Χανιά
Χανιά
Συγκρότηση ενότητας: Νικολέτα ΣπυρίδωνοςΣπλάντζια Ταξίδι στο χρόνο
Η Σπλάντζια ενσάρκωνε για αιώνες αυτό που σήμερα φαντάζει αδιανόητο στο μεγαλύτερο μέρος του «πολιτισμένου» κόσμου, την αρμονική συνύπαρξη μουσουλμάνων και χριστιανών. Το μοτίβο αυτό εξακολουθεί να συναρπάζει και να εμπνέει πολλούς καλλιτέχνες.
Αθώοι και φταίχτες...
Κάθισα στην Πλατεία Σπλάντζιας, σ’ ένα μελαγχολικό, ημιφωτισμένο καφενεδάκι. Γύρω γύρω στην πλατεία υπήρχαν και τότε καφενέδες. Ο πατέρας διευκρινίζει, λες κι έχει καμιά σημασία αυτό, ότι οι πλάτανοι αρχικά ήταν τρεις, αλλά οι δυο με τα χρόνια ξεράθηκαν. Παράγγειλα καφέ, μπας και συνέλθω από τις τσικουδιές που μ’ είχε ποτίσει ο Παπαμιχαλάκης. Ήχησε το ρολόι στο καμπαναριό της εκκλησίας. Εδώ, κάτω από τον πλάτανο, θα πρέπει να υπήρχε τότε και το περίτεχνο αραβικό κιόσκι. Οκτάγωνο κτίσμα με ισάριθμα θολωτά παράθυρα και κωνική σκεπή επενδυμένη από φύλλα μολύβδου, τόσο μικρό, ώστε μόλις χωρούσε τέσσερα ή πέντε άτομα της δημογεροντίας για τον αργιλέ τους. Ήμουν θυμωμένος με τον εαυτό μου. Γιατί είχα παρασυρθεί κι είχα πιει νηστικός; Γιατί δυο του είχα κάνει τις σωστές ερωτήσεις; Τι εικόνα, άραγε, του έδωσα; Το πιστεύω στ’ αλήθεια ότι ο άνθρωπος κυοφορεί μέσα του τη βία, όπως το δέντρο τον καρπό, ή μήπως μ’ έχει επηρεάσει αυτές τις μέρες η απλοϊκή κατά βάσιν άποψη του παππού για το κτήνος που πρυτανεύει στη φύση του ανθρώπου; Και οι δικές μου εμπειρίες; Η δική μου διαδρομή; Γιατί αφέθηκα σε γραφικότητες; Γιατί δεν του είπα ότι έτσι ή αλλιώς η διαμόρφωση της υποκειμενικότητας σήμερα, η δημιουργία δηλαδή των απαιτήσεων, των προτιμήσεων, των αντιλήψεων του ανθρώπου, παρασκευάζεται στα ειδικά εργαστήρια της παγκόσμιας αγοράς; Ότι τους λαούς σήμερα δεν τους θέλουν παρά μόνο ως εξωτική, πολύχρωμη τοπικότητα στην υπηρεσία των αναγκών του κεφαλαίου; Και ταυτόχρονα σε σκεφτόμουν. Πως θ’ αντιδρούσες, αν μ’ έβλεπες να καπνίζω συλλογισμένος ανάμεσα σε γερο-συνταξιούχους Κρητικούς; Με κοίταζαν με φιλική περιέργεια, τι ζητούσα ανάμεσά τους; Πλήρωσα και βγήκα βιαστικά, είχα την αίσθηση ότι από στιγμή σε στιγμή θα με ρωτούσαν από πού έρχομαι και τι θέλω στο στέκι τους.
Αθώοι και φταίχτες...
Θυμάται ο παππούς τα νιάτα του. Τον φίλο του τον Γεωργή και τους όρκους τους. Έπειτα χάθηκε ο Γεωργής, είπαν πως έφυγε στην Ιταλία. Και ξανασυναντήθηκαν έπειτα από χρόνια, ώριμοι άντρες πια, εδώ στη Σπλάντζια, μια τέτοια παγερή νύχτα στο τέλος του ραμαζανιού, αναμμένες οι καντήλες και στους έντεκα μιναρέδες της πόλης, η μουσική, τα γέλια των παιδιών, η φωνή του τραγουδιστή ηρωική και πένθιμη, Χασάνη, ποιος σου βάρηκε να κόψω την καρδιά του, και βλέπει ξαφνικά μπροστά του ο παππούς τον ξενιτεμένο φίλο του· εσένα ψάχνω, αναφώνησε ο Γεωργής, μια τέθοια νύχτα, είπα με τον νου μου, εδώ θα τον βρω. Τον αγκάλιασε συγκινημένος ο παππούς, κάθισαν έπειτα σ’ έναν καφενέ να πιούνε τη μαστίχα τους. Γυρίζει ο Γεωργής και του λέει: Βοσνία και Ερζεγοβίνη στα όπλα, ως πότε, καρντάσι Χουσεΐν, θα μας έχετε να σας κουβαλούμε από τα Λευκά Όρη το χιόνι για τσοι ντονουρμάδες και τη χαρουμπία σας; Το σκέφτηκες ποτέ ότι ο κόσμος αλλάζει, ότι κάθε μιλέτι έχει τα δικαιώματά του; Το σκέφτηκα, είπε ο παππούς, εσύ το σκέφτηκες πως από το ίδιο χιόνι πήζει και το δικό σου παγωτό; Ο Γεωργής τον κοίταξε σαν να ’θελε να τον στιμάρει και είπε: Θα ’ρθει καιρός που δεν θα υπάρχουν χριστιανοί και μουσουλμάνοι, παρά μόνο πλούσιοι και φτωχοί, στην Ευρώπη οι λαοί ξύπνησαν, στην Πόλη Έλληνες και μουσουλμάνοι εργάτες των Ναυπηγείων, μήνες απλήρωτοι, κήρυξαν αδερφωμένοι απεργία, θα ξυπνήσει αργά ή γρήγορα κι εδώ ο κοσμάκης. Του είπε τότε ο παππούς: Αν είναι να καλοξυπνήσει, με τις ευλογίες μου, αν είναι να στραβοξυπνήσει, καλύτερα να μην ξυπνήσει ποτέ! Άλλαξαν κουβέντα, γράφει ο παππούς, δεν ήθελαν να χαλάσουν τις καρδίες των. Είχαν συμφωνήσει όμως να ξανασυναντηθούν και να τα πούνε. Είμαστε Κρητικοί, του έλεγε ο φίλος του, πρόσεξέ το, εσύ είσαι μουσουλμάνος κι εγώ χριστιανός, άκουγα προψές τον τραγουδιστή στην πλατεία και στην αρχή θάρρεψα πως τραγουδεί ριζίτικο, ίδιος σκοπός, ίδια φωνή, ίδιος τόνος και μόνο στα λόγια αλλάζει, τι μας χωρίζει;
Μετάβαση στο σημείο: Σπλάντζια