Χανιά
Χανιά
Συγκρότηση ενότητας: Νικολέτα ΣπυρίδωνοςΑκρωτήρι (Προφήτης Ηλίας / Τάφοι Βενιζέλων) Αυτός ο ουρανός μας χωράει όλους
Στην ενότητα αυτή θα δούμε την πόλη κυριολεκτικά από ψηλά περνώντας από την περιοχή του Προφήτη Ηλία και καταλήγοντας στους περίφημους Τάφους των Βενιζέλων.
Χανιώτικο...
Απ’ τ’ Ακρωτήρι ταπλωτό που γλυκοκυματούσα
η θάλασσα στολίζει το μαφρόκρινα ολοένα
απ’ τη Μαδάρα την ψιλή – που δες αρχοντοστέκει
και κει από τα δυτικά από τον κάβο – Σπάθα
το δείλι νατο φιλικό που σιγοκατεβαίνει
τυλίγοντας με απαλούς και χρυσαφένιους ίσκιους
πλαγιές και κάμπους των Χανιών,
μώλους και γυρογυάλια.
Χρυσόνειρο το δειλινό στην πολιτεία πάνω!…
Και οι ψυχές με το χρυσό το δείλι νιώθουν να’ναι
νιώθουν να γίνονται – χαρά σ’ αυτές που το μπορούνε,
ονειρικά πλεούμενα που φεύγουν με τους ίσκιους.
Μιχάλης Γρηγοράκης, «Χανιώτικο», Χανιά 1978
Η πηγάδα...
Δεκαοχτώ χρόνια φασκέλωνα το χωριό της μάνας μου: τον ουρανό με όλα του τα αστέρια, τη θάλασσα με όλα της τα κύματα, τα μποστάνια με τα φασολάκια, τις ελιές, τις χαρουπιές, τους κάλους στα χέρια, το σταρένιο ψωμί, τις λέξεις. Λέξεις αθησαύριστες, που ντρεπόμουν να ξεστομίσω: ατσιποδιάρα, άρκαλος, αποντερεύω, λαντουρίζω, ξεσταλίζω. Και νά, που σήμερα, σκοντάφτοντας σε λιθάρια προτάσεις, λέξεις αναζητώ. Εκείνα τα παραμύθια της γιαγιάς μου. Τώρα στέλνω γράμματα στον ανάπηρο θείο μου να καταγράψει ό,τι θυμάται από τα παραμύθια της γερόντισσας. Είναι κρίμα, του γράφω, να χαθεί τόσο υλικό. Το μοιρολόι για τον Δασκαλογιάννη, και για το αίμα των Τουρκοκρητικών που σφάχτηκαν στις πλακούρες, κι έτρεχε, λέει, το αίμα και πότιζε την πέτρα, κι αρπούσαν το χρυσάφι των αλλόθρησκων οι χριστιανοί, και ο γιος της χήρας που θάφτηκε στα θεμέλια του μαγεριού, όλα, θείε μου, συγκράτησέ τα όλα στο χαρτί, για να ’χω ιστορίες, και για τους έρωντες μην παραλείψεις, που αγάπησε ο δάσκαλος τη θυγατέρα του αγά και τον αγάπησε η Φατμέ κι έγινε η Μαρία η χριστιανή για το χατίρι του, τίποτα μην αφήσεις, και για την άλλη τη φτωχιά από τη Γαύδο, τη μαζώχτρα, που πήγε να γεννήσει στο ρυάκι κι εκεί τη βρήκανε κοκαλωμένη την άτυχη, όλα, σε θερμοπαρακαλώ.
Τις πρώτες μέρες δεν χορταίνω τα προσκυνήματα. Είναι τα κοκαλάκια του πατέρα μου, ο τυφλός μαχαλάς, οι μολόχες, τα χαλάσματα, οι πασχαλιές, οι αροκάριες και τα γιασεμιά, τα φούλια, τα αξεφλούδιστα αμύγδαλα στο φύλλο της μουριάς με κοπανισμένο πάγο, η αλμύρα, το θεόρατο πεύκο, τα γαλανά μάτια του αγοριού και η θάλασσα που το πήρε, το θυμάρι και οι μαχαιρίδες, τα αγριομάραθα, τα μοναστήρια μετωπικά στην Ιστορία, τα δειλινά και τα νυχτολούλουδα, ο Φάρος, οι πεταλίδες και το Μαράθι, οι βουνοκορφές, οι ηλιόσποροι, οι άνθρωποι που τόσο αγάπησα, δεκαοχτώ χρόνια ζωής που ποτέ δεν έπαψα να πιλατεύω. Πάνω στη βδομάδα ξεθολαίνουν τα λογικά μου, ιδού οι μπάτσοι και οι σπιούνιοι, η ρακολογία των σαλονιών, τα ίδια πρόσωπα που θα χαλούν μαραζωμένα, οι συμμαθήτριές μου που θα γερνούν, τα σπίτια που θα γκρεμίζονται, οι αροκάριες που θα ξεραίνονται, οι Τάφοι στη θέση τους, ραδίκι ανθισμένο, αλλά απούσα η λεβεντιά, το νταηλίκι μόνο, τα γυφτοκρητικά, οι μπαλωθιές, οι σκοτωμοί, τα λόγια τα μεγάλα, τόσοι και τόσοι το πόνεσαν το νησί, του σιάξαν δρόμους και πλατείες, μάθια μου, το στόλισαν με τον Βενιζέλο άγαλμα, του χτίσαν ξενοδοχεία, του βάλαν τηλέφωνο και ηλεκτρικό, θα του ιδρύσουν Πανεπιστήμιο, έχει την Παιδαγωγική Ακαδημία του, την Οικοκυρική του, τις ιδιωτικές του τεχνικές σχολές, τις γυναίκες του τις ανάδειξαν εθνικές καλλονές, παράμ παράμ παράμ, ετσούρησε ένα τραμ, κι αυτός που το οδηγούσε, τη σταρ Ελλάς φιλούσε, Νταίζη Μαυράκη η πανέμορφη, μπόλιασαν με το Κολωνάκι την Ξαστεριά του, διέταξαν τις πικροδάφνες να ανθίσουν κατά μήκος της εθνικής οδού, το ξεκούφωσαν το νησί, Βάση Πυραύλων στο Ακρωτήρι. Πώς να μην κοκορεύεται λοιπόν η συμμαθήτριά μου, τόση, μα τόση η ευημερία του τόπου, που θα τρελαθούμε όλοι με τα τσαλιμάκια των μπαλαντέρηδων, τα λαϊκά στρώματα, τουλάχιστον, με την ξερή και με την κολτσίνα έχουν αυτά ήσυχο το κεφάλι τους. Μου ’ρχονται και κάτι Γερμαναράδες με τον μινωικό πολιτισμό αναμάσκαλα, λεφούσια φιλόλογοι, αρχαιολόγοι και παρόμοιες σάχλες, μορφωμένοι, με πολλές αναμνήσεις, την Κατοχή, εννοώ, για τις καλλονές του νησιού, με αναπαμένη τη συνείδηση, τις πολεμικές αποζημιώσεις, εκείνο το πασατέμπο, εννοώ, μου ’ρχονται, λοιπόν, οι κύριοι να προσκυνήσουν την κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, κάθονται με τις ώρες δίπλα στα πιθάρια, μελετούν, στοχάζονται, κι από σιμά οι ιθαγενείς ξανοίγουν το θάμα, τι τα θες, σπουδαία φυλή, έξυπνοι άνθρωποι· ούτε ιδέα για μια δεύτερη κατάληψη, χωρίς αλεξίπτωτα, χαράκι το χαράκι μόνο και τσικουδιά την τσικουδιά. Και το Πουλί στον δρόμο για το Κολυμπάρι, το αρπακτικό. Για όλα μετανιώνω και για τίποτα. Θα αιωρούμαι στα φαράγγια του νησιού, ο τόπος που μ’ έθρεψε, θα λέω, η κοπριά που μ’ άνθισε, τ’ αγέρι που συμπορεύτηκε με την ανάσα μου είναι τα γονικά μου. Το παρομοιάζουν με περήφανο καράβι, που ’χει πανιά πουκάμισα λεβέντηδων, που ’χει κατάρτια σκληρή γη, τον ήλιο σέρτη και τα ταξιδοπούλια συντροφιά.
Και ας μην έγραφα καλές εκθέσεις στο σχολείο, για την Κρήτη πάντα έγραφα πεζοτράγουδα.
Η πόλη μου...
Μπερδεμένα, σκελετωμένα δάχτυλα,
δαρμένα από την ανάμνηση και την έγνοια,
σταυρωμένα από δαχτυλίδια χλωρά
μέσα στη σιγή και τη θύελλα,
ιστορούν το μεγάλο δρόμο,
τα μάτια που καρφώθηκαν πάνω του
την αξιοπρέπεια, την ντυμένη λουλούδια,
την πόλη μου.
Την πόλη τη συγυρισμένη με τον ιδρώτα
του ήλιου, της πέτρας και της θάλασσας,
τη ζυμωμένη με τα χαμόγελα της Άνοιξης
και τα ίσια πρόσωπα των παιδιών,
την πόλη που σεργιανάει κάθε χάραμα
στις αθώες μέρες του μέλλοντος.
Την πόλη με τους ήχους των μακρινών
θρύλων, ανάλαφρο πεντοζάλι
πάνω στα μαλλιά της, μυστικοί ψίθυροι
σε κάθε στεφανωμένο παράθυρο,
για τις πληγές, π’ ακόμα δεν έκλεισαν,
για το μεράκι της γης της ξεχειλισμένης από λευτεριά.
Φλόγες ονείρων και ρολογιών
θερμαίνουν τον κόρφο της,
τη λεβεντιά π’ αλητεύει στις γωνιές της,
σφίγγοντας γερά μέσα στα δόντια
τους σταυρούς, τα χέρια, τις τεντωμένες χορδές,
το βαρύ χρέος – ψωμί σκαρφαλωμένο
στα βλέμματα π’ απλώνονται μακριά -
την πόλη μου.Μαρία Πριπάκη, «Η πόλη μου», Χανιά 1997
Ο παππούς μου και το κ...
25. Βενιζέλος Χανιά;
Κι ο παππούς μου Χανιά!
Να, όμως, που όλα μπορούν και αλλάζουν. Ακόμη και το προτσές της ιστορίας μου. Πότε; Όταν η ουράνια Δύναμη αποφασίσει να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Ή, για να μη λέω ακατανόητα, όταν η περίφημη αυτή Δύναμη αποφασίσει να δώσει μιαν άλλη ευκαιρία στους απεσταλμένους της. Και μαζί στους βοηθούς των απεσταλμένων. Ίσως (χωρίς να είμαι και βέβαιος) και στους βοηθούς των βοηθών. Έτσι, μία ωραία πρωία, ο (αυτό)εξόριστος Βενιζέλος μας επιστρέφει. Για να αναλάβει για άλλη μια φορά — και τελευταία — την τύχη του έθνους στα χέρια του. (Έκφραση του παππού, λίγο περίεργη, οφείλω να ομολογήσω.)
Ποια ακριβώς χρονιά επέστρεψε, ποια μέρα, ποια ώρα κλπ. δεν έχει και πάρα πολύ μεγάλη σημασία τώρα πια. Ο παππούς μου πάντως επέμενε πως σ’ αυτήν την επιστροφή του Βενιζέλου μας από τα Παρίσια ο καιρός, μάλιστα, ο καιρός, ήταν πάρα πολύ ωραίος. «Ήταν μια πάρα πολύ ωραία μέρα», μου έλεγε. Κάθε φορά. Χωρίς όμως να ξεκαθαρίζει αν η μέρα εκείνη ήταν όντως ωραία ή μιλούσε πάλι μεταφορικά. Το λέω αυτό, διότι έχω παρατηρήσει ότι συνήθως οι ιστορικοί αλλά και οι συγγραφείς ιστορικών μυθιστορημάτων αποφεύγουν να δίνουν λεπτομέρειες για τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν όταν κάποιος απεσταλμένος φεύγει εξορία. Ούτε τι καιρό κάνει όταν επιστρέφει. Αυτό, πιστεύω, είναι μεγάλη παράλειψη. Γιατί αν μια τέτοια επίσημη και σημαδιακή μέρα δεν ξέρουμε τι καιρό κάνει, τότε;
Πάντως, για όσους ενδιαφέρονται, ο Βενιζέλος μας, οδηγημένος από τις αγαθιάρικες δυνάμεις των Ουρανών, επέστρεψε από τα Παρίσια κατευθείαν στα ηρωικά Χανιά της Κρήτης μας στις 20 Απριλίου 1927. Μια ανοιξιάτικη ημέρα. Εορτή του βενιζελικού και προφανώς φιλελεύθερου οσίου πατρός ημών Θεοδώρου του Τριχινά. Είμαι βέβαιος πως κανείς παλαιοελλαδίτης επίσκοπος δεν έχει ιδέα ποιος είναι αυτός ο τύπος που επιστρατεύθηκε την ημέρα εκείνη για να οδηγήσει τον Βενιζέλο μας πίσω στα Χανιά. Σιγά μη νοιάζεται ένας παλαιοελλαδίτης επίσκοπος για έναν ταλαίπωρο μοναχομοναχό που φορούσε τρίχινα ρούχα (εξ ου και το όνομά του) και ανεβοκατέβαινε κάθε μέρα τριάντα φορές 1.214 σκαλιά. Για να μπορέσει η ψυχή του να συνηθίσει τον δρόμο προς τα Πάνω. Όπως έλεγε. Εμείς πάντως οι Κρητικοί (ακόμη και οι αντιβενιζελικοί) τον ξέρουμε παραπολυκαλά.
Πρέπει να βιαστώ. Διότι η ιστορία μου τώρα αρχίζει πάλι να φωτίζεται από το φως της ελπίδας. Τα πράγματα φαίνεται να ξαναβρίσκουν τον καλό τους δρόμο. Τα νέα σημάδια νά τα. «Εντάξει», μου είπε ο παππούς μου. Μου ξαναείπε, δηλαδή. «Έγιναν όλα αυτά τα θεοπάλαβα. Χάσαμε, βουλιάξαμε, αλλά αυτός είναι ο συνηθισμένος δρόμος της ιστορίας. Μία κάτω τα έμβολα του κυρίου Ότο. Μία πάνω. Το ότι όμως γύρισε ο Βενιζέλος μας είναι καλό σημάδι. Και μάλιστα αφού ήρθε κατευθείαν στα Χανιά, χωρίς καν να πλησιάσει στο Κράτος των Αθηνών. Αυτό κάτι μπορεί να σημαίνει. Ίσως οι Ουρανοί είδαν επιτέλους την γκάφα τους να πάρουν μακριά από την Κρήτη μας τον Βενιζέλο μας και σκέφτηκαν να μας τον ξαναστείλουν πίσω. Ίσως και ξανάβρουμε την αυτόνομη Κρητική Πολιτεία μας. Γι’ αυτό, μόλις έμαθα πως εκείνος ήταν στα Χανιά, πήγα να τον δω. Χωρίς χρονοτριβή».
Θα περιγράψω εδώ με πολύ λίγα λόγια την τρομερή και παλαβή συνάντηση του Βοηθουπαππού μου με τον Αρχονταβενιζέλο μας. Είναι μια συνάντηση που ούτε η ιστορία έχει καταγράψει ούτε κάποιο ιστορικοκρητικό μυθιστόρημα αναφέρει. Γιατί; Διότι η συνάντηση αυτή έγινε στα κρυφά. Αλλά έγινε. Βράδυ, έξω από τα Χανιά, προς την περιοχή του ηρωικού Ακρωτηρίου (βλέπε χάρτη, παρακαλώ), εκεί όπου το σκοτεινό Κακό του θανάτου θα έστελνε ύστερα από εννιά χρόνια (1936) τον Βενιζέλο μας να βυθισθεί στη λασπουριά του τάφου. Εκεί συναντήθηκαν, τέλος Απριλίου 1927, ο απεσταλμένος και ο βοηθός του. Την πρώτη φορά που η «βόλτα» της ιστορίας έφτασε στο Ακρωτήρι Χανίων, ο παππούς μου ήταν πολύ λακωνικός. Όπως σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Έτσι, ενώ αυτή η συνάντηση αποτελεί ένα κορυφαίο γεγονός (το κορυφαίο των κορυφαίων, θα έλεγα), οι σχετικές πληροφορίες που μου έδωσε είναι λιγοστές. Μου είπε απλώς: «Τον είδα, συζητήσαμε. Συμφώνησα». Στην επόμενη «βόλτα» άκουσα πάνω κάτω τα ίδια. «Τον είδα και με είδε. Μιλήσαμε για την κατάσταση. Του είπα τι πιστεύω. Του είπα για τους χαλασμένους δρόμους καιτέτοια. Μου μίλησε για τις επόμενες κινήσεις του. Για τη διακυβέρνηση κλπ. «Αφού είσαι βοηθός και συμπαραστάτης», γύρισε και μου είπε, «οφείλεις, κύριε Γιωργάκη, να συμφωνήσεις μαζί μου». Και συμφώνησα».
Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ο παππούς μου και το κακό, Κέδρος 2005, σ. 242-244
Αθώοι και Φταίχτες...
Σήμερα περιπλανήθηκα για ώρα στην Ηρώων Πολυτεχνείου, μια από τις μεγαλοαστικές άλλοτε λεωφόρους της πόλης, περπάτησα και στην Ελευθερίου Βενιζέλου, ψηλά ως το Προξενείο, έπειτα κάλεσα ταξί και ανέβηκα στον Προφήτη Ηλία. Ο ταξιτζής με περίμενε όσο δούλευα με ανοιχτό ταξίμετρο. Κάνει και τέθοιο ψοφόκρυο, επαναλάμβανε. Ήθελε μήπως να μου υποβάλει ότι θα πρέπει να τον πληρώσω παραπάνω; Του ζήτησα την άδεια να ανοίξω το μαγνητοφωνάκι μου, να αποτυπώσω τη μελωδία της ομιλίας του. Μ’ αρέσει η προφορά σου, Χανιώτης είσαι; Ναι, αλλά όξω από τα Χανιά, από τον Λούλο. Τον ρώτησα προς τα πού πέφτει ο Λούλος και φάνηκε ότι πειράχτηκε. Δεν κατέεις τον Λούλο; πράμα δεν κατέεις, ούτε τα Κεραμιά κατέεις; Είχα συγκινηθεί που άκουγα επιτέλους το κατέω. Κατέω τα, είπα. Του ζήτησα να τον φωτογραφίσω. Μετά χαράς στάθηκε μπροστά στο άγαλμα του Κρητικού βρακοφόρου. Κατέεις την ιστορία του Καγιαλέ, που έκαμε το κορμί του κοντάρι και σήκωσε ψηλά κι ανέμισε την επαναστατική σημαία; Πρώτα τα καράβια της Ρωσίας ανοίξανε πυρ και τη ρίξανε χάμω. Αυτά εγώ τα κατέω καλά, γιατί τα ’χω πολλές φορές ακουσμένα από τον κύρη μου που του τα είπε κι εκεινού ο κύρης του. Φλεβάρης του 1897 ήτανε, λίγες μέρες μετά τις σφαγές του Γενάρη, τότε που είχε λυσσάξει το γενιτσαριό, είχε λυσσάξει όμως και πριν από οχτώ μήνες, Μάη του 1896, κι είχε πυρπολήσει την πόλη, αλλά εγώ σου λέω τώρα για τις σφαγές του 1897, τότε που και η Τριμάρτυρη είχε καεί, χαλασμός, κι απείς ησυχάσανε τα πράματα, τονε ζώσανε τον τσάρο τα κρίματα, μπορεί και να του εμφανίστηκε η Παναγία να τονε ραβδίσει, λόγω που τα δικά του κανόνια καταπρώτα είχανε βαρέσει τους επαναστάτες στ’ Ακρωτήρι, και το εκκλησιδάκι επαέ, τον Προφήτη Ηλία, ο τσάρος το ’χτισε και κάτω στην πόλη έχτισε φάτσα στην Τριμάρτυρη μια μεγάλη στοά ως κι είκοσι μέτρα μάκρος, έχτισε και τα Επισκοπικά Γραφεία, επισκεύασε και την καμένη Τριμάρτυρη, αυτά και άλλα πολλά, από χρόνια όμως γκρεμίστηκε η στοά εκεί κι έγινε μια ωραιότατη πλατεία μπροστά στον ναό για τους τουρίστες και για τα παιδιά και για τα πιτσούνια. Σταμάτησε επιτέλους και με κοίταξε· να σου πω και μια μαντινάδα για τον Καγιαλέ, που έκαμε το κορμί του κοντάρι κι ούλη η Ευρώπη θάμασε την αντρειά του, και κατακρίνανε τσοι ναυάρχους;
Μετάβαση στο σημείο: Ακρωτήρι (Προφήτης Ηλίας / Τάφοι Βενιζέλων)