Θεσσαλονίκη
Μια εβραϊκή πόλη
Συγκρότηση ενότητας: Ελένη ΚοσμάΠλατεία Ελευθερίας Πλατεία Ελευθερίας
H Πλατεία Ελευθερίας είναι ένα κομβικό γεωγραφικό σημείο για την ιστορία της πόλης της Θεσσαλονίκης. Μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες των γερμανικών επιχειρήσεων γράφτηκε στην Πλατεία Ελευθερίας τον Ιούλιο του 1942: περίπου 7.000 άντρες Εβραίοι ηλικίας από 18 μέχρι και 45 συγκεντρώθηκαν στην πλατεία, προκειμένου να επιστρατευτούν για καταναγκαστική εργασία στην πόλη είτε για να οδηγηθούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Την ημέρα αυτή, κάτω από υψηλότατες θερμοκρασίες, οι Γερμανοί στρατιώτες υπέβαλαν σε δημόσιο εξευτελισμό τους Θεσσαλονικείς Εβραίους, για να τους οδηγήσουν στη συνέχεια στα στρατόπεδα, όπου έχασαν τη ζωή τους περίπου 50.000. Το 1997 η ελληνική κυβέρνηση ανήγειρε στην Πλατεία Ελευθερίας ένα Μνημείο Ολοκαυτώματος.
Μαζάλ...
Μαζάλ
Πρόλογος
Ονομάζομαι Λέων Περαχιά. Γεννήθηκα τον Μάιο του 1920.
Η οικογένειά μου αποτελούνταν από τον πατέρα μου Χαναέλ, υπάλληλο, την μητέρα μου Σάρα, τον αδελφό μου Δαβίδ κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερό μου, και από μένα. Το σπίτι μας ήταν στα σύνορα Αγίου Φανουρίου και του συνοικισμού 151. Ο πατέρας μου καταγόταν από ραββινική οικογένεια, καταλαβαίνετε ότι μεγάλωσα με θρησκευτικές αρχές.
Όταν ήρθε η σχολική ηλικία, ο πατέρας μου μ’ έστειλε στο ιδιωτικό σχολείο Αλτσέχ. Το δημοτικό ήταν έξι χρόνια, και τέσσερα χρόνια η Εμπορική. Απ’ την πρώτη δημοτικού μαθαίναμε γαλλικά, ελληνικά και εβραϊκά. Στην πρώτη Εμπορικής μαθαίναμε και αγγλικά. Όταν έγινα οκτώ χρονών, γράφτηκα στους προσκόπους Μακαμπή. Η σχολή Αλτσέχ και η Μακαμπή μου ριζώσανε δυο αγάπες στην καρδιά: την Ελλάδα και την Παλαιστίνη.
Στο σπίτι μου είχαμε μεγάλη αυλή. Για να μου δώσει ο πατέρας μου την εβδομαδιαία συνδρομή (2,5 δρχ.) για την Μακαμπή, έπρεπε να σκάβω με κασμά όλο τον κήπο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ήθελε να μάθω ότι δύσκολα βγαίνει το χρήμα.
Στα 14 μου χρόνια ζήτησα απ’ τον πατέρα μου την άδεια να γραφτώ στο Ωδείο. Ήμουν καλλίφωνος και αγαπούσα πολύ την μουσική. Τότε υπήρχε μια προκατάληψη στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, ότι όποιος πάει στο Ωδείο γίνεται κίναιδος. Γι’ αυτό και ο πατέρας μου αρνήθηκε. Αυτή ήταν η πρώτη μου απογοήτευση στη ζωή.
Όταν τέλειωσα την Τρίτη Εμπορική, ο πατέρας μου δεν μπορούσε πλέον να αντεπεξέλθει στα έξοδα των διδάκτρων της τελευταίας τάξεως. Δεύτερη απογοήτευση. Εκ των πραγμάτων έπρεπε να βγω στην βιοπάλη. Πήγα σ’ ένα μηχανουργείο να μάθω τέχνη. Ήμουν ο πρώτος Εβραίος στην Θεσσαλονίκη που πήγαινε στην τέχνη αυτή. Μα ευτυχώς που έμαθα την τέχνη αυτή, διότι μου έσωσε την ζωή, όπως θα διαβάσετε παρακάτω.
Το 1938 γράφτηκα στη Σχολή Μηχανικών Θεσσαλονίκης για να πλουτίσω τις τεχνικές μου γνώσεις. Στην Σχολή μπήκα στην δεύτερη τάξη λόγω του ότι είχα τελειώσει την Τρίτη Εμπορικής. Το 1939 γράφτηκα στην Χορωδία Θεσσαλονίκης.
Ήρθε ο πόλεμος του ’40. Στις 9 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στην Θεσσαλονίκη. Λυπόμουν που δεν πρόλαβα να καταταγώ. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, στις 21 Απριλίου θα πήγαινα στο πολεμικό ναυτικό, διότι ήμουν στην Σχολή Μηχανικών.
Οι μήνες περνούσαν και η γερμανική μπότα άρχισε να κάμνει το θαύμα της. Τα πάντα με δελτίο και τα τρόφιμα να σπανίζουν. Η μαύρη αγορά έκανε την εμφάνισή της. Οι φούρνοι μας δίνανε μπομπότα (καλαμποκίσιο ψωμί). Στο σπίτι μου με δυσκολία τα φέρναμε βόλτα. Ο αδελφός μου είχε γυρίσει απ’ τ’ Αλβανικό μέτωπο και ήταν άνεργος· μόλις τον Οκτώβρη του ’41 μπόρεσε να βρει δουλειά.
Οι φούρνοι μας έδιναν μια φέτα μπομπότα ανά άτομο. Επειδή εγώ δούλευα σκληρά, ο πατέρας μου μού ’δινε την δική του μερίδα μπομπότα λέγοντάς με ότι ήταν στομαχικός και δεν μπορούσε να την φάει· τα ίδια και η μάνα μου. Το μεσημέρι που έτρωγα, δάκρυζα κι έτρωγα, διότι στερούνταν οι γονείς μου για να φάω εγώ.
Εκείνον τον καιρό, το μηχανουργείο που εργαζόμουν είχε συμβληθεί με την γερμανική ναυτική διοίκηση: εκείνοι θα μας δίνανε πετρέλαιο για την πετρελαιομηχανή που έδινε κίνηση σ’ όλα τα μηχανήματά μας, και εμείς θα επισκευάζαμε τις πετρελαιομηχανές απ’ τα καΐκια που είχαν επιτάξει. Οι τορνοδουλειές θα γίνονταν από μένα, διότι, όπως έλεγε τ’ αφεντικό μου, εγώ ήμουν λεπτουργός. Δύο μέρες μετά, ήρθε στον τόρνο μου ένας αξιωματικός του γερμανικού ναυτικού για να παρακολουθήσει το πώς δούλευα. Σε λίγο κτύπησε το καμπανάκι για μεσημέρι. Όταν ο αξιωματικός είδε ότι το μεσημεριανό μου ήταν δύο φέτες μπομπότα, κούνησε το κεφάλι του κι έφυγε. Ένα τέταρτο μετά, ξανάρθε μαζί μ’ έναν ναύτη που κρατούσε δύο τεντζεράκια και μία φραντζόλα. Στα γραφεία μας είχαμε έναν διερμηνέα, ήρθε και αυτός κοντά μου. Ακούει τον αξιωματικό να λέει στον ναύτη ότι κάθε μέρα στις δώδεκα θα μου φέρνει φαγητό και μία φραντζόλα ψωμί. Αυτά μου τα μετάφρασε ο διερμηνέας. Απ’ το ψωμί, το ένα τέταρτο το έτρωγα εγώ και τα τρία τέταρτα τα πήγαινα το βράδυ στους γονείς μου.
Όταν οι συνάδελφοί μου θέλαν να με πειράξουν, έλεγαν στον Γερμανό: «Γιούντε, Γιούντε». Ο Γερμανός απαντούσε: «Ναι, Γιούντε αλλά είναι καλός τεχνίτης».
Δύο μήνες μετά, βγήκα και εγώ να κάνω μαύρη αγορά. Και καθώς κι ο αδελφός μου είχε βρει δουλειά, πήραμε την πάνω βόλτα.
Πλατεία Ελευθερίας
Ιούλιος 1942, διαταγή των Γερμανών: όλοι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης από 18 μέχρι 45 ετών, το Σάββατο 11 Ιουλίου ώρα 8 π.μ. να συγκεντρωθούν στην πλατεία Ελευθερίας. Το Σάββατο η πλατεία ήταν κατάμαυρη από ανθρώπους. Γύρω γύρω από την πλατεία οι Γερμανοί είχαν στήσει πολυβόλα. Εγώ δεν παρουσιάστηκα διότι πρώτα ήθελα να δω τι θα συμβεί. Εννέα χιλιάδες ενήλικες έχουν συγκεντρωθεί κάτω από έναν καυτό ήλιο. Στην πλατεία ξετυλίγονται φρικτές σκηνές. Κάθε Εβραίο, που δεν είναι ακριβώς πίσω απ’ τον άλλον ή επιχειρεί να ξεκουραστεί καθήμενος σε μια πέτρα, ή γελαστεί και βάλει μία εφημερίδα στο κεφάλι για να φυλαχτεί απ’ τον ήλιο, τον αρπάζουν και τον πάνε σε μία επιτροπή αξιωματικών. Αυτοί βάζαν τους κακόμοιρους να κάνουν εξαντλητικές γυμναστικές ασκήσεις, μέχρι που θα πέφτανε κάτω λιπόθυμοι. Τότε άρχιζαν τις κλωτσιές με τις βαριές μπότες τους. Όσους δεν ξανασηκώνονταν διότι λιποθύμησαν, τους παραλάμβανε ο Ερυθρός Σταυρός.
Μου ’κανε εντύπωση ότι δεν παρατηρήθηκε καμία αντίδραση εκ μέρους των επαγγελματικών οργανώσεων, του πανεπιστημίου, του δήμου και του γενικού διοικητού. Μήπως αυτοί όλοι σκεφτήκαν ότι τους Εβραίους βαράνε, όχι τους Χριστιανούς;
Κυριακή 12 Ιουλίου, διαταγή των Ούννων: Δευτέρα 13 Ιουλίου οι Εβραίοι ηλικίας 18 μέχρι 45 ετών πρέπει να συγκεντρωθούν στην πλατεία Ελευθερίας. (Τί ειρωνεία, έπρεπε να ονομαστεί πλατεία βασανισμού). Και πάλι δεν παρουσιάστηκα. Και τις δύο μέρες πήγα σαν θεατής. Όταν είδα ότι δεν ήταν σαν το Σάββατο, την επομένη πήγα. Η εγγραφή των νέων γίνονταν σ’ ένα γραφείο της Ιονικής Τραπέζης. Ο καθένας που έβγαινε απ’ το γραφείο υποχρεώνονταν απ’ τους Ούννους να ξαπλωθεί και να κυλισθεί καταγής σαν βαρέλι, σε όλο το μήκος του δρόμου. Με μια άλλη διαταγή, όλους αυτούς που γράφτηκαν, τους μοιράσαν σε διάφορα έργα. Ευτυχώς για μένα που είχα έναν Ιταλό μηχανικό γνωστό (ονομαζόταν Μορατόρι)· αυτός μου προμήθευσε ένα χαρτί της Κομμαντατούρ ότι είμαι προμηθευτής του γραφείου του νομομηχανικού κι έτσι απαλλάχθηκα.
Κογκάρδες και γκέττο
Μήνας Φεβρουάριος, 1943, διαταγή: Όλοι οι Εβραίοι πρέπει να φορέσουν μία κογκάρδα (το άστρο του Δαβίδ) στα ρούχα τους στο σημείο της καρδιάς. Επίσης είχαν χωρίσει τους διάφορους μαχαλάδες σε γκέττο. Κανείς Εβραίος δεν έπρεπε να εξέλθει απ’ το γκέττο. Στις φτωχογειτονιές οι άνθρωποι πεθαίναν απ’ την πείνα. Να εργαστούμε δεν μπορούσαμε λόγω γκέττο. Ο αδελφός μου βλέποντας αυτά τα χάλια, αποφάσισε να φύγει στην Μέση Ανατολή. Βρήκε τρόπο κι έφυγε.
Έκτοτε, μου μπήκε η ιδέα ότι πρέπει να φύγω στο βουνό, όπου δρούσαν οι αντάρτες. Άνθρωποι απ’ όλες τις τάξεις που δεν σήκωναν την σκλαβιά και ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν με το όπλο στο χέρι.
Η προδοσία του αρχιραββίνου Κόρετς
Όταν ένας πολιτικός αρχηγός βγάζει λόγο, οι αντιφρονούντες δεν δίνουν σημασία. Όταν όμως μιλάει ένας θρησκευτικός αρχηγός, τότε όλοι τον ακούν, έστω και αν δεν πιστεύουν. Προπαντός σε μια μειονότητα.
Ο πουλημένος αρχιραββίνος Κόρετς πήγαινε από συναγωγή σε συναγωγή κι έλεγε στην νεολαία: «Εσείς οι νέοι θα πάτε στην Πολωνία, θα εργάζεσθε για να συντηρήσετε τους γονείς σας». Ο πρόστυχος, για να σώσει το τομάρι του και την οικογένειά του, δεν δίστασε να προδώσει το ποίμνιό του. Αν ήταν σωστός αρχιραββίνος, έπρεπε να παροτρύνει την νεολαία να φύγουν στο βουνό. Η ελληνική ιστορία μας δίδαξε ότι ο Γρηγόριος ο πέμπτος προτίμησε τον θάνατο παρά να προδώσει το ποίμνιό του. Γνώμη μου είναι ότι το 80% της νεολαίας μας θα γλίτωνε αν ο αρχιπροδότης (που ήξερε τί εστί Ούννος), τουλάχιστο το βούλωνε και δεν μας έλεγε τίποτα.
Το δίλημμα
Για να φύγω στο βουνό, έπρεπε να βρω έναν σύνδεσμο με τους ανθρώπους του βουνού. Τί έκανα; Έβαλα τα μουντζούρικα (που κανένας Εβραίος ποτέ δεν μ’ είχε δει), το δερμάτινο κασκέτο χωμένο μέχρι τ’ αυτιά, μουντζούρα στα χέρια και στο πρόσωπο, και βγήκα απ’ το γκέττο. Βεβαίως ούτε λόγος για κογκάρδα. Πήγα στην Καλαμαριά που οι περισσότεροι συνάδελφοί μου κάθονταν εκεί. Επί τρεις μέρες πηγαινοερχόμουν έως ότου βρήκα τον κατάλληλο άνθρωπο. Μείναμε σύμφωνοι ότι σε δυο μέρες θα ’ρθει να με πάρει. Όταν είπα στους γονείς μου ότι σε δυο μέρες φεύγω, δεν είπαν τίποτα.
Όταν ήρθε η μέρα για να φύγω και ήρθε ο σύνδεσμος, η μάνα μου σε μια γωνιά και ο πατέρας μου σε άλλη γωνιά έκλαιγαν. Ο σύνδεσμος τους γνώριζε και τους ρωτάει: «Γιατί, κύριε Περαχιά, κλαις;» Τότε ο πατέρας μου του απαντάει: «Δυο παιδιά μας χάρισε ο καλός Θεός και τα δυο μας εγκαταλείπουν». Πέτρα να είχες για καρδιά, θα είχε ραγίσει. Ο σύνδεσμος δάκρυσε και μου λέει: «Λέων, η παροιμία λέει: ευχή γονιού να πάρε και στο βουνό ανέβα. Εσύ στο βουνό θα πας, αλλά την ευχή του γονιού δεν την έχεις. Πήγαινε μαζί τους, τεχνίτης είσαι, ένα ψωμί θα βγάλεις για να τους δώσεις». Μάλιστα αναφέρθηκε και στο ότι οι Γερμανοί ήταν εκείνοι που μου δίναν φαγητό στο μηχανουργείο.
Γκέττο Βαρώνου Χιρς.
Αποθήκη τράνζιτο για τα τρένα του θανάτου
Αυτός ο συνοικισμός ιδρύθηκε από τον μεγάλο φιλάνθρωπο βαρώνο Χιρς για τους φτωχούς Εβραίους. Ήταν δίπλα στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Ένα πρωί οι Ούννοι τον περίφραξαν με υψηλά σανίδια. Όταν τελείωσε η περίφραξη, απαγόρεψαν στους Εβραίους να εξέλθουν απ’ το γκέττο. Επίσης απαγόρευσαν στους χριστιανούς να εισέλθουν στο βαρώνο Χιρς. Όταν ανάβαν τους προβολείς που είχαν βάλει, νόμιζες πως ήταν μέρα.
Τα τρένα του θανάτου
Δεκαπέντε Μαρτίου του ’43 γίνεται η πρώτη αποστολή προς το θάνατο με τους κατοικούντες στο βαρώνου Χιρς. Τα βαγόνια του θανάτου αναμένουν στο σταθμό που είναι εκεί κοντά. Είναι φορτηγά βαγόνια για σαράντα άτομα και οι Ούννοι βάζουν από ογδόντα μέχρι ενενήντα άτομα. Στο κάθε βαγόνι, ένα βαρέλι για τις σωματικές ανάγκες μας.
Απ’ την Θεσσαλονίκη φύγαν 19 αποστολές με ένα σύνολο 45.650 ανθρώπων.
Στα στρατόπεδα ανδρών μπήκαν 6.742 άτομα και στα στρατόπεδα γυναικών 4.234. Οι υπόλοιποι εστάλησαν κατευθείαν στα κρεματόρια.
Εστάλη και μία αποστολή στο Μπέλσεν. Σ’ αυτήν ήταν οι συνεργασθέντες με τα τέρατα αυτά. Βεβαίως ήταν και ο αρχιπροδότης—και όχι αρχιραββίνος—Κόρετς, με τη γυναίκα και τα παιδιά τους.
Ήρθε η σειρά να μετακινηθεί το γκέττο της Αγίας Τριάδος στο γκέττο του βαρώνου Χιρς. Ράγιζε η ψυχή σου βλέποντας ηλικιωμένους, μωρά, ανάπηρους και ανήμπορους να σέρνουν τα βήματά τους για να πάνε με τα πόδια στο γκέττο του βαρώνου Χιρς. Εκεί μείναμε δυο νύκτες και μία μέρα. Στις τεσσεράμιση το πρωί μας ξύπνησαν με φωνές και βρισιές να βγούμε έξω με τα πράγματά μας. Μας μάζεψαν στην πλατεία και πήγαμε στα βαγόνια που μας περίμεναν.
Όλη η βοήθεια που μπόρεσα να προσφέρω στους γονείς μου ήταν: Την τέταρτη μέρα που ο συρμός σταμάτησε σε μία πεδιάδα με δίπλα ένα ποτάμι, μας είπαν να κατέβουμε, ν’ αδειάσουμε το βαρέλι με τις ακαθαρσίες και να πάρουμε νερό απ’ το ποτάμι. Ο πατέρας και η μητέρα μου δεν μπορούσαν να κατέβουν διότι δεν είχε σκαλιά το βαγόνι. Κατέβηκα και γέμισα τα δύο γκιούμια που είχαμε με νερό. Οκτώ μέρες κράτησε το ταξίδι αυτό.
Φθάσαμε στο Μπιρκενάου της Κρακοβίας. Μόλις άνοιγαν τη συρταρωτή πόρτα του βαγονιού, αμέσως έπρεπε να κατεβούμε με τα μπογαλάκια. Αλίμονο σε όποιον αργούσε, αμέσως πέφτανε μπουνιές, κλωτσιές και βρισιές.
Μας λένε ν’ αφήσουμε τα μπογαλάκια και τις βαλίτσες μας κάτω και να σχηματίσουμε δυο γραμμές, άνδρες και γυναίκες. Τέσσερις αξιωματικοί χωρίζαν τους νέους απ’ τους γέρους και τέσσερις άλλοι χωρίζαν τις ηλικιωμένες απ’ τις νέες.
Λεξιλόγιο του στρατοπέδου
(μετάφραση και επεξηγήσεις)
Μπιρκενάου: στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως ανθρώπων. Το μεγαλύτερο του κόσμου, όπου εξοντώθηκαν 4.000.000 άνθρωποι.
Άουσβιτς: στρατόπεδο συγκεντρώσεως και εξοντώσεως ανθρώπων.
Ζύκλον Β: αέριο που παρήγετο από κρυστάλλους κυανίου. Ενεργούσε θανατηφόρα σε όσους το αναπνέανε. Μέσα σε λεπτά πέθνησκες.
SS:τέρατα ειδικά επιλεγέντα για να σκοτώνουν ανθρώπους δίχως λύπηση.
Μπλοκ: κτίσμα ή μπαράγκα όπου στεγάζονταν οι κατάδικοι.
Μπλοκ-φύρερ: ο υπεύθυνος SS του μπλοκ.
Μπλόκελτέστερ: μπλοκάρχης. Έγκλειστος, υπεύθυνος του μπλοκ έναντι του μπλοκ-φύρερ.
Σράιμπερ: γραφιάς
Στύμπεντινστ: υπεύθυνος έγκλειστος έναντι του μπλοκάρχη.
Αρμπαιτ-ντίνστ: έγκλειστος που τοποθετούσε τους άλλους έγκλειστους στα διάφορα κομμάντο.
Κομμάντο: σύνολο εγκλείστων που απασχολούνταν σε μία ορισμένη εργασία.
Κομμάντο-φύρερ: ο υπεύθυνος SS του κομμάντο.
Κάπο: αρχηγός συνόλου εργαζομένων εγκλείστων.
Όμπερ-κάπο: έγκλειστος επί των κάπων.
Ούντερ-κάπο: έγκλειστος υπό τον κάπο.
Φόραρμπάιτερ: δεκάρχης.
Άουφζιχτ: επιβλέπων.
Ρότεν-φύρερ: SS δεκανεύς.
Μάεστερ: πολίτης Γερμανός, υπεύθυνος της παραγωγής.
Όμπερ-μάεστερ: πολίτης Γερμανός, υπόλογος προς τον διευθυντή του εργοστασίου.
Φέρτνερ: θυρωρός (έγκλειστος).
Πουφ-κομμάντο: ονομασία του κομμάντο με τις πόρνες.
Μούζουλμαν: ονομασία που δόθηκε στους εγκλείστους που από την κακουχία και την πείνα γίναν σκελετοί.
Μήσκι: καραβάνα
Τσου-λάγκερ: επιπλέον τροφή που μας δίναν άπαξ την εβδομάδα.
Πρόμινεντ: έγκλειστοι με ισχύ στο στρατόπεδο.
Ντρέερ: τορνευτής.
Σλόσερ: εφαρμοστής.
Σμίντερ: σιδεράς.
Διαχωρισμός των εγκλείστων
κατά μειονότητα και χώρα προελεύσεως
Για να ξεχωρίζουν οι Ούννοι το θρήσκευμα και τον τόπο προελεύσεως του κάθε έγκλειστου, αριστερά στο πανάκι που είχαμε τον αριθμό, υπήρχε για μεν τους Εβραίους το άστρο του Δαβίδ, για δε τους μη Εβραίους ένα τρίγωνο με την μύτη προς τα κάτω.
Για τους Εβραίους που είχαν το άστρο του Δαβίδ, το τρίγωνο που είχε την μύτη προς τα πάνω ήταν κίτρινο, το δε τρίγωνο που είχε την μύτη προς τα κάτω ήταν κόκκινο. Στο κέντρο του κόκκινου τριγώνου υπήρχε το πρώτο γράμμα του ονόματος της χώρας απ’ όπου καταγόταν. Παράδειγμα: Οι Ελληνοεβραίοι είχαμε το G (Griechenland). Το αρχικό γράμμα του ονόματος της χώρας το είχαν και οι μη Εβραίοι. Δίπλα στο σήμα αυτό ήταν ο αριθμός του καθενός.
Για τους μη Εβραίους, απ’ τον χρωματισμό του τριγώνου που είχαν, ξεχώριζες το τί είδος αδίκημα είχαν κάνει.
Κόκκινο χρώμα για τους πολιτικούς κρατούμενος.
Ροζ χρώμα για τους ομοφυλόφιλους.
Μαύρο χρώμα για τους Ρώσους και τους Τσιγγάνους.
Πράσινο χρώμα για τους εγκληματίες και τους μη άξιους της ελευθερίας.
Βιολέ για τους μάρτυρες του Ιεχωβά.
Αν κρατούσες κανένα παιδί στην αγκαλιά σου, σε βάζανε με τους ηλικιωμένους.
Με την αποστολή μου φθάσαμε στο Μπιρκενάου 2.400 άτομα, και μπήκαν στο στρατόπεδο 445 άνδρες και 193 γυναίκες. Οι υπόλοιποι πήγαν στο κρεματόριο.
Πόσο χαρήκαμε όταν είδαμε ότι τους ηλικιωμένους και τα παιδιά τους περίμεναν αμάξια. Είδα την μητέρα μου αγκαζέ με τις δύο αδελφές της να κατευθύνονται προς τ’ αυτοκίνητα. Πού να ξεύραμε ότι τους πηγαίναν για τον θάνατο.
Σε λίγο δόθηκε διαταγή να ξεκινήσουμε. Όταν είδα την πύλη του στρατοπέδου, ασυναισθήτως μου ’ρθε στο νου ο Δάντης: «Σεις που εισέρχεστε εδώ, αφήστε κάθε ελπίδα».
Περαχιά Λεών, Μαζάλ, Θεσσαλονίκη, 1990
Ραχήλ...
Ραχήλ
Το βρήκα τυχαία σ’ ένα συρτάρι. Δε θυμόμουνα καθόλου πότε το ’βαλα εκεί μέσα –πάει πολύς καιρός που γίνηκα όλ’ αυτά. Κοντά δέκα χρόνια. Τότε λέγαμε «φόβος», κι ο νους μας πήγαινε στις σκοτεινές κάμαρες με τα σκεπασμένα παράθυρα. Ποτέ πιο πέρα. Ύστερα μπλέξαμε την έννοιά του με τη λέξη «πόλεμος».
Περνούσε πολύς καιρός για να συνηθίσουμε μια λέξη:
Τη λέγαμε μέσα μας πολλές φορές, ώσπου πια τη μαθαίναμε. Ύστερα πάλι τη βαριόμασταν και ψάχναμε για καινούργιες.
Η Ραχήλ ήταν δέκα χρονών κι η πατρίδα της ήταν όλο παράξενα ονόματα. Ποτέ δεν καταφέραμε να τα θυμηθούμε. Εκείνη τα ’ξερε όλα απέξω –πώς να μην την θαυμάζουμε… Η αδελφούλα μάλιστα, καμάρωνε πολύ κάθε φορά που εκείνη την έπαιρνε να πάνε στον κήπο. Κείνες τις ώρες, δεν ήθελε να της μιλάς: Η Ραχήλ, με τα παράξενα μάτια, ήταν η μόνη της έγνοια-η μόνης μας έγνοια, πιο σωστά.
Με περνούσε δυο χρόνια, μα όπως ήταν ψηλή και ντελικάτη έδειχνε πιο μεγάλη. Ήταν άλλωστε πάντα πολύ σοβαρή, σχεδόν λυπημένη. Η αδελφούλα δεν ερχόταν ακόμα στο σχολείο –μα ήταν τόση η λαχτάρα της, που η μητέρα υποσχέθηκε στην αρχή της χρονιάς να την γράψει.
Όλοι ξέραμε καλά την αιτία και την πειράζαμε: Η Ραχήλ όμως είχε πολλές φιλενάδες της δικιάς της ηλικίας κι η αδελφούλα ήταν τόσο μικρή. Πώς να γίνουνε φίλες οι δυο τους;
Ωστόσο εγώ ήξερα –ήμουνα φίλη της, «η πιο καλή», έτσι έλεγε εκείνη. Δεν ήταν μικρό πράμα αυτό. Καμιά άλλη στο σχολείο δεν ήξερε τόσες ιστορίες, ούτε και θυμότανε απέξω τόσα ονόματα.
Οι δασκάλες την αγαπούσαν όλες, πολύ –ήταν έξυπνη και καλή με όλους. Αγαπούσε όλο τον κόσμο –ακόμα και τη γριά δασκάλα των γαλλικών που μας έβαζε να γράφουμε τιμωρία με τις ώρες. Κάτι κατεβατά που μας έκαναν να την μισούμε.
Σίγουρα ήταν πολύ κακιά εκείνη η γυναίκα. Κάτι ζεστά απριλιάτικα απογεύματα, δεν μπορούσες να σκεφτείς τίποτ’ άλλο, μονάχα την εξοχή και τον ήλιο· και μες, καθισμένες μπροστά στο τραπέζι, γράφαμε ανόρεχτα, μηχανικά. Κι όλο και κοιτούσαμε έξω και λαχταρίζαμε. Σίγουρα ήταν πολύ κακιά γυναίκα αυτή η δασκάλα…
Ωστόσο η Ραχήλ την αγαπούσε κι αυτήν. Αυτό πια πήγαινε πολύ!
Ήταν δυστυχισμένη, έλεγε, γι’ αυτό μας φερόταν έτσι. Είχε πεθάνει το παιδί της κι είχε μείνει μονάχη της. Τ’ άλλα παιδιά όμως ζούσαν και κείνη τα ’βλεπε και θύμωνε.
Το δικό της παιδί είχε μόλις ένα χρόνο πεθαμένο, όταν ήρθε εκείνη στο σχολείο να μας κάνει μάθημα. Η Ραχήλ έμενε στο διπλανό της σπίτι και έπαιζε συχνά με το μικρό αγόρι –Γιοέλ το έλεγαν. Ύστερα πια, όταν εκείνο πέθανε, η Ραχήλ έπαψε να πηγαίνει σπίτι τους –φοβότανε. Ο Γιοέλ ήταν πάντα τόσο ζωηρό παιδί, άταχτο, σωστό πειραχτήρι. Αν της σκάρωνε πάλι κανένα από κείνα τα αστεία του;
Της έκοβε την ανάσα με τις σκανταλιές του. Μια φορά μάλιστα, την τρόμαξε τόσο πολύ, που εκείνη έκλαιγε μετά πολλήν ώρα.
Ο πατέρας της έλεγε να μη φοβάται πια –ο Γιοέλ ήταν πεθαμένος. Πήγε σε μιαν άλλη χώρα, όλο παιδιά. Εκεί θα ’παιζε όλη τη μέρα, χωρίς να σταματάει λεφτό.
Ευτυχισμένε Γιοέλ… Όλες τον ζηλεύαμε. Εμάς δεν μας άφηναν ποτέ ολάκαιρη τη μέρα να παίξουμε…
Η Ραχήλ όμως είχε άλλη γνώμη: «Δεν ήταν ωραίο πράμα αυτός ο «θάνατος» που έπαθε ξαφνικά ο Γιοέλ –καθόλου μάλιστα. Δε βλέπαμε τη μαμά του πόσο λυπημένη ήταν; Και κείνη η μαμά της, πήγε σ’ αυτή τη χώρα με τα πολλά παιδιά και τα λουλούδια, μα πάντα η Ραχήλ τη θυμάται τις νύχτες και κλαίει. Όταν ήταν πιο μικρή, ο πατέρας της έλεγε πως η μαμά θα ξαναγυρίσει. Μα εκείνη ήξερε καλά τώρα πως δεν θα γίνει ποτέ αυτό.
Ο θάνατος είναι κάτι πιο δυνατό απ’ το κρύο, πιο γρήγορο απ’ τον άνεμο, πιο σκληρό απ’ την πέτρα –έτσι έλεγε η γιαγιά της Ραχήλ. Κι εμείς πια, δεν είχαμε αυτιά για τίποτ’ άλλο κι ολοένα ρωτούσαμε να μάθουμε: Ο θάνατος είναι κάτι σύνθετο, πολύπλοκο και ανεξήγητο για μας. Όταν έλεγαν «θάνατος» οι μεγάλοι, είχανε λυπημένα μάτια και τις πιο πολλές φορές κλαίγανε κιόλας. Να, όπως η δασκάλα των γαλλικών, η μητέρα του μικρού Γιοέλ. Εκείνη όμως ήταν κακιά, πολύ κακιά.
Φαίνεται πως το πολύ κλάμα κάνει κακό στην καρδιά.
Η Ραχήλ έλεγε πως η καρδιά είναι όπως η θάλασσα –ξεχειλίζει. Και τότες γίνεται άγρια, σκληρή και θέλει να κάνει κακό στους άλλους, πολύ κακό.
Έτσι γίνηκε και με τη μητέρα του Γιοέλ. Και μεις που δεν ξέραμε… Αρχίσαμε να την αγαπάμε κι αυτήν. Μάθαμε ν’ αγαπάμε τη θάλασσα, τη βροχή, τον άνεμο. Η Ραχήλ είχε έναν εντελώς δικό της τρόπο να σου μαθαίνει την αλήθεια για το κάθε τι.
Άξαφνα, θέλαμε να μάθουμε κι άλλα για το φεγγάρι και για τη λίμνη με τα χρυσόψαρα και για τη νύχτα. Εκείνο όμως που περισσότερο κέντριζε τη φαντασία μας, ήταν τούτες δα οι κουβέντες των μεγάλων –κάτι λέξεις που επαναλαμβάνονταν με πείσμα, σχεδόν με θυμό μέσα στα λόγια τους: Κάτι λέξεις όπως εκείνος ο «πόλεμος» ή αυτές οι «απώλειες» –κι ακόμη λέξη «εχθρός» ή «επίθεση».
Ρωτήσαμε τη Ραχήλ –δεν ήξερε και κείνη τίποτα γι’ αυτές. Μονάχα για τον πόλεμο μας είπε λίγα πράγματα. Τόσα όσα χρειάζονταν για να μπερδέψουμε την έννοιά του με την έννοια του φόβου. «Φόβος» και «πόλεμος» μαζί, τρύπωσαν στα όνειρά μας και τα τρόμαξαν.
Ύστερα, όταν ήρθε πολύ κοντά μας ο πόλεμος και δεν είχε μορφή και δεν είχε πρόσωπο, ήμασταν σίγουρες πια πως ήταν όμοιος με το φόβο. Έτσι και κείνος ερχότανε τις νύχτες, χωρίς πρόσωπο, χωρίς μιλιά. Μονάχα μια σκιά, μια «ιδέα», όπως έλεγε η μητέρα. Και μες θέλαμε πολύ να την πιστέψουμε. «Η ιδέα σας είναι», έτσι μας έλεγε. Να την πιστέψουμε και να ξαναβρούμε τον ήσυχο ύπνο μας.
Όμως ο πόλεμος δεν μας άφησε ούτε λεφτό να τον ξεχάσουμε, πουθενά. Και στο όνειρό μας ακόμα τον θυμόμασταν, έτσι όπως τον ακούγαμε στις κουβέντες των μεγάλων. Δεν τον μελετούσανε ποτέ μονάχο του –πάντα έλεγαν κι άλλα πράγματα γι’ αυτόν: «χύθηκε πολύ αίμα», έλεγαν –και μεις ξέραμε ότι το ’λεγαν για τον πόλεμο.
Ακούγανε το ραδιόφωνο κάθε βράδυ, προσεκτικά, κάτι αριθμούς, και τα μάτια τους ήταν τρομαγμένα. «Κι άλλοι νεκροί…», έλεγαν. Και μεις θυμόμασταν τα μάτια τους κάθε που μιλούσαν για πόλεμο, τα βλέπαμε και τώρα που ’λεγαν για τους νεκρούς, και σαστίζαμε: Φαίνεται πως οι νεκροί ήταν κάτι πιο σοβαρό και πιο επικίνδυνο απ’ τον πόλεμο. Δεν εξηγιότανε αλλιώς η απελπισία τους.
Ωστόσο μια μέρα, έγινε κάτι φοβερό: Η Ραχήλ, είπε η μητέρα, δεν θα ξαναρχότανε πια στο σχολείο, μαζί μας. Θα ’πρεπε να μένει σπίτι και να φροντίζει για τον πατέρα της.
Αυτό πια ήταν κάτι καινούργιο για μας και τόσο πολύ άδικο… Ως εκείνη τη μέρα ξέραμε πως τα μικρά παιδιά τα φροντίζουνε οι μεγάλοι –τα σκεπάζει η μητέρα τη νύχτα, τα νοιάζεται να φάνε, να πλυθούνε, να ντυθούνε ζεστά. Τα χαϊδεύει ο πατέρας και τους παίρνει παιχνίδια και ζωγραφιές –κι άλλα, ένα σωρό ξέραμε γι’ αυτά.
Και τώρα, η Ραχήλ, θα ’κανε ό,τι κάνανε οι μεγάλοι ως τα χτες για κείνην–και δεν θα ξανάπαιζε μαζί μας πια, το ξέραμε. Οι μεγάλοι δεν παίζουνε –δεν τους αρέσανε τα παιχνίδια μας ποτέ.
Όλο το πρωί, στο σχολείο, δεν κουβεντιάζαμε τίποτ’ άλλο: Η Ραχήλ άδειασε την τάξη, την αυλή τις καρδιές μας…
Το μεσημέρι… τράβηξα μαζί μου την αδελφούλα και χωθήκαμε απ’ την πόρτα της αυλής στο σπίτι της Ραχήλ, να μη μας δούνε οι άλλες που έρχονταν από κοντά. Σε μένα θα ’λεγε την αλήθεια η Ραχήλ. Θα μου ’λεγε αν θα ξανάρθει μαζί μας σχολείο, αν έγινε και κείνη σαν τους μεγάλους και δεν θέλει πια να παίζει μαζί μας, αν, αν… Όλα θα μου τα ’λεγε μένα, ήμουνα σίγουρη γι’ αυτό.
Τη βρήκαμε καθισμένη μπροστά στο παράθυρο πίσω απ’ τα κλεισμένα τζάμια. Μας φάνηκε τόσο ξένη και μακρινή, που σφιχτήκαμε τρομαγμένες απ’ τα χέρια.
Η αδελφούλα πρώτη έτρεξε κοντά της: «Ραχήλ», λαχτάρησε η φωνή της–και κείνη γύρισε το πρόσωπό της βουτηγμένο στο κλάμα και μας κοίταξε αμίλητη, χαμένη.
«Σαν τη μητέρα του Γιοέλ», σκέφτηκα. «Κι ύστερ’ από λίγο καιρό η καρδιά της θα ξεχειλίσει και κείνης σαν τη θάλασσα. Και θα γίνει κακιά, πολύ κακιά…».
«Όχι, όχι…», μου ξέφυγε κι έτρεξα κοντά της. Τη ρώταγα για όλα μαζί, τόσο βιαστικά, που εκείνη δεν βρήκε τον καιρό να μου απαντήσει, τίποτα. Στο τέλος η αδελφούλα άρχισε να κλαίει κι εγώ προσπαθούσα να σκεφτώ το σχολείο δίχως τη Ραχήλ και δεν το κατόρθωνα.
Ήταν αλήθεια λοιπόν: Η Ραχήλ θα ’μενε σπίτι και δεν θα ξανάπαιζε μαζί μας, ποτέ.
Άρχισα να κλαίω κι εγώ –κι όταν μπήκε ο πατέρας της να δει τι γίνεται, καμιά δε γύρισε να τον κοιτάξει.
Ούτε τον προσέξαμε διόλου –ένα πελώριο «γιατί» στα μάτια μας, ακόμα και στα μάτια της Ραχήλ, για όλα.
Καμιά μας δεν μπορούσε να ξέρει, ούτε κι η ίδια η Ραχήλ. Ο πατέρας κι η γιαγιά τής είχανε πει να κάνει έτσι. Και κείνη έκλαψε πολύ γι’ αυτό, ήταν σίγουρο πως έκλαιγε πολλές ώρες πριν. Κι αυτοί οι μεγάλοι…
Εμείς θα παρακαλούσαμε τον πατέρα της ν’ αλλάξει γνώμη, να, τώρα δα, αμέσως: «Είναι τόσο καλή η Ραχήλ… Και το σχολείο άδειασε μονομιάς, αλήθεια σας λέμε… Μην την κρατάτε εδώ, θα πεθάνει. Η μητέρα λέει πως τα παιδιά ζούνε χωρίς ήλιο –αφήστε την να ’ρθει μαζί μας…».
Παράξενο πράμα: Κι ο πατέρας της έκλαιγε. Μας χάιδεψε και μας είπε κάτι παράξενα πράματα –δεν καταλάβαμε τίποτα απ’ όλα αυτά. Μονάχα ένα ξέραμε, τ’ ακούσαμε καθαρά –και πάλι δεν το χωρούσε το μυαλό μας: η Ραχήλ δεν θα μπορούσε να ’ρχεται πια στο σχολείο –ούτε και να παίζει μαζί μας έξω, στον κήπο. Μονάχα εδώ, σ’ αυτό το σπίτι με τα κλεισμένα παράθυρα και τις σκοτεινές κάμαρες, μονάχα εδώ θα μπορούσαμε να ’ρχόμαστε και να τη βλέπουμε όποτε θέλαμε και να παίζουμε μαζί της. Σα να μην έπαψε ποτέ εκείνη να ’ρχεται στο σχολείο και να τρέχει μαζί μας στον ήλιο. Ποτέ.
Μα το πιο παράξενο απ’ όλα, ήταν εκείνο που μας είπε ο πατέρας της για την Ραχήλ –για τ’ όνομά της πιο σωστά: Θα τη λέγαμε Μαρία πια –μονάχα Μαρία. Θα ξεχνούσαμε ολότελα τ’ όνομά της τ’ αληθινό κι όλα εκείνα τα παράξενα ονόματα που είχαν οι δρόμοι κι οι πολιτείες της πατρίδας της.
Μα γιατί, γιατί όλ’ αυτά;
Ο πατέρας της όμως ήταν πολύ κουρασμένος και δεν μας εξήγησε πολλά πράματα. Μονάχα έλεγε και ξανάλεγε τα ίδια λόγια, σιγά, με μια φωνή χαμηλή και φοβισμένη:
Έλεγε πως ήταν «Εβραίοι» και πως οι εχθροί τους έπαιρναν τους Εβραίους και τους πήγαιναν σ’ ένα μέρος που το ’λεγαν στρατόπεδο κι ήταν σαν τη φυλακή…
Έλεγε και ξανάλεγε τη λέξη «Εβραίοι» και μεις πια ξέραμε πως έπρεπε να την ξεχάσουμε αυτή τη λέξη και να μην τη θυμηθούμε ποτέ πια, μήτε μια φορά…
Ώστε αυτή ήταν η αιτία που η Ραχήλ –δηλαδή η Μαρία– δεν θα ξαναρχόταν στο σχολείο… Και μεις που περιμέναμε κάτι φοβερό!
Το βράδυ ρωτήσαμε τη μητέρα γι’ αυτό κι εκείνη μας είπε να λέμε στην προσευχή μας κάθε βράδυ «… και φύλαγε, Θε μου, τη Μαρία και τον πατέρα της και τη γιαγιά της κι όλους του ανθρώπους. Και τους Εβραίους και τους άλλους»…
Έτσι μάθαμε πως οι Εβραίοι ήταν άνθρωποι σαν και μας –κι ωστόσο οι εχθροί τούς πίστευαν αλλιώτικους. Παράξενο πράμα… Δεν είχανε μάτια να δούνε;
Εμείς δεν είδαμε ποτέ τη Ραχήλ να μοιάζει με τίποτ’ άλλο –μονάχα με παιδάκι έμοιαζε, σαν εμάς… Κι όλοι οι άνθρωποι, κι οι πιο κακοί, τα αγαπάνε τα παιδάκια.
Δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Ρωτήσαμε τον πατέρα. Και κείνος μας είπε πως οι εχθροί σκότωναν και μας και τους Εβραίους. Εκείνους όμως τους κυνηγούσαν πιο πολύ, γιατί ήτανε δυνατοί κι η χώρα τους ήτανε όμορφη και πλούσια κι οι εχθροί ζηλεύανε γι’ αυτό.
Αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πράματα περίεργα –κι άλλοτε πάλι μπερδεύαμε τις λέξεις και τα νοήματα. Η Ραχήλ –η Μαρία, όπως τη λέγαμε πια– γινότανε κάθε μέρα και πιο χλωμή κι ήτανε πάντα λυπημένη. Η αδελφούλα της διηγότανε όσα είχε δει στον κήπο, για τις πεταλούδες που έπιασε, για κείνη τη χρυσόμυγα που της ξέφυγε κι ένα σωρό άλλα.
Κείνες τις ώρες, τα μάτια της Ραχήλ λάμπανε: Δεν είχαμε ξαναδεί τέτοιο χρώμα σε άλλα μάτια, ποτέ. Δεν ξέραμε ούτε πως λεγότανε –ένα χρώμα αλλιώτικο, παράξενο, δεν έμοιαζε διόλου με κείνα που ξέραμε. Δεν έμοιαζε με τίποτα.
Άξαφνα, μια μέρα, είδαμε τη μητέρα να φορά πάνω στο φόρεμά της ένα μπουκέτο λουλούδια –σαν «βελούδινα» έμοιαζαν. (Έτσι λέγανε το φόρεμα που φορούσε η αδελφούλα: βελούδινο).
Ρωτήσαμε τη μητέρα γι’ αυτά και κείνη μας φίλησε και μας έδωσε δυο απ’ τα λουλούδια της: «μενεξέδες» τα είπε. Όταν είδαμε εμείς πόσο μοιάζανε με τα μάτια της Ραχήλ, τρέξαμε να της τα χαρίσουμε.
Μια μέρα, η Ραχήλ με την οικογένειά της ήρθε να μείνει μαζί μας, στο σπίτι μας. Η χαρά μας δε λεγότανε: τρέχαμε, φωνάζαμε, πηδούσαμε –αυτό πια ήτανε κάτι που δεν το περιμέναμε.
Τρώγαμε μαζί, κοιμόμαστε στο ίδιο δωμάτιο κι οι τρεις –κι όλη τη μέρα κουβεντιάζαμε, παίζαμε, κολλούσαμε ζωγραφιές στα τετράδιά μας και σκαρώναμε αστεία στη γιαγιά της Ραχήλ, που δε θα μας θύμωνε ποτέ.
Είχαμε πάψει να πηγαίνουμε στο σχολείο και μεις –δεν μας άφηναν πια να βγαίνουμε έξω καθόλου, είχαμε όμως μαζί μας τη Ραχήλ κι αυτό ήταν το πιο σπουδαίο.
Ένα βράδυ, γυρίζοντας απέξω ο πατέρας, είδε στην πόρτα μας ένα περίεργο σχέδιο ζωγραφισμένο με κιμωλία κι από κάτω μια λέξη που δεν μπορέσαμε να τη διαβάσουμε.
Έγινε πολύ χλωμός, πήρε βιαστικά ένα πανί και βγήκε στην πόρτα να το καθαρίσει.
Όταν το σκούπισε καλά-καλά, ησύχασε λίγο κι έκανε να μπει μέσα. Τότε είδε τα μάτια της Ραχήλ να τον ρωτάνε και σταμάτησε. Εκείνη το ’χε ξαναδεί και στο σπίτι τους αυτό το σημάδι, με την ίδια λέξη γραμμένη από κάτω.
Θυμότανε τον πατέρα της πόσο είχε τρομάξει τότες. Το ίδιο κιόλας βράδυ είχαν έρθει να μείνουν μαζί μας.
Η γιαγιά είπε πως εκείνο το σημάδι δεν θα τους άφηνε να ησυχάσουν ποτέ. Κάθε φορά που θα το ’βλεπαν στην πόρτα τους, θα ’πρεπε να φεύγουν αμέσως να πηγαίνουν αλλού. Θα ’φευγαν λοιπόν και τώρα;
Τα μάτια της Ραχήλ ρωτούσαν –μα ο πατέρας δεν μπόρεσε να πει τίποτα. Μονάχα έσκυψε το κεφάλι και μπήκε μέσα.
Το ίδιο εκείνο βράδυ φύγανε, προσεκτικά, τρομαγμένοι, παίρνοντας μονάχα ένα πακέτο ο καθένας μαζί τους, τ’ απαραίτητα.
Ο Πατέρας έφυγε και κείνος μαζί–«θα γυρίσω αμέσως», είπε, και τράβηξε αποφασιστικά την αδελφούλα απ’ την αγκαλιά της Ραχήλ.
Μείναμε ακίνητες πολλήν ώρα –τα μάτια διάπλατα, τα χέρια σφιγμένα, οι καρδιές μας μια πληγή. Δεν ξέραμε τίποτα για το αύριο. Η Ραχήλ υποσχέθηκε να μας γράψει…
Ο πόλεμος άργησε να τελειώσει. Οι μέρες είχανε γίνει μεγάλες, ατέλειωτες. Εμείς μεγαλώναμε γρήγορα. Κάθε δύσκολη μέρα ήταν, για μας, πέντε κι έξι ξέγνοιαστες παλιές.
Τα βράδια μιλούσαμε σιγανά στα κρεβάτια μας για τη Ραχήλ. Δεν την ξεχνούσαμε ποτέ, μήτε στιγμή. Στο σπίτι δε λέγανε τίποτα πια γι’ αυτούς, τους είχανε ξεχάσει φαίνεται.
Έτσι γίνεται πάντα με τους μεγάλους: Ξεχνάνε. Κι ύστερα όταν τους το θυμίσεις, κλαίνε.
Να, αυτό γινότανε συχνά με τη μητέρα. Η αδελφούλα τής ζητούσε σοκολάτες –σκεφτότανε το Πάσχα, κι εκείνα τα σοκολατένια αυγά με τα σχέδια και τα πουλάκια μέσα. Η μητέρα έλεγε «ναι, ναι…» αφηρημένα και το ξεχνούσε μετά. Μια μέρα μάλιστα της το θυμίσαμε επίμονα, με πείσμα –τόσο που εκείνη έβαλε τα κλάματα.
Το ίδιο έκανε αργότερα, όταν της θυμίζαμε τη Ραχήλ. Έτσι, που τα σαστίζαμε πια… Φαίνεται πως τα σοκολατένια αυγά της Ραχήλ τη στεναχωρούσανε τη μητέρα. Γιατί όμως, δεν το μάθαμε ποτέ…
Αργότερα, πολύ αργότερα το καταλάβαμε. Τότες όμως ο πόλεμος είχε τελειώσει και τα σοκολατένια αυγά τα χαρήκαμε όσο ποτέ πριν. Η Ραχήλ όμως δεν ξαναγύρισε ποτέ κι εμείς δεν ξέραμε πού να τη γυρέψουμε.
Μια μέρα της έγραψα ένα μεγάλο γράμμα κι η αδελφούλα σκάλισε προσεκτικά κι εκείνη δυο λόγια στο τέλος. Η μητέρα έκλαιγε όταν της το διαβάσαμε. Το κλείσαμε σ’ ένα μεγάλο φάκελο και μείναμε σκεφτικές πολλή ώρα. Δεν ξέραμε που βρισκόταν –δεν μπορούσαμε κιόλας να της γράψουμε με τ’ αληθινό της όνομα. Έτσι το γράμμα έμεινε, ξεχάστηκε.
Πέρασαν δέκα χρόνια –δέκα ολόκληρα χρόνια– κι εμείς αλλάξαμε. Η αδελφούλα πάει στο Γυμνάσιο κι έχει πολλές-πολλές φιλενάδες. Καμιά όμως δεν έχει τα μάτια της Ραχήλ, ούτε την Καρδιά της.
Η αδελφούλα μόλις που τη θυμάται. Ήταν τόσο μικρή τότε…
Όμως εγώ, κάθε φορά που ανοίγω εκείνο το λεύκωμα που μου ’χε χαρίσει με τις πολύχρωμες ζωγραφιές και τα τραγουδάκια –κάθε φορά θυμάμαι τα μάτια της και δε θέλω να το πιστέψω. Κι ωστόσο το ξέρω καλά πως η Ραχήλ θα κρατούσε το λόγο της…
«Θα σας γράψω αμέσως», είχε πει, και δεν έλεγε ποτέ της ψέματα.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο πατέρας ρώτησε παντού, έψαξε, έτρεξε. Άξαφνα μια μέρα απελπίστηκε και δεν ξαναρώτησε πουθενά.
Εμείς όμως ξέραμε πως κάποτε θα ’ρθει, υποσχέθηκε άλλωστε…
Ωστόσο οι χαρούμενες μέρες που ήρθανε μετά, είχανε τόσο πολλά καινούργια να μας δώσουνε, που οι παλιές εικόνες θάμπωσαν, γίνηκαν αχνές κι ακαθόριστες. Ξεχάστηκαν.
Τυχαία μια μέρα, ψάχνοντας για κάτι άλλο, το βρήκα: Το μεγάλο φάκελο με το γράμμα. Χωρίς διεύθυνση, δίχως ένα όνομα πάνω του. Πρέπει να ’χανε περάσει πάνω από δέκα χρόνια απ’ τη μέρα που το γράψαμε –τα γράμματα της αδελφούλας ήταν παιδιάστικα, αστεία. Κάτι καραγκιοζάκια που χορεύανε τρελά, κολλητά το ’να στ’ άλλο και φωνάζανε όλα μαζί: «Γύρισε Ραχήλ –σ’ αγαπάμε».
Τίποτ’ άλλο, μονάχ’ αυτό: «Σ’ αγαπάμε». Και κείνη το ’ξερε αυτό κι ωστόσο δεν γύρισε ποτέ.
Ένα βράδυ, η μητέρα του Γιοέλ ήρθε σπίτι και μας αποχαιρέτησε. Γύριζε στην πατρίδα της –την πατρίδα της Ραχήλ, με τα παράξενα ονόματα στους δρόμους, στις πολιτείες, στους ανθρώπους.
Μίλησαν πολλήν ώρα με τον πατέρα κι ύστερα η μητέρα τη ρώτησε για μιαν επέτειο: Στις 26 του Απρίλη, η «ημέρα της μνήμης», έτσι τους την είπε εκείνη. Πόσο όμορφα ακουγόταν αυτό το «της μνήμης»…
Μας μίλησε για κείνη τη μέρα η μητέρα του Γιοέλ–τη γιορτάζαν με μια απλή αθόρυβη τελετή, χωρίς λόγους και παρελάσεις: Τα παιδιά φοράνε άσπρα ρούχα κείνη τη μέρα, μαζεύονται στις πλατείες με τα καινούρια δέντρα και λένε τραγούδια και προσευχές.
Στο «δάσος της μνήμης», κάθε καινούργιο δέντρο θυμίζει κι ένα παιδάκι, από κείνα που χάθηκαν στα στρατόπεδα–ένα εκατομμύριο παιδιά, ανίδεα κι αμέτοχα στο κακό που οι άνθρωποι κάνανε στους ανθρώπους…
Τώρα πια, τα χαμένα παιδάκια που «γινήκανε» δέντρα, θα μπορούνε να χαίρουνται τον ήλιο, τη βροχή και το φως –και να φυλάνε τη μνήμη τους ζεστή κι άσβεστη.
Είπανε κι άλλα, πολλά εκείνο το βράδυ… Στο τέλος δεν άκουγα πια τι λέγανε –ο νους μου γύριζε στο μεγάλο φάκελο με το παιδιάστικο γράμμα μας. Στο γράμμα χωρίς διεύθυνση, δίχως καν ένα όνομα πάνω του.
Έτρεξα μέσα, πήρα το μολύβι κι έγραψα με σταθερά γράμματα στο φάκελο:
«Για τη Ραχήλ –στη μνήμη της».
Κι από κάτω έβαλα τα ονόματά μας. Ήμουνα σίγουρη πως το «δάσος της μνήμης», με το ένα εκατομμύριο καινούργια δέντρα, θα ’ξερε για τη Ραχήλ. Και για το δέντρο της, το δικό της δέντρο.
Δεν έγραψα διεύθυνση –δεν χρειαζόταν άλλωστε: Το «δάσος της μνήμης» ήταν η πατρίδα της Ραχήλ…
Ευτυχισμένε Γιοέλ… Έφυγες νωρίς κι ωστόσο βρήκες μια θέση στη χώρα που τα παιδιά παίζουνε όλη μέρα, χωρίς να σταματάνε. Τούτα τα παιδιά, όμως, γινήκανε δέντρα –η ζωή τους κόπηκε απότομα, τραγικά, κι ο Θεός δεν το ’θελε να χαθούνε. Μείνανε να χαρίζουν τον ίσκιο τους στο δάσος με τις μνήμες– να μην ξεχνάνε ποτέ όσα ζήσανε…
Πήρα το γράμμα με την παιδιάστικη καρδιά μας κλεισμένη μέσα του, με τα όνειρα και τις λαχτάρες μας στριμωγμένες στις γραμμές του και το κράτησα στα χέρια μου μια στιγμή χωρίς ν’ αποφασίζω: «Έχε γεια, κοριτσάκι…», και ξαφνικά, σα να το ’χα σκεφτεί απ’ την πρώτη μέρα αυτό, άπλωσα το χέρι μου αδίστακτα –«έχε γεια…». Κι έδωσα το γράμμα στη μητέρα του Γιοέλ, που θα γύριζε στην πατρίδα της Ραχήλ –την πατρίδα με τις άπειρες μνήμες…
Μητροπούλου Κωστούλα, «Ραχήλ» στο Δύο εποχές: διηγήματα, εκδ. Γκοβόστη, 1985, σ.
Από το Λευκό Πύργο στι...
ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΠΥΡΓΟ ΣΤΙΣ ΠΥΛΕΣ ΤΟΥ ΑΟΥΣΒΙΤΣ
(απόσπασμα)[…]
Συνήθως ο παππούς καθόταν έξω, πάνω στο σκαμνάκι του. Το μπαστούνι του ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο και γύρω μαζεύονταν πολλά παιδιά. Σε κάθε παιδί μοίραζε από ένα κέρμα και τα έστελνε να αγοράσουν καραμέλες. Τότε εγώ θύμωνα από ζήλια. Εγώ είμαι ο εγγονός του, σκεφτόμουνα, γιατί δεν δείχνει σε μένα την προτίμησή του; Το δικό μου δώρο όμως ήταν πολύ καλύτερο από το δικό τους. Ο παππούς με αγκάλιαζε από τη μέση, με τραβούσε κοντά του και μου έλεγε:
«Όταν εγώ γεννήθηκα η Ελλάδα ανήκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Γι’ αυτό εγώ ξέρω τούρκικα, και ο πατέρας μου μιλάει τούρκικα. Οι Τούρκοι ήταν καλοί με τους Εβραίους, ιδίως όταν παραχώρησαν άσυλο στους πρόσφυγες από την Ισπανία. Τον 15ο και 16ο αιώνα έφθασαν στη Θεσσαλονίκη οι Εβραίοι της Ισπανίας και δημιούργησαν τη σπουδαιότερη κοινότητα των Βαλκανίων. Η οικογένειά μας, Τζακίτο, κατάγεται από την Καταλανία της Ισπανίας. Κάθε κύμα μεταναστών που έφθανε από την Ισπανία, έχτιζε τη δικιά του συναγωγή. Για να μην αποκαλύψουν την ταυτότητα της συναγωγής τους, επειδή είχαν συνηθίσει να ζουν κρυφά, έδιναν στις συναγωγές ονομασίες με κωδικά ψευδώνυμα. Η οικογένειά μας ανήκε στη συναγωγή που ονομαζόταν «Φίγκο Λόκο», δηλαδή, «τρελό σύκο». Οι Εβραίοι από την Ισπανία γνώριζαν τέχνες που ήταν ακόμη άγνωστες στην τουρκική αυτοκρατορία. Διακρίθηκαν στην κατασκευή κοσμημάτων, τη μεταξουργία, την εβραϊκή τυπογραφία, τις βαφές υφασμάτων και γνώρισαν ξεχωριστή επιτυχία στο εμπόριο. Οι Εβραίοι συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης και η πόλη έγινε σπουδαίο εμπορικό κέντρο που συνδεόταν με όλα τα κέντρα της Ευρώπης».
Όταν τα παιδιά επέστρεφαν με τις καραμέλες στα χέρια, στριμώχνονταν όλα γύρω από τον παππού και ρωτούσαν αστειευόμενα: «Παππού, τι θα φάμε σήμερα;» Εκείνος άρχιζε να περιγράφει λεπτομερώς νόστιμα και λαχταριστά φαγητά. Είχε άσπρα γένια, κυρτή πλάτη και ένα πρόσωπο που ενέπνεε εμπιστοσύνη. Τα παιδιά τού συμπεριφέρονταν με σεβασμό αλλά και οικειότητα. Έτσι, με τα παιδιά στριμωγμένα ολόγυρά του, άρχιζε να αφηγείται για βασιλιάδες και βασιλόπουλα, για δίκαιους θαυματοποιούς, για πυρκαγιές και τραγωδίες που έλαβαν χώρα στο μακρινό παρελθόν. Φαινόταν σαν να είχε γνωρίσει προσωπικά τον Μέγα-Αλέξανδρο. Στην εποχή του έφθασαν στη Θεσσαλονίκη οι πρώτοι Εβραίοι. Μας έλεγε ακόμη για τον Ομάρ Χαλίφ, που είχε σύμβουλο τον Γιοσέφ Αμπουλάφια· για να μην αναφερθούμε στον Αλί Μπαμπά… Διηγόταν, μέχρι που έβγαινε έξω η μητέρα και έστελνε τα παιδιά σπίτι τους· οι φωνές της απευθύνονταν στον παππού όσο και στο ακροατήριό του.
Από τον παππού έμαθα πως οι πρόγονοί μας, οι θεμελιωτές της οικογένειάς μας, ήταν δύο αδέλφια που ήρθαν στην Ελλάδα από την Ισπανία στα τέλη του 16ου αιώνα. Οι δύο αδελφοί Χανταλί ήταν ο ένας οινοποιός, ο δε άλλος μνηματοποιός. Εμείς ήμασταν απόγονοι του μνηματοποιού. Ο παππούς ακολούθησε την πατρογονική τέχνη· ήταν εργολάβος νεκροταφείων.
Από τον παππού έμαθα επίσης πως το μοναδικό λιμάνι στον κόσμο που είχε αργία από την αρχή μέχρι το τέλος του Σαββάτου ήταν το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ήταν το δεύτερο σε μέγεθος λιμάνι, μετά την Κωνσταντινούπολη, σε όλη την αυτοκρατορία, και κάθε καπετάνιος τον 19ο αιώνα ήξερε πως το Σάββατο θα άραζε έξω από το λιμάνι, αφού οι περισσότεροι εργάτες, αχθοφόροι και τελωνειακοί ήταν Εβραίοι. Από το στόμα του άκουσα για την επιδημία πανούκλας, για το Βαρδάρη, για τη μεγάλη πυρκαγιά – για φυσικές καταστροφές και άλλα ατυχή περιστατικά που έπληξαν τις απομακρυσμένες φτωχικές συνοικίες, ποτέ, όμως, τη δική μας καλή περιοχή.
«Τζακίτο», η φωνή του πατέρα με καλούσε πίσω στην πραγματικότητα, «θέλεις να έρθεις μαζί μου;» Αυτό δεν ήταν ερώτηση· με τραβούσε από την αγκαλιά του παππού, μου έπιανε το χέρι και ήμουν έτοιμος για «τη δική μας βόλτα». Ήμουν παιδί έξι, εφτά ή οχτώ ετών και ακολουθούσα τον πατέρα στον κόσμο των μεγάλων, τον κόσμο του μπαμπά, ένιωθα περηφάνια για την εκτίμηση που συναντούσε παντού, από Εβραίους και μη Εβραίους. Ο πατέρας ενέπνεε σε όλους το σεβασμό. Και ο ίδιος τιμούσε τους συνανθρώπους του· και όποιος τιμά το συνάνθρωπο, τιμάται εξίσου από τους άλλους. Η «τιμή» αποτελούσε τη λέξη-κλειδί της προσωπικότητάς του, το μυστικό όπλο της γοητείας και της δύναμής του. Ο πατέρας Σολομώ εμπορευόταν οικοδομικά υλικά: «Ζακάι και Σία» ήταν η ονομασία της επιχείρησης και ήταν ιδιοκτήτες μιας από τις μεγαλύτερες μάντρες με οικοδομικά υλικά σε όλη την πόλη, στην Τσιμισκή 36. Καθώς φαίνεται, από όλα τα αδέλφια του, ήταν ο πιο πετυχημένος οικονομικά και απέκτησε περιουσία. Ενώ τα άλλα μέλη της οικογένειάς μας, τόσο από τη μεριά του πατέρα όσο και από τη μεριά της μητέρας, κατοικούσαν σε εβραϊκές γειτονιές, εμείς μέναμε σε ακριβή περιοχή όπου ζούσαν λίγοι Εβραίοι. Παρά την οικονομική του άνεση, ο πατέρας ποτέ δεν ήταν υπερόπτης. Οι επισκέψεις στου θείου μου ήταν για μένα ιδιαίτερα ευχάριστες στιγμές. Οι συγγενείς μου από την οικογένεια της μητέρας μου, καλοί Εβραίοι, ζούσαν απλοϊκά και ευτυχισμένα. Μου άρεσε πολύ να βρίσκομαι στην αυλή του σπιτιού τους με τις κότες, τα άλογα, τις μυρωδιές από τη φασολάδα που ετοίμαζαν για το Σάββατο.
Είχα πέντε αδέλφια και αδελφές μεγαλύτερα από μένα. Σαν μικρότερος απολάμβανα κάποια προνόμια που με κανέναν τρόπο δεν απεμπολούσα. Ο μεγάλος αδελφός μου, Γεουντά, ήταν υπάλληλος γραφείου· ο άλλος αδελφός μου, Σαμουέλ, εργαζόταν με τον πατέρα στην επιχείρηση. Οι αδελφές μου Πέρλα, Λουτσία και Ίντα, περνούσαν τις ελεύθερες ώρες μετά το σχολείο συντροφιά με τη μητέρα και τον παππού, πιστές στην παράδοση που λέει: «η τιμή της βασιλοπούλας είναι μέσα στο σπίτι». Κάθε μια είχε ένα δικό της μπαούλο προίκας, που λεγόταν «φουρσάλ» και εκεί έκρυβε τα πράγματα που τους αγόραζαν. Και οι τρεις τους προσπαθούσαν να γεμίσουν τα μπαούλα τους με όλα τα καλά, για να είναι έτοιμες για την ευτυχισμένη ημέρα. Μόνο η μεγάλη αδελφή μου, η Πέρλα, αξιώθηκε να παντρευτεί· δεν έζησε όμως πολύ παντρεμένη. Και το μπαούλο με τα προικιά έπαψε να έχει αξία.
Σαν μικρότερος αδελφός είχα πολύ εγκάρδιες σχέσεις με τις αδελφές μου· ήμουν το χαϊδεμένο αδελφάκι τους και με τυλίγανε με αφάνταστη στοργή. Για τον ίδιο λόγο ήμουν πολύ δεμένος με τον πατέρα μου. Δεν μπορούσε να παίρνει μαζί του τα μεγαλύτερα αδέλφια ή τις αδελφές μου, αφού δεν συνηθίζονταν τα παιδιά να συνοδεύουν τους γονείς, κι έτσι έγινα εγώ το παιδί του μπαμπά.
Όπου κι αν πήγαινε με έπαιρνε μαζί του· είτε στο καφενείο για να παίζει ντόμινο με φίλους του είτε για ψώνια που χρειαζόταν η μητέρα στο σπίτι, είτε για να μου αγοράσει ρούχα ή οτιδήποτε άλλο, αφού εκείνος μου ψώνιζε τα πάντα. Στις διακοπές του καλοκαιριού, όταν έκλεινε το σχολείο πήγαινα στο μαγαζί του πατέρα. Εκτός από τη μάντρα με τα σίδερα και τα οικοδομικά υλικά, διατηρούσε και ένα γραφείο σε κεντρικό σημείο στην πόλη, δέκα λεπτά περίπου απόσταση από το σπίτι. Πολλές φορές παρακολουθούσα τον πατέρα στις συναλλαγές του με πελάτες του, Έλληνες εργολάβους. Συχνά συναντούσα εκεί το γιο του Σακκάι, του μεγαλύτερου συνεταίρου στην επιχείρηση, και μαζί πηγαίναμε στη μάντρα όπου ασχολούμασταν με τις δικές μας δουλειές. Συνήθως εγώ ήμουν ο αρχιτέκτων και ο προγραμματιστής, ενώ εκείνος έχτιζε σύμφωνα με τις οδηγίες που του έδινα και με υλικά που μας επέτρεπαν να χρησιμοποιήσουμε. Ικανοποιημένος από την απόδοσή του, έλεγα: «Όταν μεγαλώσω και χτίσω αληθινές οικοδομές θα σε πάρω βοηθό μου. Θα έχουμε δική μας τεχνική εταιρεία. Τι λες;»
Το μεσημέρι, γυρίζοντας για το σπίτι, περνούσαμε, ο πατέρας και εγώ, από την αγορά για να ψωνίσουμε τα είδη που είχε ζητήσει η μητέρα. Ο πατέρας έπαιρνε αχθοφόρο, πήγαινε στα μαγαζιά, ψώνιζε και φόρτωνε τα πράγματα στο καρότσι. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν μικρά πακέτα ή βαζάκια. Ο πατέρας αγόραζε ολόκληρο δοχείο μέλι, σακί ζάχαρη, σακί φασόλια και κιλά τυρί.
Μια φορά επιστρέφοντας σπίτι βρεθήκαμε έξω από ένα κτίριο που ανήκε στην κοινότητα. Στο ισόγειο λειτουργούσε εστιατόριο για απόρους και στον επάνω όροφο υπήρχε μια μεγάλη αίθουσα που χρησιμοποιούσαν για γάμους και μπαρ-μίτσβα (τελετή μύησης για τα αγόρια στα 13 τους χρόνια). Την αίθουσα τη νοίκιαζαν επίσης για άλλες οικογενειακές εκδηλώσεις. Τα έσοδα ήταν για το ταμείο της κοινότητας. Περνώντας, λοιπόν, απ’ έξω ακούσαμε άξαφνα ήχους από τραγούδι χορωδίας που ερχόταν από τον επάνω όροφο.
Σταματήσαμε για να ακούσουμε. Το τραγούδι ήταν πολύ ωραίο, σαν ψαλμωδία αγγέλων. Και ο πατέρας εντυπωσιάστηκε από την όμορφη μελωδία. Ασυναίσθητα με τράβηξε κοντά του και έτσι, δίπλα δίπλα, ακούγαμε μαγεμένοι. Μερικές φορές προσπαθώ να θυμηθώ εκείνη τη μελωδία, αλλά δεν μπορώ. Τη μελωδία την ξέχασα· η γλυκύτητα, όμως, εκείνης της στιγμής είναι πάντα φυλαγμένη μέσα μου.
Η μητέρα μου, που την έλεγαν Ντουντούν, δεν είχε κανένα ιδιαίτερο λόγο να βγαίνει από το σπίτι. Ποτέ δεν πήγαινε η ίδια για ψώνια, ούτε στο ζαχαροπλαστείο με τις φίλες της. Καθώς δεν υπήρχε ψυγείο, ήταν υποχρεωμένη να μαγειρεύει καθημερινά. Μόνο την Παρασκευή ετοίμαζε φαγητό και για το σαμπάτ. Το φαγητό το φύλαγαν σε ένα φανάρι, που ονομάζονταν «κανιέλ» και ήταν τοποθετημένο δίπλα από το παράθυρο για να αερίζεται και να μην χαλάνε τα φαγητά. Αργότερα αποκτήσαμε ψυγείο πάγου. Ο παγοποιός περνούσε από τα σπίτια και μοίραζε τον πάγο· επίσης, ο γαλατάς κάθε πρωί περνούσε και μοίραζε το γάλα. Και οι δυο–που ήταν Εβραίοι–γνώριζαν την ποσότητα που χρειαζόταν κάθε οικογένεια.
Η μητέρα δεν ήξερε ελληνικά, παρά μόνο ισπανοεβραϊκά. Άλλωστε τα ελληνικά δεν τα χρειαζόταν. Η ίδια πήγαινε να ψωνίσει μόνο ασπρόρουχα και υφάσματα που τα έραβε σε μοδίστρες. Τα υφάσματα τα ψώνιζε από Εβραίους εμπόρους με τους οποίους μιλούσε ισπανοεβραϊκά. Όλοι οι συγγενείς και οι γνωστοί μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Αυτοί, άλλωστε, αποτελούσαν τον κύκλο των γνωριμιών της. Στην πολυκατοικία όμως που μέναμε, οι περισσότεροι γείτονες ήταν Έλληνες. Εμείς μέναμε στον πρώτο όροφο κι όταν κάποια χριστιανή γειτόνισσα ερχόταν να ζητήσει κάτι, η μητέρα δυσκολευόταν να καταλάβει τι ακριβώς ζητούσε. Γνώριζε κάμποσες ελληνικές λέξεις, δεν ήταν όμως σε θέση να κρατήσει μια ολοκληρωμένη συζήτηση με τις γειτόνισσες. Όταν της έλειπε κάτι, με φώναζε λέγοντας: «Τζακίτο, τρέξε στο μπακάλη». Συνήθως με έστελνε να πάρω φρέσκο ψωμί που αργότερα, όταν περνούσε ο πατέρας, θα το εξοφλούσε.
Ανάμεσα στον πατέρα και τη μητέρα επικρατούσε βαθιά αλληλοεκτίμηση· καθένας γνώριζε καλά τη θέση του και την αποστολή του. Ο πατέρας ήταν ο πατριάρχης, όπως συνηθίζεται σε σεφαραδίτικες οικογένειες. Ποτέ δεν σήκωσε χέρι σε κανένα από τα παιδιά του. Αν πότε έκανα κάτι στραβό, μου έριχνε μια θυμωμένη ματιά· αυτό αρκούσε για να με επαναφέρει στην τάξη. Η μητέρα μου από την άλλη μεριά, όταν έχανε την υπομονή της, δεν δίσταζε να βγάλει την παντόφλα και να με χτυπήσει. Αυτό γινόταν όταν, όπως λένε, ξεχείλιζε το ποτήρι. Ποτέ ο πατέρας δεν υιοθέτησε αυτή τη μέθοδο. Όταν ο αδελφός μου Σαμουέλ γύρισε από το στρατό συνήθιζε να καπνίζει δημόσια. Όλοι ξέραμε πως κάπνιζε. Επίσης, ο μεγάλος αδελφός μου, ο Γεουντά, κάπνιζε. Ποτέ όμως δεν κάπνισαν μπροστά στον πατέρα. Τόσο πολύ τον σέβονταν.
Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο σεβόταν ο πατέρας τον δικό του πατέρα, τον παππού Γεουντά. Ο παππούς ήταν βέβαια άνθρωπος θρήσκος· ποτέ όμως η πίστη του δεν τον οδήγησε σε ακρότητες και σε φανατισμό. Σε αντίθεση, ο πατέρας δεν ήταν θρήσκος· φρόντιζε όμως πάντοτε να πηγαίνει στη συναγωγή τα Σάββατα και τις γιορτές, από σεβασμό προς τον παππού.
Η συναγωγή στη γειτονιά μας λεγόταν «Μπετ Ελ» (Οίκος Θεού). Ο ραβίνος της συναγωγής Χαΐμ Πιπανό ήταν για μας, τα παιδιά της γειτονιάς, ένας άγγελος και ένας δίκαιος άνθρωπος, σαν τον παππού. Όταν περνούσε στο δρόμο με τα μαύρα ράσα για να πάει στη συναγωγή, τρέχανε κοντά του όλα τα παιδιά για να φιλήσουν το χέρι αυτού του ανθρώπου του Θεού.
Σαν έμπορος οικοδομικών υλικών, ο πατέρας είχε αναλάβει τη συντήρηση του κτιρίου της συνοικιακής συναγωγής. Στις γιορτές Ρως Ασσανά (Πρωτοχρονιά) και Γιόμ Κιπούρ (Γιορτής της εξιλέωσης), μετά την «αλιγιά» (ανάγνωση του νόμου στη συναγωγή), γίνονταν προσφορές υπέρ της συναγωγής. Τότε ο πατέρας αναλάμβανε την επιδιόρθωση της οροφής ή κάποιου σπασμένου παραθύρου. Έστελνε ο ίδιος εργάτες και τα υλικά για να επιδιορθώσουν τη ζημιά. Δυστυχώς η συναγωγή αυτή δεν υπάρχει σήμερα. Υπάρχουν όμως αρκετές φωτογραφίες που διασώθηκαν. Η φυσιογνωμία του ραβίνου Πιπανό είναι πάντοτε χαραγμένη στη μνήμη μου.
Ιδιαίτερα καθήκοντα με περίμεναν τις γιορτές–Πουρίμ (Απόκριες) και Πάσχα. Μια ημέρα πριν το Πουρίμ πήγαινα με τον πατέρα στην εβραϊκή αγορά Μοδιάνο. Η αγορά αυτή, χτισμένη από την οικογένεια Μοδιάνο, καταλάμβανε μεγάλη έκταση. Το ενενήντα εννιά τοις εκατό ανήκε σε Εβραίους. Η αγορά δεν ήταν μακριά από το γραφείο του πατέρα. Με έπαιρνε να πάμε να αγοράσουμε «nóbias i nóbios», δηλαδή ζαχαρωτά σε μορφή νύφης και γαμπρού. Όπως είπαμε, τα περισσότερα μαγαζιά ήταν εβραϊκά. Όλη τη διάρκεια του χρόνου παρασκεύαζαν διάφορα ζαχαρωτά, γλυκά, κέικ. Για το Πουρίμ όμως παρασκεύαζαν ειδικά ζαχαρωτά, χρωματιστά κουκλάκια σε μορφή κοπέλας, γυναίκας, άνδρα, τον Πύργο του Άιφελ, ψαλίδι, σίδερο –δημιουργήματα που μας γέμιζαν με χαρμόσυνη διάθεση, όλα από χρωματιστή ζάχαρη.
Πριν από το Πουρίμ όλοι οι έμποροι έστηναν μπροστά από τα μαγαζιά πάγκους φορτωμένους με ζαχαρωτά, δημιουργώντας έτσι γιορταστική ατμόσφαιρα. Τα ζαχαρωτά κουκλάκια τα αγόραζαν με το ζύγι. Ο πατέρας αγόραζε δυο με τρία κιλά και τα έφερνε στο σπίτι. Την παραμονή της γιορτής η μητέρα ετοίμαζε ασημένιους δίσκους, έστρωνε από πάνω κεντητά πετσετάκια και τους γέμιζε με διάφορα σπιτικά γλυκά και με ζαχαρωτά κουκλάκια ανάλογα για πού προοριζόταν ο δίσκος. Εδώ άρχιζε ο ρόλος ο δικός μου. Περίμενα με μεγάλη ανυπομονησία τη στιγμή που θα μου ανέθεταν την αποστολή του μεταφορέα. Πήγαινα από σπίτι σε σπίτι με πιατέλες από γλυκίσματα. Συνήθως παρέδιδα και, ταυτόχρονα, παραλάμβανα τα δώρα. Πρώτα πήγαινα στην οικογένεια του Τσβη Μιχαέλι. Η αδελφή του, Λεωνόρα, ήταν αρραβωνιαστικά του αδελφού μου Γεουντά. Ήξερα ότι το τάδε γλύκισμα ήταν για τη μεγάλη αδελφή του, το άλλο για τη δεύτερη, ο «γαμπρός» για κείνη και το ψαλίδι για την άλλη. Οι οδηγίες της μητέρας είχαν αποτυπωθεί καλά στη μνήμη μου. Έτρεχα στα σπίτια φίλων με πιατέλες φορτωμένες από όλα τα καλά και σκεπασμένες με άσπρες πετσέτες, φροντίζοντας να μη ξεχάσω τι προοριζόταν για τον καθένα. Τα γλυκά που μετέφερα δεν με βάζανε σε πειρασμό, γιατί ήξερα πως στο σπίτι θα με περίμεναν τα δικά μου. Και σε μας έστελναν γλυκά για δώρα και το μερίδιό μου ήταν φυλαγμένο: αυτοκινητάκι ή Πύργος του Άιφελ –όλα ζαχαρωτά. Το βράδυ, την ώρα της ανάγνωσης ιστοριών από τη Βίβλο στη συναγωγή, χτυπούσαμε με σφυριά πάνω σε ξύλα κάθε φορά που αναφέρονταν το όνομα του κακούργου Αμάν. Δεν υπήρχαν ροκάνες, όπως συνηθίζεται σε συναγωγές ασκεναζίμ· μόνο σφυριά και κομμάτια ξύλου. Όπως στο Πουρίμ, έτσι και τις παραμονές του Πάσχα γίνονταν ιδιαίτερες ετοιμασίες. Πριν από το Πάσχα ο παππούς έψαχνε με τη βοήθεια ενός αναμμένου κεριού τα κομμάτια από «χαμέτς» (μαγιά), που τοποθετούσε η μητέρα σε διάφορες γωνίες του σπιτιού. Τα μάζευε με ένα ειδικό φτερό. Όλα βέβαια ήταν καθαρά· μόνο, όμως, αφού περνούσε και ο ίδιος και μάζευε αυτά τα κομμάτια, θεωρούνταν το σπίτι «κασέρ» (εξαγνισμένο) για το Πάσχα. Αν και δεν είμαστε θρησκευόμενη οικογένεια, το σπίτι ήταν κασέρ, με την αυστηρότερη σημασία του όρου.
Ο παππούς ήταν άνθρωπος των παραδόσεων, αλλά όχι φανατικός. Γενικά, οι σεφαραδίτες δεν ήταν φανατικοί άνθρωποι, τουλάχιστον εκείνοι που εγώ γνώρισα: ήταν όλοι άνθρωποι οικογενειάρχες, άτομα κοινωνικά. Ο παππούς ήταν Εβραίος που δέχονταν όλους· ποτέ δεν με πίεσε να πάω μαζί του στη συναγωγή. Παρόλο που ήθελε να πηγαίνω μαζί του, ποτέ δε με εξανάγκασε να πάω.
Η κοινότητα διέθετε ειδικό φούρνο για το ψήσιμο των άζυμων του Πάσχα για τους πενήντα έξι χιλιάδες Εβραίους της Θεσσαλονίκης.
Στο σπίτι είχαμε μια ειδική κασέλα για το φύλαγμα των άζυμων. Μερικές μέρες πριν το Πάσχα έφερνε ο πατέρας στο σπίτι έναν Εβραίο αχθοφόρο, φόρτωνε στο καρότσι την κασέλα, σκεπασμένη με ένα άσπρο κάλυμμα και πηγαίναμε στο φούρνο. Στο δρόμο περνούσαμε από τα γραφεία της «Χεβρά Κεδουσά» (Ιερά Αδελφότης). Στην είσοδο ήταν πάντοτε μια μαύρη άμαξα· ήταν η άμαξα για τις κηδείες.
Στην αρχή οι εργάτες τύλιγαν την κασέλα άδεια. Κατόπιν ρωτούσαν ποιο είδος άζυμων θα έβαζαν –από λευκό ή σκούρο αλεύρι. Βεβαίως, ο πατέρας αγόραζε τα ακριβότερα άζυμα, από άσπρο αλεύρι. Επειδή ήταν μεγάλα σε μέγεθος, έπρεπε να διπλωθούν για να χωρέσουν στην κασέλα. Ο πατέρας παράγγελνε την ποσότητα που χρειαζόμαστε και οι εργάτες γέμιζαν την κασέλα και τη ζύγιζαν. Πλήρωνε και ύστερα γυρίζαμε σπίτι, πάλι από τον ίδιο δρόμο, ενώ πίσω ο αχθοφόρος έσπρωχνε το καρότσι με την κασέλα.
Το σέντερ του Πάσχα γιορταζόταν με πολύ κόσμο· μια φορά σπίτι μας και μια φορά στο σπίτι φιλικής οικογένειας –της οικογένειας Μιχαέλ ή Μιχάλ. Μαζευόμαστε πάρα πολύ άνθρωποι. Η οικογένεια Μιχαέλ είχε πέντε παιδιά και οι γονείς μου έξι. Ήταν επίσης οι παππούδες και οι γιαγιάδες. Εδώ γνώρισε ο αδελφός μου την εκλεκτή της καρδιάς του, Λεωνόρα Μιχαέλ. Η γνωριμία τους κράτησε πολλά χρόνια. Όταν τελικά, παντρεύτηκαν στο γκέτο, δεν αξιώθηκαν να ζήσουν σαν αντρόγυνο παρά μόνο για μικρό διάστημα.
Όταν ο παππούς έλεγε την Αγκαδά, απάγγελλε από μνήμης. Ποτέ δεν τον είδα να φοράει γυαλιά.
Όλη την εβδομάδα της γιορτής ο πατέρας συνήθιζε να καλεί στο σπίτι Έλληνες εργολάβους με τους οποίους συναλλασσόταν. Εκείνοι δέχονταν με ευχαρίστηση την πρόσκληση, ίσως, εξαιτίας των «μπομπέλος», τηγανίτες από άζυμα με μέλι και αβγά, που τους κερνούσε η μητέρα, ένα ιδιαίτερα αγαπητό γλύκισμα για όλη την οικογένεια αλλά και για τους μη Εβραίους καλεσμένους.
Το Σαβουώτ (γιορτή της άνοιξης) πηγαίναμε για πικ-νικ στην εξοχή και απολαμβάναμε ειδικά φαγητά για τη γιορτή που ετοίμαζε η μητέρα. Μου άρεσαν ιδιαίτερα τα «σουλτάτες», ένα είδος γλυκιάς και εύγευστης πουτίγκας από ρύζι και γάλα. Εκτός από τις ημέρες των εορτών, η θρησκεία απουσίαζε από τη ζωή μας.
Το 1932 όταν ήμουν έξι ετών, την οικογενειακή μας ζωή άρχισε να απασχολεί ένα ζήτημα για μια και πλέον δεκαετία και με διαφορετική ένταση, μέχρι που οι Γερμανοί έβαλαν τέλος σ’ αυτή την υπόθεση, όπως και σε κάθε άλλη μορφή προγραμματισμού. Από τη χρονιά εκείνη, κάθε φορά που ήμουν στο γραφείο του πατέρα τον άκουγα να συζητά με τον συνεταίρο του Ζακκαί για την Παλαιστίνη και το ενδεχόμενο να επεκτείνουν εκεί τη δραστηριότητά τους.
Το Τελ-Αβίβ τότε γνώριζε οργασμό ανοικοδόμησης και οι δύο συνεταίροι συζητούσαν με ευχαρίστηση το ενδεχόμενο να συμμετάσχουν στις εκεί οικοδομικές εργασίες. Στα τέλη εκείνης της χρονιάς πήγε εκεί ο Χατζή Ζακκάι να ανοίξει ένα παράρτημα της εταιρείας, με την επωνυμία «Ζακκάι και Σία, οικοδομικές επιχειρήσεις». Στόχος τους ήταν να μεταφέρουν σταδιακά στο Ισραήλ όλες τις οικοδομικές δραστηριότητές τους.
Ανάμεσα στις πολλές θείες που είχα ήταν και η θεία Σάρα που αγαπούσα περισσότερο από κάθε άλλη, παρότι δεν ήταν ούτε καν συγγενής. Ο άντρας της, Σαμουέλ Ακούνες, ήταν στενός φίλος του πατέρα μου. Είχαν νοικιάσει στο σπίτι μας ένα δωμάτιο και έζησαν κοντά μας αρκετά χρόνια. Μην έχοντα δικά τους παιδιά, είχα γίνει το παιδί της Σάρας. Δεν γνωρίζω αν ήταν οι ενθαρρυντικές επιστολές του Χατζή Σακκάι ή η μεγάλη επίδραση που αυτή η υπόθεση ασκούσε στην οικογενειακή μας ζωή ή για κάποιον άλλο λόγο, που έκαναν τη Σάρα και τον Σαμουέλ Ακούνες να αποφασίσουν να φύγουν για το Ισραήλ. Αφού παρέλαβαν τα πιστοποιητικά, έπρεπε να ετοιμάσουν τα διαβατήρια. Δεν θα ξεχάσω την επίσκεψη του φωτογράφου σπίτι μας, για το τράβηγμα των φωτογραφιών των διαβατηρίων. Ο ερχομός του ήταν για μας εορταστικό γεγονός. Σε μας ο φωτογράφος φάνταζε σαν μάγος και θαυματοποιός και όλη εκείνη η επιχείρηση πήρε διαστάσεις γιορτής, σαν Πουρίμ. Ο φωτογράφος περιφερόταν σ’ όλο το σπίτι με ύφος σοβαρό, ψάχνοντας το κατάλληλο σημείο για να τους φωτογραφίσει. Αφού εντόπισε το σημείο στο μεγάλο σαλόνι, άρχισε να μετατοπίζει τις κουρτίνες, να μετακινεί τα έπιπλα, σαν οικοδεσπότης, και να τα ξανατοποθετεί σύμφωνα με το δικό του γούστο. Αφού κάθιζε το πρόσωπο που θα φωτογράφιζε στην κατάλληλη θέση, πήγαινε και το παρατηρούσε προσεχτικά πίσω από το φακό της μηχανής. Πλησίαζε πάλι, έκανε διάφορες συσπάσεις, του ίσιωνε τους ώμους, τακτοποιούσε το πουκάμισο, ανύψωνε το πιγούνι ώστε να κοιτάζει κατευθείαν απέναντι, προς τη μεριά των άλλων παρισταμένων που ξεκαρδίζονταν στα γέλια. Ο φωτογράφος δεν βιαζόταν. Σαν καλλιτέχνης που σέβεται και τιμά την τέχνη του, δεν παρέλειψε καμιά προετοιμασία και δεν υποχώρησε σε τίποτε, μέχρι να πάρουν όλα τη θέση που εκείνος ήθελε. Στο τέλος δεν αντέξαμε άλλο την απίστευτη υπομονή και την επαγγελματική ψυχρότητα του φωτογράφου. Στάθηκαν όλοι μπροστά από τη φωτογραφική μηχανή, ζητώντας να τους φωτογραφίσει σε διάφορες πόζες.
Απ’ όλους πιο πολύ το χάρηκε η θεία Σάρα, που ξάπλωσε στο πάτωμα για να απαθανατίσει ο φωτογράφος το «θάνατό» της. Όταν σηκώθηκε, σαν να ήταν στη σκηνή του θεάτρου, όλοι της φώναζαν: «ακριβώς σαν τη Σάρα Μπερνάρ!» Με κατάπληξη ακούσαμε έπειτα τον πατέρα να μας λέει να ετοιμαστούμε και εμείς για να φωτογραφηθούμε. Ήθελε να είναι έτοιμος για την ημέρα εκείνη που θα φεύγαμε για το Ισραήλ. Όταν φωτογραφηθήκαμε όλοι, τα έπιπλα γύρισαν στη θέση τους και ο φωτογράφος κάθισε εξουθενωμένος στον καναπέ. Η μητέρα τους κέρασε όλους ένα γλυκό που είχε φτιάξει η ίδια και ο πατέρας έβγαλε αποχαιρετιστήριο λόγο προς τιμή της Σάρας και του Σαμουέλ Ακούνες που επρόκειτο να φύγουν. Αγκαλιαστήκαμε όλοι και φιληθήκαμε μαζί τους, με την ευχή να ξανασυναντηθούμε σύντομα στο Ερετς-Γισραέλ (Γη του Ισραήλ). Από όλη την οικογένεια μόνον εγώ αξιώθηκα να τους ξαναδώ στο Ισραήλ, δεκαπέντε χρόνια μετά από εκείνη την ημέρα του αποχαιρετισμού.
Όταν ο πατέρας παρέλαβε τις φωτογραφίες, πήγε να ετοιμάσει τα διαβατήριά μας. Έκανε και κάτι ακόμη: προσέλαβε διδάσκαλο για να μάθει τα κορίτσια εβραϊκά. Προσπάθησα να ανατρέψω αυτή την απόφαση, όμως οι αδελφές μου με κανένα τρόπο δεν με δέχονταν στο δωμάτιό τους την ώρα του μαθήματος. Περίεργος να μάθω τι έκαναν, στεκόμουν πίσω από την πόρτα και κρυφάκουγα. Μετά από λίγε ημέρες, ακούγοντας διαρκώς φράσεις όπως: «το παιδί κάθεται στην καρέκλα», «η καρέκλα βρίσκεται δίπλα από το τραπέζι» άρχισα να βαριέμαι και εγκατέλειψα το πόστο μου. Έπειτα από λίγο καιρό οι αδελφές μου παραπονέθηκαν ότι ο δάσκαλος παίρνει πολλές ελευθερίες, ότι συμπεριφέρεται απρεπώς και προσπαθεί να τις μάθει άσεμνες λέξεις, όπως: στηθόδεσμός, κορσές, κιλότα. Ο δάσκαλος διώχτηκε αμέσως.
Στο μεταξύ ο Χατζή Ζακκάι, ο συνεταίρος του πατέρα, εγκαταστάθηκε στο Τελ-Αβίβ και άρχισε να ασχολείται εκεί με οικοδομικές εργασίες. Έγραφε τακτικά και μας πληροφορούσε για όλες τις δραστηριότητές του στο Ισραήλ. Η αλληλογραφία μεταξύ Θεσσαλονίκης και Τελ-Αβίβ ήταν πυκνή και συνεχίστηκε επί χρόνια. Μια φορά ο Ζακκάι μας έστειλε μια κάρτα που με εντυπωσίασε πολύ. Έδειχνε ένα πλοίο που το χτύπησε θαλασσοταραχή· στο κατάστρωμα υπήρχαν κιβώτια με πορτοκάλια που είχαν διαλυθεί. Μια άλλη κάρτα έδειχνε κοπέλες που έκαναν βόλτα στην παραλία, φορώντας κοντά σορτς. Ο πατέρας προβληματίστηκε πολύ γι’ αυτές τις αισθητικές μεταμορφώσεις του Ζακκάι. Για έναν Έλληνα Εβραίο το να περπατούν Εβραίες κοπέλες στην παραλία φορώντας κοντά σορτς ήταν εντελώς απαράδεκτο.
Μετά από τρία χρόνια αλληλογραφίας, στο Ισραήλ ξέσπασαν εχθροπραξίες. Ο συνέταιρος του πατέρα έγραφε πως δεν ήταν η κατάλληλη εποχή για να πάμε στο Ισραήλ. Ο πατέρας συμμορφώθηκε. Ο Ζακκάι εξακολουθούσε να συμβουλεύει τον πατέρα να αναβάλει την ημέρα του ταξιδιού, «μέχρις ότου ησυχάσουν τα πράγματα», διότι «ακόμη εξακολουθούν οι αιματηρές συγκρούσεις». Έτσι αναβάλλαμε το ταξίδι από χρόνο σε χρόνο, μέχρι που έφθασε το 1941, όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί και κατέκτησαν την Ελλάδα.
Θα κάνω ένα τεράστιο άλμα μέσα στο χρόνο, κάτι που, δυστυχώς, μπορεί να γίνει μόνο στον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία, γιατί θέλω να ολοκληρώσω την αφήγηση σχετικά με ένα θέμα.
Το 1948 έφθασα στο Ισραήλ. Ο Αβραάμ Μπενατάν, εξάδελφός μου από τη μεριά της μητέρας μου, όταν έμαθε ότι έφθασα στο Ισραήλ, ήρθε αμέσως και με επισκέφθηκε στο Μπινγιαμίνα, ένα προσωρινό κέντρο υποδοχής μεταναστών, όπου έμεινα μέχρις ότου καταταγώ στο στρατό. Δεν τον γνώρισα, γιατί είχε μεταναστέψει πολύ πριν από τον πόλεμο· είχα, όμως, ακούσει για αυτόν.
«Πάρε άδεια», μου είπε, «κι έλα κοντά μας στο Τελ Αβίβ». Όταν ορκίστηκα πήρα άδεια δύο ημερών από το στρατό και πήγα να γνωρίσω τον εξάδελφό μου από κοντά. Έφθασα σπίτι του κρατώντας μια σχισμένη βαλίτσα, το μοναδικό αντικείμενο που είχα φέρει μαζί μου από τη Γερμανία.
Συζητώντας με τον εξάδελφό μου, μου είπε: «Ξέρεις, εδώ κοντά μένει ο Χατζή Ζακκάι· εάν είναι εντάξει θα σου δώσει το μερίδιό σου από την κοινή περιουσία. Νομίζω ότι σου ανήκει το ένα τρίτο, αφού αυτός και ο πατέρας σου ήταν συνεταίροι. Αύριο το πρωί θα πάμε να τον δούμε».
Το καφενείο των Θεσσαλονικιών ήταν στην οδό Κισσού. Σε μια γωνία, γύρω από ένα τετράγωνο τραπέζι, κάθονταν μερικοί άνδρες και έπαιζαν χαρτιά. Μου φάνηκε πως ο Ζακκάι ήταν ο πιο ζωηρός ανάμεσά τους. Έπαιζαν φωνάζοντας και γελώντας, με έναν τρόπο που μόνο οι Θεσσαλονικείς ξέρουν. Θυμήθηκα πόσες φορές είχα πάει με τον πατέρα στο καφενείο, όπου συνήθιζε να παίζει με φίλους ντόμινο, ενώ εγώ παρακολουθούσα με ενδιαφέρον. Μπαίνοντας μέσα έμεινα ακίνητος σαν στήλη άλατος. Για μια στιγμή νόμισα πως όλα ξανάγιναν όπως ήταν πριν. Ο Χατζή Ζακκάι κάπνιζε και ήταν τελείως απορροφημένος από το παιχνίδι. Δεν μας πρόσεξε. Τον γνώρισα αμέσως. Μετά την εγκατάστασή του στο Τελ-Αβίβ επισκεπτόταν τακτικά τη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι πολύ καλά τα δώρα που μας έφερνε από το Ισραήλ, συνήθως μικρά σουβενίρ σκαλισμένα σε ξύλο ελιάς. Όταν έφερε μια μικρή ξυλόγλυπτη καμήλα, ήταν η πρώτη φορά που αντίκριζα τη μορφή αυτού του ζώου.
Δεν μπορούσα να κουνηθώ από τη θέση μου. Νόμισα πως αν κάνω έστω ένα βήμα, θα χανόταν εκείνο το όνειρο. Ο εξάδελφός μου πλησίασε την παρέα που έπαιζε, στάθηκε πίσω της σαν να ήθελε να παρακολουθήσει το παιχνίδι. Μετά από λίγη ώρα έσκυψε και είπε ψιθυριστά στον Ζακκάι: «Ήρθε ο Τζακίτο». Από εκεί που στεκόμουν είδα πόσο άλλαξε η όψη του προσώπου του. Το μέχρι πριν από λίγο γελαστό και εύθυμο πρόσωπό του σοβάρεψε. Είχα πιστέψει ότι θα πεταγόταν όρθιος, θα αναποδογύριζε το τραπέζι, τρέχοντας κοντά μου να με αγκαλιάσει, όπως έκανε κάθε φορά που ερχόταν σπίτι μας όταν ήμουνα μικρός. Αντί γι’ αυτό, έβγαλε το τσιγάρο από το στόμα, γύρισε λίγο το κεφάλι και μουρμούρισε: «Είναι ωραία που ήρθες· την άλλη φορά που θα έρθεις στο Τελ-Αβίβ, έλα να μας επισκεφθείς». Ύστερα, ξαναγύρισε στο παιχνίδι. Βαθειά πληγωμένος έφυγα από εκεί και από τότε δεν τον ξαναείδα.
Από τότε περνούσα τις διακοπές μου από το στρατό στο σπίτι της Σάρας και του Σαμουέλ. Καθώς δεν είχαν εκείνοι δικά τους παιδιά, έγινα εγώ το παιδί τους. Ο Σαμουέλ ήταν άνδρας δυνατός, μεγαλόσωμος, σιδεράς στο επάγγελμα. Άτομο με εντυπωσιακό παρουσιαστικό. Παράλληλα με τη φυσική του ρωμαλεότητα, διακρινόταν και για τα καλά του αισθήματα. Τα Σάββατα, όταν τους επισκεπτόμασταν, η γυναίκα μου και εγώ, για να φάμε μαζί τους το μεσημέρι, άρχιζε ο Σαμουέλ τα παραδοσιακά «ζεμιρότ» (ύμνους) του Σαββάτου, θυμίζοντάς μου τις νύχτες του Σαββάτου των παιδικών μου χρόνων όταν ο παππούς τραγουδούσε έτσι μετά το φαγητό.
Μερικές φορές η θεία Σάρα με παρότρυνε να επισκεφθώ την οικογένεια Ζακκάι· τους γνώριζε πολύ καλύτερα απ’ ό,τι εγώ. Της είχαν κάνει νύξη ότι ενδιαφέρονταν να αρραβωνιάσουν με μένα μία από τις κόρες τους. Της είπα, «θεία Σάρα, δεν θέλω να δω αυτή την οικογένεια». Και ο Αβραάμ Μπενατάν είχε προσβληθεί κι αυτός και είπε: «Δεν έχουμε την ανάγκη τους». Έτσι παραμένει το ζήτημα μέσα στην καρδιά μου, μέχρι σήμερα.
Όταν αποστρατεύτηκα, άρχισα να εργάζομαι στο Εβραϊκό Πρακτορείο. Μια μέρα με πληροφόρησαν ότι ο Σαμουέλ Ακούνες πέθανε. Όταν παλιότερα είχα εκφράσει την επιθυμία να τον επισκεφθώ στο νοσοκομείο «Χουντάσσα» στο Τελ-Αβίβ, όπου νοσηλευόταν, η θεία Σάρα με απότρεψε, λέγοντας: «Καλύτερα να τον θυμάσαι όπως ήταν υγιής». Εκείνος ο γίγαντας είχε καταντήσει σκελετός. Ήθελε να τον θυμάμαι γερό, δυνατό. Εισάκουσα την παράκλησή της και δεν τον επισκέφθηκα. Ακόμη και σήμερα αισθάνομαι μετανιωμένος γι’ αυτό. Η Σάρα έμεινε χήρα.
Από την εργασία μου στην οργάνωση αμειβόμουνα καλά και σε κάθε επίσκεψή μου της άφηνα κάτι. Προσπάθησε να με αποτρέψει, λέγοντας: «Όχι Τζακίτο, από σένα δεν θέλω τίποτε». Εν πάση περιπτώσει κάθε φορά της άφηνα εκατό λίρες.
Την εποχή εκείνη εργαζόμουν για την οργάνωση ανάμεσα σε αμερικανοεβραίους. Ταξίδευα συχνά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κάθε φορά που συναντούσα τη Σάρα εκείνη επαναλάμβανε και έλεγε: «Τα λίγα πράγματα που έχω τα αφήνω σε σένα Τζακίτο». Όλες οι οικογενειακές φωτογραφίες που έχω προέρχονται από κείνη. Τις έφερε στο Ισραήλ όταν ήρθε. Φωτογραφίες του πατέρα μου, της μητέρας μου, των αδελφών μου –όλες προέρχονται από εκείνη και μου τις είχε δώσει τμηματικά σε διάφορες περιπτώσεις. Είχε όμως και άλλες φωτογραφίες. Ανάμεσα στα πράγματα που ήθελε να μου αφήσει ήταν ένα κόκκινο κάλυμμα για το κρεβάτι από αγνό μαλλί, που το είχε φέρει από τη Θεσσαλονίκη. Και στο σπίτι μας είχαμε παρόμοια καλύμματα. Δεν υπήρχε εβραϊκή οικογένεια που να μη χρησιμοποιεί παρόμοια καλύμματα στα κρεβάτια.
Σ’ ένα από τα ταξίδια μου στις Ηνωμένες Πολιτείες, η θεία Σάρα πέθανε χωρίς να το μάθω. Επιστρέφοντας πήγα να την επισκεφθώ. Χτύπησα την πόρτα του διαμερίσματός της και κάποιος ξένος εμφανίστηκε, ο οποίος ρώτησε θυμωμένα τι θέλω. Ήταν νέος και φορούσε μόνο το φανελάκι. Σάστισα· νόμισα πως έκανα λάθος στη διεύθυνση. Έριξα μια ματιά μέσα και είδα πως το δωμάτιο ήταν σχεδόν άδειο. Υπήρχε μόνο ένα παιδικό κρεβάτι και μια μεγάλη κούτα από κίτρα, που χρησίμευε για ντουλάπι. Στο πάτωμα υπήρχαν δυο στρώματα.
Τραυλίζοντας, ζήτησα συγγνώμη. Έχασα τα λόγια μου: «Εδώ δεν είναι… νομίζω… της θείας μου», είπα.
«Δεν μένει τώρα εδώ· λυπάμαι» –είπε ο άντρα και έκλεισε την πόρτα. Πήγα από γειτόνισσα σε γειτόνισσα· κάθε μια άνοιγε λιγάκι την πόρτα της και έλεγε: «Η θεία σου πέθανε· τουλάχιστον, η κακομοίρα, δεν υπέφερε. Δεν ήσουν εδώ».
Πού είναι τα πράγματά της;» ρώτησα.
«Πράγματα;» απάντησε η γειτόνισσα σηκώνοντας απορημένη τους ώμους της. «Ρώτησε τη γειτόνισσα από κάτω· ίσως αυτή ξέρει».
«Τι έγιναν οι φωτογραφίες;» ρώτησα τη γειτόνισσα από κάτω. «Τουλάχιστον, υπάρχει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες;». Και εκείνη ούτε ήξερε, ούτε άκουσε τίποτε. Ως φαίνεται οι γειτόνισσες μοίρασαν αναμεταξύ τους τα πράγματα της πεθαμένης και τις φωτογραφίες τις πέταξαν.
Όταν πέθανε ο άντρας της, η θεία Σάρα είχε αγοράσει δίπλα ένα μνήμα και πλήρωνε στη «Χεβρά Κεδουσά» (οργάνωση για την ταφή) όλα τα έξοδα, ώστε κανείς να μην επιβαρυνθεί με τις δαπάνες της ημέρας του θανάτου της.
Γνώριζα τη θεία Σάρα από την ημέρα που γεννήθηκα μέχρι που πέθανε. Όλα αυτά τα χρόνια ήταν για μένα σαν μητέρα.
Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της παιδικής μου ηλικίας ήταν η ημέρα που πρωτοπήγα σχολείο. Πηγαίνοντας στο εβραϊκό σχολείο «Μπενβενίστε», ανοίχτηκαν μπροστά μου καινούριες δυνατότητες που ούτε καν φανταζόμουνα ότι μπορούσαν να υπάρξουν. Οι ορίζοντές μου διευρύνθηκαν, όχι μόνο χάρη στις ικανότητες των δασκάλων μου, αλλά και εξαιτίας του εφευρετικού πνεύματος που διέκρινε τους καινούριους φίλους μου, μαζί με τους οποίους ανακάλυψα καινούριους κόσμους –κάποιον βάλτο σε ένα εγκαταλειμμένο χωράφι ή όταν κατεβαίναμε στην παραλία. Κάθε μέρα, μπαίνοντας στο σχολείο αντικρίζαμε στην είσοδο μια πινακίδα με την επιγραφή «Μπενβενίστε» και από κάτω τη λέξη «παιδεία» στα ελληνικά. Μόνο όταν έφθασα στο Ισραήλ κατάλαβα τη σημασία της. Αμφιβάλλω αν κάποιος από τους δασκάλους στο σχολείο γνώριζε τη σημασία αυτής της λέξης, αφού η γλώσσα διδασκαλίας εκεί ήταν η ισπανική και όχι η εβραϊκή ή η ελληνική.
Τα κύρια ενδιαφέροντά μου τα ανακάλυψα έξω από τους τοίχους του σχολείου. Ήμουν παιδί κοινωνικό, ζωηρό και περίεργο που δημιουργούσε εύκολα σχέσεις τόσο με παιδιά όσο και με μεγάλους. Είχα έτσι πάντοτε συντροφιά, σε όλες τις περιπέτειές μου. Τα καλοκαίρια μετά το σχολείο, πηγαίναμε στην παραλία, γυρίζαμε στο λιμάνι, πιάναμε φιλία με ναυτικούς και δεχόμασταν με ευχαρίστηση τις προσκλήσεις τους για βαρκάδα, αφού τελείωνε η εκφόρτωση των εμπορευμάτων. Άλλοτε μας δάνειζαν οι ναύτες μια μικρή βαρκούλα και ξανοιγόμαστε στη γαλάζια θάλασσα. Μια φορά πήδηξα από τη βάρκα μέσα στο νερό και για κακή μυ τύχη χτύπησα πάνω σ’ ένα έμβολο, σπάζοντας ένα πλευρό. Από τους πόνους σχεδόν λιποθύμησα και με μεγάλη δυσκολία μπόρεσαν οι φίλοι μου να με τραβήξουν επάνω. Έμεινα πολύ καιρό στο κρεβάτι.
Κάθε μέρα με επισκεπτόταν ο καλύτερός μου φίλος Ραούλ Σαλτιέλ για να μου παίξει ακορντεόν και να μου κάνει παρέα τις ατέλειωτες ώρες που ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι.
Πριν από το ατύχημα κάθε μέρα τον περίμενα υπομονετικά να τελειώσει το μάθημα του ακορντεόν για να πάμε να παίξουμε. Τις ημέρες του χειμώνα κωπηλατούσαμε πάνω σε μια ξύλινη πόρτα που έπλεε σε μια γούρνα πλημμυρισμένη από τα νερά της βροχής. Κωπηλατώντας πάνω στη σχεδία, μέσα σ’ εκείνη την απέραντη «λίμνη», νομίζαμε ότι ήμασταν πειρατές. Τα έργα του Έρολ Φλυν ήταν πολύ δημοφιλή την εποχή εκείνη και διήγειραν τη φαντασία μας· μας άρεσε να αντιγράφουμε τα κατορθώματά τους.
Μετά από τέσσερα χρόνια που έκανα στο εβραϊκό σχολείο «Μπενβενίστε», αποφάσισαν να με στείλουν σε δημόσιο ελληνικό γυμνάσιο. Σ’ αυτό το σχολείο απόκτησα καινούριους φίλους-συνεργάτες σε νέες περιπέτειες. Οι ορίζοντές μου διευρύνθηκαν ακόμη περισσότερο. Σε αντίθεση με το εβραϊκό σχολείο που η διδασκαλία γινόταν στην ισπανική γλώσσα, εδώ τα μαθήματα γίνονταν στα ελληνικά. Σ’ αυτό το σχολείο γνώρισα την «Καινή Διαθήκη», που ήταν ένα από τα διδασκόμενα μαθήματα. Την ώρα των θρησκευτικών οι Εβραίοι μαθητές μπορούσαν να βγουν από την αίθουσα και να επανέλθουν στο τέλος του μαθήματος. Από την πρωινή προσευχή, όμως, κανείς δεν απαλλασσόταν. Χάρη στην οικογενειακή μου ανατροφή, χάρη στην κοινωνικότητα και την ανεκτικότητα που χαρακτήριζαν την οικογένειά μου, μπόρεσα να προσαρμοστώ εύκολα, να περάσω ανώδυνα από τον οικογενειακό περίγυρο στον κόσμο του σχολείου, από την ισπανική στην ελληνική γλώσσα, από την εβραϊκή κοινωνία στην ελληνική· για μένα όλα αυτά ήταν αλληλένδετα και αληλοεξαρτώμενα.
Στη γειτονιά μας ήταν όλοι ευκατάστατοι· οι πιο πολλοί ήταν Έλληνες χριστιανοί και μόνο λίγοι Εβραίοι. Αναμεταξύ τους επικρατούσαν καλές και αγαθές σχέσεις. Είχαμε μεγάλο σπίτι με έξι δωμάτια. Στο ένα κοιμούνταν οι τρεις αδελφές μου και σ’ άλλο εγώ και τ’ αδέλφια μου. Ο παππούς είχε δικό του δωμάτιο και επίσης οι γονείς μου είχαν το δικό τους. Μέχρι που μετανάστευσαν στο Ισραήλ, ένα δωμάτιο χρησιμοποιούσαν η Σάρα και ο Σαμουέλ Ακούνες. Έτσι στο σπίτι ακούγονταν διαρκώς φωνές. Στους φίλους μου –Εβραίους και μη- άρεσε να μας επισκέπτονται. Οι χριστιανοί φίλοι μας ανήκαν σε εύπορες οικογένειες. Οι χριστιανοί γνώριζαν ότι οι εβραϊκές οικογένειες της περιοχής είχαν ανοιχτά μυαλά και γι’ αυτό επέτρεπαν στα παιδιά τους να κάνουν παρέα με Εβραίους.
Είχα έναν καλό χριστιανό φίλο με τον οποίο γύριζα κάθε μέρα από το σχολείο. Το Πάσχα που τα ελληνόπουλα συνήθιζαν να γυρνάνε σε σπίτια να τραγουδήσουν και να μαζεύουνε κόκκινα αβγά, τσουρέκια ή ακόμη και χρήματα, μου πρότεινε λέγοντας: «Έλα να γυρίσουμε παρέα». Εγώ απαντούσα: «Ξέρεις ότι είμαι Εβραίος. Τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτά;». Εκείνος επέμενε, λέγοντας: «Ποιος νοιάζεται· θα τραγουδήσουμε και ίσως μαζέψουμε αβγά και τσουρέκια». Έτσι και έγινε. Σε κανέναν δεν είπε ότι είμαι Εβραίος. Όταν όμως με καλούσε τη Μεγάλη εβδομάδα να παρακολουθήσω πώς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί καίνε στο προαύλιο της εκκλησίας το ομοίωμα του Ιούδα Ισκαριώτη, οι γονείς μου με προειδοποιούσαν λέγοντας: «Απόψε θα μείνεις σπίτι».
Μια μέρα με φώναξε ο πατέρας και μου είπε: «Παιδί μου δεν είσαι πλέον μικρός. Σε ένα μήνα γίνεται Μπαρ-Μιτσβά». Η θρησκεία δεν με ενδιέφερε. Ήξερα ότι είμαι Εβραίος, ότι το σπίτι μας ήταν εβραϊκό, ότι ο παππούς ήταν θρήσκος Εβραίος· η εβραϊκότητά μου όμως δεν με υποχρέωνε να τηρώ τίποτε συγκεκριμένο. Τη σκέψη μου απασχολούσαν άλλα θέματα: η θάλασσα, οι φίλοι-ο ιουδαϊσμός όμως δεν ανήκε σ’ αυτά. Άξαφνα ο πατέρα μού θύμισε ότι γίνομαι μπαρ-μιτσβά! Δεν είπα τίποτε. «Πρέπει να μάθεις –συνέχισε- να διαβάζεις την
Τα χρόνια της νεότητας...
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΑΣ ΜΟΥ
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Η επίσημη ημερομηνία είναι στις 4 Γενάρη του 1913. Η ακριβής ημερομηνία δεν είναι όμως γνωστή, γιατί στη διάρκεια της τρομερής πυρκαγιάς που κατέστρεψε ένα μέρος της πόλης το 1917, όλα τα αρχεία της Ισραηλιτικής κοινότητας Θεσσαλονίκης καταστράφηκαν από τη φωτιά. Την ημερομηνία αυτή υιοθέτησε το γαλλικό προξενείο χάρη στην καλοσύνη δυο μαρτύρων, την ημέρα που γράφτηκα στον κατάλογο των υποψηφίων για το πρώτο μέρος του baccalauréat. Αυτό συνέβη το 1929. Στην πραγματικότητα, μου προσέθεσαν περίπου έξι μήνες, για να μη χρειαστεί να γυρίσω στο σπίτι για να ζητήσω τη γραπτή άδεια των γονιών μου.
Ο πατέρας μου, που λεγόταν Αβραάμ, ήταν δάσκαλος της εβραϊκής, της ισπανο-εβραϊκής (λαντίνο) και του εβραϊκού πολιτισμού στα σχολεία της εβραϊκής κοινότητας, και στην «ιδιωτική Σχολή Αλτσέχ», που τη διηύθυναν εκείνη την εποχή οι αδελφοί Ισαάκ και Αλμπέρτος Αλτσέχ. Αυτοί οι δυο διέφεραν πολύ ο ένας από τον άλλο, τόσο ως προς την εμφάνιση –ο Ισαάκ ήταν αδύνατος, μικροκαμωμένος και κομψός– όσο και ως προς τα πνευματικά ενδιαφέροντα. Ο Ισαάκ μας δίδασκε λογιστικά και ιουδαϊσμό (το εβδομαδιαίο «σιντρά» και την Τορά), ενώ ο Αλμπέρτο στις θετικές επιστήμες και αριθμητική.
Ιδρυτής της σχολής ήταν ο πατέρας τους, ο Ιακώβ Αλτσέχ, γύρω στο 1890. Μετά την πυρκαγιά του 1917 το ίδρυμα είχε μεταφερθεί στο προάστιο της Αγίας Τριάδας. Η μικροαστική κοινωνία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, που ήταν τότε η άρχους τάξη της κοινότητας, είχε τη σχολή αυτή σε ιδιαίτερη εκτίμηση.
Την εποχή εκείνη μπορούσε κανείς να διαιρέσει τον εβραϊκό πληθυσμό σε τρεις μεγάλες τάξεις: υπήρχαν οι λιγότερο εύποροι, που τα παιδιά τους πήγαιναν στα σχολεία της Alliance Israélite Universelle, όπου διδάσκονταν τα εβραϊκά και τα γαλλικά. Τα παιδιά της μεσαίας τάξης φοιτούσαν στα σχολεία της εβραϊκής κοινότητας, όπου τα μαθήματα γίνονταν κυρίως στα εβραϊκά, και αργότερα στα ελληνικά και τα εβραϊκά. Τέλος, ήταν οι πλούσιες οικογένειες, που έστελναν τα παιδιά τους στη σχολή Αλτσέχ ή στα ξένα σχολεία, όπως σ’ αυτό της γαλλικής αποστολής, στις εκκλησιαστικές σχολές ανδρών Saint Joseph ή στις Καλόγριες, καθώς και στο ιταλικό, γερμανικό, ρουμανικό σχολείο, κλπ…
Ο πατέρας μου, που είχε σπουδάσει στο Ινστιτούτο εκπαίδευσης των Εβραίων δασκάλων (Talmud Torah Hagadol), μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στα σχολεία της κοινότητας και τη Σχολή Αλτσέχ. Επιπλέον, για να στρογγυλέψει τα μηνιαία εισοδήματά του, δίδασκε αποσπάσματα από την Τορά στους υποψήφιους για το Μπαρ-Μίτσβα, δηλαδή στα αγόρια που πλησίαζαν τα δεκατρία, την ηλικία της θρησκευτικής μύησης. Χάρης στη μελωδική φωνή του και την ακατάβλητη υπομονή που έδειχνε, είχε γίνει ο αγαπημένος δάσκαλος των καλύτερων οικογενειών της πόλης. Αργότερα, όταν σπούδαζα μηχανικός στο Παρίσι, μου έγραψε να πάω να επισκεφθώ εκ μέρους του ορισμένους από τους παλιούς μαθητές του που είχαν κάνει λαμπρή σταδιοδρομία, όπως οι Ναχμίας στην Petrofrance, ο Δαβίδ Σιακί στις ηλεκτροσυγκολλήσεις, οι Γιένι στο Sentier, κλπ.
Η μητέρα μου, η Ντουντούν, που το πατρικό της ήταν Γιοέλ, ανιψιά του φημισμένου γυναικολόγου Μεΐρ Γιοέλ, ήταν μοδίστρα με μεγάλο ταλέντο. Δούλευε στο σπίτι, στην οδό Ζαΐμη 13, κοντά στον κινηματογράφο Πατέ, περιοχή που την εποχή εκείνη ήταν ακόμη εξοχή, σε αρκετά μεγάλη απόσταση από το εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της πόλης.
Η μητέρα μου είχε πολλές μαθήτριες, ως επί το πλείστον νέα κορίτσια που μόλις είχαν τελειώσει το γυμνάσιο της Γαλλικής Λαϊκής Αποστολής ή της Σχολής Αλτσέχ, και σύχναζαν στο ατελιέ αποκλειστικά και μόνο για να μάθουν ραπτική, κατά κανόνα μέχρι να παντρευτούν.
Ένας από τους στυλοβάτες του ατελιέ ήταν η μικρότερη αδελφή της μητέρας μου, η αγαπημένη μου θεία Εστρέα, που ζούσε μαζί μας μέχρι το γάμο της, το 1922, με τον Ισαάκ Γιαχιέλ, λογιστή σε μια σημαντική εταιρεία, τους «Μύλους Αλλατίνι». Από το γάμο αυτό γεννήθηκαν δυο ωραία αγόρια, ο Ζακ και ο Γκυγιώμ.
Οι σχέσεις μας με τη θεία και τον θείο μου ήσαν περισσότερο από φιλικές, αν και στην αρχή του γάμου τους η ατμόσφαιρα είχε κάπως δηλητηριαστεί από την πεθερά της θείας μου, μια γυναίκα με οξύθυμο χαρακτήρα, που έμοιαζε να έχει έρθει από άλλο πλανήτη και ζήλευε που της πήραν τον γιο της, κι ας ήταν για καλό σκοπό. Τα επεισόδια ήταν πολλά και συχνά πολύ σοβαρά, και κράτησαν όσο κράτησε και η πεθερά.
Μετά το θάνατό της η ζωή ξαναπήρε τον κανονικό ρυθμό της, να όμως που γεννήθηκαν καινούριες δυσκολίες, εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα. Η διεύθυνση της επιχείρησης Αλλατίνι άλλαξε, και ένα ωραίο πρωί σχεδόν όλοι οι Εβραίοι υπάλληλοι απολύθηκαν. Ο θείος μου έχασε τη δουλειά του και μαζί και το διαμέρισμά του, που ήταν ιδιοκτησία της Εταιρείας. Βρήκε σύντομα άλλη δουλειά, και η οικογένεια ήρθε να μείνει στο σπίτι μας, στο πρώτο πάτωμα, με ένα σχετικά φτηνό νοίκι.
Ο θείος μου πέθανε ξαφνικά. Μια απλή εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας, που δεν έγινε στην ώρα της, ήταν η αιτία αυτού του απροσδόκητου θανάτου. Η καταστροφή ήταν μεγάλη για ολόκληρη την οικογένεια, και κυρίως για την καημένη τη θεία μου, που έμεινε χήρα με δυο μικρά παιδιά. Ο ξάδελφός μου ο Ζακ άρχισε να δουλεύει από πολύ νωρίς, αλλά τον πρόφτασε ο πόλεμος της Αλβανίας, το 1940. Οι αναμνήσεις μου από αυτή την εποχή είναι θολές.
Αυτό που θυμάμαι ολοκάθαρα, είναι ότι είδα τον ξάδελφό μου στο Άουσβιτς, σε έναν απομονωμένο θάλαμο. Εκεί έβαζαν αυτούς που είχαν διαλέξει για το θάλαμο αερίων. Κατάφερα να τον δω, παρά την απαγόρευση (υπήρχε Blocksperre, δηλαδή απαγόρευση να βγούμε από το μπλοκ μας). Χαιρετιστήκαμε με δάκρυα στα μάτια. Ήταν άρρωστος. Αιτία ήταν μια παρωνυχίδα σ’ ένα δάκτυλο, που είχε κακοφορμίσει. Ο Ζακ ήταν στο Revier, το νοσοκομείο του στρατοπέδου, και εκεί, σε μια Selektion, δηλαδή επιλογή, τον πήραν για τα αέρια.
Λίγους μήνες αργότερα, μετά την εκκένωση του Άουσβιτς, έφτασα στο Μαουτχάουζεν. Ήταν την 25η Γενάρη του 1945. Έκανε παγωνιά. Ένα παχύ στρώμα χιονιού κάλυπτε την τεράστια αυλή του στρατοπέδου. Μετά από το λουτρό, προσκλητήριο και ξανά προσκλητήριο, φτάνει επιτέλους η διαταγή να πάμε σε ένα θάλαμο. Το κρύο, διαπεραστικό, είχε εισχωρήσει στο μεδούλι μας· ήμασταν μισοπεθαμένοι. Μέσα σ’ αυτό το άθλιο κτίσμα αντίκρισα τον ξάδελφό μου Γκυγιώμ Γιαχιέλ, τον νεότερο αδελφό του άτυχου Ζακ. Ήταν ζωντανός, αλλά τόσο αδυνατισμένος, που καθώς τον είδα μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια και δεν μπορούσα να τα συγκρατήσω. Χρειάστηκε να κάνει μεγάλη προσπάθεια για να φτάσει εκεί που ήμουν και να με αγκαλιάσει, γιατί ο θάλαμος ήταν ασφυκτικά γεμάτος. Ήταν ψηλός, κι αυτό τον έκανε να φαίνεται ακόμη πιο αδύνατος.
Όμως πολύ γρήγορα η μοίρα πάλι θα μας χώριζε! Μετά από καιρό έμαθα ότι γύρισε στη Θεσσαλονίκη κι εκεί κατόρθωσε να αναρρώσει χάρη σε υπερεντατική περιποίηση. Ευτυχώς, σε σχετικά σύντομο διάστημα βγήκε η βίζα του για τις ΗΠΑ. Είχα τη μεγάλη χαρά να τον συναντήσω δυο φορές από τότε, στο Σαν Αντόνιο, στο Τέξας, όπου είναι καλά αποκατεστημένος με την οικογένειά του.
Στη Θεσσαλονίκη, το σπίτι μας ήταν ένα διώροφο με υπόγειο. Ήταν δίπλα στο Γενί Τζαμί, που είχε χτιστεί από τους Τούρκους λίγο πριν από τη γέννησή μου, και που είναι ένα πάρα πολύ ωραίο κτίριο, τόσο που οι Έλληνες, μετά την απελευθέρωση της πόλης, τον Οκτώβρη του 1912, αποφάσισαν να το διατηρήσουν σαν ιστορικό μνημείο και να το μετατρέψουν σε αρχαιολογικό μουσείο.
Ήμουν ο πρωτότοκος σε μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά: δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Μετά από μένα γεννήθηκε η αδελφή μου Τζούλια, το 1915, ο αδελφός μου Γκυ, το 1918, και τέλος η αδελφή μου Μπέλλα, η μικρότερη, στις 17 Νοέμβρη του 1923 (συμπτωματικά η κόρη μου Αννί γεννήθηκε στο Παρίσι την ίδια μέρα, το 1950). Ήμασταν πολύ ενωμένοι. Το γεγονός ότι ο πατέρας μου δεχόταν μαθητές στο σπίτι, συνέτεινε ώστε να επικρατεί μια ατμόσφαιρα αυστηρότητας και σύνεσης: τα παιδιά του καθηγητή Στρούμσα έπρεπε να αποτελούν το παράδειγμα για τους άλλους μαθητές.
Ένα ή δυο χρόνια πριν από το Μπαρ Μιτζβά, η μητέρα μου αποφάσισε ότι έπρεπε να κάνω μαθήματα μουσικής. Με οδήγησαν στον ξάδελφό μου, Γιοέλ, που διατηρούσε ένα μεγάλο μαγαζί μουσικών οργάνων. Όλοι συμφώνησαν ότι πρώτα πρώτα έπρεπε να μάθω να παίζω μαντολίνο. Ο ξάδελφός μου μας έφερε σε επαφή με τον καθηγητή που δίδασκε στο Ωδείο Grécos. Ήταν για μένα μια αληθινή αποκάλυψη.
Σε λιγότερο από ένα χρόνο, ο καθηγητής μου πληροφόρησε τον πατέρα μου ότι δεν είχε πια τίποτε άλλο να μου μάθει, και τον συμβούλεψε να αντικαταστήσω το μαντολίνο με το βιολί. Έτσι έγινα μαθητής του καθηγητή Λίβιο Μαρκεζίνι, Ιταλού από την Πάδουα, που μου έδειξε αμέσως μεγάλη φιλία. Ήμουν πάρα πολύ επιμελής και προόδευα στο βιολί πάρα πολύ γρήγορα. Είχα καλό αυτί και μεγάλη μουσική μνήμη. Τα μαθήματα ήταν σε ορισμένη ώρα δυο φορές την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα και Πέμπτη στις πέντε με έξι το απόγευμα. Δεν έχανα μάθημα για τίποτε στον κόσμο.
Θυμάμαι ένα περιστατικό στη Σχολή Αλτσέχ, που έκανε πολύ θόρυβο εκείνη την εποχή. Μια μέρα φαίνεται πως δεν είχα μάθει καλά το μάθημα της λογιστικής, που δίδασκε ο Ισαάκ Αλτσέχ, ο γενικός διευθυντής της Σχολής. Δεν άργησε να επιβληθεί η τιμωρία: «Απόψε θα μείνεις κλεισμένος μέσα για δυο ώρες και θα μου αντιγράψεις είκοσι φορές το μάθημα». Ήταν Δευτέρα. Όταν οι δείχτες του μεγάλου ρολογιού στο εργαστήριο όπου αντέγραφα την τιμωρία μου έδειξαν τέσσερις και μισή, ένιωσα ένα δυνατό σκίρτημα στην καρδιά. Χωρίς δεύτερη σκέψη, άρπαξα το βιολί μου που ήταν κάπου κρυμμένο, και με μοναδικό οδηγό την τόλμη μου βγήκα έξω τρέχοντας για να προφτάσω το τραμ και να είμαι στο Ωδείο στην ώρα μου.
Βεβαίως, την άλλη μέρα το πρωί κατάλαβα ότι η απουσία μου είχε γίνει αισθητή. Ο Ισαάκ Αλτσέχ με έβγαλε από τη σειρά και με ρώτησε πολύ ήρεμα ποιος ήταν ο λόγος της φυγής μου. Εγώ, συγκεντρώνοντας όλες μου τις δυνάμεις, του απάντησα: «Έχετε κάθε δικαίωμα να με τιμωρείτε, εάν κρίνετε ότι είμαι άξιος τιμωρίας. Όμως δεν πρέπει να με τιμωρείτε τις Δευτέρες και τις Πέμπτες, γιατί είναι οι μέρες του μαθήματος βιολιού. Αυτό το μάθημα είναι για μένα εξίσου σημαντικό με ένα μάθημα φυσικής ή μαθηματικών». Είδα τον Ισαάκ Αλτσέχ να κοκκινίζει από το θύμο και τον άκουσα να φωνάζει τον πατέρα μου: «Avraam, mira qué tu hijo tiéné une cabessa de Eskenazi» (Αβραάμ, ο γιος σου έχει μυαλά Ασκενάζι), που θα πει ότι έγινα ξεροκέφαλος! Γιατί οι Ασκενάζι, οι Εβραίοι της Γερμανίας και της ανατολικής Ευρώπης, είχαν σε μας τη φήμη ανθρώπων με αγύριστο κεφάλι. Το συμβάν θεωρήθηκε λήξαν. Όμως, στη συνέχεια, κάθε φορά που ο κύριος Διευθυντής ήθελε να με τιμωρήσει, με ρωτούσε χαμογελώντας καλοσυνάτα: «Τι μέρα έχουμε σήμερα;».
Τη Θεσσαλονίκη την ονόμαζαν «Μητέρα του Ισραήλ» και «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων», και όχι χωρίς λόγο. Η εβραϊκή παρουσία ήταν εξαιρετικά αισθητή. Μετά το θάνατο του Θεόδωρου Χερτζλ, ιδρυτή του σιωνισμού, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης έλαβαν ενεργό ρόλο στο σιωνιστικό κίνημα. Η δραστηριότητά τους έμεινε κρυφή μέχρι το 1912, γιατί ο σιωνισμός απαγορευόταν από τις Οθωμανικές αρχές.
Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολλά σιωνιστικά κινήματα, και τα πιο σημαντικά ήταν των Μακκαμπί, των Μιζραχί (για τους θρησκευόμενους σιωνιστές), η Ένωση των Νέων Εβραίων που ανήκε στους Σιωνιστές Γενικούς, κλπ… Η λέσχη των Μακκαμπί βρισκόταν πολύ κοντά στο πατρικό μου και διέθετε μια μπάντα και μια ορχήστρα που διηύθυνε ο Ισαάκ Σιών (που θα χανόταν κι αυτός στο Άουσβιτς), μου ήταν λοιπόν πολύ εύκολο να ανταποκριθώ στην πρόσκλησή τους και σύντομα με έκαναν πρώτο βιολί της ορχήστρας. Οι αναμνήσεις που διατηρώ από αυτή την εποχή είναι έντονες στη μνήμη μου. Δεν υπήρχε σημαντική πολιτιστική γιορτή στη Θεσσαλονίκη που να μην συμμετάσχουν οι Μακκαμπί, με την μπάντα ή την ορχήστρα τους. Ακόμη και την εποχή της στρατιωτικής μου θητείας, συμμετείχα στην ορχήστρα (πάντα σαν πρώτο βιολί), και κάθε Σάββατο βράδυ παίζαμε για τη στρατιωτική Λέσχη.
Για κάποιο χρονικό διάστημα, τα επάνω πατώματα του Λευκού Πύργου –του περίφημου πύργου που έχτισαν οι Σταυροφόροι και που δεσπόζει και σήμερα ακόμη στη Λεωφόρο Νίκης, στον περίπατο της παραλίας–, είχαν παραχωρηθεί στις οργανώσεις της νεολαίας. Οι Μακκαμπί είχαν στη διάθεσή τους σχεδόν έναν ολόκληρο όροφο. Για μερικά χρόνια, οι συγκεντρώσεις μας γίνονταν στον Λευκό Πύργο, και κάθε φορά που έρχομαι στη Θεσσαλονίκη τον επισκέπτομαι με ξεχωριστή συγκίνηση. Έχω μιλήσει τόσο πολύ γι’ αυτόν στα παιδιά μου που η μικρή μου κόρη, η Φλωράνς, μου πρόσφερε ένα ωραίο δώρο γυρίζοντας από ένα ταξίδι της στο Παρίσι: σε ένα παλαιοπωλείο του Σηκουάνα, ξετρύπωσε μια ωραία καρτ-ποστάλ με τον Λευκό Πύργο γύρω στα 1917. Της έβαλα κορνίζα και την τοποθέτησα πάνω από το γραφείο μου.
Πέρα από τις πολιτιστικές και αθλητικές οργανώσεις, υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη πολλά γιεσιβότ, δηλαδή θρησκευτικά σχολεία. Οι μαθητές που φοιτούσαν σ’ αυτά δεν διέφεραν από εκείνους που πήγαιναν σε άλλα σχολεία, ακόμη και το ντύσιμό τους ήταν όμοιο. Γι’ αυτό οι μαθητές των λαϊκών ιδρυμάτων δεν αντιλαμβάνονταν ότι υπήρχαν και άλλες μορφές εκπαίδευσης.
Ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης ήταν σημαντικός, αλλά ήταν διασκορπισμένος σε διάφορα σημεία της πόλης, εκτός από τις βόρειες συνοικίες όπου ζούσαν συγκεντρωμένες οι οικογένειες των απόρων. Ο γιατρός Ισραέλ, πατέρας των φίλων μας Κάρλο και Ραχήλ, είχε αποκτήσει τον τίτλο του «γιατρού των φτωχών», γιατί επισκεπτόταν αποκλειστικά τους ασθενείς που κατοικούσαν στις βόρειες συνοικίες: Αγία Παρασκευή, Ρεζή Βαρδάρ, βαρόνου Χιρς, κλπ…
Μου φαίνεται ότι ποτέ δεν θα βρω τα λόγια για να εκφράσω ολόκληρο το θαυμασμό που έτρεφα για τον καθηγητή μου των μαθηματικών στη Θεσσαλονίκη, τον μηχανικό Ιωσήφ Λάιτμερ. Εκπροσωπούσε το ιδεώδες όχι μόνο για μένα αλλά και για τους καλύτερους φίλους μου: τους αδελφούς Κοέν (τον Ζακ και τον Πέπο), τους αδελφούς Σαραγκούσσι, τους αδελφούς Ναχμίας (τον Βίκτορα και τον Δαβίδ), τον Έζρα, τον Ααρόν Ρούσσο, τον Ισαάκ Τολεδάνο και πολλούς άλλους, που οι περισσότεροί τους, αλίμονο, χάθηκαν στο Άουσβιτς. Ο Λάιτμερ είχε σπουδάσει στη Σχολή Μηχανικών της Μασσαλίας (Ε.Ι.Μ.) και κυρίως διέθετε ένα ασυνήθιστο χάρισμα στη διδασκαλία των μαθηματικών.
Για τους παραπάνω λόγους, πέρασα τον πρώτο χρόνο των σπουδών μου στη Μασσαλία κάτω από την άμεση επίδρασή του. Έγινα δεκτός στην ίδια σχολή, την Ε.Ι.Μ., και στο τμήμα Επιστημών του Πανεπιστημίου, που εκείνη την εποχή στεγαζόταν πίσω από το σταθμό Σαιν-Σαρλ.
Η διαμονή μου στη Γαλλία μου έχει μείνει αλησμόνητη. Χάρη στη γενναιοδωρία των γαλλικών αρχών μπόρεσα όχι μόνο να κάνω σοβαρές σπουδές, αλλά και να μπορέσω να τις τελειώσω χάρη σε διάφορες υποτροφίες που με διευκόλυναν για τα έξοδα της εγγραφής και μου επέτρεπαν να ζω μια ευχάριστη και αξιοπρεπή φοιτητική ζωή.
Τις Κυριακές συνήθως πήγαινα στην οδό Paradis, όπου βρισκόταν η αίθουσα συναυλιών κλασικής μουσικής. Έπειτα έκανα επισκέψεις σε φίλους, στο Prado ή στο Jardin des Plantes, έπειτα πηγαίναμε να φάμε παγωτό στην Cancebière.
Ήταν σπουδαίο για μένα να βρίσκομαι σε μια πόλη τόσο εξελιγμένη όπως ήταν η Μασσαλία το 1930. Είχαμε επίσης τη δυνατότητα να πηγαίνουμε εκδρομές έξω από την πόλη, χάρη στις πολυάριθμες γραμμές του τραμ που εξυπηρετούσαν τα γύρω χωριά που έλαμπαν από ομορφιά. Συχνά τις Κυριακές πήγαινα σε ένα από αυτά με τον φίλο μου Ποετί, που με καλούσε για γεύμα στο σπίτι της θείας του.
Όμως πλάι σ’ αυτές τις διασκεδάσεις υπήρχαν και άλλες, που ξέφευγαν από τα συνηθισμένα μέτρα του καθωσπρεπισμού: ήταν οι περίφημες γιορτές που συνηθίζονταν σε όλα τα γαλλικά πανεπιστήμια, και τις ονόμαζαν «Père cent». Πρόκειται για έναν εορτασμό που γίνεται την εκατοστή μέρα πριν από το τέλος της σχολικής χρονιάς. Στη σχολή των μηχανικών, σύμφωνα με το έθιμο, κάθε πρωτοετής φοιτητής είχε για «νονό» του έναν φοιτητή από το τρίτο έτος. Αυτός αναλάμβανε να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τις δύσκολες στιγμές της προσαρμογής και, κυρίως, τον μυούσε στις μεγάλες γιορτές.
Πρώτα λοιπόν πηγαίναμε για δείπνο σε ένα φημισμένο εστιατόριο, στα κάτω μέρος της Canebière. Προφανώς είχαμε όλοι πιει λιγάκι, κάτι παραπάνω από το συνηθισμένο. Βγαίνοντας, μπαίναμε όλοι στη σειρά για να κατουρήσουμε μπροστά από το παλιό λιμάνι. Έπειτα, σε μικρές ομάδες, μπαίναμε στα γειτονικά δρομάκια και τραγουδούσαμε σκαμπρόζικα τραγούδια, ειδικά για την περίσταση: «Au ingénieurs versez à boire, versez à boire du bon vin, Tonton, Tontaine, Tonton, je vais vous raconteur l’ histoire…», κλπ.
Αυτοί οι δρόμοι, που δεν υπάρχουν πια σήμερα, ήσαν γεμάτοι από κακόφημα σπίτια, που τα αναγνώριζες από τα κόκκινα φανάρια τους. Ορισμένα τα είχαμε κλείσει αποκλειστικά για μας. Προχωρούσα, κρατώντας αγκαζέ τον «νονό» μου Τιμπώ, φοβισμένος από αυτό τον άγνωστο σε μένα κόσμο.
Όταν ανεβήκαμε στο πρώτο πάτωμα, ένα τσούρμο κοπέλες όρμησαν επάνω μας. Στη μέση του μεγάλου σαλονιού είχαν βάλει ένα στρώμα και κάθε γυναίκα διάλεγε τον πελάτη της. Έπρεπε το ζευγάρι να κάνε έρωτα μπροστά σε όλους τους συμμαθητές. Μια από τις «κούκλες» αυτές με πλησίασε και μένα, και θέλησε να δώσουμε το παράδειγμα. Εγώ έγινα κόκκινος σαν παπαρούνα, και σώθηκα μόνο χάρη στην επέμβαση του «νονού» μου, που με ύφος στωικό πήρε τη θέση μου! Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ήμουν άβγαλτος, αν και όχι ακόμη για πολύ.
Τέλειωσα την πρώτη χρονιά των σπουδών με επιτυχία. Αποφάσισα όμως να πάω για τη δεύτερη χρονιά στο Παρίσι για να είμαι κοντά στους φίλους μου της Θεσσαλονίκης με τους οποίους ήμουν πολύ δεμένος. Μπορεί η Μασσαλία να με είχε αιχμαλωτίσει από την πρώτη στιγμή, όμως το Παρίσι ήταν άλλο πράγμα: ανακάλυπτα την Πόλη του φωτός!
Αφού πήρα το πτυχίο μου του Ηλεκτρολόγου-μηχανολόγου από την Ειδική Σχολή Μηχανικής και Ηλεκτρισμού (E.S.M.E.) στο Παρίσι, αποφάσισα να συνεχίσω ακόμη ένα χρόνο σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπορντώ, για να γίνω μηχανικός ραδιοασυρματιστής. Είχα την τύχη να γίνω δεκτός επίσης στο Ωδείο του Μπορντώ, που διηύθυνε την εποχή εκείνη ο Γκαστόν Πουλέ. Βρισκόμασταν στο 1935. Παρακολουθούσα ταυτόχρονα τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο και στο Ωδείο, όπου επίσης έγινα δεκτός στην τάξη της Ορχήστρας.
Δεν ξέρω για ποιο λόγο, ο Γκαστόν Πουλέ μου έδειξε μεγάλη συμπάθεια. Θυμάμαι ένα περιστατικό, το 1945, μετά την απελευθέρωσή μου. Είδα μια μέρα στο Παρίσι μια αφίσα, «Συναυλίες Πουλέ», που προσκαλούσε το κοινό για μια σειρά συναυλιών στο Θέατρο Σάρ Μπερνάρ. Έκανα τα πάντα για να βρω θέση. Στο διάλειμμα, κατάφερα να μπω στα παρασκήνια. Είναι αδύνατο να περιγράψω τη σκηνή που ακολούθησε όταν ο Δάσκαλος με αναγνώρισε από μακριά. Ήρθε κοντά μου και μ’ αγκάλιασε μουρμουρίζοντας: «πόσο χαίρομαι που είσαι ζωντανός». Δεν είχα το χρόνο να του πω πόσο το γεγονός ότι υπήρξα μαθητής του είχε συμβάλει, ίσως, στο να μου σώσει τη ζωή! Τον φώναζαν για να διευθύνει τη συνέχεια της συναυλίας, κι εγώ, με δάκρυα στα μάτια, γύρισα στη θέση μου!
Τέλος του 1935. Μετά από μια περίοδο μετεκπαίδευσης με μεγάλο ενδιαφέρον στο Ράδιο Λ.Λ. (ένα ραδιοφωνικό σταθμό που ανήκε στον Λυσιέν Λεβί και γνώριζε μεγάλη επιτυχία εκείνη την εποχή), ήταν πια καιρός να γυρίσω στη Θεσσαλονίκη, τη γενέτειρά μου, στην πόλη μου και το πατρικό μου σύμφωνα με την υπόσχεση που είχα δώσει στον πατέρα μου να γυρίσω στο σπίτι όταν θα τέλειωνα τις σπουδές μου, και, κυρίως, να γυρίσω μόνος, δηλαδή χωρίς γυναίκα.
Μετά από ένα υπέροχο ταξίδι με τρένο από το Παρίσι στη Μασσαλία, και με καράβι από εκεί μέχρι τον Πειραιά κι έπειτα πάλι με το τρένο, έφτασα επιτέλους στον προορισμό μυ. Όλοι ήθελαν να μάθουν: υπήρχε καμιά κοπέλα στη ζωή μου; Είχα γνωρίσει κορίτσια; Γιατί επέστρεφα εργένης; Όμως εγώ είχα τηρήσει το λόγο που έδωσα στον πατέρα μου, που με είχε βάλει να ορκιστώ μπροστά στη «μεζουζά» (μικρό αντικείμενο λατρείας που βρίσκεται στην πόρτα της εισόδου κάθε εβραϊκού σπιτιού) ότι θα γύριζα μόνος, χωρίς κανένα δεσμό, μόνος όπως είχα φύγει να σπουδάσω, και φέρνοντας πίσω μόνο το δίπλωμά μου. «Όταν έρθει η ώρα να παντρευτείς, θα πάρεις μια γυναίκα δικιά μας, γνωστή μας, και με την έγκρισή μας». Δεν θέλησα να παραβιάσω το λόγο μου. Την εποχή εκείνη, στα σπίτια μας, υπακούαμε αυστηρά στις πατρικές εντολές.
Στην πραγματικότητα, δεν ήμουν ακόμη ώριμος για να φτιάξω οικογένεια. Ήμουν νέος, αλλά κυρίως δεν είχα ακόμη αποκατασταθεί οικονομικά. Και δεν είχα κάνει ακόμη τη στρατιωτική θητεία μου. Αυτή ήταν η αμέσως επόμενη υποχρέωσή μου.
Παρουσιάστηκα στο 50ό Σύνταγμα Πεζικού Θεσσαλονίκης. Ζήτησα να γίνω δεκτός στη Σχολή Αξιωματικών στο Ρουφ, στην Αθήνα, αλλά η παρουσία του αντισυνταγματάρχη Νικολαΐδη στο επιτελείο, ενός Θεσσαλονικιού γνωστού φανατικού αντισημίτη, ήταν αρκετή για να με απορρίψουν, παρά τα δυο μου διπλώματα μηχανικού. Ωστόσο η ιστορία αυτή δεν έμεινε χωρίς αντίκτυπο, γιατί από κει και πέρα όλοι οι Εβραίοι φίλοι μου, που ήσαν διπλωματούχοι ανωτάτων σχολών, γίνονταν δεκτοί στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, φτάνει να το ζητούσαν.
Όσο για μένα, παραιτήθηκα από αυτό το σχέδιο. Έτσι, μετά από μερικούς μήνες εξάσκησης, έγινα δεκανέας. Τότε ο λοχαγός μας, που με είχε συμπαθήσει, με κάλεσε στο γραφείο του:
«Άκου, ο Στρατηγός, ο διοικητής της 11ης Μεραρχίας πεζικού, ψάχνει έναν στρατιώτη για να του κάνει μαθήματα γαλλικών. Σκέφτηκα εσένα, γιατί είσαι ο μόνος στο λόχο μας που έχεις κάνει ανώτατες σπουδές στη Γαλλία».
Όταν λίγο αργότερα με παρουσίασαν στον συνταγματάρχη Μαυρομάτη, που έκανε χρέη στρατηγού, κυριολεκτικά γοητεύτηκα: ήταν ένας άντρας ευγενικός, καλοσυνάτος, με ψηλό παράστημα και ευχάριστο παρουσιαστικό. Μου έδειξε ένα κάθισμα, έβαλε μπροστά μου μια γαλλόφωνη εφημερίδα, Le Progrès, και μου ζήτησε να διαβάσω. Δεν ξέρω πως, άκουσα τον εαυτό μου να απαντά:
«Στρατηγέ μου, εσείς είσαστε ο μαθητής, εσείς πρέπει να διαβάσετε!»
Η παρατήρηση του άρεσε και μου λέει:
«Είσαι μικρός το δέμας, αλλά μαχητής».
Άρχισε λοιπόν να διαβάζει και του διόρθωνα ορισμένα λάθη, κυρίως προφοράς.
«Θαυμάσια», μου λέει, «θα ήθελα να έρχεσαι, αν μπορείς, στο σπίτι μου κάθε μέρα στις τέσσερις».
Έτσι η υπόλοιπη στρατιωτική θητεία μου συνεχιζόταν ευχάριστα. Το βράδυ του Σαββάτου έπαιζα στην ορχήστρα της στρατιωτικής λέσχης, όπου έρχονταν οι αξιωματικοί της φρουράς με τις γυναίκες τους για να χορέψουν και ν’ ακούσουν μουσική. Ο στρατηγός μου έκανε προόδους και τα πηγαίναμε μια χαρά. Όμως ήρθε η ώρα που το μάθημα τελείωσε: έπρεπε να φύγει, είχε πάρει μετάθεση για το Επιτελείο, στην Αθήνα. Έφυγε λοιπόν, και προς μεγάλη μας λύπη αποχαιρετιστήκαμε. Το υπόλοιπο της θητείας μου ήταν αφιερωμένο αποκλειστικά στη μουσική.
Όταν αποστρατεύτηκα, άρχισα να εργάζομαι, πρώτα στο Υπουργείο Βιομηχανίας, έπειτα στο Υπουργείο Γεωργίας –στο Τμήμα μηχανικής καλλιέργειας– που τα γραφεία του ήταν στο βόρειο μέρος της πόλης. Αυτές οι δυο εμπειρίες αργότερα μου στάθηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες, γιατί ειδικεύτηκα στη μικρή και μέτρια βιομηχανία της Θεσσαλονίκης, και στη συνέχεια συμμετείχα στο μοντάρισμα και ξεμοντάρισμα των μηχανών Ντήζελ που χρησιμοποιούσαν για τα τρακτέρ (όλες γερμανικής προελεύσεως). Με τα γερμανικά που γνώριζα, μπορούσα να διαβάσω τα εγχειρίδια συντήρησης από το πρωτότυπο, και αυτό με βοηθούσε πολύ στη δουλειά μου. Ταυτόχρονα, συνέχιζα να τελειοποιώ τα γερμανικά μου πηγαίνοντας στα βραδινά μαθήματα του Ινστιτούτου Γκαίτε, χωρίς να μου περνάει βέβαια από το μυαλό ότι πολύ σύντομα η γνώση αυτής της γλώσσας θα συνέβαλε να σωθεί η ζωή μου!
Στις 28 Οκτωβρίου του 1940, η Ιταλία, που είχε ήδη καταλάβει την Αλβανία λίγα χρόνια νωρίτερα, εισέβαλε βίαια στο ελληνικό έδαφος χωρίς καν να κηρύξει τον πόλεμο, σε βάθος εξήντα περίπου χιλιομέτρων. Ο Μουσολίνι πίστευε ότι μπορούσε να κατακτήσει τα κυριότερα ελληνικά λιμάνια χωρίς να βρει αντίσταση. Το περίφημο «Όχι» του Πρωθυπουργού στρατηγού Μεταξά σύντομα τον διέψευσε. Η ελληνική απάντηση υπήρξε κεραυνοβόλα!
Όταν οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι οι Ιταλοί δεν κατάφερναν να εισβάλουν στην Ελλάδα, επετέθησαν με ένα τρόπο εξίσου κεραυνοβόλο, πρώτα από τη Γιουγκοσλαβία κι έπειτα από τα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα, τη Θράκη.
Στη Θεσσαλονίκη ζούσαν τότε περίπου 60.000 Εβραίοι. Ανάμεσά τους υπήρχαν λίγοι (ίσως όχι πάνω από χίλιοι) που είχαν ιταλικό ή ισπανικό διαβατήριο. Οι υπόλοιποι ήσαν Έλληνες πολίτες. Οι νέοι στρατεύτηκαν αμέσως μαζί με τους άλλους. Περίπου δεκατρείς χιλιάδες Εβραίοι στρατιώτες, μεταξύ των οποίων τριακόσιοι σαράντα αξιωματικοί, αποτέλεσαν μέρος των ελληνικών στρατευμάτων και πολέμησαν γενναία για έξι μήνες.
Προσωπικά, δεν χρειάστηκε να πολεμήσω με τους Γερμανούς. Όταν εισέβαλαν, το σύνταγμά μου –το 50ό– βρισκόταν ήδη στη δεύτερη γραμμή, σε ελληνικό έδαφος, στην ορεινή περιοχή κοντά στην πόλη των Ιωαννίνων: είχαμε πολεμήσει τους Ιταλούς σχεδόν για έξι μήνες και είχαμε ήδη κατακτήσει περίπου το ένα τρίτο του αλβανικού εδάφους. Το Μάιο του 1941 λάβαμε εντολή από τον ασύρματο να καταθέσουμε τα όπλα.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να αποτίσω φόρο τιμής στον διοικητή μας, τον συνταγματάρχη Μαντούβαλο. Συγκέντρωσε όλους τους Εβραίους στρατιώτες και μας είπε περίπου αυτά τα λόγια: «Είσαστε Έλληνες στρατιώτες εβραϊκής καταγωγής, και γνωρίζουμε ότι οι Γερμανοί δεν σας συμπαθούν. Γι’ αυτό, επειδή επιθυμούμε να επιστρέψετε στα σπίτια σας σώοι και αβλαβείς, σας παρακαλούμε να διαλέξετε μονάχοι σας ονόματα και επίθετα ελληνικά, για να σας βγάλουμε καινούριες ταυτότητες».
Ο πόλεμος για μας τους Έλληνες είχε χαθεί, είχαμε όλοι αποστρατευτεί. Μου έδωσαν δώρο ένα γαϊδουράκι, ανταμοιβή για τις υπηρεσίες μου. Έτσι μπόρεσα να διασχίσω χωρίς μεγάλη κούραση τα 650 χιλιόμετρα που με χώριζαν από τη Θεσσαλονίκη.
Εκατό περίπου χιλιόμετρα πριν από τον ποταμό Αξιό, με συμβούλεψαν να πουλήσω το γάιδαρο για να πληρώσω μια θέση στο ταξί που θα με έφερνε μαζί με άλλους στον προορισμό μου. Πράγματι, υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να με συλλάβουν οι Γερμανοί και να με στείλουν στα έργα της γέφυρας του ποταμού που είχε ανατινάξει ο ελληνικός στρατός. Για να διασχίσω αυτή την περιοχή ανενόχλητα, με βοήθησαν να ντυθώ γυναίκα. Κάθισα ήσυχα στο πίσω μέρος του ταξί, ανάμεσα σε δυο χοντρές χωρικές. Ο έλεγχος στη γέφυρα έγινε χωρίς πρόβλημα, και δυο ώρες αργότερα συνάντησα την οικογένειά μου, πάντα μεταμφιεσμένος σαν γυναίκα!
Επιστρέφοντας από το στρατό έμεινα χωρίς δουλειά, γιατί οι τεχνικές εγκαταστάσεις του Υπουργείου Γεωργίας, όπου εργαζόμουν, είχαν βομβαρδιστεί από τους Ιταλούς. Ο πατέρας μου, πάντα γενναιόδωρος μαζί μου, μου είπε: «Αν νομίζεις ότι μπορείς να βρεις κάτι που σε ενδιαφέρει στο πανεπιστήμιο, μπορείς να γραφτείς». Έτσι γράφτηκα κατευθείαν στο τρίτο έτος της Σχολής Φυσικομαθηματικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Θα πρέπει εδώ να ανοίξω μια παρένθεση για να μιλήσω για λίγο για τις σχέσεις μου με τους χριστιανούς στη Θεσσαλονίκη. Στη Σχολή Αλτσέχ, οι συμμαθητές μου ήσαν αποκλειστικά Εβραίοι, με αποτέλεσμα να έχω φιλίες μόνο με Εβραίους. Το ίδιο ίσχυε και για τη λέσχη Μακκαμπί. Όμως στο σχολείο της Γαλλικής Λαϊκής Αποστολής (Mission laïque Française), στο τμήμα των μαθηματικών, είχα ήδη την ευκαιρία να γνωρίσω δυο χριστιανούς και να κάνω παρέα μαζί τους, λίγο στην αρχή: τον Δημπόγλου, γιο ενός χειρούργου από την Κωνσταντινούπολη, που εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, και τον Νίκο Ξενάκη, που η μητέρα του ήταν Γαλλίδα και που η φιλία μας διατηρήθηκε μετά την απελευθέρωσή μου. Συνδέθηκα επίσης με τον Τάκη Καβάσιλα, που ήταν αχώριστος φίλος με τον Ισίδωρο Νόαχ, και που ήσαν και οι δυο εξαιρετικοί μαθητές της πρώτης τάξης (1929-1930). Ο Νόαχ θα γινόταν μηχανικός της Ανώτατης Σχολης Αεροναυπηγών, ενώ ο Καβάσιλας τελείωσε τη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών. Ο Καβάσιλας παντρεύτηκε μια Γαλλίδα, όμως παρόλες τις προσπάθειές μου δεν κατάφερα να τον βρω μέχρι σήμερα στο Παρίσι. Ο Ισίδωρος Νόαχ γλίτωσε από τους Ναζί. Παντρεύτηκε στην Αθήνα και έκανε ένα γιο, που σπούδασε φιλοσοφία στο Καίμπριτζ των Η.Π.Α. στην ίδια εποχή με τον δικό μου. Δυστυχώς ο Ισίδωρος πέθανε από καρκίνο. Μετά τη στρατιωτική μου θητεία έκανα παρέα με τον Χρήστο Μαλάκη, που είχε σπουδάσει μηχανικός στο Βέλγιο και αγαπούσε πολύ τη μουσική. Περνούσαμε ολόκληρα βράδια μαζί ακούγοντας συμφωνίες ή κοντσέρτα για πιάνο ή βιολί, ερμηνευμένα από μεγάλους βιρτουόζους της εποχής όπως ο Γεχούντι Μενουχίν, ο Ζακ Τιμπώ, η Μαργκερίτ Λον, και τόσοι άλλοι. Αλίμονο, η γερμανική κατοχή θα έβαζε ένα τέλος σε όλες αυτές τις σχέσεις.
Όταν ήμουνα φοιτητής στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, έκανα παρέα με τον Ηλιόπουλο, που είχε μεγάλο ταλέντο στα μαθηματικά και έγινε αργότερα καθηγητής πανεπιστημίου. Όταν πήγαινα σπίτι του οι γονείς του με δέχονταν με μεγάλη εγκαρδιότητα. Όμως μετά τον πόλεμο, όταν έφυγα από τη Θεσσαλονίκη, πάψαμε να βλεπόμαστε.
Όταν έγινα διδάκτορας στο πολυτεχνείο (Technion) της Χάιφας, ο ξάδελφός μου Σάμπυ Καμχί, που ζούσε στην Αθήνα, μου έβαλε την ιδέα να κάνω μια διάλεξη στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Θυμάμαι ότι ο κοσμήτορας, ο καθηγητής Πρωτονοτάριος, μου πρότεινε να κάνω τη διάλεξη αυτή στα αγγλικά, πιστεύοντας ότι θα είχα δυσκολίες στα ελληνικά, γλώσσα που είχα ελάχιστα χρησιμοποιήσει όταν σπούδαζα στο Παρίσι. Εγώ ωστόσο επέμενα να την κάνω στα ελληνικά. Την παρακολούθησαν περισσότεροι από εκατό ακροατές, που πολλοί ανάμεσά τους είχαν κάνει ανώτατες σπουδές στο Technion της Χάιφας. Το θέμα της διάλεξης ήταν η βελτίωση του δημόσιου ηλεκτροφωτισμού, με παράδειγμα τον ηλεκτροφωτισμό της Ιερουσαλήμ, ένα σημαντικό έργο που ανέλαβα όταν εργαζόμουν στο δήμο της Ιερουσαλήμ.
Θέλω να μιλήσω για μια φιλία που υπήρξε σταθερότερη. Στη διάρκεια των ταξιδιών μου στη Θεσσαλονίκη, μετά τον πόλεμο, απόκτησα ένα νέο φίλο, ένα λαμπρό δικηγόρο που καταγόταν από τη Φλώρινα. Είχε σπουδάσει στον London School of Economics και μετά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Άνθρωπος με φιλελεύθερες ιδέες, όπως ο πατέρας του, επίσης δικηγόρος, ελάχιστα γνώριζε για την τραγωδία που είχε αποδεκατίσει τον εβραϊκό πληθυσμό της Θεσσαλονίκης. Ήταν παντρεμένος με μια χαριτωμένη Βελγίδα από τις Βρυξέλλες, κι αυτή δικηγόρος, και μιλούσε τέλεια γαλλικά και αγγλικά, εκτός από τα ελληνικά. Συνεννοούμαστε περίφημα και δεν υπάρχει περίπτωση να έρθω στη Θεσσαλονίκη έστω και για λίγε μέρες χωρίς να τους ειδοποιήσω και να περάσω τουλάχιστον μια βραδιά μαζί τους. Οι καλοί μου φίλοι είναι ο Παύλος και η Αννί Αλτίνη. Ανακαλύπτουν σιγά σιγά τον παλιό εβραϊκό πολιτισμό της Θεσσαλονίκης και τους έχει συγκλονίσει το Ολοκαύτωμα. Συχνά λαμβάνω μεγάλα και συγκινητικά γράμματα στα οποία ο φίλος μου ο Παύλος μου γράφει τα κοινωνικο-οικονομικά νέα της Ελλάδας.
Χάρη στην εθελοντική μου εργασία στο Γιαντ Βασέμ, γνώρισα επίσης και άλλους Έλληνες, προσωπικότητες του πολιτικού κόσμου που επισκέφτηκαν την Ιερουσαλήμ, όμως αυτές οι σχέσεις δεν απόκτησαν μέχρι σήμερα το χαρακτήρα της αληθινής φιλίας.
Ο φίλος μου ο Ίνο...
Ο φίλος μου ο Ίνο
Η ξαφνική του επίσκεψη με ξύπνησε απ’ τον λήθαργο και μ’ έκανε να σκεφτώ. Ο κύριος ήθελε ν’ αγοράσει το σπίτι μου, μια μονοκατοικία, κοντά στην Παναγία Χαλκαίων, απ’ τις λίγες που υπήρχαν ακόμα, αχάλαστες, στο κέντρο της πόλης. Δεν ήξερα, στην αρχή, αν γνώριζε πως το σπίτι αυτό δεν ήταν δικό μου, αλλά του φίλου μου του Ίνο, και της μάνας του που φύγανε το 1943 απ’ τη Θεσσαλονίκη κι έκτοτε δεν ξαναγύρισαν.
Η φάτσα του, πρέπει να πω, δεν μου άρεσε καθόλου. Χοντρός, καραφλός, γυαλάκιας, ενώ τρώγαμε μαζί κοντά στη θάλασσα, το ίδιο βράδυ, τον έβλεπα να ρίχνει τη φρέσκια μαρίδα στον «ντεπό» του, σα να ’ταν κουφέτα.
—Μα αφού δεν πληροί τους όρους για πολυκατοικία, του είπα, πώς θα χτίσετε;
—Μη σε νοιάζει, μου είπε. Έχουμε τα μέσα.
Και μου πρόσφερε ένα ποσό αστρονομικό.
Κάτι ψιλιάστηκα απ’ τον επίμονο τρόπο που μου ζητούσε να του το πουλήσω, κι είπα πως θα το σκεφτώ. Ένα «γιαβόλ» που του ξέφυγε, στο τέλος, το δικαιολόγησε πως ήταν η κληρονομιά απ’ τη θητεία του στη Γερμανία.
Η μνήμη του Ίνο ξύπνησε μέσα μου επιτακτική: ζητούσε, όχι πια εκδίκηση, αλλά προστασία. Όλο αυτό το συγκεντρωμένο λίπος πάνω στο γουρούνι αυτό! Δεν είχε χορτάσει κρέατα, σφαχτά, λουκάνικα Φρανκφούρτης στη ζωή του;
Επέστρεφε ατόφιος σ’ εκείνη τ μέρα ή ήταν εκείνη η μέρα που μου τον επέστρεφε, καν δεν θυμάμαι αν ήταν λιακάδα ή βροχερή, τίποτα, μόνο: Ο Ίνο φεύγοντας με παρακάλεσε να μείνω σπίτι τους, ώσπου να γυρίσει.
Πρόσφυγας ήμουν κι εγώ απ’ την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, πρωτότοκος σε μια οικογένεια που ο πατέρας έπεσε θύμα της βουλγάρικης εισοβλής κι η πρόταση του Ίνο μου άρεσε. Έφυγα απ’ την καλύβα του Χιρς κι ήρθα εδώ όπου πραγματικά νόμιζα πως θα ’ταν προσωρινά, για λίγο.
Κάποτε ο πόλεμος κι οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί τελείωσαν, αυτοί που ήταν να γυρίσουν γύρισαν, όσοι ήταν να μείνουν ρέστοι σ’ ένα ληξιπρόθεσμο λογαριασμό παρέμειναν κι εμείς μεγαλώσαμε, γίναμε έφηβοι, άντρες και σαν τη Δάφνη που την κυνηγούσε ο Απόλλωνας, αλλάξαμε κι από άνθρωποι γινήκαμε δέντρα: ριζώσαμε στα σπίτια των αλλονών, γίναμε κύριοι με τη χρησικτησία, ακινήτων που δεν υπήρχαν σε διαθήκες γιατί κανείς δεν πίστευε πως το τέλος θα ’ρχόταν έτσι ξαφνικά ή και σ’ όσες βρέθηκαν κι ανοίχτηκαν λείψανε οι κληρονόμοι.
Είναι αλήθεια ότι λαχτάρησα πολύ στην αρχή, πολύ μου έλειψε η μη επιστροφή του. Αλλά απ’ την άλλη θα ’ταν ψέμα να έκρυβα πως ο γυρισμός του δεν θα μ’ ενοχλούσε.
Είχα γκρεμίσει εκείνο τον απαίσιο τοίχο του διαζώματος, κι είχα φτιάξει ένα εικονοστάσι (οι Εβραίοι δεν είχαν εικονίσματα στα σπίτια τους), είχα, κοντολογίς, βολευτεί σ’ αυτό το σπίτι που όσο οργίαζαν οι κατασκευές μαμούθ ολόγυρα τόσο αποκτούσε αξία. Όσοι είχαν έρθει να ρίξουν τις σπόντες τους, να με λαδώσουν, φύγανε πανικόβλητοι γιατί μια εποχή, τόσο οι τύψεις με καταπίεζαν, που έβγαζα ομοιώματα του Ίνο στο μπαλκόνι να κυνηγούν αυτούς που θέλανε να σπιλώσουν τη μνήμη του.
Τα χρόνια με ηρέμησαν. Είδα τη σχετικότητα των πραγμάτων, μα ποτέ δεν έδωσα συγχωροχάρτι στους ναζί. Κάθε Γερμανός μου προκαλούσε την ίδια αλλεργία όπως ένα κομμάτι λαρδί. Είτε ήταν θαυμαστής του Μπετόβεν, είτε του Μότσαρτ, είτε του Βάγκνερ, είτε του Νίτσε, είτε του Αϊνστάιν, είτε του Μαρξ για μένα σήμαινε: υποψήφιος δολοφόνος.
Το ξέρω, άλλοι καιροί δεν θα ξέρουν για ποιο πράγμα μιλάμε. Και θα πρέπει να πάει κανείς στο Άουσβιτς, όπως πήγα εγώ, κι έψαξα σ’ εκείνο τον εφιαλτικό τοίχο με τα μικρά-μικρά χαραγμένα ονόματα (χιλιάδες) να βρω το όνομα του φίλου μου και αθέλητου κληροδότη. Τριάντα χρόνια πέρασαν από τότε. Δεν υπήρχε για μένα θέμα πια. Κινδύνευα κι εγώ να τελευτήσω.
Ζούσα σα μια κουκίδα σε μια μεγάλη τοιχογραφία που αν δεν έπεσε με τους τελευταίους σεισμούς θα γκρεμιζόταν οπωσδήποτε με τους επόμενους ή τελοσπάντων (είχα την αίσθηση) μιας άτμης που αχνίζει σαν την άλω γύρω από τα πρόσωπα, όπως εκείνο το φωτοστέφανο σε μερικούς πίνακες της Αναγέννησης, προπαντός του Καραβάτζιο, που ενώ είναι απόλυτα ρεαλιστικός στη σύλληψη και στην εκτέλεση του πίνακα και δείχνει, π.χ., μια φτωχή κι εγκαταλειμμένη γυναίκα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, μπροστά σε μια πόρτα ανοιχτή, δίπλα σ’ ένα τοίχο φθαρμένο, να υποδέχεται τρεις ανθρώπους, έξαφνα με το φωτοστέφανο πάνω απ’ το κεφάλι της γίνεται η Παναγία με το βρέφος που ανοίγει την πόρτα μας στους τρεις μάγους.
Από την άποψη αυτή ήμουν απόλυτα δικαιολογημένος να θεωρώ ξαστοχημένη τη ζωή μου και ν’ αρνούμαι την άλω ή το φωτοστέφανο ή το χρίσμα οποιουδήποτε Κόμματος, Θρησκείας ή Μεταφυσικής, έχοντας παραδεχτεί τη μοίρα μου σαν περιθωριακού της Ιστορίας, ενός απ’ τους χιλιάδες σταυρούς στο μέτωπο, ανώνυμος, χωνεμένος σε μια βαθιά λακκούβα που κακοφομίζει.
Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα τύχαινε να τον ξαναθυμηθώ, τον φουκαρά τον Ίνο, με το κίτρινο αστέρι στο μπράτσο, στην Εγνατία οδό, κι εγώ μικρός, παιδί σε μια κοινωνία μεγάλων, ο Ίνο δεν ήξερε, μιλούσε ως την τελευταία στιγμή για τα παιγνίδια μας, άρα το ταξίδι γι’ αυτόν ήταν μετ’ επιστροφής, ούτε μπορούσε να διανοηθεί, ούτε εγώ μπορούσα, ούτε κι η μάνα του που μου έλεγε, τα τελευταία της λόγια, μην αφήσω απότιστο τον βασιλικό, πάνω απ’ το κάρο, ενώ φεύγανε, πως θα τον ξαναθυμηθώ, λέω, τώρα στα γεράματα. Νόμιζα ότι η ζωή όπως κι η Ιστορία περνάει στα ψιλά των ασβεστωμάτων που λέγονται δεκαετίες κι εμείς «βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής» τελικά δεν σημαίνουμε περισσότερο από μια κουτσουλιά περαστικού πουλιού σ’ ένα αναμνηστικό άλμπουμ με φωτογραφίες.
Ώσπου, ο τύπος αυτός, (είχε τελειώσει τις μαρίδες, το χταποδάκι και την τσιροσαλάτα κι ήταν τώρα στη συναγρίδα του), με ταρακούνησε με την αυθάδειά του.
—Δεν θέλω αντιπαροχή, ξανάπα.
—Ό,τι θέλεις μάνα μου, είπε κι έβγαλε ένα αγκάθι απ’ το δόντι του, στραβό σαν αγκίστρι.
—Θα στο πουλήσω, με τον όρο ότι θα κάνω εγώ τις εκσκαφές, είπα και τον κάρφωσα μ’ ένα βλέμμα βαθύ, κοφτερό, αναστενάρικο.
Ήταν πάλι πριν από λίγες μέρες όταν, στην Καβάλα τούτη τη φορά, ρίχνοντας ένα παλιό διώροφο στα Ποταμούδια, οι εργάτες χτύπησαν τον θησαυρό. Κοσμήματα και λίρες, σε τενεκέδες, θαμμένα βαθιά στη γη, τινάχτηκαν στον ήλιο. Γίνανε επεισόδια στο πλιάτσικο ώσπου να ’ρθει η αστυνομία. Το σπίτι ήταν ιδιοκτησία των Μπενβενίστε. Γράψανε οι εφημερίδες σχετικά:
ΠΑΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η αναζήτηση χαμένων θησαυρών είναι μια παλιά ιστορία στην Ελλάδα. Το συγκεκριμένο όμως ενδιαφέρον από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου συγκεντρώθηκε στις εβραϊκές περιουσίες, ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη και στις επαρχίες Σερρών, Καβάλας, Βέροιας και Λαρίσης όπου από τις 77.000 Εβραίους, που τις κατοικούσαν, οι 67.000 θανατώθηκαν από τους ναζήδες.
Στη Θεσσαλονίκη ήταν εγκατεστημένοι 50.000 Εβραίοι σε 11.000 ιδιόκτητα σπίτια με 2.000 βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις. Η περιουσία τους περιελάμβανε χιλιάδες οικόπεδα και αγροτικές εκτάσεις ενώ ο χρυσός που βρισκόταν στα χέρια τους υπολογίζεται σύμφωνα με επίσημα στοιχεία σε 2.250.000 λίρες.
Τον είδα που γούρλωσε τα μάτια σα να μη πίστευε στα αυτιά του. Ήταν έτοιμος να επιτεθεί στο κεφάλι του ψαριού όταν με μια κίνηση απωθητική το ’σπρωξε πέρα, κατέβασε την πετσέτα απ’ το λαιμό του και με κακία στο μάτι πρόφερε:
—Αφού το σπίτι αυτό δεν είναι δικό σου. Γιατί δεν επωφελείσαι απ’ την πρότασή μου, να κάνουμε χωριό.
—Ποτέ δεν είπα το αντίθετο, του αποκρίθηκα, ενώ σκεφτόμουν: Οι θησαυροκυνηγοί σκάβουν υπόγεια, κόβουν δέντρα, ανοίγουν τρύπες σε τοίχους, καταστρέφουν σπίτια ολόκληρα και ανασκάπτουν χωράφια. Το γεγονός όμως αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κανενός αλλουνού, πρόσθεσα.
Έφυγε αφήνοντάς μου την κάρτα του με τα τηλέφωνά του. Αν άλλαζα γνώμη, να τον έπαιρνα, αλλιώς…
Και με μια μετέωρη απειλή στον αέρα, μ’ άφησε εκεί στη θάλασσα, και χάθηκε με την τελευταίου τύπου Μερσεντές του.
Ω, Θεέ μου. Είμαι Έλληνας. Στο αίμα μου πάλλει ο Πελοπίδας κι ο Επαμεινώνδας. Φορώ σώβρακα Σωκράτη, ταξιδεύω με την Πλάτων Τουρς, είμαι στο κλαμπ Γιουλίσες κι έχω κουπόνι για την Ταβέρνα των Θεών. Είμαι Έλληνας. Αλλά δεν μπορώ ν’ αντέξω αυτή την αγνωμοσύνη των Ρωμιών για ό,τι τους είναι ξένο. Χαρήκανε, το καταλαβαίνετε, για το ξερίζωμα χιλιάδων ψυχών. Εγώ περνάω και μαραίνομαι απ’ τα λημέρια που ήταν άλλοτε εβραϊκά. Αυτοί περνάνε και χαίρονται.
Ποιοι οι αυτοί; Ποιος εγώ; Θα εξηγηθώ αμέσως.
Οι τεράστιες εβραϊκές περιουσίες ήταν ο πρώτος στόχος της βουλιμίας του Μαξ Μέρτεν, του ισχυρότερου ναζί στη Βόρειο Ελλάδα και των Ελλήνων συνεργατών του. Συνέταξε ένα γενικό σχέδιο για την αρπαγή των περιουσιών. Πρώτη ενέργειά του ήταν να υποχρεώσει την εβραϊκή κοινότητα να καταβάλει 2.000.000 δρχ. (20.000 λίρες) για την εξαγορά της καταναγκαστικής εργασίας. Οι Εβραίοι πλήρωσαν το ποσόν αλλά η καταναγκαστική εργασία συνεχίστηκε.
Ιάσων Ι. Ιασωνίδης
Εργολαβίαι Ε.Π.Ε.
Νίκωνος 18 Θεσσαλονίκη τηλ. κτλ.Δυο μέρες μετά την επίσκεψή του ήρθε ένας εφοριακός για έλεγχο των ακινήτων, ήρθε κι ένας του ΟΤΕ για μια βλάβη, τάχα, στο τηλέφωνό μου, που δεν υπήρχε. Και για την είσπραξη ενός τέλους για την τηλεόραση. Στο δρόμο αισθανόμουν τον ίσκιο μιας πράσινος Βόλβο να μ’ ακολουθεί πιστά. Όλα αυτά, για να καταλήξουν, πού;
Απ’ τη μεριά μου προσπαθούσα κι εγώ να βρω τα ματωμένα ίχνη του εργολάβου.
Όταν δημιουργήθηκε το γκέτο της Θεσσαλονίκης (στρατόπεδο Βαρώνου Χιρς εκεί που είναι σήμερα το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο), ο αρχηγός των «κομμάντος Ρόζεμπεργκ» Ντίτερ Βισλιτσένυ που είχε σταλεί με ειδική εντολή του Άντολφ Άιχμαν στη συμπρωτεύουσα, εφάρμοσε ειδικά βασανιστήρια για την απόσπαση ομολογιών για κρυμμένο χρυσάφι. Αργότερα ο ίδιος αυτός ναζί λίγο πριν εκτελεσθεί –με απόφαση του Εθνικού Δικαστηρίου της Μπρατισλάβα– κατέθεσε ενόρκως ότι, «τα κατατεθέντα υπό των Εβραίων χρήματα παραδόθηκαν στον στρατιωτικό διοικητή Θεσσαλονίκης, ο οποίος τα κατέθεσε μαζί με κοσμήματα και άλλα τιμαλφή στην Τράπεζα της Ελλάδος. Τι απέγιναν αυτά δεν γνωρίζω.
Γνωρίζει όμως και πολύ καλά ο τύπος μου. Κολλητός του Μέρτεν τότε με το όνομα Ιγνατιάδης, χωρίς φαλάκρα, νέος, ωραίος, γυναικάς, (τ’ αθώα κορίτσια της Κατοχής που πεινούσαν), επιδόθηκε σαν λήσταρχος στο κυνήγι των περιουσιών.
Μπροστά στο όργιο της αρπαγής που μεθοδευόταν οι Εβραίοι μηχανεύθηκαν χίλιους δυο τρόπους για να ξεφύγουν και να σιγουρέψουν ό,τι μπορούσαν από το χρυσό τους σε νομίσματα και κοσμήματα. Οι πλουσιότεροι υπέστησαν τα πιο απάνθρωπα βασανιστήρια για να αποκαλύψουν που είχαν κρύψει τους θησαυρούς τους. Πολλοί από αυτούς ομολόγησαν ενώ άλλοι προτίμησαν να πεθάνουν μαζί με το μυστικό τους.
Πριν φτάσει στην αναζήτηση των θαμμένων αυτών μυστικών, μετά το τέλος του πολέμου, από φωτογραφίες του Ιασωνίδη που βρέθηκαν, συμπεραίνουμε πως παρουσιάζεται με άλλα ονόματα, πράγμα που κάνει υπερβολικά δύσκολη την εντόπισή του.
Μένει πάντως στην Τσιμισκή, αυτό είναι δεδομένο, κοντά στη Διαγώνιο κι έχει ένα κυνηγετικό όπλο. Με τον φίλο του τον Μαξ (Μέρτεν) οργιάζουν. Κυνήγια, γλέντια, χοροί και η αρπαγή των εβραίικων περιουσιών μεθοδεύεται.
Δημιουργούν την ΥΔΙΠ (Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών) στηριγμένη πάνω σ’ ένα εξώφθαλμο ψέμα του Μέρτεν: ότι τάχα γίνεται η δήμευση για να μεταβιβαστεί στο ελληνικό Δημόσιο.
Ο Ιασωνίδης πρωτοστατεί. Είναι η ντόπια σούπερ δύναμη. Με τον Μέρτεν απλησίαστο πίσω απ’ το πέπλο της Γκεστάπο, γίνεται αυτός ο μοχλός που κινεί τα παρακάλια, τις παρακλήσεις, τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων. Κι έχει κόψει για τον εαυτό του μίζα γερή. Και προσπαθεί να παντρέψει την αδελφή του και να χωρίσει τη μάνα του απ’ το πατριό του, χωρίς επιτυχία.
Να τι διηγούνται οι ελάχιστοι επιζήσαντες εκείνης της εποχής απ’ την Κόλαση:
ΙΩΣΗΦ ΚΑΡΑΣΣΟ: Περάσαμε από φρικτά βασανιστήρια για να αποκαλύψουμε τις κρυψώνες με τις περιουσίες μας. Πολλους συμπατριώτες μου τους έψαχναν ακόμα και στα απόκρυφα μέρη του σώματός τους για να βρουν λίρες. Ψάχνοντας βρήκαν λίρες μέσα σε τακούνια παπουτσιών.
ΙΩΣΗΦ ΓΚΑΤΕΝΙΟ: Ανέσκαψαν τη νύκτα όλο το υπόγειο του σπιτιού μου για να βρουν λίρες.
ΔΑΥΙΔ ΚΙΝΤΕΡ: Παρέδωσα τα χρήματά μου (17 εκατομ. δρχ.) σε γείτονες για να μην τα βρουν οι ναζί. Οι γείτονες παραδόθηκαν και οι Γερμανοί δώρησαν στην καταδότρια μια πουδριέρα της γυναίκας μου χωρίς να γνωρίζουν ότι ήταν γεμάτη χρυσό.
Και τότε ο Ιασωνίδης για να λύσει το πρόβλημα σε μονιμότερη βάση, γίνεται ο εμπνευστής της εταιρείας Ελ-Τουρκ.
Οι Γερμανοί είχαν διαδώσει ότι θα δημιουργούσαν στην Πολωνία μια καινούρια εβραϊκή Δημοκρατία με πρωτεύουσα την Κρακοβία.
Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό οι Εβραίοι μπορούσαν να αλλάξουν στη Θεσσαλονίκη τα χρήματά τους με επιταγές σε Ζλότυ που θα τους χρησίμευαν στη νέα τους πατρίδα. Οι πιο εύπιστοι άλλαξαν τις λίρες με επιταγές για να αποδειχθεί γρήγορα ότι ήταν όλες πλαστές.Ένα μέρος από το χρυσάφι των Εβραίων της Θεσσαλονίκης πέρασε στα θησαυροφυλάκια του Γ’ Ράιχ. Αυτό φαίνεται και από μια επιστολή του Ναζιστή ηγέτη Γκαίριγκ προς τον διευθυντή της Ντώυτσε Μπανκ, με την οποία ζητούσε να του ανοίξει λογαριασμό για το χρυσάφι των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, αλλά και γενικότερα της Ελλάδος. Για τη δουλειά αυτή οι Γερμανοί είχαν επινοήσει μια καταπληκτική απάτη. Δημιούργησαν μια ψευτοεταιρεία με το όνομα «Ελ-Τουρκ» που ανέλαβε να διακινήσει το χρυσάφι από την Ελλάδα στη Γερμανία καμουφλαλισμένο σε τρόφιμα.
Ο Ιασωνίδης, με τ’ όνομα Γιακάς, βρίσκεται στα χαρτιά διευθυντής της εταιρείας αυτής που τελικά ποτέ δεν μπήκε σε λειτουργία.
Κινείται όμως δραστήρια, μες στην Κατοχή, μεταξύ Αθηνών-Θεσσαλονίκης. Κατεβαίνει συχνά στην πρωτεύουσα για «δουλειές». Μια φορά οι αντάρτες ανατινάζουν το τρένο κοντά στη γέφυρα της Παπαδιάς, που κουβαλούσε πολεμοφόδια κι είχε δυο βαγόνια με επιβάτες για μόστρα. Ο Ιασωνίδης κοιμόταν στο βαγκόν-λι. Όταν κατέβηκε να δει το μέρος της ανατίναξης, έκανε το σταυρό του: το βαγόνι του είχε σταματήσει ακριβώς στο χείλος του γκρεμού, λίγο πριν απ’ το βάραθρο που γεφύρωνε η καταστραμμένη γέφυρα.
Το μίσος του για την Αντίσταση έτσι φουντώνει, αλλά ποτέ δεν κινείται ανοιχτά, δεν καταδίδει. Ξέρει ότι θα ζήσει στην Ελλάδα και έχει ανάγκη τους Έλληνες. Άλλο οι Εβραίοι.
Με την απελευθέρωση χάνονται τα ίχνη του. Ακολούθησε τα γερμανικά στρατεύματα ενώ υποχωρούσαν ή την κοπάνισε από μόνος του, πράγμα πιο πιθανό; Πάντως μέχρι το 1952 που ανοίγει μπαρ στο Μόναχο, κανείς δεν ξέρει πού πέρασε. Στην Αργεντινή; Αιχμάλωτος των Ρώσων; Στην Αίγυπτο;
Το μπαρ δεν έχει τίποτα το ελληνικό. Συχνάζουν τύποι όλων των κατηγοριών. Μέσα σ’ αυτούς κι ο φίλος του ο Μαξ. Σχεδιάζουν, ασφαλώς την επιστροφή, γιατί ο εγκληματίας λένε πάντα επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος.
Γιατί μέσα στον πανικό τους τότε, να τα μαζέψουν και να γλιτώσουν, κρύψανε, το ’45, με την ήττα του Χίτλερ, πολλούς εβραϊκούς θησαυρούς. Δέκα χρόνια μετά, είναι καιρός να τους ξεθάψουν. Έχουν επισημάνει κι όσους δεν πρόλαβαν να τους ανακαλύψουν ποτέ. Και από τη Βαυαρία ετοιμάζονται για δράση.
Μελετούν χάρτες, καταστρώνουν σχέδια. Ο Μαξ μετεμφιεσμένος σε τουρίστα κατεβαίνει με ψεύτικο διαβατήριο δυο τρεις φορές. Ο Ιασωνίδης, με τη βοήθειά του, παίρνει μια αντιπροσωπεία της Μέτζελερ (τα λάστιχα). Ανοίγει κατάστημα στη Θεσσαλονίκη να πηγαινοέρχεται.
Στο μεταξύ, είναι η εποχή που κάθε φασίστας και συνεργάτης των Γερμανών απολαμβάνει της πλήρους προστασίας των ελληνικών αρχών. Παλιοί του συναγωνιστές είναι σήμερα στα πράγματα, στην Ασφάλεια και στη Χωροφυλακή. (Στη Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει Αστυνομία).
Μ’ έναν απ’ αυτούς –απ’ τους μεγάλους– συλλαμβάνει το σχέδιο ν’ απαλλαγεί απ’ το συνέταιρό του. Τον καρφώνει. Και το 1958 ο Μέρτεν συλλαμβάνεται. Θεωρείται μεγάλη επιτυχία της Ασφάλειας κι ο Ιασωνίδης εδραιώνεται κι αποκαθίσταται σαν εθνικόφρων.
Τότε, συνεταιρίζεται μ’ έναν πόντιο πολιτικό μηχανικό, που είναι έξυπνος και γνωστός του απ’ την κατοχή κι αρχίζουν να χτίζουν σπίτια, διαλέγοντας τις παλιές κι ακατοίκητες σχεδόν εβραϊκές μονοκατοικίες ή διώροφα.
Ίσως γιατί στη μέχρι σήμερα λεηλασία της αμύθητης αυτής περιουσίας είχαν ή εξακολουθούν να έχουν συμμετοχή «επιφανείς» οικονομικά Έλληνες, χαφιέδες τότε των αρχών κατοχής, ναζήδες και απόμαχοι των συμμαχικών στρατευμάτων.
Βλέπουμε λοιπόν ότι το κόλπο είναι βαθύτερο και καλά διεθνώς δικτυωμένο.
Στο κυνήγι για τ ην ανεύρεση αυτών των περιουσιών δεν έχουν συμμετοχή μόνο Έλληνες, αλλά και ξένοι, κυρίως Γερμανοί, Ιταλοί και Άγγλοι που έζησαν εδώ στην περίοδο του πολέμου και επέστρεψαν σαν «τουρίστες» εξοπλισμένοι με χάρτες και σχεδιαγράμματα για να τους ξεθάψουν.
Αχ, αχ, και πάλι αχ. Η εξουσία είναι φτιαγμένη από επενδυμένη αξία που την ασβεστοποίησε το κεφάλαιο. Την τσιμεντοποίησε η υπεραξία και την έβγαλε στο σφυρί το δαιμόνιο των εμπόρων των εθνών.
Όλα τα άλλα, θα μου επιτρέψετε να πω, πως υπολείπονται του βάρους του εξεταζόμενου θέματος. Αν τελικά καλός χριστιανός γίνεσαι με το να ορέγεσαι λίρες του Γιούδα, είναι καλύτερα να γίνεις Ιούδας εσύ και να εισπράξεις τα τριάντα αργύρια. Όμως είναι πολύ βολικό να καίμε ομοιώματα του Ιούδα για να εφησυχάζουμε τη συνείδησή μας.
Κι ο Ιασωνίδης τι απέγινε; Πρόεδρος ποδοσφαιρικού σωματείου, κοιλαράς εργατοπατέρας που δακρύζει για τους φίλους του που χάθηκαν και χτίζει σπίτια.
Γι’ αυτά τα σπίτια βρέθηκα κι εγώ μέσα στα σχέδιά του. Και κλότσησα. Με τα στοιχεία που κατάφερα να μαζέψω, του έκανα μια πρώτη κρούση. Τ’ αυτί του δεν ίδρωσε απ’ τις απειλές. Και το χειρότερο, οι άλλοι με κοίταζαν σαν κακόπιστο άνθρωπο. Ο Ιασωνίδης τους ενέπνεε εμπιστοσύνη, τον εκτιμούσαν, ήταν πολίτης ευυπόληπτος και μανιώδης στα ποδοσφαιρικά.
Πιστός στη μνήμη του φίλου μου του Ίνο, όμως, εγώ δεν τα ’βαζα κάτω. Έκανα μήνυση και η υπόθεση πήρε έναν καλό δρόμο. Δεν έλπιζα στην καταδίκη του, αλλά στο ρεζίλεμά του μέσω του τύπου. Προσφέρονταν κι η εποχή του εκδημοκρατισμού (1966).
Μα πάλι στάθηκα άτυχος, γιατί στο μεταξύ έγινε η χούντα και ο Ιασωνίδης βρέθηκε Νομάρχης στη Θεσσαλονίκη.
Α, φίλε μου Ίνο, είπα. Είσαι σαφώς άτυχος. Και κάθε μέρα τώρα περιμένω τη βίαιη έξωσή μου. Αλλά αυτός είναι τόσο σαδιστής που ένα χρόνο τώρα που είναι πάλι στα πράγματα δεν μ’ έχει πειράξει.
Μήπως μέσα στη φούρια του με ξέχασε; Μήπως έχει μεγαλύτερους λαγούς να κυνηγήσει;
Ξέρω πως είμαι κυκλωμένος και δεν κοτώ να βγω απ’ το λαγούμι μου.
Μετάβαση στο σημείο: Πλατεία Ελευθερίας