Χανιά
Χανιά
Συγκρότηση ενότητας: Νικολέτα ΣπυρίδωνοςΟδός Χάληδων-Εκκλησία Τριμάρτυρης-Στιβανάδικα Ένας τηλεοπτικός γάμος στην περίφημη εκκλησία
Η μεγαλοπρεπής εκκλησία της Τριμάρτυρης, της οποίας η ανέγερση φαίνεται να ολοκληρώθηκε τη δεκαετία του 1860, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με σπουδαία ιστορικά γεγονότα, δημόσιες και ιδιωτικές στιγμές.
Αναφορά στο Γκρέκο...
Όταν συλλογιέμαι, ύστερα από τόσα χρόνια, τη μέρα εκείνη που πάτησε ο πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας, πάει να πει η Λευτεριά, το χώμα της Κρήτης, τα μάτια μου βουρκώνουν ακόμα και τρέχουν. Τι μυστήριο λοιπόν ακατάλυτο είναι ο αγώνας του ανθρώπου! Τι ’ναι η φλούδα ετούτη της γης, φτενή, αβέβαιη, ραγισμένη, και σούρνονται απάνω της τα καταματωμένα, καταλασπωμένα παράσιτα, οι ανθρώποι, και ζητούν ελευτερία. Και τι συγκίνηση να βλέπεις να σκαρφαλώνει τον ατέλειωτο ανήφορο, πρωτοπόρος, και ν’ ανοίγει δρόμο, πότε με τη χλαμύδα και το κοντάρι, πότε με τη φουστανέλα και το καριοφίλι, και πότε με τη βράκα την κρητικιά, ο Έλληνας! […]
Δύο στάθηκαν οι ανώτατες μέρες της ζωής μου – η μέρα που πάτησε ο πρίγκιπας Γεώργιος στην Κρήτη, κι ύστερα από χρόνια η μέρα που γιόρτασε τα δέκα χρόνια η Επανάσταση στη Μόσχα. Και τις δυο αυτές μέρες ένιωσα πως μπορούν να γκρεμιστούν τα μεσότοιχα – κορμιά, μυαλά, ψυχές, - και να ξαναγυρίσουν οι άνθρωποι, ύστερα από φοβερή αιματερή περιπλάνηση, στην αρχέγονη θεϊκιάν ενότητα. Δεν υπάρχει εγώ κι εσύ κι εκείνος, όλα είναι ένα, και το ένα ετούτο είναι βαθύ μυστικό μεθύσι κι ο θάνατος χάνει το δρεπάνι του, θάνατος δεν υπάρχει, χώρια ένας ένας πεθαίνουμε μα όλοι μαζί είμαστε αθάνατοι, ανοίγουμε τις αγκάλες κι αγκαλιάζουμε, ύστερα από τόση πείνα, από τόση δίψα κι ανταρσία, σαν άσωτοι γιοι, τον ουρανό και τη γης, τους δυο γονιούς μας.
Πετούσαν οι Κρητικοί τα κεφαλομάντιλά τους στον αέρα, έτρεχαν τα κλάματα και μούσκευαν τ’ άσπρα καπετανίστικα γένια, σήκωναν οι μανάδες τα μωρά τους να δουν τον ξανθό γίγαντα, το παραμυθένιο βασιλόπουλο, που ’χε ακούσει το θρήνο της Κρήτης κι είχε κινήσει, πριν από αιώνες, καβάλα σε άσπρο άλογο, σαν τον Αϊ-Γιώργη, να τη λευτερώσει. Γυαλί έκαμαν τόσους αιώνες τα μάτια των Κρητικών ν’ αγναντεύουν το πέλαγο, φάνηκε, δε φάνηκε, τώρα θα φανεί… Πότε ένα ανοιξιάτικο συννεφάκι τους ξεγελούσε, πότε ένα άσπρο πανί, πότε μες στα βαθιά μεσάνυχτα, ένα όνειρο… Μα το συννεφάκι σκόρπιζε, το πανί χάνουνταν, τ’ όνειρο έσβηνε, κι οι Κρητικοί στήλωναν πάλι τα μάτια καταβορρά, κατά τον Έλληνα, κατά το Μόσκοβο, κατά τον ανέσπλαχνο αργοκίνητο Θεό.
Και τώρα, να, τράνταξε η Κρήτη, άνοιξαν οι τάφοι, ακούστηκε μια φωνή από την κορφή του Ψηλορείτη: Έρχεται! Έφτασε! Να τος! Κι οι γέροι καπεταναίοι ροβόλησαν από τα βουνά, με τις βαθιές πληγές τους, με τις ασημένιες πιστόλες τους, ήρθαν οι νέοι με τα μαυρομάνικα μαχαίρια τους και με τις βροντόλυρες, χτυπούσαν οι καμπάνες, σειούνταν τα καμπαναριά, καταστολίστηκε η πολιτεία με βάγια και μυρτιές, κι ο ξανθός Αϊ-Γιώργης στέκουνταν στη δαφνοστρωμένη προκυμαία, κι έλαμπε όλο το Κρητικό πέλαγο πίσω από τους ώμους του. […]
Ήμουν μικρός τότε κι άπραγος, και το ιερό μεθύσι μέσα μου βάσταξε πολύ· μπορεί και να βαστάει ακόμα· στις πιο βαθιές χαρές μου, και τώρα ακόμα, όταν βλέπω τον έναστρο ουρανό ή τη θάλασσα ή την ανθισμένη μυγδαλιά ή όταν ξαναζώ τον πρώτο έρωτα αστράφτει μέσα μου, αθάνατη, η 9η Δεκεμβρίου 1898 που το βασιλόπουλο της Ελλάδας, ο αρραβωνιαστικός της Κρήτης, πάτησε την Κρήτη· κι όλο το στήθος μου μέσα μου στολίζεται, όπως ολάκερη η Κρήτη τη μέρα εκείνη, με μυρτιές και δάφνες. […]
Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στο Γκρέκο, εκδόσεις Καζαντζάκη, 2009, σ. 126-129.
Σαν μυθιστόρημα...
Θυμάμαι ξανά με τι λαχτάρα τον περίμενα εκείνα τα καλοκαίρια, κάθε Παρασκευή ή Σάββατο, την ώρα που έφτανε το πλοίο· πώς έτρεχα από το σπίτι στο λιμάνι, μόλις ο καπνός του φουγάρου υψωνόταν πίσω από τον κάβο του Αγίου Αιμιλιανού (σημάδι ότι το ίδιο το πλοίο δεν θ’ αργούσε να φανεί· κι αλήθεια, λίγες στιγμές αργότερα μία μικρή, λευκή κουκκίδα, που τα μάτια μου είχαν ασκηθεί να διακρίνουν με το πρώτο, έκανε την εμφάνισή της μπροστά από εκείνο το ακρωτήρι, ύστερα δεξιότερα, στη μέση της Δοκού — έτσι τουλάχιστον το έβλεπαν τα μάτια μας — όπου η κουκκίδα μεγάλωνε, όλο μεγάλωνε), ώσπου, σε καμιά εικοσαριά λεπτά, το πλοίο ολόκληρο ήταν μπροστά μας· ναι, το καράβι είχε κιόλας φτάσει και σφύριζε και ξεφυσούσε μαύρο καπνό κι έριχνε άγκυρα κι εγώ βρισκόμουν εδώ και κάμποση ώρα στον μώλο, στριμωγμένος με τον κόσμο πίσω από το κάγκελο που φρουρούσε ένα ναύτης, και το βλέμμα μου αγωνιζόταν να ξεχωρίσει αν ο πατέρας μου ήταν ανάμεσα στους πρώτους επιβάτες που εμφανίζονταν στο πλαίσιο της μπουκαπόρτας, έτοιμοι να σαλτάρουν στις βάρκες που περίμεναν χοροπηδώντας πάνω στο κύμα, κι έξαφνα η καρδιά μου φτερούγιζε: α, ναι! ο μπαμπάς μου ήταν εκεί, τον είχα δει, με το ψαθάκι, το κοστούμι του και τη μικρή του καφετιά βαλίτσα· και να, μόλις με είχε δει κι εκείνος, μου έκανε νόημα από μακριά κι ήμουνα τόσο ευτυχής ζώντας προκαταβολικά τις στιγμές, τις ώρες που θ’ ακολουθούσαν: τη στιγμή που θα χωνόμουν ολόκληρος στην αγκαλιά του κι εκείνος θα μ’ έσφιγγε και θα με φιλούσε· τον χαρούμενο γυρισμό στο σπίτι· τη στιγμή που θ’ άνοιγα μονάχος τη μικρή καφετιά βαλίτσα για να ανασύρω το δώρο μου — ποιο θα ήταν τούτη τη φορά το δώρο μου; και τη βραδινή μας οικογενειακή έξοδο στην παραλία· το δείπνο στην Ντάπια· και πάλι τον γυρισμό και τη φωνή του πατέρα μου να κουβεντιάζει με τη φωνή της μάνας μου στην ταράτσα και να με συντροφεύει, καθώς θα βυθιζόμουν μέσα στον γλυκύτερο ύπνο του καλοκαιριού. Κι όταν όλα τούτα γίνονταν πια πραγματικά, παρακαλούσα να μην τελειώσουν.
Ήταν για μένα μια γιορτή αυτά τα Σαββατοκύριακα όπου ξέφευγα για λίγο από την κηδεμονία της μητέρας μου και από τη μοναξιά μου (οι παρέες μου ήταν τόσο λίγες), για να προσκολληθώ ψυχή και σώμα στον πατέρα, που έλυνε κάθε μου απορία, άκουγε με απέραντη υπομονή όλες μου τις εκμυστηρεύσεις (αφού, αν εξαιρέσω τα «ερωτικά» που δεν τα ομολογούσα ούτε στον εαυτό μου, του έλεγα τα πάντα) και είχε πάντα να μου πει κάτι το συναρπαστικό. Και μόλις έφτανε ο Αύγουστος κι εκείνος ερχόταν να μείνει μαζί μας για δύο εβδομάδες, οι καλοκαιρινές διακοπές μου — αυτές οι αργόσυρτες, μονότονες, ατέλειωτες διακοπές που είχαν αρχίσει κιόλας να σταλάζουν στην ψυχή μου την ανία — ξανάβρισκαν την πρώτη γοητεία τους και νόμιζα πως είχα μονομιάς μεταφερθεί σε άλλον τόπο.
Τότε ακριβώς ο πατέρας μου διηγόταν διάφορες ιστορίες, που τις είχε ήδη αρχίσει κάποιο κυριακάτικο πρωινό του περασμένου χειμώνα και θα τις συνέχιζε τον επόμενο χειμώνα, στην Αθήνα· ιστορίες όλες, θαρρείς, βγαλμένες από το ίδιο, μοναδικό, μεγάλο παραμύθι — το άκουγα δίχως να χορταίνω από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου κι ένιωθα πως δεν θα τέλειωνε ποτέ: τα δικά του παιδικά χρόνια. Μου έλεγε για το πατρικό του σπίτι στα Χανιά και για την αρχαία γειτονιά του με τα στενά δρομάκια, το Καστέλλι· για τα παιδιά που έπαιζαν στις αλάνες και για τους «χαλικούτες», τους αραπάδες που φόρτωναν και ξεφόρτωναν τα καΐκια ή μπαινόβγαιναν με τις βάρκες τους στο λιμάνι· για τους υπαίθριους γυρολόγους, Έλληνες και Τούρκους, που έρχονταν από μακριά με τα στιβάνια και τις βράκες τους και διαλαλούσαν τις πραμάτειες ή τις λιχουδιές τους – τη μυζήθρα, τα βραστά «ξενικόσταρα» (τα καλαμπόκια), τη «χαρουμπία» που σου την πρόσφεραν παγωμένη μες στην καρδιά του καλοκαιριού χάρη σε λίγο φρέσκο χιόνι από τα Λευκά Όρη μέσα στο οποίο φύλαγαν το δοχείο τους (κι εγώ θαύμαζα συλλογιζόμενος αυτό το χιόνι που δεν έλιωνε ποτέ, αυτούς τους ανθρώπους που ανέβαιναν τόσο ψηλά για να το μαζέψουν κι ύστερα περπατούσαν ώρες και ώρες μέσα στην ερημιά για να φτάσουν ως τη μικρή πολιτεία)· για τον μουεζίνη που έβγαινε το σούρουπο στον εξώστη του πανύψηλου μιναρέ, κοντά στο σπίτι τους, κι έψελνε με την έρρινη, παραπονιάρικη φωνή του· για τον γλυκό πατέρα του, τον Χαρίδημο, που έψελνε επίσης τους εσπερινούς και τις Κυριακές στην ορθόδοξη εκκλησία της Τριμάρτυρης, λίγες εκατοντάδες μέτρα παρακάτω· και για τη φιλενάδα της μάνας του, τη χανούμισσα, που ερχόταν συχνά στο σπίτι τους τα βράδια για βεγγέρα και που μόλις εμφανιζόταν με το καλυμμένο της πρόσωπο στον δρόμο, πίσω από τον αρσενικό της συνοδό, ο οποίος προπορεύονταν μ’ ένα φανάρι, ξεσήκωνε το σπίτι – αμέσως ο δάσκαλος και ο γιος του έπαιρναν καθένας το μικρό του λαδολύχναρο κι ένα βιβλίο κι ανέβαιναν από την ξύλινη σκάλα στο ανώγι του μικρού σπιτιού για να βυθιστούν στο διάβασμα ώσπου να πάρει τέλος η πολύωρη βεγγέρα.
Μου μιλούσε ακόμα για την ιστορία της Κρήτης, την τόσο ταραγμένη τα χρόνια εκείνα, και για την εποχή όπου είχαν καταφύγει στον Πειραιά· για το λύκειο «Ο Πλάτων» στο οποίο είχε φοιτήσει (κι εγώ έφερνα αμέσως στο νου μου την παμπάλαια φωτογραφία που είχα ανακαλύψει μια μέρα στην αποθήκη, συλλογικό πορτραίτο του λυκείου, όπου ανάμεσα σ’ ένα πλήθος μαθητών ένα μικρό παιδί με ναυτικά, που καθόταν οκλαδόν στην πρώτη γραμμή, ήταν – μου είχαν πει – ο ίδιος ο πατέρας μας· και πάσχιζα να ταυτίσω το κουρεμένο αυτό παιδί, που πρέπει να ήταν μόλις λίγο μεγαλύτερο από μένα, με τον άνθρωπο που μου ιστορούσε τη ζωή του κι ένιωθα ξαφνικά γι’ αυτό μια παράξενη αγάπη) · για τα γυμνασιακά του χρόνια στην αυτόνομη πια Κρητική Πολιτεία και για τον καθηγητή του των αρχαίων – όσο κι αν σπάω το κεφάλι μου, δεν καταφέρνω πια να θυμηθώ το όνομά του – που τους έβγαζε, τις εθνικές γιορτές να παρελάσουν στους δρόμους των Χανίων τραγουδώντας το «Είμαι Έλλην, το καυχώμαι, ξεύρω την καταγωγήν μου», και τότε ο πατέρας μου, που ήταν σκανδαλιάρης, έκανε επίτηδες ένα φάλτσο ή πρόφερε στραβά ένα ρήμα, προξενώντας τη φρίκη του καθηγητή… Τόσα και τόσα άλλα, που μου ξανάρχονται κάποτε αιφνίδια στη σκέψη, όταν κάποιο τυχαίο ερέθισμα δονεί τις χορδές της μνήμης.
Λίγα χρόνια αργότερα από την εποχή αυτών των αφηγήσεων, στα 1952, όταν βρεθήκαμε επιτέλους μαζί του στα Χανιά, ο πατέρας μου μ’ έκανε να γευτώ τις λιχουδιές που μου περιέγραφε – τα καλιτσουνάκια, την μπουγάτσα με το τυρί, τα βραστά «ξενικόσταρα». Κι ένα πρωί με πήγε στο Καστέλλι και περπατήσαμε μαζί στα παλιά, στενά δρομάκια του – τόσο παλιά, που είχαν δει, καθώς μου έλεγε, τους Βενετούς πριν απ’ τους Τούρκους και τόσο στενά, ώστε άγγιζες κάποτε, κι από τις δυο μεριές, τους τοίχους· και τέλος με οδήγησε σε μιαν ερειπωμένη γωνιά όπου κείτονταν τ’ απομεινάρια του σπιτιού του – είχε κι εκείνο γκρεμιστεί όπως και τόσα άλλα απ’ τους βομβαρδισμούς των Γερμανών, τον Μάιο του 1941, στη μάχη της Κρήτης.
Ναι, όλα αυτά τα είδα με τα μάτια μου (όπως είδα στο λιμάνι τον βαρκάρη τον Σαλή, τον ψηλό και καλοκάγαθο αράπη, τον τελευταίο, νομίζω, «χαλικούτη» που έζησε στην πόλη)· και μπόρεσα έτσι να τοποθετήσω μες στον χώρο τις ιστορίες του πατέρα μου – το κλίμα, τους ανθρώπους και τα γεγονότα. Όμως τον κόσμο που τόσο παραστατικά μου ζωγράφιζε, αυτόν δεν τον ξαναβρήκα πουθενά – πουθενά έξω από τις αφηγήσεις του, όπως τις συγκρατεί ακόμα το μυαλό μου. Ήταν ένας κόσμος πολύχρωμος, ανατολίτικος, παραμυθένιος – ο οποίος δεν έμοιαζε σε τίποτα με όσα ήξερα, με όσα έβλεπα, ακόμα και στα Χανιά. Ένας κόσμος όπου- τότε, θαρρώ, το διαισθάνθηκα για πρώτη φορά – δεν θα έφτανα, όσο κι αν ταξίδευα, ποτέ γιατί ξετυλιγόταν σε μια διάσταση διαφορετική από εκείνην όπου ξετυλίγονται και φτάνουν τα πραγματικά ταξίδια, τη διάσταση του χρόνου· όπου μπορούσα ν’ αράξω μόνο νοερά, αν χρησιμοποιούσα κάποιο από εκείνα τα εκπληκτικά πλεούμενα που επινόησαν οι άνθρωποι για να πραγματοποιήσουν αυτό το αδύνατο ταξίδι: τις αφηγήσεις, τις εικόνες, τα βιβλία…
Κι ωστόσο, αυτός ο άπιαστος μέσα στο παρόν μου κόσμος ήταν – το διαισθανόμουν επίσης – εξίσου πραγματικός με τον κόσμο που άγγιζα: τα σπίτια, τις γειτονιές, τους τόπους όπου βρισκόμουν· ένας κόσμος που συμπλήρωνε και προεξέτεινε τον δικό μου και όπου μου φαινόταν πως είχα κι εγώ κάποτε ζήσει. Και τώρα που γράφω, συλλογίζομαι ότι η προχωρημένη ηλικία του πατέρα μου και ο τρόπος που, εν μέρει εξαιτίας της, δέθηκα μαζί του φωτίζουν ένα ακόμα χαρακτηριστικό μου: αυτή την αφάνταστη προέκταση που παίρνουν κάποτε η μνήμη και η ζωή μου, δίνοντάς μου ακόμα σήμερα την αίσθηση ότι τα παιδικά μου χρόνια δεν τα έζησα μόνο στην Αθήνα του 1950 αλλά και στα Χανιά του 1890 – ένα σύμπαν τόσο διαφορετικό από εκείνο όπου γεννήθηκα.
Γιάννης Κιουρτσάκης, Σαν μυθιστόρημα, Κέδρος 1997 (ε’ έκδοση) σ. 111-115.
Μετάβαση στο σημείο: Οδός Χάληδων-Εκκλησία Τριμάρτυρης-Στιβανάδικα