Χανιά
Χανιά
Συγκρότηση ενότητας: Νικολέτα ΣπυρίδωνοςΟδός Χάληδων-Εκκλησία Τριμάρτυρης-Στιβανάδικα Ζωντανά μνημεία και πίσω από την αίγλη τους
Πίσω από την επιβλητική πλατεία του καθεδρικού ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου (Τριμάρτυρη) στεγάζεται η μακρά ιστορία της ομάδας των στιβανάδων, που πήραν το όνομά τους από τα κρητικά «στιβάνια», τις παραδοσιακές δερμάτινες μπότες. Η έντονη μυρωδιά του δέρματος, τα πολύχρωμα είδη κρητικής λαϊκής τέχνης, οι νέες γενιές «στιβανάδων» κρατούν πάντα γοητευτικό και ξεχωριστό το παζάρι της οδού Σκρύδλωφ.
Αθώοι και Φταίχτες...
Κατέληξα, όπως το είχα υπολογίσει, στην αρχή της οδού Χάληδων, φάτσα στον Φιλολογικό Σύλλογο «Χρυσόστομος». Έμεινα να φαντάζομαι τον οικοδομικό οργασμό εκείνης της εποχής, όταν με τόση ζέση είχαν αρχίσει να γκρεμίζουν τα τείχη, και μόνο ο μηχανικός Μιχάλης Σαββάκης, διάβασα κάπου, είχε αντιδράσει τότε, πιστεύοντας ότι το τείχος θα πρέπει να κρατηθεί για λόγους ιστορικούς. Υπήρχαν όμως και οι οικονομικοί λόγοι, πάντα ισχυρότεροι, και οι αδήριτες ανάγκες του παρόντος. Ο εργολάβος Ιμπραΐμ Τσαουσάκης ήταν αυτός που είχε αναλάβει την ολοκλήρωση των ρηγμάτων, 1902, με έκπτωση γενναία στον αρχικό προϋπολογισμό. Κι αναστέναζε ο παππούς. Αν μείνει κάτι από τα παλιά ορθό, έλεγε με τους φίλους του, πίνοντας τη μαστίχα του στου Κοκκινάκη, θα μείνει μόνο επειδή θα κοστίζει περισσότερο το γκρέμισμά του από την πιθανή αξιοποίηση και μελλοντική εκμετάλλευσή του.
Στεκόμουν δίπλα στη «Δημοτική Πινακοθήκη» κατάκοπος, δυο βήματα από το ξενοδοχείο, και το μόνο που ήθελα ήταν να βρεθώ στο δωμάτιο και να χώσω τα πόδια μου σε ζεστό νερό. Τι σου τα γράφω όλα αυτά; Ούτε θα ήθελα, βέβαια, να σε ζαλίσω με όσα θα πίστευε κανείς ότι θα μπορούσε να πληροφορηθεί από τουριστικούς οδηγούς. Σκέφτομαι μόνο ότι όλα αυτά κάποτε ήταν αναπόσπαστο κομμάτι στη ζωή της πόλης, με πολεμίστρες, με κανόνια, με φρουρούς, γέλια, πειράγματα, κλάματα, ιδρώτα, μόχθο, ήταν η οχύρωση της πόλης, η απατηλή προστασία της. Κι επάνω εδώ ανέβαιναν, λέει, οι μαυροφορεμένες χανούμισσες, στον Προμαχώνα του Αγίου Δημητρίου, Παρασκευή σούρουπο, για να νιώσουν τη χαρά και την κίνηση του έξω κόσμου, κάτι να δουν κι αυτές, κάτι να καταλάβουν. Από τη Χάληδων και πέρα, προς Αγορά, η οδός Σκαλίδη μετονομάζεται σε Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη. Η αλήθεια είναι ότι έχουν αρχίσει να με κουράζουν οι συχνές αλλαγές στις ονομασίες των δρόμων, σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, συμβαίνει αλλιώς να αναγράφονται στις πινακίδες κι αλλιώς να τις γνωρίζει ο κόσμος. Υπάρχουν και ονομασίες μαχαλάδων, αλλά αυτό το θεωρώ αναπόφευκτο, που έχουν εντελώς λησμονηθεί. Ρωτούσα, για παράδειγμα, που είναι τα Στιβανάδικα και δεν ήξεραν, εφόσον σήμερα αποκαλούν την ίδια περιοχή Μοναστηράκι. Κι όμως οι στιβανάδες, αρχές του αιώνα, ήταν ζωντανή κοινωνική ομάδα του πληθυσμού της πόλης. Τόσο ζωντανή, ώστε είχε πάρει ενεργό μέρος ακόμη και στο λεγόμενο, εκείνα τα χρόνια, γλωσσικό ζήτημα. Ο πατέρας αναφέρεται διεξοδικά στο θέμα, ως οπαδός των δημοτικιστών, και αυτό μου φαίνεται αδιανόητο, πώς ένας μουσουλμάνος βρίσκει ενδιαφέρον να ασχολείται μ’ ένα παρόμοιο ζήτημα και να παραθέτει στις σημειώσεις του το καταστατικό, τους συντρόφους και τα μέλη του προοδευτικού Συλλόγου «Σολωμός»: Ποθούμε τον πόλεμο τον κοινωνικό που φέρνει την πρόοδο — φιλοδοξούμε να ανοίξουμε και στη δική μας κοινωνία δρόμο για την Ιδέα. Ούτε τρεις μήνες όμως δεν μπόρεσε να αντέξει αυτός ο σύλλογος, Φλεβάρη του 1909 ιδρύθηκε και Μάη της ίδιας χρονιάς αυτοδιαλύθηκε, με φιλική προτροπή του Βενιζέλου, προκειμένου να αποτραπούν τα βίαια επεισόδια με τα οποία απειλούσαν οι ιεροδιδάσκαλοι αμύντορες! Οι στιβανάδες, λοιπόν, φανατικοί οπαδοί του ομπρελάκια του Μιστριώτη τότε, αποδοκίμαζαν με ομαδικό χτύπημα των σφυριών όποιον γνωστό δημοτικιστή προδότη τύχαινε να περάσει από το δρόμο τους. Αποδοκίμαζαν όμως και τον βαστάζο Μουσταφά Τσαούση! Έναν κουρελή καζουροεισπράχτορα, γνωστό για την τσιγκουνιά αλλά και για την κήλη του που κρεμόταν, λέει, ως κάτω και πιο κάτω από την παραδοσακούλα του. Κάηκε η Τράπεζα, κάηκε η Τράπεζα, του φώναζαν, για να τον πειράξουν, επειδή κατέθετε όλες τις οικονομίες του, ζώντας άθλια, στην Τράπεζα Κρήτης. Και αναρωτιέται ο πατέρας τι να απέγινε ο άκακος αυτός άνθρωπος που αποκρινόταν όμως στους στιβανάδες με τις βρομερότερες βρισιές.
Το γλωσσικό ζήτημα και...
Ο λαός της Κρήτης, αμέσως μετά την απελευθέρωσή του από τον τούρκικο ζυγό με τη δημιουργία της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, αναπτυσσόταν γοργά στον κοινωνικό, οικονομικό και πνευματικό τομέα.
Το γλωσσικό κίνημα, που είχε διχάσει στο τέλος του περασμένου αιώνα τους Έλληνες κατοίκους της ελεύθερης Ελλάδας, δεν άργησε να βρει απήχηση στους διανοούμενους της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας.
Τους οπαδούς της δημοτικής βάφτισε «μαλλιαρούς» ο Γιάννης Κονδυλάκης από την εξής αιτία:
Μια ημέρα του έτους 1898 ο Γιάννης Κονδυλάκης καθόταν με την παρέα του (δημοσιογράφους και λογοτέχνες) στο καφενείο του Ζαχαράτου, στην πλατεία του Συντάγματος, και συζητούσαν για το Γλωσσικό ζήτημα.
Πάνω στη συζήτηση πέρασαν δυο λογοτέχνες, συνεργάτες του πρωτοπόρου λογοτεχνικού περιοδικού Η τέχνη. Και οι δυο αυτοί λογοτέχνες χρησιμοποιούσαν τη δημοτική με φανατισμό και επίσης είχαν μακριά μαλλιά και πυκνά γένια.
Ο Κονδυλάκης, με το θυμόσοφο πνεύμα του και τα χωρατά που σκορπούσε στην παρέα του, αυθόρμητα, κείνη τη στιγμή, έδειξε με το δάκτυλό του τους δυο μακρυμάλληδες δημοτικιστές και είπε: «Τώρα περνά η μαλλιαρή φιλολογία». Ο χαρακτηρισμός «μαλλιαρή φιλολογία», που ο Κονδυλάκης απέδωσε στους δύο αυτούς φανατικούς δημοτικιστές, διαδόθηκε γρήγορα σ’ όλους τους κύκλους των διανοούμενων της Αθήνας. Από το γεγονός αυτό οι καθαρευουσιάνοι, εμπαικτικά και περιφρονητικά, ονόμαζαν κάθε δημοτικιστική «μαλλιαρό».
Για να εξηγηθεί η εξέλιξη του γλωσσικού ζητήματος στα Χανιά, ανάγκη να ερευνηθεί η πνευματική κατάσταση της κοινωνίας των Χανίων στην περίοδο της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας.
Η νεολαία της ελεύθερης Ελλάδας, στις αρχές του αιώνα μας, ύστερα από την ντροπή της ήττας του 1897, ζητούσε καινούργιους δρόμους για την αναμόρφωση και προκοπή του έθνους.
Οι νέοι λογοτέχνες της Αθήνας, συσπειρωμένοι γύρω από το περιοδικό Νουμάς, πρόβαλλαν καινούριες ιδέες και έγραφαν μόνο στη δημοτική γλώσσα.
Οι Κρητικοί φοιτητές που σπούδαζαν στην ελεύθερη Ελλάδα, κατέβαιναν στις πόλεις και στα χωριά της αυτόνομης Κρήτης και μετέφεραν τα πνευματικά ρεύματα που κυριαρχούσαν εκεί.
Στα Χανιά, από την περίοδο της Ημιαυτονομίας (1878-1889), εκδηλώθηκε αξιόλογη πνευματική κίνηση που έντονα συνεχίστηκε στην περίοδο της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας (1898-1913) και μεταγενέστερα.
Στην περίοδο της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας τα πάντοτε, από μακρά παράδοση, φλογισμένα νιάτα της πόλης των Χανίων είχαν προστάτες, στον αγώνα τους για τη δημοτική γλώσσα τους Κωνστ. Μάνο και Ελ. Βενιζέλο.
Στην περίοδο της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας ο Ελ. Βενιζέλος, μαζί με την πολύπλευρη πολιτική του δράση, δεν έκρυβε τη συμπάθειά του για τη ζωντανή γλώσσα του ελληνικού λαού.
Απόδειξη πως ο Βενιζέλος είχε συλλάβει την ορθή λύση του γλωσσικού ζητήματος είναι και το γεγονός πως, στην αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 1911, προσπάθησε να καθιερώσει τη δημοτική στα Δημοτικά Σχολεία, πράγμα που δεν κατόρθωσε εξαιτίας της έντονης αντίδρασης των καθαρευουσιάνων.
Στην περίοδο 1917-1920, οπότε ο Ελ. Βενιζέλος κυβέρνησε την Ελλάδα, έγινε η πρώτη νομοθετική απόπειρα καθιέρωσης της δημοτικής γλώσσας στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου με τους Δημήτρη Γληνό, Αλέξ. Δελμούζο και Μανόλη Τριανταφυλλίδη.
Στην τετραετία 1928-1932, οπότε ο Ελ. Βενιζέλος ξανακυβέρνησε την Ελλάδα με υπουργούς Παιδείας τους Κ. Γόντικα και Γ. Παπανδρέου, επέβαλε στις τέσσερεις τάξεις του Δημοτικού Σχολείου τη δημοτική.
Όλες οι παραπάνω πράξεις του Ελ. Βενιζέλου φανερώνουν πως από πολύ νωρίς είχε συλλάβει την ανάγκη της καθιέρωσης της δημοτικής γλώσσας.
Στην περίοδο της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας και μάλιστα στο έτος 1909, ο Βενιζέλος κυριαρχούσε πολιτικά στην Κρήτη και η φήμη του ξεπερνούσε τα όρια της Κρητικής Πολιτείας.
Στις 28 Φλεβάρη 1909, στην πόλη Χανίων, από προοδευτικούς νέους, ιδρύθηκε φιλολογικός σύλλογος για την εθνική γλώσσα, με την επωνυμία «Ο Σολωμός».
Το όνομα αυτό δόθηκε στο σύλλογο, τόσο γιατί ο Διονύσιος Σολωμός είχε κρητική καταγωγή, όσο και γιατί ήταν από τους πρώτους Έλληνες που έγραψαν στη δημοτική.
Οι σκοποί των ιδρυτών και οπαδών του φιλολογικού αυτού συλλόγου προβάλλονται ανάγλυφα στα άρθρα του καταστατικού του, στον πρόλογο και στα τρία αποφθέγματα που προτάσσονται του Διον. Σολωμού, του Λούθηρου και του Πλάτωνα.
«Μου πονεί η ψυχή, οι δικοί μας χύνουν το αίμα τους αποκάτου από το Σταυρό για να μας κάμουν ελεύθερους, κι’ οι δάσκαλοι και όσοι τους ομοιάζουν, πολεμούν γι’ ανταμοιβή, να τους σηκώσουν τη γλώσσα» Δ. Σολωμός.
«Ρώτα τη μάνα στο σπίτι, τα παιδιά στους δρόμους, τον απλοϊκό άνθρωπο στο παζάρι. Κοίταξέ τους στο στόμα πως μιλούν κι’ έτσι γράφε». Λούθηρος.
«Αλλ’, ω γενναίε, του μεν ελληνίζειν αγαθοί διδάσκαλοι οι πολλοί και δικαίως επαινούντ’ αν αυτών εις διδασκαλίαν». Πλάτων.
Γιάννης Τσιβής, «Το γλωσσικό ζήτημα και ο φιλολογικός σύλλογος «Σολωμός» στα Χανιά», Χανιά 1252-1940, Γνώση, Αθήνα 1993, σ. 273-277
Σαν μυθιστόρημα...
Στις 30 Ιουνίου του 1906, η Β’ Συντακτική Συνέλευση της Κρήτης εκδίδει νέο ενωτικό ψήφισμα· στις 5 Αυγούστου, ένα άγημα των Δυνάμεων κόβει στο Φιρκά τον κοντό όπου κάποιοι θερμόαιμοι Κρητικοί είχαν ανεβάσει την ελληνική σημαία (δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία αψιμαχία γύρω από τη σημαία στην ιστορία του κρητικού ζητήματος). Τέλος, ο πρίγκιπας Γεώργιος παραιτείται από την Αρμοστεία και φεύγει, στις 11-12 Σεπτεμβρίου, σχεδόν κρυφά, από την Κρήτη, προκειμένου να αποφευχθεί εξέγερση των οπαδών του, ενώ στις 18 του μηνός φτάνει ο νέος αρμοστής Αλέξανδρος Ζαΐμης, που έχει δεχτεί να θεσπιστεί καινούργιο Σύνταγμα, φιλελεύθερο και δημοκρατικό, για το νησί.
Στο θέμα αυτό οι δημοτικιστές των Χανίων είχαν διχαστεί· και η τύχη το ’φερε ώστε ο καβγάς τους ν’ ακουστεί ως την Αθήνα. Στις 10 Σεπτεμβρίου, ο Νουμάς δημοσίευε στην πρώτη του σελίδα επιστολή του Γιάννη Θ. Αντωνακάκη, από τα Χανιά, με τίτλο «Οι Τυραννοχτόνοι» που καταφερόταν βίαια εναντίον των φιλελευθέρων κι έπαιρνε θαρρετά το μέρος του πρίγκιπα. Το κείμενο αυτό ξεπερνούσε ωστόσο κατά πολύ την αφορμή του κι έθετε ούτε λίγο ούτε πολύ ολόκληρο το ζήτημα της διακυβέρνησης της Ελλάδας από το 1821 και μετά. Μιλούσε για τον Καποδίστρια και τον Όθωνα, για τον Δεληγιάννη και τον Τρικούπη, για τον πόλεμο του ’97 και για το Έθνος που «πνίγεται», καθώς «οι μπάτσες έρχονται απανωτές ζερβόδεξα», και προσπαθούσε να βρει τα αίτια της κακοδαιμονίας. Πρώτος φταίχτης, για τον αρθρογράφο: το τεχνητό και δημοκοπικό νεοελληνικό κράτος, που από το ένα μέρος «έβαλε για μοναδικό του σκοπό τη μεταμόρφωση του πολεμιστή Ρωμιού σ’ αρχαιοπρεπή και καθαρεβουσιάνο Ελλάδιο […] και επαραμέλησε κάθε άλλη ανάπτυξη του λαού», ενώ από το άλλο μέρος «εκατέστρεψε την πολιτική και στρατιωτική αριστοκρατία που το δημιούργησε […] κι έδωκε στον χτες ραγιά λαό και σήμερο φτωχό, αμαθή, υβρισμένο λαό ένα πολίτεμα Ιδανικό και μια καθολική ψηφοφορία και τον άφησε να δημιουργήση τη διοικούσα τάξη του». Από εδώ ξεκινάει το κακό: δίνοντας στον «κάθε κατσικοκλέφτη ένα ψήφο», αυτό το πολίτευμα υποχρεώνει ουσιαστικά τους υποψήφιους άρχοντες, αν θέλουν να εκλεγούν, να βουλιάξουν στη λογική του ρουσφετιού και της συναλλαγής και να γίνουν – γράφει παραστατικά ο χανιώτης δημοτικιστής – «ψηφέμποροι» που «πουλάνε έθνος και αγοράζουν ψήφους». Η αντιδημοκρατική ιδεολογία του επιστολογράφου – που θυμίζει MauriceBarrès ή Ίωνα Δραγούμη – είναι φανερή· μα άλλο τόσο φανερός ο καημός του για τον τόπο: «Πονώ και πρέπει να φωνάξω», γράφει αρχίζοντας· και κλείνοντας ρωτάει «αν θα μπορή κανείς να περιμένη ακόμα τίποτα από τα σάπιο Ελλαδικό καρπούζι […] ή αν δεν θα πρέπει να φεύγη όπως όπως, να γίνεται ξένος υπήκοος και δουλεύοντας τίμια σε καμιά ξένη χώρα να βγάνη το ψωμί των παιδιών του και να περιμένη με πέτρα στην καρδιά να δη το οριστικό θάψιμο των ονείρων του ‘21» (είναι τραγικά παράξενο πως μερικά διλήμματα ξαναγεννιούνται πάλι και πάλι στο μυαλό μας, εδώ και εκατόν εβδομήντα χρόνια, και μας βασανίζουν δίχως να παλιώνουν) «και την καινούργια υποδούλωση […] που ετοιμάζουνε στο δυστυχισμένο το έθνος οι Νεοελλαδικοί φιλελεύτεροι Ελευθερωτές! και Τυραννοχτόνοι».
Και οι «φιλελεύτεροι» δεν αργούν να αντιδράσουν. Στις 15 Οκτωβρίου, ο Νουμάς δημοσιεύει, πάντα στην πρώτη σελίδα, συλλογική απάντηση που έρχεται και πάλι από τα Χανιά και φέρει τον τίτλο «Οι Τυραννοδιώχτες», αφού, όπως εξηγούν οι συντάκτες της: «ένα μόνο από τα κοσμητικά επίθετα που μας χαρίζει ο αγαπητός μας αρθρογράφος δεχόμαστε […] μα λίγο τροποποιημένο χάρη κυριολεξίας. Τυραννοδιώχτες, αν θέλει, τιμή μας, όχι όμως και Τυραννοχτόνοι» - προφανώς κολακεύονται με την ιδέα ότι έχουν ίσως συμβάλει κι αυτοί στην αποπομπή του Γεωργίου. Οι «φιλελεύτεροι» επισημαίνουν ότι τα δεινά που φορτώνει στον κοινοβουλευτισμό ο Αντωνακάκης, και πάνω απ’ όλα η έλλειψη τιμιότητας και η διαφθορά, ήταν τα κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικά του μοναρχικού πολιτεύματος που θέλησε να επιβάλει στο νησί ο Πρίγκιπας, ο οποίος είχε καταντήσει ένας «κομματάρχης» που πολεμούσε «όσους δεν ήσαν αυλικοί» με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ζήσουν οι άνθρωποι «όχι πια ως δημόσιοι υπάλληλοι […] αλλ’ ούτε ως δικηγόροι, ως γιατροί, ως έμποροι, ως μπακάληδες, ως χαμάληδες». Έπειτα διεκτραγωδούν τις ζημιές που επισώρευσε στην Κρήτη η πριγκιποκρατία και εξυμνούν τα αγαθά της Ελευθερίας· παραλληλίζουν την πάλη των Κρητικών με «τον αγώνα του Ρούσου για την Ελευθερία του» και την πριγκιπική αυθαιρεσία με τον τσαρικό απολυταρχισμό· στηλιτεύουν τον Γεώργιο και «το "αγνό εθνικό κόμμα", όπως αυτοτιτλοφοριέται, της Αυλής», που είπαν τον Βενιζέλο «προδότη», όμοια – γράφουν – όπως τον … «Δρέϋφους» τον «αθώο αξιωματικό» που κι αυτόν τον φώναζαν προδότη "οι εθνικόφρονες" (ιδού μια λέξη που θα έκανε λαμπρή σταδιοδρομία στην Ελλάδα) Γάλλοι». Και καταλήγουν: «Γνωρίζουμε πολύ καλά που στις αντιαυλικές αυτές σκέψεις θα βρούμε αντίθετους μερικούς από τους τρανούς δημοτικιστάδες της λεύθερης Ελλάδας» (υπαινίσσονται μάλλον πριν απ’ όλους τον ίδιο τον Ψυχάρη). «Μ’ όλο όμως τον απέραντο σεβασμό που τρέφουμε στους Δασκάλους μας, έχουμε τον εγωισμό να φρονούμε πως εμείς οι Κρητικοί από την πρόσφατη δουλεία έχομε αποχτήσει πολιτική νηφαλιότητα ανώτερη από σας τους Ελεύθερους […].» (Αλήθεια, η έπαρση αυτών των νεαρών Κρητικών, που φιλοδοξούν να διδάξουν το Πανελλήνιο έχει κάτι το συγκινητικό!) Υπογράφουν: «Οι Δημοτικιστάδες τω Χανιώ. Χρήστος Μ. Χρηστουλάκης δικηγόρος. Γιάννης Κ. Στεφανίδης τελειόφοιτος στα Νομικά. Στέλιος Μ. Χαριτάκης Εμποροϋπάλληλος, φοιτητής στις Φυσικές επιστήμες. Γιώργος Χ. Κιουρτσάκης τελειόφοιτος στα Νομικά. Κυριάκος Κ. Μητσοτάκης τελειόφοιτος στα Νομικά. Κωστής Καλεμικέρης φοιτητής στις Φυσικές Επιστήμες. Παυλής Κατσουφαράκης δάσκαλος. Λαμπογιώργης δάσκαλος. Μανώλης Μ. Βενετάκης τελειόφοιτος στα Νομικά». Η διένεξη θα συνεχιζόταν στα φύλλα της 5ης και 26ης Νοεμβρίου και 3ης Δεκεμβρίου 1906 του Νουμά.
Γιάννης Κιουρτσάκης, Σαν μυθιστόρημα, Κέδρος 1997 (ε’ έκδοση), σ. 148-151.
Μετάβαση στο σημείο: Οδός Χάληδων-Εκκλησία Τριμάρτυρης-Στιβανάδικα