Θεσσαλονίκη
Μια εβραϊκή πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Ελένη ΚοσμάΝεκροταφεία Νεκροταφεία1
Τα εβραϊκά νεκροταφεία εντοπίζονταν γεωγραφικά στο χώρο όπου σήμερα βρίσκονται τα κτήρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πολύ πριν ακόμη την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους. Τα νεκροταφεία αυτά καταστράφηκαν από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και οι Θεσσαλονικείς Εβραίοι υποχρεώθηκαν να μεταφέρουν τους νεκρούς τους σε καινούρια νεκροταφεία. Για το σκοπό αυτό παραχωρήθηκαν δύο σημεία, ένα στα δυτικά και ένα στα ανατολικά της πόλης (το δεύτερο δεν ολοκληρώθηκε). Έτσι χτίστηκε το 1938 το νέο εβραϊκό νεκροταφείο στη Σταυρούπολη, στην οδό Δημητρίου και Καραολή, όπου βρίσκονται 803 τάφοι και ένα μνημείο για τους 80.000 Εβραίους της Θεσσαλονίκης που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος.
Σαλονικάι, δηλαδή Σαλο...
ΣΑΛΟΝΙΚΑΪ, ΔΗΛΑΔΗ ΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ
Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός, που στα εβραϊκά πάει να πει άντρας ρωμαλέος και εύστροφος. Ο όρος θα πρέπει να επινοήθηκε μετά το ’30 – ’31, τότε που κάμποσοι δικοί μας μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη και πιάσανε τα πόστα στα λιμάνια της Χάιφας και της Γιάφας.
Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός, συλλογίζεται ο Τζάκο Σουλέμα, κάτοικος Χιλής, έτσι καθώς κόβει βόλτες στη διαδρομή λιμάνι – Πύργος, και μετά στη νέα παραλία, μέχρι το Μακεδονία Παλλάς, μέχρι τη Σαλαμίνα, μέχρι του Αλλατίνι, μέχρι εκεί που τον κρατούν τα πόδια του. Σαλονικάι, Σαλονικιός, δηλαδή καπνεργάτης, στοιβαδόρος, βαρκάρης, αλλά και δικηγόρος, γιατρός, αρχιτέκτονας και στέλεχος της μπάντας της Μακαμπή, και ποδοσφραιριστής όπως ο Αλμπέρ Ναμίας του Ηρακλέους, που τον χάζευε το ’36 να διασχίζει την Εγνατία μεταφέροντας την ολυμπιακή φλόγα, και δρομέας, όπως ο Λεόν Πασί ο Βαλκανιονίκης, και πυγμάχος, όπως ο Μάρκος Αζούς, ο Αρουχάκης και ο Ραζόν, που λίγο έλειψε να τους το κάνουνε το στρατόπεδο λίμπα.
Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός, δηλαδή εγώ, συλλογίζεται ο Τζάκο Σουλέμα, γέννημα θρέμμα των τενεκέ-μαχαλάδων, που τους κατάπιε ο νέος σιδηροδρομικός σταθμός. Και δε χορταίνει τα πυριφλεγή ηλιοβασιλέματα και τα παιδάκια στο πάρκο που παίζουνε κυνηγητό και τους συνταξιούχους που διαπληκτίζονται για τα πολιτικά. Σαλονικάι, Σαλονικιός. Κι αναρωτιέται τι να απόγιναν όλοι εκείνοι; Και τους γυρεύει στις πλατείες, στις λεωφόρους αλλά και στους δευτερεύοντες δρόμους με τα διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα. Τους αναζητά στις νεόδμητες εργατικές κατοικίες που αντικατέστησαν τα παραπήγματα των άλλοτε συνοικισμών, εκεί που γνώριζε πως βρισκόταν η τάδε αλάνα, το τάδε δίπατο με τη χρονολογία 5718 χαραγμένη στο υπέρθυρο, χρονολογία που οι σημερινοί σίγουρα αδυνατούν να κατανοήσουν και να αποκρυπτογραφήσουν, το δίπατο που παραχώρησε τη θέση του σε ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων. Τους αναζητά και στις ταφόπλακες με τα παράξενα γράμματα που ακόμα και σήμερα ανακαλύπτουν, ανασκάπτοντας τα σπλάχνα της πόλης-μάνας. Τους ανακαλεί καθώς περνά μπροστά από το Αμερικάνικο Προξενείο. Εδώ που κάποτε, γύρω στο ’49- ’50, τότε που ακόμα δεν μπορούσε να εξηγήσει πως τα κατάφερε και επιβίωσε, κατέθεσε τα χαρτιά του για μετανάστευση. Τον κόψανε όμως μια και φρόντισαν να προμηθευτούν το φάκελό του και να πληροφορηθούν μέχρι τι όνειρα έβλεπε στον ύπνο του. Ήξεραν λοιπόν πως βγήκε από μικρός στο κλαρί και για τις φυλακές και για τις εξορίες. Μέχρι και για την Ακροναυπλία ήξεραν, τότε που πέρασε γραμμή να μάθουν όλοι να κολυμπούν μήπως κι αποδράσουν από τη μεριά της θάλασσας. Εκείνος όμως κόντεψε να μείνει στον πάτο. Κι αφού με κόπο τον σύρανε έξω, «αφήστε, σύντροφοι», δήλωσε, «θα αποδράσω από τη στεριά».
Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός, δηλαδή εγώ, συλλογίζεται και προσπερνά το Λευκό Πύρο, αφήνει πίσω του το Βασιλικό Θέατρο και κόβει αριστερά. Το Στρατηγείο παραμένει ίδιο και απαράλλαχτο. Και διατηρούνται ακόμα και κάποιοι στρατώνες του 50ού Συντάγματος Πεζικού. Αυτός βέβαια πιο πολύ στο πειθαρχείο την έβγαζε. «Εδώ θα καλοπεράσεις, παλιοτόμαρο», τον καλωσόρισε ο ενημερωμένος καραβανάς, τότε που παρουσιάστηκε. Και «Καλοπέρασε». Και στον πόλεμο όργωσε τα βουνά με το μουλάρι του κι έφαγε χιόνι με το τσουβάλι. Κι ακόμα θρήνησε την πρώτη του γυναίκα, την πρώτη του αγάπη, που δεν πρόλαβε να χαρεί. Η βόμβα των Ιταλών, του γράψανε, έπεσε ακριβώς πάνω στο σπίτι τους. Και του μακέλεψε την ψυχή.
Θυμάται λοιπόν ο Τζάκο Σουλέμα, επιχειρηματίας στο Σαντιάγο, με βίλα στο αριστοκρατικό προάστιο Λας Κόντες, με εξοχική μεζονέτα, πρώτη στη θάλασσα στη Ρεϊνάκα, έξω από τη Βίνια ντελ Μαρ, και γραφεία – υποκαταστήματα στην Αρίκα, στην Κονσεψιόν και στο Βαλπαραίσο. Θυμάται, και κάτι σαν μολυβένιο τον πλακώνει. Σαλονικάι, Σαλονικιός. Και όλος του ο νταλγκάς να τον ξυπνήσει η μάνα του, «αλεβάντα, Τζάκο — σήκω επάνω, Τζάκο», και να μην είναι νύχτα. Κι ακόμα να τους έρθουν επιτέλους βολικά, να βγει το νοίκι, να κατοικήσουν κάποτε έστω και στο πρώτο πάτωμα, να ξεφύγουν από τα υπόγεια, μια ζωή μούχλα και σκοτάδι. Αλεβάντα, Τζάκο, σήκω επάνω, Τζάκο. Ο πατέρας πέθανε ξαφνικά το ’26. Και η μάνα στους συγγενείς, παραδουλεύτρα και πλύστρα. Συγγενείς να τους κάνει ο Θεός! Χειρότεροι κι από ξένοι. Να την τραβολογούνε για ένα πιάτο φαΐ από τα χαράματα μέχρι τα μαύρα μεσάνυχτα.
Σαλονικάι, Σαλονικιός. Κι ούτε που το κατάλαβε ο Τζάκο Σουλέμα, πως σουλατσάρει τώρα στην Εγνατία, ανάμεσα Βενιζέλου και Δραγούμη, εκεί που διαδήλωνε τον Μάη του ’36. «Ευτυχώς που δε με ξέρει κανείς», ψιθυρίζει. Οι παλιοί φίλοι έχουν πεθάνει ή έχουν γεράσει. Κι αν το φέρει η τύχη και διασταυρωθούν, αποκλείεται να τον αναγνωρίσουν. Πέρασαν άλλωστε σαράντα τόσα χρόνια. Περιφέρεται λοιπόν άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Και διατηρεί την εντύπωση πως τα πάντα απόμειναν ασάλευτα, αμετάβλητα. Δε γίνεται από το «Αττικόν» να διατηρήθηκε μονάχα η στοά της εισόδου, και το «Πάνθεον» και το «Ίλιον», τότε «Σπλέντιντ», να κατεδαφίστηκαν. Παρατηρεί λοιπόν τα απαστράπτοντα εμπορικά κέντρα και λογαριάζει. Να μείνει ή να φύγει; Να περάσει μέσα ή όχι; Κάτι του μυρίζει άσχημα. Και δεν καταφέρνει να επιβεβαιώσει αν αναβίωσαν οι οσμές των καπνιστηρίων-ουρητηρίων ή του παρακείμενου πατσατζήδικου. Πάντως αυτός, αφού ξεπουλήσει το παστέλι με το μέλι, αφήνει την τάβλα δίπλα στο ταμείο και εισέρχεται στη σκοτεινή αίθουσα. Ολόκληρο έργο δε θυμάται να παρακολούθησα ποτέ. Πάντοτε τον πλάκωνε ο ύπνος. Ο ύπνος, που ποτέ δεν τον χόρτασε. Αλεβάντα, Τζάκο, σήκω επάνω, Τζάκο. Και να ξημερώνει η μέρα δυσοίωνη και αμείλικτη και καταθλιπτική.
«Σαλονικάι, λοιπόν, δηλαδή Σαλονικιός, δηλαδή άντρας εύστροφος και ρωμαλέος», μονολογεί ο Τζάκο Σουλέμα, ετών 78, που επιστρέφει ως τουρίστας σ’ αυτή την πόλη που τότε δεν τον σήκωνε και κυκλοφορεί εντός και εκτός των τειχών και ανακαλύπτει και το καπνομάγαζο που δούλευε, τώρα στεγάζει κάποιο ιδιωτικό ΙΕΚ, και το σπίτι του κάπου στο Ρεζή, που φυσικά εξαφανίστηκε. Εκείνος όμως αγνοεί τις φαγάνες και τις μπετονιέρες και αντιπαρέρχεται τις πολυτελείς βιτρίνες, τα αμέτρητα αυτοκίνητα, τα κομμωτήρια, και τα κέντρα αδυνατίσματος, με τις μεγαλοκυρίες που διαβάζουν εμβριθώς περιοδικά με τα τελευταία νέα για τους έρωτες των τηλεορασανθρώπων. Αδυνατεί όμως να αδιαφορήσει για τις ομάδες των νεαρών, που πορεύονται για το γήπεδο με σημαίες, κασκόλ, καραμούζες, φωτοβολίδες και όλα τα απαραίτητα. «Για άλλα αγωνιζόμασταν εμείς», συλλογίζεται και ανασταίνει τα τοπία της μνήμης του, τους μικρόσωμους γέρους ραβίνους που έσερναν σεντούκια με βιβλία, τη σκεπή του έσταζε κι ήθελε μερεμέτισμα, την εικόνα του παιδιού με τα ναυτικά που λησμονήθηκε στον τοίχο, το φυλαχτό στο έμπα του σπιτιού που δεν πρόλαβαν να ξηλώσουν «τότε». Θέλει να κουβεντιάσει με κάποιες σκιές, όμως δεν τους αποκρίνεται κανείς, ούτε ο αντίλαλος. Πάντως εκεί όπου τώρα δεσπόζουν τα ΚΤΕΛ ή μάλλον λίγο παρακάτω στα «Ανταλλακτικά Γερμανίας ο Μήτσος», βρισκόταν το μπακάλικο του άλλου θείου του, όπου άρον άρον, παιδί πράμα, τον έστειλαν να δουλέψει παραγιός. Κουβαλούσε το δίχτυ με τις παραγγελίες στα σπίτια. Και πεινασμένος μια ζωή, έβαζε χέρι στα ψώνια. Στο τυρί, στις ελιές, ακόμα και στη ζάχαρη. Ξεσκεπάστηκε όμως γρήγορα, όταν μια πελάτισσα παραπονέθηκε πως μια οκά της χρέωσαν και λιγότερο από μισή της έστειλαν. Τον περίλαβε ο θείος, τον κρέμασε ανάποδα και πού σε πονά και που σε σφάζει. Ποιος ξέρει ως πού ακούστηκαν οι στριγκλιές του. Βρέθηκαν ευτυχώς κάτι γείτονες και ειδοποίησαν την αδελφή του τη μεγάλη. Τη φουκαριάρα! Πώς μπορεί να την ξεχάσει τώρα, με βαθουλωμένα μάτια, σχεδόν χωρίς ψυχή, στο Λοιμωδών, τον μαύρο χειμώνα του ’41, που έκανε θραύση ο τύφος. Ούτε και την αδελφή του τη μικρή μπορεί να ξεχάσει, τότε που την αντάμωσε για τελευταία φορά, κουρεμένη γουλί να τουρτουρίζει περιβλημένη τα ριγωτά κουρέλια της. Ευτυχώς ο Κάπο έκανε τα στραβά μάτια και τον άφησε να την πλησιάσει, να της πει ένα λόγο παρηγορητικό, να της βάλει στην τσέπη ένα ξεροκόμματο.
Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός. Να και το στέκι στην οδό Προμηθέως. Λίγο καφενές, λίγο ταβερνείο, λίγο τεκές. Εκεί τον άκουσαν να τραγουδάει για πρώτη φορά. Τα είχε πιει, φτιάχτηκε. Κι απόμειναν όλοι με το στόμα ορθάνοιχτο. Τι πάθος, τι τσαλίμι, τι μερακλήδικα ανεβοκατεβάσματα! Από τότε, πού τον έχανες πού τον έβρισκες. Έσμιγε μες τις κομπανίες, έκανε το κέφι του. Ο Σαδίκ ο τυφλός, ο σαντουρτζής, που τον γνώριζε από μωρό, του έβγαλε και τραγούδι. Να θυμάται τη μακαρίτισσα τη μάνα του. «Αλεβάντα, Τζάκο, σήκω επάνω, Τζάκο».
«Σήκω επάνω Τζάκο,
σε γάμους και σε χαρές.
Μπόσικος μη δείχνεσαι
γιατί έχεις πελατεία».
«Στην ταβέρνα παίζω το όργανο
και τραγουδάω χωρίς αναπαμό
και κουνιέμαι σαν καράβι
Τζάκο με λεν εμένα».
«Τζάκο με λεν εμένα», σιγοτραγουδάει και περιφέρει τη σύγχρονη αποσύνθεσή του. Θέλει να ξαποστάσει πια και ονειρεύεται νέα κορίτσια να τον κερνάνε στο φτερό γλυκό του κουταλιού και δροσερό νεράκι της στάμνας, όπως τότε. Βλέπει στην παραλία τους ερασιτέχνες ψαράδες να αγκιστρώνουν με μαεστρία τα δολώματα. Βλέπει στις έρημες στοές της Μοδιάνο δύο τρεις γερόμαγκες που τη βρίσκουν με ούζο και όστρακα, καθισμένοι σε καφάσια και ψαροκασέλες, ενώ στο παρακείμενο σκουπιδαριό βόσκουν ανενόχλητα οι μύγες. Πιο κάτω, στην Τσιμισκή, νεόπλουτοι εργολάβοι και καζινόβιοι τοκογλύφοι τον προσπερνούν με αλαζονεία και έπαρση. Όμως εκείνος τους λοιδορεί και μέμφεται όλους τους αίτιους, που μας έχουν τόσο άσπλαχνα απομονώσει. Φυσά ο αέρας, σηκώνει σκόνη και φέρνει νέες αναθυμιάσεις. Κι αυτός συνεχίζει. Και περνά από την άλλοτε έπαυλη, με τα σιντριβάνια και τα θεόρατα δέντρα. Στο περιβόλι της μάζευε λουλούδια, μαργαρίτες και τα λεγόμενα σκυλάκια, και στην πίσω πλευρά της, που σχεδόν την έγλυφε η θάλασσα, οικοδομούσε οράματα και σχεδίαζε τη φυγή. Ονειρευόταν από τότε πως γίνεται να τον προσπεράσει η μιζέρια, όπως ο άγγελος του θανάτου τα σπίτια των προγόνων του στην Αίγυπτο.
Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός. Κάποιοι άλλοι πρόγονοι, πιο κοντινοί, διατήρησαν τα κλειδιά των άλλοτε σπιτιών τους στο Τολέδο και στην Κόρδοβα. Και τα χαϊδεύουν ακόμα, κρεμασμένα πίσω από την πόρτα, μέχρι τις μέρες του. Σήκω επάνω, Τζάκο. Και βλέπει τώρα γέροντες κατάκοιτους να τον κοιτούν σαν σκιάχτρα, στο μοναδικό δωμάτιο του σπιτιού τους, όπου στριμώχνονται ο ένας πάνω στον άλλο. Θυμάται τις βροχές και τους χιονιάδες και τα κάρβουνα που πάντα έλειπαν από το μαγκάλι. Βλέπει ακόμα τους γιαουρτσήδες, τους μποζατζήδες, τους γαλατάδες, τους μανάβηδες. Βλέπει το καφωδείο-χοροδιδασκαλείο «Η Ραμόνα», τους παλιούς φίλους που χάθηκαν για πάντα.
Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικός, πληγή κακοφορμισμένη, που δε λέει να γιάνει. Και ο Τζάκο Σουλέμα έχει φτάσει πια στο μεγάλο Λούνα Παρκ. Κόβει εισιτήριο για τα αεροπλανάκια. Σήκω επάνω, Τζάκο-Αλεβάντα, Τζάκο, καιτο αεροπλανάκι σηκώνεται. Τι μπορεί να συμβεί σε μια διακοπή ρεύματος, μια στιγμιαία βλάβη; Άσ’ τα να πάνε! Εκείνος πάντως θα τραβήξει τον λεβιέ, θα στρέψει το πηδάλιο, θα αναβοσβήσει λυχνίες και διακόπτες, θα πατήσει κουμπιά και θα εγερθεί υπερήφανος και θα κρατηθεί στον αέρα όσο τον παίρνουν τα καύσιμα, μέχρι να σωθεί το λάδι του. Και σίγουρα θα ξεχάσει το σκοπό του λέγανε οι Χιλιανοί, κι ας τον σπρώχνουν προς τη θάλασσα με τόξα οι Παταγώνες, κι ας τον προσμένουν τελωνοφύλακες με πίπες αδειανές, και ας τον δέχονται οι πολιτείες οι ξένες, οι απομακρυσμένες, και κορίτσια απ’ τη Χιλή που έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέλη και δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί.
Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός, δηλαδή εγώ. Και ο Τζάκο Σουλέμα θυμάται εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης, ψάχνει ακόμα το στρατί που πάει για το Ντεπό. Και ξεκινώντας για τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού, ίπταται πάνω από τη γενέθλια πόλη, απλώνοντας προστατευτικά τα νέα φτερά του. Και επιβιώνει εν τοις ουρανοίς.
Ναρ Αλμπέρτο, Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός, Νεφέλη, 1999, σ. 55-65.
Ι.Α. Νικολαΐδης, Κατοχ...
ΚΑΤΟΧΙΚΟ
(απόσπασμα)Μνήμες πικρές, κι είναι παράξενο
πως έτσι αποσπασματικά αναδύονται.
Η Εγνατία οδός των θρύλων
στην πιο σπαραχτική της μέρα
καθώς το τρομαγμένο ανθρωπομάνι οδοιπορούσε για τα τρένα.
Μπορεί ν’ αλλάζουν οι καιροί, οι αφετηρίες μένουν οι ίδιες
κι ιδού μια νέα μετοικεσία Βαβυλώνος.
κείνες οι παρόχθιες ιτιές
βοηθούσαν άλλοτε στο ξέσπασμα, στο κλάμα·
κλειστά τώρα τα πρόσωπα κι ανέκφραστα:
υποταγμένος κι άβουλος λαός
αναμετρούσε τα σκαλιά του μαρτυρίου
τη μοίρα του υπό μάλης κουβαλώντας.
Ξεχώριζαν όσοι κρατούσαν μ’ υπερένταση
την αξιοπρέπεια όρθια
κι ας την τσαλάκωσαν των Ούννων τα χτυπήματα.
Κι εσύ, έμφοβος, στην Παναγία Χαλκέων,
να στέκεις άγαλμα
μη και το βλέμμα σου στεγνό διασταυρωθεί
με κάποιου γειτονόπουλου το βλέμμα
μπορεί του Ηλίκου, του Αλμπέρτου, του Ζακίνου.
Μάταιη αναμονή.
Η θλίψη στάλαζε φαρμάκι
για τα τετελεσμένα, τα μελλούμενα.
Σούρουπο στον ορίζοντα και στην καρδιά
κι έτσι τον δρόμο για την πάνω πόλη επήρες.
Ι. Α. Νικολαΐδης, «Κατοχικό», Σκεύη κεραμέως, εκδ. Μαλλιάρης Παιδεία 2007, σ. 28
Το κρεβάτι...
Το κρεβάτι
Ανεβάσαμε σε μας το μονό αυτό κρεβάτι, τη μέρα που μάζεψαν απ’ τη γειτονιά μας τους εβραίους, κι απ’ το ίδιο κιόλας βράδυ, αν δεν κάνω λάθος, άρχισα να κοιμάμαι σ’ αυτό. Το πάπλωμα, το στρώμα, και τα λερά σεντόνια του τα είχαν στο μεταξύ άλλοι αρπάξει. Το κρεβάτι ήταν το μόνο πράγμα που είχε απομείνει τελικά μέσα στο άγρια λεηλατημένο διαμέρισμα. Και το μόνο εβραϊκό πράγμα, που ύστερα από πολύ δισταγμό πήραμε –το ορκίζομαι.
Κοιμόταν ο Ίζος σ’ αυτό. Δυο χρόνια μεγαλύτερός μου, μα φίλος μου. Συχνά, παίζοντας στο διαμέρισμά τους κρυφτό ή άλλα παιχνίδια, κρυβόμασταν αποκάτω ή χωνόμασταν για να πάρουμε τη μπάλα που είχε κυλήσει. Κάποτε μάλιστα, που λείπαν οι δικοί μου, μας είχαν κοιμήσει αγκαλιά στο κρεβάτι αυτό. Τότε πρωτοείδα το νεανικό τριχωτό στεφάνι της ήβης. Είναι αλήθεια πως είχε αρκετούς κοριούς το κρεβάτι, και παρ’ όλο το κυνήγημα που αργότερα τους κάναμε, δεν εξολοθρεύτηκαν ποτέ εντελώς. Ήρθε καιρός που δόξαζα το Θεό γι’ αυτή τη διάσωση. Κάτι είχε σωθεί απ’ το αίμα του Ίζου και ενωθεί ίσως με το δικό μου.
Ο Ίζος μαζί με τους δικούς του που σπάραζαν, έφυγε ένα φριχτό πρωί ντυμένος και σοβαρός σα γαμπρός. Στο στήθος του σχεδόν καμάρωνε το κίτρινο άστρο. Ήμουν μαζί του μέχρι που δρασκέλισε το κατώφλι της εξώπορτας. Έξω ούρλιαζε ένα μεγάφωνο: «Προσοχή! Προσοχή! Όλοι οι εβραίοι…». Τον άρπαξαν και τον έσυραν στη γραμμή. Κάποιος με τράβηξε δυνατά προς τα μέσα και βρόντηξε σαν οριστικά, όπως στις κηδείες, την πόρτα. Ένας Θεός ξέρει τι μπορούσες να πάθεις εκείνη την ώρα, αν από λάθος κι εσένα σε άρπαζαν ή σ’ έβλεπαν αγκαλιασμένο μ’ έναν εβραίο.
Αμέσως μετά, όλη η πολυκατοικία σφούγγισε τα δάκρυά της, ανέβηκε αγκομαχώντας στο δεύτερο πάτωμα και ρίχτηκε σαν υπνωτισμένη στα υπάρχοντα των εβραίων. Το πλούσιο σπιτικό τους βούλιαζε από ρούχα και έπιπλα. Οι Γερμανοί, βέβαια, απειλούσαν με θάνατο όποιον έπαιρνε ή άρπαζε εβραϊκές περιουσίες, μα κανένας σχεδόν δεν θυμήθηκε εκείνη τη στιγμή τη θυροκολλημένη διαταγή. Έξω ακόμα τους μέτραγαν, φώναζαν τα ονόματά τους, τους κλοτσούσαν• μέσα στο σπιτικό τους ξεγυμνώνονταν με θαυμαστό πράγματι θάρρος και επιτηδειότητα. Το ίδιο φαντάζομαι θα συνέβαινε και στα άλλα σπίτια του γκέτο μας. Δεν αποκλείεται μάλιστα οι Εβραίοι να έβλεπαν μέσα στην παραζάλη τους το άρπαγμα των υπαρχόντων τους. Ιδίως όταν τραβολογιόνταν οι κουρτίνες –αυτό πρέπει να φαίνονταν από το δρόμο.
Η συγκάτοικη που πριν από λίγο έκαμνε τους πιο μεγάλους σταυρούς κι έπαιρνε τους πιο βαριούς όρκους –κάτι το πολύτιμο, φαίνεται, της είχαν εμπιστευθεί– ρίχτηκε, θυμάμαι, στα σεντόνια του Ίζου, ζεστά ακόμα απ’ το νεανικό ύπνο του. Κατόπι στράφηκε σε σοβαρότερα πράγματα. Άλλοι πήραν να τραβοκοπούν το καρυδένιο τραπέζι, άλλοι τις ντουλάπες, τις σιφονιέρες, τα κομοδίνα, τους καθρέφτες, και μια ραγισμένη θερμάστρα από πορσελάνη διαλύθηκε στα χέρια ενός γέρου και μιας γριάς, καθώς την έσερναν στο διάδρομο.
Το πάτωμα ήταν σκεπασμένο με φλούδα από πασατέμπο. Μέρες τώρα δε μαγείρευαν ούτε σκούπιζαν οι εβραίοι. Περίμεναν, πάντα ντυμένοι, την ξαφνική διαταγή, λέγοντας ιστορίες παρηγορητικές και παραφυλάγοντας το δρόμο πίσω απ’ τα κατάκλειστα σκεπασμένα παράθυρα. Κανένας τους δεν έδειχνε διάθεση να το σκάσει, πράγμα μάλλον εύκολο. Οι λίγοι που το τόλμησαν, σώθηκαν σχεδόν όλοι. Είχαν απειληθεί, βέβαια, με οικογενειακή εξόντωση κι ο ένας τους συγκρατούσε τον άλλο. Επίσης τους αποκοίμιζαν με διάφορα παραμύθια. Ο μεγάλος καημός της μαντάμ Κοέν, μάνας του Ίζου, ήταν πως στην Κρακοβία, όπου δήθεν θα τους πήγαιναν, οι εκεί εβραίοι μιλούσαν άλλη γλώσσα κι όχι τη διάλεκτο της Καστίλλιας. «Μα θα τα καταφέρουμε», έλεγε με αρκετό κουράγιο, «όπως τον καιρό του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας». Δεν είχαν βέβαια, τίποτε ακούσει για το Άουσβιτς, ούτε για τους θαλάμους αερίων. Είναι όμως δυνατό να μη είχαν καταλάβει το βαθμό του μίσους;
Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά μας κλαίγοντας. Δεν μπορούσαμε να βλέπουμε άλλο το ξεγύμνωμα του σπιτιού. Δε δεχτήκαμε ούτε και κάτι λίγα που μας πρόσφεραν οι χορτασμένοι νέοι κυρίαρχοί του. Μισογείραμε στα παντζούρια και παρακολουθούσαμε με φρίκη τις ζωσμένες φάλαγγες να περνούν. Δεν έμοιαζε καθόλου με ταξίδι το άγριο αυτό ξερίζωμα. Γέροι, γριές, άρρωστοι που παραπατούσαν, εγχειρισμένοι διπλωμένοι στα δυο, σέρνονταν στο τέλος της κάθε φάλαγγας. Πόσο είναι δυνατό να βάσταξαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Μάλλον όμως υπήρξαν οι ευτυχέστεροι, αν σκεφθεί κανείς το τέλος των άλλων. Καμιά φορά ακολουθούσαν και φορεία πίσω από τις φάλαγγες. Πάνω σ’ αυτά βρίσκονταν οι κατάκοιτοι, οι ετοιμοθάνατοι, οι ετοιμόγεννες και γενικά όλοι οι βαριά ασθενείς, που οι συγγενείς τους είχαν προβλέψει και μπόρεσαν να ετοιμάσουν ένα φορείο. Αλλιώς, θα σέρνονταν κι αυτοί με τα πόδια. Άνεμος άγριος σαρώνει μες στη μνήμη μου εκείνη την Εγνατία.
Πάντως, οι εβραίοι είχαν μυριστεί απ’ το προηγούμενο βράδυ τον άμεσο κίνδυνο. Αργά τη νύχτα βούιζε από ψαλμούς η γειτονιά μας. Η γειτονιά τους, μάλλον έπρεπε να πω, μια κι αυτοί είχαν την πλειοψηφία. Άλλωστε γι’ αυτό το λόγο είχε ανακηρυχτεί σε προσωρινό γκέτο. Μέσα στη φεγγαρόφωτη νύχτα της άνοιξης αφουγκραζόμασταν τη βουή. Από παντού ανέβαιναν σπαραχτικές δεήσεις προς τον σκληρόκαρδο Γιεχωβά. Στους δρόμους ερημιά απόλυτη και στις γωνιές του γκέτο μας μάτσο οι φρουροί χωροφύλακες. Πάνω απ’ τις στέγες ένας καπνός, θαρρείς, πλανιόταν, κάτι το θολό.
Και τις προηγούμενες, βέβαια, νύχτες ακουγόνταν συχνά ψαλμοί, μα ήτανε πνιγμένοι και μακρόσυρτοι. Δεν είχαν αυτόν τον ομαδικό σπαραγμό, την πίεση αυτή για άμεση βοήθεια. Άλλωστε, προηγουμένως ακουγόνταν καμιά φορά και τραγούδια, ακόμα και παλαμάκια. Παντρεύονταν αράδα οι νέοι τους. Μπροστά στην απειλή του ξεριζωμού ενώνονταν μια ώρα αρχύτερα οι ερωτευμένοι. Εξάλλου είχε κυκλοφορήσει έντονα η φήμη πως τους παντρεμένους αλλιώς θα τους μεταχειρίζονταν. Έκαμναν πως και πως να συγγενέψουν μαζί μας, μα ούτε στα τρελοκομεία δεν θα μπορούσαν να βρουν γαμπρούς ή νύφες έλληνες εκείνη τη στιγμή. Εντούτοις θρυλούνται μερικοί τέτοιοι γάμοι.
Όταν οι φάλαγγες της γειτονιάς μας χάθηκαν, ξεκίνησα για το σχολείο. Οι χωροφύλακες στη γωνιά δε μ’ άφηναν να περάσω. Είχα μαζί μου μια παλιά ταυτότητα της Νεολαίας• τους την έδειξα και βγήκα. Δεν θα μπορούσα να είμαι εβραιγάκι;
Στο σχολειό τα περισσότερα παιδιά ξέρανε λίγο πολύ τι είχε γίνει. Ιδιαίτερη συγκίνηση όμως δεν μπορώ να πω ότι υπήρχε κι ας είχαμε εβραίους συμμαθητές. Το μάθημα έγινε κανονικά. Στο διάλειμμα μερικά παιδιά έψαλαν τον πανεβραϊκό ύμνο, που το λέγαν πάνω σε γνωστό, βέβαια, σκοπό, με σπασμένα ελληνικά και σερνάμενη τη φωνή, όπως μιλούσαν οι ισπανοεβραίοι. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη στροφή του:
Όταν θα πάμε εις το Σαλονίκα, θα βρούμε σπίτι αντειανός, θ’ αρχίσει πάλι το παλιό ντουλείκα για να ζήσει το Τζιντιός.
Τα παιδιά αυτά λίγα και μάλλον ανόητα. Όπως ανόητοι μα όχι και τόσο λίγοι ήταν και οι μεγάλοι εκείνοι, έμποροι ιδίως, που ανακουφίστηκαν τότε. Αφήνω τους διάφορους προδότες και τους ημιπαράφρονες θαυμαστές των χιτλερικών, που δόξα τω Θεώ ποτέ δε μας έλειψαν. Ευτυχώς μας ξεπλένουν, θαρρώ, κι απ’ αυτό ορισμένες πράξεις υψηλής θυσίας.
Το μεσημέρι, όταν γύριζα, κόσμος και κακό ήταν στη γειτονιά μας. Οι γερμανοί είχαν αποσυρθεί, όχι όμως κι οι χωροφύλακες. Τώρα γίνονταν το γιάγμα απ’ τα κύματα της φτωχολογιάς και των γύφτων. Όμως που και που έπεφτε κι από κανένας πυροβολισμός γι’ αυτό όλοι τους ήταν βιαστικοί και σκιαγμένοι. Είδα γύφτο να τρέχει στην πλατεία μ’ ένα αδειανό συρτάρι στα χέρια. Άλλον με βιβλία βαριά, κι έναν τρίτο μ’ ένα παντζούρι διαλυμένο σχεδόν. Τι τα ήθελαν αυτά τα πράγματα; Απ’ το σπίτι μας είχαν βγάλει ως και τις πόρτες απ’ το διαμέρισμα των εβραίων. Και με την ευκαιρία έκλεψαν όλους τους γλόμπους και τα παραθυρόφυλλα της σκάλας. Για χρόνια έμπαινε από κει η βροχή και το κρύο.
Μπήκα με φόβο στο ορθάνοιχτο διαμέρισμα. Ήταν ολότελα ξεγυμνωμένο. Σκουπίδια, χαρτιά, γιομίδια, πούπουλα σκορπισμένα χάμω. Και στην κουζίνα τα πλακάκια όλα ξηλωμένα. Ψάχναν τα κτήνη για το θησαυρό.
Πήγα στο μέρος. Απ’ το φόβο μου ίσως είχα κοιλόπονο δυνατό. Πολλά βιβλία σχολικά ήταν πεταμένα μέσα στη μπανιέρα. Τα μάζεψα όχι χωρίς καμία ικανοποίηση. Από βιβλία ήμουν φοβερά φτωχός. Αρκετά είχαν το όνομα του Ίζου απάνω.
Μέσα στου Ίζου το δωμάτιο μονάχα το καφετί σιδερένιο κρεβάτι του είχε απομείνει. Σίγουρα, δεν το είχαν αρπάξει γιατί είχε πολλές σούστες σπασμένες. Όταν το είδα, σαν αν ξαναείδα τον Ίζο μπροστά μου. Ανέβηκα απάνω του και το είπα: ήθελα το κρεβάτι του. Με δυσκολία κατέβηκαν να με βοηθήσουν. Ήταν άλλωστε όλοι τους πλαγιασμένοι απ’ την πρωινή ταραχή. Το ανεβάσαμε, δέσαμε γερά τις σούστες του και κατόπι το ζεματίσαμε για τους κοριούς. Άρχισα να κοιμάμαι σ’ αυτό από το ίδιο βράδυ, από τότε δηλαδή που άρχισαν τα μεγάλα μαρτύρια του Ίζου.
Κοιμήθηκα σ’ αυτό το κρεβάτι για πολλά χρόνια. Όλες τις χαρές –ποιες χαρές;– και τ’ ατέλειωτα μαρτύρια της νιότης μου. Εδώ με πιάσανε αργότερα οι αγωνίες, οι αϋπνίες, τα άγχη, και το κρεβάτι ξαναπήρε απ’ τα στριφογυρίσματά μου να σπάνει. Προσπαθώντας να αυτοθεραπευτώ –πράγμα που θαρρώ πως σχεδόν τα κατάφερα– αμέτρητες οργιαστικές σκηνές και συνθέσεις έχω στήσει πάνω σ’ αυτό. Μια αόρατη, θαρρείς, παρουσία μ’ έριχνε σ’ ένα ατέλειωτο ερωτικό παροξυσμό. Κάθε βράδυ και κάτι άλλο, κάτι καινούργιο και πιο τολμηρό ή, στις εξαιρετικές περιπτώσεις, νέες παραλλαγές στο βασικό μοτίβο. Όταν παράγινε εκείνο το κακό, και μπλέχτηκαν ερωτισμοί, αυτοερωτισμοί, διαβάσματα, ανέχειες, κρίσεις θρησκευτικές, που μου τις δημιούργησαν πρόωρα κάτι ολέθριοι τύποι, έφτασα στο σημείο ν’ αποδίδω το κατάντημά μου ακόμα και στο κρεβάτι του Ίζου. Το καταραμένο αυτό κλινάρι είχε φάει τον Ίζο, τώρα πήγαινε να φάει κι εμένα.
Προχτές, ένας παλιατζής που φέραμε για να μας ξαλαφρώσει απ’ τις παλιατσαρίες μας, αρνήθηκε, ευτυχώς, να το πάρει. Είναι σαράβαλο, είπε, δεν αξίζει ο κόπος. Αυτό έχει συμβεί κι άλλες φορές• δεν μπορέσαμε να το ξεφορτωθούμε. Κι έτσι το κρεβάτι εξακολουθεί να σκουριάζει στην αποθήκη μας. Εγώ, όμως, άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά μήπως θα πρέπει να το επιδιορθώσω και ν’ αρχίσω να κοιμάμαι και πάλι σ’ αυτό. Είναι μάταιο κι αστείο σχεδόν να επιμένω να κοιμάμαι σε διπλό κρεβάτι. Δεν ξορκίστηκε έτσι καθόλου το κακό. Άλλον άνθρωπο δεν είδα να γλυκανασάνει στο πλάι μου. Ας ξαναβρώ τουλάχιστον τις φαντασίες μου και τα παλιά οράματά μου, όποια κι αν είναι. Κάτι είναι κι αυτό.
Γιώργος Ιωάννου, «Το κρεβάτι», Η Σαρκοφάγος : πεζογραφήματα, Κέδρος, Αθήνα, 1971¹, σ. 46-51.
Ανδρέας Καρκαβίτσας, Θ...
«Θεσσαλονίκη»
28 του Νοέμβρη. Σήμερα καμιά εργασία δεν γίνεται στη Θεσσαλονίκη. Ο λιμένας έρημος· ούτε βάρκα δεν βρίσκει κανείς να έμπει ή να έβγει από το βαπόρι. Είναι Σάββατο, και το Σάββατο εδώ δεν μοιάζει ούτε με Πάσχα στο λιμένα του Πειραιά. Γιατί η Θεσσαλονίκη είναι αληθινή εβραίικη πόλις. Οι πλουσιότεροι και κυριότεροι έμποροί της είναι Εβραίοι. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και ο πληθυσμός της όλος, εκτός 25 χιλιάδες Ελλήνων και άλλων τόσων Τούρκων, είναι εβραίικος. Έμποροι Εβραίοι, καρολόγοι Εβραίοι, βαρκάρηδες Εβραίοι, χαμάληδες Εβραίοι. Για τούτο κατόρθωσαν να επιβληθούν σε όλα και στην κοινωνική κίνηση και ζωή ακόμη. Και όποιοι θέλουν να ιδούν και πάλι παλικαρά Εβραίο, ας έρθουν εδώ να τον ζητήσουν.
Από χθες το κοντόβραδο σε όλη την πόλη απλώνεται μία θρησκευτική ευλάβεια επίσημη. Το Τσαρσί κατάκλειστο. Οι δρόμοι πανέρημοι. Από κάθε στενό ψαλμωδίες ακούονται. Από κάθε μέρος προβάλλουν λαμπροφορεμένοι όμιλοι, γυναίκες αγγελοκάμωτες και άνδρες λεβέντες. Κάθε σπίτι φωτοβολεί· κάθε καρδιά ανοίγεται προς το «θείο». Λέγουν πολλοί χριστιανοί, πως όλ’ αυτά ’ναι προσποίησις· αλλ’ αδιάφορο. Η προσποίησις αυτή, είτε άλλο οτιδήποτε, κατόρθωσε να συγκρατήσει απαράλλαχτο τον θαυμαστό αυτό λαό, μέσα στους αιώνες που επέρασαν και στους τόσους κατατρεγμούς που τον ήβραν από τον καιρό που, παλικάρι υπερθαυμαστό, έχασε τη ζωή μαζί με τον Ναό και τα αγαπητά του Ιεροσόλυμα. Πότε άραγε θα πραγματοποιηθεί, λαέ μυθορεμμένε η γιγαντιαία σου παράδοσις; Πότε θα έρθει η ποθητή κοσμοχαλασιά, που δεν θα μείνει στο πρόσωπο της γης παρά ένας Εβραίος κι ένας Έλληνας, για να τη μοιράσουν αδελφικά και τιμημένα…;
Ανδρέας Καρακαβίτσας, «Θεσσαλονίκη», Η Θεσσαλονίκη των παλιότερων συγγραφέων, Ιανός, 1998, σ.
Λεωνίδας Ζησιάδης, Θεσ...
Συμβίωση
Όταν, όμως, μιλάς για γυρολόγους, μικροπωλητές και σαματά στους δρόμους, ο νους σου πάει αυτόματα και κατ’ ευθείαν στους συμπολίτες μας, τους Εβραίους, που ζούσανε αιώνες σ’ αυτή την πόλη και, ξαφνικά, ποιος να το ’λεγε, χάθηκαν όλοι τους, όταν τους βρήκε η συμφορά της Κατοχής και η ομαδική βάρβαρη εξόντωσή τους.
Οι Εβραίοι ήταν η δεύτερη σε πλήθος ράτσα στη Θεσσαλονίκη πριν το ’12. Συγκατοικούσε με Τούρκους, Έλληνες, Αρμένηδες, Βούλγαρους, Αρβανίτες, Λεβαντίνους, ώσπου με την προσφυγιά μας γέμισε η πόλη με Έλληνες, που ήρθαν συντριπτικά πρώτοι σε πληθυσμό.
Στην εποχή μας ήταν το πιο δραστήριο και ζωντανό στοιχείο της πόλης. Το σήμα κατατεθέν. Δεν υπήρχε εμπόριο, βιομηχανία, μικροεπιχείρηση, μαγαζί και παραμάγαζο, σαράφικο και συναλλαγή, χωρίς την παράλληλη και ζωντανή παρουσία των Εβραίων. Ήταν μειονότητα. Αλλά μειονότητα με κυρίαρχη οικονομική παρουσία.
Η φυλή των Σαλονικιών Εβραίων χωρίζονταν κοινωνικά σε δυο μεγάλες κατηγορίες, εκ διαμέτρου αντίθετες και ανόμοιες μεταξύ τους. Ήταν οι πλούσιοι μορφωμένοι μεγαλέμποροι, τραπεζίτες ή επιστήμονες, όλοι τους σχεδόν πολύγλωσσοι μεγαλοαστοί, μετρημένοι στα δάχτυλα. Και, παράλληλα, στους εβραιομαχαλάδες και μακριά τους ήταν η πλεμπάγια, το μεγάλο πλήθος, οι δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι της φτωχολογιάς. Οι μεροκαματιάρηδες, μικρομαγαζάτορες, μικροέμποροι, γυρολόγοι, χαμάληδες, μεταπράτες, μαουνιέρηδες, θεληματάρηδες, όλοι μικρής ή και μηδενικής μόρφωσης, που αγωνίζονταν όπως κι εμείς για τον «επιούσιον» τρέχοντας πίσω απ’ τη δραχμή και κάνοντας του κόσμου τις δουλειές, μακριά, όμως, πάντα απ’ το υπαλληλίκι.
Μόνη ομοιότητα με την άλλη τάξη των Εβραίων, την αριστοκρατική, είχαν τη θρησκεία και τη γλώσσα τους, παραφθαρμένη ισπανική, κληρονομημένη από τους προγόνους τους, τους Σεφαρντίμ, που έφτασαν σ’ αυτή την πόλη, βίαια διωγμένοι από τον Φίλιππο και την Ισαβέλα, τη χρονιά που ο Κολόμβος ανακάλυπτε την Αμερική. Ο Σουλτάνος τους παραχώρησε άσυλο εδώ στη Θεσσαλονίκη, εξήντα τρία χρόνια μετά την κατάκτησή της, και οι Εβραίοι της Ισπανίας ανταμώσανε εδώ με τους άλλους Εβραίους της διασποράς, τους Ασκεναζίμ, που ήρθαν κι αυτοί διωγμένοι τότε, πριν από είκοσι χρόνια, από τη Βαυαρία κι από άλλες γερμανόφωνες χώρες.
Εβραϊκές, όμως, κοινότητες υπήρχαν στην πόλη μας και από την αρχαιότητα, πριν από τη γέννηση του Χριστού και ξέρουμε ότι το 53 μ.Χ., η Συναγωγή των Εβραίων υποδέχθηκε τον Απόστολο Παύλο, να τον ακούσει τι έχει να τους πει για τη νέα Θρησκεία.
Μέσα σ’ όλο τον κόσμο που έτρεχε κυνηγώντας το καρβέλι, οι συντοπίτες μας οι Εβραίοι τρέχανε κι αυτοί πρώτοι και καλύτεροι, κάνοντας εκτός των άλλων πολλά χαρακτηριστικά επαγγέλματα. Ήταν οι μεταπράτες της αγοράς, που είχανε ειδικευθεί σε δουλειές του ποδαριού. Αυτοί, που δίνανε το δικό τους τόνο στην αγορά και στις γειτονιές. Μια έβλεπες τον Τζάκο να πουλάει σε καρότσι ροδάκινα «λίγο χτυπημένα, λίγο βαρεμένα», φτηνά, να φάει η φτωχολογιά, που τα διαπραγματεύθηκε από κάποιο καΐκι, πριν τα πετάξουν ανοιχτά στη θάλασσα, και την άλλη, να πουλάει ο ίδιος, υφάσματα «της πυρκαϊάς και της ασφάλειας», που τα απέσπασε από κάποιο στοκ συμπατριώτη του εμπόρου.
Άλλες φορές ο Ντανιέλ διαλαλούσε κάλτσες και φανέλες από τα κατασχεμένα και, ξαφνικά, τον έβλεπες να διαπραγματεύεται παλιά έπιπλα και σκεύη, μαζί με παντζούρια από κατεδάφιση. Πανέξυπνοι, κεφάτοι και μεταρσιωμένοι απ’ τον πυρετό για το αλισβερίσι, ήταν ατσίδες στο λογαριασμό και οι συναλλαγές τους ήταν, εδώ που τα λέμε, πιο τίμιες από των δικών μας.
Πιστεύανε ότι είναι ευφυΐα η εντιμότητα στις συναλλαγές σου, ανεξάρτητα από την έμφυτη κλίση τους στο παζάρι, που το εξασκούσαν με μαεστρία και το θεωρούσαν ότι είναι μέσα στο τίμιο εμπορικό παιχνίδι. Στα τραγουδιστά τους σλόγκαν, που τα ξεφωνίζανε πρίμο σεγκόντο οι, συνήθως, δυο συνεταίροι, κουνώντας το δάχτυλο προς την κατεύθυνση του εμπορεύματος, ξεκαθαρίζανε μια και καλή την κατάσταση και την κατηγορία του και δεν αφήνανε καμιά αμφιβολία για την ποιότητά του:
Λίγο χτυπημένα
λίγο βαρεμένα
είναι τα ρουδάκινα
πάρε κι απού μέναααα…Σε αντίθεση με κάτι δικούς μας κουτοπόνηρους, που σου χώνουνε τα σάπια μαζί με τα καλά στη σακούλα και σε καζικώνουνε ύπουλα. Αυτή η διαφορά αντιλήψεων, έγινε αιτία να ευδοκιμήσουν στην αγορά οι Εβραίοι μικροπωλητές, όπως άλλωστε και οι έμποροι, και να πάρουν το πάνω χέρι, ενώ οι δικοί μας με τις μικροπονηριές τους, να ’ρχονται δεύτεροι. Με εξαίρεση, βέβαια, τους Καραμανλήδες, που τους είδαν οι Εβραίοι και τρόμαξε το μάτι τους. Τα καρότσια με τους δυο περιστασιακούς Εβραίους συνεταίρους, τριγυρνούσαν και στις γειτονιές, όπου ακουγότανε σε ντουέτο κεφάτο το εμπορικό τους τραγούδι, πρόδρομος των σημερινών μελωδικών σλόγκαν της τηλεόρασης:
Τζάμπα τα βάλαμε
χάρισμα τα βάλαμε
τζάμπα τα βάλαμε
για να φάτε κόσμεεε,
(ρεφραίν) Τρία δωδεκάμισυ πάρτε το χαμπάρι,
τρία δωδεκάμισυ πάρτε το χαμπάρι,
(κουπλέ) Τριλάθηκε τ’ αφεντικό
και τα δίνει τζάμπα (δις)
Είνι της πυρκαϊάς, είνι της ασφάλειας (δις).Και δώσ’ του ξεφωνητό στις γειτονιές και τα σοκάκια κι οι γυναίκες να σταματούν τη λάτρα και να βγαίνουν με τις ρόμπες και τις μασιές των μαλλιών στο χέρι, να ψωνίσουν απ’ τον «τσιφούτη».
Η γενιά μας πρόλαβε να δει και τους ηλικιωμένους Εβραίους, ντυμένους με την εθνική τους ενδυμασία. Οι στολές αυτές με τις περιφερόμενες αρχόντισσες και τους παππούδες, ήταν καθημερινό θέαμα.
Οι σχέσεις μας με τους Εβραίους γίνανε καλές και φιλικές, μόνο αφού πέρασαν χρόνια και συνηθίσαμε ο ένας τον άλλον. Όσο να μας ενώσει η δυστυχία, ούτε εμείς ούτε αυτοί βλεπόμασταν με πολύ καλό μάτι. Τους λέγαμε «γιαχουντήδες» και «τσιφούτηδες» κι αυτοί μας λέγανε «λεμοντζήδες».
Κυρίαρχη οικονομικώς μειονότητα, όπως ήταν στην Τουρκοκρατία, ανησύχησαν με την Ελληνοποίηση της πόλης το ’12 και την αύξηση του πληθυσμού μας το ’22, τότε που κατέφθασε κατά χιλιάδες ζωντανός Ελληνισμός απ’ τη Μικρά Ασία και τη Θράκη, κυρίαρχη κι αυτή μειονότητα μέσα στην Τουρκιά και με το μάτι της γαρίδα για «δουλειές».
Οι Εβραίοι, εντυπωσιασμένοι πάντα από καθετί το Ευρωπαϊκό, ζήσανε τη συμμαχική απόβαση του ’15, τότε που η Θεσσαλονίκη γέμισε μέχρι τα μπούνια από Γάλλους, Άγγλους, Σέρβους, Αλγερινούς, Ινδούς, Μαυριτανούς, δουλέψανε τρελά μαζί τους, τους πούλησαν της Παναγιάς τα μάτια κι ό,τι σκάρτο τους βρισκότανε και γέμισαν τα κεμέρια τους με φράγκα και στερλίνες.
Ρίχνανε λοιπόν περιφρονητικά βλέμματα, συγκρίνοντας εμάς, τα νέα υποανάπτυκτα αφεντιά τους, με τους απαστράπτοντες Ευρωπαίους κι ήταν η κρίση τους όλο χολή και ειρωνεία.
Σιγά-σιγά, όμως, με τον καιρό και με την ισοπεδωτική δύναμη της ανάγκης και της φτώχειας, αποδεχθήκαμε ο ένας τον άλλο. Και τα παιδιά της δεύτερης γενιάς, γίναμε συμμαθητές και φίλοι. Πολεμήσαμε μαζί σαν αδέλφια το ’40 και το ’41. Και στην Αντίσταση, στις πόλεις και στα βουνά, είχαμε πολλούς Εβραίους που αγωνίζονταν μαζί μας, πολεμώντας τον κοινό εχθρό.
Η φυλή των Σαλονικιών Εβραίων έχασε πολλούς στον πόλεμο του ’40. Κι όταν το ’43, στην τραγική αυτή χρονιά της Κατοχής, φορτώνανε τα ναζιστικά τέρατα στα τρένα τις δεκάδες χιλιάδες Εβραίους συμπολίτες μας, κινήσαμε γη και ουρανό, κυρίως η Οργάνωσή μας, να τους αποσπάσουμε απ’ τα δόντια των δημίων τους, να τους κρύψουμε στα σπίτια μας ή να τους στείλουμε στο βουνό. Θέλεις όμως ο φόβος των αντιποίνων για τις γυναίκες και τα παιδιά τους, θέλεις η ανεξήγητη στάση του Αρχιραβίνου τους, κάτσανε αμήχανοι και παραζαλισμένοι, φορώντας το άστρο του Δαυίδ στο στήθος και αποδέχθηκαν τη μοίρα τους, ελπίζοντας ίσως, ότι θα γλιτώσουν το θάνατο…
Η παρέα μας έκλαψε πολλούς καλούς μας φίλους, που φύγανε και δε γυρίσανε, όπως δε γυρίσανε σχεδόν όλοι οι συμπολίτες μας Εβραίοι. Πολλοί δικοί μας, παίζοντας το κεφάλι τους, κρύψανε Εβραίους ως το τέλος του πολέμου, αλλάζοντας τα ονόματά τους σε χριστιανικά. Αλλά η προφορά τους ήταν έντονη και υπήρχε καθημερινά ο κίνδυνος από τους χαφιέδες και τα καθάρματα τους ταγματασφαλίτες και τους Δαγκουλαίους, που πολλοί απ’ αυτούς διετέλεσαν και στο παρελθόν εβραιοφάγοι, μέσα από την όχι και τόσο κωμική οργάνωση των Τριών Έψιλον. Αρκετοί Εβραίοι λάκισαν για το βουνό και σώθηκαν: Ήταν όμως ελάχιστοι. Ο πληθυσμός τους χάθηκε οριστικά. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, βρέφη. Κρίμα.
Λεωνίδας Ζησιάδης, «Συμβίωση», Θεσσαλονίκη, όσα θυμάμαι, Παρατηρητής, 1991, σ. 50-55.
Μετάβαση στο σημείο: Νεκροταφεία