Χανιά
Χανιά
Συγκρότηση ενότητας: Νικολέτα ΣπυρίδωνοςΚουμ-Καπί Σήμα κατατεθέν
Η άλλοτε συνοικία των «χαλικούτηδων» κατάφερε να σβήσει όλα τα ίχνη του παρελθόντος της. Το μόνο που έμεινε να κρατάει ζωντανό το χθες είναι η Πύλη της Άμμου (τουρκ. Kum Kapisi).
Αθώοι και φταίχτες...
Αγνώριστο σήμερα το Κουμ Καπί, Μαϊάμι μπιτς, κοσμοπολίτικο! Του ’ρθε να γελάσει· που το αστείο, κύριε, επέπληξε τον εαυτό του. Αυτό που έγινε στο Κουμ Καπί πριν από είκοσι περίπου χρόνια, επί δημαρχίας Κατσανεβάκη, θα μείνει. Θυμόταν τα φτωχόσπιτα και τις τρώγλες, ούτε το Άνω Κουμ Καπί, η γειτονιά του, πήγαινε πίσω, εκείνα τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’50, δες τους όμως τώρα πόσο αναπιαστήκανε, ξανάχτισαν τα σπίτια τους, τα σοβάντισαν, τα καλλώπισαν, άλλοι τα γκρέμισαν κι ανύψωσαν παράνομα μικρούς ουρανοξύστες, σε εμβαδόν πέντε επί δέκα εξαώροφες πολυκατοικιούλες, χτίστηκαν ως και μέγαρα σούπερ μοντέρνα στο Κουμ Καπί, θα ξηλωθούν οσονούπω, μαθαίνει, και τα βρομιάρικα αλμυρίκια, θα φυτευτούν αρχοντικοί φοίνικες, λύθηκε το αποχετευτικό, μόνο τα όμβρια νερά τρέχουν πια από τους παλιούς υπονόμους στη θάλασσα, καθαρίστηκε και η ανατολική τάφρος, διώχτηκαν οι τρωγλοδύτες από τα τείχη, στήθηκε και θέατρο πρωτοποριακό εκεί, καλλισωλήνειο το λένε κάποιοι, ειρωνικά ή χαϊδευτικά δεν έχει σημασία, σημασία έχει πως τα Χανιά προοδεύουν και εκσυγχρονίζονται. Πολλές φορές το έχει σκεφτεί. Υπάρχουν άραγε στα Χανιά φτωχοί; Ξέρει πολύ καλά τι εννοεί. Όλοι πασχίζουν και όλοι αγωνίζονται για το καλύτερο και όλοι μπορεί να είναι χρεωμένοι στις τράπεζες, τους βλέπει όμως ότι τα καταφέρνουν, έπηξε η πόλη στ’ αυτοκίνητο και στο λούσο, ακόμη και οι πιο φτωχοί στα Χανιά έχουν και με το παραπάνω τα απαραίτητα για να ζήσουνε!
Πέρασε από το καφενείο «Άσωτος Υιός», χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα τον ιδιοκτήτη που στεκόταν στην είσοδο. Ωραίο κι αυτό! Σπουδάζεις, σπουδάζεις, παίρνεις το πτυχίο σου, το κορνιζάρεις, κι ύστερα καταλήγεις καφετζής ή ταβερνιάρης. Αυτό θα πει πρόοδος! Στην Πύλη της Άμμου του φάνηκε ότι κάποιος τον είχε πάρει στο κατόπι. Σταμάτησε στα κάγκελα της παιδικής χαράς, δίπλα στην ντάπια με το λιοντάρι, για να βεβαιωθεί. Ο άγνωστος τον προσπέρασε. Και τώρα, μάγκα μου, σε πήρα εγώ στο κατόπι. Βάδιζε όσο πιο αργά μπορούσε, προχώρησαν για λίγο στη Δευκαλίωνος, ο άγνωστος κοντοστάθηκε και κοίταζε με προσοχή ένα χάλαρο. Ο Κυριάκος αναγκάστηκε να τον προσπεράσει. Αισθανόταν πίσω του τον άγνωστο, είχαν βγει πια στον μυχό του Τερσανά, στις Λιβιέρες. Είχε κόψει βηματισμό διαολισμένος. Τον έφτασε ο ξένος, είχε ξεκρεμάσει τη φωτογραφική μηχανή από τον ώμο του κι έκανε πως ρυθμίζει το φωτόμετρο και την απόσταση για ν’ αρχίσει να τραβάει φωτογραφίες. Δεν είχε προχωρήσει ούτε τρία μέτρα και τον άκουσε πίσω του να παρακαλεί με την μπάσα φωνή του αν θα μπορούσε να του τραβήξει μια φωτογραφία μπροστά στα Νεώρια του Μόρο· πισωγύρισε ξαφνιασμένος ο Κυριάκος, «πολύ ευχαρίστως» είπε· ο άγνωστος χαμογελούσε, του ανταπέδωσε το χαμόγελο. Πήρε τη μηχανή στα χέρια, μια παλιά Νίκον, ο άγνωστος στάθηκε μπροστά στην αποθήκη, ο Κυριάκος τον κοίταζε μέσα από τον φακό. Δερμάτινο καφέ σακάκι, κουρεμένος, περιποιημένο μούσι, πουλόβερ, μοκασίνια, παντελόνι κοτλέ, μάλλον ψηλός, μάτια βαθιά μπλε, σχεδόν μαύρα, μπορεί και μαύρα, σκουρόχρωμος, τα δόντια του κάτασπρα, ένας συνηθισμένος άντρας, σκέφτηκε ο Κυριάκος, ντυμένος σπορ στις αποχρώσεις του λαδί, ακόμη κι άσχημο θα τον έλεγες, εξαιτίας της γαμψής μύτης του, με λεπτά, σχεδόν ανύπαρκτα χείλη, κι όμως, τι ήταν αυτό που θα μπορούσε να σου τον κάνει συμπαθή, ακόμη και γοητευτικό; η έκφραση των ματιών του; το χαμόγελο; το ωοειδές σχήμα προσώπου; Του επέστρεψε ο Κυριάκος τη φωτογραφική μηχανή με διάθεση να τον ρωτήσει από πού είναι, ξένος μήπως; Ο άγνωστος όμως τον πρόλαβε. Ξένος, αλλά ο πατέρας του είχε γεννηθεί κι είχε μεγαλώσει στα Χανιά. Πάνω από είκοσι, λέει, χρόνια είχε φύγει. Και ποτέ δεν τα λησμόνησε. Προς στιγμήν ξαφνιάστηκε ο Κυριάκος με την προκλητική διάθεση του ξένου, να τα πει όλα και γρήγορα, σαν να τον προκαλούσε να ρωτήσει και άλλα, ή και το ακριβώς αντίθετο, σαν να ’θελε να τον αποθαρρύνει να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες.
Τα τετράδια της Ανζέλ ...
Όταν φτάσαμε στα Χανιά, πήγαμε στην Επιτροπή Προσφύγων, για να μας πουν πού μπορούμε να βρούμε μια οικογένεια να πάρουμε μαζί μας. Μας είπαν ότι τώρα όλοι είχαν τακτοποιηθεί, ακόμα κι αυτοί που ήρθαν χτες. Όλος ο κόσμος πήρε πρόσφυγες, άδειασαν τις σάλες τους για να τους βάλουν κι όσα άδεια σπίτια υπήρχαν, τα είχαν παραχωρήσει. Περίμεναν όμως ακόμα πολλά καράβια και ετοίμαζαν στεγασμένους χώρους για να τους βάλουν. Οι κυρίες της επιτροπής μάζευαν χρήματα και ρουχισμό, είχαν πάρει καζάνια για συσσίτιο κι όλοι ήτανε σε συναγερμό. Γυρίσαμε στο σπίτι. Η μαμά μίλαγε ενθουσιασμένη για τους Κρητικούς:
— Τι να σας πω… Όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές για τους κατατρεγμένους.
Τo βράδυ, όσο και να επέμεινε η μαμά, τα παλικάρια πάλι κράτησαν βάρδιες, επειδή δεν είχαμε βρει παρέα. Το πρωί μάθαμε ότι μια οικογένεια, που καθόταν απέναντι από του Μανιουδάκη, είχε πάρει ένα γράμμα. Ερχόταν, λέει, η νύφη τους, μαζί με την οικογένειά της. Αλλά η πεθερά δεν τους ήθελε καθόλου. […] Έτσι ήρθαν σε μας. Ήταν από το Αϊβαλί της Σμύρνης. Τους παραστάθηκαν όλοι οι γείτονες, που τους είχε κακοφανεί γιατί ο πεθερός τούς δέχτηκε έτσι μουδιασμένα. […]
Στο μεταξύ η μαμά είπε στον Πέτρο αν θα μπορούσε να βρει καμιά δουλειά για την Κουήν και τη Ρόζα. Την άλλη μέρα ήρθε και μας είπε ότι είχε βρει μια δουλειά αλλά δεν ήξερε αν μας αρέσει.
— Είναι στο εργοστάσιο τσιγάρων του Γαλάνη, είπε. Βλέπετε αυτό το τσιγάρο; Λοιπόν οι τσιγαράδες έχουνε μπροστά τους ένα καλουπάκι, βάζουνε μέσα τον καπνό, και τον σπρώχνουν στο τσιγαρόχαρτο. Ο καπνός όμως εξέχει από τις δυο μεριές. Ύστερα μαζεύουν τα τσιγάρα σε τελάρα, και μία κοπέλα, μ’ ένα ειδικό ψαλίδι, αναλαμβάνει να κόβει τον καπνό που εξέχει. Κάθε τσιγαράς δίνει δυόμιση δραχμές μεροκάματο. Είναι κοπέλες που κόβουν για τρεις μαστόρους. Άλλη δουλειά δεν μπόρεσα να βρω, αν θέλετε να πάμε μαζί τη Δευτέρα.
Η Κουήν είπε ότι θα πήγαινε. Έτσι άρχισε να δουλεύει. Μ’ έπαιρνε και μένα μαζί, περισσότερο για συντροφιά παρά για βοήθεια, αλλά με τον καιρό έμαθα και τη βοηθούσα. Έκοβε για τρεις τσιγαράδες και με τη δική μου βοήθεια, για τέσσερις. Παίρναμε 10 δραχμές την ημέρα. Η μαμά έπαιρνε 20 αλλά δεν είχε πάντα δουλειά. […]
Όταν η μαμά δεν είχε δουλειά, τα καταφέρναμε πολύ δύσκολα. Τα μεσημέρια, συνηθίζαμε να παίρνουμε μαζί μας φαΐ και να τρώμε μέσα στο εργοστάσιο γιατί τα Λενταριανά, που μέναμε, ήταν μακριά από τα Χανιά που δουλεύαμε. Πολλές φορές όμως δεν είχαμε τίποτα να φάμε. Τότε δεν μέναμε μέσα να κοιτάμε τους άλλους που τρώνε, αλλά η Κουήν μ’ έπαιρνε και κάναμε μια μεγάλη βόλτα. Ξαναγυρίζαμε πιο ξελιγωμένες από πριν…
Πολύς κόσμος πήγαινε για συσσίτιο. Αλλά εμείς δουλεύαμε, κι η Ρόζα, που πήγε κάνα δυο φορές, γύρισε άπρακτη. Έπρεπε να είσαι πολύ καπάτσα για να τα καταφέρεις. Ευτυχώς που κάθε 15 μέρες ο Ερυθρός Σταυρός μας έδινε αλεύρι και διάφορα πράγματα. Μ’ αυτό το αλεύρι κάναμε ζυμωτά ψωμιά και τα σκεπάζαμε να μη τα βλέπουν οι εντόπιοι γιατί ζήλευαν. ήταν καλά αλεύρια, γίνονταν τα ψωμιά σαν εφτάζυμα. «Κοίτα, οι πρόσφυγες τι ψωμιά τρώνε και μεις δεν βρίσκουμε ούτε μαύρο», λέγανε οι Κρητικοί. Πραγματικά στους φούρνους γινότανε σκοτωμός για ψωμί. Αυτό το ψωμί η μαμά το έκανε στα τέσσερα και το τρώγαμε αμέσως. ήταν η λιχουδιά μας. Αν έβγαζε ο φούρνος, η Ρόζα καθόταν στην ουρά και αγόραζε. Νομίζω πως είχε δυο ή δυόμιση δραχμές η οκά. […]
Είχανε περάσει δυο μήνες και εγώ ήμουν ακόμα μ’ ένα παπούτσι. Το φορούσα όμως, όλα κι όλα, το παπουτσάκι μου! Το αγαπούσα και άλλαζα κάθε πρωί το καλτσάκι μου, άσπρο άσπρο. Έτσι ξεκινούσαμε από τα Λενταριανά και διασχίζαμε το Κουμ Καπί, που ήταν η συνοικία των Αραπάδων, κι ήταν γεμάτη λάσπη. Εγώ πηδούσα τις λάσπες με το παπουτσωμένο μου πόδι για να μη λερώσω το άλλο. Στο δρόμο κάναμε καλή παρέα με την Κουήν. Διασκεδάζαμε με το καθετί και ο δρόμος δε μας φαινόταν μακρύς. Της Κουήν της άρεσαν τ’ αραπάκια που ήταν πολλά σαν την άμμο της θάλασσας, στους δρόμους του Κουμ Καπί. Γύριζαν ξεβράκωτα, στρουμπουλά, ξυπόλυτα, μόνο μ’ ένα μπλουζάκι, κι από κάτω ξεπρόβαλαν τα πισινάκια τους προκλητικά […]. Πολλές φορές γύριζα και τα έβλεπα ακίνητα σαν αγαλματάκια να μας κοιτάζουν με τα μάτια τους μαύρα, μεγάλα και τα στόματα σα φουσκωμένα μπουμπούκια. Αφού και οι μαμάδες τους βγαίνανε να δούνε γιατί σταματούσε ο σαματάς του δρόμου…
Στο μεταξύ εγώ μάθαινα με ζήλο τα ελληνικά. Ό,τι έλεγαν σχεδόν το καταλάβαινα αλλά όταν μιλούσα φαίνεται τα θαλάσσωνα, γιατί όλοι γελούσαν. Γι’ αυτό απέφευγα να μιλώ. Αλλά τις Κυριακές ένιωθα ευτυχισμένη που έπαιζα και μίλαγα με τα παιδιά της Μανιουδάκη. Με δυσκόλευε πολύ και το ότι αλλιώς μου ’λεγε τα ελληνικά η μαμά μου, αλλιώς η συγκάτοικος. Για παράδειγμα, η μαμά μου έλεγε να φέρω τη «σκούπα», η συγκάτοικος τη «φροκαλιά» και η γιαγιά Μανιουδάκη τη «σαρώθρα»! […]
Σαλής ο μαύρος βαρκάρη...
Αμπλά: Κάναμε καλά που ήρθαμε, Σαλή. Αλλά η Φατμέ; Ήταν μικρό κορίτσι, όταν την έφερα… Γλίτωσε τη σκλαβιά του χαρεμιού, αλλά διάλεξε η ίδια τη σκλαβιά της. Κλεισμένη μέρα – νύχτα, στους τέσσερις τοίχους…
Σαλής: Το σπίτι μας δε το νοιώθει σα σκλαβιά, όχι. Απλώς δε θέλει να βγει έξω. Όχι γιατί αυτό είναι το θέλημα του Αλλάχ για τις γυναίκες είναι συνήθεια της Φατμέ… Συνήθεια που την ανακουφίζει.
Αμπλά [με απορία]: Την ανακουφίζει;
Σαλής: Απ’ τα φαντάσματά της… Σκέψου, μαζεύει μέσα της τον πόνο και τον διαλύει. Κι όλο μουρμουρίζει ένα τραγούδι. Ναι, Αμπλά, η Φατμέ τραγουδάει μέσα της συνεχώς… [το σκέφτεται] Τραγουδάει λες και …προσεύχεται. Δεν είναι δυστυχισμένη εδώ η αδερφή μου. Μόνο που δε γιατρεύονται οι πληγές της… Άλλοι άνθρωποι βρίσκουν το νόημά τους εύκολα, άλλοι δύσκολα κι άλλοι ποτέ. Εγώ, ας πούμε, βρίσκω το νόημα της ζωής στους ανθρώπους γύρω μου… Η Φατμέ βυθίζεται στον εαυτό της…
Αμπλά: Θέλει όμως να βλέπει κόσμο. Περνώ καμιά φορά κάτω από το παραθύρι της και βλέπω τα μεγάλα της μάτια πίσω από τα παντζούρια κα με πιάνει σύγκρυο… Και τα παιδιά τη φοβούνται και της πετάνε πέτρες… Τ’ αναθεματισμένα!
Σαλής: Μη βλαστημάς, Αμπλά! Τα παιδιά είναι πάντα αθώα. Και η πιο σκληρή πράξη τους είναι πιο τρυφερή απ’ τα σκληρά λόγια των μεγάλων. Τα παιδιά είναι αθώα…
Αμπλά: Τι τους έφταιξε τότε η Φατμέ; Εκείνη δεν είναι αθώα;
Σαλής: Το ίδιο αθώα, ναι. Μα τα παιδιά φοβούνται το άγνωστο και γι’ αυτούς εκείνη είναι άγνωστη. Τα παιδιά εχθρεύονται ό,τι δεν καταλαβαίνουν.
Αμπλά: Απίστευτος είσαι, Σαλή! Έχεις για όλους μια καλή κουβέντα.
Σαλής: Για τους καλούς, όχι για όλους… Και τα παιδιά δεν είναι ποτέ κακά στ’ αλήθεια. [μετά από σιωπή] Ξέρεις, Αμπλά, σκέφτομαι να την πάρω τη Φατμέ απ’ αυτή τη γειτονιά. Έχω κάτι λίγα στην άκρη… Βρήκα ένα σπίτι στο Κουμ Καπί. Εκεί δεν είναι τόσο πολυσύχναστα… Η Φατμέ θα είναι πιο ήσυχη.
Ελένη Μερκενίδου, Σαλής ο μαύρος βαρκάρης, ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, Χειμώνας 2002-2003, σ. 11
Τα μαύρα λουστρίνια...
Τονισμένα βαριά στη λήγουσα
Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, ο τελευταίος επιζών φίλος του πατέρα μου, ο σοφός ορειβάτης, απαγγέλλει βουρκωμένος Οδύσσεια στη ευγενέστερη των μεταφράσεων απόδοση του πολεμιστή από τον Ταυρωνίτη Γεωργίου Ψυχουντάκη:
Και τώρα ξεφανέρωσε κι αλήθεια πε μου, μάνα,
ίντα φαρμάκια και καημοί και πάθη σε ποθάνα;
Τον ακούω συγκινημένη πάλι, κοιτάζοντας πέρα στο στοιχειωμένο Ιτζεδίν, έχοντας ακόμη ζωντανή τη μυρωδιά από τα χάρτινα πέταλα του λουλουδιού που ντύθηκα σ’ εκείνα τα ανθεστήρια, Μάιο μήνα στο στάδιο, με τις ωραίες του Λυκείου Ελληνίδων, τις καλλονές που άλλαξαν κι αυτές και βάρυναν κι όποτε τις βλέπω Σάββατο βράδυ στο λιμάνι μελαγχολώ.
Κανείς δε με ρώτησε ποτέ γιατί τα Χανιά λέγονται Χανιά. Τονισμένα βαριά στη λήγουσα και να τα βλέπω σούρουπο από το ύψωμα του Προφήτη Ηλία, πάντοτε κάθε Αύγουστο στα ίδια μέρη να καταγράφω τις αλλοιώσεις εκ του ασφαλούς, να διακρίνω, όσο μπορώ, πίσω από τις ραγισματιές. Τι θα μπορούσε να σημαίνει για μένα αυτή η πόλη; Το γλωσσικό ιδίωμα που τροφοδότησε και υποστήριξε την ανάγκη μου να γράψω; Τον οριζόντιο και τον κάθετο διαμελισμό που καθόρισε τη σχέση μου με τη φύση και τη γνώση μου για τον κόσμο; Την ταχυκαρδία μου στο άκουσμα της λύρας; Το λαχάνιασμα στον πεντοζάλη και στον συρτό; Το ανέμισμα του μαντιλιού στη σούστα; Λέγοντας ότι τα Χανιά είναι ο τόπος μου εννοώ τη στράτα των Μουσούρων ή μήπως το Νεκροταφείο του Αγίου Λουκά;
Υπήρξε εποχή που τα Χανιά δούλευαν σαν αρρώστια μέσα μου. Ο παιδονόμος, το σχολείο, οι δάσκαλοι. Οι έμποροι, οι γιατροί, τα στολισμένα άλογα, οι μουσικές, οι παράτες, τα αρχοντικά, οι ξενιτεμένοι που επέστρεφαν και αγόραζαν γη, ο εισαγγελέας, ο δήμαρχος, οι δικηγόροι. Και η έπαρση. Νεαρές Χανιώτισσες με μορφή αγγέλων. Τοιχογραφία του ζωγράφου Κοκότση στην Τριμάρτυρη. Αλλά τότε δεν ήξερα. Έβλεπα μόνο πάνω από τον Μυστικό Δείπνο τις Χανιώτισσες με φτερούγες στους ώμους και φανταζόμουν τους αγγέλους στον ουρανό με αφέλειες και κοντό καρέ μαλλάκι. Και ο πατέρας μου που ήταν εργάτης κι ήταν γραφτό του να λιώσει ολομόναχος και αβοήθητος, χωρίς έναν φίλο, έναν συγγενή να του παρασταθεί στην αρρώστια, στον Άγιο Σάββα στην Αθήνα; Κι ύστερα που μας τον έστειλαν πετσί και κόκαλο να σβήσει στην κλινική του Γεωργιλαδάκη στα Χανιά;
Σιγανή βροχή, ασταμάτητη. Τα φουγάρα της σαπωνοποιίας, η πλατεία με το εικονοστάσι, η 5η Μεραρχία, τα βομβαρδισμένα, η βρόμα της θάλασσας, οι σφήκες. Μούχλα, υγρασία, φθαρμένες δαντέλες, μοβ κρέπια στη πόρτα. Το νεκρόσημο στην ξύλινη κολόνα, οι κιτρινισμένες φωτογραφίες. Και το αρπαχτικό Πουλί με τον αγκυλωτό σταυρό να επιμένει στο έβγα της πόλης προς Κίσαμο. Στα δεκαοχτώ μου ήθελα να φύγω για να σωθώ.
Αλλά η πόλη μου υπήρχε. Εκεί, στο κύμα. Ποτέ δεν ταξίδεψα αλλού και να μη θυμηθώ τα Χανιά. Ποτέ δεν προσπάθησα να περιγράψω άλλον τόπο και να μη σκεφτώ τον δικό μου. Τα φωτισμένα σήμερα και αξιοποιημένα υπάρχοντα τείχη σε κάθε πόλη, τα μνημεία, τι σώθηκε, τι κουκουλώθηκε για πάντα, τι ρήμαξε ο χρόνος, τι ο άνθρωπος, οι εποχές η μια μέσα στην άλλη, οι κατακτητές, η κεντρική πλατεία, οι παραπλήσιες, η Αγορά, τα καταστήματα, τα αρχοντικά. Τα ίδια παραμύθια, τα ίδια δράματα, οι οικογένειες. Σε όλες τις πόλεις οι ίδιες συναλλαγές. Ο δικηγόρος που παντρεύτηκε τη θυγατέρα του δαιμόνιου εμπόρου, τα ίδια συμβόλαια, οι απαγορευμένοι έρωτες, οι θάνατοι, οι χωρισμοί. Ο δικαστικός, ο καφετζής, ο πολιτευτής, ο γυρολόγος που πλούτισε, ο δημογέροντας, ο αντάρτης, ο δωσίλογος. Πως θα μπορούσα να περπατήσω στην Ξάνθη ή στο Ναύπλιο, στο Μεσολόγγι ή στην Τρίπολη, αν δεν είχα περπατήσει στα Χανιά; Και πως θα μπορούσα να αγναντέψω πέλαγος, αν δεν είχα μείνει ώρες καθισμένη στο τειχαλάκι του Φάρου; Και πώς θα ήξερα για τη φρίκη της θάλασσας, αν δεν είχα τρομάξει με το φουρτουνιασμένο Κρητικό Πέλαγος, αν δεν είχα δει τα κουφάρια, τα σκουπίδια στην άμμο, το αίμα στο νερό;
Οι χαλικούτηδες του Ιμπραήμ ξεχύθηκαν στην απέραντη αμμούτσα, έξω από αυτόν εδώ τον προμαχώνα: Πόρτα Σαμπιονάρα στα βενετσιάνικα, Κουμ Καπί στα τουρκικά, Πύλη της Άμμου στα ελληνικά. Ένα από τα στέκια της πόλης σήμερα. Ταβέρνες, καφετέριες, κοσμοσυρροή. Παράμερα, στην ημιφωτισμένη παραλία, οι μετανάστες έχουν στήσει ένα μεταλλικό τραπεζάκι κοντά στα παγκάκια. Εδώ μαζεύονται τα βράδια, να μιλήσουν λίγο μεταξύ τους, να γειτονέψουν. Οι άντρες πίνουν μπίρες και παίζουν χαρτιά, οι γυναίκες καθισμένες στα παγκάκια ξεφλουδίζουν σπόρια και κοιτάζουν μελαγχολικές, σαν πίσω από διαχωριστικό τζάμι, τον κόσμο. Προσπαθώ να έρθω στη θέση τους. Να φανταστώ τους δικούς μας μετανάστες στην Αυστραλία, στον Καναδά, στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στην Αμερική. Στον τοίχο του σπιτιού που τον χειμώνα το δέρνει το κύμα είναι γραμμένο με κεφαλαία: «Μετανάστες αδέρφια μας». Υπογραφή: Το μαύρο κυκλωμένο Α.
Τι είναι λοιπόν τα Χανιά για μένα την επισκέπτρια σήμερα; Μια βραδιά με την Ευτυχία και την παρέα της, έπειτα από παράσταση του Θεάτρου Τέχνης στην Ανατολική Τάφρο, βραδιά ζεστή και να μας δροσίζουν τα ευεργετικά ρεύματα στο στενό δρομάκι που φέρνουν ως εμάς τη μυρωδιά του γιασεμιού και του νυχτολούλουδου, μπροστά στο χάλασμα της Αγίας Ειρήνης; Η δικαίωση του παρελθόντος χρόνου στα ευρήματα της εξ έρωτος Χανιώτισσας αρχαιολόγου Βάνας Νινιού, της οδοιπόρου, που αναζήτησε επίμονα τα μονοπάτια στα φαράγγια και τα κρυφά περάσματα στο Λιβυκό; Η συμφιλίωση με τα στοιχειά, ακούγοντας τον Κυριάκο Κινδελή, τον κάτοχο μυστικών και συνταγών, δυο καλοκαίρια προτού εκδηλωθεί η αρρώστια που θα τον πάρει, να αφηγείται γλαφυρά τις εσπερίδες στο σαλόνι της λογίας Πολίτισσας γιαγιάς του, της αυτοκρατορικής Βικτωρίας Μητσοτάκη, το γένος Κυριακού; Ή απλώς Χανιά για μένα σήμερα είναι να πίνω τον εσπρέσο μου στο ανακαινισμένο καφενείο του αναπλασμένου Κήπου και να θυμάμαι χωρίς νοσταλγία τα απορριγμένα αγάλματα στη θέση όπου υπήρχαν κάποτε τα δημοτικά ουρητήρια και παρακεί οι δεξαμενές νερού που τροφοδοτούσαν τα καλοκαίρια τα φορτηγά – καταβρεχτήρες του Δήμου και μοσχοβολούσαν κάθε απόγευμα πριν από πενήντα χρόνια νοτισμένο χώμα τα Χανιά, τότε που δεν υπήρχαν τόσο πολλά αυτοκίνητα στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους, και περιμέναμε, γωνία Λορέντζου Μαβίλη και Κωστή Παλαμά, να περάσει ο παγωτατζής; Αναζητώντας με επιμονή τους φωτογράφους που θα αποτύπωναν, για να ’χω να θυμάμαι, όταν πια θα ήμουν αλλού και μακριά, τη ζωή μου στο σχολείο, από εκδρομή σε εκδρομή και από παρέλαση σε παρέλαση.
Μάρω Δούκα, Τα μαύρα λουστρίνια, εκδ. Πατάκη, 2005, σ. 146-152
Μετάβαση στο σημείο: Κουμ-Καπί