Κουκλουτζάς
Δεν είναι απίθανο, κι αυτοί που κατοικούν στον τόσο γραφικό δρόμο της οδού Κουκλουτζά, να μη έτυχεν ποτέ ν’ ακούσουν πώς και τι ήταν το μέρος που πήρε το όνομά του ο δρόμος τους.
Υπάρχουν όμως αυτοί που γεννήθηκαν κι έζησαν σ’ αυτόν και μας λένε πως ο Κουκλουτζάς ήταν ένα πολύ όμορφο χωριό τέσσερα χιλιόμετρα ανατολικά της Σμύρνης. Χτισμένο στ’ αντερίσματα του βουνού Καλαμπάκα, σε αμφιθεατρική θέση, είχε μοναδική θέα όλη τη Σμύρνη, με τα παραθαλάσσια προάστιά της και τον κόλπο της. Η θέα αυτή, και το θαυμάσιο κλίμα του, τραβούσε πολύ κόσμο από τη Σμύρνη και τις γύρω περιοχές, για παραθερισμό.
Οι κάτοικοι ήσαν όλοι Έλληνες, με εξαίρεση έναν Αγά και τέσσερις χωροφύλακες που αντιπροσώπευαν την τούρκικη διοίκηση. Αυτοί που ξέρουν μας λένε ακόμη, πως το χωριό είχε κατοικηθεί από πολύ παλιά και συγκεκριμένα από το 1235, όπως δείχνουν τα σχετικά έγγραφα.
Τα’ όνομά του, στη Βυζαντινή περίοδο, ήταν Κούκουλος. Οι Τούρκοι το έκαναν Κουκουλού και του πρόσθεσαν τη λέξη «Τζα» που σημαίνει χωριό, κι έγινε Κουκλουτζάς. Όπως δείχνει η αρχική του ονομασία, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, πως οι πρώτοι κάτοικοι ήσαν Χριστιανοί. Βυζαντινοί. Μετά την κατάκτηση όλης της Μ. Ασίας από τους Τούρκους και τις καταστροφές που ακολούθησαν, υπάρχει η εκδοχή πως για μια περίοδο στον Κουκλουτζά να κατοικούσαν μόνο Τούρκοι. Σίγουρα όμως ξαναδέχτηκαν αργότερα τους χριστιανούς, γιατί είχαν ανάγκη από ανθρώπους να καλλιεργήσουν τη γη. Έτσι για ένα διάστημα, Τούρκοι κι Έλληνες από ανάγκη ζούσαν μαζί. Με τα χρόνια όμως, οι Τούρκοι όλο και λιγόστευαν κι οι Έλληνες πλήθαιναν. Η αύξηση αυτή έγινε μετά την αποτυχία της Ορλωφικής επανάστασης του 1770. Στον Κουκλουτζά οι περισσότεροι που εγκαταστάθηκαν ήσαν από τα νησιά και προ πάντων από το Τσιρίγο. Σιγά-σιγά έφυγαν κι οι τελευταίες τούρκικες οικογένειες και κατοίκησαν στο χωριό Σικλάρι, που βρίσκεται δυο χιλιόμετρα περίπου, Β.Α. του Κουκλουτζά.
Η ελληνικότητα του χωριού τραβούσε τον κόσμο και θα είχε πολύ μεγαλύτερη κίνηση και εξέλιξη εάν είχε συγκοινωνιακή σύνδεση με τη Σμύρνη και τις γύρω περιοχές. Αυτή όμως η έλλειψη δεν έκανε τον τόπο να υστερεί στους δυο βασικούς τομείς, την Παιδεία και τη Θρησκεία. Είχαν Σχολειά άρτια για τη μόρφωση των παιδιών κι εκκλησίες αρκετές για τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Από τις εκκλησίες ξεχώριζε των Αγίων Αποστόλων, που πρωτοχτίστηκαν το 1765. Τα σπίτια, όπως τα περιγράφουν, ήταν σε τρεις κατηγορίες: α) των πλουσίων Σμυρνιών που χρησιμοποιούσαν για παραθέρισμα, β) τα σπίτια των μόνιμων, ευπόρων, και γ) των γεωργών με ευρύχωρους βοηθητικούς χώρους. Οι κάτοικοι, ως επί το πλείστον, ήσαν γεωργοί και κτηνοτρόφοι, αλλά απ’ αυτούς βγήκαν κι αρκετοί διακεκριμένοι άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης. Η παραγωγή τους ήταν κυρίως ελιές, σύκα, τα περίφημα μπαρδατζίκια και σταφύλια, ιδίως ερικαράδες (μαύρα). Η ζωή στον Κουκλουτζά ήταν ήσυχη, νοικοκυρεμένη, δίχως άμεσο φόβο, μα η σκλαβιά έριχνε βαριά τη σκιά της.
Ώσπου ήρθε η 2 Μαΐου του 1919. Σωστό πανηγύρι χαράς το μαγιάτικο εκείνο πρωινό. Το χωριό από την μια άκρη ως την άλλη γιόρταζε τον ερχομό του ελληνικού στρατού, που έφερνε τη λευτεριά στη βασανισμένη Μ. Ασία. Οι καμπάνες χτυπούσαν όλες μαζί χαρούμενα κι οι χωριανοί τραγουδούσαν και χόρευαν στους δρόμους αγκαλιασμένοι κλαίγοντας και γελώντας αντάμα. Όλα τα όνειρα που έκαναν τόσα χρόνια σκλαβωμένοι περίμεναν τώρα ν’ αληθέψουν κι η πατρίδα να γίνει για πάντα ελληνική. Μα δεν λύγισαν όταν τα όνειρά τους έσβησαν κι η συμφορά πλησίαζε στον τόπο τους.
Τα μαύρα μαντάτα τους έκαναν από ατσάλι κι η θέληση έγινε δύναμη τρανή, πάνω από φόβο. Μια φούχτα παλληκάρια αποφασισμένα, στάθηκαν στο έμπα του χωριού, οπλισμένοι μόνο με τη βαθειά πίστη στο Θεό. Μια πελώρια σημαία υψώθηκε στο ψηλό καμπαναριό των Αγίων Αποστόλων, σαν για να προστατέψει τα κατατρεγμένα παιδιά της.
Οι Τούρκοι προχωρούσαν οπλισμένοι σαν αστακοί. Οι Κουκλουτζαλήδες υπερασπίζονται ηρωϊκά τον τόπο τους και δεν τους αφήνουν να περάσουν. Όταν πλέον απελπίστηκαν, περικύκλωσαν το χωριό και το χτύπησαν από την πίσω πλευρά. Τα παλληκάρια τα περισσότερα σκοτώθηκαν και το χωριό ρημάχτηκε από τον μανιασμένο τούρκικο στρατό. Σκότωσαν, άρπαξαν, ατίμασαν και στο τέλος, έκαψαν από τη μια άκρη στην άλλη το πανέμορφο χωριό.
Κι ο κόσμος; Ρωτάτε τι έγινε ο κόσμος του Κουκλουτζά;
-Όσοι δεν σκοτώθηκαν έγιναν πρόσφυγες κατατρεγμένοι, όπως όλοι οι Μικρασιάτες. Όπως όλοι που ξεριζώθηκαν από τα ελληνικά Άγια χώματα της Μ. Ασίας, Πόντου, Θράκης.
Καλλιόπη Κολιοπούλου-Γρίβα,
Σελίδες ιστορίας, οι δρόμοι της Ν. Σμύρνης, τόμ. α’, [χ.ο], Αθήνα 1983, σ. 77-78.