πίνοντας κρασί κι αγναντεύοντας τις φυλακές του Επταπυργίου. Επέστρεψε σύντομα στο τραπέζι του και κατέβασε την τελευταία γουλιά από το ποτήρι του.
[…]
«Τελικά, είναι ερωτική η Θεσσαλονίκη;» ρώτησε μειδιώντας ο συγγραφέας.
«Ας το κρίνουν οι αναγνώστες σου», απάντησε ο Λεοντάρης. «Εγώ λέω ότι είναι ώρα να πηγαίνουμε, αρκετά φλυαρήσαμε».
«Πάμε να περπατήσουμε στην παραλία», είπε ο συγγραφέας. «Τελευταία μας νύχτα απόψε εδώ. Αύριο την κοπανάμε για την Αθήνα. Αντίο, Θεσσαλονίκη!»
Φίλιππος Φιλίππου, Αντίο, Θεσσαλονίκη, Πόλις, Αθήνα 1999, σ. 123, 273-274, 275, 276, 279, 279, 286.
Κασσάνδρα...
Πανούργα πόλη. Χαράζει το κορμί κάποιων ανθρώπων ανεξίτηλα• φεύγουν, κι αυτή ακολουθεί όπου κι αν πάνε. Εκείνοι ξέρουν ότι έχουν τα σημάδια της επάνω τους, όμως δεν υποπτεύονται, ή δε θέλουν να πιστέψουν, πως πρόλαβε εντωμεταξύ να σημαδέψει τη ζωή τους, και επιστρέφουν ανύποπτοι. Περπατούν στην Αγορά, ανηφορίζουν προς την Άνω πόλη. Δρόμοι αγνώριστοι με ονόματα οικεία, μια πάροδος ανέγγιχτη απ’ τον καιρό, κάποια άγνωστη οικοδομή τους παιδεύει ώσπου να θυμηθούν την προηγούμενη μορφή της, σημαδιακές γωνιές που έχουν συνωμοτήσει με το χρόνο… Κοντοστεκόμουν σίγουρος ότι πριν από λίγες νύχτες ξαναπέρασα, κι ας έχω λείψει χρόνια.
Η πόλη χθες είχε βγει από μπόρα ξαφνική. Οι δρόμοι άδειοι και τα φώτα γλιστρούσαν πάνω στη βρεγμένη άσφαλτο. Στάθηκα στη βιτρίνα του Κωνσταντινίδη. Στο τζάμι, πίσω από τίτλους βιβλίων και εικόνες εξωφύλλων, καθρεφτιζόταν ακόμα το πρόσωπό της. Θα σε περιμένω εδώ, είχε πει. Γυρνώ και μου χαμογελά ντυμένη στα λευκά — γούνινος σκούφος κι ο γιακάς της ανασηκωμένος. Άργησες, λέω. Δεν απαντά. Ξανακοιτάω στη βιτρίνα… Ολομόναχος! Νιώθω να σφίγγεται στο μπράτσο μου, όμως δε βλέπω τη μορφή της. Θα ξαναρθείς, ψιθυρίζει. Θα στέκεσαι στην ίδια θέση ακριβώς, αλλά μονάχος.
[…]
Κάστρα• τσιπουράδικο Όμορφη πόλη. Στο αυτοσχέδιο πάλκο εγώ με μια κιθάρα κι ένας φοιτητής της Νομικής με το μπουζούκι του. Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε… Στέλνει κεράσματα — μια δυο φορές. Περασμένα μεσάνυχτα καθόμαστε σ’ ένα τραπέζι για να πάρουμε ανάσα. Πλησιάζει• πρόσωπο αψεγάδιαστο, πυρρόξανθα κοντά μαλλιά. Με κοιτά επίμονα — χείλη ελαφρά βαμμένα, μάτια λαδιά. Κρατά τσιγάρο στο ’να χέρι και στο άλλο το ποτήρι• δάχτυλα μακριά περιποιημένα. Αυτοσυστήνεται (Κασσάνδρα Πέσιτς — προφορά ξενική, χαριτωμένη) και μπαίνει στη ζωή μου. Γιουγκοσλάβα, λίγο πριν από τα σαράντα της, κλασική φιλόλογος στο Πανεπιστήμιο των Σκοπίων — στη σχολή του Κρατικού στα είκοσι και κάτι εγώ. Ξημερώνομαι στην κάμαρά της, Δημητρίου Πολιορκητού, στην Άνω πόλη — κάτω από το μαξιλάρι της το μαραμένο τριαντάφυλλο που έκλεψα τη νύχτα από μια πρασιά. Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο φαίνεται ως κάτω η Θεσσαλονίκη και η θάλασσα. Είσαι πιο όμορφη από χθες, της λέω. Είμαι σαν την πόλη σου, απαντά. Εγώ κι εκείνη, όσο μας αγαπάνε, ξανανιώνουμε.
[…]
Πως είναι να ’σαι μεθυσμένος; Περίπου έτσι. Τα νιώθεις όλα παραμορφωμένα και ρευστά, όμως δεν αντιδράς μήτε γυρεύεις εξηγήσεις. Το καταλάβαινα πως ήταν γυναίκα αλλόκοτη και μ’ απομάκρυνε σιγά σιγά απ’ τη ζωή μου και την πόλη. Φορές ξυπνούσα κι η Θεσσαλονίκη κάτω από το παράθυρό της είχε αλλάξει. Υψώνονταν οικοδομές παράταιρες που έκρυβαν τη θάλασσα — την άλλη μέρα υποχωρούσαν, σαν κάποιους πύργους που συνωμοτώντας μεταξύ τους βλέπουν μόνο τα παιδιά. Διαπερνούσαν τη ζωή μου — όπως στα όνειρα — άνθρωποι και συμβάντα από μέλλον σκοτεινό και διφορούμενο.
Μια νύχτα με ξυπνά — όλα τα φώτα αναμμένα. Στέκεται πάνω απ’ το κρεβάτι μας, δε λέει κουβέντα• ντύνομαι. Βγαίνει αμίλητη απ’ το σπίτι. Τρέχω ξοπίσω — βρέχει. Κατεβαίνουμε: στενά πλακόστρωτα, εξώπορτες βαμμένες μπλε και πράσινες, κήποι, χαμόσπιτα, παιδιά που παίζουνε στους δρόμους. Κοντοστέκομαι λαχανιασμένος, μα δεν περιμένει. Στο Σιντριβάνι στρίβει δεξιά. Τρέχω και την αρπάζω από το μπράτσο. Στάζουν νερά απ’ τα μαλλιά κι απλώνεται μαβί το ξεφτισμένο μακιγιάζ γύρω απ’ τα μάτια της. Πού πάμε; τη ρωτώ. Δεν απαντά. Φτάνει στην παραλία, μπαίνει στο Βασιλικό. Ακολουθώ. Ανεβαίνει στη σκηνή — στέκομαι στην πλατεία όρθιος. Σπάζουν την ησυχία προβολείς, σειρήνες, πυροβολισμοί σαρώνουν την πλατεία και σταματούν πάνω σε εκείνη — δείχνει πολύ πιο νέα. Πανικοβάλλομαι• φωνάζω το όνομά της δυνατά για να μ’ ακούσει… Έσκυψε στο προσκεφάλι μου απ’ την κανονική της ηλικία. Σε ’βλεπα στ’ όνειρό μου, είπα. Χαμογέλασε. Δεν ήταν όνειρο —ψιθύρισε—, η ζωή μας είναι.
Δεν ήταν όνειρο. Έβρεχε χθες πάλι. Ανέβηκα στα Κάστρα με το λεωφορείο κι ύστερα κατέβηκα πεζός. Ακροπόλεως, Δημητρίου Πολιορκητού, Τσινάρι, Άθωνος, Θεοφίλου, πάλι Ακροπόλεως… Πλακόστρωτα, βρύσες δίχως νερό, σπίτια μικρά, μαντρότοιχοι, καφενεία κιβωτοί, ερείπια αρχαία και νεότερα, νεόχτιστα μεγαθήρια — αναρωτιέσαι τι θα αντικρίσεις στην επόμενη στροφή του δρόμου. Σε κάθε διασταύρωση αφήνεις πίσω κάμποσες δεκαετίες. Μια πόλη που δεν έχει ανάγκη από προκατασκευασμένα σκηνικά για να διασχίσεις κινηματογραφικά το χρόνο. Γεννήθηκα στην Πάνω πόλη• κατέβαινα κάθε τόσο προς τη θάλασσα εγκαταλείποντας πίσω κομμάτια της ζωής, ελπίδες και φιλοδοξίες. Ξανακατέβηκα τους ίδιους δρόμους. Ολυμπιάδος, Κασσάνδρου, Αγίου Δημητρίου, Εγνατία, Τσιμισκή — σχεδόν παράλληλες οδοί που κόβουν σαν δεκαετίες τη ζωή μου. Στο Σιντριβάνι έστριψα δεξιά. Η αίσθηση της επανάληψης επίμονη. Έφτασα στο Βασιλικό λίγο πριν απ’ τη γενική πρόβα. Μισοσκόταδο. Ήμουν στη σκηνή — ο χορός των γυναικών στα μαύρα. Φώτα, λαμπάδες, μουσική. Κι ήρθε απ’ το σκοτάδι — ήταν νέα, όπως στο όνειρο, περίπου συνομήλική μου.
Δημήτρης Μίγγας, «Κασσάνδρα», Της Σαλονίκης μοναχά…, Μεταίχμιο, Αθήνα 2003, σ. 55-56, 57-58, 59-62.
Το εξάμηνο...
Μικρός, πολλές φορές τέντωνα τα λάστιχα της σαΐτας μου δοκιμάζοντάς τα, ας πούμε ο χαρούμενος χρόνος της ζωής μου, ο ελάχιστος, μεγαλύτερος να γίνει, πιο πολύς ακόμη, να ’χω περισσότερη χαρά. Τα λάστιχα του χρόνου όμως ήσαν τετράγωνα, συμπαγή και δύσκαμπτα, δεν μαλάκωναν με τίποτα, μαύρα.
Κάτι τέτοιο συνέβαινε με το εξάμηνο της Σαλονίκης — μικρό παιδί ακόμα ήμουν, πάλι ο χρόνος εκείνος άκαρδος, χοντρό λάστιχο, σκληρό και μαύρο.
Όταν λοιπόν τα δύο αγαπημένα αδέρφια, ο Χρήστος κι ο Θόδωρος, βγήκαν από το καράβι, προτού ανέβουν στο χωριό και στους δικούς τους, με κάποια υπόλοιπα χρήματα αγόρασαν ένα παλιό τούρκικο σπίτι, κολλημένο στα τείχη του κάστρου, εξημισείας.
Γύριζαν από την Αμέρικα, αγόρασαν το σπίτι «να βρίσκεται», όπως είπαν. Λίγο μετά ο Χρήστος παντρεύτηκε την τέτα Βάσα, ξαδέρφη της μητέρας μου, κι ο Θόδωρος, ο άλλος αδερφός, παντρεύτηκε την τέτα Ρίνκα, αδερφή του πατέρα.
Ο πρώτος γέννησε τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια δυο κορίτσια• ο δεύτερος τρία, ένα κορίτσι και δύο αγόρια.
Όσο ήσαν ακόμη στο χωριό, άρρωστος ο Θόδωρος, ο Χρήστος ήταν εκείνος που κατέβηκε, πριν από το σαράντα, βιαστικός στη Σαλονίκη, εκεί να μεγαλώσει τα παιδιά, εκεί να ζήσουν. Έφτασαν λοιπόν στην πόλη, εγκαταστάθηκαν στο σπίτι εκείνο που βρίσκονταν, Ολυμπιάδος 13Α, ο θείος Χρήστος, η τέτα Βάσα, ο Αντώνης, η Θεοπίστη, ο Αναστάσης και η Μαρίκα.
Πέρασαν τα χρόνια, πέθαναν τα δύο αδέρφια κοντά κοντά. Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, μόλις έμπαινε το καλοκαίρι του ’47, η τέτα Ρίνκα δυο φορές καμένη στο χωριό, χήρα κι αυτή, θυμήθηκε το σπίτι, το εξημισείας. Αρχικά γκρίνιασεν η συνυφάδα της μα τη δέχτηκε στο μικρότερο κάτω μέρος του σπιτιού, εκείνην και τα τρία παιδιά της, τη Χρυσή που ήταν ήδη παντρεμένη, τον Τάση και τον Νάση, να συγκατοικήσουν. Εκεί λοιπόν, στη Σαλονίκη, στενόχωρα και μ’ έναν εξωτερικό κοινόν απόπατο η τέτα Ρίνκα ζούσε• το εξημισείας σπίτι όλο κι όλο μια κουζίνα με μασίνα, ένα τραπέζι και προς το εσωτερικό παράθυρο ένας σοφράς σπασμένος στα δύο. Στο στενόμακρο χολ ένα ντιβάνι. Το μοναδικό δωμάτιο είχε μια ντουλάπα με τα ρούχα και τα κιλίμια, ένα κρεβάτι, στρωσίδια κάτω• κουζίνα και δωμάτιο κολλημένα στα ασουβάδιστα τείχη (η τέτα Βάσα επάνω, μ’ ένα δωμάτιο περισσότερο, ήταν καλύτερα, πολύ καλύτερα).
Εκεί λοιπόν, στο σπίτι της Ολυμπιάδος 13Α, μ’ έστειλε ο πατέρας, αρχές του δεύτερου εξαμήνου, ’48 προς ’49, να πάω στην αδερφή του, στην τέτα Ρίνκα, να βγάλω τη χρονιά στο Γυμνάσιο. (Ο Εμφύλιος ήταν στην κορύφωσή του, μαύρα και σκοτεινά μερόνυχτα εφόβιζαν τους πάντες).
Κατέβηκα στη Σαλονίκη και στριμώχτηκα, στο κάτω μέρος του σπιτιού, μαζί με τους άλλους. Στο σχολείο, συνήθως, πήγαινα το απόγευμα, είχα καιρό το πρωί να βοηθάω την Τέτα στα ψώνια, περνούσαμε την πλατεία της λαχαναγοράς και κατεβαίναμε στην ψαραγορά, του Βαρδάρη, να πάρουμε τα μικρά φτωχά ψάρια. Εύκολος ο δρόμος στον κατήφορο, η Κάλβου, η Αγίου Δημητρίου, τα σοκάκια με τα καπνομάγαζα, η βουερή πλατεία, τέλος, με τ’ αμέτρητα καλούδια, μα στον ανήφορο φορτωμένοι χάναμε συχνά τον δρόμο της επιστροφής κι αργούσαμε. Σημείο αναφοράς η αλάνα της λαχαναγοράς, όπως και ο χώρος με τα πεύκα, μπροστά και μετά την Αγίου Δημητρίου, στο Διοικητήριο, ήσαν τόποι για τα παιχνίδια με τον φίλο Βαγγέλη, γιο του γειτονικού μπακάλη, κολλητόν μου. Το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο της λαχαναγοράς ήταν κιόλας εγκαταλειμμένο, είχε μετακομίσει στην Κολόμβου• έτσι, από τις αφύλαχτες πλέον πόρτες της μπαινοβγαίναμε εμείς, όλα τα παιδιά της γειτονιάς, παίζοντας.
Περνούσε ο καιρός, πού χρόνος για διάβασμα, όταν επέστρεψα στο σπιτικό της μάνας μου, μόνο σ’ ένα μάθημα είχα μεγαλύτερο βαθμό, όλα τ’ άλλα γκρεμισμένα κάτω. Η ατμόσφαιρα δεν ήταν χαρωπή, σφιγμένοι οι άνθρωποι, όμως καλύτερα από κει που ροβόλησα, κοντά εκεί τα βουνά και οι μάχες, εκεί ακούγονταν μέρα-νύχτα οι κρότοι των όπλων, μικρών μεγάλων, και μας πάγωναν. Εδώ, στη Σαλονίκη, συγκεκριμένα στις εκβολές των οδών Κασσάνδρου και Στρατηγού Δουμπιώτου, δυτικά βαδίζοντας, ο κόσμος πήγαινε στις δουλειές του κάτι πιο χαλαρά. (Εκτός από κάποια Τμήματα Μεταγωγών στην περιοχή, που δραστηριοποιούνταν στα μαύρα χαράματα — καημένη Μίτσα!)
Δυο σπίτια πιο κάτω από το σπίτι των συγγενών μου, σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα παλικάρια, όλα στρατεύσιμα, από τα Βοδενά και τα Βέροια, ο Τάκης, ο Βαγγέλης, ο Θωμάς κι ο Χρηστάκος, σταλμένοι εκεί από τους γονείς τους, μήπως και γλιτώσουν τις ένοπλες συγκρούσεις του Εμφυλίου, ο καθένας για διαφορετικό λόγο. Σχεδόν κρυμμένοι στο νοικιασμένο δωμάτιο, σπάνια έβγαιναν έξω, γνωστοί με τα ξαδέρφια μου, τρύπωνα κι εγώ ανάμεσά τους μαθαίνοντας, θέλοντας και μη, τα νέα των ημερών. Όταν τέλειωναν τις κουβέντες, ο Τάκης από τα Βέροια, ο μεγαλύτερος στην ηλικία, έπαιρνε την κιθάρα από τον τοίχο και χάιδευε τις χορδές.
Πώς πονώ και θρηνώ και κάθε βράδυ
σαν μεθάω στους δρόμους γυρνώ.Τα θερμά τα φιλιά, τα τόσα χάδια γύρνα πάλι στην πρώτη φωλιά. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Γλυκιά μου αγάπη γύρνα ξανά σαν και πρώτα στην έρμη φωλιά!
Φθαρμένο τανγκό, τραγουδάκι της εποχής θαρρείς ξένο, δεν το ξανάκουσα. Μας μαλάκωνε, κυρίως τα βράδια της Κυριακής, όταν η πλατεία της λαχαναγοράς βούλιαζε στο σκοτάδι, σχεδόν χωρίς φως. Ένας στύλος μόνο, με μια λάμπα εξηντάρα θα ’ταν, κοντά στις προσφυγικές παράγκες, στην αρχή της Ολυμπιάδος, ο άλλος στύλος μπροστά στο καφέ μαγαζάκι του Ψύλλα προς την Αγία Αικατερίνη κι ο άλλος αντίθετα και διαγώνια προς την κατηφόρα της Κάλβου, λίγο πριν ανταμώσει την ισιάδα των τελευταίων μέτρων τ’ Αγίου Δημητρίου. Μακριά, ο ένας από τον άλλον, οι στύλοι, σχεδόν ανύπαρκτοι, η πλατεία γύρω γύρω στον μαύρο χρόνο της νύχτας.
Τότε ήταν που ακούγονταν, κάθε νύχτα, οι χαμηλές φωνές από την απέναντι πλευρά του δρόμου με τις προσφυγικές παράγκες. Κάποιες χαροκαμένες, λέγανε, προσφυγομάνες κατοικούσαν εκεί. Ρωτούσα την Τέτα γιατί οι γυναίκες εκείνες έκλαιγαν μόλις σουρούπωνε και η θεια μου δεν απαντούσε. Μην ανακατεύεσαι, μη ρωτάς, μου έλεγε. Ρωτούσα και την κυρά Θωμαή, τη γειτόνισσα, τη φίλη της τέτας Βάσας, γιατί κυρα-Θωμαή κλαίνε κάθε νύχτα οι γυναίκες στις παράγκες. Πάψε, μου είπε και κείνη φοβίζοντάς με πιο πολύ, μικρός είσαι, δεν κάνει.
Όμως λίγο αργότερα έμαθα.
Ένα από τα παιδιά που ζούσαν στις παράγκες ήταν ανακατεμένο με τις αντιστασιακές ομάδες, τη μέρα δούλευε στα καπνομάγαζα, πιο κάτω, τη νύχτα μοίραζε προκηρύξεις, έγραφε συνθήματα στους τοίχους, τολμηρός, τελείωνε δύσκολες υποθέσεις. Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, δεν πήγε πολύς καιρός, οργίαζαν οι παρακρατικοί, πάλι• αρχές του ’47, μια νύχτα μπουκάρανε στο σπιτικό του, τον πήραν, πήραν και άλλα τρία παλικάρια από τις διπλανές παράγκες δίχως λόγο εκείνους, και όλους μαζί, έξω από τα τείχη, τους εκτέλεσαν.
Τους βρήκαν το πρωί περαστικοί, ειδοποίησαν τα σπίτια τους, οδυρμός. Μαύρισαν οι παράγκες, με τα μοιρολόγια. Στα μαύρα οι μάνες κλαίγανε, πνιχτά στο φως της ημέρας, οι γόοι τις νύχτες. Ένα μαύρο σύννεφο ξεκινούσε από κει και ξαναγύριζε πίσω, πάνω στις στέγες μας, στα παράθυρά μας, στις πόρτες που άνοιγαν προς τα σοκάκια. Ένα μούρμουρο αρχικά, συνεχόμενοι βόγκοι κατόπιν, κανένας θρήνος (ώρες ώρες) δεν έμοιαζε με τον προηγούμενο, λίγο λίγο το φαρμάκι πλημμύριζε τον αέρα. Που τον έκαμνε πνιχτόν, σκληρόν και μαύρο.
Σαν τα λάστιχα, τα συμπαγή και τα δύσκαμπτα, της δικής μου σαΐτας, που δεν άνοιγαν, δεν τέντωνε η χαρά τους με τίποτε.
Ο γύρος του θανάτου [α...
[…] Μία βδομάδα απασχολήθηκε στο γύρο του θανάτου που έκανε πρόγραμμα κάθε βράδυ πάνω στα Κάστρα. Στην πλατεία που σχηματίζεται στους Αγίους Αναργύρους μόλις βγεις απ’ την πρώτη Πορτάρα. Με κάλεσε, πήγα εκεί. Τι ανατριχίλα με κείνο το υπερθέαμα. Βυθίζεσαι στη σκοτοδίνη του ιλίγγου. Έκανε τον κονφερασιέ. Καλά τα κατάφερνε. «Σήμερον ελάτε όλοι στο θέατρό μας να παρακολουθήσετε τον ζωντανό γύρο του θανάτου. Θα δείτε από κοντά, σε απόσταση αναπνοής, τους ταχύτατους ακροβάτες μας να παίζουν τη ζωή τους στη ρουλέτα του θανάτου, να περνούν ξυστά απ’ το δρεπάνι του Χάρου. Όλοι απόψε στο βαρέλι του θανάτου του βετεράνου Χαλεπλή».
Θωμάς Κοροβίνης, Ο γύρος του θανάτου, Άγρα, Αθήνα 2010, σ. 202.
Μετάβαση στο σημείο: Κάστρα