Χανιά
Χανιά
Συγκρότηση ενότητας: Νικολέτα ΣπυρίδωνοςΠαλιό Λιμάνι Ήρεμος και γεμάτος μεγαλείο
Αν και έχει διαφορετική μορφή από την αρχική, ο φάρος των Χανίων είναι ένας από τους παλαιότερους φάρους του κόσμου, ο οποίος δεν φυλάσσεται, όπως οι λοιποί επιτηρούμενοι φάροι, καθότι βρίσκεται μέσα σε κατοικημένη περιοχή.
(πηγή: http://www.chania.gr/city/monuments/lighthouse.html)
Ο φάρος...
Ήρεμος και γεμάτος μεγαλείο,
έξω από το λιμάνι, στέκει ο Φάρος,
στον ήλιο ή στην βροχή, στη ζέστη ή στο κρύο,
με το κεφάλι πάντα ορθό, σα γλάρος,
απάν’ από τα κύματα· στο πλοίο
που ανέσπλαχνα παραμονεύει ο χάρος,
σωτήρας πάντα· κι ανοιχτό βιβλίο,
που ο καπετάνιος θαλασσοκουρσάρος,
διαβάζει στα τρισκόταδα! Την ώρα,
που όλα το μαύρο σκότος τα τυλίγει,
εσένα, η φωτεινή σου θύρα ανοίγει,
στην επιθυμητή οδηγώντας χώρα,
πικρούς ταξιδευτάδες. Όμοια ωραία
φώταε κι εμέ κι οδήγαε, ω Μούσα – Ιδέα!
Περάσανε οι κουρσάροι...
Ολόκληρη η εποχή της βροχής είναι σχεδόν ατάξιδη. Δυσκολεύει η θάλασσα. Γίνεται μαινάδα και σέρνει τα μαλλιά της απάνω στα βράχια, να τα μαδήσει.
Και τις φορές αυτές ακόμη που βρίσκεται στην άκρα της όργητα η θάλασσα, αισθάνομαι στα σώψυχά μου πως την αγαπώ. Όπως και να ’ναι η θάλασσα, είναι θάλασσα· ένα πρόσωπο της ελευθερίας. Τότε είναι που στέκομαι στ’ ακρομώλια ή σε τίποτε μακρινούς κάβους· ορθός σαν θαλασσοφάναρο και σαρώνω το πέλαγο ριπές- ριπές…
Περάσανε οι κουρσάροι!
Οι Ενετοί, οι θαλασσοπόροι κι αυτός ακόμη ο καπετάν – Διαπόρης με το καΐκι του. Περάσανε όλοι…
Ένα νησί ταξιδεύει ολομόναχο και ορμάει να το καταπιεί ο αφρός. Οι θάμνοι γέρνουν στη ράχη του να βαστηχτούνε. Ναύτες του οι γλάροι, κρώζουν και πετούν, κάνουν κύκλους – βάρδιες – τα περίπολα κι ύστερα κάθονται στα ρέλια.
Άδειο από ανθρώπου χνώτο όλο το πέλαγο, με τη βροχή ρούχο του αέρα.
Δοκιμάζουν οι μικρές στεριές το
μπόι τους στο αρχιπέλαγο·
και
πνέει Μαΐστρος!
Κραυγές από το φάρο...
Παλιά
όταν ο Φάρος έφεγγε μακριά,
πέρ’ απ’ το πέλαγο,
τα δειλινά
ζωγράφιζαν στις πέτρες του
ψυχεδελικά συμπλέγματα,
γοργόνες με λουλούδια ξωτικά
που λίκνιζαν τις έγνοιες μας.
Το σφύριγμα του βαποριού,
καμπάνα του χρόνου
στο εκκρεμές τ’ Αυγερινού,
ξυπνούσε τα όνειρα,
που μεγάλωναν
κάτ’ απ’ τον ίσκιο του,
στην ποδιά της παραλίας,
κι έτρεχαν λαχανιασμένα
να προλάβουν το Μέλλον.
Τότε,
το «Φανάρι» μας
ήταν αγάπη χιλιοπλούμιστη,
καημός και πόνος
σ’ ένα κόσμο
που κυλούσε
στους ρυθμούς της βεβαιότητας,
με τη σουρντίνα του τραγουδιού μας.
Τώρα,
γέρικο πια,
σφιχτοδεμένο στους κορσέδες
μιας αμφίβολης προσπάθειας,
με τη στοργή
βιαστικών κληρονόμων,
γέρνει γεμάτο πληγές,
έτοιμο να χαθεί
στο χασμουρητό της εποχής.
Κι είν’ η καρδιά μας ανήμπορη
ν’ αντιστυλώσει το βαρύ κορμί
με το φεγγάρι
ψαράδικο σκουφί στην κεφαλή,
την ώρα που βιγλίζει την ιστορία μας.
Ούτε το ποίημα,
ούτε ο πίνακας,
ούτε η σύσκεψη
διώξαν την αγωνία μας
να πέσει
ο μπροστάρης της παλιάς πόλης
στο τέλμα των στανιασμένων ημερών.
Τις μαύρες νύχτες της θύελλας,
η σιωπή του γίνεται κραυγή συναγερμού,
να ξεπεράσουμε το φράγμα της μοιρολατρεία
να βγούμε απ’ την έρημο της αναμονής.Κ. Χιωτάκης, «Κραυγές από το φάρο», Ανηφόρες και Καλντερίμια, Ποιήματα, Σύγχρονη Εποχή, 1984
Μετάβαση στο σημείο: Παλιό Λιμάνι