Τι εποχές! Η Βιργινία νήπιο και ο Άκης περισσότερο ανεκτικός, τέτοια μέρα παρακολουθούσαν οικογενειακώς τη θεία λειτουργία στην Τριμάρτυρη κι έπειτα στο Λιμάνι τον αγιασμό των υδάτων, ένιωθε τότε μέλος αναπόσπαστο της μικρής κοινωνίας των επισήμων, γνωστή σε όλους, ομότιμη, δια χειραψίας, χρυσό μου, η κυρία Μαρίκα, πόσο σου πάει το κολιέ, σου φωτίζει το πρόσωπο, φιλιά σταυρωτά, χαμόγελα εγκάρδια, όχι, δεν θα μπορούσε να ζήσει πουθενά αλλού. Ακόμη και ο Άκης, ο Μακεδόνας, στα πρώτα χρόνια του γάμου τους αγαπούσε με πάθος τα Χανιά, εδώ ρίζωσα, έλεγε, δεν νομίζω ότι υπάρχει ωραιότερη πόλη. Έπειτα, τι χάλασε; Δεν ήθελε να συναγελάζεται με τους ντόπιους, τι τον ενοχλούσε ακριβώς, ποτέ δεν της το εξήγησε, δεν μπορώ τους φίλους σου, τους συγγενείς σου, τους πολιτευτάκηδες, τους βουλευτάκηδες, δεν ανέχομαι άλλο τον τοπικισμό σας, την ξιπασιά σας, μάλιστα, ωραία τα Χανιά, ξέρεις όμως γιατί; Γιατί οι Χανιώτες δεν είχαν το απαιτούμενο χρήμα να μιμηθούν τους Ηρακλειώτες, να τα γκρεμίσουν όλα και να τα ξαναχτίσουν, μόλις όμως αρχίσει να κυκλοφορεί κι εδώ το ρευστό, ανάπτυξη το λένε, θα το δεις, κυρία μου, αγνώριστα θα γίνουν τα Χανιά σου, θα γκρεμιστεί ακόμη και το τελευταίο νεοκλασικό. Τέτοιες κρίσεις αντιπάθειας τον έπιαναν τα τελευταία χρόνια όλο και πιο συχνά. Έπειτα αποξεχνιόταν, αφοσιωνόταν για κάμποσο καιρό στη δουλειά του, πήγαιν’ έλα με τα πόδια στην Εθνική Τράπεζα απέναντι από την Αγορά, τον περίμενε πάντα ο ζεστός καφές ή ο κρύος, ανάλογα με την εποχή και με τα κέφια του, πού αλλού θα ζούσε καλύτερα; Κι όποτε ήθελε, τελευταία όλο και συχνότερα, καβαλούσε τη μηχανή του και σ’ ένα τέταρτο στο μετόχι, κτήμα ή εξοχικό, όπως θέλεις πες το, ένα από τα πολλά ακίνητα του γερο-Φούμη, ανακαινισμένο, σαράντα στρέμματα φυτεμένα και πάλι φυτεμένα από χρόνια πολλά.
Μάρω Δούκα, Αθώοι και φταίχτες, Πατάκης 2010, σ. 48-49