Θεσσαλονίκη
Μια εβραϊκή πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Ελένη ΚοσμάΠαλιά αγορά, Λαδάδικα, Καπάνι 1Παλιά Αγορά, Λαδάκικα, Καπάνι
Το Καπάνι ή Αγορά Βλάλη είναι η παραδοσιακή λαϊκή αγορά της Θεσσαλονίκης. Γεωγραφικά τοποθετείται στα πέριξ των οδών Εγνατία, Αριστοτέλους, Ερμού και Βενιζέλου. Η γενεαλογία του ονόματος της αγοράς εντοπίζεται στην τούρκικη φράση «Ουν-Καπάν», που σημαίνει αγορά αλεύρων. Σε πολύ μικρή απόσταση από το Καπάνι βρίσκονται και οι άλλες παραδοσιακές αγορές του κέντρου, το Μοδιάνο, η Πλατεία Άθωνος και το Μπεζεστένι. Η αγορά Μοδιάνο, η κεντρική αγορά τροφίμων της Θεσσαλονίκης, οικοδομήθηκε από τον εβραϊκής καταγωγής μηχανικό Ελί Μοδιάνο το 1922 και καλύπτει τμήμα του οικοδομικού τετραγώνου μεταξύ των οδών Αριστοτέλους, Ερμού, Κομνηνών και Βασιλέως Ηρακλείου. Η περιοχή των Λαδάδικων (το όνομα εδώ μαρτυράει τις αποθήκες στις οποίες φυλάσσονταν οι τενεκέδες με το λάδι) εκτείνεται από το λιμάνι μέχρι και λίγο πάνω από την οδό Τσιμισκή και κυκλώνεται από τις οδούς Δραγούμη, Σαλαμίνος και Κουντουριώτη. Ήδη από την εποχή του Α Παγκοσμίου Πολέμου η περιοχή είχε αρχίσει να αποκτά την «κακή» της φήμη, λόγω της ραγδαίας αύξησης των οίκων ανοχής στα πέριξ της. Μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 1978 η εικόνα της περιοχής ήταν αποκαρδιωτική: οι αποθήκες είχαν εγκαταλειφθεί και λειτουργούσαν ελάχιστες πλέον επιχειρήσεις. Το 1985 η περιοχή των Λαδάδικων κηρύχτηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού διατηρητέο μνημείο. Ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης άκμασε σε αυτές τις αγορές και δημιούργησε την δική του ανθρωπογεωγραφία, το ίχνος της οποίας εντοπίζουμε μέχρι και σήμερα.
Εις Μνήμην...
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ
Η εικόνα είναι αναλλοίωτη, και ποιος να την ξεχάσει;
Βουβοί, λυπημένοι περνούσανε μπροστά μας
από την Εγνατία οδό οι δυστυχείς Εβραίοι,
καραβάνι θλιβερό στην έρημο ως περνάει
Μας χαιρετούσανε κρυφά με μια λοξή ματιά,
μην τους ιδούν οι τύραννοι και τους ποδοπατήσουν.
Κατάδικοι, δίχως καμιά τους δίκη.
Άρχοντες ήταν τραγικοί που χάνανε τα πάντα
κι άλλοι φτωχοί μα πλούσιοι στην καρδιά.
Τους φόρεσαν το κίτρινο αστέρι για διάκριση,
λες κι ήταν Κάφροι ή Μαμελούκοι,
λες κι ήτανε πολίτες κατώτερης ποιότητας.
Κι όταν απομακρύνθηκαν πιο πέρα απ’ το Βαρδάρι,
ήταν η ώρα που έσβηνε το όνειρο μιας φυλής,
ένα όνειρο πολύχρωμο μες στη Θεσσαλονίκη.
Έπεσε νεκρική σιγή· πενθούσε η πόλη μας,
αυτή που τους αγκάλιαζε με μητρική στοργή.
Ευάγγελος Σουλτάνης, «Εις μνήμην» περ. Χρονικά του ΚΙΣΕ, αρ. 100, Απρίλιος-Μάιος 1988, σ. 6.
Πενήντα χρόνια μετά…...
Πενήντα χρόνια μετά…
Ι
Το 1924, ο πατέρας μου Σαλβατώρ Κούνιο, είκοσι τεσσάρων χρονών τότε, είχε ήδη ένα μικρό κατάστημα φωτογραφικών ειδών. Εργατικός πολύ, φιλομαθής και προοδευτικός, είχε από τότε μια πολύ καλή πελατεία, προμηθευόταν από τους πλανόδιους φωτογράφους, που περνούσαν από το κατάστημά του, το φωτογραφικό χαρτί και ό,τι άλλο χρειαζόταν για την τέχνη του. Τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν πολύ, γιατί ήταν πάντα στο πλευρό τους να τους συμβουλεύσει και να τους βοηθήσει για να γίνουν ακόμα πιο επιτυχημένοι. Πολλοί από αυτούς άνοιξαν μετά δικά τους φωτογραφεία και η φιλία τους με τον πατέρα μου ήταν μεγάλη. Ακόμη ζουν μερικοί, οι νεότεροι, που τον θυμούνται και μιλούν με αγάπη γι’ αυτόν. Ένας απ’ αυτούς είναι ο Γιάννης Κυριακίδης, ο φωτορεπόρτερ της Θεσσαλονίκης –και ποιος δεν το ξέρει–, που όποτε με συναντήσει και του περισσεύουν λίγα λεπτά από το χρόνο του, θα μου πει πόσο τον βοήθησε ο Σαλβατώρ Κούνιο στο ξεκίνημά του.
Από τότε ο πατέρας έκανε εισαγωγές χαρτιών από τη Γερμανία, και κάθε χρόνο επισκεπτόταν τη φωτογραφική έκθεση της Λειψίας, την πιο σημαντική της Ευρώπης τότε. Τη χρονιά εκείνη, γνώρισε μέσω μιας κοινής φίλης, την Hella Lōwy, τριτοετή φοιτήτρια της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος, και η μητέρα μου πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τις σπουδές της και να τον ακολουθήσει στην Ελλάδα.
Ο πατέρας της, γνωστός αρχιτέκτονας και μηχανικός, ζούσε στο Κάρλοβι-Βάρι, Karlsbad, της τότε Αυστρουγγαρίας, και αργότερα της Τσεχοσλοβακίας, και η μητέρα της, η Τερέζα, μια όμορφη και καλλιεργημένη Βιεννέζα, δεν ήταν καθόλου ενθουσιασμένη με την απόφαση της μοναχοκόρης τους. Αλλά η δεκαοχτάχρονη όμορφη κόρη τους, ξεροκέφαλη και πεισματάρα από τότε, τους κατάφερε και τον Ιούνιο του 1925 παντρεύτηκαν στο Κάρλοβι-Βάρι της Τσεχοσλοβακίας.
Στο μεταξύ, είχε κτιστεί το σπίτι μας σε μια από τις ωραιότερες περιοχές της Θεσσαλονίκης, το λεγόμενο «τμήμα εξοχών» που άρχιζε από τον Λευκό Πύργο και τελείωνε στο Ντεπώ. Μικρές και μεγάλες μονοκατοικίες διώροφες ή τριώροφες, μέσα σε μεγάλους κήπους, στόλιζαν την περιοχή. Τα σχέδια και την επίβλεψη του σπιτιού έκανε ο παππούς μου, και φροντίδα του πατέρα μου ήταν να γίνει ένα άνετο σπίτι, με όσες ευκολίες υπήρχαν τότε. Ήθελε πάση θυσία να νιώσει άνετα η νεαρή του γυναίκα, που είχε θυσιάσει για χατίρι του και τις σπουδές της και έναν ολόκληρο τρόπο ζωής.
Η μητέρα, μεγαλωμένη στη Βιέννη και στο Κάρλοβι-Βάρι της Αυστρουγγαρίας, και τριτοετής ήδη φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, βρέθηκε ξαφνικά σ’ έναν άλλο κόσμο, τόσο διαφορετικό από το δικό της. Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν τόσο διαφορετική από την Ευρώπη του 1920. Χρειάστηκε μεγάλη ψυχική δύναμη για να ξεπεράσει το φράγμα της «ξένης», όπως όλοι την αποκαλούσαν, και οι συγγενείς και οι φίλοι, και να την αποδεχτεί η θεσσαλονικιώτικη κοινωνία. Ένα χρόνο μετά, στα τέλη Μαρτίου του 1926, μέσα σ’ αυτό το σπίτι γεννήθηκα εγώ –τότε οι γέννες γίνονταν στα σπίτια και όχι σε κλινικές.
Το σπίτι μας, στην Κορομηλά, ήταν κτισμένο πάνω στη θάλασσα. Μαζί με τα δυο γειτονικά σπίτια, δεξιά και αριστερά από το δικό μας και τον κήπο του Γαλλικού Λυκείου –αργότερα το 5ο Γυμνάσιο– σχημάτιζαν ένα μικρό όρμο.
Πόσο μικρό φαινόταν το σπίτι μας δίπλα στα πολύ μεγαλύτερα, του Βοζίου αριστερά μας και του Πολάτ δεξιά μας. Και τα δύο ήταν τριώροφα και είχαν έναν πύργο με μυτερή σαν κώνο σκεπή. Τα παρομοίαζα σαν δυο φύλακες, που προστάτευαν το σπίτι μας, σαν πιο μικρό που ήταν. Δεν ήταν όμως καθόλου μικρό, με τις τέσσερις κρεβατοκάμαρες επάνω, το μεγάλο μπάνιο και τη φαρδιά βεράντα, σ’ όλο το πλάτος του σπιτιού. Κάτων ήταν η τραπεζαρία, το σαλόνι και η μεγάλη κουζίνα. Μια ωραιότατη ξύλινη σκάλα οδηγούσε επάνω στις κρεβατοκάμαρες. Πόσες φορές δεν την κατεβαίναμε με τον αδελφό μου κάνοντας τσουλήθρα στα γερά κάγκελά της. Κάτω στο υπόγειο ήταν η καρβουναποθήκη και η ξύλαποθήκη, πάντα συμμαζεμένη με τα ξύλα ωραία στοιβαγμένα, το ένα πάνω στο άλλο. Εκεί ήταν το κρησφύγετό μας, για μας και την παρέα μας. Εκεί κρυβόμασταν όταν παίζαμε κρυφτό.
Στο κάτω πάτωμα, σ’ όλο το πλάτος, είχε επίσης μια φαρδιά βεράντα. Στη μέση της βεράντας φαρδιά μαρμάρινα σκαλιά οδηγούσαν κάτω στην αυλή. Με κάτασπρα βότσαλα ήταν σπαρμένη η αυλή, και κάθε χρόνο συμπλήρωνε τα κενά ο πατέρας.
Η αυλή σταματούσε μ’ ένα τοιχάκι ύψους ενός μέτρου, και ακολουθούσε ένα κενό από τέσσερα περίπου μέτρα, ως το μουράγιο που σταματούσε στη θάλασσα. Το κενό αυτό, για ενίσχυση του μουράγιου, το είχαν γεμίσει με μεγάλες πέτρες, που είχαν ριχτεί όπως όπως, σ’ όλο αυτό το χώρο.
Από τα ανοίγματα που είχαν αφήσει στο μουράγιο, έμπαινε η θάλασσα μέσα. Καβούρια μικρά και μεγάλα φώλιαζαν ανάμεσα στις πέτρες και ακόμα ακούω στα αυτιά μου να παφλάζει η θάλασσα, χαϊδεύοντας τις πέτρες, όταν δε φυσούσε ο «Βαρδάρης». Ένα τμήμα στο αριστερό μέρος είχε καλυφθεί με μπετόν, σχηματίζοντας μια μεγάλη εξέδρα που ένωνε το τοιχάκι της αυλής με το μουράγιο. Τέσσερα μικρά σκαλιά μας οδηγούσαν από τον κήπο επάνω στην εξέδρα. Δύο μεγάλα «σίδερα» σε σχήμα Γ με τροχαλίες στην άκρη της εξέδρας χρησίμευαν για να ανεβάζουμε τη μικρή μας άσπρη βάρκα, τη Λορελάι. Μια ξύλινη πολύ γερή και βαριά σκάλα, με μεγάλα χερούλια σιδερένια, αγκάλιαζε το μουράγιο.
Από εκεί κατεβαίναμε στη θάλασσα για να κολυμπήσουμε. Οι μεγάλοι κατέβαιναν και ανέβαιναν «αξιοπρεπώς» κι εμείς τα παιδιά μπαινοβγαίναμε συνεχώς. Η θάλασσα κάτω ήταν γεμάτη με μεγάλες πέτρες και δύσκολα μπορούσες να πατήσεις. Πολύ λίγοι μεγάλοι πατούσαν με γυμνά πόδια. Φοβόνταν τα καβούρια, τα μύδια και τους αχινούς. Αλλά εμείς, παιδιά, αυτά δεν τα λογαριάζαμε.
Είχα δύο-τρεις πέτρες «δικές μου» και εκεί στεκόμουν άφοβα. Στο μουράγιο μας, θυμάμαι, ερχόταν και αγκυροβολούσε το καΐκι, που μας έφερνε τα βότσαλα για την αυλή. Το αμπάρι ήταν γεμάτο με βότσαλα τα οποία έβαζαν μέσα σε σακιά. Τα φορτώνονταν στην πλάτη τους οι «χαμάληδες» της εποχής εκείνης και τα άδειαζαν στην αυλή μας. Όλη αυτή τη διαδικασία την παρακολουθούσαμε με πολύ ενδιαφέρον, μαζί με όλα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς. Το ίδιο, όταν πήγαιναν και στους γείτονες να συμπληρώσουν χαλίκι και στις δικές τους αυλές. Από το μουράγιο μας πάλι επιβιβαζόμασταν στο μεγάλο καΐκι που ερχόταν να παραλάβει εμάς και την παρέα των γονιών μου, για να μας πάνε στον Άι-Γιάννη του Πηλίου. Άλλος τρόπος για να πας στον Άι-Γιάννη τότε δεν υπήρχε. Πρέπει να κρατούσε μια-δυο μέρες το ταξίδι μας ως εκεί, γιατί θυμάμαι πως στο αμπάρι είχανε απλώσει κουβέρτες και μαξιλάρια για να κοιμηθούμε. Οι ίδιες κουβέρτες και ένα ολόκληρο νοικοκυριό που κουβαλούσαν, χρησίμευε για τη διαμονή μας. Τότε ο Άι-Γιάννης ήταν έρημος, δεν υπήρχαν ξενοδοχεία όπως τώρα. Εδώ και λίγα χρόνια δημιουργήθηκε και η κατασκήνωση της ΧΑΝ. Έτσι άρχισε να γίνεται γνωστό το τόσο ωραίο και ειδυλλιακό αυτό μέρος.
Στα όρια του μουράγιου, δεξιά και αριστερά, υπήρχαν «σιδεριές»: ένα μεγάλο ακτινωτό τόξο που τελείωνε σε μυτερές άκρες. Η «σιδεριά» που μας χώριζε από το γείτονά μας αριστερά ήταν πολύ πιο μεγάλη και με πιο χοντρά σίδερα από ό,τι του γείτονά μας δεξιά. Η «σιδεριά» της δεξιάς πλευράς ήταν μικρότερη και τα σίδερα πιο λεπτά. Περισσότερο στολίδι παρά εμπόδιο. Ο γείτονάς μας, κ. Βόζιος, είχε κτίσει έναν ψηλό τοίχο που χώριζε τα δυο μας σπίτια, σε όλο το μήκος του οικοπέδου, και είχε ύψος δύο μέτρα, αλλά όταν έφθανε στην εξέδρα, μόλις ξεπερνούσε το μέτρο. Επάνω, στο τελείωμα του τοίχου είχαν βάλει γυαλιά από σπασμένα μπουκάλια, κολλημένα με τσιμέντο όρθια, έτσι που να μην μπορούν να τον πηδήσουν εύκολα και να περάσουν από το ένα μέρος στο άλλο.
Αυτές οι προφυλάξεις είχαν παρθεί από το γείτονά μας, γιατί μέσα από το μουράγιο της αυλής του είχε σχηματίσει μια τεχνητή λίμνη –«χαβούζα» του Βόζιου τη λέγαμε. Είχε κάνει ένα πολύ έξυπνο σύστημα για να παγιδεύει τα ψάρια, που έμπαιναν από τα ανοίγματα του μουράγιου, σε όλο το μήκος του, το οποίο ήταν τρεις ή τέσσερις φορές μεγαλύτερο από το δικό μας. Στα ανοίγματα του μουράγιου είχε βάλει «σιδερένιες» πόρτες που ανεβοκατέβαιναν. Σήκωνε τις πόρτες, και άφηνε τα ψάρια να μπούνε μέσα. Και κάποια ώρα της ημέρας τις ξανάκλεινε φυλακίζοντας έτσι τα διάφορα ψάρια που είχαν μπει. Τα περισσότερα ήταν κεφαλόπουλα, γωβιοί και σπάροι. Πού και πού έμπαιναν και μερικές γλώσσες. Η χαβούζα ήταν και αυτή γεμάτη κεφαλόπουλα. Εύκολη λεία για τους «λαθροψαράδες».
Ο αδελφός μου, ένα χρόνο μικρότερός μου, από πολύ μικρός είχε μανία με το ψάρεμα. Σηκωνόταν από τα ξημερώματα, ετοίμαζε το δόλωμα για τα κεφαλόπουλα –ψωμοτύρι καλά ζυμωμένο– και καθόταν με τις ώρες να ψαρέψει. Πολλές φορές καθόμουν κι εγώ μαζί του για λίγη ώρα, αλλά τα ψάρια τις περισσότερες φορές προτιμούσαν το δικό του δόλωμα.
Μια από τις μεγάλες απολαύσεις, ήταν να ψάχνουμε και να πιάνουμε τα μεγάλα καβούρια που φώλιαζαν στις πέτρες. Από την έξω πλευρά κατά μήκος του μουράγιου, είχε μια μικρή προεξοχή, ακριβώς στο ύψος της επιφάνειας της θάλασσας. Το τοιχάκι επάνω και κάτω, έως βαθιά, ήταν γεμάτο μύδια, που κρέμονταν σαν μικρά ή μεγάλα τσαμπιά. Πολλές φορές ξεγελιούνταν τα καβούρια, κάθονταν επάνω στη μικρή προεξοχή και λιάζονταν. Είχαμε αποκτήσει και οι δυο μας μια δεξιοτεχνία να γραπώνουμε τα καβούρια και να ακινητοποιούμε τις δαγκάνες τους. Εγώ δεν τα κατάφερνα τόσο καλά, τα φοβόμουνα, αλλά ο αδελφός μου είχε γίνει εξπέρ. Ένα τενεκές με νερό ήταν πάντα κοντά, και μόλις πιάναμε τα καβούρια τα ρίχναμε μέσα. Η χαρά ήταν μεγάλη και κραυγές θριάμβου αντηχούσαν όταν πιάναμε μεγάλα καβούρια: «Το έπιασα, το έπιασα, πω πω ένα “παγούρι…”», φώναζε ο αδελφός μου. Έτσι ξεχωρίζαμε τα μεγάλα καβούρια από τα μικρά. Τα «παγούρια», που ήταν και σπάνια, τα πηγαίναμε στη μητέρα μας, η οποία μας τα έβραζε και μετά τα τρώγαμε. Δε θυμάμαι να ’χω ξαναφάει πιο νόστιμο θαλασσινό από αυτά τα «παγούρια» που με το βράσιμο κοκκίνιζαν. Πάντα πρόσεχα να μη σπάσει το καύκαλό τους. Ήταν τόσο όμορφο που το φύλαγα.
Τις περισσότερες φορές σ’ αυτές μας τις εξορμήσεις έρχονταν και οι φίλοι μας, τα γειτονόπουλά μας.
Η εξέδρα που ένωνε το εσωτερικό του τοίχου με το μουράγιο, ήταν ιδανική για ηλιοθεραπεία για τους μεγάλους, και για μας τα παιδιά, για να κάνουμε βουτιές στη θάλασσα. Τρέχοντας από τη μια άκρη στην άλλη και δίνοντας ένα γερό σάλτο συναγωνιζόμασταν ποιος θα φθάσει πιο μακριά. Από τη γειτονιά έρχονταν ένα σωρό γνωστοί και φίλοι, δικοί μας και των γονιών μας, να απολαύσουν τον ήλιο και τη θάλασσα. Είχαμε και την «ωραία» της γειτονιάς –φίλη μας και πραγματικά πολύ ωραία κοπέλα. Ερχόταν κάθε μέρα και ξάπλωνε με τις ώρες για να μαυρίσει. Πόσες φορές δε μας μάλωνε, γιατί την πιτσιλούσαμε με τις βουτιές μας. Εμείς όμως το χαβά μας.
Για να διευκολύνει ο πατέρας μου τους φίλους που έρχονταν να κολυμπήσουν από την αυλή μας, είχε στήσει ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι –μια «παράγκα», όπως την ονομάζαμε– βαμμένη με ένα γλυκό πράσινο χρώμα. Εκεί μπορούσαν να γδυθούν ανενόχλητοι και να αφήσουν τα ρούχα τους.
Χαρά μας ήταν να καθόμαστε με το δειλινό επάνω στη σκεπή της παράγκας, με ένα μεγάλο κομμάτι από τη στενόμακρη φραντζόλα με τυρί μέσα, και να αγναντεύουμε τη θάλασσα, που άλλαζε μαζί με τον ουρανό τόσα χρώματα, την ώρα που έδυε ο ήλιος.
Η εξέδρα μας, θυμάμαι, ήταν πάντα γεμάτη κόσμο, σε αντίθεση με το γείτονά μας, που δεν επέτρεπε σε κανέναν ξένο να πλησιάσει.
Πολλές φορές, παρά το σιδερένιο χώρισμα και τον τοίχο με τα γυαλιά, παιδιά της γειτονιάς έμπαιναν στα δικά του «χωράφια» και ψάρευαν εύκολα τα παγιδευμένα ψάρια. Όταν τους έβλεπε έβγαινε με μια μαγκούρα να τους κυνηγήσει, φωνάζοντας και αποκαλώντας τους «σκατουλάκια, θα σας δείξω εγώ». Τα παιδιά το διασκέδαζαν –το ίδιο και εμείς– και φυσικά, με την πρώτη ευκαιρία, ξαναπερνούσαν τον τοίχο.
Απέναντι από το σπίτι μας, και σ’ όλο το μήκος του μουράγιου του κ. Πολάτ ο δρόμος τελείωνε σε ένα βραχίονα. Έτσι, μπροστά στο σπίτι του γείτονά μας και μέχρι το δικό μας σχηματιζόταν ένας κολπίσκος κλειστός από τα τρία μέρη του και ανοιχτός προς τη θάλασσα. Τα νερά εκεί ήταν ρηχά, χωρίς πέτρες, μόνο άμμο. Ένας μικρός παράδεισος για τις μαμάδες με τα μικρά τους και όσους δεν κολυμπούσαν στ’ ανοιχτά. Στο σπίτι μας μαζεύονταν για ηλιοθεραπεία και κολύμπι οι καλοί κολυμβητές. Το καλοκαίρι, από νωρίς το πρωί μέχρι το μεσημέρι, αντηχούσε από τα γέλια, τις φωνές των παιδιών και τα «μπλουμ» της θάλασσας, όταν κάναμε τις βουτιές μας.
Εκεί, σ’ αυτήν τη «λιμνοθάλασσα» ήταν «παρκαρισμένη» η βάρκα του μπαρμπα-Γρηγόρη. Ο Γρηγόρης ήταν ο καλός μας φίλος. Όλοι τον αγαπούσαμε, αλλά και τον φοβόμασταν. Πόσο πολύ πρόσεχε τη βάρκα του!… Ήταν βαμμένη κάτασπρη, με μια γαλάζια και κόκκινη γραμμή στο επάνω μέρος, γύρω γύρω. Η καρίνα, βαμμένη σε βαθύ κόκκινο, έδινε μια χαρούμενη νότα στη βάρκα. Η κουπαστή από άβαφο, αλλά καλά γυαλισμένο ξύλο, είχε μια περίσσεια πολυτέλεια. Πολλές φορές έβαζε κανένα λουλούδι στην πρύμνη, και πάντα την Πρωτομαγιά κρεμούσε το «πατροπαράδοτο» στεφάνι του Μάη. Στα καθίσματα είχε επάνω κεντημένα μαξιλάρια. Το κάθε ένα είχε το δικό του σχέδιο, κεντημένο με ζωηρά χρώματα και ωραία «πισωβελονιά». Το ένα είχε μια γοργόνα που αναδυόταν από τη θάλασσα. Ένα άλλο είχε λουλούδια πολύχρωμα, πεταλούδες και ένα πουλάκι. Στο μεσαίο μαξιλάρι, που ήταν και το μεγαλύτερο, ήταν κεντημένο το όνομα της βάρκας του: «Εμπρός και έχει ο Θεός».
Αυτά βέβαια ήταν τα «καλά», τα επίσημα μαξιλάρια που τα τοποθετούσε τις Κυριακές και τις γιορτές, όταν έβγαζε περίπατο τους νοικοκυραίους με τις οικογένειές τους. Τότε έβαζε και μια άσπρη τέντα με κουλέδες στις άκρες –κεντημένους με κόκκινη κλωστή– για να προφυλάξει τους επιβάτες από τον καυτό ήλιο. Για κάθε μέρα είχε παλιά μαξιλάρια ντυμένα με λινάτσα.
Τις καθημερινές ψάρευε, όταν ήταν στα καλά του και δεν ήταν μεθυσμένος. Τότε μιλούσε μαζί μας, και πολλές φορές μας έδινε συμβουλές πώς να ψαρεύουμε καλύτερα. Μ’ άρεσε να τον ακούω και να παρατηρώ τα γελαστά του μάτια και τη μουστάκα του που κουνιόταν πάνω κάτω όταν μιλούσε. Πολλές φορές αναρωτιόμουν πώς μπορούσε να φάει. Δεν τον εμπόδιζαν τα μουστάκια του;
Αλλά όταν τον θυμώναμε, επειδή κολυμπούσαμε πολύ κοντά στη βάρκα και διώχναμε τα ψάρια, ή πιτσιλούσαμε τα καλά του μαξιλάρια όταν περίμενε πελατεία, τότε ποιος είδε τον Κύριο και δεν τον φοβήθηκε. Εμείς, όπου φύγει φύγει. Είχε και το δίκιο του ο άνθρωπος! Η βάρκα του, όταν ήταν στολισμένη, ήταν ένα χάρμα οφθαλμών. Ήταν κάτασπρη με την τέντα, τα μαξιλάρια πάντα καθαρά, ο ίδιος έλαμπε με τα καθαρά του ρούχα και το ψαθάκι του, που δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Καθόταν με τα κουπιά στο χέρι, περιμένοντας. Τα μουστάκια του έκρυβαν το χαμόγελο της ικανοποίησής του. Ήταν ένα θέαμα αξέχαστο ο μπαρμπα-Γρηγόρης με τη βάρκα του, να πηγαινοέρχεται στη θάλασσα μπροστά από το σπίτι μας.
Θυμάμαι μια Κυριακή που η οικογένεια Βόζιου, όλοι φορώντας τα πολύ καλά τους ρούχα, θα πήγαινα «βόλτα» με τη βάρκα του μπαρμπα-Γρηγόρη. Εμείς και οι δυο φίλοι μας επάνω στην εξέδρα μας παρακολουθούσαμε την επιβίβαση. Οι κυρίες, θυμάμαι, ήταν πολύ ωραία ντυμένες. φορούσαν ωραία καπέλα και κρατούσαν μικρά τσαντάκια. Τα τρία κορίτσια τους, πολύ όμορφα όλα, είχαν τα μαλλιά τους κτενισμένα σε μακριές μπούκλες. Προπάντων η Θάλεια, που ήταν και συνομήλική μου, ήταν σκέτη γλύκα με τα μακριά ξανθά της μαλλιά όλο μπούκλες. Ο μπαρμπα-Γρηγόρης, όρθιος επάνω στη βάρκα του, με το ένα χέρι κρατούσε το μουράγιο, και με το άλλο βοηθούσε τον κόσμο να μπει μέσα. Σαν στρατηγός έδινε τις εντολές του, πού να καθίσουν για να μη γέρνει επικίνδυνα. Μ’ ένα σπρώξιμο την απομάκρυνε από το μουράγιο και άρχισε να τραβάει σιγά σιγά τα κουπιά. Δεν είχαν απομακρυνθεί πολύ, όταν κάποιος από τους επιβάτες σηκώθηκε και έκανε μια άτσαλη κίνηση. Και να που η βάρκα γέρνει επικίνδυνα, ο Γρηγόρης κάτι λέει, κάποιος άλλος σηκώνεται. Η βάρκα γέρνει, και πάρτους όλους μέσα στη θάλασσα. Εμείς χαζεύαμε και χασκογελούσαμε. Τα καπελάκια των κυριών έπλεαν άδοξα πάνω στη θάλασσα. Το λουλούδι που είχε βάλει στην πρύμνη ο μπαρμπα-Γρηγόρης έπλεε κι αυτό καμαρωτό, και οι ωραίες μπούκλες της Θάλειας είχαν χαλάσει. Τα Α! Α! αντηχούσαν στα αυτιά μας. Ευτυχώς όλοι ήξεραν κολύμπι και βγήκαν σώοι έξω.
Μια κρυφή ικανοποίηση νιώσαμε για το πάθημα του κ. Βόζιου. Τον φοβόμασταν και τον είχαμε άχτι γιατί όλο και κάτι έβρισκε για να μας μαλώνει. Πότε γιατί φωνάζαμε και μιλούσαμε δυνατά τα μεσημέρια, όταν αυτός κοιμόταν κι εμείς όχι, πότε γιατί κάποιος του είχε ανοίξει τις πόρτες του μουράγιου, όταν ο ίδιος τις είχε κλείσει για να παγιδευτούν τα ψάρια, πότε γιατί κάναμε άλλες σκανταλιές.
Θυμάμαι ότι πάντα, στο υπόγειο του σπιτιού του, όπου ήταν και το πλυσταριό, έβαζε στην ξύλινη σκάφη που ήταν επάνω στη γούρνα το καρπούζι της ημέρας, να κρυώσει. Άφηνε τη βρύση να στάζει επάνω στο καρπούζι και αυτό ως το μεσημέρι ήταν δροσερό, έτοιμο για φάγωμα. Τότε δεν είχαμε ψυγεία και η παγωνιέρα δεν ήταν τόσο μεγάλη, που να χωρά τη «βόμβα» που χρειαζόταν να φάει η πολυμελής οικογένειά του.
Μια μέρα μας φώναξε η Θάλεια, για να μας δείξει ένα τεράστιο στενόμακρο καρπούζι, που φαινόταν πολύ βαρύ. Ασήκωτο –μας είπε– είναι. Τότε ο αδελφός μου, που αποκαλούσε τον εαυτό του, χτυπώντας το στήθος του, «εγώ είμαι νταής», θέλησε να δείξει το νταηλίκι του. «Εγώ θα το σηκώσω», είπε, και η Θάλεια τον προκαλούσε «Δεν μπορείς, δεν μπορείς!» Η αλήθεια ήταν ότι δε θα μπορούσε, ήταν ένα αδύνατο παιδί, αλλά πολύ πεισματάρης. Ήμασταν τέσσερα-πέντε παιδιά και ο «νταής» ήθελε να κάνει το κομμάτι του. Με πολλή προσπάθεια σήκωσε το καρπούζι με τα αδύνατα μπράτσα του, το πήγε μέχρι την πόρτα, καμιά δεκαριά μέτρα, και γύρισε να το ξαναβάλει στη σκάφη. Αλλά η δύναμή του είχε εξαντληθεί και στην προσπάθειά του να το ξαναβάλει στη σκάφη, αυτό του ξέφυγε από τα χέρια και έσκασε μ’ ένα μεγάλο πλαατς στο πάτωμα.
Κοιτάζαμε όλοι μαρμαρωμένοι το σκασμένο κατακόκκινο καρπούζι χωρίς να ’χουμε βγάλει άχνα, εκτός από τη Θάλεια που της ξέφυγε ένα μεγάλο Αχ! Η σιωπή δεν κράτησε πολύ. Ένα από τα παιδιά έσκυψε, πήρε ένα κομμάτι. «Πω πω νοστιμιά…» Χωρίς να το καλοσκεφτούμε σκύψαμε όλοι, μαζί και η Θάλεια, και αρχίσαμε να το τρώμε με πολύ μεγάλη όρεξη. Μετά μαζέψαμε τις φλούδες, καθαρίσαμε όπως όπως το χώρο, και φύγαμε. Πέρασε όλο το πρωινό σε αναμονή, αγωνία, τι θα γίνει όταν το ανακαλύψει ο κ. Βόζιος. Το τι έγινε είναι εύκολο να το φανταστεί ο καθένας. Ακούγαμε τη βροντερή φωνή του. Σαν «καλά παιδιά» κουρνιάσαμε στη γωνιά μας στη βεράντα.
Όταν το μεσημέρι γύρισε ο πατέρας μας πήγαμε με σκυμμένο κεφάλι να του πούμε τα κατορθώματά μας. Δε θυμάμαι να μας μάλωσε, σίγουρα κάτι θα μας είπε. Πήγε αμέσως στο γείτονα και του «πλήρωσε» το καρπούζι. Θυμάμαι ότι ο αδελφός μου για πολύ καιρό δεν ξαναείπε ότι είναι «νταής». Νομίζω ότι ο γείτονάς μας δε θα ξέχασε για πολλά χρόνια εκείνο το ιστορικό «καρπούζι», που ήταν το καλύτερο της χρονιάς. Τις περισσότερες φορές που μας μάλωνε είχε δίκιο, αλλά εμείς το χαβά μας. Και το πάθημά του εμείς το βρήκαμε πολύ διασκεδαστικό.
Του Αγίου Κωνσταντίνου άρχιζε επίσημα το καλοκαίρι και τα μπάνια στη θάλασσα, αλλά εμείς αρχίζαμε να κολυμπάμε μόλις το επέτρεπε ο καιρός. Όλη τη μέρα την περνούσαμε στη θάλασσα πότε ψαρεύοντας, πότε με τη βάρκα μας, πότε κολυμπώντας, κάνοντας αγώνες κολύμβησης, και πότε ποιος θα κάνει την πιο ωραία βουτιά.
Λίγο πιο πέρα από μας, μετά το βραχίονα, ήταν το σπίτι του Γραικού. Ήταν ένα πολύ όμορφο και μεγάλο σπίτι, ακριβώς επάνω στη θάλασσα, μ’ ένα πολύ ωραίο και φαρδύ μουράγιο, με εσωτερική λίμνη με θαλασσινό νερό και μεγάλες εξέδρες. Ήταν σε αρκετή απόσταση από το σπίτι μας και μας άρεσε να κολυμπούμε ως εκεί.
Το κατακαλόκαιρο, η θάλασσά μας ήταν γεμάτη κόσμο. Έβλεπες τις κυρίως να κολυμπούν κρατώντας ένα μεγάλο μαξιλάρι, φουσκωμένο, όπου ακουμπούσαν το κεφάλι τους και κτυπούσαν τα πόδια τους. Το μαξιλάρι ήταν καμωμένο από κάμποτο, ένα πυκνό ύφασμα που όταν βρεχόταν δεν περνούσε εύκολα μέσα στο νερό. Για να φουσκώνει πιο εύκολα ράβανε στην άκρη ένα ξύλινο καρούλι –από αυτά που είχαν οι κλωστές «Αλυσίδα»– και βούλωναν την τρύπα μ’ ένα κομματάκι ξύλο ή με μαστίχα Χίου, αφού την είχαν μασήσει καλά! Σαν μικροί αφροί επέπλεαν τα μικρά μαξιλάρια. Η χαρά μου ήταν μεγάλη όταν μου επέτρεπαν καμιά φορά να πάρω εάν από τη γειτόνισσα και να κολυμπήσω. Η μητέρα μας δε μας το επέτρεπε, γιατί, όπως έλεγε, «Τα μαξιλάρια τα μεταχειρίζονται όσοι δεν ξέρουν καλό κολύμπι!».
Τα καλοκαίρια τρώγαμε πάντα έξω στη βεράντα, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, και χαιρόμασταν την ωραία θέα, που άλλαζε χρώματα και σχέδια, όσο προχωρούσε ο ήλιος.
Τα βαποράκια που έκαναν τα δρομολόγια Περαία, Μπαξέ, Αγία Τριάδα, στόλιζαν τη θάλασσα. Ένα από τα παιχνίδια μας ήταν να μαντέψουμε ποιο περνούσε εκείνη την ώρα, είναι η «Λευκή», ο «Αλέκος», η «Τρίγλια», ο «Ποσειδών» ή άλλο;
Αλίμονο όταν έπιανε ξαφνικά ο «Βαρδάρης». Η τόσο διασκεδαστική διαδρομή γινόταν ένα μαρτύριο. Δε γίνονταν τα δρομολόγια γιατί με τον αέρα ήταν επικίνδυνα. Πόσες φορές δεν ακούγαμε ότι η «Τρίγλια» –και ήταν τις περισσότερες φορές η «Τρίγλια»– είχε πάλι βουλιάξει έξω από τη σκάλα της Περαίας.
Τα βράδια, όταν επέστρεφαν τα βαποράκια ήταν φωτισμένα και φαίνονταν σαν κοσμήματα με πολύτιμους λίθους που λαμπύριζαν επάνω στη θάλασσα, καθώς πλησίαζαν την εξέδρα της παραλίας.
Από τη βεράντα μας φαινόταν στο βάθος η πόλη και η Άνω Πόλη. Όταν έδυε ο ήλιος, πολλές φορές οι αχτίδες του κτυπούσαν επάνω στα τζάμια. Το πορτοκαλί χρώμα της δύσης έκανε τα παράθυρα να φαίνονται σαν να ’ταν φωτισμένα. Αργότερα, όταν έπεφτε η νύχτα και άναβαν τα φώτα, φαινόταν από μακριά η Θεσσαλονίκη σαν μια πολύχρωμη μεγάλη καρφίτσα με πολύχρωμους λίθους. Πόσο μου άρεσε να χαζεύω κοιτάζοντας την όμορφή μου πόλη…
Μικρότερα βαποράκια έκαναν τη διαδρομή από την παραλία ως το Λουξεμβούργο, που ήταν πού κοντά στο σπίτι μας. Το Λουξεμβούργο ήταν το πιο γνωστό κοσμικό κέντρο εκείνης της εποχής και ήταν στις μεγάλες του δόξες. Πολλοί «μεγάλοι» τραγουδούσαν ή έπαιζαν με τις ορχήστρες τους εκεί.
Ένα καλοκαίρι είχε έρθει με την ορχήστρα του ο πολύ γνωστός Eduardo Bianco. Το κτίριο ήταν κάθε βράδυ κατάμεστο από κόσμο.
Θυμάμαι με τι κέφι στολίζονταν οι γονείς μου για να πάνε να χορέψουν τα παθητικά τανγκό του Bianco. Ήταν από τις λίγες φορές που έβλεπα τον πατέρα μου να ’ναι τόσο παθιασμένος με κάτι. Είχε καλέσει τον Bianco σπίτι μας, και αυτός του είχε δώσει όλα τα τραγούδια του, με τις νότες, για να παίζει στο πιάνο η μητέρα μου. Η αφιέρωση που είχε γράψει ήταν τόσο ζεστή, και με πολλή περηφάνεια μου τη διάβασε ο πατέρας μου.
Καθώς το κέντρο ήταν παραθαλάσσιο, τα βράδια οι βάρκες φορτωμένες έκαναν βόλτες επάνω κάτω, και ο κόσμος που καθόταν μέσα απολάμβανε στη γλυκιά καλοκαιρινή νύχτα τις ωραίες μελωδίες.
Το υπνοδωμάτιό μας ήταν από τη μεριά της Κορομηλά και με τα παντζούρια ανοιχτά, ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας ακούγαμε τη μουσική που πλημμύριζε τη νύχτα, η οποία ευωδίαζε από γιασεμιά και γαζίες. Άλλες φορές ακούγαμε τις παρέες που έκαναν βόλτες και τραγουδούσαν καντάδες, για κάποια «ωραία» της γειτονιάς. Η μεγάλη κόρη του γείτονά μας, η ωραία Γκλόρια, είχε ιδιαίτερες επιτυχίες και ο δρόμος ήταν πολυσύχναστος από τους κανταδόρους, προς μεγάλη μου χαρά. Μου άρεσε τόσο να ακούω τα τραγούδια που σιγοτραγουδούσα μαζί τους και ονειρευόμουν πότε θα μεγάλωνα, για να ’ρχονται να τραγουδούν και για μένα! Καμιά φορά άκουγα κανένα πλατς από καμιά κουβαδιά που ρίχνανε επάνω στους τροβαδούρους για να τους σταματήσουν. Πολλές φορές τους κανταδόρους συνόδευαν και κιθάρες και τότε ακούγονταν ακόμα πιο όμορφα τα τραγούδια τους. Μέχρι αργά το φθινόπωρο τους ακούγαμε τα βράδια να περπατούν στα σοκάκια
της γειτονιάς και να τραγουδούν «Τα δικά σου τα μάτια» ή «Μου παρήγγειλε τ’ αηδόνι» και πολλά άλλα.
Οι δύσεις του Θερμαϊκού είναι γνωστές για τη μοναδική ομορφιά τους. Από τη μητέρα μου είχα μάθει να καταλαβαίνω από το χρώμα της δύσης αν θα έπιανε Βαρδάρης ή αν θα είχαμε και πάλι μια ωραία μέρα. Όταν κοκκίνιζε έντονα ο ορίζοντας ξέραμε ότι θα «βγάλει αέρα».
Εκείνα τα χρόνια ο Βαρδάρης, «αυτός ο δυνατός αέρας που ερχόταν από τον Αξιό», ρύθμιζε τη ζωή μας και έπαιζε ρόλο σημαντικό. Η θάλασσα φούσκωνε και μεγάλα κύματα έσκαγαν επάνω στο μουράγιο. Οι πιτσιλιές της θάλασσας έφθαναν μέχρι τα παράθυρα του σπιτιού μας. Τότε δεν καθόμασταν έξω στη βεράντα. Ο αέρας σήκωνε μια ψιλή σκόνη, που όταν περπατούσαμε μας «τσιμπούσε» το πρόσωπο. Κρατούσε, όπως λέγανε οι ψαράδες, ή 24 ώρες ή τρεις μέρες ή μία εβδομάδα. Τότε ερήμωνε η θάλασσα. Ο μπαρμπα-Γρηγόρης έβγαζε τη βάρκα του στη στεριά. Για ψάρεμα ούτε λόγος και μόνο οι πολύ τολμηροί κολυμπούσαν. Ευτυχώς η μητέρα μου μας επέτρεπε να κολυμπούμε αλλά μόνο όταν ήταν κι αυτή παρούσα. Πηδούσαμε από την εξέδρα όσο πιο μακριά μπορούσαμε, γιατί τα μεγάλα κύματα μας έσπρωχναν πίσω στο μουράγιο και μας έβγαζαν πάλι έξω. Τι απόλαυση να «καβαλάμε» τα κύματα… Για να βγούμε, έπρεπε να πάμε δίπλα στα ρηχά νερά και βγαίναμε στο σπίτι της κύριας Όλγας.
Ήταν ευκαιρία, όταν φυσούσε ο Βαρδάρης, να παίζουμε κρυφτό, μπίκο, αγιούτο, τσιλίκα-τσομάκα, κι εμείς τα κορίτσια επιπλέον πεντόβολα και κουτσό. Είχε η κάθε μία από μας τα δικά της πέντε στρογγυλά βότσαλα και για το κουτσό τη δικιά της μαρμάρινη «ομάδα».
Τα σπίτια μας τα κτυπούσε πολύ ο αέρας. Έμπαινε σφυριχτός μέσα στο σπίτι από τις χαραμάδες. Στα αυτιά μας υπήρχε πάντα ένα βουητό από τα κύματα που έσκαγαν στο μουράγιο. Βγαίνοντας στο δρόμο πολλές φορές στεκόμασταν «κόντρα» στον αέρα για να μην πέσουμε. Ό,τι έβρισκε μπροστά του και δεν ήταν καλά στερεωμένο, το παράσερνε. Γλάστρες έπεφταν, τζάμια έσπαζαν και παντζούρια κτυπούσαν. Χαρτιά, εφημερίδες πετούσαν στον αέρα.
Τα καλοκαίρια, κάθε απόγευμα, όταν ο πατέρας πήγαινε στη δουλειά του, ανεβαίναμε μαζί του την Κορομηλά συνοδεύοντάς τον να πάρει το τραμ από τη στάση της Βασιλίσσης Όλγας, στη στάση Γεωργίου. Είχε γίνει πια συνήθεια και ιεροτελεστία να σταματάμε στο Ζαχαροπλαστείο «Ήβη» και να τρώμε το πιο καλό παγωτό της Θεσσαλονίκης! Το περιμέναμε κάθε μέρα με μεγάλη χαρά. Το ίδιο έκανε και η αγαπημένη μου φίλη και γειτονοπούλα, η Ρίτσα, που ανέβαινε την Κορομηλά με τον πατέρα της. Ήταν κι αυτό ένα κομμάτι της καλοκαιρινής μας ζωής μέχρι τον πόλεμο του 1940.
Μια άλλη χαρακτηριστική εικόνα της γειτονιάς μας ήταν η μοτοσικλέτα του Φαίδωνα. Τότε δεν έβλεπες παρά σπάνια αυτό το είδος. Ξανθός καβαλάρης με το πέτσινό του μαύρο σακάκι, ο Φαίδωνας ανεβοκατέβαινε τους δρόμους της γειτονιάς μας και εμείς βγαίναμε να τον δούμε και να τον θαυμάσουμε μόλις ακούγαμε τον χαρακτηριστικό θόρυβο της μηχανής του από μακριά.
Το σχολείο μας, τα εκπαιδευτήρια Ζαχαριάδη, δεν ήταν μακριά από το σπίτι μας. Πηγαίναμε πάντα παρέα με τη Ρίτσα, που πότε ερχόταν αυτή να με πάρει και πότε εγώ. Στο δρόμο συναντιόμασταν και με άλλες συμμαθήτριες. Πόσα είχαμε να πούμε. Μαζεύτηκαν τόσα από την προηγούμενη μέρα. Με γέλια και χάχανα φθάναμε στο σχολείο λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι. Πολλές φορές συναντούσαμε και τ’ αγόρια της τάξης μας, τον Κώστα
Εκείνη την εποχή ήταν πραγματικά ένα μεγάλο ταξίδι. Παίρναμε το τρένο όπου κοιμόμασταν δύο νύχτες ώσπου να φθάσουμε στην Πράγα. Αεροπορικά ταξίδια δεν υπήρχαν και τα τρένα δεν έτρεχαν τόσο γρήγορα όπως τώρα. Θυμάμαι πόση πολυτέλεια είχε το κουπέ μας, πόσο πολύ μας περιποιόταν ο καμαρότος. Χαιρόμασταν να ξαπλώνουμε στα κρεβάτια με τα κάτασπρα σεντόνια και ακόμα περισσότερο όταν πηγαίναμε στο βαγκόν ρεστοράν, με τις μικρές λάμπες επάνω στο τραπέζι και τα όμορφα αμπαζούρ.
Ο παππούς και η γιαγιά μας περίμεναν γεμάτοι ανυπομονησία. Ο παππούς με το διακοσμητικό μπαστούνι του στο χέρι, ψηλός, στητός, με το καπέλο του επάνω στη φαλάκρα του, και τα μεγάλα του μουστάκια αλά Κάιζερ Φραντς Γιόζεφ, ήταν πολύ ποζάτος και συγκρατημένος. Μόνο τα μάτια του γυάλιζαν από χαρά. Η γιαγιά μου, πάρα πολύ όμορφη –έτσι τουλάχιστον την έβλεπα εγώ– με το καπελάκι της λίγο στραβά, επάνω στα πολύ περιποιημένα μαλλιά της, φορούσε πάντα πολύ κομψά φορέματα. Με τα γάντια και το τσαντάκι της στο χέρι, άνοιγε διάπλατα την αγκαλιά της να χωθώ μέσα και να με σφίξει τρυφερά.
Ήταν ένας τελείως αλλιώτικος κόσμος από αυτόν που αφήσαμε πίσω στην Ελλάδα. Εδώ όλα ήταν πιο επίσημα, οι κυρίες κυκλοφορούσαν στο δρόμο με ωραία καπελίνα και φορέματα όμορφα και οι κύριοι, με μπαστούνι και καπέλο, ήταν πολύ επιβλητικοί.
Μου άρεσε τόσο πολύ όταν μας πήγαινε περίπατο η γιαγιά στην πλατεία, όπου έτρεχαν τα ζεστά νερά από τις πηγές.
Στη μέση της κεντρικής πλατείας ήταν ο μεγάλος πίδακας, που πετούσε ψηλά το καυτό νερό. Έλεγε η γιαγιά μου ότι το νερό που ασταμάτητα τιναζόταν με ορμή έφθανε τα 100 μέτρα και ήταν καυτό στους 100 βαθμούς. το νερό ήταν ιαματικό, έκανε για πολλές αρρώστιες, γι’ αυτό και το Κάρλοβι-Βάρι ήταν από τις πιο γνωστές και πολυσύχναστες λουτροπόλεις.
Ο κόσμος έκανε τον περίπατό του κρατώντας ένα ειδικό φλιτζάνι στο χέρι, όπου ρουφούσαν το «Sprudel wasser» υπό τους ήχους μουσικής. Κάθε απόγευμα έπαιζε η δημοτική ορχήστρα των λουτρών για τους περιπατητές. Γύρω-γύρω είχε πρασινάδα και λουλούδια πολλά ανάμεσα. Κάτω από ωραίες τέντες ήταν τραπεζάκια με καρέκλες για αυτούς που ήθελαν να ξεκουραστούν και να πιουν ένα καφέ, ένα αναψυκτικό ή να φάνε ένα γλυκό.
Μου φαίνονταν όλα σαν να βγήκαν από ένα ωραίο παραμύθι. Και μετά ερχόταν η μεγάλη απόλαυση της ημέρας: καθόμασταν σ’ ένα πολύ ωραίο ζαχαροπλαστείο και διαλέγαμε το γλυκό που θέλαμε, πάστα ή παγωτό. Το «γεγονός» ήταν όταν καθόμασταν στο πολυτελές ζαχαροπλαστείο του ξενοδοχείου Pupp. Η πολυτέλειά του και οι θαμώνες του με γοήτευαν τόσο πολύ.
Οι μέρες περνούσαν πολύ γρήγορα γιατί για την κάθε μέρα είχαν ένα πρόγραμμα ετοιμάσει για να μας διασκεδάσουν. Η τελευταία φορά που πήγαμε ήταν το 1937. Ήμουν ήδη ένδεκα χρονών και από αυτό το καλοκαίρι μου έμεινα οι πιο ωραίες αναμνήσεις. Παρακολουθούσα με μεγάλο ενδιαφέρον τις φίλες της γιαγιάς μου που κρατούσαν ομπρελίνα, άλλες κλειστά, άλλες ανοιχτά. Οι κύριοι έβγαζαν σε κάθε γνωστό που συναντούσαν το καπέλο τους με μια πολύ ωραία κίνηση του χεριού τους, καθώς το έπιαναν και το κατέβαζαν αρκετά χαμηλά για να χαιρετήσουν.
Μου άρεσε πάρα πολύ να κουβεντιάζω με τη γιαγιά μου και να τη βοηθάω πού και πού στις δουλειές της.
Εκείνο το καλοκαίρι μου φάνηκε ότι πέρασε πιο γρήγορα και με λύπη τους αποχαιρέτησα στο σταθμό. Η λύπη δεν κράτησε πολύ, γιατί καινούριες καθώς και παλιές και γνώριμες χαρές μάς περίμεναν. Το καλοκαίρι ακόμα κρατούσε, οι φίλοι μάς περίμεναν και η ωραία θάλασσα ήταν πάντα γαλάζια και τόσο προκλητική.
Τον Οκτώβριο, επιστρέψαμε στο σχολείο. Φέτος θα πάω στην πέμπτη δημοτικού και του χρόνου στην έκτη.
1938. Άλλος ένας καινούριος χρόνος ανέτειλε. Άραγε τι θα μας φέρει κι αυτός ο χρόνος, σκεφτόμουν. Χαιρόμουν που θα πήγαινα στην έκτη, ένιωθα πια μεγάλη. Μέσα στην ανεμελιά μας και στα παιχνίδια μας άκουγα πού και πού τις ανήσυχες κουβέντες των γονιών μου. Το όνομα του Χίτλερ ακουγόταν συχνά στις συζητήσεις τους. Τα βράδια με μεγάλη προσοχή άκουγαν τις ειδήσεις και από τη Γερμανία και από το BBC. Μιλούσαν για τους Εβραίους της Γερμανίας με μεγάλη ανησυχία.
Έπιανα άκρες μέσες από τις συζητήσεις τους χωρίς να καλοκαταλαβαίνω και χωρίς να τολμώ να ρωτήσω τι συμβαίνει, μόνο ένιωθα ένα βαρύ σύννεφο ν’ απλώνεται επάνω μας. «Αυτό το καλοκαίρι δε θα πάμε στο Κάρλοβι-Βάρι», μας λέει μια μέρα η μητέρα μου, «αλλά μη στενοχωριέστε, ο παππούς και η γιαγιά θα έρθουν σε μας, και θα μείνουν για πάντα μαζί μας. Για πάντα».
Εκείνη τη χρονιά μου υποσχέθηκε ο πατέρας μου ότι θα με πάρει μαζί του στην Αθήνα. Επιτέλους η μεγάλη μου επιθυμία θα γινόταν πραγματικότητα. Θα έβλεπα την Ακρόπολη και θα πήγαινα να επισκεφθώ τα γραφεία της «Διάπλασης των Παίδων» όπου ήμουν συνδρομήτρια και ενεργό διαπλασόπουλο. Λάβαινα μέρος σε διαγωνισμούς, είχα δύο ψευδώνυμα, ένα γνωστό «Καρδερίνα» και ένα κρυφό «Πολυλογού». Αλληλογραφούσα με διαπλασόπουλα σ’ όλη την Ελλάδα και έγραφα διάφορα στις Μικρές Αγγελίες. Με πόση ανυπομονησία περίμενα τον ταχυδρόμο κάθε Πέμπτη να διαβάσω το αγαπημένο μου περιοδικό! Ήθελα να γνωρίσω από κοντά τον Ανανία, και «ν’ ασπαστώ» τον Φαίδωνα. Είχα σχηματίσει στο μυαλό μου μια ωραία εικόνα από τα γραφεία και τους ανθρώπους που δούλευαν τόσο πιστά στη «Διάπλαση των Παίδων». Με μεγάλη ανυπομονησία περίμενα την ημέρα που θα φεύγαμε. Ήταν το «γεγονός» εκείνης της χρονιάς.
Τι όμορφη πόλη που ήταν τότε η Αθήνα. Μ’ ευλάβεια ανέβηκα στην Ακρόπολη και στάθηκα γεμάτη θαυμασμό μπροστά στις Καρυάτιδες. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη που περπατούσα επάνω στον «ιερό Βράχο» και αισθάνθηκα τόσο μικρή μπροστά στον Παρθενώνα. Ήταν πραγματικά μια μεγάλη μέρα στη ζωή μου!…
Την άλλη μέρα το πρωί με πήγε ο πατέρας μου να επισκεφθώ τα γραφεία της «Διάπλασης». Οποία απογοήτευση… Ένας στενός δρόμος, και μια στενή (καθόλου επιβλητική) πόρτα που έγραφε, όχι με χρυσά γράμματα, «Διάπλασις των Παίδων». Ένας αναποδογυρισμένος σκουπιδοτενεκές μπροστά στην πόρτα και με το άνοιγμά της ξεπήδησε ένας τεράστιος γάτος. «Τα γραφεία» στο πρώτο πάτωμα ήταν πολύ απλά, λίγο σκονισμένα και άδεια από ανθρώπους. Κάποια στιγμή βγήκε μια κυρία –καθάριζε το μέσα γραφείο– για να μας πει ότι κανένας δεν είναι εδώ. Πόσο άσχημα ένιωσα. Αυτά είναι λοιπόν τα γραφεία; Μα πού βρίσκεται ο Ανανίας και όλοι οι άλλοι;
Το απόγευμα πήγαμε εκδρομή στην Κηφισιά. Τι ομορφιά, τι υπέροχη φύση. Περπατούσα στα δρομάκια και δίπλα έτρεχε κελαρυστά το νερό. «Ευλογημένο νεράκι», ακούω τον πατέρα μου να λέει.
Ήταν Ιούνιος και όλη η πλάση ήταν στις μεγάλες της δόξες. Τα πουλιά κελαηδούσαν, το νερό τραγουδούσε το δικό του τραγούδι, πεταλούδες και πουλιά πετούσαν εδώ και εκεί. Μέσα σ’ αυτή την ομορφιά γρήγορα ξέχασα την πρωινή μου απογοήτευση.
Ο χρόνος κύλησε γρήγορα, τα μαθήματα στο σχολείο ήταν πιο δύσκολα, ήθελαν περισσότερη προσοχή. Επί πλέον, σαν κόρη ευυπόληπτων «αστών», έπρεπε να μάθω γαλλικά. Τότε δεν υπήρχαν φροντιστήρια και μια «μαντεμουαζέλ» ερχόταν δυο φορές την εβδομάδα στο σπίτι. Καθόλου δε μου άρεσαν τα γαλλικά και με δυσφορία προσπαθούσα να παρακολουθήσω τη «στριμμένη γλώσσα». Την ίδια ανορεξία είχα και για τα μαθήματα πιάνου. Η δασκάλα μου, η κυρία Μίτσα Abravanel, παρ’ όλο που ήταν στενή φίλη με τη μητέρα μου, δε μου έκανε κανένα χατίρι και με τις ώρες με έβαζε να μελετώ τις κλίμακες και τις ασκήσεις του Τσέρνη. Ένιωθα πολύ αδικημένη να κάθομαι και να μελετώ πιάνο όταν η παρέα μου έπαιζε έξω…
Μια μεγάλη απογοήτευση με κατέχει κι απορία… Ήθελα να γραφτώ κι εγώ στη Νεολαία, όπως οι περισσότερες συμμαθήτριές μου, αλλά δεν ήταν δυνατόν. Στη νεολαία του Μεταξά, οι Εβραίοι δεν επιτρέπονται… Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι δεν ήμουν ίση με τους φίλους μου, τα χριστιανόπουλα.
Και η απογοήτευση, η απορία μου μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ, όταν μου είπε η μεγαλύτερη αδελφή της συμμαθήτριάς μου Ρόζας, ότι και στον όμιλο αντισφαίρισης –κοινώς τένις– δεν δέχονται για μέλη Εβραίους! Είχε θελήσει να γραφτεί στον όμιλο και δεν τη δέχθηκαν.
1939. Καινούριος χρόνος. Οι γονείς μας είναι ακόμα πιο σκεφτικοί και η μητέρα μας ετοιμάζει το «δωμάτιο των ξένων» για τον παππού και τη γιαγιά. Οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Σουδητία και οι Εβραίοι δεν χωρούσαν πια εκεί. Όποιος μπορούσε έφευγε.
Ο παππούς και η γιαγιά, με μια βαλίτσα ο καθένας στο χέρι του, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, το σπίτι τους με όλα τα υπάρχοντά τους, και ήρθαν –πρόσφυγες– να βρουν καταφύγιο στο σπίτι της κόρης τους. Η χαρά του αδελφού μου και η δική μου ήταν μεγάλη, όχι όμως και η δική τους.
Τα σύννεφα επάνω στην Ευρώπη πυκνώνανε όλο και περισσότερο και ο θαυμασμός γι’ αυτόν που αποκαλούσαν τρελό στη Γερμανία, τον Χίτλερ, όλο και πιο πολύ δυνάμωνε και όλο και περισσότερο ο γερμανικός λαός τον ζητωκραύγαζε.
Στο σπίτι, εμείς τα παιδιά, χαιρόμασταν όλο και περισσότερο την παρουσία του παππού και της γιαγιάς, χωρίς να μπορούμε να τους κάνουμε να χαίρονται που βρίσκονταν κοντά μας. Δεν ξεκολλούσαν από το ραδιόφωνο και όλοι μαζί άκουγαν τις ειδήσεις.
Στα αυτιά μου αντηχούν ακόμα οι κραυγές του Χίτλερ που ακούγονταν από το ραδιόφωνο, τα Sieg heil και τα χειροκροτήματα του γερμανικού λαού. Αλλά εμείς, σαν παιδιά, χαιρόμασταν με μαθήματα ή παιχνίδια κάθε μέρα.
Απομνημονεύματα 1941-1...
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ 1941-1943
Γιομτώβ Γιακοέλ
ΙΙ
Στάσις γερμανικών αρχών έναντι των Ισραηλιτών Θεσσαλονίκης. Κατασχέσεις βιβλιοθηκών, κοινοτικών και ιδιωτικών. Υπαγωγή της κοινότητος εις την Γκεστάπο. Οικονομική προστασία φυγάδων Ισραηλιτών. Σύλληψις του Δρος Κόρετς, φυλάκισίς του εις Βιέννην. Μεμονωμέναι αυθαιρεσίαι κατ’ εμπορικών οίκων. Μη εφαρμογή αντισημιτικής φυλετικής νομοθεσίας. Στάσις των Ισραηλιτών έναντι των αρχών Κατοχής. Εμπιστευτικά ανακοινώσεις περί επεμβάσεων και διαβημάτων εκ μέρους των Χριστιανών πλησίον των γερμανικών αρχών εναντίον των Εβραίων. Νέα σύλληψις του Δρος Κόρετς υπό Feldgendarmerie, φυλάκισίς του το 1942 εις Θεσσαλονίκην.
Από της εισόδου των Γερμανών εις Θεσσαλονίκην (Απρίλιος 1941), μέχρι του Ιουλίου 1942, ήτοι επί 15 μήνας Κατοχής, εβραϊκόν φυλετικόν ζήτημα δεν ετέθη εν Θεσσαλονίκη. Η σύλληψις και η επί ένα-δύο μήνας φυλάκισις ολίγων προκρίτων Ισραηλιτών κατά την αρχήν της Κατοχής, η κατάσχεσις των αρχείων της Εβραϊκής Κοινότητος ως και των εβραϊκών βιβλιοθηκών, δεν απετέλουν μέτρα συστηματικού ανθεβραϊκού διωγμού. Διότι και πρόκριτοι χριστιανοί συνελήφθησαν προληπτικώς και κατασχέσεις χριστιανικών περιουσιών έλαβον χώραν. Η στάσις των γερμανικών αρχών έναντι του εβραϊκού στοιχείου ήτο, κατά το ως άνω 15μηνον χρονικόν διάστημα, αδιάφορος. Εξεδίδοντο κατά καιρούς διάφορα ανθεβραϊκά φυλλάδια και εκυκλοφόρουν τη ανοχή των Γερμανών. Και το ραδιόφωνον προέβαινεν εις προπαγανδιστικάς αντισημιτικάς εκπομπάς. Και δημεύσεις εμπορικών περιουσιών ωρισμένων εβραϊκών οίκων ελάμβανον χώραν, και αυθαίρετοι αποβολαί εκ των καταστημάτων των εγένοντο εις ωρισμένους Εβραίους. Και εκβιαστικαί χρηματικαί πράξεις εσημειώθησαν εις βάρος Ισραηλιτών. Αλλά πάντα ταύτα είχον χαρακτήρα μεμονωμένων ενεργειών είτε εκ μέρους ωρισμένων υπηρεσιών (π.χ. της υπηρεσίας στεγάσεως αρχών Κατοχής ή της Γερμανικής Στρατιωτικής Επιμελητείας), είτε εκ μέρους ωρισμένων Γερμανών στρατιωτικών, είτε τέλος καθ’ υπόδειξιν εντοπίων χριστιανών. Καθωρισμένη προγραμματικώς αντισημιτική πολιτική εκ μέρους των γερμανικών αρχών, κατά το πρώτον 15μηνον της Κατοχής, δεν εξεδηλώθη.
Η Ισραηλιτική Κοινότης, ως ελέχθη, υπήχθη ευθύς εξ αρχής εις την δικαιοδοσίαν της Γκεστάπο. Τα σωματεία και αι ισραηλιτικαί λέσχαι έκλεισαν. Η λειτουγία των κοινοτικών εβραϊκών σχολείων διεκόπη. Τα φιλανθρωπικά ιδρύματα εχαλάρωσαν την δράσιν των. Η συλλογική εβραϊκή δράσις έπαυσεν. Η Κοινότης υπήρχε ως οργανισμός τοπικός, δια να καταχωρεί τας γεννήσεις και τους θανάτους, να εποπτεύει την αυστηρώς θρησκευτικήν λειτουργίαν της συναγωγής και να μισθοδοτεί το υπαλληλικόν προσωπικόν. Ο αρχιραββίνος Δρ Κόρετς, συλληφθείς τον Μάιον 1941 εις Αθήνας, μετήχθη εις Βιέννην όπου εκρατήθη, φυλακισθείς επί αρκετούς μήνας. Όταν απελύθη και επέστρεψεν εις Θεσσαλονίκην, περιωρίσθη να εκτελεί καθήκοντα μόνο προϊσταμένου των θρησκευτικών λειτουργιών και υπηρεσιών της Κοινότητος. Ο πρόεδρος της Κοινότητος Σαλτιέλ ευρίσκετο εις καθημερινήν σχεδόν επαφήν μετά της Γκεστάπο, οπόθεν ελάμβανε τας διαταγάς και εξετέλει ασυζητητεί αυτάς. Είχεν ως βοηθόν, εξ αρχής από του διορισμού του, τον Ι. Αλμπάλα όστις, προερχόμενος ως πρόσφυξ εκ Βιέννης, ήτο καλός γνώστης της γερμανικής και εχρησίμευεν ως διερμηνεύς και σύνδεσμος με τας γερμανικάς αρχάς. Το παρελθόν του 40ετούς αυτού νέου ήτο ολίγον τυχοδιωκτικόν. Κατήγετο από την Καστοριάν και μικρός μετέβη εις Βιέννην όπου παρέμεινε επί 30ετίαν περίπου, ασκών το επάγγελμα του προμηθευτού πελατών εξ Ανατολής εις τας κλινικάς και ιατρούς της Βιέννης. Ελέγετο μεταξύ των Ισραηλιτών ότι είχε πολλάς συζυγικάς περιπετείας. Το γεγονός είναι ότι προ της προσλήψεώς του εις την Κοινότητα, ο Αλμπάλα έζη διά βοηθημάτων της Κοινοτικής Επιτροπής Αρωγής των εκ Κεντρικής Ευρώπης προσφύγων. Εκτός, όμως, του Αλμπάλα, η Γκεστάπο επέβαλεν εις την Κοινότητα να συντηρεί και 30 ως 40 πρόσωπα προσφύγων Ισραηλιτών εκ Γερμανίας, Τσεχοσλοβακίας, Πολωνίας, τα οποία ευρέθησαν εις Θεσσαλονίκην κατά την αρχήν της κατοχής. Η περίεργος αυτή προστασία των Εβραίων προσφύγων εκ μέρους της Γκεστάπο, εις την οποίαν κατέφευγον ούτοι οσάκις η Κοινότης προέβαλλεν αντιρρήσεις εις παραλόγους και υπερμέτρους αξιώσεις των, εκίνει τους Θεσσαλονικείς Ισραηλίτας εις δυσπιστίαν ως προς τον ρόλον των προσφύγων τούτων. Πολλάκις δε εξεδηλούντο μεταξύ κύκλων ισραηλιτικών υπόνοιαι δια την ιδιότητα των ανθρώπων αυτών ως Ισραηλιτών. Και η μετέπειτα στάσις των θα δικαιώσει τας υπονοίας αυτάς.
Την άνοιξιν του 1942, επεσκέφθη την Θεσσαλονίκην ο τότε πρόεδρος της ελληνικής κυβερνήσεως στρατηγός Τσολάκογλου. Τον επεσκέφθησαν ο πρόεδρος της Κοινότητος Σαλτιέλ και ο Δρ Κόρετς και εξέφρασαν εις αυτόν την ικανοποίησιν του εβραϊκού στοιχείου, διότι προ καιρού, εις δηλώσεις του, είχε δώσει καθησυχαστικάς διαβεβαιώσεις διά τον Εβραϊσμόν της Ελλάδος. Εκεί ο Δρ Κόρετς έθεσεν ζήτημα διά την έκπτωσίν του εκ των νομίμων δικαιωμάτων του ως αρχιραββίνου-εκρποσώπου της Κιονότητος και ήλθεν εις διένεξιν με τον Σαλτιέλ. Μετά 10ήμεερον ο Δρ Κόρετς συνελήφθη υπό της Feldgendarmerie και ενεκλείσθη, με άλλους χριστιανούς προκρίτους, εις τας φυλακάς Θεσσαλονίκης δι’ αρκετούς μήνας. Ούτω έμεινε και πάλιν ανεξέλεγκτος κύριος και δεσπότης της Κοινότητος ο Σαλτιέλ, με το επιτελείον του εκ των υπαλλήλων, των επιτηδείων κολάκων και του Αλμπάλα.
Αλλά ποία υπήρξεν η στάσις των Ισραηλιτών, ως ατόμων και ως ομάδος φυλετικής, έναντι των Γερμανών, από της ενάρξεως της Κατοχής της Θεσσαλονίκης; Εξεδηλώθη πνεύμα απειθαρχίας εκ μέρους αυτών προς τας διαταγάς των αρχών Κατοχής; Εσημειώθησαν πράξεις σαμποτάζ ή κρύφιαι αντιδράσεις κατά των Γερμανών εις τας οποίας να έλαβον μέρος Ισραηλίται; Η απάντησις εις τα ερωτήματα ταύτα είναι αρνητική. Οι Ισραηλίται Θεσσαλονίκης, πληροφορηθέντες την τύχην των άλλων ωργανωμένων ομοθρήσκων κοινοτήτων της Κεντρικής Ευρώπης, της Πολωνίας, της Σερβίας, την σκληράν τιμωρίαν χιλιάδων ομοφύλων των διά πράξεις ή παραλείψεις ενός Ισραηλίτου, από της πρώτης ημέρας της Κατοχής, κατελήφθησαν υπό αληθούς τρομοκρατίας. Χωρίς κανένα οδηγόν και κανένα σύνθημα, ως εξ ενστίκτου, κάθε Ισραηλίτης έθεσεν εις τον εαυτόν του περιορισμούς εις την καθ’ όλου στάσιν του, ώστε ουδεμίαν αφορμήν να μην ευρίσκει ο κατακτητής διά να δικαιολογήσει την εγκαινίασιν αντισημιτικής πολιτικής. Ο ισραηλιτικός τύπος είχε παύσει να εκδίδηται ολίγον προ της εισόδου των Γερμανών, ο δε ελληνικός τύπος, εκδιδόμενος από ανθρώπους πωληθέντας και μισθοδοτουμένους υπό των Γερμανών, δεν είχεν εγκαινιάσει τακτικήν πολιτικήν ανθεβραϊκήν, από καιρού όμως εις καιρόν κατεχώρει άρθρα ή ειδήσεις αντισημιτικάς, αι οποίαι συνετέλουν ώστε ο ισραηλιτικός πληθυσμός να κατέχηται από φόβον εύλογον μήπως εκσπάσει η θύελλα εναντίον αυτού. Πάντως, ως ελέχθη, κατά το πρώτον 15μηνον της Κατοχής δεν εξεδηλώθη αντισημιτική κίνησις ωργανωμένη εκ μέρους των Γερμανών. Διαδόσεις και εμπιστευτικαί πληροφορίαι εκυκλοφόρουν περί κρυφίων ενεργειών, διαβημάτων ωρισμένων χριστιανικών κύκλων προς τους Γερμανούς, υπέρ της εφαρμογής των φυλετικών νόμων και εν Θεσσαλονίκη. Εκ των υστέρων θα αποδειχθεί ότι αι διαδόσεις αύται δεν ήσαν αστήρικτοι. Εν πάση περιπτώσει αξίζει ν’ αναφερθεί μία πληροφορία την οποίαν ήλθεν, κάποιαν ημέραν της ανοίξεως του 1942, εις το γραφείον μου, να μοι ανακοινώσει σοβαρός Ισραηλίτης έμπορος –Γερμανός υπήκοος– του οποίου η χριστιανή σύζυγος ειργάζετο εις την υπηρεσίαν της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοικήσεως. Κατά την πληροφορίαν ταύτην, διά της Γερμανικής Διοικήσεως διεβιβάζοντο επανειλημμένως υπομνήματα χριστανικών οργανώσεων και ομάδων της Θεσσαλονίκης προς το Βερολίνον, παρακαλούντα όπως εφαρμοσθούν τα γνωστά αντισημιτικά μέτρα εις την μακεδονικήν μητρόπολιν.
Παρά τας ενεργείας ταύτας αι οποίαι –προς τιμήν του ελληνικού ονόματος– δεν προήρχοντο εκ μέρους σοβαρών οργανώσεων και σημαινόντων κύκλων, αι γερμανικαί αρχαί, μέχρι του Ιουλίου 1942, δεν έλαβον καμμίαν απόφασιν αποκλειστικώς θίγουσαν τους Ισραηλίτας κατοίκους Θεσσαλονίκης, ως θρησκευτικήν ή φυλετικήν μειονότητα. Καταλήψεις και επιτάξεις οικημάτων, κατασχέσεις επίπλων και ραδιοφωνικών συσκευών, εγένοντο εκ μέρους των Γερμανών τόσον εναντίοντων Εβραίων, όσον και εναντίον των χριστιανών αδιακρίτως. Η μόνη διαφορά ήτο ότι προηγούντο τα στρατιωτικά αυτά μέτρα κατά των Εβραίων και ηκολούθουν βραδύτερον εναντίον των χριστιανών. Προκειμένου να ληφθεί τοιούτο μέτρον, εδίδετο η προτίμησις εις βάρος της περιουσίας των Εβραίων. Επίσης και αι προσφυγαί και τα παράπονα ή αι αιτήσεις επανορθώσεως, οσάκις προήρχοντο εκ μέρους Εβραίων, δεν εγένοντο συνήθως δεκτά εκ μέρους των γερμανικών αρχών. Εξ άλλου αι τελευταίαι αύται δεν ήρχοντο εις συναλλαγάς εμπορικής φύσεως με Ισραηλίτας προμηθευτάς, ει μη μόνον οσάκις επρόκειτο να κάμουν κατασχέσεις και δημεύσεις εμπορευμάτων εις βάρος των, ή οσάκις τα εβραϊκά καταστήματα είχον μονοπώλιον του είδους, οπότε προέβαινον εις αγοράς εις τιμάς εξευτελιστικάς. Την μειονεκτικήν όμως αυτήν θέσιν, πολλοί Ισραηλίται έμποροι και βομήχανοι κατώρθωσαν να παρακάμψουν, ερχόμενοι εις συνεννοήσεις και συνεργασίας με συναδέλφους των χριστιανούς, επ’ ονόματι των οποίων ενηργείτο η προμήθεια προς τας γερμανικάς αρχάς. Ούτω σημαντικός αριθμός Ισραηλιτών εμπόρων, κατώρθωσε να επωφεληθεί των περιστάσεων και να δημιουργήσει εργασίας επικερδείς διά τοιόυτων συνδυασμών. Αι ικανοποιητικαί αύται συναλλαγαί και η έλλειψις συστηματικών ανθεβραϊκών εκδηλώσεων εκ μέρους των Γερμανών ή μέτρων αντισημιτικών, ενεθάρρυνε τους Εβραίους, αρκετοί δ’ εκ των προ της Κατοχής προσφυγόντων εις Αθήνας Ισραηλίται Θεσσαλονίκης, επέστρεψαν εις την γενέτειράν των και επεδόθησαν και πάλιν εις τας εργασίας των.
VIII
Το ζήτημα των Νεκροταφείων. Η στάσις των ελληνικών αρχών. Διαβήματα και μεσολαβήσεις του αρχιραββίνου πλησίον των αρχών. Πρακτικά μεταξύ γερμανικών και ελληνικών αρχών και αρχιραββίνου. Οργάνωσις έργου διασώσεως των μνημείων. Ίδρυσις δύο νέων νεκροταφείων και ιδιωτική μεταφορά των μνημείων. Έναρξις κατεδαφίσεως των μνημείων υπό του Δήμου. Καταστροφαί και διαρπαγαί των υλικών.
Ολίγας ημέρας μετά την υπογραφήν της συμφωνίας με τον Δρα Μέρτεν (17 Οκτωβρίου) η Γενική Διοίκησις Μακεδονίας, δι’ εγγράφου αυτής στηριζομένου εις διαταγήν της Στρατιωτιής Διοικήσεως Θεσσαλονίκης-Αιγαίου, εκάλει την Ισραηλιτικήν Κοινότητα αφ’ ενός μεν να συνεργασθεί μετά του Δήμου διά την μεταφοράν των ισραηλιτικών νεκροταφείων και αφ’ ετέρου να συμπράξει διά την οργάνωσιν δύο νέων ισραηλιτικών νεκροταφείων, του ενός εις την ανατολικήν πλευράν της πόλεως (Τούμπα) και ετέρου εις την δυτικήν (Ζεϊτινλίκ). Καθώριζε δε συντομωτάτην προθεσμίαν εκτελέσεως των διαταγών, επί απειλή κατεδαφίσεως των νεκροταφείων υπό του Δήμου και αφαιρέσεως των υλικών των μνημείων. Συγχρόνως απηγορεύετο μετά βραχείαν προθεσμίαν η ταφή νεκρών εις τα παλαιά νεκροταφεία. Ούτω εις περίοδον κατά την οποίαν η Κοινότης ετυραννείτο από δύο μεγάλα προβλήματα, της επιστρατεύσεως χιλιάδων μελών της εις τα αναγκαστικά έργα και της συλλογής του σημαντικού ποσού των 2.000 εκατομμυρίων δραχμών διά την εξαγοράν της εργασίας, προσετίθετο και τρίτον πρόβλημα, θρησκευτικής αυτό μορφής, το οποίον έθιγε κυρίως τας οικογενειακάς παραδόσεις όλων των Ισραηλιτών της πόλεως και εκείνων ακόμη οι οποίοι, αναχωρήσαντες εκ Θεσσαλονίκης, είχον τους προσφιλείς συγγενείς των ενταφιασμένους εις τα νεκροταφεία της. Μόλις ετέθη το πρόβλημα τούτο, η Κεντρική Επιτροπή, διά να καταμερίσει τας ευθύνας και τα κοινοτικά έργα, απεφάσισε την σύστασιν ιδιαιτέρας μεγάλης επιτροπής η οποία θα ανελάμβανε την διαχείρισιν του όλου ζητήματος των νεκροταφείων: της μετακομιδής αφ’ ενός των οστών και της διασώσεως των πολυτίμων υλικών (μαρμάρων αξίας, οικοδομικών υλικών κ.λπ.) και αφ’ ετέρου της οργανώσεως των δύο νέων νεκροταφείων. Η Επιτροπή αύτη ετέθη, όπως ήτο φυσικόν, υπό την προεδρίαν του αρχιραββίνου και ήρχισε περί τα τέλη Νοεμβρίου τας εργασίας της. Αλλά πριν η εκθέσωμεν το έργον της Επιτροπής, είναι απαραίτητον διά την κατανόησιν του όλου προβλήματος των ισραηλιτικών νεκροταφείων, να κάνομεν μίαν προς τα οπίσω αναδρομήν.
Εις την βορείαν πλευράν της Θεσσαλονίκης και μεταξύ των εγκαταστάσεων των στρατώνων πεζικού και του Πανεπιστημίου, είχον ιδρυθεί από τετρακοσίων και πλέον ετών τα εβραϊκά νεκροταφεία, πλησίον των τουρκικών τοιούτων. Τα εβραϊκά νεκροταφεία κατείχον έκτασιν πεντακοσίων πενήντα χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, εκ των οποίων ολίγαι μόνον δεκάδες χιλιάδων μέτρων δεν είχον εισέτι χρησιμοποιηθεί. Είναι γνωστόν ότι οι Ισραηλίται δεν προβαίνουν, εκ λόγων θρησκευτικών, εις αποκομιδήν των οστών, ως συμβαίνει εις τους χριστιανούς. Εκ του λόγου τούτου ο χώρος ο απαιτούμενος διά νεκροταφείον εις τους Ισραηλίτας διαρκώς αυξάνει εις έκτασιν. Μέχρι της εγκαταστάσεως εν Θεσσαλονίκη των Ελλήνων προσφύγων (1922), δεν ετίθετο ζήτημα εβραϊκών νεκροταφείων, διότι η τοποθεσία εις την οποίαν ταύτα ευρίσκοντο ήτο εις το άκρον της πόλεως και εις τας παρυφάς αυτής. Βραδύτερον, όμως, η πόλις ήρχισε να προεκτείνεται και, φυσικά, προς την πλευράν των εβραϊκών νεκροταφείων ιδρύθησαν προσφυγικοί συνοικισμοί. Μετά την αναχώρησιν δε και των Τούρκων, ηχρηστεύθη και το παρακείμενον προς τα ισραηλιτικά τουρκικόν νεκροταφείον. Η προέκτασις όμως αύτη της πόλεως και η ίδρυσις του δευτέρου πανεπιστημίου της χώρας παραπλεύρως των ισραηλιτικών νεκροταφείων, ήρχισαν να δημιουργούν ζήτημα τοπικόν. Διότι η παρεμβολή των νεκροταφείων τούτων μεταξύ κατωκημένων πλέον χώρων, απετέλει εμπόδιον και εις την συγκοινωνίαν και εις την ανάπτυξιν των πλησίον συνοικισμών, ως και εις την αναγκαίαν επέκτασιν των πανεπιστημιακών εγκαταστάσεων. Άλλως τε και λόγοι υγείας προεβάλλοντο υπέρ της μεταφοράς των εβραϊκών νεκροταφείων, και πολεοδομικοί και αισθητικοί ακόμη λόγοι επέβαλον την ρύθμισιν του ζητήματος τούτου. Διότι δεν πρέπει να αρνηθεί κανείς το γεγονός ότι η Ισραηλιτική Κοινότης πολύ μικράν φροντίδα έδειξε, τόσον διά την συντήρησιν όσον και διά την ευπρεπή εμφάνισιν του μεγάλου τούτου χώρου, όστις απετέλει την αιωνίαν κατοικίαν των εκατοντάδων χιλιάδων νεκρών τεσσάρων και πλέον αιώνων. Ουδεμία οργάνωσις, ουδεμία τάξις, ουδέν σχέδιον ρυμοτομικόν, ουδέν δένδρον ή άνθος υπήρχον εις τα εβραϊκά νεκροταφεία, τα οποία εν μέρει ήσαν και απερίφρακτα. Διά τούτο, το θέαμα του χώρου τούτου δεν ήτο δυνατόν να προκαλέσει συναισθήματα ευλαβείας και περισυλλογής ουδ’ εις αυτούς τους Ισραηλίτας. Κατά μείζοντα δε λόγον, δεν ήτο δυνατόν να κινήσει εις σεβασμόν τους περιοίκους χριστιανούς, οι οποίοι εθίγοντο εκ της διατηρήσεως των εβραϊκών νεκροταφείων εντός πλέον της πόλεως.
Από του έτους όθεν 1925, ήρχισεν ανακινούμενον εν Θεσσαλονίκη το ζήτημα της μεταφοράς των εβραϊκών νεκροταφείων, αλλ’ η Ισραηλιτική Κοινότης προέβαλλεν ενώπιον των τοπικών και κεντρικών αρχών αντιρρήσεις, στηρίζουσα αυτάς εις θρησκευτικά κωλύματα. Αι ελληνικαί κυβερνήσεις, καίτοι το νέον σχέδιον της Θεσσαλονίκης (σχέδιον Εμπράρ) προέβλεπε την αχρήστευσιν των εβραϊκών νεκροταφείων και την εγκατάστασιν εις αυτάς του μεγάλου άλσους της πόλεως, ανέβαλλον συνεχώς και επί έτη την εφαρμογήν αυτού, και δι’ άλλους βεβαίως λόγους, αλλά και διά να μη ταχθούν αντιμέτωποι προς το θρησκευτικόν συναίσθημα του πολυπληθούς εβραϊκού πληθυσμού της μακεδονικής μητροπόλεως. Επί της δικτατορίας όμως Μεταξά (1936-1940) ετέθη και πάλιν οξύτερον το ζήτημα των εβραϊκών νεκροταφείων, προκειμένου να τεθεί εις εφαρμογήν το σχέδιον της επεκτάσεως των εγκαταστάσεων του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κατόπιν διαπραγματεύσεων μεταξύ ελληνικής κυβερνήσεως και της διοικήσεως της Ισραηλιτικής Κοινότητος, εξευρέθη λύσις ικανοποιούσα αμφότερα τα μερη. Η Κοινότης οικειοθελώς παρεχώρει δωρεάν έκτασιν τριάντα περίπου χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων εκ του νεκροταφείου προς το Πανεπιστήμιον, το οποίον ανελάμβανε την δαπάνη της εκσκαφής των τάφων επί τω σκοπώ μετακομιδής των οστών εις άλλην έκτασιν του νεκροταφείου. Εξ άλλου διά του δημοσιευθέντος νόμου η έκτασις ολόκληρος του εβραϊκού νεκροταφείου μετεβάλλετο εις κλειστόν άλσος και προεβλέπετο η ίδρυσις εις ετέραν τοποθεσίαν, μακράν της πόλεως, των νέων νεκροταφείων. Δυστυχώς ούτε η Κοινότης ούτε ο Δήμος Θεσσαλονίκης, αλλά ούτε και το Κράτος από της δημοσιεύσεως του νόμου (193…) μέχρι του 1942, επεμελήθησαν σοβαρώς διά την εφαρμογήν του νόμου και την ίδρυσιν των νέων νεκροταφείων, αλλ’ εχρησιμοποιούντο τα παλαιά υπό τύπον προσωρινότητος. Η κατάστασις αύτη επροκάλει την εξέγερσιν μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού της πόλεως και ιδίως των περιοίκων, οίτινες και εζήτουν ευκαιρίαν διά να ανακινήσουν το ζήτημα και να το μεταβάλουν εις υπόθεσιν των αρχών Κατοχής. Τούτο δε και εγένετο κατά Νοέμβριον 1942, και οι Γερμανοί, διά να ικανοποιήσουν το λαϊκόν χριστιανικόν αίσθημα, ανέλαβον την ρύθμισιν του ζητήματος, χαρακτηρίσαντες αυτό ως στρατιωτικόν.
Κατόπιν συνεννοήσεων της Στρατιωτικής Γερμανικής Διοικήσεως μετά της Ελληνικής Γενικής Διοικήσεως, ανετέθη εις την τελευταίαν ταύτην το έργον της κατεδαφίσεως των παλαιών εβραϊκών νεκροταφείων και της ιδρύσεως των δύο νέων τοιούτων. Επηκολούθησαν συσκέψεις μεταξύ των αρμοδίων γερμανικών στρατιωτικών οργάνων, των τεχνικών υπηρεσιών του Δήμου Θεσσαλονίκης, της Ελληνικής Γενικής Διοικήσεως, του αρχιραββίνου Δρος Κόρετς, καθ’ ας επεβλήθησαν αι ληφθείσαι αποφάσεις των Γερμανών: Άμεσος κατεδάφισις των μνημείων, δικαίωμα μεταφοράς των μαρμαρίνων πλακών υπό των ενδιαφερομένων συγγενών των νεκρών, οργάνωσις επειγόντως των δύο νέων νεκροταφείων προς έναρξιν της χρήσεώς των εντός μικρού χρονικού διαστήματος, καθ’ ο επετράπη προσωρινώς η ταφή εις τα παλαιά νεκροταφεία.
Και εις την περίπτωσιν αυτήν η διοίκησις της Ισραηλιτικής Κοινότητος επέδειξε την γνωστήν νοθρότητα κατανοήσεως της πραγματικότητος. Διότι με την αναβλητικότητα εις την λήψιν αποφάσεων –η οποία απετέλει το γνωστόν χαρακτηριστικόν ελάττωμα του αρχιραββίνου– έδωκεν αφορμήν εις τας ελληνικάς τεχνικάς υπηρεσίας να παραμερίσουν την Κοινότητα και ν’ αναλάβουν αυταί την ομαδικήν κατεδάφισιν των νεκροταφείων. Πράγματι, με πολύν ζήλον, άξιον διά καλυτέραν υπόθεσιν, επεδόθησαν εις το έργον της καταστροφής των μνημείων –αρχαίων και νεωτέρων, ακόμη δε και προσφάτου χρόνου– και εχρησιμοποίησαν εκατοντάδας εργατών προς τούτο. Είναι προφανές εκ του τρόπου του τόσον βιαστικού και του υπερβολικού ζήλου του επιδειχθέντος εκ μέρους των ελληνικών αρχών, ότι δεν ήσαν μόνον τα ελατήρια του καλλωπισμού της πόλεως, τα οποία ώθουν τας αρχάς εις την γοργήν κατεδάφισιν των εβραϊκών μνημείων. Μήπως δεν ηκούσθη ο ανώτερος τεχνικός υπάλληλος της Γενικής Διοικήσεως, αποκρούων την αίτησιν ολιγομήνου, ένεκα του χειμώνος, αναβολής των εργασιών κατεδαφίσεως, της διατυπωθείσης εκ μέρους του αρχιραββίνου, να λέγει, ενώπιον μάλιστα των Γερμανών αξιωματικών, ότι αύτη επιδιώκει να κερδηθεί χρόνος μέχρις ότου συνέλθουν εις βοήθειαν των Ισραηλιτών οι Άγγλοι; Άλλωστε εγνώσθη ότι και χριστιανικαί αντιπροσωπείαι επεσκέφθησαν τον Γερμανόν στρατιωτικόν διοικητήν διά να ευχαριστήσουν εκ μέρους του ελληνικού πληθυσμού της πόλεως διά την οριστικήν λύσιν του ζητήματος τούτου.
Συνεπώς λόγοι ικανοποιήσεως πολυχρονίου αιτήματος της κοινής χριστιανικής γνώμης, ήγαγον τους Γερμανούς εις ανάμιξιν επί του μη στρατιωτικού τούτου, αλλά καθαρώς πολιτικού ζητήματος, τας δε τοπικάς ελληνικάς αρχάς εις την τόσον εσπευσμένην και καταστροφικήν ενέργειαν. Αποτέλεσμα δε της εσφαλμένης στάσεως της κοινοτικής ισραηλιτικής διοικήσεως επί του προκύψαντος τούτου μεγάλου ζητήματος, υπήρξεν η άνευ συστολής καταστροφή πολυτίμων τάφων και αι αρπαγαί μεγάλης αξίας υλικού εκ μέρους επιτηδείων. Ολίγαι εκατοντάδες μόνον οικογενειών Ισραηλιτών, δι’ ιδιωτικών ενεργειών, επεμελήθησαν της μεταφοράς των οστών των προσφιλών των εις τα νέα νεκροταφεία. Ούτω έκλεισε, κατά τον θλιβερότερον και απρεπέστερον τρόπον, η ιστορία των αρχαίων εβραϊκών νεκροταφείων, διά της ομαδικής καταστροφής και διαρπαγής αυτών, προάγγελος της γενικής μετ’ ολίγον καταστροφής ολοκλήρου της Ισραηλιτικής Κοινότητος Θεσσαλονίκης, του πολυπληθεστέρου κέντρου του Εβραϊσμού της Ανατολής.
ΙΙΙ
10-25 Φεβρουαρίου 1943. Απογραφή Ισραηλιτών και συγκέντρωσις κατοικιών. Ζητήματα προκύπτοντα εκ των δύο τούτων μέτρων. Απαγόρευσις κινήσεως εκτός της Θεσσαλονίκης και συνέπεια εξ αυτής. Εικών της πόλεως κατά το 15ήμερον της μετακινήσεως των ισραηλιτικών οικογενειών. Παράλυσις της δράσεως της Κεντρικής Επιτροπής και αίτια αυτής. Αυθόρμητοι παραινετικαί ομιλίαι εις εκκλησίας και κρατικά σχολεία. Διαβήματα συλλόγων αναπήρων, τραυματιών και τύχη αυτών.
Το δεκαπενθήμερον μεταξύ 10ης και 25ης Φεβρουαρίου 1943, όλος ο κοινοτικός μηχανισμός, με πολλάς εκατοντάδας νέων και νεανίδων, καταναλίσκεται εις την εφαρμογήν των επιβληθέντων υπό των Γερμανών δύο μέτρων: α) Της απογραφής των μελών της Ισραηλιτικής Κοινότητος, της κατασκευής των διακριτικών σημείων, της καταρτίσεως των ατομικών δελτίων ταυτότητος και του εφοδιασμού όλων των άνω των 6 ετών αρρένων και θηλέων Ισραηλιτών, εξαιρέσει των ξένων υπηκόων, διά των ατομικών δελτίων και των διακριτικών σημείων και β) Της απογραφής των ισραηλιτικών κατοικιών των δύο εβραϊκών ζωνών (γκέττο) των υπό μεταφοράν οικογενειών και της συμπτύξεως και συστεγάσεως όλων των Ισραηλιτών (εκτός των εβραϊκών συνοικισμών πυροπαθών) εντός των δύο ζωνών. Άπειρα ζητήματα προέκυπτον καθ’ εκάστην, και η Διοικητική Επιτροπή της Κοινότητος και πλείσται επιτροπαί και υποεπιτροπαί ειργάζοντο εντατικώς διά την εμπρόθεσμον εφαρμογήν των μέτρων. Ήτο τόση δε η δημιουργηθείσα εργασία, ώστε δεκάδες υπαλλήλων και εθελοντών συνεργατών ηναγκάζοντο να διανυκτερεύουν εις τα γραφεία της Κοινότητος πολλάκις κατά το δεκαπενθήμερον τούτο. Εννοείται ότι εκείνο εκ των δύο μέτρων το οποίον επροκάλει τα περισσότερα ζητήματα και επέφερε κυριολεκτικώς την αναστάτωσιν εις τον εβραϊκόν πληθυσμόν της πόλεως, ήτο η σύμπτυξις και συστέγασις των οικογενειών εντός των δύο ωρισμένων επιτρεπομένων ζωνών.
Κατά τας ημέρες αυτάς η εικών την οποίαν παρουσίαζεν η πόλις της Θεσσαλονίκης, ήτο μιας πραγματικής μετοικεσίας των κατοίκων της. Κάρρα, καρότσια και αχθοφόροι εθεώντο διαρκώς, από πρωίας μέχρις εσπέρας, να ενεργούν μεταφοράς επίπλων και οικιακών σκευών από της μιας εις την άλλην πλευράν της πόλεως. Μία όψις ομαδικής καταναγκαστικής εξώσεως χιλιάδων οικογενειών εκ των κατοικιών των και μεταφοράς των εις άλλας, υπό όρους συμβιώσεως πολύ στενοχώρους. Διεπιστώθη ότι, κατά την λήξιν της προθεσμίας (25 Φεβρουαρίου), εις τας ισραηλιτικάς οικίας των επιτρεπομένων ζωνών, όλοι οι χώροι των δωματίων, και των σαλονιών ακόμη, είχον μεταβληθεί εις κοιτώνας, έκαστον δε δωμάτιον εστέγαζε τουλάχιστον τρία πρόσωπα. Η κατάστασις ήτο ακόμη χειροτέρα εις τους συνοικισμούς των πυροπαθών, όπου οι άποροι και εργατικαί τάξεις των απηγορευμένων περιοχών υπεχρεώθησαν να εγκατασταθούν κατά τρόπον εντελώς ανθυγιεινόν και σωρηδόν.
Ενώ ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλεως ήτο απησχολημένος με το πρόβλημα της στεγάσεώς του, η διοίκησις της Κοινότητος ήτο απορροφημένη με πλήθος ζητημάτων ανακινουμένων καθ’ εκάστην και απαιτούντων ταχείας τας λύσεις. Ούτω η απαγόρευσις της μετακινήσεως των Ισραηλιτών εντός της πόλεως εδημιούργει ζήτημα ζωής και θανάτου διά πολλάς εκατοντάδας εβραϊκών οικογενειών, των οποίων οι άνδρες ειργάζοντο καθημερινώς μεταβαίνοντες εντός της Θεσσαλονίκης, είτε εμπορευόμενοι ως γυρολόγοι εις τα πλησίον χωρία. Αι επεμβάσεις της Κοινότητος πλησίον της υπηρεσίας των SS, προς εξαίρεσιν των περιπτώσεων τούτων εκ της απαγορεύσεως της μετακινήσεως, απέβησαν άκαρποι. Η μόνη επιτυχία υπήρξεν η αποφυγή της απειληθείσης θανατικής εκτελέσεως δεκάδων τινών εκ των γυρολόγων τούτων Εβραίων οι οποίοι, αγνοούντες την απαγορευτικήν διαταγήν, είχον εξέλθει εκ της πόλεως και συνελήφθησαν υπό των Γερμανών, και οι οποίοι είχον εγκλεισθεί εις το στρατόπεδον συγκεντρώσεως. Εξάλλου η υπηρεσία των SS, αφού δι’ αυτοπροσώπου μεταβάσεως αξιωματικών της, είχε σημειώσει τα ακραία σημεία των επιτρεπομένων ζωνών εγκαταστάσεως των Ισραηλιτών κατοίκων (γκέττο), εξέλεξεν ένα συνοικισμόν πυροπαθών, γνωστόν υπό το όνομα του ιδρυτού του ως συνοικισμός Βαρώνου Χιρς, κείμενον πλησίον του σιδηροδρομικού σταθμού της πόλεως, εις τον οποίον υπέδειξε προς την Κοινότητα την εκτέλεσιν ωρισμένων τεχνικών έργων. Τα έργα ταύτα συνίσταντο κυρίως εις περίφραξιν του συνοικισμού τούτου, εις ωρισμένας ανοικτάς πλευράς του, διά τοίχου και διά συρματοπλεγμάτων και εις τρόπον ώστε ο συνοικισμός ούτος, κατοικούμενος από 600 περίπου πτωχάς εργατικάς οικογενείας Εβραίων, απεκλείετο από την άλλην πόλιν και απετέλει είδος στρατοπέδου συγκεντρώσεως. Αφέθησαν δε δίοδοι προς την πόλιν και τον σιδηροδρομικόν σταθμόν, ώστε να είναι ευχερής ο έλεγχος των εισερχομένων και εξερχομένων εκ του συνοικισμού. Συγχρόνως οι Γερμανοί διέτασσον τας αστυνομικάς αρχάς της πλησίον της Θεσσαλονίκης γνωστής μικράς λουτροπόλεως Λαγκαδά, όπως, εντός μιας ημέρας, ενεργήσωσι την βιαίαν και διά οιουδήποτε μεταφορικού μέσου, μετακίνησιν των ολίγων (10-15) ισραηλιτικών οικογενειών, αι οποίαι ήσαν μονίμως εγκατεστημένοι και εμπορεύοντο εις την κωμόπολιν ταύτην, και την μεταφοράν των εις Θεσσαλονίκην.
Ήτο τόσον εσπευσμένη η ενέργεια των αστυνομικών αρχών Λαγκαδά, ώστε εάν δεν εμεσολάβει ο δήμαρχος της κωμοπόλεως ταύτης και η Κοινότης Θεσσαλονίκης, αι ατυχείς αυταί οικογένειαι θα ώφειλον να έλθωσι πεζοί, χωρίς τα οικιακά των πράγματα, εις Θεσσαλονίκην. Και αι οικογένεια αυταί, εγκαταλείψασαι εις Λαγκαδά τας μικράς των περιουσίας, αφίχθησαν εις κακήν κατάστασιν εις Θεσσαλονίκην και εγκατεστάθησαν, κατά διαταγήν των Γερμανών, εντός του συνοικισμού Βαρώνου Χιρς. Το γεγονός αυτό έδωκεν εις τους κοινοτικούς ισραηλιτικούς κύκλους την εύλογον εξήγησιν της κατασκευής των τεχνικών έργων εις τον συνοικισμόν τούτον, διότι εθεωρήθη ότι ο συνοικισμός Βαρώνου Χιρς είχε προορισθεί υπό των Γερμανών ως είδος στρατοπέδου συγκεντρώσεως Ισραηλιτών.
Και η Κεντρική Επιτροπή Έργων Κοινωνικής Προνοίας (η οποία συνεκέντρωνε ό,τι είχε να επιδείξει ο Εβραϊσμός Θεσσαλονίκης εις ικανότητα ηγεσία και εμπειρίαν περί τα κοινοτικά πράγματα) τι, λοιπόν, εγένετο κατά το δεκαπενθήμερον μεταξύ 10-25 Φεβρουαρίου; Είχε τεθεί εν αχρηστία εκ μέρους της διοιηκήσεως της Κοινότητος. Τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής ήσαν πολύ γνωστά εις το ισραηλιτικόν κοινόν της πόλεως διά την αφοσίωσίν των εις τα γενικά ζητήματα του Εβραϊσμού, και η πείρα των επί των κοινοτικών πραγμάτων είχεν επανειλημμένως δοκιμασθεί και αποδειχθεί ωφέλιμος διά την Κοινότητα. Έχοντες επίγνωσιν των μεγάλων και ιστορικών ευθυνών, αι οποίαι θα εβάρυνον αυτούς διά την στάσιν των κατά τας κρισίμους αυτάς στιγμάς του κοινοτικού βίου, τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής προσήρχοντο καθ’ εκάστην πρωίαν εις τα γραφεία της Κοινότητος και προσεφέροντο να συνδράμουν αυτήν εις τα βαρύτατα έργα τα οποία εξηναγκάσθη να επωμισθεί. Εφόσον η Κοινότης είχεν ήδη την Διοικητικήν Επιτροπήν ως εκτελεστικόν διοικητικόν όργανον υπευθύνως διαχειριζόμενον τας κοινοτικάς υποθέσεις, η πρωτοβουλία της ενεργείας ανήκεν εις την Διοικητικήν Επιτροπήν και ιδίως τον πρόεδρον αυτής Δρα Κόρετς. Ο ρόλος τον οποίον θα ήτο δυνατόν να έχει η Κεντρική Επιτροπή θα ήτο οργάνου συμβουλευτικού, και η χρησιμότης του ήτο προφανής κατά τας ημέρας αυτάς, όπου η διοίκησις της Κοινότητος, κυριολεκτικώς «πνιγμένη» με τα άπειρα τρέχοντα ζητήματα, ήτο ανίκανος να συσκέπτηται, να μελετά τα μεγάλα προβλήματα τα οποία ετίθεντο εις τον Εβραϊσμόν Θεσσαλονίκης και να δίδει τας ωρίμους λύσεις και τας ορθάς κατευθύνσεις. Εν επιγνώσει, λοιπόν, του ρόλου τούτου, τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής προσήρχοντο καθ’ εκάστην εις τα γραφεία της Κοινότητος και διά παρασκηνιακών διαβημάτων πλησίον των μελών της Διοικητικής Επιτροπής, υπεδείκνυον την ανάγκην τακτικών συνεδριάσεων της Κεντρικής Επιτροπής προς λήψιν αποφάσεων επί των μεγάλων γραμμών της κοινοτικής πολιτικής. Ατυχώς, παρ’ όλον ότι ανεγνωρίζετο η ορθότης των υποδείξεων τούτων, καθίστατο αδύνατον να μεταπεισθεί ο Δρ Κόρετς, να εγκαταλείψει τας ασχολίας του περί τα μικρά και λεπτομερειακά εις χείρας των κοινοτικών υπαλλήλων, και να προεδρεύσει μιας τουλάχιστον συνεδριάσεως της Κεντρικής Επιτροπής, διά να καθορισθούν τα γενικώτερα μέτρα και αι κατευθύνσεις της Κοινότητος επί της δημιουργηθείσης καταστάσεως. Τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής έφθασαν μάλιστα να γίνωσι φορτικά εις τας σχετικάς των υποδείξεις και ήκουσαν εντός του γραφείου του Δρος Κόρετς, την αυστηράν σύστασιν αυτού, ότι η κοινότης σήμερον «δεν είχεν ανάγκην συμβουλών, αλλά εργασίας». Και η εργασία ήτο η τυφλή εκτέλεσις, άνευ αντιρρήσεως ή συζητήσεως ή τροποποιήσεως, των διαταγών και παραγγελιών της γερμανικής υπηρεσίας των SS. Ούτω παρήρχοντο αι ημέραι, με πλήρη παράλυσιν της δράσεως της Κεντρικής Επιτροπής, τα μέλη της οποίας, ευσχήμως αποπεμπόμενα εκ του γραφείου της Κοινότητος ενίοτε, ευρίσκοντο εις πλήρη αποκαρδίωσιν διά το θλιβερόν τούτο κατάντημα του κοινοτικού οργανισμού.
Ενώπιον αυτής της στάσεως των υπευθύνων οργάνων διοικήσεως της Κοινότητος, εκτελούντων απλώς ρόλον υπηρετών των Γερμανών, εξηγείρετο η συνείδησις των ζωηροτέρων μελών της Κεντρικής Επιτροπής, τα οποία συνήρχοντο κατ’ ιδίαν εις τας οικίας, πότε του ενός και πότε του άλλου μέλους, και αντήλλασσον, ανεπισήμως πλέον, γνώμας περί της καταστάσεως και του πρακτέου. Ο γράφων έλαβε τότε την ευκαιρίαν να ανακοινώσει τα της εν Αθήναις συναντήσεώς του μετά του καθηγητού κ. Λούβαρι και να υποδείξει την επείγουσαν ανάγκην της μεταβάσεώς του εις Αθήνας, προς τον σκοπόν αφ’ ενός μεν της επιτεύξεως του διορισμού τούτου ως Γενικού Διοικητού Μακεδονίας και αφ’ ετέρου της ενεργείας διαβημάτων πλησίον της Κυβερνήσεως, διά την επέμβασίν της προς αποτροπήν μεγαλυτέρων κακών εναντίον του ελληνικού πληθυσμού των Ισραηλιτών Θεσσαλονίκης. Ήτο γνωστή και η εκτίμησις της οποίας έχαιρεν ο καθηγητής κ. Λούβαρις πλησίον των γερμανικών κύκλων, αλλά και η φιλία του προς το εβραϊκόν στοιχείον, ώστε η ανάληψις της Γενικής Διοικήσεως υπ’ αυτού θα ηδύνατο ασφαλώς να αποβεί προς το καλόν του στοιχείου τούτου. Η πρότασις αύτη, εμπιστευτικώς γενομένη, καίτοι υιοθετείτο εις τας κατ’ ιδίαν συζητήσεις παρά των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, δεν καθίστατο δυνατόν να αποβεί αντικείμενον συζητήσεως και αποφάσεως λόγω της αρνήσεως του Δρος Κόρετς να ζητεί γνώμας και συμβουλάς παρ’ άλλων. Υπήρχε δε τότε και ευκαιρία προς πραγματοποίησιν του ταξειδίου τούτου εις Αθήνας, υπό την πρόφασιν της συλλογής του υπολειπομένου τούτου εις Αθήνας, υπό την πρόφασιν της συλλογής του υπολειπομένου ποσού της οφειλής προς την Στρατιωτικήν Διοίκησιν Θεσσαλονίκης-Αιγαίου εκ της εξαγοράς της εργασίας των Ισραηλιτών.
Αλλά και άλλαι προτάσεις άξιαι συζητήσεως, καθ’ εκάστην προεβάλλοντο υπό των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, πλην όμως έμειναν απλαί προτάσεις, λόγω της παραμερίσεως του συμβουλευτικού τούτου οργάνου και αχρηστεύσεώς του εκ μέρους της Διοικήσεως της Κοινότητος και ιδίως του Δρος Κόρετς. Ούτω ερρίπτετο η ιδέα δημιουργίας κινήσεως συμπαθείας προς το εβραϊκόν στοιχείον, το χειμαζόμενον τότε, πλησίον των χριστιανικών οργανώσεων της πόλεως, επί σκοπώ αποφυγής ενδεχομένων επεισοδίων εις βάρος αυτού κατά την έναρξιν της κυκλοφορίας του με τα διακριτικά σήματα. Επίσης συνιστάτο η ενέργεια διαβημάτων πλησίον της Ιεράς Μητροπόλεως και των εκπαιδευτικών αρχών προς άσκησιν εκ μέρους αυτών, τόσον από άμβωνος όσον και από των διδασκαλικών εδρών, φιλοεβραϊκής προπαγάνδας. Τέλος, υπεδεικνύετο η χρησιμοποίησις των φιλικών δεσμών προσώπων προσκειμένων με τους Γερμανούς αξιωματούχους και δυναμένων να επηρεάζωσι τούτους, δι’ ιδιωτικών και ανεπισήμων συνομιλιών και μεσολαβήσεων, υπέρ των Ισραηλιτών. Πάσαι όμως αι ιδέαι αύται εκυκλοφόρουν μεταξύ των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, αλλά δεν μετετρέποντο εις αποφάσεις των υπευθύνως διοικούντων οργάνων της διά τους εκτεθέντας λόγους. Ένεκα τούτου, όσοι εκ των μελών της Κεντρικής Επιτροπής είχον τα μέσα, εχρησιμοποίουν τας φιλικάς των σχέσεις ιδιωτικώς προς εξυπηρέτησιν των επιδιωκομένων σκοπών. Ούτω εγνώσθη βραδύτερον ότι και η Εκκλησία υπέδειξεν, δι’ ομιλιών καταλλήλων από άμβωνος προς το ποίμνιόν της, το ανθρώπινον καθήκον των χριστιανών έναντι των δοκιμαζομένων συμπολιτών των, αλλά και οι διδάσκαλοι των ελληνικών σχολείων προέβησαν εις τας αναγκαίας συστάσεις προς τον κόσμον των νέων διά την πρέπουσαν διαγωγήν των έναντι των Ισραηλιτών συναδέλφων των. Η περισσότερον όμως συγκινήσασα το ισραηλιτικόν στοιχείον στάσις υπήρξε η των οργανώσεων των αναπήρων, τραυματιών και θυμάτων πολέμου. Αύται απετάνθησαν και εις αυτήν την γερμανικήν υπηρεσίαν των SS, και εζήτησαν να εξαιρεθούν των μέτρων οι παθόντες εν πολέμω Ισραηλίται συνάδελφοί των, επικαλεσθέντες την εν όπλοις πατριωτικήν διαγωγήν των. Η σκληρότης όμως των Γερμανών υπήρξεν απάνθρωπος, διότι ουδέ των αναπήρων πολέμου την θέσιν εσεβάσθησαν, διότι και εις αυτούς απηγόρευσαν την άνοδον εις τα οχήματα προς μετακίνησίν των, ηπείλησαν δε διά αθρόων εκτελέσεων τους διοικούντας τας οργανώσεις, εάν προέβαινον τυχόν εις δημοσίας εκδηλώσεις φιλοεβραϊκάς.
Γιακοέλ Γιομτώβ, Απομνημονεύματα 1941-1943, Επίκεντρο – Παρατηρητής, 1993, σ. 53-60, 84-88, 107-112.
Το τρίτο στεφάνι...
Το τρίτο στεφάνι
Μια μέρα, απόγεμα ήταν, πέντε, πεντέμισι η ώρα, έρχεται η Σοφίτσα βιαστική και μου λέει: «Δε θα κάτσω πολύ, έχω φασαρίες με τη Ρήνα. Θα σ’ τα πω άλλη ώρα. Πετάχτηκα μόνο μια στιγμή να δω τί γίνεσαι βρε παιδί μου και χάθηκες τόσον καιρό! Τα ’μαθες τα χαμπάρια του παλιού σου νοικοκύρη του Νταβίκου;» «Ποια χαμπάρια;» «Καλά», μου λέει, δε διαβάζεις ποτέ σου εφημερίδα;» «Όσο ήταν ο Θόδωρος εδώ», της λέω, «μας έφερνε το Φως. Τώρα που λείπει δεν το παίρνουμε πια, είναι κι αυτό ένα έξοδο, βρε Σοφίτσα μου. Τί συνέβη στο Νταβίκο;» «Έβαλε φωτιά κι έκαψε το σπίτι του για να εισπράξει την ασφάλεια.» «Όχι δα!» «Μάλιστα. Όλο το απάνω πάτωμα έγινε κάρβουνο.» «Τί λες, βρε Σοφίτσα, είναι δυνατόν;» «Ουφ, τί αφελής που είσαι καμιά φορά μωρέ Εκάβη!» μου λέει. «Κάνεις σα να μην τους ξέρεις τους τσιφούτηδες. Απ’ τους ανθρώπους που σταυρώσαν το Χριστό όλα να τα περιμένεις… Στο απάνω πάτωμα καθόταν μια οικογένεια χριστιανών, κι όχι μόνο χρωστούσαν εφτά νοίκια, αλλ’ ο Νταβίκος χρειαζόταν το διαμέρισμα για την Αλλέγκρα, τη μεγάλη του κόρη. Επρόκειτο να παντρευτεί μ’ έναν Εβραίο, έμπορο υφασμάτων, και δεν είχαν σπίτι να μείνουν. Τους είχε κάνει τρεις εξώσεις χωρίς αποτέλεσμα. Είχαν τα μέσα με τη Χωροφυλακή. Για να τους ξεφορτωθεί, σκαρφίστηκε το τέχνασμα της πυρκαγιάς. Περίμενε ένα βράδυ να κοιμηθούν όλοι, πήδησε απ’ το φωταγωγό στην κουζίνα τους, σκηνοθέτησε την πυρκαγιά, βγήκε απ’ την κυρία είσοδο, σαν κύριος, πήγε στο αντικρινό καφενείο, παράγγειλε ούζο κι έπιασε κουβέντα με τους θαμώνες για να δημιουργήσει άλλοθι. Αυτά ισχυρίστηκε τουλάχιστον ο δικηγόρος της ασφαλιστικής εταιρείας στη δίκη. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι άρχισε να βγαίνει απ’ τα κεραμίδια καπνός. Ο Νταβίκος πετάχτηκε στο δρόμο κι άρχισε να χτυπάει το στήθος του. ‘Καίει σπίτι μου! Καίει σπίτι μου!…’ Οι άνθρωποι του διαμερίσματος που καιγόταν είχαν στο μεταξύ ξυπνήσει, είχαν πανικοβληθεί κι άρχισαν να πετάνε τα πράγματα από δυο πατώματα ύψος. Οι κόρες του Νταβίκου πετάχτηκαν έξω με τα νυχτικά, κι ύστερα θυμήθηκαν τη γιαγιά τους —νόνα την έλεγαν— που δεν μπορούσε να περπατήσει μόνη της, κι άρχισαν να τσιρίζουν σαν Οβριές που ήταν. Σηκώθηκε η γειτονιά στο ποδάρι. Ώσπου να φτάσουν οι αντλίες, το απάνω πάτωμα καιγότανε σαν πυροτέχνημα. Πώς δε μεταδόθηκε η φωτιά και στο κάτω πάτωμα ήταν θαύμα! Την άλλη μέρα παρουσιάστηκε ο Νταβίκος στην ασφαλιστική εταιρεία να κάνει τα χαρτιά για να εισπράξει την ασφάλεια μα η εταιρεία έστειλε εμπειρογνώμονες επί τόπου, οι οποίοι απεφάνθησαν ότι επρόκειτο περί εμπρησμού, και του ’καναν μήνυση. Αλλ’ αθωώθηκε παμψηφεί ο παλιοτσιφούταρος. Πήρε την αποζημίωση, με την οποία, όχι μόνο διόρθωσε το καμένο διαμέρισμα κι εγκατέστησε την Αλλέγκρα με τον τσιφούτη τον άντρα της, αλλά της αγόρασε κι ένα οικόπεδο έξω στο συνοικισμό του Χαριλάου.» Όταν έφυγε η Σοφίτσα «Σήκω, βρε Ελένη», λέω της κόρης μου, «να πάμε να δούμε το σπίτι, να πάρουμε και τον αέρα μας. Θα μουχλιάσουμε πια εδώ μέσα.» Αφότου είχε μπλέξει με τον οδοντογιατρό έβγαινε πολύ σπανίως έξω. Πήραμε τα παιδιά απ’ το χέρι και κατηφορίσαμε προς τη Διαγώνιο. Το ίδιο εκείνο απόγεμα τα ’φερε ο Εξαποδώ να δώσουν στο Δημήτρη άδεια — την εποχή εκείνη υπηρετούσε στο Σέδες. Πήγε στο σπίτι, βρήκε την πόρτα κλειδωμένη, την άνοιξε κατά το σύστημά του μ’ ένα καρφί, μπήκε μέσα, έφαγε — είχα μελιτζάνες ιμάμ στον τέντζερη — σιδέρωσε το χιτώνιό του, κι έφυγε. Όταν άρχισε να νυχτώνει. «Πάμε!» έκανα νόημα της Ελένης. Η Βικτώρια μας είχε δεχτεί με πολλές τσιριμόνιες. Εξακολουθούσε να ’ναι τρελά ερωτευμένη με το γιο μου. Μας έδειξε το σπίτι και μας έψησε καφέ, αλλά δεν ήθελα να μείνουμε περισσότερο. Δεν είχα καμιά διάθεση να ’ρθει ο Νταβίκος να μας βρει με την κόρη του, να λέει ότι θέλουμε να του την ξεμυαλίσουμε επειδή είχαμε στο μάτι το ρημάδι του. Κι όπως ήταν Ιούλιος κι έκανε τρομερή ζέστη. «Δεν πάμε», της λέω, «να κάτσουμε καμιά ώρα στο πάρκο;» «Και δεν πάμε…» Στο δρόμο περάσαμε απ’ το φαρμακείο που δούλευε η Πολυξένη και της είπαμε πού θα ’μασταν για να ’ρθει να μας βρει να γυρίσουμε μαζί στο σπίτι. Κατά σύμπτωση ήρθε και κάθισε στο παγκάκι μας μια γνωστή μου κυρία απ’ την εποχή που ήμουνα ακόμα με τον προκομμένο τον άντρα μου, πιάσαμε κουβέντα, θυμηθήκαμε τα παλιά. Τα παιδιά τα στείλαμε να παίξουν. «Πάρε την αδερφή σου απ’ το χεράκι», λέω στον Άκη, «κι άμετε να παίξετε με τ’ άλλα τα παιδάκια γύρω απ’ το σιντριβάνι. Αλλά τα μάτια σας τέσσερα. Μόλις σας φωνάξουμε, να γυρίσετε πίσω στο λεπτό!» «Τίνος είναι τα παιδάκια;» «Της κόρης μου.» «Φτου να μη βασκαθούν, τι χαριτωμένα παιδάκια, να σας ζήσουν», λέει της Ελένης. Η Ελένη κορδώθηκε. Πρώτη φορά την είδα να καμαρώνει κι αυτή, όπως όλες οι μανάδες, για τα παιδιά της και προς μεγάλην μου έκπληξη (γιατί συνήθως δεν καταδεχόταν τις δικές μου φιληνάδες) ήταν ομιλητικότατη κι ευχάριστη. Κι ήταν τόσο γλυκιά η βραδιά! Απ’ τη θάλασσα φυσούσε η αύρα. Σ’ ένα καφενείο έπαιζε ο φωνόγραφος. Την εποχή εκείνη ήταν μόδας η Ρεζεντά.
Γλυκιά μου Ρεζεντά, σε χρονιές περασμένες
και λησμονημένες, δε μου λες, γιατί…»Και με την κουβέντα πέρασ’ ευχάριστα η ώρα, ήρθε η Πολυξένη και μας βρήκε, μας αγόρασε από ’να παγωτό χωνάκι κι ύστερα πήραμε τα παιδιά και κινήσαμε όμορφα κι αγαπημένα να γυρίσουμε στο σπίτι. Κι ήμουνα τόσο ευτυχισμένη εκείνο το βράδι, Νίνα μου. Αδύνατον να σου περιγράψω την ευτυχία που ’νιωθα. Η καλή συμπεριφορά της Ελένης μου ’χε κάνει εντύπωση. Πώς το ’παθε, σκεπτόμουνα, και δέχτηκε να ’ρθει μαζί μου στου Νταβίκου κι ύστερα στο πάρκο; Κι ήταν μάλιστα τόσο κοινωνική! Τί ξαφνικό θαύμα είν’ αυτό; Αχ, θεέ μου, αναγνωρίζω ότι αμάρτησα σ’ αυτή τη ζωή κι ας ήταν από κουταμάρα, κι ότι δικαίως με τιμώρησες, μα τώρα φτάνει πια! Αρκετά βάσανα τράβηξα. Δώσε μου καλά γεράματα. Κάνε να ζήσω ήρεμα κι αγαπημένα με τα παιδιά μου, χωρίς κακίες και μίση. Τί έχω, θε’ μου, να μοιράσω με την Ελένη μου; Γιατί να μαλώνουμε; Ήταν κι αυτή η μαγκούφα, άτυχη σαν και μένα. Ας όψεται αυτό το φίδι η Φρόσω κι ο πατέρας της που της έδωσαν το Μπάμπη. Μα τέλος πάντων, ό,τι έγινε, έγινε. Κάνε τώρα, θε’ μου, να τυλίξει τον οδοντογιατρό να την πάρει, να μην πάνε χαμένα τα νιάτα της κι η ομορφιά της! Αν δε λυπάσαι εκείνη, λυπήσου τουλάχιστον τα παιδιά της. Αυτά τ’ αθώα βρέφη, που δε χρωστάνε τίποτα να τραβάνε τις αμαρτίες των μεγάλων…
[…]
Πάνω σ’ αυτή την κρίσιμη περίσταση πέθανε κι ο Μεταξάς. Μερικοί λέγανε από πυώδη αμυγδαλίτιδα, άλλοι από ουρία. Ο Αντώνης ήταν απαρηγόρητος. Την ημέρα της κηδείας μας πήρε και πήγαμε στο Φουριώτη —το ραφείο ήταν στην οδό Μητροπόλεως— και την παρακολουθήσαμε απ’ το μπαλκόνι. Γυρίζοντας στο σπίτι ήμασταν κι οι δυο κατηφείς και σιωπηλοί, εκτός από την κόρη μου. Σα να μου πήγαινε επίτηδες κόντρα, την είχε πιάσει μια ακατάσχετη λογοδιάρροια. «Σκάσε, αναίσθητο πλάσμα!» της έλεγα. Μου φαινόταν σα να γύριζα απ’ την κηδεία, όχι του Μεταξά, μα της Ελλάδας. Και δεν ήταν δυο λεπτά της ώρας που είχαμε φτάσει σπίτι, είχα βάλει το ηλεκτρικό μπρίκι στην πρίζα να ψήσουμε καφέ να ποιούμε γιατί το στόμα μου ήταν φαρμάκι, ώσπου να ζεσταθεί το νερό έβγαζα το φουστάνι μου για να φορέσω τη ρόμπα του σπιτιού, και να ’σου αριβάρει η κυρα-Εκάβη. Απ’ τα μούτρα της κατάλαβα πως ήταν ταραγμένη. «Τον χάσαμε», της λέω. «Ένας-ένας φεύγουν όλοι τους, βρε κυρα-Εκάβη. Αν είχες έρθει μαζί μας θα ’βλεπες την κηδεία απ’ το μπαλκόνι του Φουριώτη.» «Άσε με ήσυχη με το Μεταξά σας», μου λέει αγανακτισμένη, «να μην τον βλαστημήσω κι αυτόν κι όλους τους ρουφιάνους που κάνουνε τους πολέμους. Έχω τα δικά μου βάσανα, καινούριους μπελάδες με το γιο μου. Ήρθε σήμερα απ’ τη Θεσσαλονίκη μαζί με την Εβραία…» «Ποια Εβραία;» της λέω. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα όρεξη ν’ ακούσω τα βάσανα της κυρα-Εκάβης. Ουφ πια! είπα με το νου μου. Έχουν κι οι άλλοι άνθρωποι βάσανα και σκοτούρες, μα δεν τα δραματοποιούνε τόσο. Δε θα ησυχάσουμε πια ποτέ απ’ τις «συμφορές» της κυρα-Εκάβης; Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν, σε μας κάλλιασε. Μα την ίδια στιγμή σκέφτηκα πως είχε έρθει σε μένα να την παρηγορήσω, θα ήταν απονιά να την απογοητεύσω. «Ποια Εβραία;» της λέω, κάνοντας μεγάλη προσπάθεια για να προσποιηθώ περιέργεια κι ενδιαφέρον. «Την Εβραία ντε», μου λέει. «Τη Βικτώρια, την κόρη του πρώην νοικοκύρη μου του Νταβίκου, που σου ’λεγα πως έβαλε φωτιά στο σπίτι του για να εισπράξει την ασφάλεια. Τα φτιάξανε πάλι τώρα που ήταν ο κύριος στη Θεσσαλονίκη, αποφάσισαν να αλληλοαπαχθούν και αριβάρησαν σήμερα το μεσημέρι σαν ουρανοκατέβατοι την ώρα που τρώγαμε, χωρίς καν να μας στείλουν ένα τηλεγράφημα. Έπρεπε να ’σουν από μια μεριά να δεις τα μούτρα του Θόδωρου όταν τους είδε…»
Μα δεν την άκουγα πια. Ο νους μου έτρεχε αλλού. Ο θάνατος του Μεταξά είχε ξυπνήσει ξαφνικά μέσα μου δυνατότερους παρά ποτέ τους φόβους για την υγεία του Αντώνη. Απ’ το πρωί προσπαθούσα εις μάτην να ξορκίσω απ’ το μυαλό μου την κακιά σκέψη. Ο θεός να μην το δώσει να πιω κι αυτό το ποτήρι! σκεπτόμουνα ακούγοντας την κυρα-Εκάβη σα μέσα σ’ όνειρο να μιλάει για κάτι βαφτίσια. Μα τί δουλειά είχαν τα βαφτίσια με το Δημήτρη ή τη Βικτώρια, ήταν αδύνατον να συλλάβω τη στιγμή εκείνη. Είχα την εντύπωση πως έβλεπα έναν εφιάλτη. Μου φαίνεται πως είχα και λιγάκι πυρετό. Ήταν δυο-τρεις μέρες που με τριγύριζε γρίπη, τα νεύρα μου ήταν τεντωμένα, έβαζα τον καφέ στα φλιτζάνια και το χέρι μου έτρεμε. Έβαλα την πρώτη γουλιά στο στόμα κι έτρεξα στο νεροχύτη κι άρχισα να φτύνω. Αντί για ζάχαρη, είχα βάλει αλάτι!…
Μόνο την άλλη μέρα το μεσημέρι, όταν αποφάγαμε κι έπεσα στο κρεβάτι για καμιά ώρα κι άρχισε ο νους μου όπως συνήθως να ταξιδεύει, θυμήθηκα τη σκηνή της προηγουμένης μέρας κι ένιωσα τύψεις: στο κάτω-κάτω της γραφής, σκέφτηκα, ο Μεταξάς δε μου είναι τίποτα. Ένας πέθανε, δέκα θα φυτρώσουνε στη θέση του. Ενώ η κυρα-Εκάβη είναι δικός μου άνθρωπος. Για μένα είναι πιο σπουδαία από εκατό Μεταξάδες. Θυμήθηκα τις ιστορίες που μου ’χε διηγηθεί για το Νταβίκο, πράματα που είχ’ ακούσει τότε σα να ’ταν παραμύθια, ιστορίες που ανήκαν για πάντα στο παρελθόν, που δεν επρόκειτο να ’χουν καμιά συνέχεια, μα που τώρα έπαιρναν ξαφνικά αναδρομική, όπως λένε, σημασία. «Τί έπαθες και γελάς μόνη σου;» μου λέει ο Αντώνης που ’βαζε τις πιτζάμες του για να πλαγιάσει κι αυτός στο κρεβάτι. «Δώσ’ μου εκείνο το μυθιστόρημα που είν’ απάνω στη σιφονιέρα για να μη σηκώνομαι», του λέω. Διάβαζα την Άννα Καρένινα. «Αχ, βρε Αντώνη», του λέω, «η πρώτη αγάπη δε λησμονιέται, καλά το λέει το τραγούδι. Για σκέψου να τα ξαναφτιάξουν ύστερ’ από τόσο χρόνια!» Και τη στιγμή που το ’λεγα ο νους μου πέταξε στα νιάτα μου, στον Αργύρη και στην Κηφισιά. Άνοιξα το βιβλίο αι προσπάθησα να βρω σε ποια σελίδα είχα μείνει. Την είχα σημαδέψει, αλλ’ η κυρία κόρη μου είχε την κακή συνήθεια να ξεφυλλίζει τα βιβλία που διάβαζα. «Να, γελάω», του λέω, «που σκέπτομαι τί θα κάνει τώρα η κυρα-Εκάβη με τη νύφη που της έπεσ’ απ’ τον ουρανό…». Ο Αντώνης έπεσε στο κρεβάτι και κουκουλώθηκε. Ήταν κουρασμένος. Άρχισε να ροχαλίζει. Αν αγαπάει πραγματικά το γιο της, σκεπτόμουνα, ανίκανη να συγκεντρώσω το μυαλό μου στην ιστορία της Άννας και του Βρόνσκυ, θα κάτσει ήσυχη. Αλίμονο αν αρχίσει να γκρινιάζει, όπως έκανε με τη νοσοκόμα. Όσο γρηγορότερα παντρευτούν τόσο το καλύτερο. Ο γάμος είναι καμιά φορά η μόνη σωτήρια λύση γι’ άσωτους ανθρώπους σαν τον Δημήτρη: ξυπνάει μέσα τους το αίσθημα της ευθύνης, ωριμάζουν, ισορροπούν, ακόμα και το μούτρο τους μεταμορφώνεται. Ας ελπίσουμε πως θα συμβεί το ίδιο και με το Δημήτρη. Και γιατί να μη συμβεί; Φτάνει να ’ναι η Εβραία μυαλωμένη, και να κάτσει κι η κυρα-Εκάβη στ’ αυγά της. Μα θα κάτσει;…
Το αινιγματικό της ύφος, όταν ξανάρθε την άλλη μέρα και τη ρώτησα πώς παν’ τα πράματα, ήταν κάθε άλλο παρά καθησυχαστικό: «Πώς θες να πάνε; Σαν το κάβουρα. Έλαβ’ ένα γράμμα απ’ τον αρχιτσιφούτη τον πατέρα της, στο οποίο τη διατάζει ο στραβούλιακας να γυρίσει αμέσως πίσω. Πες μου και συ, βρε Νίνα μου, τί να κάνω; Πώς να φερθώ; Έρχονται ώρες που σκέπτομαι πως ο γάμος θα του κάνει καλό. Θα μαζευτεί απ’ τα σοκάκια. Φέτος πάτησε τα τριάντα, είναι καιρός να δημιουργήσει κι αυτός οικογένεια. Αγαπιούνται δα σαν τα πιτσούνια. Όταν αρχίζουν μπροστά μου τα μάτσα-μούτσα συγχύζομαι. Μου φαίνεται τόσο αστείο. Είν’ αδύνατο να χωνέψω πως το παιδάκι με τις μπούκλες και τα ναυτικά έχει μεγαλώσει τόσο πολύ, ώστε να μπορεί να φιλάει μια κοπέλα μπροστά μου κατ’ αυτό τον τρόπο. Πίσω μου δε με νοιάζει τι κάνει, αλλά μπροστά μου!… Δεν είναι σοβαρά πράματα αυτά, Νίνα μου. Ο έρωτας δεν τρώγεται. Ο γιος μου έχει μάθει στη ρέμπελη ζωή. Στο τσιγκογραφείο αποκλείεται να γυρίσει. Δούλεψε τρεις μήνες στη Θεσσαλονίκη και παρά λίγο να ξανακυλήσει. Αν δεις τα μαντίλια του, θα φρίξεις. Εκείνη πάλι δεν ξέρει καμιά τέχνη. Άλλοτε κουτσόραβε, μα δε βλέπω να ’χει τη διάθεση να δουλέψει. Έφερε κάτι παράδες μαζί της, μα πόσο θα κρατήσουν; Αν καταφέρει να πείσει αυτόν τον Καϊάφα τον πατέρα της να της δώσει την προίκα της, θα μπορέσουν να πουλήσουν το μερτικό της απ’ το σπίτι της οδού Τσιμισκή και ν’ αγοράσουν εδώ ένα δικό τους να μην πληρώνουν νοίκι, και με τα υπόλοιπα ν’ ανοίξουν κανένα μαγαζάκι να βγάζουν το ψωμί τους άνετα, να μαζευτώ κι εγώ μαζί τους να τους μεγαλώσω τα παιδιά τους. Μ’ αν την αποκληρώσει; Αν τα δώσει όλα, όπως απειλεί, στην Αλλέγκρα;» «Και τον εγγονό σου», της λέω, «τι θα τον κάνεις;» «Ο εγγονός μου ας πάει στη μάνα του. Αρκετά της τον μεγάλωσα, ας τον πάρει να δει κι εκείνη λιγάκι τη γλύκα. Δυστυχώς έχει αρχίσει να γίνεται κι αυτός ένα γαϊδούρι και μισό. Δεν είναι πια ο Άκης που ήξερες. Όσο πάει γίνεται ολόιδιος η μάνα του, το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει. Προχτές πέταξε στα σκουπίδια το χαϊμαλί με το Τίμιο Ξύλο που του φορούσα από μωρό, και την περασμένη βδομάδα το ’σκασε με κάτι αλητάκια και πήγανε, όπως τουλάχιστον μου λέει, με τα πόδια στο μοναστήρι της Καισαριανής. Όταν γύρισε, μου ’φερε κι ένα φιδοπουκάμισο μια οργιά. Το βρήκε, λέει, στα βράχια. Α, δε μπορώ πια, είναι κι αυτός μια μεγάλη ευθύνη…» «Πότε θάσ’ εκεί να ’ρθω να γνωρίσω τη νύφη;» της λέω. «Έλα όποτε θέλεις…» Μα όταν την επομένη πέρασα για πέντε λεπτά στην επιστροφή μου απ’ τον οδοντογιατρό, η Βικτώρια έλειπε. Είχε πάει με το Δημήτρη στο Λυκαβηττό. «Τους έχει πιάσει η μανία της φυσιολατρίας!» μου λέει η κυρα-Εκάβη στραβώνοντας ειρωνικά το στόμα της. «Δεν τολμάνε να βγάλουν τα μάτια τους μέσ’ στο σπίτι όταν είμ’ εγώ εδώ, κι όσο βλέπουν να μη βγαίνω, κατεβάζουνε τα μούτρα τους. Έχουν την απαίτηση να κάνω το σπίτι μου μπορντέλο. Εγώ μια φορά τους το δήλωσα: ή βαφτίζεται και παντρεύονται, ή να μ’ αδειάσουν τη γωνιά κι αυτή κι ο γιος μου. Δε θέλω πια να τον ξέρω. Όταν τον βλέπω να την κοιτάζει σα να μην υπάρχει άλλη γυναίκα στον κόσμο, μου ’ρχεται να ξεράσω. Ο Δημήτρης μου! Ο άντρας στον οποίο πέφταν οι γυναίκες σαν τις μύγες να κρεμαστεί απ’ τη φούστα της Βικτώριας! Δε μπορώ να το χωνέψω…»
Μμ, θύελλα μου μυρίζεται! έλεγα με το νου μου γυρίζοντας στο σπίτι. Και δεν είχα άδικο. Με το πλήρωμα του χρόνου ήρθε, μα στο μεταξύ μ’ είχαν βρει και μένα θύελλες, και μάλιστα χειρότερες. Δεν είχα ούτε τον καιρό, ούτε την όρεξη να στεναχωριέμαι για τις ξένες. Αχ, τί έχω τραβήξει κι εγώ στη ζωή μου!…
Ταχτσής Κώστας, Το τρίτο στεφάνι, Ερμής, 1970, 113-117 και 207-212.
Εν ταις ημέραις εκείνα...
Εν ταις ημέραις εκείναις…
Θα προσπαθήσω ώστε η κατάθεσή μου αυτή για τον διωγμό και την εξόντωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης επί γερμανικής κατοχής να είναι ξερή –ξερή και στεγνή– χωρίς ιστορικές και λιγολογικές επεκτάσεις ή αμφίβολα ακούσματα. Και όλα αυτά από σεβασμό προς το φριχτό μαρτύριό τους, που μόνο το πένθος και την άκρα σοβαρότητα εμπνέει.
Δεν είναι, άλλωστε, πολλά, ούτε ιδιαιτέρως συνταραχτικά αυτά που έχω να πω εγώ για την υπόθεση, γιατί ήμουν τότε μικρό παιδί –φτωχός και περίκλειστος έφηβος– με βάσανα και προβλήματα, που τον κρατούσαν κιόλας σε απόσταση από τους άλλους. Πάντως, οι Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη ήταν τόσο πολλοί και τόσο μπλεγμένοι με τη ζωή μας, ώστε όσο κλειστός και αν ήσουν ήταν αδύνατο να μην υποπέσει στην αντίληψή σου η συμφορά, που τους είχε βρει.
Αλλά και ο Εβραίοι σαν λαός ήταν ανέκαθεν πολύ κλειστοί και ιδιαίτερα αποτραβηγμένοι από μας, κι αυτή τη στάση εξακολούθησαν, δυστυχώς, να την κρατούν και όταν οι Γερμανοί άρχισαν να τους περισφίγγουν. Δεν ξέρω ακριβώς τους λόγους της απόστασης –αν και τους υποθέτω– αλλά νομίζω πως ήταν βαρύ σφάλμα τους αυτό. Θα είχαν σωθεί και άλλοι τους, πολύ περισσότεροι. Ο διωγμός, βέβαια, και η εξόντωση δεν επρόκειτο να αποτραπεί, αλλά θα σώζονταν και άλλοι, ιδίως νεώτεροι. Υποθέτω πως η σατανικότητα και η αποφασιστική σκληρότητα των διωκτών έκανε τους Εβραίους να προτιμήσουν σιωπηρά την οδό του μαρτυρίου, που τη φαντάζονταν, βέβαια, φριχτή, μα με κάποιο λογικό τέρμα. Και γελάστηκαν οικτρά.
Είναι αλήθεια ότι ο ελληνικός λαός είχε από πάντοτε μια στάση αδιάφορης ανοχής απέναντι των Εβραίων. Ούτε τους αγαπούσε μα ούτε και τους μισούσε. Τους ψιλοκορόιδευε, βέβαια, πράγμα που το μαρτυρούν και τα διάφορα ανέκδοτα καθώς και οι χαρακτηρισμοί. Αλλά μίσος με κανέναν τρόπο δεν έτρεφε, εκτός φυσικά από μεμονωμένες περιπτώσεις προσωπικών διαφορών, άγριων εμπορικών ανταγωνισμών και αρπακτικών ενεργειών. Αλλά αυτά συμβαίνουν, και πολύ συχνά μάλιστα, και μεταξύ των ατόμων του ίδιου λαού. Υπήρχαν ακόμα και κάποιες οργανωμένες αντισημιτικές ομάδες, που όμως ήταν τόσο ασήμαντες, ώστε δεν κατόρθωσαν να παίξουν ολέθριο ρόλο ούτε και στη διάρκεια της κατοχής.
Οι Εβραίοι, πάλι, ανταπέδιδαν την αδιαφορία ή με ψεύτικα χαμόγελα και ψευτοπεριποιήσεις, καθώς και διφορούμενες διπλωματικές φράσεις, που έμειναν θρυλικές. Και πιθανώς με ανέκδοτα, που ακόμα δεν ξεθάρρεψαν να μας πούνε.
Πάντως, όσο κι αν η Θεσσαλονίκη είχε παντού Εβραίους, το κάτω τμήμα της, αυτό ιδίως το δυτικό, είχε τους πιο πολλούς, είτε ως υπαλλήλους είτε ως καταστηματάρχες είτε και ως οικογένειες. Ακριβώς σ’ αυτό το τμήμα τους γνώρισα καλύτερα και μέσα σ’ αυτό τους θυμάμαι.
Από το 1941 κατοικούσαμε στο ψηλότερο πάτωμα ενός σπιτιού της οδού Ιουστινιανού, που είχε στην αρχή αριθμό 8 και μετά 14. Η οδός Ιουστινιανού είναι αυτή που αρχίζει απέναντι από την Αχειροποίητο και, διακοπτόμενη από την πλατεία Δικαστηρίων, φτάνει μέχρι το λεγόμενο «Καραβάν-Σαράι». Εμείς κατοικούσαμε στο τμήμα της Ιουστινιανού, που ορίζεται καθέτως από τη Χαλκέων και τη Βενιζέλου. Η περιοχή, όπως διαβάζω στα βιβλία, ονομαζόταν «Παλιά Οβριακή», πράγμα που πιθανώς σημαίνει ότι εκεί κατοικούσαν παλαιοί Εβραίοι, αρχαίοι, ή βρισκόταν εκεί η παλαιότερη συνοικία των Εβραίων.
Και το 1941 κατοικούσαν στην «Παλιά Οβριακή» πολλοί Εβραίοι, που αποτελούσαν τουλάχιστο το ένα τρίτο των κατοίκων της γειτονιάς. Δεν φαίνονταν φτωχοί, μα ούτε και πλούσιοι. Καταστηματάρχες ίσως οι περισσότεροι, μικρών και μεσαίων καταστημάτων. Ζούσαν, όπως είπαμε, πολύ περιορισμένοι μέσα στα σπίτια τους, πολύ αφοσιωμένοι στις οικογένειές τους και απέφευγαν τις σχέσεις μαζί μας.
Οι περισσότερες απ’ αυτές τις οικογένειες είχαν μαζευτεί, όπως μάθαμε, σχεδόν μαζί με μας στην Παλιά Οβριακή. Μετακινήθηκαν από τις μεμονωμένες κατοικίες τους και έπιασαν σπίτια στο κέντρο, που προηγουμένως όλοι το απόφευγαν, γιατί βομβαρδιζόταν συχνότερα. Αυτό το έκαναν γιατί προφανώς πίστευαν ότι στο κέντρο της πόλης, στη βιτρίνα της, θα ήταν πιο προφυλαγμένοι από τις αυθαιρεσίες ενός κατακτητή που δεν έκρυβε το μίσος του γι’ αυτούς.
Στο δικό μας σπίτι, Ιουστινιανού 8, κατοικούσαν δύο οικογένειες Εβραίων στο δεύτερο πάτωμα, που το κρατούσαν από κοινού. Είχαν έρθει λίγο πριν από μας. Ήταν δύο ζευγάρια και είχαν τρία παιδιά. Ένα κοκκινομάλλικο κορίτσι με πρέκνες στο πρόσωπο, δεκατέσσερα με δεκαπέντε χρονώ, ένα παλικαράκι δεκαεφτά με δεκαοχτώ και ένα μικρό αγόρι τρία με τέσσερα χρονώ, που το έλεγαν Ίνο. Τα δυο μεγάλα πήγαιναν σε κάποιο σχολείο, αλλά μάλλον σε κάποιο ξένο, στο γαλλικό ίσως. Δεν θυμάμαι ονόματα άλλα, παρά μόνον ένα επίθετο. Ο ένας τους ελέγετο «Σιντώ». «Μαντάμ Σιντώ», λέγαμε την μία κυρία, η οποία συχνά στις σκάλες μιλούσε στα γαλλικά με την επίσης γαλλομαθή νοικοκυρά μας, Ασημώ Κορμπάνογλου, από τα μέρη της Ανατολικής Ρωμυλίας. Πάντως, με τις δυσκολίες που είχαμε όλοι μας και με τις φοβερές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Εβραίοι, δεν είχαμε παρά ελάχιστα γνωριστεί. Άλλωστε, εγώ ήμουν μικρό παιδί και δεν μπορούσα να αναπτύξω μόνος μου σχέσεις. Μια φορά πήγα μαζί με τον κύριο Σιντώ για κάποια δουλειά στο μαγαζί του, που βρισκόταν πίσω από την αγορά Μοδιάνο, στην Κομνηνών. Δεν ξέρω τι μαγαζί ήταν, γιατί, όπως όλα τα μαγαζιά της εποχής, δεν είχε εμπορεύματα.
Κάτω από το σπίτι της Ιουστινιανού υπήρχαν δύο μαγαζιά. Το ένα φούρνος και το άλλο καφεκοπτήριο. Το καφεκοπτήριο το είχε ο Εβραίος Αζούς. Το μαγαζί, που δεν πουλούσε, βέβαια, τότε καφέ αληθινό, αλλά από ρεβίθι, κριθάρι ή σιτάρι, το γύριζε ο πατέρας με τα δυο του παλικάρια. Ήταν ωραίοι άνθρωποι αυτοί, με ωραία σωματική διάπλαση και κάτι μεγάλα εκφραστικά μάτια σαν Αρμένηδες. Οι δυο νεαροί, μάλιστα, ήταν παλαιστές ή πυγμάχοι κι αυτό φαινόταν αμέσως στο φκιάσιμό τους. Δεν ξέρω πού κατοικούσαν οι Αζούς, αλλά τον περισσότερο χρόνο βρίσκονταν στο μαγαζί ή στο πεζοδρόμιο, έξω από το μαγαζί τους. Άλλωστε, και οι άλλοι μαγαζάτορες συνήθως στο πεζοδρόμιο βρίσκονταν, καθώς το τμήμα αυτό της Ιουστινιανού είχε –και έχει– πολλά καταστήματα επίπλων, που τα έβγαζαν από το πρωί στο πεζοδρόμιο. Έπιπλα, παρ’ όλη την πείνα, πουλιόντουσαν και τότε. Τα αγόραζαν, κυρίως, οι μαυραγορίτες, οι Γερμανοί και οι χωρικοί. Πολλά από τα μαγαζιά αυτά ανήκαν σε Εβραίους.
Στα άλλα σπίτια, ιδίως στην οδό Σιατίστης, κατοικούσαν πολύ περισσότεροι Εβραίοι, κι αυτό φάνηκε, όταν μετά το μάζεμά τους, τα σπίτια ερήμωσαν. Και θαρρώ πως έμειναν και χωρίς νοικοκυραίους, καθώς οι ιδιοκτήτες τους έλαβαν την άγουσα προς τα στρατόπεδα.
Το τμήμα της Ιουστινιανού από τη Χαλκέων ως τη Βενιζέλου σχηματίζει, μαζί με την κάθετο σ’ αυτό οδό Σιατίστης, ένα Ταυ, που εάν φρουρήσεις τις τρεις εξόδους του –Χαλκέων, Βενιζέλου και Φιλίππου– ελέγχεις όλη τη γειτονιά. Αυτό ακριβώς έκαναν και οι Γερμανοί. Όταν ήρθε το φριχτό πλήρωμα του χρόνου, την άνοιξη του 1943, και αποφάσισαν να κινήσουν τον διωγμό, που με τόση επιμέλεια είχαν όλο αυτό το διάστημα προετοιμάσει, ένα από τα προσωρινά γκέτο που δημιούργησαν ήταν και αυτό το Ταυ των οδών Ιουστινιανού και Σιατίστης.
Είναι γνωστή, ή μάλλον αρκετά γνωστή, η διαδικασία, που τηρήθηκε για να επιτευχθεί χωρίς ιδιαίτερη αναταραχή, το μάντρωμα τόσων χιλιάδων ανθρώπων. Ακόμα και τα εγκλήματα που γίνονται με πλήρη άνεση από πάνοπλους εις βάρος αόπλων, ακόμα κι αυτά έχουν τις δυσκολίες τους. Και άμα είσαι σχολαστικός και μανιακός με την τάξη, τότε η ακαταστασία μπορεί να σε αρρωστήσει. Έτσι κι εδώ· υπήρχαν προβλήματα για την τρομοκράτηση, προβλήματα για την περιφρόνηση, προβλήματα για τον εξευτελισμό, την απογραφή, το σημάδεμα, την καταλήστευση των περιουσιών, το μάντρωμα, την μεταφορά στο σταθμό, την παραμονή κοντά στο σταθμό, ώσπου να ετοιμασθεί τρένο, την μεταφορά με τα τρένα, την τελική καταλήστευση καθ’ οδόν, τη διαλογή, την κάποια χρησιμοποίηση, την άμεση εξόντωση των αδύναμων, την εξόντωση τελικά όλων. Αυτά έπρεπε να λυθούν, ήθελαν δουλειά, σχέδια. Και λύθηκαν, πράγματι, κατά ιδανικό τρόπο.
Πρώτα πρώτα, από τ ην αρχή της κατοχής εμφανίστηκαν σε ορισμένα μαγαζιά, και μάλιστα της Τσιμισκή, κάτι τυπωμένα χαρτόνια, που έγραφαν: «Οι Εβραίοι είναι ανεπιθύμητοι». Τα χαρτόνια αυτά τα έβαζαν στο τζάμι της βιτρίνας και της εισόδου. Στην αρχή αυτό μας έκανε εντύπωση, άσχημη εντύπωση, αλλά γρήγορα το συνηθίσαμε, καθώς είχαμε κάθε μέρα και νέα βάσανα. Στο κάτω κάτω εμείς δεν ήμασταν Εβραίοι.
Ύστερα μάθαμε πως στην πλατεία Ελευθερίας –τι ειρωνική σύμπτωση!– οι Εβραίοι έπαθαν από τους Γερμανούς μεγάλη νίλα κάποιο πρωινό. Αυτά όλα τα μαθαίναμε από τον κόσμο. Οι Εβραίοι του σπιτιού μας δεν έβγαζαν άχνα. Εκείνος όμως ο κύριος Σιντώ είχε μείνει πετσί και κόκαλο.
Κάποιο χειμωνιάτικο πρωί αντικρίσαμε ξαφνικά ορισμένους να κυκλοφορούν στους δρόμους μ’ ένα μεγάλο πάνινο κίτρινο άστρο στο μέρος της καρδιάς. Ήτανε οι Εβραίοι που είχαν πάρει διαταγή να το φορούν και στην παραμικρή τους μετακίνηση, αλλιώς κινδύνευαν. Και αυτό δεν σήμαινε τίποτε άλλο από θάνατο. Οι Εβραίοι του σπιτιού μας και πάλι δεν έβγαζαν άχνα. Νόμιζαν ίσως με την άκρα υπομονή και ταπείνωση θα κατόρθωναν να κάμψουν τον παράφρονα διώκτη τους.
Η Θεσσαλονίκη για αρκετές ημέρες, όχι περισσότερες από μήνα, είχε πλημμυρίσει από κίτρινα κινούμενα άστρα. Πραγματικά ήταν πολύ καλομελετημένο το σημάδι. Διακρινόταν από μακριά. Ο συμμαθητής μας –στο Γ’ γυμνάσιο αρρένων– Μπεραχιάς ήρθε στο σχολείο φορώντας το άστρο του. Τα παιδιά, που δεν καταλαβαίνουν από τέτοια, είδαν το πράγμα από την εύθυμη πλευρά και άρχισαν να τον πειράζουν. Ήταν, άλλωστε, οι περισσότεροι παιδιά των πάνω συνοικιών της Θεσσαλονίκης, όπου είχε ελάχιστους Εβραίους, και ήταν ασυνήθιστα στη θέα του άστρου. Εκτός αυτού ήταν παιδιά της εργατιάς, της φτωχολογιάς, κακομαθημένα, πεινασμένα, αρπακτικά, σκληρά παιδιά, με πολλή ζήλεια μέσα τους προς την οικονομική άνεση. Ακόμη και μένα με τυραννούσαν, γιατί ήμουν πιο συμμαζεμένος από αυτούς. Κάποια στιγμή, θυμάμαι, ένας τους έκανε ένα χάρτινο σταυρό, πήρε ρετσίνι από τα πεύκα της αυλής, και κόλλησε τον σταυρό στη ράχη του Μπεραχιά, στο παλτό του. Ο καημένος ο Μπεραχιάς, είχε κάτι το μη παιδικό απάνω του, περπατούσε αργά με το άστρο μπροστά και το σταυρό στην πλάτη. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι γινόταν καμιά καζούρα γύρω του. Ήταν ένα κακόγουστο αστείο, που είναι ζήτημα αν ο ίδιος το κατάλαβε. Σε λίγες μέρες έπαψε να έρχεται σχολείο. Ήταν ένα παιδί ψηλό, σιωπηλό, αργοκίνητο και πάρα πολύ ήσυχο.
Ήμουν ίσως ο μόνος από τους συμμαθητές μου που κατοικούσα μέσα σε τόσους Εβραίους. Πήγαινα σ’ αυτό το σχολείο, γιατί όταν το είχα αρχίσει καθόμασταν στην περιφέρειά του. Όταν μετακομίσαμε, βρεθήκαμε στην περιφέρεια του Δ΄ αρρένων, μα εγώ εξακολούθησα να πηγαίνω στο Γ’. Καθώς, λοιπόν, δεν είχαμε Εβραίους, οι συμμαθηταί μου δεν ενδιαφέρονταν για τα παθήματά τους, γι’ αυτό και εγώ δεν μιλούσα καθόλου για όσα έβλεπα και άκουγα στη γειτονιά μου. Ακολουθούσα ασυναίσθητα την τακτική σιωπής των Εβραίων απέναντι σε τρίτους. Το ίδιο έκαμνα και στα συσσίτια των κατηχητικών σχολείων, όπου έτρωγα κάθε μεσημέρι. Δεν γινόταν λόγος και δεν μιλούσα. Και δεν νομίζω πως ήταν από φόβο. Δεν είχαμε συναίσθηση του κινδύνου.
Έτσι δεν είπα τίποτε, όταν κάποια μέρα είδα στην πόρτα του διαμερίσματος των Εβραίων κολλημένο απ’ έξω ένα χαρτί, που έγραφε τα ονόματα αυτών που κατοικούσαν μέσα. Τα ονόματα ήταν πολύ περισσότερα από όσα ξέραμε κι έτσι μάθαμε πως μέσα στο διαμέρισμα είχαν εγκατασταθεί –άθελά τους βέβαια– και άλλες οικογένειες Εβραίων, από άλλες γειτονιές, μη εβραϊκές, όπου ήταν δύσκολο να φρουρούνται.
Η γειτονιά μας, λοιπόν, το Ταυ αυτό που περιέγραψα πρωτύτερα, γινόταν γκέτο εβραϊκό. Ταυτόχρονα, στις εξόδους του Ταυ –Χαλκέων, Βενιζέλου και Φιλίππου– έκαναν την εμφάνισή τους σκοποί χωροφύλακες –δικοί μας χωροφύλακες– που φρουρούσαν μέρα και νύχτα. Αυτό σήμαινε ότι οι Εβραίοι και με το άστρο ακόμα δεν μπορούσαν να κυκλοφορούν στην πόλη, παρά μόνο στο γκέτο τους. Κι αυτό, βέβαια, ορισμένες ώρες. Τώρα, φαντάζομαι ότι θα είχαν δημιουργηθεί και πολλά άλλα τέτοια γκέτο. Έτσι, οι Εβραίοι, όπου βρέθηκαν βρέθηκαν. Δεν μπορούσαν πια να πάνε ούτε στα μαγαζιά τους, ούτε στους συγγενείς τους, αν αυτοί έμεναν σε άλλο γκέτο, ούτε στα ψώνια τους. Έπαψαν σχεδόν να κυκλοφορούν.
Κλεισμένοι στα σπίτια τους, καρτερούσαν. Στους δρόμους του γκέτο, εκτός από μας, κυκλοφορούσαν, και μάλιστα με ζωηρότητα, ορισμένοι νεαροί Εβραίοι, με ένα κίτρινο περιβραχιόνιο στο μπράτσο. Ήταν, φαίνεται, ένα είδος πολιτοφύλακε,ς που τους είχε ορίσει η Κοινότητα, ίσως και οι Γερμανοί. Τους μισούσαμε, πάντως, χωρίς να ξέρουμε ακριβώς το λόγο. Η κινητικότητα και η αυτοπεποίθησή τους τους έκαμνε υπόπτους στα μάτια μας. Και μάλλον είχαμε δίκαιο, γιατί μερικοί από αυτούς έκαναν την εμφάνισή τους στη γειτονιά και μετά το μάζεμα των Εβραίων, έχοντας πάντα το ίδιο ύφος. Ύστερα δεν ξαναφάνηκαν.
Οι υπόλοιποι, εμείς, μπαινοβγαίναμε στο μεταξύ ελεύθερα από το γκέτο. Εγώ πήγαινα κανονικά στο σχολείο και οι δικοί μου στις διάφορες δουλειές. Ουδείς μας εμπόδισε, ούτε μας ζήτησε ποτέ ταυτότητα. Και μήπως είχαμε ταυτότητα; Γι’ αυτό πιστεύω πάντοτε, πως ακόμα και την ύστατη εκείνη στιγμή ήταν αρκετά εύκολη η διαφυγή πολλών Εβραίων. Βέβαια, υπήρχαν εκείνες οι καταστάσεις στην πόρτα. Αλίμονό τους αν δεν βρίσκονταν σωστοί σε μια καταμέτρηση.
Στο σπίτι μου σιγοκουβεντιάζουν ότι θα τους πάρουν, θα τους «σηκώσουν», όπου να ’ναι, οι Γερμανοί τους Εβραίους. Τους λυπόμασταν, βέβαια, πάρα πολύ, αλλά δεν βάζαμε με το νου μας το κακό, που σε λίγο έγινε. Ούτε και οι Εβραίοι –αυτοί του σπιτιού μας, τουλάχιστον– έβαζαν τέτοια συμφορά με το νου τους. Η μαντάμ Σιντώ παραπονιόταν στη μητέρα μου, ότι εκεί στην Κρακοβία όπου θα τους πάνε, κάνει πολύ κρύο και οι εκεί Εβραίοι μιλούν άλλη γλώσσα. Έτσι δεν θα μπορούν να συνεννοηθούν. Εμένα με κυνηγούσε η μαντάμ Σιντώ για να μου δώσει μια μεγάλη πήλινη θερμάστρα, που την είχαν σε κάποια αποθήκη. Η αποθήκη βρισκόταν έξω από το γκέτο. Ήθελε απλώς να συνοδέψω το χαμάλη, που θα τον πλήρωνε αυτή. Εγώ με διάφορες δικαιολογίες αρνήθηκα, χωρίς να ξέρω το γιατί. Λυπόμασταν να παίρνουμε πράγματα από τους καταδικασμένους ανθρώπους.
Κατά βάθος υποψιαζόμασταν ότι κάτι το πολύ σοβαρό συμβαίνει, κάτι το ανείπωτο. Και οι Εβραίοι, βέβαια, ανησυχούσαν πολύ περισσότερο από ό,τι έδειχναν. Τις νύχτες ακούγαμε πνιχτές ψαλμωδίες, προερχόμενες από το σκοτεινό διαμέρισμά τους. Καθόντουσαν όλοι στο σαλόνι, μες στα σκοτεινά, και σιγόψελναν. Κάποιες βραδιές, από τα γύρω σπίτια και ιδίως από την οδό Κλεισούρας, που έπεφτε πίσω μας και είχε πολλούς Εβραίους, ακούσαμε αργά τη νύχτα γέλια, τραγούδια και παλαμάκια. Παραξενευτήκαμε πάρα πολύ. Ποιο ήταν αυτοί που γλεντούσαν; Την άλλη μέρα μάθαμε. Παντρεύονταν οι Εβραίοι αράδα. Ταχτοποιούσαν εκκρεμότητες, αποβλέποντας ασφαλώς και σε μια διαφορετική μεταχείριση, εφόσον θα ήταν παντρεμένοι. Δεν μπορούσαν να φανταστούν τη σκληρότητα του διώκτη τους, τα σχέδιά του…
Απέναντί μας, στην αριστερή γωνία Ιουστινιανού και Σιατίστης, έμενε ένα αντρόγυνο, που η γυναίκα μόλις είχε γεννήσει. Ήταν άνθρωποι συμπαθητικοί και μάλλον ευκατάστατοι. Αυτοί είχαν κάνει το εξής: Κατέβασαν ένα σχοινάκι από το μπαλκόνι τους ως κάτω στο κρεβατάδικο. Εκει ανάμεσα στις τέντες και τους σπάγκους το λεπτό σχοινί δεν διακρινόταν: Προφανώς συνδεόταν με κουδούνι ή καμπανάκι. Πρέπει να λάβαιναν κάποια μέτρα επάνω, στο σπίτι της λεχώνας, όταν χτυπούσε το καμπανάκι. Είναι το μόνο μέτρο άμυνας, που υπέπεσε στην αντίληψή μου, εν ταις ημέραις εκείναις. Αλλά τι να κάνει ένα καμπανάκι, μπροστά στη φοβερή γερμανική μηχανή του ολέθρου;
Θυμούμαι όμως κι ένα παιχνίδι νεαρών Εβραίων μέσα στο δρόμο. Πρέπει να ήταν μία ή δύο μέρες πριν από το μάζεμά τους και ίσως Κυριακή απόγευμα, γιατί τα μαγαζιά του δρόμου ήταν κλειστά. Είχαν ξεμυτίσει έξι εφτά παλικάρια, που ήθελαν, φαίνεται, κάπως να κινηθούν, να ξεδώσουν. Εγώ ήμουν στην εξώπορτα και τους έβλεπα από πολύ κοντά. Πρέπει να τους έβλεπαν από τις γωνίες και οι χωροφύλακες και, βέβαια, απάνω από τα σπίτια εκατοντάδες μάτια. Φούσκωσαν, λοιπόν, ένα προφυλακτικό, το έκαναν σαν μπάλα και άρχισαν να ανταλλάσσουν πάσες με τα χέρια. Θυμούμαι που φώναζαν «Μπέμπα! Μπέμπα!» από τη μάρκα «Μπεμπέκα», που χρησιμοποιούνταν τότε πολύ. Αλλά με τον ισπανικό τρόπο προφοράς που έλεγαν το «μπέμπα» θαρρείς και βέλαζαν.
Βρισκόμαστε πια στην άνοιξη του 1943. Η κατάσταση στα πολεμικά μέτωπα έχει αλλάξει και μάλιστα εις βάρος του Άξονα. Άκρες μέσες, μαθαίνουμε τα νεώτερα και στυλωνόμαστε. Αλλά και η εσωτερική κατάσταση έχει μεταβληθεί κάπως. Η Ελλάδα δεν είναι η παραλυμένη εκείνη χώρα του 1941, την επαύριο της ήττας. Έχει φουντώσει η αντίσταση στα βουνά, αλλά και μέσα στις πόλεις. Βέβαια, η Σαλονίκη δεν έχει πολύ κοντά της «δύσκολα» βουνά –δύσκολα για τους διώκτες. Και αυτό ήταν ακόμα μία ατυχία για τους Εβραίους της. Θα είχαν ξεφύγει προς αυτά αρκετοί. Από παντού δηλαδή μαυρίλα. Ιδιαίτερα άτυχοι αυτοί οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης. Αφού τράβηξαν τις μπόρες και τις μεγάλες πείνες και τις αλαζονίες του φαντασμένου κατακτητή, χάθηκαν απάνω στην ώρα που τα πράγματα είχαν πάρει για τους άλλους –τους άλλους, εμάς–, να καλυτερεύουν.
Ώσπου ένα ξημέρωμα του Απριλίου, ιδιαίτερα νομίζω γλυκό, ξέσπασε το μέγα κακό. Ένα μεγάφωνο ουρλιάζει στους δρόμους. «Όλοι οι Εβραίοι στις πόρτες. Έτοιμοι προς αναχώρηση!». Είναι το αυτοκίνητο της προπαγάνδας, ένα μαύρο «Όπελ». Λαρυγγώδεις φωνές, κτηνώδη προστάγματα γερμανικά. Είμαστε μπλοκαρισμένοι. Κρυφοκοιτάζοντας βλέπουμε Γερμανούς των SS και κείνους τους λεγόμενους «πεταλάδες» να ανεβοκατεβαίνουν βιαστικά στα σπίτια, κραυγάζοντας άγρια και βροντολογώντας τις πόρτες. «Τους παίρνουν τους Εβραίους!».
Ντυνόμαστε όπως όπως και κατεβαίνουμε από το πέμπτο πάτωμα στο δεύτερο, όπου επικρατούσε θρήνος και σύγχυση. Οι καινούριοι Εβραίοι είχαν κιόλας κατεβεί και έτσι δεν τους είδαμε. Έμεναν οι δικοί μας, που βρίσκονται σε αλλοφροσύνη. Αλλοφροσύνη όχι τόσο απελπισίας, όσο ετοιμασίας. Να μην ξεχάσουν τίποτε από τα απαραίτητα, από όσα είχαν σκεφθεί. Τα βασικά τα έχουν, βέβαια, έτοιμα, από μέρες αμπαλαρισμένα, αλλά τρέχουν αλλόφρονες για ψιλοπράγματα. Η κυρία Σιντώ βράζει αυγό για τον Ίνο, θα είναι το τελευταίο του. Του το μπουκώνει, ενώ από την εξώπορτα κάτω έρχονται κτηνώδεις προσταγές. Οι πόρτες όλες ορθάνοιχτες, σύμφωνα με τη διαταγή. Όσοι κρυφοκοίταζαν από τα παράθυρα είδαν τις ίδιες στιγμές τους Γερμανούς να τραβοκοπούν τους Εβραίους από τα σπίτια της οδού Σιατίστης και να τους σέρνουν στη φάλαγγα. Ιδίως είδαν γέρους και γριές, που τους τραβοκοπούσαν με τα νυχτικά. Στο δεύτερο πάτωμα έχουν κατεβεί από τα άλλα πατώματα συγκάτοικοι, γυναίκες κυρίως. Φιλιούνται σταυρωτά με την κυρία Σιντώ. Μια δικιά μας σταυροκοπιέται και λέει δυνατά: «Μάρτυς μου ο Θεός, θα σας τα δώσω πίσω όλα». Φαίνεται της έχουν εμπιστευθεί πράγματα και μπορώ να πω ότι σωστή την έχουν διαλέξει.
Ένας ένας κατεβαίνουν οι Εβραίοι τη στριφογυριστή σκάλα, όπου εγώ ξύνοντας με ένα καρφί τη λαδομπογιά του τοίχου είχα γράψει με μεγάλα γράμματα ΕΠΟΝ. Ο πατέρας μου τότε κόντεψε να με δείρει. «Στο σπίτι μου μέσα το γράφεις;», μου φώναζε. Τελευταία κατεβαίνει η κυρία Σιντώ, κρατώντας τον Ίνο από το χέρι. Μισοκατεβαίνω και κοιτάζω κρυφά στην εξώπορτα. Στέκονται όλοι αραδιασμένοι στην πόρτα σαν να πρόκειται να βγουν φωτογραφία. Θα περάσει ο έλεγχος, θα δούνε αν είναι όλοι παρόντες και θα τους προσθέσουν στην γραμμή. Οι δικοί μας είναι εντάξει, όλοι παρόντες, «καλά παιδιά». Η φάλαγγα σχηματίζεται στη Βενιζέλου.
Οι πόρτες του διαμερίσματος των Εβραίων μένουν ανοιχτές. Οι συγκάτοικες παίρνουν ό,τι μπορούν και, όπως αποδείχτηκε, καλά κάνουν. Παίρνουν κυρίως ρουχισμό και μικροπράγματα, που μπορούν να μεταφερθούν στα γρήγορα. Γιατί υπάρχει μεγάλος φόβος. Οι Γερμανοί από μέρες έχουν διακηρύξει πως όποιος παίρνει τα υπάρχοντα των Εβραίων τον περιμένει –τι άλλο;– τον περιμένει θάνατος. Εγώ ανεβαίνω κι ετοιμάζομαι για το σχολείο. Ήμουν πολύ πειθαρχικός, αλλά και ήθελα να ξεφύγω από αυτή την κόλαση. Καθώς ετοιμάζομαι βλέπω απ’ το παράθυρο στην Εγνατία φάλαγγες Εβραίων να οδηγούνται με τα πόδια στο σταθμό. Είναι Εβραίοι από άλλες γειτονιές και θα πρέπει να έχουν κινήσει πιο νωρίς από τους δικούς μας. Είναι ζωσμένοι από πάνοπλους Γερμανούς με προτεταμένα τα όπλα, σαν να είναι μεγάλοι εγκληματίες, που υπάρχει φόβος από στιγμή σε στιγμή να το σκάσουν. Στο τέλος της κάθε φάλαγγας πηγαίνουν φορεία με τους ανήμπορους, που τα κουβαλούν νεαροί Εβραίοι.
Τους δικούς μας Εβραίους δεν τους είδα που έφευγαν. Δεν βόλευε το σπίτι κι ύστερα ήταν επικίνδυνο να κοιτάζεις από τόσο κοντά. Όταν βγήκα με την τσάντα μόλις τους είχαν πάρει, αλλά οι σκοποί χωροφύλακες ακόμα φύλαγαν τις εξόδους. Βγήκα από την έξοδο της Χαλκέων. «Πού πας;» μου είπα μαλακά ο χωροφύλακας, που φαινόταν ταραγμένος. «Σχολείο» του είπα και έκανα να του δείξω το πάσο, που είχα ως παιδί, σιδηροδρομικού. «Πέρνα» μου είπε, προτού το δείξω. Και έτσι πέρασα στην πλατεία Δικαστηρίων, που μόνο το κάτω μέρος της ήταν ελεύθερο. Το επάνω της, μέχρι το ύψος της Ιουστινιανού, ήταν μέγα γερμανικό στρατόπεδο οχημάτων, μηχανοκίνητων, τανκς, αντιαεροπορικών και κάθε μηχανής πολέμου. Απορώ πως δεν μας έκαψαν τα συμμαχικά αεροπλάνα.
Τότε, εκεί ανάμεσα στα πεύκα που περιβάλλουν την Παναγία Χαλκέων, παρατήρησα ομάδες γύφτων, αλλά όχι μόνο γύφτων, που αγνάντευαν με βουλιμία προς τη γειτονιά μας. Για την ώρα όμως δεν τολμούσαν να πλησιάσουν, γιατί υπήρχαν οι σκοποί. Ήταν, βέβαια, ειδοποιημένοι και προφανώς κάπως έμπειροι από κάποια άλλα μαζέματα Εβραίων, σε άλλες γειτονιές, που είχαν γίνει τις προηγούμενες μέρες, αλλά εμείς δεν τα πήραμε είδηση. Ήξεραν πως η αυστηρή διαταγή των Γερμανών για τις εβραϊκές περιουσίες δεν ετηρείτο και τόσο, γι’ αυτό και ήταν έτοιμοι να ορμήξουν. Εγώ, φυσικά, δεν υποπτεύθηκα τέτοια πράγματα. Νόμισα πως είναι περίεργοι που κοιτάζουν.
Στο σχολείο, που βρισκόταν όπως είπα μακριά, κοντά στου Κεμάλ το σπίτι, δεν υπήρχε ιδιαίτερη συγκίνηση. Οι περισσότεροι συμμαθητές μου δεν ήξεραν καν ότι οι Γερμανοί μαζεύουν τους Εβραίους και σίγουρα κανένας τους δεν είχε δει αυτό που είδα εγώ πρωί πρωί. Σε λίγο κι εγώ ξεχάστηκα κι όταν άρχισε το μάθημα ξεχάστηκα ολότελα.
Το μεσημέρι γυρίζοντας άρχισα, μόλις ξαναβρέθηκα στην περιοχή της μεγάλης πλατείας, να ξαναμπαίνω στο κλίμα. Όσο πλησίαζα τόσο καταλάβαινα, ότι είχε γίνει διαρπαγή –γιάγμα. Άλλωστε, κάτι τελευταίοι κακομοίρηδες ακόμη σέρναν μπαούλα και ντιβάνια και αδειανά συρτάρια μέσα στα χώματα. Και κάτι χοντρούς τόμους βιβλίων δερματόδετους.
Στο σπίτι μας η εξώπορτα διπλανοιγμένη, παραγεμίσματα από στρώματα, χαρτιά και σκουπίδια στις σκάλες. Το διαμέρισμα των Εβραίων ορθάνοιχτο και σαφώς λεηλατημένο. Δεν είχε σχεδόν τίποτε μέσα. Σκουπίδια, βέβαια, άφθονα στο πάτωμα, στοίβες φλούδια από πασατέμπο, που φαίνεται ότι έτρωγαν οι Εβραίοι τις νύχτες της αναμονής, και σκισμένα βιβλία στο μπάνιο. Αυτά ήταν το μόνο πράγμα που με συγκίνησε. Στην κουζίνα τα πλακάκια του τζακιού ξηλωμένα, προφανώς για τον κρυμμένο «θησαυρό» και στη γωνία του δωματίου ένα μονό κρεβάτι με σπασμένες μερικές σούστες. Στο κρεβάτι αυτό, που το ανεβάσαμε σε λίγο, κοιμόμουν ώσπου έγινα μεγάλος.
Το χειρότερο ίσως ήταν το εξής· τα τάγματα και τα συντάγματα των γύφτων δεν περιορίσθηκαν στο διαμέρισμα των Εβραίων, αλλά άρπαξαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους. Έβγαλαν όλα τα παραθυρόφυλλα της σκάλας, ακόμα και τα καπάκια από τα κουδούνια. Χρόνια κάναμε να αποκαταστήσουμε τις ζημιές. Παγώσαμε, βραχήκαμε και γλιστρήσαμε από το χιόνι και τον πάγο άπειρες φορές σε κείνη την απροστάτευτη σκάλα. Οι δικοί μου με κόπο έσωσαν το διαμέρισμά μας από τη λεηλασία. Βγήκαν και στέκονταν στο κεφαλόσκαλο αρματωμένοι με ό,τι μπορούσαν. Πάλι καλοί ήταν εκείνοι οι γύφτοι, που δεν ήταν και όλοι γύφτοι. Γιατί αν ήταν απ’ τους τωρινούς θα είχαν βάλει φωτιά στο σπίτι.
Από ψηλά, από την πίσω μεριά του σπιτιού, βλέπαμε από την πρώτη μέρα κιόλας το εξής φαινόμενο: Είχαν ανοίξει τα εβραίικα μαγαζιά από πίσω και τα άδειαζαν. Δηλαδή διάφοροι κάτοικοι της οδού Κλεισούρας, άδειαζαν τα μαγαζιά της Ιουστινιανού. Και έβλεπες κρεβάτια, μπουφέδες, ντουλάπες, καναπέδες, κομοδίνα, να ανεβαίνουν με σκοινιά σε δεύτερα και τρίτα πατώματα, που βέβαια δεν φαίνονταν από το δρόμο. Όλα αυτά μέσα σε φοβερή βιασύνη και σε αγωνιώδεις κινήσεις. Σε λίγες μέρες οι Γερμανοί μοίρασαν τα μαγαζιά σε διάφορους τύπους, που ίσως μπορεί να φανταστεί κανείς πως τους διάλεξαν. Αλλά τα μαγαζιά βρέθηκαν άδεια και αυτό ήταν μια καλή, αν και η μόνη, τιμωρία τους.
Στην αρχή νομίζαμε πως τους Εβραίους τους φορτώνουν αμέσως στα τρένα. Ύστερα μάθαμε ότι τους στοιβάζουν στον σταθμό, στον πανάθλιο συνοικισμό του βαρόνου Χιρς, που τον είχαν περιφράξει με βαριά συρματοπλέγματα, από τα οποία μερικά σώζονται ακόμα μέχρι σήμερα. Από κει τους παίρναν ομάδες ομάδες και τους στέλναν με εμπορικά τρένα κατάκλειστα προς τα πάνω. Άλλωστε, γρήγορα μάθαμε τα τρένα από πρώτο χέρι.
Ο πατέρας μου ήταν μηχανοδηγός, οδηγούσε τρένα. Τα τρένα τότε σπανίως ήταν επιβατικά. Συνήθως ήταν στρατιωτικά, για το στρατό κατοχής. Σύνορα τότε στη Βαλκανική δεν υπήρχαν. Ήταν παντού γερμανική στρατοκρατία. Ιδίως με τη Σερβία ήμασταν ενωμένοι σιδηροδρομικώς. Τα ελληνικά τρένα δεν σταματούσαν, όπως τώρα, στην Ειδομένη. Αλλά, εάν χρειαζόταν, μέχρι Βελιγράδι ανέβαιναν. Έφευγε ο πατέρας μου και δεν ξέραμε πότε θα γυρίσει. Γυρνούσε ξαφνικά. Κατάκοπος, καταλερωμένος με σαπισμένες τις κάλτσες στα πόδια του. Φοβερή κατάσταση.
Ένα βράδυ, αργά, γύρισε ιδιαίτερα φαρμακωμένος. Είχε οδηγήσει ένα τρένο με Εβραίους μέχρι τη Νις. «Μεγάλο κακό γίνεται με τους Εβραίους», έλεγε. «Τους πηγαίνουν με εμπορικά βαγόνια κατάκλειστα χωρίς τροφή και νερό. Ακόμα και χωρίς αέρα. Οι Γερμανοί μας αναγκάζουν να σταματήσουμε το τρένο μέσα στις ερημιές, για να γίνει το ξάφρισμα. Μέσα από τα βαγόνια κλοτσάνε και φωνάζουν. Δεν είναι μόνο για νερό και αέρα, αλλά και για να βγάλουν τους πεθαμένους. Έβγαλαν από ένα βαγόνι ένα παιδάκι σαν τον Λάκη μας», είπε και χάιδεψε τον αδελφό μου. Απάνω σ’ αυτό τον έπιασαν τα κλάματα. Τρανταχτά κλάματα με λυγμούς. «Οι Γερμανοί δεν μπορούν να περπατήσουν, από τα ρολόγια, τα βραχιόλια και τα περιδέραια, που μαζεύουν με το πιστόλι στο χέρι. Μου πέταξαν και μένα αυτά, στον λοκφύρερ». Ήταν κάτι άχρηστα ρολόγια, που δεν δουλεύαν και ίσως να τα έχω ακόμα κάπου.
Έκανε και άλλα τέτοια τρένα αργότερα με την ίδια πάντα σύγχυση. Μας μιλούσε με φρίκη για την κόλαση του στρατοπέδου του σταθμού. Οι Γερμανοί είχαν βάλει άγριο χέρι στις γυναίκες. Οι Εβραίοι του Σταθμού είχαν καταρρακωθεί. Η πείνα, η βρόμα, οι αρρώστιες, οι κτηνωδίες. Τώρα διαβάζουμε πως οι Εβραίοι της Ελλάδας έφταναν ιδιαίτερα αδυνατισμένοι και οδηγούνταν οι περισσότεροι κατευθείαν στους φούρνους…
Σε λίγες μέρες ήρθε στο σπίτι ένας ψηλός, ξερακιανός, μεγάλης κάπως ηλικίας, Γερμανός πολίτης, συνοδευόμενος από έναν διερμηνέα. Ζήτησε να του ανοίξουν το διαμέρισμα των Εβραίων. Μπήκε μέσα και άρχισε να μετράει δυνατά τα δωμάτια: ein, zwei, drei … «Γερμανός! Το διαμέρισμα των Εβραίων θα το επιτάξει Γερμανός! Θα έχουμε τώρα συγκάτοικο Γερμανό. Ποιος ξέρει τι διάβολος είναι…», λέγαμε.
Και πραγματικά αυτός το πήρε. Αλλά δεν ήταν Γερμανός. Ήταν ένας καράβλαχος από τη Δυτική Μακεδονία, που είχε σπουδάσει στη Γερμανία και τώρα τα ’χε καλά και περίκαλα με τους Γερμανούς. Τους έκαμνε τεχνικά έργα. Αυτός εγκαταστάθηκε για χρόνια εκεί. Και η αλήθεια είναι, ότι, εκτός από τις γεροπαραξενιές του, διόλου δεν μας πείραξε. Δεν ήταν καταδότης. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί και ήρθε το Εάμ, τα χρειάστηκε. Άρχισε να μας γλυκομιλάει και να μας ξέρει. Εμείς ήμασταν οι προλετάριοι του μεγάρου και με μας ήθελε να τα έχει καλά. Αλλά τη γλίτωσε και τα επόμενα, δύστυχα για μας, χρόνια δεν έμεινε θέση μεγάλη και τρανή που να μην την πάρει. Του είχαν εμπιστοσύνη απόλυτη. Φίλος των Γερμανών, βλέπεις…
Από τους Εβραίους του σπιτιού μας κανένας δεν γύρισε. Πάει και η παχουλή κυρία Σιντώ, πάει κι ο μικρός Ίνο, πάει και το κοκκινομάλλικο κορίτσι. Αλλά και από τη γειτονιά ελάχιστοι γύρισαν. Και πολύ τσακισμένοι. Έφταναν ένας ένας σιωπηλοί και ταπεινοί, έπαιρναν το σπίτι τους, αν μπορούσαν, και ξανάπιαναν τη δουλειά τους.
Έτσι, κανένα χρόνο μετά τον πόλεμο, καιόταν όλα μας φαίνονταν μακριά και κάπως ξεχασμένα, είδαμε μια μέρα το καφεκοπτήριο κάτω από το σπίτι μας ανοιχτό. Οι δύο νεαροί γιοι του Αζούς, οι παλαιστές ή πυγμάχοι, είχαν γυρίσει. Ο γερο-Αζούς όμως όχι, Χάθηκε κι αυτός στα μακρινά στρατόπεδα της παραφροσύνης.
Έγραψα εδώ, κατά μήνα Φεβρουάριο του 1983, όσα είδα και διεπίστωσα ο ίδιος για τον διωγμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς.
Και τα έγραψα μόνον για τους αθώους εκείνους και για κανέναν άλλο…
Γιώργος Ιωάννου, «Εν ταις ημέραις εκείναις», Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Αθήνα, Κέδρος, 1984, σ.
Τηλεφωνικό κέντρο...
Τηλεφωνικό Κέντρο
(απόσπασμα)Οι μονόλογοι της Μύριαμ
«ΜΑΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ…»
Ίσως δε με αναγνωρίσεις με την εξωτερική μου εμφάνιση και το καινούργιο μου όνομα. Ποτάμια μπήκαν ανάμεσά μας. Σύνορα κι άλλα πολλά. Τα μαντίλια στραγγίζουν στα ποτάμια και στεγνώνουν στον αέρα. Στον ελληνικό αέρα για τελευταία φορά. Κάποιος είπε: «Κοιτάξτε την Ελλάδα που φεύγει, γιατί εμείς δεν φεύγουμε. Μας παίρνουν, μα μένουμε ακόμα εκεί». Αντίο, Θεσσαλονίκη, μετά τον Αξιό ποταμό. Κανένα παράθυρο δεν είναι ανοιχτό να ιδούμε τα τείχη σου. Ακόμα κι εκείνο το κομμάτι στη συνοικία του Βαρδάρη που σέρνονταν οι άνθρωποι της χαμοζωής, μας αρνήθηκε τη θέα του. Από δω και πέρα πιο πολύ μας πλησιάζει σα μονότονη προσευχή, παρά σαν κραυγή διαμαρτυρίας, η φωνή του μικρού παιδιού. «Νερό, νερό!». Το βαγόνι είναι γεμάτο από φωνές. Νερό! Νερό!
»Οι πηγές στο φαράγγι σου ποτέ δεν στερεύουν. Μα… δε μπορώ τίποτε να σου υποσχεθώ για τους μήνες που ήθελες να περάσουμε εκεί. Ο λόγος του ανθρώπου έπαψε να του ανήκει. Αντίο, ωραίο σπίτι! Αντίο, ήλιε, Γρηγόρη! Με την ψυχή μας μονάχα είναι δική μας η πολιτεία. Δε μπορώ πια να περάσω ούτε από κείνο το καφενείο που κάπνιζε η σόμπα του.
»Λογαριάζαμε να φύγουμε για την Αθήνα. Να παραστήσουμε τον τυφλοπόντικα με τη βοήθεια όλων εσάς των φίλων μας. Ευτυχώς που ο παππούς πρόλαβε και πέθανε. Σχεδόν με περίμενε. Γι’ αυτό, Λουκιανή, βιαζόμουν να φύγω. Τον κηδέψαμε νύχτα με φαναράκια. Ήταν πολύ επιβλητική κηδεία. Ήρθαν οι ομόθρησκοι με τα διακριτικά τους, τ’ αστέρια της νύχτας. Η τελευταία κηδεία που είδαμε όλοι μας. Πρόλαβα και του διάβασα κομμάτια από την «Έξοδο». Του μίλησα για σένα. Ήθελα τόσο πολύ να σε διοχετεύσω στη σκέψη του. Τίποτε δε δέχτηκε παθητικά, παρ’ όλη την ηλικία και τη γνώση του. Όριζε το θάνατό του όπως και τη ζωή του και δεν έβαζε το Θεό να οπλίζει το τρίτο χέρι. Η θέληση κι η δύναμη ήταν το ίδιο για τον παππού. Οι λεγόμενοι «δυνατοί» δε μπορούσαν να του κανονίζουν την εσωτερική του πορεία. Καμιά ουτοπία, μου παράγγειλε, να μην έχω για το τι πρόκειται να συμβεί. Η τελευταία του λέξη ήταν «φύγετε». Ανάλογα με την περίσταση μετέτρεπε τη μορφή της πραότητας σε πολεμική μάσκα. Καλός ψαράς ανάμεσα στους ψαράδες και καλός δάσκαλος ανάμεσα στα παιδιά. Κοντά στο σπίτι μας είναι ένα ναυπηγείο. Τώρα τελευταία περνούσε αρκετές ώρες εκεί, παρά τη σωματική του ανημποριά. Έτσι προετοίμασε τη φυγή του Δαβίδ. Από έναν όρμο της Χαλκιδικής μπαρκάρανε για την Τουρκία μαζί με άλλους φυγάδες. Δεν πρόλαβαν όμως να περάσουν τα χωρικά ύδατα και τους πήραν το κατόπι οι Γερμανοί. Ύστερα από δραματικές περιπέτειες, κατάφεραν να κρυφτούν στις σπηλιές των ακτών και να γλιτώσουν. Συνδέθηκαν τελικά με τους αντάρτες.
»Όταν πληροφορηθήκαμε πως ο Δαβίδ ήταν ελεύθερος στα βουνά, ο παππούς φώναξε τη Ρουθ κι εμένα στο δωμάτιό του. Υποπτεύομαι πως δεν έβλεπε πια. Μας ξεχώριζε από ένστικτο. Δεν το ρώτησα. Κατάλαβα πως δε μας έμενε πολύ καιρός ούτε για τη ζωή ούτε για το θάνατο. Ακούμπησε τα χέρια του στα κεφάλια μας και μας είπε να θυμηθούμε τα λόγια του Απόστολου Παύλου για τους Εθνικούς και Εβραίους. Να τα θυμόμαστε πάντα και να πεισθούμε πως δεν υπάρχουν Εθνικοί και Εβραίοι. Επέμενε να το πιστέψουμε αυτό και ν’ αγωνισθούμε όλοι σαν ένας. Έκλεισε τα μάτια. Ένιωσα τα δάχτυλά του που πασπάτευαν τα μαλλιά μου. Ήθελε να βεβαιωθεί πως ήμουν εγώ. Δεν με διέκρινε με τη μορφή της Μαρίας. Του μίλησα. Φαίνεται πως μπέρδευε εικόνες παλιότερες και σύγχρονες. Φορούσε ένα μικρό σκουφάκι μαύρο. Του το ’βγαλα και φίλησα την κορφή του κεφαλιού του. Η Ρουθ κρατούσε τα χέρια του σφιχτά πάνω στο μάγουλό της».
Άνθρωποι στέκονταν πίσω της. Ήταν δικοί της που ήξεραν να σέβονται την ακινησία πάνω στο βρεγμένο μουράγιο. Μπροστά της η θάλασσα και το βλέμμα πέρα μακριά στον αντικατοπτρισμό της ερήμου. Βήματα δεν ακούστηκαν. Είχε σκεπάσει ο πατέρας με άμμο την αυλή που άλλοτε ήταν στρωμένη με χαλίκι. Τα σίδερα, που κάποτε κρεμούσε ο Δαβίδ τη βάρκα του, είχαν λυγίσει και γέμισαν μπουκέτα από μικρούτσικα μύδια.
«Ήρθαν κιόλας», σκέφτηκε, και δεν απόσπασε το βλέμμα από την παραλία της Θεσσαλονίκης που τα μεγάλα σπίτια καθρέφτιζαν τη ζωή στην ακίνητη θάλασσα. Κοίταζε λαίμαργα ν’ αρπάξει τις τελευταίες μπουκιές απ’ το πιάτο που τραβούσαν από μπροστά της. Αντίο, ωραίο σπίτι!
—Μυριάμ, φώναξε μαλακά η μητέρα.
Πλάι της στεκόταν μια άλλη γυναίκα. Έμοιαζε τόσο πολύ με το Γρηγόρη που δεν αμφέβαλλε ποια ήταν. Δεν την ξάφνιαζε τίποτα πια. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια. Δεν ήταν δυνατόν να ’χε ξημερώσει και τ’ όνειρο να τέλειωσε.
«…Μας απαγόρεψαν την κυκλοφορία. Θα σας κλείσουν σε γκέτο. Δεν προλαβαίνω να σας εξηγήσω τι είναι. Θα το μάθεις. Βιάζομαι να σου θυμίσω τη διαφορά της λάσπης και της πορσελάνης. Δεν κατεργάζονται οι άνθρωποι το υλικό με τον ίδιο τρόπο. Μη σκεπάζεις το πρόσωπό σου εσύ, καλό μου, που έχει μια αρμονία με τη φύση. Προετοιμάσου λοιπόν να βρεις την τρύπα που θα κρύψει την καταγωγή του ανθρώπου. Εκείνη που διδάχτηκες. Πόσο αλλιώτικα θα ’ρθω στην Αθήνα…».
—Μυριάμ, ξαναφώναξε η μητέρα, αυστηρά τούτη τη φορά.
Έδωσε σταθερά το χέρι στη μητέρα του Γρηγόρη κι εκείνη την έπιασε από τη μέση και μπήκαν σπίτι. Η Ρουθ συμμάζευε τα πράγματά της κλαίγοντας και ο Φαίδων, που ’χε συνοδεύσει τη μητέρα του, κοίταζε έξω στο δρόμο. Ο Γρηγόρης με τα πένθιμα ρούχα ήρθε να την αποχαιρετίσει. Τα χείλη τους μουρμούρισαν «αντίο» και τότε η μητέρα του έπεσε στην αγκαλιά της. Ο Φαίδων την απόσπασε και της είπε ν’ ανακοινώσει το σκοπό της επίσκεψής τους, γιατί ο χρόνος ήταν πολύτιμος.
—Συγγνώμη, είπε πρώτα η μητέρα κι ύστερα την παρακάλεσε να πάει σπίτι της. Θα την έκρυβε εκεί, στο δωμάτιό του, έστω κι αν την κρεμούσαν στην πλατεία Ελευθερίας. Θ’ αγωνιζόταν για τη ζωή της, το όφειλε στο παιδί της. Σιωπή από κάθε πρόσωπο εκεί μέσα, μετά το πρώτο ξάφνιασμα. Ένα βάζο με λουλούδια πάνω στο τραπέζι έδινε μια ειρηνική εικόνα. Ακόμα οι άνθρωποι διαφεντεύανε τον ανθρωπισμό τους.
—Είναι δύσκολο ν’ αποχωριστείς τους δικούς σου, συνέχισε η μητέρα του. Δε μπορώ να κάνω το ίδιο για όλους σας, μα ο Φαίδων έχει ετοιμάσει ένα καταφύγιο για τους άλλους. Εμείς όμως, Μυριάμ, ως το τέλος μαζί. Τ’ ορκίζομαι στην άγια ψυχή του.
Η Ρουθ έκλαιγε. Δεν ήξερε τι να πάρει μαζί της στο ταξίδι. Στα πόδια της τριβόταν μια γάτα. Την πήρε στην αγκαλιά της και την έσφιξε. Οι γονείς τους δεν έλεγαν τίποτα. Περίμεναν την απόφασή της με πιασμένη ανάσα.
—Μπορώ να σας στείλω όλους στο βουνό, είπε ο Φαίδων. Θα δυσκολευτούμε, αλλά θα τα καταφέρουμε. Αποφασίστε, γιατί η πολιτοφυλακή ψάχνει τα σπίτια… Είναι ζήτημα λεπτών. Έχουμε πληρώσει ανθρώπους που ξέρουν τα κατατόπια. Ένας ένας θα φεύγετε. Θα σας περιμένω στο καφενείο του Βράχου πάνω στο Επταπύργιο, τα κορίτσια ξέρουν. Εκεί είστε άγνωστοι. Μπρος, ξεκίνα, Μυριάμ, με τη μητέρα… κι από κει θα μπούμε τη νύχτα στη χαράδρα του Παύλου Μελά που θα περιμένουν οι άνθρωποί μας. Κύριε Περόζ, θ’ αλλάξουμε ρούχα και η μητέρα μου με τη γυναίκα σας. Μη χάνουμε καιρό. Ρουθ… μια στιγμή, που είναι η βάρκα του Δαβίδ; Σάπισε; Κρίμα, θα μπορούσαμε να περάσουμε από τη θάλασσα τα λίγα μέτρα του επικίνδυνου δρόμου.
—Είναι πιο δύσκολα απ’ τη θάλασσα. Επιτηρούν συνεχώς. Η Ρουθ μπορεί να περάσει απ’ το υπόγειό μας στο απέναντι σπίτι κι από κει θα βγει στο στενάκι μακριά, είπε η Μυριάμ.
Ο πατέρας όμως είχε αντίρρηση. Έπρεπε να ’ναι όλοι μαζί. Άλλωστε τη νύχτα θα ’ρχονταν οι δικοί τους άνθρωποι που θα τους έστελναν στην Αθήνα, σύμφωνα με το σχέδιο της Μυριάμ και των φίλων της. Η Μυριάμ συλλογιόταν εντατικά. Μέσα στις λίγες στιγμές που τους μένανε ένιωθε πως κρατούσε τη ζωή στα χέρια της. Έκανε ένα βήμα μπροστά. Στάθηκε πλάι στη Ρουθ και την κοίταξε.
—Δίνω τη θέση μου στη Ρουθ, είπε στο Φαίδωνα, είναι νέα κι άφθαρτη. Πρέπει να ’ρθει μαζί σας. Όταν έχουμε εξασφαλίσει το Δαβίδ και τη Ρουθ, είμαστε πιο ελεύθεροι. Έτσι δεν είναι μητέρα, πατέρα;
Οι γονείς δεν απάντησαν. Η Ρουθ έκλαιγε με λυγμούς και διαμαρτυρόταν. Δεν ήθελε ν’ αποχωριστεί τους δικούς της. Η Μυριάμ έκανε μια προσπάθεια ν’ αλλάξει την ατμόσφαιρα. Ο Φαίδων κοίταζε το ρολόι του τοίχου.
—Κρίμα… κρίμα που σε λογαριάζαμε για μεγάλη… Καλά που δε σε πάντρεψε η μητέρα, κλαψιάρα μου. Μη δυσκολεύεις τα πράγματα. Όταν περάσει η μπόρα, σου υπόσχομαι να στείλω άνθρωπο να σε φέρει κοντά μας. Φύγε, Ρουθ. Τώρα! Παρ’ την Φαίδων… Γιατί με κοιτάτε έτσι; Πέστε λοιπόν κι εσείς τη γνώμη σας!
Κανείς δε μίλησε. Ο Φαίδων αγκάλιασε τη Ρουθ και της κρυφομιλούσε. Η μητέρα του κοίταζε την πόρτα. Το κορίτσι δεν μπορούσε πια να σκεφτεί τίποτε. Είχε παραλύσει. Ο Φαίδων της έσφιγγε το χέρι και την τραβούσε προς τα έξω. Η μητέρα του ακολουθούσε. Τότε η γάτα νιαούρισε με την απελπισία της Ρουθ. Την πήρε στην αγκαλιά της και παρακάλεσε να της επιτρέψουν να την κρατήσει. Είχε κι εκείνη ανάγκη από κάποιον κρυψώνα. Ήταν γάτα Εβραίων…
—Θα ’χω κάτι ζωντανό κυρία, να μιλώ μαζί του για…
Η Μυριάμ έσφιξε τις γροθιές της κι απόσπασε τη Ρουθ από την αγκαλιά των δικών της. Της έδωσε τη γάτα και τίποτε άλλο.
—Σε μια ώρα θα γυρίσω να πάρω τα πράγματα της Ρουθ. Οι δυο από σας πρέπει να ’χουν φύγει από το σπίτι. Είτε έρθετε με τους δικούς μου είτε πάτε με τους δικούς σας, μην ξεχνάτε το καφενείο στο Επταπύργιο. Υπάρχει μόνιμα ο σύνδεσμος εκεί. Ελπίζω πως θα σκεφθείτε ψύχραιμα. Έως το βράδυ δεν πρέπει να μείνετε εδώ.
Ύστερα έσκυψε στη Μυριάμ και της είπε:
—Μη νοιάζεσαι για τη Ρουθ. Την αγαπώ όπως ο Γρηγόρης αγαπούσε εσένα.
Ανέβηκε σαν υπνοβάτης τις σκάλες του σπιτιού. Μπήκε στη βιβλιοθήκη που διάβαζε λίγες μέρες πριν ο παππούς. Γονάτισε στην καρέκλα του και χάιδεψε το μαξιλάρι που ακουμπούσε το κεφάλι του. Άκουγε κάτω τους γονείς της που μετακινούσαν έπιπλα και συμμάζευαν πράγματα. Ας έπαιρναν όποια απόφαση ήθελαν από δω και πέρα. Είτε το βράδυ, είτε τώρα. Πέρασε στο δωμάτιο της Ρουθ και μηχανικά τύλιξε σ΄ ένα μπόγο ό,τι ρούχα έβρισκε μπροστά της. Την τελική απόφαση θα την έπαιρναν σε μια ώρα που θα ερχόταν ο Φαίδων. Ένιωθε πως κανείς δεν θ’ άντεχε την αναμονή της νύχτας. Έφτασε ως τ’ αυτιά της, σαν ψίθυρος, ο μεταλλικός ήχος των λιρών που μετρούσε ο πατέρας της. Τα λύτρα τους. Αναστατώθηκε απ’ αυτόν τον ήχο. Τέντωσε τα χέρια και μετρούσε σύμφωνα με τον κάθε χτύπο: «Ένα, δύο, τρία…». Όταν έφτασε στα επτά, αναστέναξε. Κι όταν έφτασε στο τριάντα, έτρεξε στο συρτάρι της, έψαξε κάτω από διάφορα χαρτιά, βρήκε ένα μικρό κουτάκι από κρέμα, τ’ άνοιξε και έβγαλε ένα πεντόλιρο. Της το ’χε χαρίσει ο πατέρας της στα γενέθλιά της, πριν κάμποσα χρόνια. Απέναντί της ήταν ο μικρός καθρέφτης με την ασημένια κορνίζα, που ήξερε όλες τις παιδικές της γκριμάτσες κι όλες τις νεανικές της εκφράσεις. Όπως σήκωσε τα μάτια, ο καθρέφτης τής έδειξε μια τρομερή εικόνα. Οι μορφές του ανθρώπου, κρυμμένες και φανερές, συνειδητές κι ασυνείδητες, περνούσαν γρήγορα πάνω απ’ το πρόσωπό της. Παλαίστρα είχε γίνει το χλωμό της μάγουλο, που μάχονταν φίδια, δράκοντες και τέρατα για την επικράτηση. Σημάδεψε με το πεντόλιρο το κρύσταλλο και τόσπασε.
Το μέτρημα κάτω σταμάτησε. Το πεντόλιρο κύλησε στο πάτωμα. Δεν το σήκωσε. Βγήκε στη σκάλα κι απ’ τα κάγκελα φώναξε.
—Φεύγουμε αμέσως τώρα. Ούτε στιγμή! Πατέρα, φόρεσε ένα ακόμα κοστούμι κι άσε τη βαλίτσα. Δεν πάμε ταξίδι.
Άκουσε την εξώπορτα να βροντάει δυνατά. Σχεδόν δεν το πίστευε. Ανασήκωσε τη βαριά κουρτίνα του παραθύρου προς τη θάλασσα. Βέβαια. Αυτό ήταν. Σηκώθηκε γαρμπής. Σε μια ώρα σίγουρα θα γύριζε ο καιρός σε βαρδάρη. Τα κύματα ξέπλεναν το μουράγιο κι οι αφροί έφταναν ως μέσα στην αυλή. Η εξώπορτα ξαναβρόντηξε δυνατά. Η βουή απ’ τη θάλασσα ήταν νανούρισμα μπροστά στη βουή που ερχόταν απ’ το χωλ, κάτω στο σπίτι.
Οι πολιτοφύλακες τους μπλοκάρισαν. Έδειξαν μάλιστα και μια διαταγή που ‘λεγε πως έπρεπε να παρουσιαστούν σε λίγα λεπτά για μια τυπική ανάκριση στο στρατόπεδο Χιρς. Δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Απολύτως τίποτα. Ούτε χρειαζόταν να πάρουν μαζί τους πράγματα. Θα γύριζαν σπίτι τους πάλι. Ο πατέρας, που γνώριζε έναν πολιτοφύλακα, προσπάθησε να του βάλει στην τσέπη μια χούφτα λίρες, μας εκείνος τρομοκρατήθηκε. Έπαιζε το κεφάλι του. Ήταν οι άλλοι μαζί του. Δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουν. Η προειδοποίηση ήταν ρητή. Αν ένας έκανε μια ύποπτη κίνηση να ξεφύγει, θα τουφεκιζόταν επί τόπου ένας άλλος από τους δικούς του. Μια μικρή ελπίδα απόμεινε ακόμα, πως ίσως επρόκειτο για μια ανάκριση ή ένα εξευτελιστικό μέτρο.
Είδε το Φαίδωνα κρυμμένο σε μια γωνιά, απέναντι απ’ το έρημο πια σπίτι που το χτυπούσαν τα κύματα. Τα μικρά δέντρα στη μεριά του δρόμου, που δεν τ’ άφηνε ο βαρδάρης να μεγαλώσουν, λύγιζαν στη γη. Πόσα χρόνια λύγιζαν έτσι στη γη μ’ όλους τους βαρδάρηδες! Και δεν ξεριζώνονταν.
Η συνοδεία διέσχισε το δρόμο. Και μέσα απ’ τα κλεισμένα παραθυρόφυλλα οι γείτονες κοίταζαν και σώπαιναν…
«Ο ΘΑΛΑΜΟΣ»
«Έχω ένα σπίτι. Θάλαμο το λένε. Ογδόντα κρεβάτια, τριώροφα. Απόψε φόρεσα την επίσημη στολή μου. Αυτή που θα μένει αμετάβλητη στις δικές μου μεταβολές. Είμαι μαζί με τη μητέρα στον ίδιο θάλαμο. Δεν ξέρουμε που βρίσκεται ο πατέρα ή αν βρίσκεται. Είναι όμως τόσο ήσυχος που μπορεί να δημιουργήσει μια ζωή απ’ το θάνατο. Έτσι θέλουμε να πιστεύουμε. Κανείς δεν τον καταλαβαίνει πότε απουσιάζει και πότε είναι παρών. Μέσα του η παγκόσμιος ιστορία των θρησκειών. Μπορεί να κάνει ανακεφαλαιώσεις μέσα του και να ξεχαστεί. Όποιος μπορεί να ξεχαστεί μέσα του, ανοίγει μια τρύπα στο συρματόπλεγμα. Αυτός είναι ο ένας τρόπος. Τον άλλο θα στον μεταδώσω σιγά σιγά.
»Εδώ με φωνάζουν Γκρετσίνκα, Ελληνιδούλα. Ας πιστέψω προς το παρόν ότι μου αξίζει που με φωνάζουν έτσι, επειδή πέρασα μπροστά απ’ τους άντρες θεόγυμνη σαν άγαλμα. Μας έγδυσαν όπως μας γέννησε η μάνα μας και μας πέρασαν μπροστά απ’ τους άντρες για να μας προσβάλουν. Δεν έκρυψα τίποτα. Ήμουν ένα άγαλμα που εκτίθεται σε χιλιάδες βέβηλα μάτια. Εκείνη ιδιαίτερα τη στιγμή, αγαπούσα το κορμί μου, που είχε ζεστή γεμάτη σάρκα κι ευχήθηκα να μαρμάρωνε. Προχωρούσα και γύριζα δεξιά κι αριστερά όπως με πρόσταζαν και νόμιζα ότι η ευχή μου είχε πραγματοποιηθεί. Νόμιζα πως περνούσα από ένα παγκάκι του Λευκού Πύργου, μια χειμωνιάτικη βαριά ημέρα… Ένα πουλί ήταν παγωμένο πάνω στο παγκάκι, η μύτη του στρέφοταν στον ουρανό. Σα να ’θελε να πετάξει. Μα ο ουρανός δε χαμηλώνει ποτέ, καλό μου… Το σχήμα του κι η ομορφιά του μου ’μειναν ακέραια μέχρι τούτη τη στιγμή. Η παγερή αίσθηση των φτερών του πάνω στα δάχτυλά μου. Το βάρος του. Δεν έβλεπα τίποτα, δεν ένιωθα τίποτα. Οι άντρες έσκυβαν τα κεφάλια καθώς περνούσαμε κι αν μερικές από μας έκαναν να κρύψουν τ’ απόκρυφά τους μάτωναν τα χέρια τους οι βουρδουλιές.
»Κύριε, γυμνούς μας έστειλες στη γη! Ήταν η φωνή σου, Λουκιανή. Είχα φυλαγμένη την περηφάνια της γέννησής μου γι’ αυτήν ειδικά τη στιγμή. Η διαλογή έγινε. Παιδιά, γέροι, γριές, αρσενικοί, θηλυκοί, παιδιά… Θα τα μάθεις. Θα τα μάθουν όλοι. Ελπίζω να μείνουν μάρτυρες.
»Δεν έχω πια τα μαλλιά μου. Φοράω ένα μαντήλι στο κεφάλι. Όλες φοράμε το ίδιο μαντήλι κι έχουμε χαραγμένον έναν αριθμό στο μπράτσο. Χαμηλά στο πετσί μας και βαθειά μέσα στην καρδιά μας και πιο βαθειά στην ψυχή μας. Τι είναι η ψυχή;
»Πάντα ήθελα να ’χω ένα φορητό τηλέφωνο. Σπουδαία εφεύρεση. Τώρα που έχω τον αριθμό, κάπου θα οικονομήσω και τη συσκευή. Γράψ’ τον στη θύμησή σου: 38912. Γράψ’ τον με τ’ απαλά σου χέρια, για να νιώσω ανακούφιση.
»Η μητέρα νομίζει πως παραμιλάω. Πως έπαθα τύφο. Θυμήσου τι σου είπα μητέρα. Πρέπει να δουλεύει το μυαλό μας, κυρίως τούτον τον πρώτο καιρό.
»Την ώρα που πέφτανε τα μαλλιά μου, θυμόμουν το Γρηγόρη. Το κουρείο στην οδό Αλλατίνι που έκοψα για πρώτη και τελευταία φορά τα μαλλιά μου. Έκλαιγα τότε. Τότε θυμόμουν ακόμα και τον πόνο στο αριστερό μου χέρι, βαθειά στο κόκαλο, που μ’ έπιανε όταν θ’ άλλαζε ο καιρός. Εκείνη τη στιγμή η επικοινωνία μ’ εμένα, το κόκαλό μου και τον καιρό, είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία από μερικές ξανθές τρίχες πεταμένες στα πολωνικά εδάφη εις ανάμνησιν των αλβανικών βουνών.
»Η θαλαμάρχις μας παρακολουθεί. Εσένα όμως ούτε να σε ιδεί μπορεί, ούτε την παρουσία σου μέσα μου να μαντέψει Είναι ο έλεγχός μας εδώ. Δε με τρομάζει η φωνή της κι έτσι άνετα μπορώ να συνεχίσω την εκμετάλλευση του κυκλώματός μου προς όφελός μου κι όχι προς όφελος του κατακτητή.
»Δεν ξέρω τι μέρα είναι. Έχω μπερδέψει το λογαριασμό κι ούτε μπορώ να υπολογίσω το χρόνο απ’ τη στιγμή που κατέβηκα τα σκαλοπάτια της εξώπορτας του σπιτιού μου. Ο Φαίδων πρέπει να ’ναι ακόμα στη γωνία. Πρέπει να κοιτάζει το σπίτι μας και τη χαράδρα του Παύλου Μελά. Δεν πάλιωσε τίποτα ακόμα μέσα μου. Μπορώ να σχηματίσω εικόνες και να κάνω συνδυασμούς χρονολογικά λανθασμένους και τοπικά σωστούς.
»Το σκυλάκι της γειτονιάς ήρθε η αστυνομία και το πήρε. Το ’βαλαν σ’ ένα σακί και το ’κλεισαν στην κλούβα. Νόμιζαν πως τίποτα δεν είδε απ’ τη διαδρομή. Μα εκείνο τα ’χε δει όλα και το ’σκασε. Ξαναγύρισε στην γειτονιά κι όλα τα παιδιά πανηγύρισαν. Το κρύψαμε στην αυλή μας, το ταΐσαμε, το σώσαμε. Όλα τα παιδιά είχαμε ένα μυστικό και περηφανευόμαστε κάθε φορά που περνούσε η κλούβα. Είχαμε ένα μεγάλο μυστικό…».
(…)
«ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ…»
«Άλλαξα κράτος. Έφυγα απ’ τον «Καναδά». Είμαι στην καρδιά της Γερμανίας. Μέσα στα γραφεία τους. Αυτές οι γλώσσες που ’μαθα με τους βαρδάρηδες στη Θεσσαλονίκη μου όπλισαν τα χέρια. Θυμάσαι, εκεί στο Κέντρο, που αρνήθηκα να κάνω τον διερμηνέα; Τι ωραία που ένιωσα τότε! Ήμουνα ακόμα περήφανη για τη λευτεριά μου. Πιστεύεις πως το ίδιο ένιωσα όταν κάθισα στο γραφείο τους;… Και τότε μου ’ρθε στο στόμα η γεύση απ’ την παλιά ραγισμένη στάμνα του Υπεραστικού. Διψούσα κι ανάσαινα τη χωματίλα της στάμνας. Ανάσαινα την ίδια μου τη σάρκα, που ’χε περίπου το ίδιο χρώμα και την ίδια μυρωδιά και τον ίδιο ιδρώτα και την ίδια ραγισματιά. Ωστόσο βαστούσε ακόμα το νερό.
»Γράφω κάρτες με στοιχεία πεθαμένων. Δικαιολογητικό το τύφος. Δε σου λέω την πάσα αλήθεια. Τυραννίστηκα αρκετόν καιρό να σ’ αποφύγω, γιατί δεν έπρεπε να ξαναφέρω στο νου μου τα όσα γίνονται εδώ πέρα. Έπρεπε να προχωρήσω το δρόμο καταγράφοντας μαρτυρίες χωρίς διακοπές, όσο ήταν δυνατόν. Αναπολώ τα μάτια που αγάπησα ζωντανά, Λουκιανή, κι είμαι περιτριγυρισμένη από μάτια κρύα που επιμένουν να μένουν ανοιχτά. Προσπαθώ να πιάσω σωστά τους δυο παράλληλους δρόμους που βλέπαμε απ’ το σπίτι της Τέτης. Μήπως είναι οι γραμμές του τρένου ή δυο μεγάλα ποτάμια; Πρέπει να λύσω αυτό το πρόβλημα, δεν πιστεύω πως είναι ανθρώπινες σκιές που πορεύονται στο σκοτάδι. Πρέπει να ’μαι σίγουρη πως όλα λύνονται με σωστούς μαθηματικούς υπολογισμούς.
»Ακούσαμε να τραγουδούν την «Άγια Νύχτα». Μήπως είναι Χριστούγεννα; Τραγουδούσαν κι άλλα χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Τ’ ακούγαμε σιωπηλά. Τέτοια είναι λοιπόν η φωνή του έξω κόσμου; Ώστε υπάρχει αυτός ο έξω κόσμος που τραγουδάει, γιορτάζει και προσεύχεται. Στ’ όνομα τίνος προσεύχεται; Για ποιον; Κάποια στο κάτω πάτωμα νανουρίζει το μωρό της. Το νανουρίζει απ’ τη στιγμή που άκουσε τους ύμνους, μ’ εκείνες τις φωνές τους αρμονικά συνταιριασμένες, που απορείς πώς μπορεί να ’ναι δικές τους. Η γειτόνισσα από κάτω επιμένει να κουνάει τ’ αδειανά της μπράτσα μουρμουρίζοντας ένα πολύ λυπητερό τραγούδι.
»Αλλά νομίζω πως κάτι άλλο ήθελα να σου πω. Γι’ αυτόν τον άντρα που έρχεται από τα ποτάμια. Επιμένει να με καλεί. «Όχι, δε θέλω!» φώναξα δυνατά μέσα στο γραφείο. «Όχι, δε θέλω!». Είναι Πολωνός κρατούμενος, που εργάζεται κι αυτός μαζί μου κι έχει κάποια θέση ας πούμε προϊστάμενου. Με κοίταξε έκπληκτος στην αρχή, τρομαγμένος κατόπιν κι ύστερα χαμογέλασε. Χαμήλωσα τη φωνή μου κι εξακολουθούσα να παλεύω κοιτάζοντάς τον. Ζούσα ωστόσο κι ένιωθα μια ανάταση στο κάθε μου κύτταρο.
»Όταν ακούσεις την αναστάσιμη καμπάνα, βάλε τα χέρια στα μάτια σου. Σκέπασε έτσι κάθε σου πόνο κι ύστερα άνοιξέ τα να δεις τη φωταψία των κεριών. Το ημερολόγιο δεν έχει καμιά σχέση σε τούτο το θάλαμο. Η κατάστασή μου είναι ο δείχτης της γέννας, του θανάτου, της Ανάστασης. Ένα κοπάδι βόσκει ειρηνικά στη Βηθλεέμ και 102 άνθρωποι πέθαναν από… τύφο σε δύο μέρες. Μπορούμε να πούμε στους δικούς τους με κάθε λεπτομέρεια πώς έγινε. Υπάρχει απόλυτη τάξη. Αλλά πού είναι οι δικοί τους; Ή μπορούμε να στείλουμε ένα τηλεγράφημα: «Η πατρίς σας ευγνωμονεί».
»Είμαι ακόμα γυναίκα, αφού με κοιτάζει ένας άνδρας. Ο Πολωνός απέναντί μου Είναι αριστοκράτης στην καταγωγή και του κατέβηκε να μπλεχτεί με το λαό και να κάνει αντίσταση στη μεγαλύτερη αριστοκρατία του κόσμου. Γίνεται, καλό μου; Τον φέρανε λοιπόν εδώ. Η μορφή του είναι η ζωή. Και η μόρφωσή του τέλεια. Είμαστε συνάδελφοι. Τον ξεχώρισα τη στιγμή που τον φέρνανε μαζί με τους άλλους Πολωνούς. Φορούσε ένα κόκκινο μαντήλι με άσπρες βούλες, που ’κανε μια χτυπητή αντίθεση με τα ξανθά του μαλλιά και τα γαλανά μάτια. Κάτι σκίρτησε μέσα μου, που το χαρακτήρισα σαν ελπίδα επειδή μπορούσα να ξεχωρίσω τον άντρα απ’ τη γυναίκα, τα χρώματα, την ομορφιά. Μέσα στην αιμορραγούσα λευτεριά μου βρήκα ένα βάλσαμο.
»Έτυχε να ’ναι λιακάδα όταν ήρθε. Ο ήλιος φώτιζε το μισό του πρόσωπο. Τι μεγάλο θέαμα για μας! Μια παλάμη φάρδος πάνω στους ώμους του είχε ήλιο. Όλο το πρωινό τον ανέκριναν ή κάτι άλλο του έκαναν που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω. Έχουμε μια θέση πάνω στο πεζούλι κοντά στις… κρεβατοκάμαρές μας, απέναντι απ’ τα γραφεία και παρακολουθούμε την κοσμική κίνηση. Την παίρνουμε κατά σειρά. Εκείνο το πρωί υποσχέθηκα τη μερίδα μου από τη μαργαρίνη για να κρατήσω τη θέση. Μου θύμιζε τόσο πολύ το Φαίδωνα που σχεδόν έψαχνα πίσω του να βρω τη Ρουθ. Στην αρχή, όταν τον είδα να μπαίνει παλικαρίσια, στητός, ψηλός, αδύνατος, μέσα στο στρατόπεδο, αναπήδησα και φώναξα, «το παλικαράκι», και νόμισα πως θα πέθαινα. Νόμισα πως ο Γρηγόρης, η μητέρα του, οι δικοί μας όλοι σέρνονταν πίσω του, κι ύστερα χάθηκε ο κόσμος. Έτυχε να ’ναι η σειρά μου στο πεζούλι όταν ήρθε, κι έδωσα ιδιαίτερη σημασία στην ομοιότητα και την ίδια την άφιξή του. Τον λένε Γιούρεκ.
»Τον ξανάδα όχι πλέον σαν ένα Πολωνό αριστοκράτη, μα σαν ένα αριθμό με ριγωτή στολή και ξυρισμένο κεφάλι. Ωστόσο χόρτασα πρόσωπο, μαλλιά, μάτια, παράστημα αντρίκειο κι απόδιωξα τον ψίθυρο που βομβούσε γύρω μου. «…Κοίτα, κοίτα το τελευταίο θέαμα του κόσμου… Κοίτα ήλιο, ήλιο στον κόλπο του Θερμαϊκού…». Πήγαινε κι ερχόταν στο ανακριτικό γραφείο, πήγαινε κι ερχόταν σαν το παγιδευμένο ζώο και μου ’φερνε πόνο. Ο Γιούρεκ, η παγίδα, η Τέτη… Συλλογιέμαι πολύ την Τέτη, τον Νώντα και το Στέφανο. Συλλογιέμαι τη Δήμητρα και προσπαθώ πολύ ν’ ακούσω το γέλιο της. Νομίζω πως με είδε στο πεζούλι. Ήμουν κι εγώ ένας στόχος των ματιών του. Βολεύτηκα όσο καλύτερα μπορούσα. Έψαχνε να με διακρίνει. Έσιαξα το μαντίλι μου. Ήθελα να ’μαι γυναίκα. Κι όταν κατάλαβα πως θα τον περνούσαν απ’ την αυλή για να τον μεταμορφώσουν σε νούμερο, βγήκα έξω παρ΄ όλο που ήταν απαγορευμένο. Κάρφωσα τα μάτια μου στα μάτια του φύλακα, έσκυψε το κεφάλι και δεν… με είδε. Κλονίστηκα. Η προσπάθεια ήταν μεγάλη κι η έκπληξή μου. Είχα πράγματι μια δύναμη. Κι ο Γιούρεκ με είδε, μπορεί και να κατάλαβε τον αγώνα μου. Πήγαινε, πήγαινε και γύριζε πίσω το κεφάλι έως ότου χάθηκε στην αποθήκη με το δεσμοφύλακά του. Δε μισούσα εκείνη τη στιγμή. Είχα ανέβη πάνω από το μίσος. Δεν πίκραινε το πρόσωπό μου το χύσιμο της χολής. «Είσαι ακόμα όμορφη», μου είπε η Ελβετίδα όταν μπήκα στο θάλαμο και με κοιτούσε σα να μ’ έβλεπε πρώτη φορά.
»Τραγουδούν ακόμα απέξω. Λες και το κάνουν επίτηδες. Όλα τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Η γειτόνισσα θυμήθηκε πως δεν κρατούσε κανένα μωρό στην αγκαλιά της. Σταμάτησε να κουνάει τα χέρια της και μας κοίταζε όλους ερωτηματικά. Παρ’ όλο το σκοτάδι στο θάλαμο καταλαβαίναμε, βλέπαμε τα μάτια και ερμηνεύαμε το αίτημά τους. Βουβαθήκαμε όλοι. Γυρίσαμε στον τοίχο να μη μας κυνηγούν τ’ άδεια μαρμαρωμένα χέρια της στη στάση του νανουρίσματος».
(…)
»Σου μεταδίδω έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Έπιασαν τη Μάλα, μια Τσέχα που ήταν οργανωμένη στην αντίσταση του στρατοπέδου κι είχε υπεύθυνη θέση. Λένε ότι πρόσφερε μεγάλη υπηρεσία. Έφερνε υλικό για ν’ ανατινάξουν τα κρεματόρια. Εργαζόταν εκτός στρατοπέδου σ’ ένα εργοστάσιο. Έπιασαν σχεδόν όλους και τους εκτελέσανε. Η Μάλα κατάφερε και το ’σκασε. Δε μάθαμε πώς. Την έπιασαν όμως και μας την έφεραν. Μας παρέταξαν όλους να την ιδούμε. Η Μάλα είχε προμηθευτεί ξυραφάκια κι έκοψε τις φλέβες της. Όταν την έστησαν μπροστά μας ήταν μισοπεθαμένη. Ήταν κι ο Γιούρεκ στη συγκέντρωση. Με κοίταζε για ν’ αποσπάσει το βλέμμα μου απ’ τη Μάλα. Μα για μένα δεν υπήρχε κανείς εκτός από κείνη και τους δήμιούς της. Η Μάλα σηκώθηκε από κάτω με τις ματωμένες σάρκες της και πριν προλάβει κανείς να την εμποδίσει, έφτυσε κατά πρόσωπο τους Γερμανούς και τους αποκάλεσε «γουρούνια», «άντρες που τα βάζετε με γέρους, παιδιά, γυναίκες, που πυροβολείτε βρέφη για διασκέδαση». Πολύ τιμητικός ήταν ο τίτλος γουρούνια… Όμως το χαστούκι στο πρόσωπο του αρχηγού των S.S. ήταν ένα θέαμα… το πιστεύεις; Της έκοψαν μπροστά μας τη γλώσσα. Της έσπασαν τα κόκαλα. Μα η Μάλα είχε μιλήσει για όλους μας κι είχε δανειστεί τα κόκαλά μας κι είχε πάρει το αίμα μας κι εξακολουθούσε να ζει με τη δική μας ψυχή και το πείσμα μας. Όταν θέλω να κρατήσω το κουράγιο μου αναπαριστάνω τη σκηνή. Το λιονταρίσιο βλέμμα της Μάλας που δεν παραδόθηκε και το διεισδυτικό βλέμμα του Γιούρεκ που ορκιζόταν τον όρκο της ζωής μέσα στα δικά μου μάτια. Δε θέλω ν’ αποσυνδεθώ απ’ τα περασμένα. Ούτε και να προσκολληθώ σ’ αυτά με μια άρρωστη επιμονή. Τη φαντασίωση την είχα αποβάλει απ’ τη ζωή και στάθηκα αντίμαχή της. Μα για να εξισωθώ μ’ εκείνα που έζησα, μ’ αυτά που ζω, με ό,τι με περιμένει, για να βοηθηθώ να δώσω μιαν απόκριση, πρέπει πρώτα να πολεμήσω. Πρέπει πρώτα να οπλιστώ, πρέπει πρώτα να ζήσω.
»Είμαστε σκυμμένοι πάνω σε πένθιμα εμβατήρια και στρατιές χαμένων ονομάτων. Μου ψιθύριζε μια λέξη άγνωστή μου: «κοχάνα». Πότε πότε άγγιζαν τα χέρια μας. Σε μια στιγμή μου είπα γαλλικά: «μείνε μαζί μου όσο μπορείς, Κοχάνα. Η Μάλα πρέπει να ζει ανάμεσά μας και να μας συνδέει». Δε μίλησα. Μπορούσα να του πω πως ήμουν μια γυναίκα απ’ τη Μεσοποταμία, με το πρόσωπό μου καλυμμένο απ’ το μακρύ βέλο της ιδιοκτησίας. Τον έβλεπα θαμπά, μα τον έβλεπα. Δεν τον μπέρδευα με κανέναν άλλον. Έζησα κάποτε μια μέρα ατέλειωτη παραμερίζοντας, μην ενοχλήσω άλλη ανάσα. Οι γυναίκες της φυλής μου ζουν και πεθαίνουν σαν την Μάλα. «Με ρωτάς ποιας φυλής είμαι; Μα… της ανθρώπινης Γιούρεκ. Αν μπορέσεις να μου ξεσκεπάσεις το πρόσωπο». Σήκωσε ψηλά τα χέρια του σα να ’λεγε πως δεν καταλάβαινε τι μουρμούριζα. Πρέπει να ’ναι παραμύθι ή και προσευχή αυτό που λέει, να ζητήσουν συγνώμη απ’ τη γυναίκα, γιατί την πρόδωσαν στο Θεό. Να της ζητήσουν ένα μόνο δάχτυλο κι αν η αίτηση συγγνώμης γίνει αποδεκτή, η γυναίκα θα δώσει το χέρι της. Ο ένας από τους S.S. κοιμόταν κι ο άλλος μας είχε γυρίσει την πλάτη, για να μη βλέπουμε πως κοιμάται ο ανώτερός του. Τότε ο Γιούρεκ μου ’δωσε τη διεύθυνσή του στην Πολωνία και σε άλλα μέρη, που θα μπορούσα να τον ζητήσω με τ’ όνομα «Γιορκ». Του ’δωσα το χέρι μου. Ολόκληρο το χέρι μου, ενώ προσπαθούσα να γράψω στο πετσί μου τη διεύθυνσή του. Ύστερα του είπα ολόκληρο τ’ όνομά μου και πως μπορεί να με βρει στο Τηλεφωνικό Κέντρο Αθηνών ή Θεσσαλονίκης. Αθήνα, Θεσσαλονίκη… Υπάρχουν λοιπόν αυτές οι πόλεις; Τις ακούνε τ’ αυτιά μου να βουίζουν. Δε μπορώ να θυμάμαι πια. Δε βλέπεις τους καταλόγους, Γιούρεκ; Όχι, Κοχάνα.
»Για ένα διάστημα μας έβγαλαν από τα γραφεία και δεν έβλεπα πια τον Γιούρεκ. Όπου μια μέρα τον συνάντησα τυχαία στην αυλή. Κοντοστάθηκε και μου χαμογέλασε σα να μου ’λεγε: «Κι εσύ εδώ, Γκρετσίνκα;» Δέχτηκε ένα χαστούκι απ’ το φύλακα κι εγώ, για να απαλύνω τον πόνο που ’νιωσα στο δικό μου πρόσωπο, έδωσα τη μαργαρίνη μιας εβδομάδας κι έμαθα ό,τι ήθελα γι’ αυτόν. Φαίνεται πως εκείνος έδωσε περισσότερα, γιατί ήταν κατόρθωμά του η υπηρεσία μου στα γραφεία. Αυτό το δέχτηκα απ’ την αρχή σαν ειδική αποστολή. Τίποτε πια δε μπορεί να με σκλαβώσει. Συντροφεύω τον εαυτό μου και εναρμονίζω τη σύγκρουση των συναισθημάτων μου. Όσο πιο πολύ γαντζώνομαι απ’ τ’ αγκίστρι του παππού μου, τόσο τα δάχτυλά μου ενσωματώνονται με το ουδέτερο υλικό. Προσπαθώ να μη σκέφτομαι τους πεθαμένους, μα τους ζωντανούς. Αγγίζω τα μαλλιά μου και λέω θα ξαναγίνουν, θα μακρύνουν, θα σκεπάσουν τα κόκκαλά μου κι έτσι θα μεστώσει κι η σάρκα κάτω απ’ τη σκιά τους. Βλέπεις πως γίνομαι κάπως φλύαρη. Το ’χω ανάγκη, καλό μου, για να μην ξεγαντζωθούν τα δάκτυλά μου. Για την ίδια αιτία ψάχνω ένα άλλο σκάσιμο πάνω στη φλούδα της γης, που δεν συνδέεται με τις προηγούμενές μου εμπειρίες, για να σκηνοθετήσω μια συνάντηση με τον Γιούρεκ. Φοβάμαι την παράλυση των δαχτύλων μου μέσα στα σκέλεθρα και ξεχνώ τη Μυριάμ του Γρηγόρη. Πρέπει να δασκαλέψω τον αριθμό 38912.
»Τώρα ο χρόνος δε μετριέται με τα λεπτά. Ούτε με τις ώρες, μα με τις μέρες. Τα βράδια δε λογαριάζονται. Είναι μια συνέχεια της ημέρας, μόνο που λείπει το φως. Κάτι πρέπει να γίνει για ν’ ανακουφιστεί η σκέψη που έχει φτάσει πια στο αδιέξοδο. Βέβαια υπάρχουν πολλές λύσεις, αν βγάλουμε απ’ τη μέση την έμμονη ιδέα. Μια ματιά έξω απ’ τον εαυτό μας. Στα λάχανα του στρατοπέδου, έτσι σαν κάτι το συνηθισμένο κι όχι σαν ένα πίνακα που πρέπει οπωσδήποτε να παίξει κάποιο ρόλο για το είδος του λιπάσματος που χρησιμοποιούν οι οικοπεδάρχες. Τι ψευτιές! Λένε πως είναι από… Ανοησίες. Νομίζω πως δεν χόρτασες ποτέ την πείνα σου εσύ, γυναίκα, έχεις μια ακατανίκητη όρεξη να γευθείς ό,τι καλύτερο βρίσκεις στα τραπέζια του κόσμου. Ξέρεις καλά πως αν χορτάσεις, δεν θα ’χει πια κανένα ενδιαφέρον και η πιο ενδιαφέρουσα προσφορά. Προσπάθησε να μη χορτάσεις. Στεκόμουν στην ουρά. Σκεφτόμουν τον Γιούρεκ. Ας φύγουμε τώρα, έλεγα, τώρα που τ’ ακρογιάλια είναι αγριεμένα, τα σπίτια κλειστά, τα χωράφια βρεγμένα, τα δάση γεμάτα αγρίμια, οι δρόμοι στρωμένοι με βρωμόλογα, τα προγράμματα πληρωμένα σε ευτελή τιμή κι οι αναλύσεις των έργων μπερδεύουν τη δική μας γνώση. Αυτή η ουρά ήταν από κείνες που προχωρούν σε μια πόρτα και βγαίνουν από μια άλλη πόρτα, με τη διαφορά πως στην έξοδο περιμένει ένα καροτσάκι και γεμίζει λίπασμα, συνήθως κατά το βράδυ.
«ΕΙΣΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ…»
»Τώρα δε μπορώ πια να μιλήσω με κανέναν. Αφουγκράζομαι την τρομαχτική ησυχία της νύχτας. Κανείς δεν ανασαίνει στο θάλαμο. Καθόμαστε όλοι πάνω στα κρεβάτια μας και φωτογραφίζουμε την κίνηση του στρατοπέδου. Ξέρουμε πια πως ήρθε η μεγάλη στιγμή. Δεν έχουμε δύναμη να χαρούμε. Δεν έχουμε χείλη να ψιθυρίσουμε. Ξέρουμε μονάχα σίγουρα πως είναι Μάης 1945 και σέρνονται βαριά στις πόρτες τα συμμαχικά τανκς. Πότε πότε σχίζει την αναμονή κάποιο βιαστικό βήμα. Ένας δεσμοφύλακας που προσπαθεί να το σκάσει. Κάπου υπάρχει ακόμα δύναμη στους ξαπλωμένους σκελετούς. Ένα βογγητό ακούγεται. Μια κραυγή αγωνίας. Οι κρατούμενοι εκτελούν τους δεσμοφύλακες. Τους στραγγαλίζουν με τους κλοιούς των κοκκάλων τους. Όλα είναι αδιάφορα. Η βία στη βία. Αδιάφορο… Τα τανκς πλησιάζουν. Να προλάβουμε μόνο να τα δούμε… Πάλι κάποιος βασανιστής πέφτει και μουγκρίζει. Κοπάδι από λύκους που αλληλοτρώγονται και πότε πότε ένας τιμωρός. Σκοτώνονται μεταξύ τους και από μας. Επιτέλους η τρομαχτική ησυχία, με τις πιο τρομαχτικές διακοπές σπάει. Παραξενευόμαστε πως υπάρχουμε ακόμα κι ακούμε το μήνυμα της λευτεριάς. «Μπαίνουν στο στρατόπεδο. Να τοι! Οι σύμμαχοι!».
»Μα και βέβαια σύρθηκαν στην αυλή. Δε μπορούσα να χάσω τη στιγμή που τόσο αγωνίστηκα να αντικρύσω. Πάνω σ’ ένα τζιπ, με τα χέρια τεντωμένα, ένας Ρώσος αξιωματικός έλεγε:
»Κατάδικοι, ήρθε η ώρα και για σας. Είστε ελεύθεροι άνθρωποι κι όχι σκλάβοι του φασισμού!»
»Γέμισε η αυλή φαντάσματα που δε μπορούσαν ν’ ακουμπήσουν τη γη με τα πόδια. Με τις παλάμες στο χώμα κι ελαφρά ανασηκωμένα τα κορμιά ψάλαμε τους εθνικούς μας ύμνους που δεν παραλλάζανε σε λόγια και μουσική γιατί στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μόνο τ’ αναφιλητά μας. Κι εγώ η Γκρετσίνκα, μαζί με τη μητέρα κι άλλους Έλληνες, φτιάξαμε με τις στολές μας μια σημαία ελληνική, τη στήσαμε στη μέση του στρατοπέδου κι ακολουθήσαμε την ουρά της εξόδου κοιτάζοντας πίσω μας εκείνο το ασπρογάλανο σύμβολο.
»Τώρα μπορούμε και κυκλοφορούμε στους δρόμους που κατέχουμε. Πήγαμε σ’ ένα κέντρο επαναπατρισμού με τη μητέρα. Μας είχαν κρατήσει δύο εβδομάδες στο νοσοκομείο για να συνηθίσουμε στους ανθρώπινους τρόπους ζωής. Μέσα στη σύγχυση βρεθήκαμε πάλι γυμνές και πεινασμένες. Περνούσαμε μπρος απ ’να γερμανικό σπίτι. Ένας σύμμαχος μας ανέβασε πάνω. Παρ’ όλο που είχαμε δύναμη ν’ ανεβούμε μια σκάλα, ωστόσο νιώθαμε πως ποτέ δε θα φθάναμε το τελευταίο σκαλί. Η μητέρα χάιδευε τα κάγκελα αφηρημένη. Κατάλαβα πως εκείνη τη στιγμή ένιωθε σαν ν’ ανέβαινε τη σκάλα του σπιτιού μας. Ο στρατιώτης πίσω μας είχε ανοιχτά τα χέρια του να μας πιάσει. Τρεκλίζαμε. Ένα σπίτι που μας τυράννησε. Ένα σπίτι που μας περιμένει. «Δε γυρίζω πίσω, είπε η μητέρα, ποιον θα βρω εκεί, πήγαινε όπου θες, εγώ δε γυρίζω πίσω».
»Δεν της αντιμίλησα. Το μάτι μου καρφώθηκε στο στρωμένο τραπέζι για το πρωινό. Το γάλα μισοπιωμένο. Το κουταλάκι πεσμένο κάτω. Τα κρεβάτια με τα πελώρια πουπουλένια μαξιλάρια είχαν ακόμα το σχήμα του κορμιού. Οι ντουλάπες ανοιχτές. Έκρυψα το πρόσωπό μου να γλιτώσω απ’ την εικόνα της βιαστικής φυγής. Από μια άλλη παρόμοια εικόνα που ’ζησα η ίδια. Εγώ κι ο εχθρός μου είμαστε αντιμέτωποι; Όχι. Είμαστε κι οι δυο ένα κουβάρι που μας τύλιγαν και μας ξετύλιγαν. Ποιοι;
»Η μητέρα αγκάλιαζε τα μπράτσα της. Τα ’σφιγγε και μουρμούριζε: «Τι πάθαμε… Τι πλάκες από σπασμένα αγάλματα! Μας ξεθάψανε λοιπόν…».
»Ο στρατιώτης είχε μαζέψει σ’ ένα πανέρι διάφορα είδη ρουχισμού και σοκολάτες και μας παρακαλούσε να τα πάρουμε. Μας εκλιπαρούσε να ντυθούμε: «Πάρτε σας παρακαλώ. Είναι δικά σας. Ντυθείτε…».
»Κοιταχτήκαμε. Είμασταν γυμνές. Τα δάχτυλά μας ανάδευαν αυτή τη γύμνια. Κατεβήκαμε τη σκάλα με το βήμα του στρατιώτη πίσω μας. Τώρα πια που περπατούσα, θάρρεψα πως οι δρόμοι δεν υπήρχαν για κανένα είδος ανθρώπου. Απέναντι απ’ το σπίτι ήταν ένα επιταγμένο νοσοκομείο. Έπρεπε να πεθάνω σ’ ένα κρεβάτι κανονικό. Σερνόμουνα σχεδόν. Και τότε ένιωσα πως ο στρατιώτης είχε κρεμάσει στο μπράτσο μου κάλτσες κι άλλο κάτι, που ούτε θυμάμαι. Το ίδιο και στη μητέρα, που εξακολουθούσε να βαδίζει, στητή και με τα μπράτσα σφιγμένα.
»Ντράπηκα. Είδα το στρατιώτη, καθισμένον στις σκάλες, να ’χει το πρόσωπο στις χούφτες και να κλαίει με λυγμούς. Ντράπηκα πιο πολύ που έπρεπε πια να πεθάνω. Φώναξα δυνατά: «Αλλό, Κλαιρ…»
»Ο στρατιώτης σήκωσε το κεφάλι. Γέλασα. Είχα πια μπει στην αυλή του νοσοκομείου με τη μητέρα ξοπίσω μου. Μόλις κρατιόμαστε κι οι δυο. Ο στρατιώτης ήρθε τρέχοντας και μας συγκράτησε. Γελούσα ακόμα και τότε στα μάτια του είδα μια σκιά που την αναγνώρισα. Είδα έναν άλλο στρατιώτη που μου ψιθύριζε: «Εσύ, η Μυριάμ».
Μετάβαση στο σημείο: Παλιά αγορά, Λαδάδικα, Καπάνι