Χανιά
Χανιά
Συγκρότηση ενότητας: Νικολέτα ΣπυρίδωνοςΔημοτική Αγορά Ιδρύσατε πρόχειρον λαχαναγοράν»
Η Δημοτική Αγορά Χανίων ανακηρύχθηκε το 1980 ως διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού. Στις αρχές του αιώνα, όμως, οι κάτοικοι αλλά και οι τοπικοί παράγοντες έδιναν μάχη για την ανέγερση αυτού του κτηρίου που πρωτίστως θα εξασφάλιζε την υγιεινή αλλά και την αισθητική των περιοίκων. Η πρόταση έγινε δεκτή από την ολομέλεια του Διοικητικού Συμβουλίου το 1908, τα έργα ξεκινούν το 1911 κι ολοκληρώνονται το 1913.
Δημοτική Αγορά Χανίων,...
«ΙΔΡΥΣΑΤΕ ΠΡΟΧΕΙΡΟΝ ΛΑΧΑΝΑΓΟΡΑΝ
Είναι έργον ανάγκης
Είνε τι απερίγραπτον εκείνο το οποίον καθ’ εκάστην πρωίαν συμβαίνει καθ’ όλην την γραμμήν της οδού Κάτωλα και Καλεκαπισί μέχρι της μικράς πλατείας της επί της ενάρξεως της οδού Κισσάμου κειμένης.
Ο συνωστισμός εκεί φθάνει μέχρις επικίνδυνου σημείου διά τους ηναγκασμένους να διέρχωνται εκείθεν πεζή κατά τας πρωινάς ώρας. Όλοι οι εξερχόμενοι υπάλληλοι και οι εκ Χαλέπας εισερχόμενοι καθ’ εκάστην πρωίαν υφίστανται αληθές μαρτύριον κατά την διάβασίν των.
Τα προξενεία και αι Διεθνείς στρατιωτικαί αρχαί διεμαρτυρήθησαν προς την Αστυνομίαν και την Νομαρχίαν διά την κατάστασιν ταύτην και τον πρωϊνόν συνωστισμόν εις τας οδούς εκείνας, συνεπεία πολλών παραπόνων εκ μέρους των υπηκόων και των Ευρωπαίων στρατιωτών. Η αστυνομία όμως μ’ όλην την πρόβλεψιν και τα μέτρα τα οποία έλαβεν, είνε φυσικώς αδύνατον να βελτιώση την ελεεινήν αυτήν κατάστασιν, διότι εισέρχονται καθ’ εκάστην πρωίαν κατά πολλάς εκατοντάδας και αθρόα εκ των επαρχιών και των πέριξ χωρίων όλα τα φορτία των λαχανικών, των καυσοξύλων, των ανθράκων, των σφαγίων, των εσπεριδοειδών, του ελαιολάδου κ.λ.π. ώστε ο στιβαγμός είνε αναπόφευκτος.
Επειδή δε τα πεζοδρόμια έχουν καταληφθή καθόλον το μήκος και εκατέρωθεν υπό των ενοικιαζόντων αυτά από τον Δήμο καταστηματαρχών, οι εισερχόμενοι και εξερχόμενοι πεζή τραβούν αληθές μαρτύριον οσάκις δεν κινδυνεύσουν να τσαλαπατηθούν ή να τσακισθούν από τα ζώα και τα φορτία.
Προ της καταστάσεως ταύτης, εις την οποίαν συμβάλλεται και η επιμονή των Γαλλικών στρατευμάτων αρνουμένων να αφήσωσι να αποτελειώση το ρήγμα Σπλάντζιας οπότε θα διήρχοντο εκείθεν οι πεζοί, είνε ανάγκη απαραίτητος να σκεφθή το Δημοτικόν Συμβούλιον και να λάβη μίαν εκ των εξής δύο αποφάσεων προς ανακούφισιν των πολιτών.
Ή να παύση οριστικώς η ενοικίασις των πεζοδρομίων, υπό του Δήμου και να αφεθή εκατέρωθεν ελεύθερος ο χώρος των στενών πεζοδρομίων δια τους πεζούς, ή να κατασκευάση αντικρύ του ρήγματος Κρύου – Βρυσαλιού επί του χώρου των ημιωκοδομημένων μαγαζείων του Εφκαφίου, κατόπιν συμφωνίας προς αυτό, πρόχειρον Λαχαναγοράν ξύλινον υπόστεγον [παράγκαν], όπου να υποχρεούνται να σταματώσιν όλα τα φορτία των καυσοξύλων, της ασβέστου, των λαχανικών, των οπωρικών, τα σφάγια, τα πουλερικά κ.λ.π. να αγοράζωνται δε και να πωλώνται εκεί υπό των χωρικών προς τους καταστηματάρχας ή προς τους καταναλωτάς απ’ ευθείας.
Το μέτρον τούτο είναι αναγκαιότητον και απαραίτητον, εφόσον ο Δήμος δεν είνε εις θέσιν να οικοδομήση αγοράν, η έλλειψις της οποίας καθίσταται αναγκαιοτάτη και απαραίτητος.
Επί τούτου θα αναγκασθώμεν να επανέλθωμεν εάν το Δημοτικό Συμβούλιον εξακολουθήση αμεριμνούν εις ζήτημα τόσον επείγον και επιβεβλημένον να λυθή καθ’ ένα οιονδήποτε τρόπον διά να μετριασθή τουλάχιστον ο απερίγραπτος συνωστισμός ζώων και ανθρώπων εις το Καλεκαπισί».
Δημοτική Αγορά Χανίων, 80 χρόνια 1913-1993, Δήμος Χανίων, έρευνα, επιμέλεια, συλ. φωτογραφικού υλικού: Ζαχαρένια Σημανδηράκη, Χανιά 1993, σ. 33-34
Τα μαύρα λουστρίνια...
Στη μέση του δωματίου το φέρετρο. Μας είχαν, εμένα και τον αδελφό μου, δίπλα δίπλα να κλαίμε. «Κλάψετε και άλλο», μας προέτρεπαν, «κλάψετε τον πατέρα σας, ορφανά». Κι εμείς φωνάζαμε: «Πατέρα, πατέρα». Έπειτα μου έδωσε η θεία Αγγελικώ ένα κατοστάρικο και μου είπε: «Τρέχα να φέρεις μισή πήχη νεκρικό βελούδο από του Βαρδουλέ».
Όπως περνούσα από το Λούνα Πάρκ στην αλάνα, στάθηκα και ξεροστάλιαζα. Λίγα χρόνια αργότερα θα χτιζόταν εδώ θερινός κινηματογράφος και θα γινόταν η σκοτεινή του είσοδος κάθε Σάββατο βράδυ, τους χειμώνες, υπόστεγο στ’ αγκαλιάσματα και στα φιλιά. Έβρεχε και άστραφτε κι εμείς κολλημένοι, αμίλητοι. Κι ύστερα τα ψιθυρίσματα: «Σε λατρεύω, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα».
Βρήκα ένα αγοράκι ξυπόλυτο και το προσκάλεσα. Του έκανα τα έξοδα και μπήκαμε στο θαλασσί βαρκάκι. Τραβούσαμε τα σκοινιά και τραγουδούσαμε με όλη μας τη δύναμη
ήταν ένα μικρό καράβι, ήταν ένα μικρό καράβι,
που ήταν α-α-αταξίδευτο, που ήταν α-α-ατα-
ξίδευτο,
ο-ε-ο-εεε, ο-ε-ο-ε.
Το ξυπόλυτο θα γινόταν έπειτα από χρόνια υδραυλικός και θα τον ερωτευόταν η καλύτερή μου φίλη στο γυμνάσιο. Θα τον πλησίαζα ένα απόγευμα και θα του έδινα το ραβασάκι της, γιατί η φίλη μου ήταν ντροπαλή και δεν τολμούσε. Κλέφτηκαν την επόμενη χρονιά κι έγινε μέγα σούσουρο. Με τα πολλά υποχώρησαν οι γονιοί της και τους πάντρεψαν. Πήγα ένα πρωινό στο σπίτι της και τη βρήκα κλαμένη. Την είχε δείρει επειδή δεν του είχε σιδερώσει καλά το πουκάμισο. Κι άρχισα να της λέω να τον χωρίσει. Με παραμόνεψε αυτός την ώρα του σχολάσματος και με απείλησε ότι θα με ξεσκίσει αν ξαναβάλω λόγια στη γυναίκα του. «Να μην ξαναπατήσεις στο σπίτι μας, άκουσες;» Δεν ξαναπάτησα. Κι έπειτα από δέκα χρόνια η φίλη μου πέθανε.
Αγόρασα ένα κοκοράκι κόκκινο και το έγλειφα. Πέρασα μέσα από την Αγορά, κατέβηκα τα σκαλάκια, κάθισα κι έφαγα λουκουμάδες και χόρτασα. Στάθηκα στη βιτρίνα του υποδηματοπωλείου. Μπήκα και ζήτησα να δοκιμάσω τα μαύρα λουστρίνια που είχα δει στη βιτρίνα. Τα φόρεσα και καμάρωνα. Ρώτησα πόσο κάνουν. Ογδόντα δραχμές, διότι επρόκειτο για υπόδημα πολυτελείας. Μέτρησα τις ογδόντα και τις έδωσα. Ζήτησαν να μου τα τυλίξουν, αρνήθηκα να τα βγάλω από τα πόδια μου. Τύλιξαν τότε τα ξεχειλωμένα διπλόσολα που φορούσα. Στην παρακάτω γωνία τα πέταξα.
Χαιρέτησα τον κύριο Βαρδουλέ. Του είπα για το κατοστάρικο που έχασα και για τον πατέρα μου που πέθανε κι αν θα μπορούσε να μου δώσει λίγο μοβ βελούδο. «Μην κλαις, παιδί μου». Πήρε από το ράφι το τόπι, το ξετύλιξε, μέτρησε με την ξύλινη πήχη τριάντα πόντους, έκοψε το βελούδο στην ούγια με την ψαλίδα του, «είναι διπλόφαρδο», είπε, και το ’σκισε με δύναμη. Ρώτησα πόσο κοστίζει. «Εξήντα, αλλά δεν πειράζει, γνώριζα τον πατέρα σου, χαλάλι του». Του ζήτησα τότε να μου δώσει τα ρέστα που θα μου έδινε αν δεν είχα χάσει το κατοστάρικο. Με κοίταζε σαν να τον είχα χαστουκίσει. «Αν γυρίσω, κύριε Βαρδουλέ, χωρίς τα ρέστα, θα με μαυρίσουν στο ξύλο». Άνοιξε ανόρεχτα το συρτάρι του πάγκου και μου μέτρησε σαράντα. «Πρόσεξε μην τα χάσεις κι αυτά». Τον ευχαρίστησα και πήρα τον δόμο. Δυο χρόνια αργότερα ο κύριος Βαρδουλές έπαιξε το μαγαζί του στο μπαρμπούτι και κατήντησε γυρολόγος στα χωριά.
Κοίταζα κάθε λίγο τα λουστρίνια μου και καμάρωνα. Έφτασα στα Στιλβωτήρια, δίπλα στην Αγορά. Είδα τον υπαίθριο φωτογράφο. Τον πλησίασα και του ζήτησα να με φωτογραφίσει. Άφησα στο στραβοκάνικο τραπέζι το πακετάκι με το βελούδο και στάθηκα να ποζάρω. Δίπλα μου το άλογο της άμαξας έδιωχνε με την ουρά τις μύγες που το βασάνιζαν. Τρία ψεύτικα κεράσια στην καπελίνα του. Ριρί-ριρί-ριρίκα, τραγουδούσε ο γερο-λούστρος πιο πέρα.
Μετωπικά στη μουσούδα της μηχανής του φωτογράφου και περίμενα. Σαν να έβλεπα τη ζωή μου να τρέχει και την πόλη να αλλάζει. Θα έφευγα έπειτα από εφτά χρόνια. Όταν θα επέστρεφα, οι αμαξάδες, οι λούστροι, οι υπαίθριοι φωτογράφοι, θα είχαν όλοι πεθάνει και ο περίβολος της Αγοράς θα είχε εξωραϊστεί.
Κουνούσα τη φωτογραφία να στεγνώσει και ελαφροπατούσα βλέποντας αυτάρεσκα την εικόνα μου.
Έντεκα χρόνων, συνοφρυωμένη. Οι αφέλειές μου στο πλάι, κολλημένες με λεμόνι, διότι ήθελα πάντα το μέτωπό μου ελεύθερο. Τους μαύρους φιόγκους στις κοτσίδες πότε είχα προλάβει να τους δέσω; Και που είχα βρει τα μαύρα σοσόνια; Το μπεζ παλτουδάκι με το μελί βελούδο στον στρογγυλό γιακά, στις μανσέτες και στις ψεύτικες τσέπες ήταν το πρώτο μου παλτό, κι έπειτα από μια βδομάδα το έβαλε στο καζάνι η μάνα και το έβαψε μαύρο. Όλα βάφτηκαν μαύρα στο σπίτι και άντεξαν. Το παλτουδάκι μόνο δεν άντεξε. Τόσο πολύ αποσούρωσε με το βράσιμο, που δεν μου έμπαινε πια. Κι έμεινα χωρίς παλτό. Αλλά είχα τα πρώτα μου μαύρα λουστρίνια.
Άκουσα από τη γωνία τα μοιρολόγια της μάνας μας. Ξεκούμπωσα το παλτό κι έκρυψα στην μπλούζα μου τη φωτογραφία. Είδα στην κολόνα του ηλεκτρικού στραβοκολλημένο με αλευρόκολλα το νεκρόσημο. Κοντοστάθηκα και το διάβασα. Με ικανοποίησε η επισημότητά του. Το όνομα του πατέρα με γράμματα μεγάλα, καθαρά. Ενοχλήθηκα μόνο με το «ετών 62». Μα ήταν τόσο γέρος ο πατέρας; Δυσκολευόμουν να το δεχτώ. Σταμάτησε δίπλα μου ο γείτονας, ο μπακάλης. «Α, τον κακομοίρη», ψιθύρισε. Κακομοίρης είσαι και φαίνεσαι, ήθελα να του πω. Μ’ άγγιξε στο κεφάλι, σαν να με ευλογούσε: «Κακομοίρικο».
Την ίδια χρονιά έγινα φίλη με την κόρη του. Κάθε Κυριακή μας πήγαινε στον κινηματογράφο και βλέπαμε ελληνικές ταινίες. Ήθελε να κάθεται δίπλα μου για να με αγγίζει στο γόνατο. Ώσπου δεν άντεξα και τον είπα ανώμαλο. Έτσι τέλειωσε και η φιλία μου με την κόρη του. Κι είχε μετά να λέει για το πόσο αχάριστη είμαι. Αυτός που με κερνούσε γκαζόζα και με συμπονούσε, την ορφανή.
«Τι έκανα τόσην ώρα, που γύριζα;» Έδωσα στην γειτόνισσα που με περίμενε στην πόρτα το πακέτο. Κι αυτή μάνι μάνι θα τρύπωνε ένα μαξιλαράκι. Θα το γέμιζε νεραντζανθούς και θα ακουμπούσαμε εκεί, στην ευωδιά, τα χέρια του πατέρα. Κάθισα πάλι δίπλα στο φέρετρο. «Τα βασανισμένα τα χέρια σου, αδελφέ μου», φώναξε η θεία Αγγελικώ, έπειτα μ’ έπιασε από τις πλεξούδες. Την άφησα με σκυμμένο κεφάλι να με χτυπάει. Έκλαιγα, αλλά το κλάμα μου ακουγόταν αλλιώς. Με το βλέμμα καρφωμένο στα λεπτεπίλεπτα καινουργή μαύρα λουστρίνια μου. Δεν το ήξερα τότε, το διαισθανόμουν όμως, ότι θα έμεναν άφθαρτα στη μνήμη μου για να μου τονίζουν πως η ζωή είναι αποκλειστικά δική μας ευθύνη.
Ο παππούς μου και το κ...
Ήταν πρωί της επόμενης μέρας κλπ. Ο παππούς μου άγρυπνος κλπ. Δεν είχε τι άλλο να κάνει κι έπρεπε να επιστρέψει. Οικογένεια μόνη. Γυναίκα, παιδιά μόνοι. «Σκοπός μου Χανιά τελείωσε. Πρέπει γυρίσω πισωγρήγορα», μου είπε στη δέκατη τρίτη επάνοδο της ιστορίας. Κι εγώ τον ακολούθησα. Πισωγρήγορα. Πήρε το μουλάρι από το χάνι που είχε καταλύσει την προηγουμένη (χωρίς πάντως να κοιμηθεί), πίσω από την ονομαστή σκεπαστή και παραπολυφοβερή αγορά των Χανίων μας. (Φαίνεται καθαρά στον χάρτη της πόλης. Άρα όσοι πάνε Χανιά μπορούν να την επισκεφθούν κλπ.).
«Συλλογισμένος, λοιπόν, περπατούσα έξω από την ονομαστή σε όλη τη Μεσόγειο αγορά των Χανίων, Σέρνοντας το μουλάρι από το χαλινάρι. Είχα λίγα λεφτά. Έκανα λίγα ψώνια κι έφευγα. Προς την πλευρά των Δικαστηρίων». Μάλιστα, είπα εγώ. «Εκεί λοιπόν, μπροστά από τα Δικαστήρια, συλλογισμένος και σκεφτικός από τα χθεσινοβραδινά, άκουσα φωνές και φασαρία. Άλλοι να βλαστημούν. Άλλοι να βρίζουν. Πολλοί να φτύνουν και να φασκελώνουν. Να! Να! Κι άλλοι να παίρνουν πέτρες από χάμω και να τις πετούν. Τι τρέχει εδώ; είπα».
Άλλη μια φοβερή και παλαβή ιστορία του παππού μου; Όχι. Άλλη μια θαυμαστή φανέρωση των Ουρανών. Άλλη μια αποκάλυψη της δύναμης και της χάρης που παραστέκουν (καμιά φορά) τους βοηθούς.
Ξαφνικά, λέει — αλλά θα τα πω με δικά μου λόγια —, σηκώθηκε μεγάλη ταραχή στον δρόμο των Δικαστηρίων. Χανιά, Κρήτη. Κατάρες, ύβρεις. Φωνές πανικού, και όλοι οι περαστικοί, μαζί ζώα κατοικίδια, μουλάρια, σκύλοι, γάτες, κότες κλπ., ορμούσαν πάνω στα πεζοδρόμια αλαφιασμένοι. Από την πλευρά της Σούδας ακουγόταν στη διαπασών μια παλαβή μουσική (λέξη του παππού μου), μια τόσο δυνατή μουσική, σαν να χτυπούσαν χιλιάδες καλογυαλισμένα ασημένια έμβολα μέσα σε μηχανή εσωτερικής καύσεως. Κόρνες ουράνιες, μαρσαρίσματα παραδείσιας αρμονίας. Λαμπροί καπνοί από εξατμίσεις κι ένα χρυσό σύννεφο σκόνης, σκόνης από χώμα, να πλησιάζει με ταχύτητα εκατό αλόγων. Πεζός ο παππούς μου, να σέρνει πίσω του το μουλάρι, με τη σακούλα του σανού κρεμασμένη στο λαιμό του, μόνοι αυτοί οι δυο στη μέση του δρόμου και όλοι οι άλλοι διαβάτες – ζώα έντρομοι, δεξιά κι αριστερά στα πεζοδρόμια, κρεμασμένοι από δένδρα και παράθυρα. Και μπροστά, 200 μέτρα, να μαρσάρει, πατημένο, σανιδωμένο, και να ορμά ασταμάτητο ένα λαδί επιβατηγό αυτοκίνητο. Μάρκας Πεζώ. Γαλλικής κατασκευής και προελεύσεως. Πεζώ Μπεμπέ. Μοντέλο 1916. Το επονομαζόμενο και «αλογάκι της Παναγίας». Δίπορτο. Μηχανή τετρακίλυνδρη. Οχταβάλβιδο. Υγρόψυκτο. 855 κ.ε. Ταχύτητα, 55 ΧΑΩ. Σε κατήφορο, μπορεί και 65.
Κοίτα τώρα σκηνή, λέω στον εαυτό μου κάθε φορά που ακούω την αφήγηση. Ο παππούς μου (συλλογισμένος και σκεφτικός) μέρα μεσημέρι στο δρόμο των Δικαστηρίων να σέρνει το μουλάρι. Γύρω πανδαιμόνιο. Και μπροστά του, 100 μέτρα, ένα παλαβό γαλλικό αυτοκίνητο να κολυμπά μέσα στη σκόνη, με κορναρίσματα και μαρσαρίσματα. Τι μέλλει γενέσθαι σ’ αυτή τη συνάντηση; ρωτώ πάντα με το ίδιο ενδιαφέρον. Και λίγη αγωνία. Ποιος απ’ τους δυοθαπαραμερίσει; Ιδού ένα πραγματικό ερώτημα. Ένα αληθινό – αληθινό ερώτημα. Ποιος από τους δυο θα παραμερίσει; Ο παππούς μου με το νυσταγμένο μουλάρι ή ο άλλος με το πατημένο Μπεμπέ Πεζώ του 1916;
Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ο παππούς μου και το κακό, Κέδρος 2005, σ. 247-249
Μετάβαση στο σημείο: Δημοτική Αγορά