Χανιά
Χανιά
Συγκρότηση ενότητας: Νικολέτα ΣπυρίδωνοςΧαλέπα-Ταμπακαριά Τα βραχώδη Ταμπακαριά
Η περιοχή αυτή επελέγη από τις βιοτεχνίες των βυρσοδεψών ως η καταλληλότερη της πόλης, καθώς βρισκόταν κοντά αλλά και μακριά από το κέντρο της πόλης, δίπλα σε άφθονα υπόγεια υφάλμυρα νερά αβαθούς θάλασσας, που ήταν χρήσιμα για το πρώτο στάδιο επεξεργασίας των δερμάτων. (Πηγή: http://www.chania.gr/city/places-historical-value/tabakaria.html)
Ντεληκανής...
[…] Το καλοκαίρι ακόμα και οι τουρίστες που διαθέτουνε πολλά λεφτά και σωστά χαρτιά, δυσκολοβρίσκουνε δωμάτια σ’ αυτή την ωραία πόλη. Πολύ περισσότερο ο Μανουήλ που ούτε πολλά λεφτά διαθέτει μα και που, το κυριότερο, αντίς για κανονική ταυτότητα (δεν έχει τέτοια) δείχνει (κι αυτό σαν δε χρειάζεται να κρυφτεί) ένα πιστοποιητικό του δήμου Κακονησίου προσυπογραμμένου από τον ιερέα τ’ Αϊ-Γιώργη.
Έτσι αφού τον διώξανε από τρία σπίτια συνέχεια ύστερ’ από μιας βραδιάς μόνο ύπνο, χατιρικά, τώρα τρέχει με λεωφορείο στην εξοχική Χαλέπα όπου ένας μπαρμπέρης τού είπε πως νοικιάζεται μια κάμαρη και, μάλιστα, με ιδιαίτερη είσοδο.
Για την ακρίβεια το σπίτι βρίσκεται στην Αγία Κυριακή της Χαλέπας. Τοποθεσία με γραφικό ξωκλήσι σφηνωμένο στην ανατολικήν άκρη των Χανιών, στο μυχό, κάτω από τον Προφήτη Ηλία του ιστορικού Ακρωτηρίου. Με περιγιάλι πανώριο, με νερό αθάνατο και λείψανα αρχαίου μοναστηριού, η Αγία Κυριακή ήταν άλλοτε ένας περίπατος αξέχαστος για την ομορφιά του. Μα οι Χανιώτες τη μεταμορφώσανε σε ταμπακαριό, αζύγωτη τώρα από των τομαριώ την αποφορά, από τη ασκήμια των βυρσοδεψείων και τη συνακόλουθη βρομισιά της θάλασσας.
Ωστόσο η νοικιαζούμενη κάμαρη δε «μυρίζει». Στον παλιό καλό καιρό ήταν δωμάτιο υπηρεσίας στο κάτω πάτωμα του μισοδιώροφου αρχοντικού που ακόμα κι όταν χτίστηκαν τα ταμπάκικα δεν το παίρναν τα σμπάρα της δυσοσμίας παρά μόνο σαν φυσούσε γκρεγκολεβάντες. Αλλιώς, όλο το σπίτι μοσκοβόλαγε γιασεμί. Γιατί είχε δικό του πηγάδι και δυο κηπαράκια το σπίτι μπρος πίσω, με κρεβατίνες.
Όσο για την «ιδιαίτερην είσοδο» με καγκελόπορτα στ’ ανατολικά, αυτή την προστέσανε οι ταμπάκηδες που διαδέχτηκαν τον καιρό του πολέμου, του δεύτερου, τους κακαποδομένους πρώτους νοικοκυραίους της έπαυλης, για να βολέψουνε σε κείνη την κάμαρη ορισμένα συγγενικά γερατιά. Κακαποδώσαν όμως γρήγορα κι οι ταμπάκηδες σκορπίσανε, χάθηκαν. Κι έτσι, στα τρεχούμενα χρόνια, ένας εργένης πολύ γεροκόκκαλος, κοντά ογδονταπεντάρης, αποστρατεμένος δικαστικός (τον φώναζαν κύριο εισαγγελέα), βρέθηκε αφεντικό του αρκετά σαραβαλιασμένου πρώην αρχοντικού, που αυτός το αναβάσταξε και μάλιστα το ξανασυγύρισε. […]
Μ. Σκουλούδης, «Ντεληκανής», Τα Χανιά στη Λογοτεχνία: 750 χρόνια από την ανοικοδόμησή τους, ημερολόγιο 2002, επιμέλεια: Αγγελική Καραθανάση, Σύνδεσμος Φιλολόγων Νομού Χανίων, Δήμος Χανίων, 2002.
Ζουγραφίες...
Γιγάντικα τα σύγνεφα, φαντάζουν ασημένια
στο γαλαζένιον ουρανό
σαν τα χτυπά του ήλιου το φως· σαν τα χτυπά ο αγέρας
φεύγουνε πίσω απ’ το βουνό.
Κι είναι θερίο η θάλασσα. Το παρδαλό της χρώμα
δίνει της – μπλάβο εκεί μακριά,
πιο δώθε ανοιχτοπράσινο κι ακόμα δώθε γκρίζο –
κάποια παράξενη θωριά.
Τα κύματα τα πράσινα, τα γκρίζα και τα μπλάβα,
από του πέλαου τα φαρδιά,
τα φέρνει ρήγας ο βοριάς· μπατσίζουνε τα βράχια,
κι άγρια φιλούν την αμμουδιά.
Μα το φιλί τους θάνατος κι ο θάνατος τραγούδι·
θα σπουν τα κύματα, οι αφροί,
πάντα πριχού να σβήσουνε, γλυκά θα μουρμουρίσουν
πόσο η θανή τους είν’ πικρή.
Και τα Χανιά στη θάλασσα την ανεμοδαρμένη
σα γλώσσα απλώνουνε παχειά
το κάστρο τους, περίπαιγμα, θαρρείς, στην τρικυμία
και καταφρόνια στα στοιχειά.
Του κάστρου το περίπαιγμα κι η καταφρόνια ανάβουν
του Ποσειδώνα το θυμό·
να, το νερό σηκώνεται και στα ψηλά μουράγια
ξεσπάει, δεν έχει τελειωμό.
Χαθήκαν τα πλεούμενα· ο φόβος κυβερνήτης
μέσ’ στο λιμάνι τα κρατεί.
Μα η σκέψη μου όλο σέρνεται στα γαλανά τα πλάτια
μ’ ένα χρυσόνειρο δετή.
Νοιώθω φουρτούνα μέσα μου σα βλέπω τη φουρτούνα
και με το δώρο ενού φτερού,
σα γλάρος, προς τα κύματα πετά η ψυχή μου, σμίγει
με την ψυχούλα του νερού.Γ. Π. Σαββίδης, Στα χνάρια του Καρυωτάκη: Κείμενα 1966–1988, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1989, σ. 176-182
Μετάβαση στο σημείο: Χαλέπα-Ταμπακαριά