Χανιά
Χανιά
Συγκρότηση ενότητας: Νικολέτα ΣπυρίδωνοςΤοπανάς (Παλιά Πόλη) Νέες προοπτικές της παλιάς πόλης
Στην ενότητα αυτή θα δούμε ένα μικρό δείγμα της Παλιάς Πόλης, η οποία αντιστάθηκε σε βομβαρδισμούς και κατακτητές και χώνεψε θρησκείες και πολιτισμούς στο πέρασμα των αιώνων.
Τοπ Χανάς,Τσάι γιασεμί...
Κυριακή.
Απόγευμα γυμνό και μόνο.
Σε κατώφλι θλίψης παιδιών
που δεν πήγαν σινεμά.
Η σιωπή τρώει ψυχούλες
από χωνάκι εφημερίδας.
Ενώ οι φίλοι απομακρύνονται
σ’ οικογενειακό περίπατο
η πλήξη σπάει την μπουκαπόρτα.
Οι δυο Βαγγέληδες πνίγηκαν στο ναυάγιο.
Δεν θα με σώσει το καρνάγιο του Βενιέρη.
Το μπλε Βυζάντιο.
Ούτε χιλιάδες Σαρακηνοί πειρατές.
Εσύ με το κοντό παντελονάκι
θα γίνεις ο κουλός ψαράς
της Κυριακής ο μπουρλοτιέρης.
Κι εγώ
σ’ απόηχους γιορτής από λιμάνια
χαρές θα καλλιεργώ.Ρούλα Καστρινάκη, «Τοπ Χανάς», Τσάι γιασεμί, εκδόσεις Μέδουσα, Αθήνα 1995
Σαλής ο μαύρος βαρκάρη...
Χριστόφορος: Κοίταξε, τίποτα δεν είναι όπως πριν.
Σαλής: Ακόμα κι ο Τοπανάς δεν είναι ίδιος. Χάνεται σιγά – σιγά η παλιά αριστοκρατία. [χαμογελά πικρά] Το «Κολωνάκι» των Χανίων ρημάζει…
Χριστόφορος: Υπάρχει όμως κάτι που δεν αλλάζει, Γιαγιάκο. Ένα κομμάτι μέσα μας. Αυτό που θέλει ν’ ακουμπά στα παλιά και να ξεκουράζεται… Η νοσταλγία… Μια νοσταλγία άγρια, σαν τ’ άλογο που καλπάζει και δεν του βάζεις με τίποτα χαλινάρι…
Σαλής: Οι αναμνήσεις είναι κάτι ζωντανό… [κοιτάζει πέρα] Μακάρι η νοσταλγία να ζωντάνευε και τη βάρκα μου! Δες την!
Χριστόφορος: Βάρκα; Λείψανο, πες καλύτερα! Βάρκα για το μουράγιο, αταξίδευτη… Βάρκα έξω απ’ τη θάλασσα…
Σαλής: Σαπίζει στο μώλο. Μονάχα οι τουρίστες καθίζουν πάνω της και βγάζουν φωτογραφίες. Τη βλέπω και καίγομαι…
Χριστόφορος: Πώς κάνεις έτσι; Ούτε παρατημένη γυναίκα να ’ταν, Σαλή!
Σαλής: Πού πήγαν όλοι εκείνοι που της έδιναν ζωή; Οι ταξιδιώτες με τις βαλίτσες, οι γυναίκες που φώναζαν μη βραχούν, τα παιδιά… Όλοι με τη λαχτάρα του ταξιδιού… Δίχως αυτούς είναι νεκρή η βάρκα μου [μετά από σιωπή] Κι εγώ μαζί της…
Χριστόφορος: Δε σου αρέσει η καινούρια σου δουλειά…
Σαλής: Δεν υπάρχει δουλειά που να μη μ’ αρέσει. Αν μ’ αφήνει κάτι να ζω…
Χριστόφορος: Να ζεις τα ορφανά σου εννοείς…
Σαλής: Καλά που ’ναι και τούτα κι έχει η ζωή μου νόημα… Αλλά δεν είμαι πια ο ίδιος. Ο γίγαντας που ξέρατε, άλλαξε κι αυτός. Γέρασα. Δεν έχω πια την παλιά μου δύναμη. Κουράστηκα.
Χριστόφορος: Καιρός να ξεκουραστείς όπως όλοι, Σαλή. Αυτό ήθελα να σου πω.
Σαλής: Να ξεκουραστώ, σύμφωνοι. Και πώς θα ζήσω, αν πάψω να δουλεύω; Το σπίτι στο Κουμ Καπί το πούλησα, γιατί είχα ανάγκη… [σιγά] Μου θύμιζε και τη Φατμέ…
Χριστόφορος: Πάντα φρόντιζες τους άλλους. Καιρός να φροντίσουν οι άλλοι εσένα…
Σαλής [ταπεινά]: Με φροντίζουν. Δεν έχω παράπονο. Και μόνο που υπάρχουν, δίνουν σκοπό στη ζωή μου. Και περισσότερο τα μικρά… Αυτές οι σκανταλιάρικες φατσούλες… Ξεχνιέμαι μαζί τους. Η ανεμελιά τους γίνεται και δικιά μου ανεμελιά.
Χριστόφορος: Γι’ αυτό κουβαλάς πάντα καραμέλες μαζί σου;
Σαλής [γελαστός]: Είναι η πληρωμή τους για τη χαρά που μου δίνουν.
Χριστόφορος: Καλά όλα αυτά. Όμως πρέπει να σκεφτείς το μέλλον σου σοβαρά.
Σαλής: Ποιο μέλλον μου; Τα παιδιά δεν είναι το μέλλον;
Χριστόφορος: Άλλο θέλω να σου πω. [σοβαρεύει] Άκου, Σαλή. Το κουβεντιάσαμε με την παρέα και τ’ αποφασίσαμε… Ο Γιώργης – που έχει σα γραμματιζούμενος και κάνα δυο γνωριμίες με τους επάνω – θα φροντίσει να σου βγάλει ελληνική υπηκοότητα, για να δικαιούσαι σύνταξη σα λιμενεργάτης.
Σαλής [με λαχτάρα]: Πώς; Να φιλήσω τα χέρια σου, Χριστόφορε…
Χριστόφορος: Τον Γιώργη να ευχαριστείς. Είδες; Και οι ποιητές είναι καμιά φορά χρήσιμοι;
Σαλής: Θα τόνε βρω το απόγευμα. Άντε γεια, για την ώρα.
Ελένη Μερκενίδου, Σαλής ο μαύρος βαρκάρης, ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, Χειμώνας 2002-2003, σ. 27-28
Παλιά πόλη...
Στα καλντερίμια της ξανά σέρνω τα βήματά μου,
στον ίσκιο, στα μπεντένια της, στους θρύλους της
να ζήσω.
Μες στα στενά σοκάκια της άφησα την καρδιά μου,
και τώρα πια, αχ, δεν μπορώ να τήνε πάρω πίσω.
Στα ξύλινα μπαλκόνια της άνθισαν οι λαχτάρες.
Πλάι στους κρίνους λυγερές με μάτια φλογισμένα,
καντάδες, πόθοι, θύμησες, οράματα, κιθάρες,
σουρντίνα, κρυφομίλημα, λυγμός τα περασμένα.
Κι όλα μιλούν μες στην ψυχή, τα γιασεμιά, τ’ αμπέρια,
οι Χιόνες, το Λιμάνι της, ο Φάρος, τ’ ακρογιάλι,
σα να ’ναι χτες που λίκνιζα με συντροφιά τ’ αστέρια,
τα όνειρα, και έσβηνε το σούρουπο αγάλι.
Γεμάτα γλάστρες τα στενά, ο Τοπανάς, οι ρούγες,
ανθώνες στις καλοκαιριές, στις θύελλες ταμπούρια,
Καμαρωτή η πόλη μας στου χρόνου τις φτερούγες
λαμποκοπά· ακούγονται διθύραμβοι και θούρια.Κ. Χιωτάκης, «Παλιά πόλη», Ανηφόρες και Καλντερίμια, Ποιήματα, Σύγχρονη Εποχή, 1984
Μετάβαση στο σημείο: Τοπανάς (Παλιά Πόλη)